Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

Ντ’ Εντίτζιο, οδοντίατρος στο Λος Άντζελες-Κανόγκα Παρκ. Το ’89.
Είχαν ένα ιατρείο αυτός μαζί  με τον Γούλφσον, Γερμανό. Τα ιατρεία τους στο ίδιο ιατρείο, σε διπλανά δωμάτια.
Είχα πιάσει δουλειά σε σούπερ μάρκετ ένα μήνα πριν. Θα ήμουν ασφαλισμένος μετά δύο μήνες σύμφωνα με το νόμο.
Στο μήνα επάνω όμως με πιάνει πόνος στο δόντι που δεν περνούσε με τίποτα. Πάω στον Ντ’ Ετζίντιο. Με βλέπει, μου λέει θέλει σφράγισμα. Πόσο; Τρακόσα δολάρια μου λέει. Δεν έχω τώρα, όμως σε δυο μήνες θα έχω την ασφάλεια και θα πληρωθείς τότε. Όχι, ή τώρα ή φύγε, μου λέει, το σφράγισμα έχει τρακόσα δολάρια. Πόσα θέλεις για να το βγάλεις; Είκοσι δολάρια μου λέει. Βγάλτο. Όχι μου λέει, σφράγισμα θέλει. Βγάλτο δεν το βγάζω, βγάλτο δεν το βγάζω, ακούει τη φασαρία ο Γούλφσον από δίπλα.. Μαθαίνει τι συμβαίνει, έλα μαζί μου, λέει.
Πάμε δίπλα, του εξηγώ την κατάσταση, ουδέν πρόβλημα μου λέει. Και μου σφραγίζει το δόντι δωρεάν για δυο μήνες. Άλλος τύπος αυτός. Φιλικότατος, χωρίς όρους. Γίναμε φίλοι. Και για όποιο πρόβλημα έχεις στα δόντια σου, να έρχεσαι εδώ μου λέει.
Έτσι κι  έγινε.
¨Ένα χρόνο περίπου αργότερα, και ενώ είχα πιάσει δουλειά στο σούπερ μάρκετ,  έπρεπε να βάλω τέσσερις γέφυρες!
Πάω στον Γούλφσον.
Με βλέπει κι αυτός, πρέπει να βάλεις πράγματι τέσσερες γέφυρες, αλλιώς θα χάσεις τα δόντια σου εκείνα.
Κάνει την προεργασία, γράφει στο ασφαλιστικό μου έγγραφο τι δουλειά απαιτείται, και το στέλνει την ίδια εκείνη μέρα στα κεντρικά για έγκριση και μου κλείνει το επόμενο ραντεβού.
Πάω, μου λέει στενοχωρημένος, οι τύποι δεν εγκρίνανε την εργασία. Τι να γίνει, του λέω, δεν πειράζει, και κάνω να φύγω. Πριν βγω με φωνάζει.
Έλα κάτσε. Θα τους πάρω τηλέφωνο να τους εξηγήσω.
Κάθομαι. Και τους παίρνει εκείνη τη στιγμή μπροστά μου. Αντάλλαξαν μερικές προτάσεις αυτός
εξηγώντας το απαραίτητο της επέμβασης, εκείνοι αρνούμενοι να συναινέσουν.  Και τέλος τον ακούω να τους λέει φωνάζοντάς τους: «Δεν ξέρω τι μου λέτε εσείς, εγώ έχω εδώ μπροστά μου έναν ασφαλισμένο του Ταμείου σας που υποφέρει από τους πόνους. Θα τον αφήσετε να υποφέρει; Μήπως δεν είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του απέναντί σας, Είναι εντάξει. Πού λοιπόν θα έβρει το δίκο του ο άρρωστος αυτός του δικού σας Ταμείου;»
Άκουσε για λίγο τι του είπαν, και έκλεισε ευχαριστημένος το τηλέφωνο. Εντάξει, μου λέει, το δέχτηκαν.
Και έγινε ό,τι χρειαζόταν να γίνει.
Δεν ξέρω αν κάτι γεγονότα σαν αυτά με έκαναν και όταν ακούω μετανάστη σε ανάγκη τον βοηθάω όσο μπορώ.

Τελειώνοντας όλη η ιστορία, έγραψα κάτι στίχους μου για τον Ντ΄Ετζίντιο και για τον Γούλφσον.
Ο Ντ’ Ετζίντιο δεν με βοήθησε, όμως δεν του κράτησα κακία. Δεν ήταν κακός. Ήταν ιταλιάνος «μαφιόζος»
«Μαφιόζος» με την έννοια ότι προσπαθούσε να βγάλει φράγκα από οπουδήποτε. Δεν έφταιγε αυτός μα η ράτσα του που στο κάτω κάτω είναι παρόμοια με τη δική μας.
o    Έτσι, στους στίχους που έγραψα γι αυτόν, υπερίσχυσε η αναφορά στα προ χιλιετηρίδων «δικά μας» μόνον:



ΤΟ ΦΩΣ

(Λος Άντελες 1989. Στον D’ Edigio, ιταλό οδοντίατρό μου στο Κανόγκα Παρκ)
D’ Edigio κάπου φαίνεται πως σκάλωσε το πράμα
Kαι δεν υπάρχει πια το φως που έμοιαζε με θάμα.
Θυμάμαι, και προσπάθησε να θυμηθείς μ’ εμένα
Με συντομία τα μακρινά εκείνα περασμένα.

Στης μαγικής Ανατολής πρωτάναψε τα μέρη
Το φως που σ’ ύψη ουράνια τον άνθρωπο είχε φέρει.
Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ινδοί, Ασσύριοι, Πέρσες,
Πρώτοι του νου τις απλωσιές καλλιέργησαν τις χέρσες.

Από αυτούς το πήραμε το φως εμείς εκείνο.
Εμείς το αγριοβότανο σεπτόν κάναμε κρίνο.
Εμείς εβάλαμε το φως μες σ' αργυρό καντήλι
Κι ύμνους γλυκούς του ψάλαμε με της ψυχής τα χείλη.

Σωστά ως εδώ; Και ύστερα κάτω από το δικό σας
Το πέλμα εμείς βρεθήκαμε-είχε έρθει ο καιρός σας.
Και πήρατε από μας το φως κι άξιοι λαμπαδηφόροι
Μαζί του προχωρήσατε στου Λόγου τ’ ανηφόρι.

Και δεν τ' αφήσατε ούτε εσείς το θείο φως να σβήσει.
Κι έτσι ωσότου έφτασε και η δική σας δύση.
Τότε, με ρεύμα αντίθετο και άνεμο ενάντιο
Εδώσατε για φύλαξη τη φλόγα στο Βυζάντιο.

Σε βιβλιοθήκες άφωτες μέσα οι Βυζαντίνοι
Το φύλαξαν. Και το ’δωσαν με τη σειρά κι εκείνοι
Στην που από λήθαργο βαθύ ξύπναγε τότε Ευρώπη.
Κι η αλυσίδα η σεπτή εκεί για μένα εκόπη.

Κι αυτή ειν' η απορία μου: τι κάναν οι Ευρωπαίοι
Το φως που κάθε βρώμικο και κάθε σάπιο καίει;
Γιατί ούτε αυτοί το έχουνε ούτε άλλοι το κρατάνε:
Έθνος οι αχτίδες του-Λαό, κανέναν δε φωτάνε.

Ακούω διαδόσεις διάφορες. Λένε πως σε καράβι
Για δω να ’ρθει  το βάλανε κι η θάλασσα το θάβει.
Η ότι έφτασε ως εδώ κι είπαν οι Αμερικάνοι:
«Έχουμε φως ηλεκτρικό. Αυτό τι να μας κάνει;»

Και το εσβήσανε. Άλλοι λεν, πως στην Ευρώπη όντας
Από μακριά τ’ αντίκρισε ο Αμερικάνος λιόντας,
Για θρυαλλίδα το πέρασε σε τρομοκράτη χέρια,
Και πάει το φως που έλαμπε γλυκύτερο απ' τ’ αστέρια.

Μα ό,τι λεν κι ό,τι θα πουν, πίσω το φως δε φέρνει.
Όμως μια ιδέα στο μικρό μυαλό μου παραδέρνει:
Ότι το άγιο εκείνο φως μπορεί να ξαναζήσει
Μόνο από μας που κάποτε το είχαμε γνωρίσει.

Πως ίσως κάπου μέσα μας μια σπίθα έχει μείνει
Απ’ τη φωτιά που κάποτε μας ζέσταινε εκείνη.
Αυτές λοιπόν οι σπίθες μας αν ενωθούνε όλες
Μπορούν να γίνουν η μαγιά για λάμψεις φεγγοβόλες.

Λέω λοιπόν ν' αρχίσουμε να στέλνουμε τριγύρω
Ό,τι φυλάξαμε καλό απ’ τον παλιό τον κλήρο,
Που όλοι να μάθουν τι ήτανε τότε ο σκοπός του βίου,
Κι όλοι τη λάμψη να ιδούν στ’ ανθρώπινα, του Θείου.

Και, που το ξέρεις-με καιρούς ίσως φυτρώσει πάλι
Ο σπόρος που διαφύλαξε η δική μας η σκυτάλη.    
Κι ίσως-ποιός ξέρει-μια Αθηνά γεννήσει ο κόσμος νέα
και πάλι δώσει Οβίδιους και χτίσει Κολοσσαία.

 

Και οι στίχοι μου για τον Γούλφσον.

(Όλα εδώ πληρώνονται πράγματι)

 

WOLFSON
(ο οδοντογιατρός μου στο Κανόγκα Παρκ)


Η Αμερική πανίσχυρη τη γη εξουσιάζει.
Τα χέρια της συντρίβουνε και η ματιά της σφάζει
(κατ' απ' τα πόδια της, αργά, με το μικρό του στόμα
το χρονοσκούληκο μασά, κουφώνει, τρώει το χώμα).

Η Αμερική τη μοίρα μας στα χέρια της υφαίνει.
Έθνη καρφώνει στο σταυρό και άλλα τ' ανασταίνει
(γύρω τριγύρω της λαοί, με σταθερό ένα χέρι
ανήσυχο ακονίζουνε, διπλόκοπο μαχαίρι).

Καλότυχοι όσοι στων καιρών τη μανιασμένη δίνη
έξω μετράνε απ' αυτούς και πάνω από 'κείνη-
όσοι στο μάτι ανθρωπιά , φως στην ψυχή κρατάνε
και, άλλοι Σίμωνες, σταυρό σα δουν, πάντα βοηθάνε.

Καλότυχη μαζί μ' αυτούς κι η γη μας, που γεννάει
ανθρώπους τέτοιους. Άσκοπα στα χάη δε γυρνάει:
κάποιοι ίσως κόσμοι άφωτοι στου σύμπαντος την άκρη
λίγη αγάπη καρτερούν κι ένα συμπόνιας δάκρυ.