Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

ΠΑΛΙΕΣ, ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Βρήκα κάτι παλιά μου ποιήματα που τα περισσότερα απ' αυτά είχα να τα δω από τότε που τα 'γραψα και δεν έχουν μπει σε κανένα από τα βιβλία που έχω βγάλει.
Κάποτε θα τα αξιολόγησα, δε μου άρεσαν και τα παράτησα εκεί. Μα τώρα δεν είναι καιρός για επιλογές, Τώρα όλα θα τα φανερώσω στον ελεύθερο αέρα. Και όσα είναι ελαφρά ας τα πάρει ο άνεμος. Όσα είναι βαριά, ας μείνουν. Οι άνεμοι αποφασίζουν τώρα, τώρα που ξέρω πως Ρωρερκάρ δεν υπάρχει.
Τα βρήκα σκαλίζοντας το περασμένο Σαββατοκύρικο παλιά χαρτιά.
Κι ούτε τα ξανακοιτάω να διορθώσω κ΄τι σ’ αυτά. Τι λόγος… Για ποιον να το κάνω;…



1
Εις σε που θλίβεσαι εις την θέαν των ανθρώπων
και βαθέως αισθάνεσαι την οδύνην των οπάρθενων πια κοριτσιών
εις σε και μόνον δικαιολογείται
η απόκρυψις της χαράς όταν έλθει.
Συ μόνο που κάθε βήμα σου είναι πόνος έχεις το δικαίωμα
την χαράν δια τον εαυτόν σου να κρατείς όταν με εν τυχαίον άλμα της  σε φθάνει.
Επειδή γνωρίζεις καλώς ότι ταχέως
θα διαλυθεί
Και ακόμα
ότι ουδείς την πρέπουσαν αξίαν θα της έδιδε
αν του την προσέφερες.




2
To μεγάλο μυστικό καλά το κρύβουν οι ανθρώποι.
Τα βραδυνά χαρούμενες κάνουν βεγγέρες
τη μέρα εργάζονται, είναι πατέρες,
και μικροί σαν είναι παίζουν τόπι.
Κι ας τους το θυμίζουν όλοι γύρω τους οι τόποι'
εκείνοι απαιτούν,
επιβάλλονται με φοβέρες
παραφροσύνης περνάνε βέρες-
έτσι κρύβουν το μεγάλο μυστικό oι ανθρώποι.



3
Ό,τι κι αν θα μου φέρεις
τώρα που 'ρθες κοντά μou
καλως ηρθες καλή μου
-καλώς ήρθες γλυκιά μου.
Κι αν κοντά σου περάσω
χίλιες όμορφες ώρες
κι αν με πας οε ωραίες
κάποιες άγνωστες χώρες'
κι αν ακόμα με πάρεις
και με πας ως τον Άδη
κι αν για πάντα με ρίξεις μες
στο μαύρο σκοτάδι
πάντα θα ’ναι για σένα
ανοιχτή η αγκαλιά μου'
καλώς ήρθες καλή μου
καλώς ήρθες γλυκιά μου



4
Περιστέρι μου καλό
άνοιξε τ' αυτάκια σου
κι άκου τι θα πω
Μίαν αγάπη έχασα
δος μου τα φτεράκια σου
για να τήνε βρω.


Τη θωριά σου δώσε μου
άσπρο περιστέρι-
ίσως η ομορφάδα σου
πίσω τήνε φέρει.



5
Υπάρχει ένας θεός
Που πάντοτε ξοπίσω το άνθρωπος θα τρέχει
χωρίς ποτέ και να μπορεί
να τόνε φτάσει όμως.
Χρειάζονται στα πόδια του φτερά
που δεν τα έχει.
Και για να φτάσεις το θεό είναι μακρύς ο δρόμος...

6……………………………………….


7
Απ! όσους εις τον δρόμον συναντώ
ελάχιστοι είναι που μ' αρέσουν-
που θα χαιρόμουν να τους κάνω συντροφιά.
Σ! ανθρώπους χαιρεκάκους λέω καλημέρα
εις ψευδοϋπερηφάνους καλησπέρα
σε βαρετούς ανθρώπους
τους τυπικούς χαιρετισμούς μου λέω.
Ποτέ μου δεν ξεχνώ να χαιρετίσω.
Στα πρόσωπά των χαιρετώ εγώ τον ήλιο,
τα βουνά, τ! αστέρια.    
Ένα κομμάτι από τη φύση είναι κι αυτοί.
Στα πρόσωπά των βλέπω εγώ τον ήλιο,
τα βουνά, τ' αστέρια'
μικροί θεοί κι αυτοί-πώς να τους αγνοήσεις;






8
Αλύπητα κι ασίγαστα η στιγμή
πα' στη στιγμή χτυπά
και σώνει τη ζωή μας μυστικά.
To θάρρος κι η τιμή
εμπόδιο να σταθούν αδυνατούν
κι ας ήταν κάποτε τα δυο
στολίδι μες στο βιο,
 τώρα στον άνεμο πετούν
και μόνο να κοιτάνε ταπεινά
την τελευταία ηδονή μπορούν
και μια φωνή-σπαραχτικά-
να βγάλουν σαν τη δουν.






9    
ΝΑ'ΤΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
Ότι πολύ επεθύμησες ψυχή,
μπροστά σου το 'χεις.
Να 'τα τα μάτια με το λάγνο βλέμμα
να 'τα τα χείλη τα μισά ανοιγμένα
να 'το γυμνό το σώμα που ωνειρεύθης
πλήρες επιθυμίας ερωτικής
και σπαρταρά το βλέμμα σου ως τ' αγγίζει.
Να' τα τα στήθη τα λαχταριστά
σχεδόν εγγίζοντα το πρόσωπόν σου
να οι μακροί μηροί κι οι ωραίες κνήμες'
το πρόσωπο προπάντων ΤO ιδανικό
το παιδικά ωραίο να 'το,
μεστό υποσχέσεων ηδονής
κι ερώτων ως σ' αρέσουν.
Να 'το το σώμα που ωνειρεύθηκες-ψυχή.






10
Λοιπόν οι υποσχόμενοι πολλά το πάλαι νέοι
να 'μαστε ολομόναχοι, μικροί_και προδομένοι
ν' αναπολούμε μια ζωή που διάβηκε χαμένη
συντρίμματα ξοπίσω της αφήνοντας και χρέη.

Να ’μια κι εγώ λοιπόν εδώ το πάλαι ποτε νέος
που τόσα περιμένανε οι άλλοι από μένα
κι εγώ ποτέ μη κάνοντας ποτέ απ’ αυτά ουτ' ένα
σ' άλλους το δρόμο άνοιξα για δόξα και για κλέος.

Να 'μαι κι εγώ λοιπόν εδώ μες στης ζωής το θάμα
την ευτυχία να ζητώ με πόvo και με κλάμα
τους αντιπάλους να μετρώ μ' ένα μονάχα βλέμμα
και σα σκουλήκια ενώ μπορώ άκοπα να τους λιώσω

να τους θωρώ που μ' ηδονή μου πίνουνε το αίμα
τα παχουλά τα χείλη τους γλύφοντας κάθε τόσο.




11
Να λησμονώ το θάνατο δε θέλω
καμιά στιγμή της νύχτας ή της μέρας.
Όπως τον μαύρο εκατάτρωγε Οθέλλο
της ζήλειας το πολύμορφο το τέρας
έτσι και μένα θέλω να κατέχει
μονάχα η στιγμή η ευλογημένη
του τέλους
και η σκέψη μου να τρέχει μόνο σ' αυτήν-
για τ' άλλα να 'ναι ξένη.

Ποτέ δε θα ζητήσω ν' αποστρέψω
το νου από του θάνατου την ώρα.
Όταν τη δω μ' αγάπη θα της γνέψω:
έχω καιρό σκοτώσει την Πανδώρα.
Κάθε ημέρα θέλω να μυρίζω
θανάτου ευωδιές εις τον αέρα.
Κάθε ημέρα θέλω να σαπίζω
και να πεθαίνω θέλω κάθε μέρα.






12
Στο τοπικό υποκατάστημα
όλοι υψώσανε ανάστημα.
Λόγια συνέχεια λένε βλάστημα
στης εργασίας όλο το διάστημα.

Μα όλ' αυτά μου είναι ξένα,
Δεν ειν' αυτά διόλου για μένα-
προϊσταμένη διαόλου γέννα
με σαλεμένα της τα φρένα.

Α! Φτάνει πια! Σε μια σπηλιά
θα πάω να ζήσω με πουλιά
και με ζωάκια αγκαλιά-
και θα γεμίζει κι η κοιλιά.

(να και η σπηλιά και τα ζωάκια,-
ο σπόρος του καλυβιού της Φλώρας;)




13
Αν δε την βρίσκεις πουθενά την ευτυχία
δεν είναι που καλά δεν έχεις ψάξει
ή δεν την είχες όταν πέρασε αδράξει
και σ' έχει καταλάβει η δυστυχία.

Δεν είναι που δεν είχες ησυχία
καλά να ψάξεις ή δεν είχες τάξη
ή που τη ζήση σου έχεις ρημάξει
ή τ' απαιτούμενα σου λείπουνε στοιχεία.

Μάθε το: δεν υπάρχει ευτυχία.
χάνεις το χρόνο σου γι αυτήν να ψάχνεις
και νοσηρή διαπράττεις μια μοιχεία
όταν ζητάς στη δυστυχία σου ν' απιστήσεις
και άλλην ερωμένη ν' αποκτήσεις
γιατί έτσι σύντομα καμιά δε θα 'χεις…






14
Όταν οι λέξεις στο χορό
απόλαυση ο χορός τους
αν δεν τελειώσουν δεν μπορώ
να λείψω από μπρος τους.

Πίσω απ’ την άλλη καθεμιά
μ' ανάλαφρες κινήσεις
σου προκαλούν την πεθυμιά
γλυκά να τις φιλήσεις.

Άλλες πετούν σαν τα πουλιά
και πας και συ μαζί τους
άλλες αλλάζουνε φιλιά
με σε και μεταξύ τους,

άλλες περνούνε σοβαρά,
σιγά, με σοβαρότητα,
άλλες με διάθεσες κακές,
άλλες με βαρβαρότητα.

Λεξούλες που αβρότατες
θυμίζουνε νυφούλες'
λεξούλες ιλαρότατες,
χαρούμενες λεξούλες,

λέξεις γεννήτρες ηδονών,
λέξεις γεννήτρες πόθων,
λέξεις των άρρητων φωνών,
λέξεις ερώτων νόθων.

Λεξούλες ευωδιάζουσες,
όλο δροσιά γεμάτες
λέξεις ελευθεριάζουσες
λέξεις γερές, σικάτες.

Κι είναι κάτι λέξεις
με βαθιά νοήματα
που μ' αυτές να παίξεις
θέλεις βοηθήματα.

Κι είναι κάτι λέξεις
γαλιφιές γεμάτες_
που να τις προσέξεις
τρίβονται σα γάτες.

Όταν οι λέξεις στο χορό
απόλαυση ο χορός τους
αν δεν τελειώσουν δεν μπορώ
να λείψω από μπρος τους.






15
Όταν μιλούσαν οι κουρείς λουλούδια εγέμιζε η γης.
Η ζεστασιά του λόγου τους πλανιόταν στον αέρα
τον φώτιζε και γίνονταν η μαύρη νύχτα μέρα.
Παραμυθάκι αγαπητό στ' αυτιά μας η φωνή τους
ομόρφαινε και χρύσωνε μεμιάς το μαγαζί τους.
To 'κανε χρυσοπάλατο όπου κοιμόνταν μέσα
ολόμορφη κι ανέγγιχτη κι αβρή μια πριγκιπέσσα.
Και πες πες πες και πες πες πες TO κούρεμα τελειώνει
και πάνω στο κεφάλι μας δροσιά κολώνια απλώνει-
κολώνια  λεμονάνθινη μες σε κομψό δοχείο
αγορασμένη-πού αλλού-από το φαρμακείο.

Μας χαιρετούσε πρόσχαρα σα φεύγαμε ο κουρέας
χαρούμενη κατάληξη μιας όμορφης παρέας.
Έτσι εγινόταν κι η ζωή γεμάτη ήτανε δώρα
κι ευώδα όλη η γειτονιά κι έλαμπε-ενώ τώρα
εβουβαθήκαν οι κουρείς και τ’ άνθη εμάραναν θαρρείς.

{Στο συνοικισμό. Ένας πρόσφυγας κουρέας. Τρεις δραχμές το
κούρεμα. Η γυναίκα του πολλές φορές καθισμένη έξω από το
μαγαζί, έδινε το στήθος της στο μωρό που κράταγε στην αγκαλιά της. Μια μέρα, το μεγαλύτερο παιδί της που έπαιζε πιο πέρα, την πλησίασε κρατώντας μια φέτα ψωμί και τείνοντάς της το. Εκείνη έστρεψε το γυμνό στήθος της προς το ψωμί και πιέζοντάς το από πάνω του, έπνιξε στο άσπρο την επιφάνεια της φέτας.
Παλιά χρόνια.
Φυσικά.
To συγκλονιστικό τέλος των "Σταφυλιών της Οργής»
μπροστά στα μάτια μας…






16
To ποίημα πρέπει να ’ναι πέτρα
και ακυβέρνητο καράβι
σε τρισμέγιστον ωκεανό.
To ποίημα πρέπει να ’ναι πάνω από τον κόσμο
και πάνω από TO πιo ψηλό βουνό.
Πρέπει ολόκληρο να στάζει αίμα.
Πρέπει να σφάζει.
(και τώρα που το βλέπω, πράγματι έτσι πρέπει να 'ναι το ποίημα…)






17
Ωραία άνθη που 'χει η λεμονιά!
ωραία άνθη κι άσπρα μυρωδάτα!
Του κήπου ευωδά κάθε γωνιά
κι ειν' άνοιξη τα στήθη μας γεμάτα.

Ωραία άνθη. Όμως τι ξινούς
και άσχημους καρπούς που δίνει…
Γι αυτό κι εγώ την παρομοιάζω εκείνη
με λεμονιά και τους καρπούς της με κεινούς.

Αλήθεια όμοια κι ίδια η καλή μου
ενώ ανθός φαντάζει ονειρεμένος
με τυραννά-δε θέλει το φιλί μου
κι αν με φιλήσει φεύγω ξινισμένος.






18
Νίώθω στη γη να πέφτω σάμπως
πια τα φτερά να μη με πάνε.
To σώμα μου σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.

Νιώθω τις ρίζες μου να έλκονται κάτω
προς το βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέω θα φύγω πριν τη Μάτω
με το στραβό, λοξό το στόμα.

Νιώθω να κάθομαι στον πάτο-
όπως τα πλοία- της θαλάσσης-
κι όπως βουτάει μες στην τέσα
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.

Κι αχ! Νιώθω σαν ψυχή που φεύγει
και που χωρίζει από το σώμα.
Θε μου γιατί-γιατί δε βγαίνει
και βασανίζομαι ακόμα;






19
Όπως το τραίνο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό
δίνει ζωή σ' αντάλλαγμα για τη φιλοξενία
έτσι της θείας ποίησης η ιερή μανία
δίνει ζωή στον πένθιμο της ζήσης μου ρυθμό.








20
Περιβολή δεν είναι αυτή
που 'χω' δεν είν' για μένα
να τριγυρνώ μέρα γιορτή
με ρούχα μπαλωμένα.

Θ' αλλάξω ρούχα. Ντεμοντέ
ήμουνα μέχρι τώρα-
θα κάνω αμέσως ντε και ντε
στον εαυτό μου δώρα.

Κοστούμια θα 'χω και παλτά
με δέρμα στους αγκώνες,
θα τα πετάξω τα παλιά
γραβάτες, μπλούζες, ζώνες.

Έτσι θα γίνομαι δεκτός
σε όλες τις παρέες
και θα φαντάζω ζηλευτός
εις τις σεμνές μας νέες.

Κι ίσως ντυμένος έτσι δα
με κέφι και με μόδα
ίσως ν' αλλάξω και μυαλά
και να γυρίσει η ρόδα.


21
Δε θέλω να γνωρίζομαι μ’ ανθρώπους. Ο Θεός τους
τους έχει επιλήσμονες φτιάξει και αγενείς
και φυσικό τους φαίνεται φίλους και συγγενείς
ν’ αποξεχνούν σα να κλωτσάν πέτρα που ’βρέθη εμπρος τους,

Μα στη δική μου ανθρωπιά μόνο χαρές χωράνε
κι είναι τελείως φυσικό τους πάντες ν' αγαπά
που την πληγώνει ο χωρισμός όσο μικρός και να ’ναι
και φρίκη νιώθω όταν αυτός την πόρτα μου χτυπά.

Γι αυτό κι εγώ δεν αγαπώ παρά χα δέντρα μόνο
τα ζώα και τα λούλουδα και τα ψηλά βουνά.
Αυτά δε θα μου δώσουνε του χωρισμού τον πόνο
κι ούτε θα γίνουνε ποτέ ξένα και μακρινά.

Και στου θανάτου σα βρεθώ ακόμα το βασίλειο
δε θα 'χω φίλους κι ακριβούς φιγούρες σκοτεινές
μα με βουλή και φαντασιά θα φτιάξω έναν ήλιο
και θα περνούν οι μέρες μου τερπνές και φωτεινές.






22
Ψυχρά ο καιρός με αγγίζει
και δύσκολα οι νύχτες κυλούν
ο πόνος φριχτά ταλανίζει
κλαμένα τα μάτια σφαλούν.

Θολή παραζάλη τριγύρω
στη μέση εγώ μοναχός
φαντάσματα βάζουν στον κλήρο
των δύο ματιών μου το φως.

Μια σκέψη με σώζει μονάχα
κι αυτή με κρατεί ζωντανόν-
απόψε να ’ρχόσουνα τάχα...
μα όνειρο αυτό μακρινό…

Γι αυτό και απόψε το τέλος
θαρθεί δίχως άλλο-θαρθεί.
Και συ θα ’χεις ρίξει το βέλος
και θα ’χει η ελπίδα χαθεί.






23
Τον που βαδίζει μη τόνε λυπάσαι
κι ας έχουνε τα πόδια του πληγές
το δρόμο του ας τον χάνει πότε πότε
ποτέ ακόμα τον σωστό ας μην έβρει.

Και πεινασμένο αν τον δεις ή διψασμένο
κι αν δύναμη του μένει μόνο για να περπατεί
τον που βαδίζει μη τόνε λυπάσαι
όταν μπροστά σου ο δρόμος του τον φέρει.

Μόνο αν τον δεις πολύ να υποφέρει
δοστου, χωρίς αυτός να σου το πει
λίγο νερό να πιεί να ξεδιψάσει
λίγο φαϊ να φάει να στυλωθεί.

Αυτός στην κρύα στάχτη μέσα
η σπίθα είναι του θεού
που κάποτε, ξανά, θα λάμψει.






24
Απρόβλεπτα κι απρόσμενα κύλησε τούτη η μέρα
σα μαγεμένος σίφουνας σα φοβερή κατάρα
βροχές κι ευθύνες φέρνοντας και κρύο έναν αγέρα
και μες στ' αυτιά μου στέλνοντας πρωτόγνωρη μι αντάρα.

Πουθ' ήρθε; Και πότε έφυγε; Πώς οι ώρες της μετρήσαν;
Ποιοι τάχα θεοί ξεψύχησαν και ποιοι εγεννηθήκαν;
Ποίοι τολμηροί κατακτητές φλάμπουρα νίκης στήσαν;
Και πρέπει πλοία κάμποσα στα πέλαο να χαθήκαν.

Σα μια τεράστια έμοιαζε και μαύρη περιστέρα
κι έφυγε δίχως να χρειαστεί εγώ να τήνε διώξω.
Απρόσμενα κι απρόβλεπτα πέρασε τούτη η μέρα.
Και όχι άλλο τίποτε μα μ' άφησε απόξω.






25
Επηγαίναμε αντάμα στο σχολείο
χέρι-χέρι με την όμορφη Βιβή.
Μας μαθαίναν στο σχολείο
χίλια πράγματα οι δασκάλοι
και γεμίζαν με σοφία
το μικρό μας το κεφάλι.

Μα ποτέ δε θα ξεχάσω
την ημέρα που η Βιβή
μου ’μαθε πως η θερμότης
βγαίνει από την τριβή.






26

Και φεύγεις-και φεύγεις και πας
θολό μεσημέρι.
Και φεύγεις-και φεύγεις και πας
λαμπρό μου αστέρι,
Μονάχον μ' αφήνεις και πας-
και ζω δίχως ταίρι.
Καί φεύγεις-καί φεύγεις και πας-
πού; ποιος ξέρει...




ΑΠΌ ΤΑ ΜΑΘΗΤΙΚΆ
(τετράδιο δεύτερο)


27
Ηπειλήθη σύρραξις εις το
εργοστάσιον.
Θα έθετον πυρ εις το
μηχανοστάσιον
αν κάποιος δεν ευρίσκετο να
τους ειπεί "θα γίνει!"
Αυτό το τέλος ήτο της βοής.
Δι εν έτος θα διαρκέσει η υπόσχεσις.
Και τότε κάποιος άλλος θα
βρεθεί
που νέαν υπόσχεσιν θα δώσει
ηχηροτέραν ίσως
της παλαιάς.




28

Η αιωνία θύρα αιωνίως κλειστή
θα μένει
δια τον υιόν του μπακάλη μας
του Κλεομένη
που για να παίξει στα χαρτιά
αφήρεσεν από το ταμείον ένα
ποσόν-
όχι ένα χιλιόδραχμον πάντως
πάνω από μισόν.
Όμως όσον και αν το
χαρτοπαίζειν του ήρεσεν
δεν συγχωρείται ευκόλως
μίατοιαύτη κλοπή
και μάλιστα εις βάρος του
πατρός του.

Αν χρήματα ήθελε-
αν και αυτό είναι ντροπή-
και πουθενά αλλού δεν ηδύνατο
να έβρει
ας έβρισκε μίαν τράπουλαν να
μάθει
μονάχος του εις τα χαρτιά να
κλέβει
29
Αληθώς η ημέρα ήτο ωραιοτάτη.
Ο ήλιος
όπως σπανίως εμφανίζεται
ενεφανίσθη
και αν επρόσεχε κανείς
σαν κάτι νέον να υπισχνείτο.
Και εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν συνέβη. Όμως τα μάτια μου κάτι σα μία διανόησιν αποκρύψεως συνέλαβον και τα αυτιά μου σαν κάποια χαμόγελα γύρωθεν συνέλεξαν.

Ίσως αυτό να ήτο το υπεσχεμένο
νέον
ή πάλιν να ήτο
μόνη η υποψία του.





30
Κρυμμένος όπισθεν θάμνου
κρυφίως τας περιπτύξεις των παρηκολούθει.
Πολλοί αυτό θα το εκάλουν
ασέλγειαν.
Όμως δεν ήτο.
Κάθε μεταξύ των άγγιγμα
μέθη δι αυτούς αν ήτο-στιγμιαία
έστω-
δι εμέ ήτο πόνος και οδύνη
επειδή καλώς εγνώριζα
ότι ματαιοπονούν.
Τοιουτοτρόπως δεν έρχεται η λήθη.
Μάλλον απωθείται.
31
To χώμα ρίξαν
ψάλαν τις ευχές
και αποσύρθηκαν.
Αυτό ανέμενε κι εκείνος-την
τελευταίαν
με τους ανθρώπους επαφήν.
Βέβαια θα 'ρχονταν κάποτε δυο χέρια
στο χώμα πάνω ν' αποθέσουν
τριντάφυλλα'
μ' αυτό δεν είναι
-δεν μπορείς να το καλέσεις
επαφήν.
Τώρα μόνος ήτο'
τριγύρω, πάνω, κάτω, χώμα.
Μα το χώμα δε μιλά.
Κι αυτό ήταν όλο ό,τι επόθησε
σαν έλεγε πως ζούσε.
Γιατί, όσον παράξενον το πεις
τώρα γι αυτόνε άρχιζε η ζωή.
32
Δεν είχαμε πόδια, όμως
εβαδίζαμεν.
Δεν είχαμε πυξίδα όμως δεν
εχάθημεν.
Δεν είχαμεν ελπίδα όμως
επιβιώσαμε.
Δεν είχαμε μάτια, όμως βλεπαμε.
Μα πώς ολ' αυτά; οι πολλοί θα ρωτήσουν.
Μόνο συ δεν απορείς
διότι γνωρίζεις ότι όλα αυτά
δεν ήσαν παρά μια διανόησις μιμήσεώς σου:
δεν είχες φτερά όμως πετούσες.


33

Και σήμερα
το ημερολόγιόν μου παραίτησα
ανάνοικτον να κείτεται εις το
συρτάρι
και στίχους πολλούς έγραφα
τα κακά όνειρα αψηφώντας.
Και σήμερα
την ποίησιν επροτίμησα
από την ζωήν.
34
Θ' αναζητήσει

Απομονωμένος εκ των πάντων
και πάντοτε μετ' αισιοδοξίας
προσβλέπων
εις την μόνωσίν του
ως πιστός εις τον θεόν του,
αναμένει την λύτρωσιν
μακράν των ανθρώπων
και ψέγει τους κοσμικούς
που διάγουν την ζωήν των
διασκεδάζοντες.
Ως πότε όμως;
Θα έρθει ημέρα
που την ζωήν θ' αποζητήσει
των κοσμικών.

Και πως εκείνοι θα τον δεχθούν
που τώρα ασυλλόγιστα
τους λοιδωρεί;





35
To φιλάργυρον κοινόν ας
ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία
αυτή.
Στο κάτω κάτω αν δεν εγέλασαν
ο συγγραφεύς ουδόλως εις
τούτο πταίει'
όλας τα δυνάμεις του έβαλεν
αυτός
δια να δημιουργηθούν διάλογοι
νέοι.
To φιλάργυρον κοινόν ας
ξεφωνίζει
και τα χρήματά του ας αιτεί-
είναι πολύ ανίδεοι να λεν
πως δεν τους ήρεσε η κωμωδία
αυτή.
36
Κάποτε θα 'ρθει κι ας αργεί
του λυτρωμού η ώρα.
Ίσως και αύριο να 'ρθει'
ίσως να 'ρθεί και τώρα.
Μην ψάξεις ίσως να τη βρεις-
είναι καλά κρυμμένη'
και θα 'ρθει μόνη της-αρκεί
κανείς να περιμένει.
ίσως να 'ρθεί σα μιαν αυγή'
ίσως σαν άγρια μπόρα.
Ίσως σαν ήλιος' σα βροχή' σαν
αύρα μυροφόρα.
Μα όπως να 'ρθει-θα το δεις-θα
'ναι στο φως λουσμένη,
Θα 'ρθεί-θα 'ρθεί του λυτρωμού
η ώρα η βλογημένη.




37

Χωρίσαμε αθόρυβα χωρίς σκηνές και κλάματα
χτες που επέρασε η νυχτιά και ήρθαν τα χαράματα.
Λυπήθηκες. Λυπήθηκα. Μ' αρέσει να το λέω πως είμαι άνθρωπος κι εγώ-ότι μπορώ και κλαίω.
Εδώσαμε τα χέρια μας σα να 'μαστε δυο φίλοι
που σ' άλλο μέρος η ζωή βουλήθηκε να στείλει.
Εσκύψαμε κι οι δύο μας στη μοίρα το κεφάλι' ποιος θα μπορούσε άραγε στο νου του να το βάλει-
όποιος μας έβλεπε πιο πριν, να, χτες το βράδυ ακόμα
θα προτιμούσε να κλειστεί για πάντα του το στόμα
παρά να έλεγε για μας ότι μας λείπει κάτι'
τά 'χαμε όλα: τη χαρά να λάμπει μες στο μάτι.
Γιατί χωρίσαμε λοιπόν; Ποια ήταν η αιτία; Μπορεί να ήτανε πολλές μα ίσως και καμία.
Μα κι αν πονέσαμε πολύ ή μόνο κι αν δακρύσμε
κι αν μας αφήκεν η χαρά κι αν τέλος εχωρίσαμε
Να 'σαι γι αυτό περήφανη ωραία μου κυρία-
αν κι άνθρωποι, εγράψαμε μι ανθρώπινη ιστορία.



38
Δυο ποτήρια. Τέσσερα Μια εληά. Όλα καλά.
Η κλήρωση. To δώρο. Παρέες. Τραγούδι. Όλα καλά.
Η ώρα που περνά. Τα σκιστά μάτια σου. Ένα βλέμμα τους. Όλα καλά..
"Να φύγουμε"
Ο λογαριασμός.
To παλτό σου,
Τα πουλόβερ των παιδιών.
Η ζακέτα σου.
Πράσινη.
Ηδονική.
Και τελευταίο οι κνήμες σου.
Πρώτο.
Τελευταίο.
Οι κνήμες σου.
To όνειρο.
To θαύμα.
Πρώτο. Τελευταίο.
Οι κνήμες σου.
Ο πόθος μου. Η ηδονή του.

Όλα καλά. Αντίο.
Ποιήματα που δεν μπορώ ν' απαρνηθώ. Που ξαναβλέποντάς τα ξαναγυρίζω στον καιρό, στις μέρες, στις ώρες, στις καταστάσεις για τις οποίες τα 'γραψα. Ξαναγυρίζω στην περασμένη μου ζωή και τηνε ξαναζώ.
Πόσες πράξεις, πόσα λόγια, πόσες μέρες και πόσα χρόνια πήγανε χαμένα. Όμως με τα ποιήματα τι διαφορά! Όλα να! Μπροστά μου πάλι! Να η ζωή μου πάλι! Και να 'μαι εγώ παιδί και να 'μαι παλληκαράκι και να ‘μια αμούστακο παιδί και να 'μαι ερωτευμένος, λυπημένος,( ξάγρυπνος, μεγαλωμένος, αιχμηρός, πεσιμιστής, κουρασμένος),να 'μαι σε όποιαν ηλικία, ψυχική κατάσταση, να 'μαι όπως ήμουν γράφοντας το κάθε ποίημα από αυτά, τα "ξεχασμένα" μου... Η δύναμη της ποίησης που…κορδώνεται κι αυτή-ώσπου να 'ρθει η σειρά της...

39
Θέατρο. Ανοίγει η αυλαία. Ησυχία.
To πλήθος μένει άφωνο. Βουβό.
Σωπαίνει.
Κι η πρώτη πράξη στη σκηνή
ανεβαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-
η γνωριμία,"
Η πρώτη πράξη τέλειωσε. Στο
πλήθος ηρεμία.
Μα να η αυλαία πάλι ανεβαίνει
κι η δεύτερη η πράξη τώρα
βγαίνει.
"Και τ' ήτανε παππού;" "Τι άλλο-
η ευτυχία"
Κλείνει τα μάτια ο παππούς κι
αποξεχνιέται
κι ας βλέπει ο εγγονός το δάκρυ
που από του γέρικου μυαλού
κυλάει την άκρη-
είναι σκληρή η νιότη-δεν
κρατιέται.
Γιατί σταμάτησε ο παππούς να
διηγιέται;
Η σκέψη του σε ποια πλανιέται
μάκρη;
Με του ξυλένιου του σπαθιού
την άκρη
τονε τσιμπά κι ο γέροντας
πετιέται.
To 'να με τ' άλλο του 'χει δέσει
τα σκαρπίνια'
να περπατήσει ο γέρος δεν
μπορεί'
πέφτει' σκυφτός στην πόρτα
προχωρεί
να φύγει απ' του μικρού τη
γκρίνια.
Τι 'ταν κι αυτή που τονε βρήκε
γκίνια-
τώρα ένα ψέμα θα 'πρεπε να
βρει
γιατ' η αλήθεια για χο νιο θα 'ταν
πικρή:
η τρίτη πράξη γράφτηκε-
κρυφά-στα παρασκήνια.
40
"Σαν τα λούλουδα του κάμπου-δες με", μου 'λεγες, "δε μοιάζω;

Ποθητή ωσάν και κείνα και δροσάτη δεν φαντάζω;
Δε θυμίζουν τα δικά μου τα γλυκά τα χρώματά τους
και τη μέθη δε σου δίνω που σου φέρνει τ' άρωμά τους;
Μη στη χάρη με περνούνε; Σαν και κείνων δε σε φέρνει
η θωριά τους σ' άλλους τόπους; To μυαλό δε σου το παίρνει
του προσώπου μου η γλύκα; Η ψυχή σου, πες, δε χαίρει
αν κρατάς ίδια εκείνα ή εμένα από το χέρι;"
Και ν' ακούσεις εποθούσες τρελλοκόριτσο μικρό
με του κάμπου τα λουλούδια ότι μοιάζεις να σου πω.
Κι ας θαρρούσα ότι ήσουν όχι αυτό μα κάτι άλλο
κι απ' τα λούλουδα κι ακόμα κι απ' τον κάμπο πιο μεγάλο'
Όταν ναι σου απαντούσα ξέχναγες τη συφορά
που θα 'ρχόταν κάποια μέρα να μας κλέψει τη χαρά.
Γιατί έτσι κάποια μέρα αγαπούλα μου χρυσή
σαν τα λούλουδα του κάμπου εξεψύχησες και ’σύ.
41
Εστόλιζον τον τάφον του ρόδων
σκιαί
που εις πλησίον μνήμα
εφύτρωνον.

Αυτό πολύ του εκακοφαίνετο
διότι ήλπιζεν ο θάνατος πως εξισώνει
και πως αφότου σφραγισθούν τα
χείλη
ουκ ένι πλέον δούλος ουδ'
ελεύθερος,
άρσεν και θήλυ.
Κι αν άρσεν δε τον πείραζε να
παραμείνει
Όμως τον επηρέαζεν η διαφορά
εκείνη:
δε θα μπορούσε άραγε εις αυτού
τον τάφον να ανθούν τα ρόδα;
Μα δεν βαριέσαι
δεν άλλαξε εις ολόκληρον ζωήν-
στον θάνατον θα άλλαζεν η
μόδα;
42
Η μέρα αργοκύλησε κι η νύχτα αρχινά γεμάτη πόνο, μοναξιά, σαν πίσσα αναλυωμένη
με ουρανό που προμηνά ναυάγια και φοτρτούνες.
Τα ζώα ετρομάξανε και τρέμουν τα κλαδιά
και μόνη μέσα στη νυχτιά καμμια ψυχή δε μένει'
κι ακούς πιο κει αριά αριά να κρώζουν οι κουρούνες.
Νύχτα που κάνει σαν τρελή να πάλλεται η καρδιά σου'
νύχτα που κάνει στεναγμό τον πιο πικρό σου πόνο
και την ψυχή κάνει βαριά και το μυαλό θολώνει.

Όμως εμένα θα με δεις-
τι τρέλα αληθινά-
να περπατώ στην ερημιά
παντέρημο και μόνο
και να ζητώ στη σκοτεινιά
εν' ανθισμένο κλώνο…
43
Χτες μια χτένα μες στα χέρια
μου κρατούσα'
τηνε χάϊδευα απαλά, τηνε
φιλούσα
και θαρρούσα ότι μες στην
αγκαλιά μου
όχι εκείνην μα εσέ είχα γλυκιά
μου.
Με εκοίταζε ένας φίλος κι
απορούσε'
Κι ας του το 'πα, να πιστέψει δεν
μπορούσε
ότι μ' έφερνε η χτένα σου κοντά
σου
γιατί χτένισε μια νύχτα τα
μαλλιά σου.






44
Στη στράτα την απόμερη-στην άκρη του χωριού
το μνήμα δεκοχτάχρονου εστήθη αγοριού.
Δεν το ευλόγησε παπάς, δεν το 'κλαψε μητέρα
η νύχτα δεν το πόνεσε δε δάκρυσεν η μέρα.
To δεντρο πάνω στο βουνό δεν έχυσε ένα δάκρυ
και δε θολώσαν τα νερά στου πέλαγου τα μάκρη.
Δεν εκλαψε το σύννεφο-δεν έκλαψε το κύμα
δάκρυ δεν έχυσε άνθρωπος επάνω από το μνήμα.
Βοσκόπουλο που έβοσκε τ' αρνιά-ποιος το θυμάται
τι κι αν επέθανε-κι αν ζει τι τάχα κι αν κοιμάται.
To αφεντικό του πλήρωσε άλλον βοσκό' τ' αρνάκια
άλλον αφέντη έκαναν κι άλλον τα κατσικάκια.
Όμως επάνω στο ξερό της μαύρης γης το χώμα
στην τρύπα που δεν έκλεισε καλά καλά ακόμα
όποια κι αν τύχει να διαβείς μέρας ή νύχτας ώρα
θα δεις στον τάφο να θρηνεί μια κόρη μαυροφόρα.
Ω! Προσπεράστε! Τι θα πει... τ' ήταν για σας τ' αγόρι;
Τι κι αν επέθανε; Κι αν ζει; Τι τάχα κι αν κοιμάται;
Μια μαυροφόρα κοπελιά που κλαίει τον καλό της-
δικός της ήταν κι ο καλός κι ο θάνατος δικός της.
45
Όταν στο θόλο τ' ουρανού φανούν τα πρώτα νέφη
και της αγάπης μας χαθεί
τ’ ολόδροσο το κέφι
τότε καλλίτερα θαρρώ
πως θα 'ναι να χωρίσουμε
και ο καθένας χωριστά
νέα ζωή ν' αρχίσουμε.
46
Με λύγισε το βάρος που
ετόλμησα
στ' αδύναμά μου χέρια να
σηκώσω.
Με λύγισε' κατάλαβα το λάθος
μου
μα είναι πια αργά να μετανιώσω.
Με λύγισε...μα σκέπτομαι πως
πρόσθεσα
στις τόσες μου τις γνώσεις άλλη
μία:
μην πιάνεσαι μ’ αυτά που θελουν
δύναμη
αν νιώθεις τόση δα αδυναμία.


47

Φωνές κουρασμένες μιλούν στο σκοτάδι
που έρχονται λες απ' τα βάθη του Άδη.
Φαντάσματα μαύρα με έχουν κυκλώσει
πουλιά έχουν μαύρες φτερούγες απλώσει
κι η νύχτα τραβάει σε μάκρος αιώνιο
τρελής φαντασίας
φρικτό πανδαιμόνιο.
Και όλο πυκνώνουν
τα μαύρα τα σκότη
της νύχτας η σκέψη
και σκέψη μου πρώτη.
To χέρι μου αγγίζει κορμιά σαπισμένα
που ξέρω πως ήρθαν μονάχα για μένα.
Ελπίδα να φύγω
καμιά δε μου μένει
Μαζί τους θα μείνω
στον κρύον αγέρα
η νύχτα ως να φύγει
και να 'ρθει η μέρα.
Μα μέρα δε βλέπω
τι τρόμος-τι φρίκη
τι ……..βαθύ
και να 'χει η ελπίδα
για πάντα χαθεί...
(όπου υπάρχουν τελείες έχουνε σβηστεί τα γράμματα)



Ματαιοπονία
Φωτιά και ήλιος και βροχή
και σκόρπια μεγαλεία
όλα μαζεύτηκαν θαμπά
στην άδεια παραλία
και χαιρετούν τα όνειρα
που φεύγουνε στα ξένα
και κλαιν απαρηγόρητα
και κλαίνε λυπημένα.
Μα και να κλαιν δεν ωφελεί
εκείνα δεν ακούνε
σ' άλλες στεριες, σ' άλλα νησιά
σ' άλλες βροχές θα βγούνε.

49
Γεμάτος με θλίψη
και άλλα πολλά
σου γράφω τραγούδια
και άλλα πολλά.

Μου έχεις σηκώσει
εσύ τα μυαλά
μου έχεις σηκώσει
και άλλα πολλά.

Σε έχασα κι όλα
τα βλέπω θολά-
τα τούβλα, τα βόδια
και άλλα πολλά.

Αν ησουν κοντά μου
θα ήταν καλά
θα κάναμε τρέλες
και άλλα πολλά.

Θα σου 'γραφα ακόμα
και άλλα πολλά
μα έχω μελέτη
και άλλα πολλά.

Μα τώρα σ' αφήνω
με μάτια θολά,
γκαβά, δακρυσμένα
και άλλα πολλά.

50 Ανάμνηση
Χτες στη νύχτα την όμορφη τη γαλήνη γεμάτη
εν' αστέρι ολόλαμπρο μου τραβούσε το μάτι.
Κάτι μέσα στη λάμψη του μου εθύμιζε εσένα και τις μέρες που ζούσαμε πριν να φύγεις στα ξένα.
Και τις νύχτες μου θύμιζε που μαζί καθισμένοι
τ' αστεράκια μετρούσαμε με χαρά μεθυσμένοι.
51
Ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!
Να πάρεις μιαν ιδέα του αν θες
στα παλιωμένα ψάξε τα βιβλία-
μην ψάξεις μες στο σήμερα-ψάξε στο χτες.
Ρωμαίοι πια δε ζούνε κι οι
Ιουλιέττες
μι ανάμνηση εγίνανε θολή
της φούστας τους κοιτάζουνε
τις πιέτες
απ' τη δική σου αγάπη πιο πολύ.


Περάσαν οι καιροί που κάποια
λέξη
επλήθαινε τους χτύπους της
καρδιάς
και δάκρυ έχει στα μάτια μας να
τρέξει
αφότου μας μαλώνανε-παιδιά.
Περάσαν οι αγάπες, Τώρα πόθοι.
Στους δρόμους, στα σοκάκια, στις
αυλές
αγνή αγάπη πια κανείς δε νιώθει
κι ο έρως έχει γίνει να τον κλαις.
Μοντέρνα εποχή. Έτσι τη λένε.
Κι αλήθεια, αφού το λεν τόσοι
πολλοί
κι αφού τη ζουν, τη βλέπουν και
δεν κλαίνε
να κλάψω μόνο εγώ δεν ωφελεί.
Μοντέρνα εποχή-ναι-η εποχή
τους
μοντέρνα κι η δικιά μου εποχή
μα αν έγινε μοντέρνα η ψυχή
τους
δεν έγινε η δική μου η ψυχή.
Απόδειξη πως έχω αγαπήσει
μ' αγάπη σαν και κείνη την παλιά
αγάπη που την έχουν
τραγουδήσει
τα πρώτα του παράδεισου
πουλιά.
Μια μέρα απ' την αγάπη θα
πεθάνω.
Εκείνη δε θα δώσει σημασία.
Μα γράψτε εις τον τάφο μου
επάνω:
"Ο έρως ο αγνός-τι ουτοπία!"





52

Θεέ γιατί να φτιάξεις τους
κακούς;
Γιατί στον κόσμο να τους
δώσεις;
Κι αφού τους έφτιαξες γιατί-
με δύναμη γιατί να τους
φορτώσεις;
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω
κι απάντηση ως σήμερα δε μου
'δωσες καμία-
ή μήπως θέλεις την ερώτηση
αλλιώς-
γιατί να δώσεις στους καλούς
αδυναμία;
53
Μία μικρά παρέκκλισις
από το σύνηθες δρομολογιον
αξίζει ό,τι και να ειπείς.
Όσοι δεν επεχείρησαν
αυτοί να καταλάβουν δεν μπορούν.
Κι αν κάποιος το καινούργιο που
θα δει
χαράν καλέσει,
θλίψιν αν άλλος
όμως αμφότεροι
τον ίδιον άθλον θα έχουν
επιτελέσει-
θα έχουν αμφότεροι
το άγνωστον υποψιασθεί.
54
Λευκότατον το δέρμα της ήτο. Και τόσον απαλόν
που ως το ήγγιζα
αν δεν το γνώριζα
βελουδον θα 'λεγα πως ήτο.
Όμως τόσον δεν ήτο η αφή
όσον η όρασις που
υπολογίζονταν.
Μία απέραντος λευκότης. Πάνω
της
ότι ήθελα να γράψω ημπορούσα.
Και λες πως άλλαι λέξεις δεν
υπήρχον-
πόσον τώρα θλίβομαι δι αυτό-
έγραφα πάντα "ηδονή"
και αποχωρούσα.
55
Αι παρελθούσαι θλίψεις
ενίοτε ασφυκτικώς διογκούνται
και των πάντων υπερχειλίζουσιν.
Και είτε εις σκέψεις ευχαρίστους
αφημένος
είτε εις κάποιον σύγγραμα
εντρυφώ
είτε υπ' οργής κατέχομαι
είτε χαράν κατέχω
πρέπει τα πάντα να εγκαταλείψω
και να επιβλέψω την εκτόνωσιν.
Είτε παθήματα άλλων θα
διαβάσω
από σχετικά βιβλία
είτε στο ημερολόγιόν μου
σκυμμένον
θα μ' έβρει to πρωί.
Κατόπιν
δια πολλάς ημέρας ζω.




56
Καλά,
τα φώτα όμως;
Πώς κρύψατε τα χέρια σας μέσα
σε τόσα φώτα;
Η ώρα δε σας μέτρησε και σας;
Δεν ήρθε κάποια φήμη
οργισμένη
που να μιλάει για χαμό;
Για κλοπή πνευματικής
ιδιοκτησίας;
Και πως περάσατε μέσα στους
ανθρώπους;
Καμιά φωνη, κανένα ουρλιαχτό
δε σας σταμάτησε;
Τα σύννεφα δεν έβρεξαν
σκοτάδι
στο αντίκρυσμά σας;
Ο ουρανός-
η κατάρα του-δε σας βαραίνει;
Και τα σκαλιά, κακοί, δεν
έλιωσαν
στην επαφή
των χυδαίων πελμάτων σας;
57
Κι άλλη μια στάσις.
Πόσο τάχα θα κρατήσει;
Πόσο θα τριγυρίζω άσκοπα κι
επωδυνα
ανάμεσα σ' ενός σταθμού
που δεν είναι ο προορισμός μου
τους θορυβώδεις μικροπωλητές;
Ως πότε άγνωστες κουβέντες
μ' άγνωστους ανθρώπους θ'
ανταλλάσσω;
Πότε ο σταθμάρχης μου
θα πει απ' το μεγάφωνο πως
φεύγουμε;

Πότε το τράνταγμα θα νιώσω
της εκκινήσεως;
58
Της αγάπης μου έσβησε πια η
φωτιά.
Της ελπίδας μου στέρεψε το
δάκρυ.
Η θύμησή σου σαν πρώτα δεν με
κυνηγά.
Δε σ' αγαπώ πια.
Λουλούδι ήταν η αγάπη μου που το 'τρεφε η ελπίδα.
Τώρα που η ελπίδα πέθανε μαράθηκε και το λουλούδι.
Όλα χαθήκαν. Όλα.
Μα πάλι σκέπτομαι
ένα λουλούδι χάθηκε-τι μ' αυτό;
Ποιος ξέρει αν το πτώμα του
δε γίνει λίπασμα ν' ανθίσει άλλο ανθάκι στον κήπο της αγάπης μου;
Ένα λουλούδι φύτρωσε
δεν είχε φως
πέθανε.
Σ' αγάπησα
δε μ! αγάπησες
σε ξέχασα.
Μια αγάπη
μια ζωή
ένα λουλούδι.
Μια αγάπη,
Τι μ' αυτό;
Τώρα σε ξέχασα.
Αντίο.
Μια στιγμή απ' την αιωνιότητα. Ο έρωτάς μου.
Η αιωνιότητα
Εσύ.
Δε μ' αγαπησες.
Ο τάφος μου.
Ο χρόνος.
Η λήθη.
Τι μ' αυτό;
Όλα: εσύ.
Και πάλι τι μ’ αυτό;
Είσαι γυναίκα.
Δε φταις.
Φταίει ο θεός.
Αντίο.
Σ' αγάπησα, σε ξέχασα.
Μια ζωή,
μια αιωνιότητα
ένα τραγούδι,
Τι μ' αυτο;
Αντίο.
Δε μ' αγάπησες. Δικαίωμά σου.
Μια γυναίκα
μια αιωνιότητα
ένα φιλί.
Αντίο.
Κι αν ακόμα σ' αγαπώ
αντίο.
Τι μ' αυτό;





59.
Γράψαμε ένα γράμμα στο θεό.
Δεν είμαστε τρελοί;
Μα είχαμε τόση χαρά σαν ήρθε η απάντηση...







60.
Γράφω τη μοίρα μου.
Ακουμπισμένος πάνω στο
τραπέζι
με το κεφάλι γερτό
και μάτια θολά από δάκρυα
γράφω τη μοίρα μου.
Τα πόδια μου αποσταμένα
από την αναζήτηση της
ευτυχίας.
Τα χέρια μου
να γυρεύουν ελεημοσύνη απ' το
θεό.
Η σκέψη μου να πλανιέται σε
κόσμους
που ποτέ δεν μπόρεσε να
γνωρίσει.
Τα όνειρά μου σκοτωμένα από το
χέρι της αγάπης.
Τα δακρυσμένα μάτια μου να
βλέπουν μακριά
πράγματα που δεν υπάρχουν.
Τα χείλη μου στεγνά σα χείλη
πεθαμένου.
Πεθαμένος'
και γράφω τη μοίρα μου.
61
Δεν διαφωνώ.
To σώμα αυτό πρώτη φορά το βλέπω.
Μα το 'χα φαντασθεί πολλές
φορές.
Πόσες φορές τα στήθη αυτά-ίδια
το μέγεθος, το σχήμα, το ρόδινον
χρώμα-
δεν εσυντρόφευσαν τις νύχτες
μου.
Πόσες φορές το πρόσωπον αυτό
το αισθησιακόν προς έκφυλο
δεν ήρθεν εμπροστά μου'
τα χείλη αυτά τα λάμποντα σαν
μάτια
τα μάτια ως τα χείλη υγρά
πόσες φορές δεν τα ονειρεύτηκα
Μόνον η θέσις των δοντιών μου
διέφευγε
το σχήμα του έρκους των δεν
ήξερα
να καθορίσω.
Τώρα το ξέρω.
Έτσι έπρεπε να είναι-όπως αυτό
που έχω τώρα εδώ μπροστά μου
62.
Παρίστατο το ζεύγος μόνον,
η παράνυμφος,
δυο άνδρες-πλην του ψάλτου
και, βεβαίως, ο ιερεύς.
Ήτο τόσον αβεβαία η ένωσις
ώστε το "ναι" μετά δυσκολίας
ελέχθη
υπ' αμφοτέρων.
Και η αβεβαιότης αύτη
όλον τον μετέπειτα βίον του
ζεύγους επηρέασεν.
Επειδή προ πάσης συνευρέσεώς
των
το "θέλω" ως το τότε "ναι"
ελέγετο-
τόσον αβεβαίως.
Και έφθασε μια νύκτα που "πρέπει"


εψέλλισαν τα χειλη.

63.
Καθόμασταν στης θάλασσας
την αμμουδένιαν άκρη
εκεί που σμίγουν τα θεριά
τα κύματα κι οι βράχοι.
To κύμα έγλυφε απαλά
του ακρόβραχου τις ρίζες
κι εχαδολόγα πονηρά
τις πέτρες του τις γκρίζες.
Κοιτούσες μια τα κύματα
και μια το βράχο πάλι.
Δε μ' έβλεπες, μα ήξερα
τ' είχες στο νου σου βάλει.
Κι όταν ο πόθος φούντωσε
και ζύγωσα σιμά σου
ο βράχος έγινες κι εγώ
το κύμα στα ριζά σου.
64.
Τι σκοτάδι είχε η νύχτα χτες
αγάπη μου!
Τι βροχή ήταν αυτή! Τι παγωνιά!
Και πώς σφύριζε ο αέρας όταν
έσπαζε
τα ξερά της λεμονιάς μας τα
κλαδιά!
Δε φαντάστηκα ποτέ πως τόσα
πράγματα
θα μπορούσα να τα δω σε μια
νυχτιά-
τ' αστεράκια μας να βλέπω τα
χαρούμενα
να σκεπάζονται με σύννεφα σταχτιά.
Είχα χάσει κάθε ελπίδα πως θα
σ' έβλεπα
και σκεφτόμουν πως κι απόψε-τι
κουτός-
της αγάπης σου το χάδι δε θα το
'παιρνα
πως και πάλι θα κοιμόμουν
νηστικός.
Kι όταν άκουσα χτυπήματα στην
πόρτα μου
τόση μ' έκαναν να νιώσω ταραχή
που εσκέφτηκα πως έπαιζε ο
άνεμος
με παιχνίδι τη δικιά μου την
ψυχή.
Μα πλησίασα στην πόρτα και την
άνοιξα.
Κι ω! χαρά! Μι αχτίδα έλαμψε
χρυσή
που εσκόρπισε της νύχτας τα
σκοτάδια μου
και με γέμισε με φως-ήσουν εσύ.
Κι όταν κλείσαμε την πόρτα και
σταθήκαμε
για ν' ακούσουμε της νύχτας τη
βοή
δεν ακούγονταν πια τίποτα-
παράξενο:
είχε πάψει κί ο αγέρας κι η
βροχή.
65.
Όσο κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή κι είναι θολό to βράδυ
κι όσο κι αν μαύρες καταιγίδες τη χτυπούν και μαύρες μπόρες

κάποιες απρόσμενες στιγμές
μιαν αστραπή θα σχίσει το
σκοτάδι:
όσο κι αν είμαστε μικροί
υπάρχουν και για μας μεγάλες
ώρες.

66.
Χρυσές οι μέρες μας χρυσές οι νύχτες μας χρυσή κι η δύση
χρυσοί οι δρόμοι μας χρυσά τ' απόμερα μικρά στενά
χρυσός κι ο ήλιος μας που εκουράστηκε και πάει να δύσει
χρυσά τα όνειρα και τα πρωτύτερα και τα στερνά.
Χρυσός ο δρόμος μας, χρυσές οι πέτρες του χρυσό το χώμα
χρυσά τα κύματα στης χρυσοθαλασσας τον στεναγμό
χρυσά τα χείλη σου που μου χαρίσανε φιλί στο στομα χ
ρυσάφι έντυσες και της ψυχής μου το σπαραγμό.
Χρυσά τα χέρια σου που μ' αγκαλιάσανε-χρυσή η φωνή σου
χρυσά τα στήθια σου που μου χαρίσανε πόθο χρυσό
χρυσά τα μάτια σου χρυσά τα χέρια σου χρυσή η φωνή σου
χρυσή κι η μέρα που μόνον μ' άφησες και που μισώ.
Χρυσά τ' απόβραδα που επερνούσαμε αγκαλιασμένοι
.................................. χρυσά του
πέλαγου τ' άσπρα πουλιά
................................. που γράφαμε
αγαπημένη
................................ ...η φύση που
'στρωνε για μας χαλιά.


Χρυσός ο έρωτας για μένα που 'νιωθες-χρυσές οι ώρες
που μου δινόσουνα και μου εχάριζες χρυσά φιλιά
Χρυσή η θύμηση που άφησες φεύγοντας από κοντά μου
............................... στη χρυσαφένια
σου την αγκαλιά.

χρυσή η άνοιξη που συ εγέννησες μες στην καρδιά μου
................................ χρυσή ηπιο
μαύρη μου σκληρή νυχτιά.
Αγαπημένη μου χρυσός ο δρόμος που θα τραβήξεις
χρυσό τ' αστέρι σου στο χρυσαφένιο τον ουρανό
χρυσή η ευχή μου να γίνει εκείνο που θα ζητήσεις
γιατί τ' αξίζεις-χρυσος ο πόνος μου-τι κι αν πονώ...


67. Λογαριασμός
Χτες δυο χέρια γκρεμίσανε
της ψυχής μου τα όνειρα
κι οι ελπίδες που ζήσανε
στων ονείρων τα δώματα
πλακωθήκαν με πέτρες
και μ' ακάθαρτα χώματα.

Τώρα πια δεν αντέχουνε
οι ψυχές γι άλλο χτίσιμο
κι οι ιδέες που τρέχουνε
μου ζητάν να πουλήσω
τις ελπίδες και όνειρα
πια ποτέ να μη χτίσω.

(τα αποσιωπητικά σημαίνουν πως οι λέξεις του τετραδίου δεν διαβάζονται σήμερα)