ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Όπως η γη στον λαμπροήλιο γύρω
γυρίζει προσδοκώντας ζεστασιά,
κι ως τ' άνθος μόνη ελπίδα του για μύρο
έχει στης άνοιξης την αγκαλιά,
έτσι κι εγώ από σένανε προσμένω
(από σε (κάτι…) προσμένω;;;;;;;;;;
της ύπαρξης μου να ’βρω το σκοπό
και βίο να παραδώσω δικιωμένο
απ' τ' άλυπο δρεπάνι σαν κοπώ.
Γι αυτό καχύποπτα μη με κοιτάζεις-
είναι η αίσθησή μου αληθινή
και μη το νου σου μ' απορίες κουράζεις:
μια λήκυθο μπροστά σου έχεις κενή.
Έλα και ή με κάτι πλήρωσε την-
μ' αγάπη, μίσος η κατακραυγή-
ή αλλιώς στο χώμα κάτω πέταξε την
την ώρα τη φριχτή ευθύς να βρει.