ΚΙ ΟΤΑΝ…
Κι όταν η ύστατη για μας ακτίνα σβήσει
και πια δεν θα μπορούμε να μιλήσουμε
τι τότε θ’ απογίνουμε;
Θα ζούμε μόνο σε φωτογραφίες και σε φιλμ;
Και η φωνή μας σε κασέτες και σι-ντι θ’ ακούγεται μονάχα;
Το πέρασμά μας απ’ τη γη θα το δηλώνουν
μονάχα κάτι πέτρες άσπρες
που, ζωντανούς, μας κράταγαν ορθούς ;
Όταν τα χέρια μας τότε θ’ απλώνουμε
θα είναι μόνο για χαιρετισμό;
Κι αν ναι σε ποιον; ποιος τότε
θα έχει ανάγκη απ’ τα δικά μας χαιρετίσματα;
Και τα σύμπαντα, οι κόσμοι, τάχα υπάρχουν
ώστε να ζήσουμε μόνο αυτόν τον εμπαιγμό
κι ύπαρξης λόγο άλλο τίποτα δεν έχει;
Κι αν φυλαγμένοι έτσι ζούμε
μέσα σε χαρτιά λοιπόν
και σ’ εγγραφές φωνητικές
τι θ’ απογίνουμε όταν η γη
απ’ τη φωτιά θα γίνει στάχτη;
Μη, όπως η κυρα-Κώσταινα ήξερε
πως μέσα εβρισκόμασταν στο σπίτι
κι ας μην εμείς θόρυβο κάναμε κανέναν
και φως κανένα ας μην ανοίγαμε,
έτσι θα ξέρει κάποιος πως υπάρχουμε;
Από τη στάχτη μη της γης θα ξαναγεννηθούμε;
Κι αν ναι, ποιο νόημα έχει να χανόμαστε
και να φαινόμαστε και πάλι;
Για ποιον οι αλλαγές αυτές και οι μεταμορφώσεις;
Ή κι όταν ζούμε είμαστε τάχα πεθαμένοι
και η ζωή αρχίζει από την ώρα που για πάντοτε τα μάτια κλείνουν;
Μη τάχα ένα όνειρο είν’ η ζωή
που κάποιος που κοιμάται βλέπει
και όταν το μυαλό του ύπνο χορτάσει
πάει καθείς μας στο χαμό
καθώς αυτός ξυπνάει;
Και μήπως διηγάται αυτός που ξύπνησε
σε κάποιους όμοιους του
«έβλεπα ένα όνειρο
κι ήτανε τάχα λέει μια γη…»
Και σε ποιους τάχα αυτό να το διηγάται;
Μήπως κι ονειρευτές και όνειρο είμαστ’ εμείς;
Και ή «ναι» ή «όχι» σ’ ολ’ αυτά είναι η απάντηση
κι έτσι κι αλλιώς
και όπως να το κάνουμε
πάντα η ερώτηση «γιατί»
αναπάντητη θα ’ναι;