ΤΟ ΑΤΥΧΟ
Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά. Μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.
Αυτό στα εικοσιδύο του.
Μετά πήρε απ΄ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο. Μα κι αυτό
έπεσε έξω-διόλου δουλειά.
Και το 'κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε,
όμως ο άλλος τον γελούσε.
Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά.
Τώρα, σαράντα ετών, φυτοζωεί-
πώς να την πεις αυτή ζωή…
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.
Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε.
Λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.