Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

ΚΑΠΟΙΑ ΤΗΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ.
Σε κάτι πρέπει να πιστέψει κανείς στη ζωή του.
Ένας μηδενιστής στο  πιο κοντινό στο μηδέν πράγμα θα πίστευε-στη Ρωρερκάρ.

ιε.

1.
Είστε μια κόρη νεαρή με φόρεμα λευκό.
Κι είμαι ένας νέος δειλός,συνεσταλμένος.
Σας αγαπώ και σας θαυμάζω.
Σας παρακολουθώ γοητευμένος.
Η ανταύγεια του φωτός χρυσίζει τα μαλλιά σας.
Και τέλος να! σας συναντώ στο άλσος.
Και μένω άφωνος, βουβός, εκστατικός.
Και να το μόνο που εντέλει κατορθώνω
με μια φωνή εκστασιασμένη να σας πω:
Πόσο κυρία είναι τα μάτια σας ωραία!




2.
Λευκή κι ονειροπόλα αγαπημένη!
Δε δέχομαι να είναι η ψυχή μου
απλή για μέλισσες μια κυψέλη
που φευγαλέες έρχονται και πάνε.

Δε δέχομαι να είναι η ψυχή μου
πίδακας ένας που αλλάζει ιριδισμούς.
Μικρό να είμαι θέλω  ένα μόριο-
μια του Παντού σταλίτσα και του Πάντα.

Κι οι νόμοι που με πάνε να είναι κείνοι
οι ίδιοι που του Σύμπαντος τον αιώνιο
κι αχάλαστο παλμό του καθορίζουν.
Κι αλήθεια: ό,τι με παίρνει και με πάει,
εσείς είστε αυτό γλυκιά κυρία.











3.
Στον κήπο της ψυχής μου μπήκε κάτι
δίχως να κάνει θόρυβο κανένα.
Τα ρόδα μόνο, μόλις το αιστανθήκαν,
και ρίγησαν μες στου βραδιού τη γλύκα.

Ούτε κι εγώ ακόμα, που μακριά 'μαι
από την τύρβη την καθημερνή
δεν το 'χα αιστανθεί κι ήρεμος ήμουν,
γαλήνιος και πράος, όσο δεν ένιωθα

την αύρα ενός θείου ανασασμού
να πλέκει με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Και τώρα συνταράζει με βαθιά
το κάτι αυτό αφόντας το 'χω νιώσει.






4.
Να ο άνεμος-ένα μικρό αγόρι
παύ προχωρεί συνέχεια, και διαρκώς
ψάχνει και ψηλαφάει και ταλαντεύεται.
Θα σας εβρεί; Και πού; Δεν ξέρει.

Τις ώρες τις ζεστές του απογεύματος
νεύματα οι ανταύγειες ανταλλάζουν
ανάμεσα απ' τα τζάμια των παραθυριών
μη σας εντόπισε κάπου καμμιά τους.

Στους κήπους τ' άνθη δε χορεύουν-
δεν τραγουδούν σκοπούς μεθυστικούς  
όλη των την ενάργεια σπαταλεύουν
πώς θα μπορέσουν πάλι να σας δουν.

Στη λίμνη μόνο οι κύκνοι ήρεμοι πλέουν,
κι ευτυχισμένοι ,γιατί ξέρουν:
στο πτέρωμά των μεσα
έχετε ολόκληρη απαστράπτουσα δοθεί.





5.
Κυρία κοιτάξτε με-δεν είμαι ο αυλός
του Σιωπηλού μπροστά στη θύρα;
Δεν είμαι εγώ αυτός που φανερώνω
το πιο βαθύτερο της ζωής μυστήριο;
 
Σχεση καμμία έχω εγώ με τα κοινά
νοήματα και ομιλίες και διαθέσεις;
Τα νεύματα εγώ δεν ψαύω των Πραγμάτων
και τη Διάρκεια των δεν κρατώ εγώ;

Κυρία σε σας-το ξέρετε-πως έχω έβρει
τη Μυστική και Ήρεμη Σιωπή
που με τρεμάμενα από πόθο χέρια
μπορώ να τηνε κάνω Μουσική;





6.
Χαίρομαι να σας βλέπω με μια κίνηση
να ισιώνετε στραβά αιώνων.
Χαίρομαι να σας βλέπω να κοσμείτε
σαν ομορφάδα-όλη μας τη γη.

Σεις πού αντλείτε από τη γη
ευφροσύνη και χαρά
κι ό,τι κι αν κάνετε, όλα γύρω
λάμπουν αγνότητα θωρώντας σας...

Σεις που τα πλέον ευτελή, τα πλέον ανάξια
να υπακούν τα κάνετε στην ευταξία σας  
εσείς, μια παρθενία εφηβική
εσείς που πριν από το φως ήσασταν φως...

Εσείς που ήσασταν κραυγή ερωτική
απάνω στο τραχύ της γης το στρώμα
εσείς που ήσασταν μια προσευχή
κόρης που θάλλει άσπιλη ωσάν ρόδο ...

εσείς όπου μαινάδες ημερέψατε
όταν τις είδατε ανέραστες ακόμη
να έχουνε τα μάτια τους κλειστά
και η ξανθή των να φρενιάζει κόμη…

εσεις, κυρία, πέστε μας,
πάντοτε, στο ημίφως της ζωής,
το άστρο το εσπερινό, μια νέα ζωή
ευτυχισμένη θα προλέγει;





7.
Καθώς η Αφροδίτη, παρθένα αναδύθηκε
από τη θάλασσα και τους αφρούς της-
παρθένα αυτή που θα τρικύμιζε ψυχές
και θρόνους κραταιούς θα καταλούσε-

κι ως ένα ένα τα ροδόχροα κάλλη της
πρωτοφαινόντανε υγρά στη φύση μέσα
που άφωνη έστεκε το νέο γι αυτήν
και για τους ουρανούς θωρώντας θάμα,

έτσι και σεις κυρία μ' ένα βλέμμα σας
γη κι ουρανούς και φύση ολόκληρη-
άσπιλη κι έτσι ντροπαλή ως είστε-
αναστατώνετε, και, την καρδιά της θορυβείτε.




8.
Εγώ.κυρία, μόνον προσπαθώ
στων Πραγμάτων την Ψυχή να εισδύσω
και να την αποδώσω, σώζοντάς τα,
καθώς χρέος είναι βέβαια του Ποιητή.

Εσείς αβέβαιες ακόμα με το χέρι σας
διαγράφετε κινήσεις
ως άνθος που δειλά στο φως ανοίγει.
Έτσι κι εγώ, ως σ’ άνθος σας μιλώ:

παρακαλώ σας, λίγο το Άρωμά σας
μετριάστε και το Χρώμα σας καλύψτε
γιατί και Νου και Λογική μου παίρνουν
κι όλο Παράπονο τα Πράγματα μου μένουν.



 ιστ.

1.
Ένα παιδί-ένα μικρό παιδάκι
σαν ήρθα στο δικό σας το κονάκι
τις προάλλες, τ' άλλα που άφησα γραφτά,
με κοίταξε και μου' πε: "τ1 ειν' αυτά;"

"Δάκρυα παιδί μου" του 'πα. Είχε γελάσει.
Εγώ με μια θλιμμένη έφυγα βιάση.
 Μα σεις, αστεία είτε ή σοβαρά
με πάρτε της οδύνης μου κυρά,

κέρδος ή το 'να ή τ’ άλλο θα μου φέρει.
Αν σοβαρά, τότε, γλυκό μου αστέρι,
θα έχω λόγο να ελπίζω πως
κοντά μου θα 'ρθει το απαλό σας φως.
 
Πάλι, αν μ' αυτά το χείλι σας γελάσει,
σε θεό θα μ' έχετε σεις προβιβάσει
θαύμα ένα αφού προκάλεσα κι εγώ:
το γέλιο σας το θείο κι ευγενικό!


2.
Πατριώτισσα σας ήταν η Διοτίμα.
Στο δρόμο της κυρία κατοικείτε.
Σοφή και του Έρωτα ιέρεια εκείνη.
Απλές συμπτώσεις τάχα τούτα είναι;

Και στο Σωκράτη είχεν αυτή διδάξει
όλες του Έρωτα τις λειτουργίες
και τη βαθιά,τη μυστική του έννοια.
Και σεις τι άλλο κάνετε με μένα

παρά να μου διδάσκετε με πάθος
του Έρωτα ποιες είναι οι βύθιες ρίζες  
πώς απ’ αυτές κορμοί τρανοί φυτρώνουν
και πώς εκείνοι κλάρες, φύλλα βγάζουν;

Και τέλος, πώς, η σκιά του δέντρου εκείνου
βαριά σε κάθε ερωτευμένον πέφτει
και του αποσβεί κάθε χαράς τον ήλιο
και κάθε του ευτυχίας τσακίζει φύτρο.



3.
Ίσως να ενοχλείστε που  ένας γέρος
την ωραιότητά σας εκθειάζει.
Τέτιες αφήστε οχλήσεις κατά μέρος.
Μικρό μη κάτι τέτιο σας πειράζει.

Ίσως ο ποιητής τις ποιητικές του
μετράει δύναμες που του ’χουν μείνει
και οι προθέσεις νάναι οι δικές του
άλλες απ' όσες να φανούν αφήνει.

Ίσως ποιήματα έρωτα δεν έχει
μες στη ζωή του όσα πρέπει γράψει
και για να τα προλάβει τώρα τρέχει.
Σε λίγο, έτσι αν είναι, πια θα πάψει.

Ορκο δεν παίρνω πάλι-μα θα δείξει.
Μπορεί κι αλήθεια ερωτευμένος νάναι
(Νου ποιητή Λόγος μπορεί ν’ αγγίξει;)
Χάδια οι ρυτίδες του ίσως ζητάνε.

Ο Γκαίτε στα όγδόνατέσσερά του
για μιας δεκαεφτάχρονης τα χείλια
έγραψε τ' ωραιότερο ποίημα του.
Μα μη σας τρώει γι αυτό κυρία η ζήλεια,

γιατί, βεβαιωθείτε πως ο Γκαίτε
σήμερα ανάμεσα μας αν θα ζούσε
για σας ατέρμονα θα στιχουργούσε
και σεις ας υποθέτετε ό,τι θέτε.

Κι αν η δεκαεφτάχρονη εκείνη
στον Γκαίτε τα είχε όλα της δοσμένα,
δικό μου στέρξετε από σας να γίνει
ό,τι αξίζει στη δική μου πέννα.










ιζ.

ΧΙΟΝΙ

Χιόνι λοιπόν. Καλώς μας ήρθε.
Αγαπητό.  
Χιόνι.
Οι σκέψεις ανακατεύονται μ' αυτό.
Κι αυτό με τις σκέψεις, Χιονισμένες
σκέψεις λοιπόν, ή σκεπτόμενο χιόνι-
μερικά ποιηματάκια της 18 Γενάρη
του 2005 απόγεμα.
 
1.
Χιόνι. Γύρω μου όπου βλέπω το 'χει στρώσει.
Στα πρεβάζια, στις ταράτσες, στα μπαλκόνια…
Όλα είναι ασπρισμένα. Ως και τα κλώνια
της συκιάς μας τα ξερά το 'χουνε νιώσει.

Όλα κρύα. Μόνο εγώ δε νιώθω κρύο.
Διόλου τίποτα για με δεν έχει αλλάξει.  
Κι αν τους άλλους ο χιονιάς θα τους ρημάξει
τον δικό μου δεν θ' αλλάξει αυτός τον βίο.

Μες στο χιόνι και στο κρύο ζω για μήνες.
Η γυναίκα που αγαπώ γι αυτό φροντίζει.
Τρόπο έχει δίχως διόλου να με αγγίζει
να παγώνει ως και των πόθων μου τις κλίνες.  







2.
Κι αν χιόνι πέφτει τι μ' αυτό;
κι αν κρύες του οι νιφάδες
όμως δεν παύουν εν ταυτώ
να είναι και...νυφάδες!
 
Ας έρχονται. Ο άνυμφος
εγώ κι ο μονασμένος
θα πάψω και κατάδικος
να 'μαι, και κολασμένος.

Και οι νυφάδες θηλυκά.
Ας έρθουν οι καλές μου.
Ή θέλουνε, ή στανικά
θα γίνουνε δικές μου.

Ας έρθουνε. Στο πάλεμα
που ανέκκλητα θα γίνει
αμέτοχη ή παράμερα
καμιά τους δε θα μείνει.

Σαν μόνος να ’μαι πετεινός
 σε πλήθος μέσα ορνίθων
των Δαναίδων τελικώς
θα μιμηθώ τον πίθον-

γιατί "αυτό κάνε μου" η μια,
η άλλη "θέλω εκείνο",
καθέτους σβηώντας πεθυμιά
…άπατος θ’ απομείνω.

Κι ειν' η φορά η πρώτη αυτή,
νιφάδες, που, κι ας νιώσουν
την αναπνιά μου, όχι αυτές,
 μα... εμένανε θα λιώσουν.


3.
Στο χιόνι

Τόσα χωριά, κοινότητες και πόλεις αποκλείεις
Και μέρες τον αποκλεισμό καμπόσες δεν τον
λύεις.
Και είτε λίγους ή πολλούς εξαναγκάζεις τύπους
να τρέφονται απ’ τα κύτταρα του ίδιου τους του
λίπους.

Απρκλεισμό έναν χάθηκε να έκανες ακόμα-
εμέ κι αυτήν να έκλεινες κατ’ απ’ ολάσπρο
στρώμα;
και ας μας ξέχναγες σε μας αφήνοντας τα ρέστα:
κι ένας τον άλλο θα 'τρωγε, κι ωραία θα 'χαμε
ζέστα.



 4.
Χίονιά, μην τόσο χαίρεσαι-μην τόσο καμαρώνεις.
Απ’ το λευκό σου πιο λευκό το στήθος της καλής
μου.
Από τα σύννεφα έφτασες, απ’ τα ουράνια εκείνη.
Κι αυτή περσότερη ομορφιά στην πλάση μας
χαρίζει.

Και απαλότερη από σε' και ήσυχη ως εσένα.
Κι αν μ' ένα κρύο σάβανο ντένεις εσύ το χώμα
και κείνο σ' όποιον το πατεί την κρυάδα σου του δίνει,
μα η καλή μου δεν πατά' πετάει σε μένα να 'ρθει.

.

(κι ένα για παιδιά)  

Α! Καλό μου εσύ χιονάκι!
Τι ωραία να σε πιάνω
και μια μπάλλα να σε κάνω
και να σε πετώ επάνω
σ’ ένα φίλο μου παιδάκι!

Τι ωραία να κυλιέμαι
στο απαλό σου πάνω τ’ άσπρο
 το λαμπρό σα φάτνης άστρο
ή με σε να χτίζω κάστρο
και απ’ όλους να παινιέμαι…

Ή να πλάθω μια μπαλίτσα,
πάνω σου να την κυλάω
κι όταν κάμποσο την πάω
πια να μη τηνε χωράω
στη μικρή μου αγκαλίτσα.

Μα η τρέλα μου η μεγάλη
είναι ο χιονάνθρωπός μου
που ειν'ο πιο όμορφος του κόσμου
και που είναι όλος δικός μου
από νύχια ως κεφάλι.

Να κρατάει μες στο χέρι
μια σκούπα του περνάω
και μια σκούφια του φοράω
μάτια, μύτη δεν ξεχνάω
και του φτιάχνω κι ένα ταίρι.

Και-αχ- νιώθω ένα πόνο
σαν ο ήλιος όταν βγαίνει
αρχινάει να τον φυραίνει
κι ο χιονάνθρωπος πεθαίνει
κι εγώ μένω πάλι μόνο. . .

Μα θα ρίξει πάλι χιόνι
και ξανά θα φτιάξω άλλον
πιο καλόν και πιο μεγάλο
και στη σκιά θα τόνε βάλω
να μη γρήγορα μου λιώνει.


5.
Κοιτάζω απ' το παράθυρο το χιόνι
που στρώμα εν' άσπρο απά’ στο χώμα στρώνει
και λέω έτσι μεγάλο κι η ζωή μας
στρώνει ένα στρώμα και γελά μαζί μας,

καθώς μας βλέπει πάνω του που ως ζούμε
να το ’χουμε καθάριο προσπαθούμε
και το προσέχουμε να μη χαλάσει
ή αράχνες ή σκονίτσες κάπου πιάσει.

Και κείνο περποιώντας το σεντόνι
τόσο γοργά μας φεύγουνε οι χρόνοι
και δεν κοιτάζουμε και γύρω λίγο-
τον πόλεμο, το θέρο ή τον τρύγο,

τ' αστέρια, το φεγγάρι, την ψυχή μας,
που δίπλα ή μέσα μας ζούνε μαζι μας,
μον’ το σεντόνι μας καλοκοιτάμε
μονάχο κι έρημο να το κρατάμε.

Κι όπως η αυγή ζεστό τον ήλιο βγάνει
και γρήγορα νερό το χιόνι κάνει
έτσι κι η ζωή το θάνατό της φέρνει
και το σεντόνι αυτός γοργά μας παίρνει.
 



6.
Του γέλιου σου θα πάρω τη μαγεία
και τις σαπφείρινες ανταύγειες των ματιών
και σ' ενός κάμπου χιονισμένου την ευδία
θα πάω κάτω από το φως των αστεριών

και κει, ολόκληρη από χιόνι θα σε πλάσω-
καθε κρυφή σου ξέρω γλύκα κι εμορφιά.
Κι όλη τη νύχτα αυτήν εγώ θα σε χορτάσω
Κι όλη τη νύχτα αυτή θα σ' έχω συντροφιά.

Κρατώντας μάτι σου και χαμογέλιο
όλην θα σ' έχω μες σε κείνο το κορμί:
Τη γλύκα, τη σπιρτάδα σου, το τέλειο
περπάτημα που θεία το πάει ορμή.

Και θα σε λιώσει το πρωινό τ' αστέρι.
Κι ο χώρος πριν που έπιανες, κενός.
Κι έτσι κανένας δε θα σ' έχει ταίρι-
και πλέον δε θα είσαι κανενός.
 
 



7.
Το ξέρω-με γνωρίζεις.
Όταν σαν κοριτσάκι ντροπαλό
γέρνεις το κεφαλάκι σα με βλέπεις
ή όταν το άλλο σου το προσωπο φοράς
της ψεύτικης ανεμελιάς
και προσπαθείς μ' αυτό να με μπερδέψεις
τότε το ξέρω-με γνωρίζεις.

Ομως σε τίποτε απ' αυτά καλή δεν είσαι.
Και όχι μονον, αλλά έτσι  
Όμορφη πιο-αν κανείς θα υπαθέσει
ότι ομορφιά υπάρχει μεγαλύτερη-
και πιο ελκυστική αλήθεια δείχνεις.




8.
Αλαφρά ζείτε. Μια εσωτερική
Όμορφη ζωή σας είναι δοσμένη
που απλώνεται γύρω σας όπως η σιωπή
μετά από ένα θάμα όπου  όλοι


κατάπληκτοι μένουν. Και μήπως,
ένα διαρκές θαύμα δεν είναι
η πλήρης τιαραίτησή σας  
από τα επίγεια-χρυσό, μετάξι,  

διασκεδάσεις-που σαν ανύπαρκτες
για σας είναι, καθως ο έξω κόσμος
για την χρυσσαλίδα; Πόσο όμως

την ημέρα της Μεγάλης Άνοιξής μας
ζωντανή πολύ θα φανείτε  
με φτερά πεταλούδας
λαμπρόχρωμα πετώντας!
 



9.
Απ’ το βαθύ το σπαραγμό
Κι απ’ τον μεγάλο τον καημό
που μου ’χεις φέρει
τρέμει, φοβάται, σταματά
και χάρες άλλες δε σκορπά
του θεού το χέρι.

Μα δεν υπάρχουν ομορφιές
να 'ναι στον κόσμο πιο γλυκές
απ' τις δικές σου
και ή φανερές είτε κρυφές
όλες τις έχω νιώσει πες-
τις ακριβές σου.

Στ' όνειρο άλλες το απαλό
άλλες ότου νου το λογισμό
ή στην ψυχή μου-
ό,τι κι αν κάνεις, αλλουνού
 όχι-δε θα 'σαι κανενού:
είσαι δική μου.




10.
Η πόλη κόκκινο γιορντάνι λαμπερό
στολίστικε όλη και παντού ακούς τραγούδια
τραγούδια που ’χαν ν’ ακουστούνε για καιρό΄
κι ωραίον στήσανε χορό φως και λουλούδια.

Σήμερα ο ήλιος γελαστός έχει φανεί.
Σήμερα πιάστηκε στο δόκανο η λύπη.
Σήμερα πια η καρδιά δεν είναι ορφανή.
Σημερα φέγγουν ανθηρά βραγιές και κήποι.

Να ’ναι που οι άρχοντες μοιράζουνε φλουριά;
Να 'ναι που διώξαν τους οχτρούς από τη χώρα;
Να ’ναι που κάθε θάλασσα μας και στεριά
της λευτεριάς, της τώρα χαίρεται τα δώρα;

Ίσως γι αυτά ετούτοι όλοι να γελούν.
Μα τη χαρά μου 'χει εμένανε φερμένη
κάτι όχι τέτοιο που οι χρόνοι καταλούν,
αλλά του γέλιου σου η λάμψη αγαπημένη.




11..
Το βαθύ το σκοτάδι ττου μ' έκλεινε ολούθε
ξάφνω να! ένα χέρι απαλό το μεριάζει
κι ένα φέγγος-σταλμένο από ποιον-από πούθε-
σε λαμπρή μιαν ημέρα τη νύχτα μου αλλάζει.

Να 'σαι συ αγαπημένη που το θάμα έχεις φέρει;
Η σεμνή ντροπαλότη χάρη τετια σου δίνει
που το φως, το σκοτάδι, ο αγέρας, το αστέρι
όλα έχουνε σκλάβοι της αξίας σου γίνει;
Μα να ξέρεις για τούτο δε χρωστώ σου εγώ χάρη. Κάλλιο μέσα στο σκότος το βαθύ να 'χα μείνει
παρά να 'χω να βλέπω των φιλιών σου τον πλούτο μακριά μου' και ξένα των χαδιών σου τα σμήνη.
 


12.
Δεν είναι τώρα σύμβολα του έρωτα
καρδιές που αιμάτων σταζουνε σταγόνες.
Τα χάδια της αγάπης τ' αφανέρωτα
τα μάτια σου θα δείχνουν στους αιώνες.




13.
 Γραμματική! Ενικός… πληθυντικός...
Τι διαφορά μεγάλη αλήθεια κάνουν!
Ποσά κλειστά κρατεί ο πληθυντικός
που του ενικού οι τρόποι μόνο φτάνουν.
 



14.
Το πνεύμα τις γυναίκες δεν τις έλκει.
Έτσι της γης μας λένε οι μεγάλοι.  
Και στο μυαλό μου φέρνει αυτό μια ζάλη
καθώς σ' αίθριο ουρανό αστροπελέκι.

Γιατί αυτό με σας κυρία δεν μπλέκει.
Αν, άντρας, για γυναίκα ήσασταν άλλη,
εμπόδιο θα 'χε απέραστο προβάλει
γι αυτήν, το πνεύμα που εντός σας πλέκει.

Ποιήματα το πνεύμα σας επάνω
με πέννα σε χαρτί-όχι-δε γράφει.
Όμως το πνεύμα σας εγώ δε φτάνω
κύκλους αυτό μπροστά μου όταν διαγράφει.
Kι όταν με κείνο παραβγαίνω χάνω
καθώς από την άβυσσο οι τάφοι.






15.
Σ αυτιά μιλώ εγώ που δεν ακούνε;
Μιλάω σ’ ένα πλάσμα δίχως γλώσσα;
Τα φλογισμένα λόγια μου τα τόσα
γι απάντηση άξια δε θα κριθούνε;

Οι καλαμιές απ’ το βοριά αντηχούνε
τα ρυάκια τραγουδούν τραγούδια πόσα.  
Συ γράμματα δεν ξέρεις ούτε όσα
τ' "όχι" να φτιάξουνε μόνο αρκούνε;

Κι αν ίσως "ναι" να μου ειπείς γυρεύεις
και η ντροπή το στόμα σου σου κλείνει,
το νου σου-όχι-μη μ' αυτό παιδευεις-
σα στου έρωτα θα πέσουμε την κλίνη
χρεία δε θα 'χεις ούτε καν να νεύεις:
το σώμα σου όλο ένα "ναι"θα γίνει.
 



16.
Μοναδική γυναίκα εσείς στην Πλάση
ποιον θα βρετε άντρα να σας αγκαλιάσει;
Ταίρι ποιο θα βρεθεί για σας, καλλίστη,
το Κάλλος όλο εντός σας αφού εκλείστη;

Κυρία η Χάρη σας τι θ’ αγαπήσει
όταν ο Έρως μέσα σας μιλήσει;
Το δεξιό μισό το αριστερό σας;
Μέσα στη λίμνη μήπως το είδωλο σας;

Και ως ο Νάρκισσος θα βουληθείτε
από αυτό κι εσείς ν' αγαπηθείτε
και σκύβοντας τον ίσκιο του να πιάστε
και σεις σαν κείνον τη ζωή θα χάστε;
 
Το που σας πρέπει δεν υπάρχει ταίρι.
Μόνο, καθώς η Μοίρα τα 'χει φέρει,
κάποιος, υπάρχει, μόνο, που γνωρίζει
για να σας βλέπει πως να ζει αξίζει.





17.
2 Φλεβάρη. Ας ζεσταθούμε με λίγους στίχους.

Πολλήν μήπως κυρία δεν έχετε ώρα
σε μακρινούς να τρέχετε αγρούς
και τ' ακριβά τους να 'χετε τα δώρα-
όλο δροσιά και χρώμα ροδανθούς;

Έτσι αν είναι, εγώ εδώ, μπροστά σας
δεύτερης άνθη εκθέτω διαλογής
για να προλάβετε και τη δουλειά σας:
ποιηματάκια απλά κοντολογίς.

Μην κουραστήκατε απ' τα ωραία,
κι όμορφα ποιήματα ζητάτε απλώς;
ίδού, για σας κι αυτά γραμμένα, νέα.
Κι ίδιος τα στέλνει άνεμος καλός:
η πεθυμιά μου πάντα να κρατείτε
ότι ομορφαίνει τη ζωή που ζείτε.




18.
Αν ήθελε είναι η θάλασσα κρασί
και όληνε την έπινα στη γεια σου
δε θα μεθούσα αγάπη μου χρυσή
τη μέθη που μου δίνει μια ματιά σου.

Κι αν ήθελα βρεθεί σ’ ένα νησί
και πέθαινα και θάφτομουν μακριά σου
θ' ανάσταινα αν ερχόσουνα εσύ
για να βρισκόμουν ζωντανός κοντά σου.

Και τώρα που στην ίδια γειτονιά-
στο ίδιο σπίτι πες που τώρα ζούμε
με λιώνει η φονική σου απονιά.
Καμμία σου φωνή ούτε ματιά.

Και όλο χώνομαι και πιο βαθιά
έτσι στο δώμα μου θαμμένος που 'μαι.





19.
Βουνά και κάμποι και πουλιά
κι ήσυχα ποταμάκια
πάρτε ανθρώπινη λαλιά
κι ανθρώπινα χειλάκια

και πέστε μου-η π' αγαπώ
κάποτε θα με νιώσει;
 Κάποτε χέρι φιλικό
σε μένανε θ' απλώσει;

Ή έχθρητα θα την κρατεί
κι αμάχη θα την έχει
κι αλάργα μου θα περπατεί
κι απόμακρα θα τρέχει;

Πέστε μου αγαπούλες μου,
πέστε μου σεις καλά μου,
πέστε μου σεις καρδούλες μου-
θα 'ρθει ποτέ κοντά μου;  








20.
Αν ήσουν Μάης θα σ' ένιωθα μία φορά το χρόνο.
Μηλίτσα αν ήσουν θ' άγγιζα κάποιον μικρό σου κλώνο.
Φαράγγι αν ήσουν άγριο θα 'μπαινα στα στενά σου'
ρυάκι θα βρεχόμουνα στα δροσερά νερά σου.

Και τώρα που 'σ' η αγάπη μου δεν παίρνω ούτε μιλιά σου.  
Και τώρα που 'σαι ο πόθος μου όλο είμαι μακριά σου.
Τι αν γίνομουν θα σ' άρεσε; Πέστο μου και θα γίνω.
Γιατί μακριά σου αγάπη μου, χάνομαι, λιώνω, σβήνω.



21.
Χαλάκι αν γινόμουνα στο έμπα του σπιτιού σου
η σόλα θα με πάταγε κάνε του παπουτσιού σου.
Πόμολο στην πορτίτσα σου, τη μέρα θα 'μουν ταίρι  
δύο τουλάχιστον φορές στο λατρευτό σου χέρι.
Μα τώρα ειμ' ένα τίποτα και τίποτα θα μείνω-
και το "δεν είμαι" σ' όλες του τις πτώσεις όλο κλίνω.

 
 
Σας άρεσαν κυρία; Είναι από κείνα που αν θέλετε τέτια γράφονται στο λεφτό.
Αλλά να και μερικά που παίρνουνε... δύο λεφτά.

 


22.
Χιλιοειπωμένα πράγματα να ειπώ
μ' αστέρια κι ήλιο να σε παρομοιάσω
και άστρων ομορφιές να σου ταιριάσω
δεν το 'χω εγώ κυρία μου σκοπό.

Ας χαίρονται άλλοι με τερτίπια τέτια
κι ας πλέ'νε μες σε φαντασίας νερό
και αν μπορούν, ας πλύνουν με καιρό
την που έτσι εκδηλώσανε χαμέρπεια.

Εσύ 'σαι η νύχτα η πρώταρχη για μένα
που τα ζοφώδη σκότη σου κρατούν
όλα όσα ούτε να υποψιαστούν μπορούν
τα φώτα που 'χεις γεννημένα.

Είσαι για μένα η Μήτρα η Μεγάλη
που ο κόσμος έμβρυο εντός του θάλλει.







23.
Πάλι το ιώδιο.

Όχι, δε θέλω να σας δω!
Διαγράψτε εκείνο το δεκάλεφτο που σας ζητούσα.
Άλλαξα γνώμη.
Μη σας φαίνεται παράξενο.
Φανταστείτε ένα καράβι ακυβέρνητο σε μια
φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Πόσες φορές οι άνεμοι δε θα του αλλάξουν κατεύθυνση;
Πόσες φορές τα μανιασμένα κύματα δε θα το στρίψουνε
πηγαίνοντας το εκεί αυτά παυ θέλουν;
 Άλλαξα γνώμη κι εγώ.
Δέ θέλω μια συνάντηση μαζί σας.

Το αλαφιασμένο μου μυαλό την ήθελε μήπως έβρισκε σε σας κάτι στραβό κάτι άσχημο,
που πάνω του να έχτιζε την καλύβα που μέσα της θα έμενε απρόσβλητο πια απ’ τη γοητεία σας.
Μα να η δεύτερη σκέψη μου που με κάνει να μη θέλω πιά να σας δω:
Ποιος έτσι τυφλωμένος από την αγάπη θα έβλεπε κάτι στραβό πάνω σας έστω και αν υπήρχε;
Ακόμα όμως και κάποιος οποιοσδήποτε, θα μπορούσε άραγε, να δει κάτι άσχημο σε σας
όταν θα τον εκοίταζαν τα μάτια σας αυτά;
Μπορεί ο βαριά ζαλισμένος να έχει λογική στην κρίση του;

Αφήστε με, όχι, δε θέλω τη συνάντηση μαζί σας.
(βλέπετε; σαν να μου την είχατε προσφέρει και εγώ την απορρίπτω μιλώ-πόσο μακριά μ' έχει πάει η φαντασία...)
Όχι λοιπόν! Όχι! Όχι! Αν είμαι καταδικασμένος δεν έχω ανάγκη κάποιος να μου απαγγείλει επίσημα την καταδίκη μου.
Μου αρκεί που, έχοντας ακόμα επίγνωση της όλης κατάστασης
την ξέρω από μόνος μου.
Ακόμα θέλετε να μάθετε και το άλλο;
Έτσι, στο χάος αφημένος,
και καθώς πέφτω ολοένα,
απλώνω τα χέρια στα σκοτάδια
και πιάνω κάπου κάπου ένα κλαδί από κάποιο δέντρο
από αυτά που στα πλάγια του βάραθρου του Χαμού φυτρώνουν.
Και συγκρατούμαι.

Το κλαδί αυτό λέγεται Ελπίδα.
Με κρατάει για λίγο κάθε φορά.
Γρήγορα σπάζει-είμαι και βαρύς βλέπετε.
Κατόπι ξαναπέφτω.
Και πάλι κάποιο κλαδί ξαναβρίσκω και κρατιέμαι.

Αν σας δω και μου απαγγείλετε την καταδίκη μου
μαζί με την ανάγνωση τα δέντρα αφανίζονται
σαν ένα τεράστιο κλαδευτήρι να τα έκοψε όλα σύρριζα.
 
 Μα ούτε θα χρειάζονταν να κοπούνε τότε τα δέντρα.
Γιατί εγώ ο ίδιος τότε τα χέρια μου θα σταυρώσω
στερώντας τους από κάθε κορόΐδεμά του κλαδιού που μέχρι τότε τα κρατούσε και με κρατούσε.
Όχι! Ας λείπουν τα αστεία γιατροσόφια-
βάλτε το ιώδιο και το μπαμπάκι πάλι μέσα στο κουτί των πρώτων βοηθειών.
Με την ευκαιρία ανοίξτε και κοιτάξτε μήπωςτο ιώδιο έχει εξατμιστεί
και οι γάζες μαύρισαν απ’ την πολυκαιρία.
Μπορεί να σας χρειαστούν σε κάποιου άλλου εκδορές.
Για μένα αυτά είναι άχρηστα κυρία.




24.
Παίρνετε τα βιβλία μου κυρία,
Τέτια δε βρίσκεται εύκολα ευκαιρία
κάτι ωραίο κι άξιο να γευτείτε
διόλου χωρίς γι αυτό να κουραστείτε.

Κυρίες ποιες άλλες έχουν στους καιρούς μας
που όλων στα χρήματα είναι ο νους μας
τη δυνατότητα να  βρούνε κάτι
ψυχή που να το χαίρεται και μάτι;

Κι όσο κι αν ανεβείτε απά’ στη σκάλα
της κοινωνίας κι όσο κι αν κουτάλα
μεγάλη βρείτέ και να τρώτε αρχίστε
νομίζετε όσο κι αν θα προσπαθέίστε,

θα βρείτε κάποιους στίχους  μες στη σούπα
ή μες στο ρόφημα που 'ναι στην κούπα;
Το σπάνιο τάχα εσάς δεν σας αρέσει;
Γι αυτό κι εσείς δεν ψάχνετε με ζέση;

Όσα κι αν πλούτη κάποιος σας χαρίσει
κι αν τα λεφτά του τρέχουν όπως βρύση
μα μοναχά νερό αυτή θα δίνει.
Τη δίψα σας, μάνο νερό, τη σβήνει;

Δε θέτε κάποιονε να συγκινήστε
όχι με κείνο που θαρρείτε ότι είστε
αλλά με κείνο που αυτός που ξέρει
βλέπει σε σας με ποίηση για ταίρι;

Μες στη ζωή σας δόλου δεν μετράει
παρά μονάχα ό,τι περπατάει
κι ό,τι ψηλά πετάει τ’ αψηφάτε;
Και αν φτερά σας λείπουν να πετάτε ,

ορίστε! τα δικά μου σας δανείζω.
Πέρα απ' το μαύρο κι απ' το δίπλα γκρίζο
το φωτεινό υπάρχει και το άσπρο-
καθώς στη νύχτα μέσα υπάρχει τ’ άστρο.

Στρέψτε και προς αυτό τα βλέμματα σας
και μη χανόστε στα καθημερνά σας.
Καλή και η δουλειά, καλά τα λούσα
όμως υπάρχει κάπου και μια "Μούσα",

κομμάτι της ζωής αυτής που ζείτε
και που δεν πρέπει να την αγνοείτε.  
Ξεχάστε τον ποιητή-δέστε το ποίημα.
Αγνοημένη ποίηση μέγα κρίμα.

Δεν τρώει το ποίημα-σας βεβαιώνω.
Κι αν θέτε υπεύθυνος σας δηλώνω
καμμιά πως δε θα πάθει αβαρία
όποια σε ποίημα μέσα μπει κυρία.

Ή τόσο εμένανε πολύ φοβάστε
και θέλετε πολύ μακριά μου νάστε
μήπως εβρώ καμμίαν ευκαιρία
για να σας κάνω κάποια κολακεία;
 
Κι αν πω πως έχετε ωραία μάτια
λοιπόν-το βάζο έγινε κομμάτια;
Κι αν γράψω κάπου πως ωραία είστε
πρέπει γι αυτό την πόρτα να μου κλείστε;

Πρέπει το στόμα να 'χουνε κλεισμένο
οι ποιητές, ή με κλωστές ραμμένο;
Πρέπει να ζούνε μες στην ομορφάδα
μα να μη γράψουνε γι αυτήν αράδα;

Τάχα γιατί αν κάποιος σας θαυμάζει
δεν πρέπει να το πει; Τι σας τρομάζει
και τέτιο κάτι να σας πουν δε θέ 'τε;
Τι πάντοτε σας κάνει κι όχι λέτε;

Κι όταν στο δρόμο έξω μ' απαντάτε
γιατί τρεχάλα φεύγετε και πάτε
χωρίς ούτε ένα γεια σου να μου πείτε;
Γι αυτό από ποιον θα παρεξηγηθείτε;

Γειτόνοι είμαστε μεις που ούτε γεια σου
να μην μπορεί να πούμε; Για φαντάσου
τι πρέπει τότε στα χωριά να γίνει-
να κρύβουμε τη φάτσα σε λαγήνι;

Τάχα με το Ιράκ τα χουμε βάλει
και για το που οι γυναίκες του έχουν χάλι-
που πίσω κρύβονται από τη μπούρκα
και τάχα αυτό το βλέπουμε με φούρκα.

Μα τι οι δικές μας κάνουν παραπάνου;
Κι αν δείχνουνε το σώμα ως απάνου
όμως μιλιά δεν πρέπει να ειπούνε
σ' όποιον γνωστό στο δρόμο συναντούνε.

Γιατί κλεισμένες έχουν μεγαλώσει
και μόνη στο μυαλό τους έχουν γνώση
ότι κανείς δεν πρέπει να τις πιάσει
μ’ άντρα κανείν καμμία να κουβεντιάσει.
 
Λοιπόν κι εσείς φορέστε από μια μπούρκα
και μη χορεύετε ούτε καν μαζούρκα-
να ξέρουμε κι εμείς να μην κοιτάμε
μόνο ακοίταχτα να προσπερνάμε.

Ύστερα λέτε γίνατε Ευρώπη
 Ευρώπη όμως κυρία δεν ειν' οι τόποι-
Ευρώπη ειν' οι τρόποι στη ζωή σας-
Ευρώπη ειν' οι ιδέες στην ψυχή σας.

Ευρώπη ελευθερίας είναι τρόπος
κι όχι ερωτοκτόνος ένας τόπος
που οι γυναίκες να μιλούν φοβούνται
και με τις κότες πάνε και κοιμούνται.

Γιατί θα πρέπει αν κάποιος σας ζητήσει
κάποιαν ημέρα να σας συναντήσει,
σεις να γελάστε ή και να θυμώστε
κι απάντηση καμμία να μη δώστε;

Μην επειδή μεγάλος είναι ίσως
γι αυτό και τόσο σας γι αυτόν το μίσος
που ούτε να τον ιδείτε δε γυρνάτε
όταν στο δρόμο σας τον απαντάτε;

Και αν νομίζετε έτσι ποιος σας το 'πε;
Βγάλτε φερμάνι σαν σουλτάνος τότε
να λέτε μέχρι ποια τάχα ηλικία
πρέπει και κάθε ν' αγαπάει κυρία.
 
Ποιος νόμος-τάχα ποια σας είπε γνώμη
και ποιας εγκυκλοπαίδειας γράφουν τόμοι
πως δεν μπορούν οι πάντες ν' αγαπάνε
κι έρω από μια γυναίκα να ζητάνε;
……………………………………….
 



25.
Να χτίσω αγάπη νέα τώρα πρέπει.
Να τη στολίσω αίγλη άρχοντικιά
μορφή μια να της δώσω ευγενικιά
και νέα πιο γι αυτήν να γράψω έπη…

Πολύ δε θέλω-κρέας φέτα φέτα
θα βάλω γύρω από μία τρύπα,
αντίς χαλκό που 'θελε ο Μπαχ σαν του είπαν
να τους ειπεί πώς φτιάχνεται ή τραμπέττα.

Το πράγμα αυτό γυναίκα θα ονομάσω
(σε νόθα πράγματα όνομα νόθο)
τσάντες, κόλλιέ, λιλιά θα του κρεμάσω
κι όταν με καίει, θα σβή' μου αυτό τον πόθο.

Κι αυτή σα βαρεθώ, νέα καμμία
φτιάχνω, ομορφότερη και πιο "κυρία".
 







26.
Χρυσή μου νιότη εσύ που αναλώθης
στου Ωραίου και του Αιώνιου τις αξίες
γιατί σα γέρασες αλλιώς να νιώθεις
κι άλλων ν' ακολουθάς διδασκαλίες;

Νερό θα θέλουν πάντοτε τα ψάρια  
και βούλες πάντα θάχουνε τα ζάρια'
κι η γη, όσο απ’ αυτή θες θα χωρίσεις
μα πάντα πάνω της δετός θα ζήσεις.

 Χάρες το μάτι σου αν δει τριγύρω
και όποιο αν οσμιστείς στον αέρα μύρο
καινούργιο τάχα ειν' αυτό στην Πλάση;
Δεν τα'χεις όλα από παλιά χορτάσει;

Δώσου καρδιά μου στον παλιό ρυθμό σου-
του Σύμπαντος αφού είναι, και δικός σου.

 
 



27.
Μούσα μου εσύ γιατί έτσι σπαταλάς
την έμπνευση σου, κι έτσι τη χαλάς
σε πλάσματα που διόλου δεν τ' αξίζουν
αφού ούτε να το νιώσουν δε γνωρίζουν;

Πώς πράγματα άφησες που 'ναι αλήθεια
και πας και τραγουδάς τα παραμύθια;
Πώς το αιώνιο άφησες, ω! Μούσα!
και τώρα πρόσκαιρα εκθειάζεις λούσα;

Κάτι αν τον ποιητή ποιητή τον κάνει
Να τραγουδάει δεν είναι το φουστάνι
ούτε υπόσταση να δώσει ανθρώπου
στις του όποιου βρέθηκε "κυρίες" τόπου.

Ποιητής ειν' όποιος με καθάριο μάτι
βλέπει και λέει απ’ την Αλήθεια κάτι.





 28.
Παιχνίδι συ έχεις τη γλυκιάν ελπίδα
και, ίδιος ζογκλέρ, μ’ αυτήν παίζεις μαζί μου.
Μου τηνε δίνεις- λέω: "είναι δίκη μου»
μα μου την παίρνεις λίγο που την είδα.
 
Και μια φορά κοντά μου που ευρέθη
την έβαλα εκεί που της ταιριάζει
και στην ψυχή μου έκτοτε φωληάζει
κι οι δυο μας μια μαζί μεθούμε μέθη.

Και συ το αόρατο περίβλημα της
μη νιώθωντας, να παίζεις συνεχίζεις:
την κρύβεις, τηνε βρίσκεις, και κοντά της
μαζί και την ψυχή μου ταλανίζεις.
Και όταν βαρεθεις κάτω τη βάζεις
κι Ελπίδα και ψυχή πατάς και σπάζεις.

.
 
29.
Θλίψη, δε ζήτησα να 'ρθείς σε μένα
Εγώ Εκείνη εκάλεσα κοντά μου.
Γιατί σ’ Αυτή δεν άρεσ' η αφεντιά μου
μήπως μου έστειλε γι αυτό εσένα;

Πρόθυμες οι γυναίκες να χαρίζουν
η μια στην άλληνε αγαπημένους-
όσους στην πάντα έχουν φυλαγμένους
από κείνους όπου τις τριγυρίζουν.

Μα ποια μπορεί, αναρωτιέμαι, η θλίψη
εκδούλεψη σ' Αυτήνε να 'χει κάνει-
τι απ' Αυτήν μπορεί να είχε λείψει
που τα’ άγκιστρο της θλίψης να το φτάνει…

Μάλλον Αυτή δοσοληψία αρχίζει
τα θύματα Της για να βασανίζει.




30.
Εγύρεψα να δω αν θα λαθέψεις
Κι έπεσες στην παγίδα που έστησά σου,
Κι είδα ως πόσο φτάνει η μπορεσιά σου-
Πόσο στο δρόμο πίσω είσαι της σκέψης:

Κοιλιά δεν είναι που 'χω αλλά χρυσάφι.
Ειν' η καμπούρα μου ευρώ τριζάτα.
Κάτ’ άπ’ το δέρμα μου χρυσά δουκάτα.
Και όλα αρκούδα δείχνουνε το 'λάφι.

Τα πλούτια συ που τόσο υπολογίζεις
κάτω απ' τα ρούχα μου δεν τα 'δες-κρίμα.
Με το ζυγό της ασχήμιας ζυγίζεις
και το που κρύβει αυτή έχασες χρήμα.

Κανείς καλά να βλέπει σα δεν ξέρει
Δίχως ευχή του πάει το πεφταστέρι.


31.
Τα χέρια κι αν μου κόψεις να μη γράφω
το στόμα θα σου λέει το "σ' αγαπώ" μου.
Τη γλώσσα μου 'κοψες; σε σκόνη δρόμου
 το πόδι να στο ζωγραφάει θα μάθω.

Κι αν με τα μάγια σου με κάνεις γάτο
για σε Γενάρη νύχτες θα μιαουρίζω.
Κι αν ποντικάκι εμένα κάνεις γκρίζο
τυρί μου θα ’σαι από πάνω ως κάτω.

Και μια το «σ’αγαπώ» σου φέρνει ζάλη
που να στο λέω ζητάς πάλι και πάλι.





32.
Αν που το σκέπτομαι μόνο υποφέρω
πώς αν τη δω δε θα πεθάνω εγώ;
Αν πόνους σαν τη σκέπτομαι τρυγώ
ότι θα ζήσω σαν τη δω πώς ξέρω;
 
Αν στ' όνομα της ζάλη με κρατεί
και ταραχή βαριά με αναστατώνει,
πώς πανικός τρελός να μη με αλώνει
στο δρόμο σαν τη δω να περπατεί;

Κι αν κάποτε ο διάολος τα φέρει
και φάτσα φάτσα έρθουμε αντικρύ
ένας θεός μονάχα τότε ξέρει
και μία τύχη μοναχά πικρή
πως η καρδιά μου αυτό δε θα τ' αντέξει
και για τον Άδη γρήγορα θα τρέξει.
33.
Πώς γύρισε δεξά το κεφαλάκι
σαν ήλιος όπου είδε συννεφιά
κι έστριψε κείθε να μη μια ματιά
λες λείψει κι από κείνο το σοκάκι...

Σαν όπως στρέφουνε τα φυλλαράκια
στου γλυκομάη τη γλυκιά πνοή
ή όπως φως τραβάει μια ψυχή
και την αγάπη τα όμορφα χειλάκια.

Κι αφού εικόνα μία τέτοια είδα
που παραδείσου μόνο φως θα δει
τι άλλο γύρευα; Για ποιαν ελπίδα
που έχασα να κλαίω σαν παιδί;

Πορτραίτο αγόρασες τέχνης μεγάλης-
εύνοια ψυχή μου τύχης θέλεις κι άλλης;








34.
Θε μου και κάμε ένα σεισμό ρίξε εν' αστροπελέκι
η κάμε ένα κατακλυσμό που το νερό να πλέκει
μέσα  στα σπίτια του ντουνιά και μέσα στα δρομάκια,
και να βουλιάζουν στο νερό αμάξια και σπιτάκια.
 
Και κάνε σ' επικίνδυνο μέρος να στέκει εκείνη
και όσο πάει,το νερό πιότερο να την κλείνει.
Και δώσε Θε μου να 'μαι εγώ κάπου ασφαλισμένος,
κι αυτή ξεχνώντας το για με που έχει ως τώρα μένος,

με μια φωνή παράκλησης τα χέρια να μου τείνει
και κάθε ελπίδα για σωσμό σε μένανε ν' αφήνει.
Να τρέξω εκεί και το κορμί που θα 'ναι μεθυσμένο
από το φόβο, να 'χω εγώ για λίγο αγκαλιασμένο...






35.
Μπορείς να πεις μπελά κι εσύ πως έχεις
απ' τη μεγάλη αγάπη που σου δείχνω.
Μα σ' άλλον μώλο παραγάδι ρίχνω
που μόνο αγάπη να 'χεις συ ν' αντέχεις.

Λοιπόν αν έχεις θύελλα στην ψυχή σου
παράβλεψες δε φταιν γι αυτό δικές μου.
Κι αν λάθος κάνω, ειμ' εδώ-έλα πες μου
 κι εγώ θα κάνω ό,τ' είναι η θέλησή σου.

Από δική σου αρρωστιά υποφέρεις.
Από τη μια με θέλεις, Απ' την άλλη
αυτό αν στέκει σκέφτεσαι. Δεν ξέρεις.
Την τέτια σου όλη αυτό σου φέρνει ζάλη.

Πάρε μι απόφαση. Ή αγάπησε με,
η, φως μου, τ' "όχι" πες και σκότωσε με.
 
 




 36.
Ο ήλιος όσους τόπους κι αν φωτίσει
πάλι λαμπρός πηγαίνει προς τη δύση,
Κι αν το ποτάμι πάει στον πόντο κάτου
ποτέ δε σώνονται όμως τα νερά του.

Έτσι και συ παιδιά κι αν αποχτήσεις
και μ’ όση χάρη κι αν θα τα προικίσεις
η χάρη σου ολόκληρη θα μείνει
Κι έτοιμη πάντοτε, άφθαρτη, να δίνει.

Κι όση το μάτι σου αν σκορπίσει λάμψη
έτσι γλυκά να λάμπει δε θα πάψει
κι αυτού ταυ χαμογέλιου σου ακόμα
το θάμπος δε θα λείψει σου απ' το άτομα.

Και τέτια αφού εβρήκα μία Μούσα
με κάλλη άφθαρτα και τόσο πλούσ'α
άκοπα εγώ γι αυτήν θα τραγουδάω
Κι όπως ανθός ευώδια θα σκορπάω.



37.
Βάρβαρος είμαι-ναι- εγώ
που σου απαιτώ-που σου γυρεύω
βάρβαρος είμαι-ναι- εγώ
που έτσι σκληρά σε πιλατεύω.

Έτσι απότομα εγώ
σου λέω κοντά μου να μου ερθείς
έτσι απότομα εγώ
το "σ' αγαπώ" ζητάω να πεις.

Σα να 'σουνα μια μηχανή
Και σου ζητώ να μου δουλέψεις
σα να 'σουνα μια μηχανή
μηχανικές που κάνει σκέψεις.

Πάλι, συγνώμη δε ζητώ-
τόσες φορές σου ’χω ζητήσει-
πάλι συγνώμη δε ζητώ'
μα η αγριάδα μου θα σβήσει,

αφού ούτε τ' άστρα ό,τι ζητώ
δε μου το έχουνε δοσμένο-
αφού κι απ’ τ’ άστρα ό,τι ζητώ
για με ακόμα μένει ξένο.






38.
Το κρύο του άνεμου ζηλεύω ρέμα
που όχι τα δέντρα μόνον αγκαλιάζει
στα δάση όταν πηγαίνει κι απαγκιάζει,
μα και της Δρυάδας μέσα τους το Πνέμα.
 
Και τη Ζωή ζηλεύω που το σώμα
με την ψυχή το χαίρεται ενωμένο
και τίποτε απ’ τα δυο γι αυτήνε ξένο
και σ’ ίδιο και τα δυο κοιμίζει στρώμα.

Και κλαίω τον εαυτό μου που η ιδέα
ενώ η δική σου τόνε κατακλύζει
μα του γλυκού σου σώματος τη θέα
απ’ την ιδέα το πείσμα σου χωρίζει.

Πότε την πλήρωση εγώ θα νιώσω
που αγέρας και Ζωή χαίρονται τόσο;





39.
Νεράιδα-τ' είναι; μια μπουκιά απ' αέρα,
Το χέρι της ψηλά σηκώνει όμως
και νέους καταπίνει πέρα ως πέρα.
Κι αν χτενιστεί τους έχει όλους τρόμος.

Νεράιδα μ' εξουσία στη ζωή μου.
Νεράιδα που τους πόθους μου ορίζει.
Νεράιδα που όταν μπλέκεται μαζί μου
σα στάχυ ξεραμένο με θερίζει.

Νεράϊδα-που στο σπίτι μου το ίδιο
μπαίνει με τ’ αόρατό της αντικλείδι
και το σαρώνει΄ κι ένα εγχειρίδιο
αφήνει κοφτερό, που σαν παιχνίδι
το βλέπω εγώ, το αδράχνω, και με κείνο
 χτυπιέμαι και τη ζήση αυτήν αφήνω.







40.
Ήξερα σ’όνειρο πώς πρέπει νάναι
Η αγαπημένη μου-πώς να μιλάει
Πώς να πατεί, να βλέπει, να γελάει
Πώς τα γλυκά της χείλια να μεθάνε.

Και η πραγματική που είδα μορφή σου
με κείνη των ονείρων μου ταιριάζει.
Κι όσο αν αυτό με παραμύθι μοιάζει
Ειν’ ακριβώς ό,τι έγινε μαζί σου.

Η Τύχη ό,τ' ήθελα μου έχει στείλει
Μ’ αν Θέληση και Τύχη βάσανα έχουν
μα τη φωτιά εκείνα δεν αντέχουν
που ανάφτουν κολλητά χείλη με χείλη.

Κάτι που χιλιετίες κάνει να 'ρθει
να πουν απ’ τ’ "όχι" σου θέλεις πως 'χάθη;






41.
Μια τρυφερότητα που αναβλύζει
για σε απ' τα μύχια της καρδιάς καλή μου
όλη την που κατέχεις ύπαρξή μου
 απ’ την κορφή ως τα νύχια συγκλονίζει.

Τέτια η θωριά σου ένταση απλώνει
Σ’ όποιον μπορεί όταν θωρεί να νιώθει-
σ’ όποιονε, καρτερώντας, αναλώθη-.
Το θάμα αυτό που τώρα τον αλώνει.

Και γράφω. Και θωρείς ψηφιά που η πέννα
σέρνει σε δάκρυα μελανιού βυθώντας
κι ούτ' υποψιάζεσαι ότι καθένα
τον ερωτά μου φέγγει εμένα σβηώντας.

Α! Το για σε όπου χαλώ μελάνι
πιο όλβιαν εσέ, πιο άθλιο εμένα κάνει!





ΑΠΑΛΟΤΗΣ

Σας τρόμαξα-σας τάραξα κυρία, έτσι  τραχιά φωνάζοντας τον έρωτά μου.
Αφήστε με να σας δειξω και την άλλη όψη της αγάπης:

Έλα. Απόψε απαλά θα σου μιλώ'
άκρη θα βάλω άλλην όποια θέλησή μου
κι ένα παιδάκι θα 'μαι εγώ καλό
κι ένα μωρό γλυκούλι εσύ μαζί μου.

Έλα, Απόψε τα όποια αγγίγματά μας
την τρυφερότη μοναχά θα υπηρετούν'
απόψε λες νεκρά πως θα 'ναι τα κορμιά μας
και μόνο οι δύο οι ψυχές μας θα μιλούν.

Έλα κοντά μου βελουδένια μου κυρά'
έλα κοντά μου απαλόχνουδέ μου κύκνε
και μες στης λίμνης μας τα ήρεμα νερά
τις απαλές ματιές σου μόνο απόψε ρίχνε.

Δες, τα φουσάτα σα μας βλέπουν του βοριά
φοβούνται με την ηρεμία μας να παλέψουν
καθώς φοβούνται τα πουλάκια το σποριά
κι άπελπα μένουνε ότι καρπό θα γέψουν.

Έλα και δώσε μου στο μέτωπο φιλί
κι ένα να δώσω εγώ στ' αβρό μικρό σου
χέρι
κι ας γίνουμε απόψε αγάπη μου απαλή
ένα που αγνότερο στη γη δε 'φάνη ταίρι.


Έλα. Την ακριβή σου αγνότητα εγώ
με τα ποθόπλαστα γραφτά μου έχω ταράξει.
Μα έλα-σχώραμε και άσε να οδηγώ
και σε και με στης ηρεμίας μας την τάξη.

Έλα καλή μου αφού η Μοίρα το ζητά.
Έλα. Οι άνθρωποι πολύ μικροί μετράμε
μπροστά σε κείνης τα αξεφεύγατα γραφτά
κι «όχι» σε ό,τι πει ας μη απαντάμε.

Έλα αγάπη μου γλυκειά που ομορφιά
γεμίζεις όποιονε κοντά σου πλησιάζει.
Έλα. Κι ας διώξουμε μακριά την ακεφιά
που και τους δυο μας τελευταία εξουσιάζει.

Έλα που γλύκα από το στόμα σου σκορπάς
κάθε που να μιλήσεις θα τ' ανοίξεις.
Έλα που φως γεμίζει ο τόπος όπου πας-
έλα το δρόμο της αγάπης να μου δείξεις.

Έλα κορμάκι μου απαλό καθώς φτερό
έλα και γείρε απαλά στην αγκαλιά μου.
Έλα μαλλάκια μου χρυσάφι λαμπερό
φωλιά να κάνεις κάτω απ' τα δικά μου.

Έλα χειλάκι άταιρο στην πλάση εντός.
Έλα κι ανέγγιχτο κι αφίλητο θα μείνεις'
τη μήτρα ποιος θα ετολμούσε του παντός
σε βρόχια έρωτα να μπλέξει κι αέρα δίνης;

Έλα νεράϊδα εφηβικού παραμυθιού
που με τα λόγια σου οι vιοι αποκοιμιούνται
κι όταν το βάρος διώξουν του ύπνου του βαθιού
σ’ αγάπης δρόμο τρέχουνε και ξεπερνιούνται.

Έλα μωρό μου συ γλυκό και τόσο αγνό.
Έλα και η αγνότη σου δεν κινδυνεύει.
Μέσα της ξένος της σα να 'μαι θα χαθώ
καθώς σκια στης νύχτας χάνεται τα ερέβη.

Γλυκό, αξιολάτρευτο, σεπτό μωρό
που γάλα ακόμα εσύ δεν έχεις αποκόψει,
πώς να σ' αγγίσω έτσι αβρό και τρυφερό
που ούτε να δω μπορώ την όλο φως σου όψη...

Του κόσμου του άσχημου σοφή νικήτρα
εσύ,
πώς όλα γύρω, πέρα, εντός μας
ομορφαίνεις-
σα μάγισσα καλή πώς σκόνη μια χρυσή
σκορπάς τριγύρω σου καθώς μόνο
διαβαίνεις…

Στολίδι εσύ όλου του κόσμου μας λαμπρό
απόψε θα στολίζεις μόνο εμάς τους δύο
και θα 'βρεις μέσα μου καί μέσα σου θα βρω
τη φλόγα που για πάντοτε διώχνει το κρύο.

Θεία κι ολόγλυκια-πανώρια μουσική,
έλα και στ' άϋλα φτερά σου ανέβασέ μας
και κράτησέ μας όλη αυτή τη νύχτα εκεί
και στου πρωιού το θόρυβο μόνο κατέβασέ μας.

Μη τα ίδια σου τα μάτια αγάπη μου αγαπάς
στρέψε και δίπλα σου-θα δεις εκεί εμένα
να σ' ακλουθώ πιστά όπου ήθελε με πας-
μη αυτά τα μάτια σου για με τ' αφήνεις ξένα.

Προσκέφαλο να! κάνω εγώ πολυαπαλό
των δυο μου των χεριών την άδεια αγκάλη
και πάνω του να γείρεις λατρευτή μου σε
καλώ
το που μεθώ σα δω ανθένιο σου κεφάλι.

Στο σώμα μου επάνω ωραία θ' απλωθείς
όχι για κάποιου έρωτα τραχιού ταξίδι
μα στα ωραία τ' ανθολιβάδια να βρεθείς
άνθος εσύ ακριβό στ' άλλα του ωραία είδη.

Μπουμπούκι ακριβό μου εσύ, έλα κοντά
σε με που στρώση χρυσαφιά σου 'χω ετοιμάσει
κι ως για τον άνεμο την πόρτα που βροντά-
όποτε θες με μια ματιά σου θα ησυχάσει.

Γλυκιά μου με ό,τι έχω πάνω μου αγνό
μ' αυτό μονάχα σα θα 'ρθεις θα σε σκεπάσω
καθώς πουλάκι ανυπεράσπιστο μικρό
σκέπει απ' όλα τα κακά το πλούσιο δάσο.

Με απρόσμενα δειλές ματιές θα σε κοιτώ
μη κάποια πλέον θαρρετή θα σε προσβάλει
και στα δυο χέρια μου έτσι δα θα σε κρατώ
καθώς της νύχτας ο ουρανός το μαύρο σάλι.

Στο στήθος σου θα βλέπω εγώ μόνο το φως
που μου φωτάει ανεμπόδιστο το μάτι-
πόθους απόψε αυτό-δεν ξέρω πώς
μα να γεννά πιο ωραίο θα το 'μποδίζει κάτι.

Τα πόδια σου απόψε θα 'χουν σκεπαστεί
με μιας αγνότητας τα ευφρόσυνα τα ρούχα
και θα 'χει απόψε από μέσα μου χαθεί
κάθε που ως χτες για κείνα πάθος που 'χα.

Τα όμορφα τα μάτια σου θα με φωτούν
και θα με λούζουν απαλά-δε θα τυφλώνουν'
όπως το θες απόψε όλα θα γινούν
και όλα ήρεμα τριγύρω μας θ' απλώνουν.

Η γη στο χάος απορημένη θα σταθεί
και θα τρομάξουν πάνω της οι ανθρώποι
τους δυο μας βλέποντας κανείς να μην
ποθεί
μόνο να λάμνουμε μες σ' ένα φωτοκόπι.

Κι εσύ θα είσαι στη δική μου αγκαλιά
σαν που όσα βλέπουμε είναι μες στη φύση.
Και όλα συ θα 'χεις ξεχάσει τα παλιά
που τόσο σ' είχανε καλή μου ταλανίσει.

Ένα σταμάτημα στο γρήγορό μου βήμα
το γράμμα σου μ' ανάγκασε καλή να κάνω
και να ηρεμήσω καθώς τ' άγριο το κύμα
στη θάλασσα ηρεμεί κάποτε πάνω.

Έλα αγάπη μου να ζήσουμε αυτή
τη νύχτα που μπορεί για μας να γίνει
πνοή, που αγγίζοντας την άμμο την καυτή
τη δρόσο που 'χει αυτή ανάγκη να της δίνει.

Έλα καλή μου' ο πόθος άφαντος-να, δες,
κι όλα προσμένουν ήσυχα τον ερχομό σου.
Απόψε όλες οι νεράιδες οι καλές"
τον δρόμο αγάπη μου ζηλεύουν τον δικό
σου.
……………………….




ΣΤΗΝ ΚΥΡΊΑ ΡΩΡΕΡΚΆΡ

Το φως από τα μάτια σας πηγάζει.
Τα ’χετε ανοιχτά; Το παν υπάρχει!
Τα κλεί ’τε; Το σκοτάδι όλα θάφτει
και τίποτα στην πλάση δε γιορτάζει.

Κι εγώ, μικρή κουκκίδα τ’ ουρανού σας
μι’ αχτίδα σας  πασκίζω να κερδίσω
μόνο για να μπορώ να συνεχίσω
να φέγγω στο κερί του θαυμασμού σας

Κι αν δεν ταιριάει σε σας ν’ ασχοληθείτε
με το ελάχιστό μου σημαδάκι
όμως σκληρή πολύ μη μου φανείτε
κάντε μικρούλι και για μένα κάτι:

αν δε με κλείστε σε καμιά ματιά σας
προσέξτε με κυρία στα όνειρά σας.