Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΠΡΟΒΟΛΗ

Προβολή στον τοίχο-
δίχως ήχο-
τον ασπρίζοντα'
σλάϊντς σφύζοντα
από Ελλάδα.
Τα 'δα, τα ξανά'δα-

και δεν ήταν λίγα-
και επήγα
κι επισκέφτηκα
(η το σκέφτηκα;)
κάθε άκρη
Kt έτρεχε το δάκρυ...
ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ:ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Δεν είν’ αυτή μετάληψη. Αυτή ’ναι ίδια η μάχη.
Μια τέτοια κίνηση…ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
Το λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα
αεικίνητα,αδημονούντα…

Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
Το πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα).
ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.
Το breakfast διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθ’ ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος
 μ’ ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο ’να χέρι τον καφέ
και τ’ άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.
Μύρα και λούλουδα στις πόρνες

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ’ τους αρχαίους τους αιώνες
χωρίς προσποίηση και ψέμα
μ’ αθώο μας βλέπουν ένα βλέμμα.

Αίνοι και έπαινοι σε κείνους
που όλα τους δίνουνε τα δώρα
σαν το νερό οι δημόσιες κρήνες
και σαν τον ίλιγγο η αιώρα.

Που δε ζητούν για ένα φιλί τους
τον ουρανό μ’ όλα του τ’ άστρα
και δε γυμνώνουν το κορμί τους
σε πλούσια μόνο μέσα κάστρα'

που φτωχικά φορούν στολίδια
κι έχουν ανάμεσα στα πόδια
όχι αγριόχορτα και φίδια
μ’ αγριοπερίστερα και ρόδα.

που αχνογελούν όταν ακούνε
λόγια γι αγάπη και για πίστη
και κάτι έχουνε να πούνε
για το μυαλό που τα εσοφίστη΄

που μ’ ένα νεύμα είναι δικά σου
τ’ άνθη του δώρου τους του θείου
χωρίς να πρέπει-για φαντάσου-
να γίνεις σκλάβος τους δια βίου.

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ’ τις γυναίκες ειν’ οι μόνες
που αν κάποια ξάπλωσε μαζί σου,
έστω για λίγο ήταν δική σου.
Κατάφαση

Όχι! Δεν είναι-δεν μπορεί
να είναι αυτή η μοίρα
τόσων υπάρξεων ευγενών 
να ’ναι κακή και στείρα

σειρά πανσόφων ιδεών. 
Δεν ημπορεί να μοιάζει
το μέγα θάμα της ζωής
σαν το χοντρό χαλάζι


που λιώνει κι αργοχάνεται
κι ανίστορα κυλά-
του ανθρώπου άλλο η μοίρα του
μερίδιο του φυλά.

Δεν το μπορεί να χάνεται
για πάντοτε να σβήνει
ό,τι το ανθρώπινο στοιχειό
μέσα βαθιά του κλείνει.

Τόσες ιδέες φωτεινές
τόση αγάπη-τόση
ευγένεια που παντού φτερά
στον κόσμο έχει απλώσει

τόσα αισθήματα αργυρά
τόση χρυσή σοφία
δεν ημπορεί ποτέ παρά
να μείνει αιωνία.

Δεν ημπορεί σ’  απέραντα
φριχτής αβύσσου χάη
να καταβαραθρώνεται
κι ανώφελα να πάει

τόση ζωντάνια, τόση ορμή.
Τέτοια φρικτή θυσία
ποιος θα την έστεργε θεός
παρά σαν προδοσία;

Δεν ημπορεί τόσο φτηνό
κι άδοξο τέλος να ’χει
τ’  ανθρώπινο δημιούργημα
μετά από τέτοια μάχη.

Δεν ημπορεί-κάπου ψηλά
κάτι θα πρέπει να ’ναι
που μάτια δεν το βλέπουνε
και ας καλοκοιτάνε,

που δε θ’ αφήσει να χαθεί
για πάντα η ύπαρξή μας-
που σ’ ένα μέρος μυστικό
θα κρύψει τη ζωή μας

σαν η φρικτή συντέλεια
του κόσμου μας θα ’ρθεί-
που-όχι- ποτέ δε θ’ άφηνε
το είναι μας να χαθεί.

Μέγα ένα χέρι στοργικό
ψηλά θα μας σηκώσει
κι από τη λάβα που κυλά
τον άνθρωπο θα σώσει.

Και φιλικά, προσεχτικά
την όμορφή μας ζήση
σε μονοπάτια όμορφα
σιγά θα την αφήσει.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΜΕΤΑ ΤΟ ΝΟΣΤΟ

Αν πάει κανείς στην ξενιτιά
για χρόνια και γυρίσει
γλυκό νερό δε θα ’χει πια
γι αυτόν καμία βρύση.

Φίλοι κι αδέρφια και δικοί
θα τον θαρρούνε ξένο
κι απόμακρα θα τον κρατούν
σαν κάτι μιασμένο.

Τότε ή θα κάτσει να γενεί
των άλλων κλωτσοσκούφι
κι όλο το μίσος τους να πιεί
σαν φταίχτης μονορούφι,

ή θα χωρίσει απ’ όλους τους
κι ατάραχος θα στέκει
με το αγλαό της ανθρωπιάς 
στέγαστρο να τον σκέπει.
OI ΜΝΗΜΕΣ
(της εξορίας)

Οι μνήμες είναι κοντινές
μηνών μονάχα
μα φαίνεται το νόημα
έχει μεγαλώσει
της ζωής
και πρέπει-
ηρθ' ο καιρός-
κάπως να τις ακουμπήσω.

Πρέπει στις μέρες να γυρίσω
που ασφαλώς
δεν βλέπει
κανείς
με αγάπη τόση
αλλά το χαδολόγημα
θα 'θελα να 'χα
από μέρες έστω αλγεινές

παρά της νύχτας την διαρκή
εμπιστοσύνη
που δεν αφήνει
χώρο στην αίσθηση επαρκή.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ


"Θέλω Βασίλειον παρακοιμώμενον"
είπε ο Μιχαήλ
"ως πιστόν όντα...
υπό πάντων ευφημείσθαι ως βασιλέα".

"Βασιλεύς δε",λέει το Χρονικό
"επληρούτο δακρύων..."

"Και των σκήπτρων πεσόντων ως έθος"
τον έστεψε συμβασιλέα.

Λίγο αργότερα ο Βασίλειος
εδολοφόνησε τον Μιχαήλ.
Κι αφού πια ήταν μόνος βασιλιάς
το ελαφρυντικό βρέθηκε αμέσως:
μεγάλο κάθαρμα ο Μιχαήλ...

Μα κι ο Βασίλειος δεν εστάθηκε σ’ αυτό.
Έχτισε μοναστήρια κι εκκλησίες τόσες
που φτάναν γι άλλα δέκα εγκλήματα-
"Εξιλασκόμενος τω Θεώ"
λέει ο Ζωναράς.
ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να ’ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα
ΑΛΙ!

Ξέρω κάτι τι-
ξέρω κάτι
για την ακριβή
την αγάπη.

Ξερω κάτι τι
κάτι μέγα
που ούτε οι σοφοί
δε θα λέγαν.

Θλίβει και πονά
και τρομάζει
και τα ιδανικά
όλα σκιάζει.

Όμως θα το πει
τούτη η πέννα
δίχως να ντραπεί
ουτε εμένα.

Κλείσετε το νου
να μη νιώσει
το φριχτό παντού
μην προδώσει.

Κι αν το μάτι δει
τα γραμμένα
κάποιος ας του πει
πως ειν’ ψέμα.

Γιατί η καλή-
ζωή να ’χει-
η αγάπη-αλλί!-
δεν υπάρχει.
Άρνηση

Λοιπόν χωμάτινοι είμαστε
ψεύτικοι και φθαρτοί
η ύπαρξή μας ελαφρό
στον άνεμο χαρτί.

Λοιπόν νεκροί λογιούμαστε
προτού να γεννηθούμε
σα φαντασίες διαβαίνουμε
σαν ίσκιοι ψευτοζούμε.

Λοιπόν θολά μηδενικά
κι ανύπαρκτες υπάρξεις
στη γη σκυφτά βαδίζουμε
πυκνά σε παρατάξεις.

Τα λιπαρά εδέσματα
λοιπόν πολύ μας βλάπτουν
και τα υλικά τα νάιλον
το δέρμα μας εξάπτουν.

Ψευτοϋπάρχουμε λοιπόν
κι όλα τα ωραία λόγια
και τα μνημειώδη έργα μας
γελοία είναι διόδια

για να περάσουμε από μιαν
ανυπαρξία σ’  άλλη.
Τι λογική υπέροχη
και τι σοφία μεγάλη...

Ας συνεχίσουμε λοιπόν
να γράφουμε ιστορία
τη ζοφερή ας τραβήξουμε
και πια γνωστή πορεία.

Ας ξεχωρίζουμε τροφές
κομμένα τα τσιγάρα
στο κρύο ας φυλαγόμαστε,
κρέατα μόνο σχάρα.

Ας γράφουμε ποιήματα
κι ας παίρνουμε σπουδές
ας θεωρούμε καταγής
το φτύσιμο αγενές

και κτίρια ας υψώνουμε-
Κήπους και Παρθενώνες-
ω! ναι, αυτά αναμφίβολα
θα μένουν στους αιώνες.

Κι ας προσπαθούμε-η καλή
προσπάθεια ωφέλεια φέρνει
με των καλών η ζυγαριά
το δίκιο πάντα γέρνει.

Μα ποιών καλών; και ποιών κακών;
Μνημεία ποια; ποιοι Κήποι;
Και ποια αισθήματα-χαρά
ποια τάχα και ποια λύπη;

Τ’ ειν’ όλα τούτα; Πλάσματα
μιας φαντασιάς κενής.
Ποτέ-ποτέ και πουθενά
δεν έζησε κανείς.

Ποτέ κανείς δεν έζησε
κανείς δεν εγεννήθη
κανένας δεν επέθανε.
Άναρχος μόνο λήθη

παντού. To "είναι" τίποτα
το "κάπου" πουθενά-
όλα απουσίες, έλλειψες
κι αιώνια κενά.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι

και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".
ΣΜΥΡΝΗ

-Γλυκέ, μαυρόντυτε, πικρέ πατέρα-
δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

-Πατέρα φτάνει. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ’ ο Θεός: Τουρκοί την πήραν!
Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ’  άλογο.
Πάει και τ’  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ’ αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο εν’ άρμα.

Ίσως την Τέχνη παραπέρα.

ΟΙ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΣ

Οι μαυροφόρες οι κοντές
οι λίγο γιοματούλες
όσο βαρύ το πένθος τους
τόσο θερμή ’καρδιά τους
τόσο βαθύ το φίλημα
τόσο γλυκό το χάδι.

Και τόσο-όταν γδύνoνται
να πέσουν στο κρεβάτι-
τόσο αιστάνονται αλαφρές
που βγάλαν τόσο βάρος
που όλο ναζάκια κάνουνε
κι ανάλαφρα παιχνίδια.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

                ΣΚΥΛΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Αυτό το σκυλί στο δρόμο...
δικό σας κυρία είναι;

Ξέρετε
όταν με τ΄αυτοκίνητο περνώ
στου δρόμου είναι τη μέση πάντα ξαπλωμένο .
Κι ανέμελα μένει εκεί
σα δίπλα του να μην περνάει κανείς και τίποτα.

Φρενάρουν βέβαια όλοι και μεριάζουν.
Όπως κι εγώ.
Μα και κανείς μπορεί από δω πολιτικός
με τ’ αυτοκίνητό του να περάσει.
Κι αυτοί
συνηθισμένοι ως είναι ανθρώπους να σκοτώνουν
λέτε να λυπηθούν ένα σκυλί;

Γι αυτό κυρία μαζέψτε το-
και τόσο είναι όμορφο το καημενούλι!...
Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ

Εξετάζοντας τον εαυτό του κάθε μέρα
Παρατηρώντας κάθε αντίδραση
Κάθε πτυχή
Κάθε ανασασμό του
Πρόσεξε ότι αμέσως πρεπει ν’ αναιρεί
Αυτό που κάθε τόσο διαπιστώνει
Και άλλην αποτίμηση αυτού που είναι
Απ’ αρχής κάθε φορά να κάνει. 

Έτσι μελετώντας για καιρούς 
Όλο και πιο βαθιά έμπαινε σε μια σφαίρα μέσα όπου
Η απογραφή όλο και πιο απλή γινόταν
Των συστατικών του, 
Ώσπου τέλος είδε ότι ολόκληρος δεν ήτανε παρά
Ένα καθάριο
Ελεύθερο βλέμμα.
                          ΓΕΝΕΣΗ
Μες στην ηρεμία της νύχτας   
Στου βουνού την κορυφή   
Οπου μήτε ανάσα αγέρα   
Δεν αγγίζει τη μορφή-

Μες στην ηρεμία της νύχτας   
Σα λιγόθυμος ο νους΄    
Κι από γύρω κι από πέρα   
Ηχους άηχους ακούς:   

Γέλια 'δω, κλάμματα κείθε   
Και ψιθύρους, και φωνές
Που να χτίσουν ένα κόσμο   
Μον' αυτές ειν’ ικανές.   

Ποιος φωνάζει; Ποιός μιλάει
Οταν όλα σιωπούν;
Ποιος τον κόσμο αυτόν γεννάει
Που οι φωνές του γύρω αχούν;

Αλλά ποιος έξω από μένα,
Τον εχθρό κάθε κενού,
Αλλος θα ’τανε ο πλάστης
Και του κόσμου αυτουνού-

Ενός κόσμου που θα σβήσει
Κι όλα θα ’ναι όπως πριν
Οταν πάλι θα γυρίσω
Απ’ το Αχρονο στο Νυν;
 ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝ

Και θα έρθουνε χρόνια και θα φύγουν..
Και θα 'ρθούνε καιροί και θα περάσουν..
Και τα γέλια κι οι κλάψες των ανθρώπων
αναρχίνιστα πάλι, θα σωπάσουν.

Πού οι πράξεις τους τότε οι δοξασμένες;
Πού οι γιορτές τους;Τα λόγια που ψελλίζαν;
Πού η φωνή τους; Το βλέμμα τους πού είναι;
Πού οι ιδέες στο νου τους που βομβίζαν;

Πού οι ώρες οι ατέλειωτες του πόνου;
Πού οι πόθοι-το φως της ύπαρξης τους;
Πού οι μάχες; Τα μίση τ' αντροφόνα;
Πού ο έρωτας που άνθιζε μαζί τους;

Πού τα σπίτια τους; Πού τα καταφύγια;
Πού τ' αστέρια; Η γη και το φεγγάρι;
Πού οι όμορφες; Πού-πού τα κορίτσια;
Πού η δροσιά; Πού η φρεσκάδα; Πού η χάρη;

Πάνε! Πάνε! Χαθήκαν όλα! Πάνε!
Πάνε! Πάνε! Αγύριστα όλα πάνε!
Πάνε όλα! Απ' το Τίποτα όλα ήρθαν
και στο χάος τραβούν του Πουθενά!

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

22 ΑΠΡΙΛΗ,ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
(στίχοι για παιδιά)

Της μάνας Γης ημέρα.
Της Γης που όλους μάς κρατεί
καθώς στα χάη κρεμαστή
όλο πηγαίνει πέρα.

Να πούμε τι γι αυτήνε
παρά ότι πρέπει της φιλί
φιλί γλυκό γλυκό πολύ
κι αυτό λίγο θα είναι;

Ανάγκη λέτε να ΄ναι
όπως τα μάτια μας τα δυο
να πούμε πως-κι ακόμα πιο-
πρέπει να την φυλάμε;

Γιατί καθείς γνωρίζει
πως αν κακό σ΄αυτήν συμβεί,
ή κάποια γίνει αλλαγή
καθώς στριφογυρίζει,

τότε και κείνη πάει,
αλλά μαζί μ΄αυτήνε πια
και μάς-κακότροπα παιδιά-
ο Άδης θα μας φάει.

Λοιπόν η τρύπα ας κλείσει
του όζοντος, ώστε να μη,
μέσα στην τρύπα πέσει η Γη,
κι όλους μάς αφανίσει...





23 ΑΠΡΙΛΗ, ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Βιβλία μικρά, βιβλία μεγάλα,
βιβλία έξυπνα, βιβλία κουτά,
βιβλία χαρούμενα ή λυπημένα,
βιβλία για μεγάλους και παιδιά.

Διαλέξτε φίλοι μου-πλήθος βιβλίων.
Πάρτε στα χέρια σας να τα κοιτάξτε.
Άλλα απ΄αυτά ωφελουν και άλλα βλάπτουν.
Πάρτε και όποιο θέλετε διαβάστε.

Κι ό,τι διαβάστε κρίνετε μονάχοι:
καλό είναι; ταιριάζει στο μυαλό σας;
Αν όχι, κάποιο άλλο βιβλίο βρέστε
ή γράψτε σεις ένα βιβλίο δικό σας.

Κι αν καποιος κάποτε για ένα βιβλίο
σας έλεγε καλό ή άσχημο κάτι,
μη βγάλτε σεις απόφαση αν πρώτα,
δεν το  ’ξετάσει το δικό σας μάτι.



24 ΑΠΡΙΛΗ,ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΖΩΑ
(στίχοι για παιδιά)

Εδώ δεν ξέρω φίλοι τι να πω.
Κι εγώ πολύ τα ζώα τ’ αγαπώ.
Μα όμως αγαπώ και τους ανθρώπους.
Ν’ αποφασίσω-όχι-δεν έχω τρόπους.

Καθείς ας απαντήσει μοναχός του
στο μέγα θέμα αυτό που στέκει εμπρός του.
Μη με ρωτήσετε-δεν έχω γνώμη.
Ίσως Θεός αν γίνω...μα όχι ακόμη...

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ένα ψάρι τώρα πολύχρωμο, ένα σπιτάκι ύστερα,
ένα λουλούδι, απλά, γρήγορα και απαλά,
με μικρές, λεπτές κινήσεις
ζωγραφίζει.

Να ζωγράφιζε κανείς έτσι
ένα νέον κόσμο
και να μη καμμιά γραμμή αγωνίας χαράξει,
καμμιά γωνία τρόμου,
και κανένα κενό του
με μοναξιά να μην πληρώσει.

Και έτσι να τον αφήσει ζωγραφιστόν.

Και άνθρωπο μέσα του
να μη κανέναν σχηματίσει.

Έτσι. 
Σα μιαν αιώνια ομορφιά.

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

      ΤΟ  ΡΟΔΟ

Καιρόν αγαπούσα
μ`  αγάπη μεγάλη
αγόρι με μύριες
τις χάρες, τα κάλλη.

Του το  `κρυβα όμως
του το  'πε τ'  αστέρι
και να  'το  που φτάνει
τ'  αγνό μου το ταίρι.

Πηδάει το φράχτη
στον κήπο μου μπαίνει
σφιχτά μ'  αγκαλιάζει   
μαζί του με παίρνει.

Στο δρόμο αποσταίνει
μ'  αφήνει απαλά
μου πιάνει το χέρι
γλυκά μου μιλά:

"Καλή μου τι θέλεις
κι εγώ θα το κάνω! "-
του δείχνω η έρμη
στο βράχο επάνω:

"Εκείνο το ρόδο
να πας να μου φέρεις"
κι αμέσως τον χάνω-
τι τάχος δεν ξέρεις.

Ανέβηκε, κόβει
τ'  ολόδροσο ρόδο
τρελλός στη χαρά του
μου γνέφει να το  'δω.

Κατάρα στη γνέψη
στο ρόδο κατάρα
κατάρα στην τόση
που μου  'χε λαχτάρα`

μια πέτρα κυλάει
το πόδι γλυστρά
και πέφτει ο καλός μου
στο ρέμα βαθιά.

Τον φτάνω. Στο χέρι
το ρόδο κρατούσε
και στ'  άλικα χείλη
χαμόγελο ανθούσε.

Φιλώ του το στόμα
σφαλίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι εγώ μονοπάτια.
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ο μεγάλος ζωγράφος μ’ έναν πίνακά του.
Ε και λοιπόν;
Και το παιδί με μια γραμμή στην άμμο.
Και ο βοσκός χτυπώντας με τη ράβδο του το χώμα.

Ο μεγάλος ποιητής μ’ ένα του ποίημα.
Ε και λοιπόν;
Και ο μονάχος μ’ ένα ω.
Και το κορίτσι μ’ ένα ε.

Και το κλαδάκι μ’ ένα κρακ.
               Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Φωτογραφίζονται.
Αποτυπώνουν στο χαρτί το είδωλό τους.

Ποιο θα διαρκέσει πιο πολύ-αυτό ή εκείνοκι;
Κι όποιο διαρκέσει
μια μέρα και τα δυο δε θα χαθούνε;
Ή μη χαμένα ειν’ από τώρα
και τίποτε δεν μπήκε σε χαρτί
και τιποτε δε βρίσκονταν στην κάμερα αντικρύ
που ομορφα και προσεκτικά τηνε κρατούσε
κορίτσι ένα με γαλάζια μπλούζα
με μαύρο σορτ και με σανδάλια γκρι
που όλο πίσω βάδιζε
ώσπου όλους η οθόνη να χωρέσει;

Φωτογραφίζονται

Χωρίς να υπάρχουν.
Ίσα μόνο
αυτό το ποίημα για να γραφτεί
την πρώτη Αυγούστου δυο χιλιάδες τέσσερα
καθώς στο STARBUCHS COFFEE
σ’ ένα τραπέζι καθιστός
κάποιαν-που πάντοτε αργούσε να ’ρθει-
κάποιος επερίμενε.

Ίσα μόνο
τούτο το ποίημα για να γραφτεί
κι αχάλαστο να μείνει
στους αιώνες των αιώνων
καθώς η ιδέα της τρικυμίας μένει
και πάνω απ’ τη γαλήνια θάλασσα
χωρίς παμό κι αχάλαστη πλανιέται.

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

ΑΝΑΘΕΣΕΙΣ

Για να ’χει το μυαλό της καθαρό
και να μπορεί ν’ απολογείται
ανάθεσε την αγωνία στα χέρια της.
Εκείνα δίπλωναν, συσφίγγονταν,   συστρέφονταν,  
τρίβονταν το ’να στ’ άλλο,
τα δάχτυλά τους ανακάτωναν,
μπλεκόνταν.

Κι η ομιλία στο φακό μπροστά
τελείωσεν επιτυχώς 
αφού αυτός
διόλου τα χέρια της δεν έδειξε.
Για την κυρία Καίτη Βασιλάκου
Κυρία Βασιλάκου στις «Προσωπικές» σας «σχέσεις» και στα «συμπεράσματά» σας διαβάζουμε:
«Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη σημαίνει ότι δεν θα ζήσει ποτέ σαν κανονικός άνθρωπος.»
Και μας περιγράφετε τον κανονικό σας άνθρωπο. Μας λέτε ότι «δεν είναι κανονικός άνθρωπος είναι εκείνος που δε θα νιώσει ποτέ κάποια πολύ ανθρώπινα συναισθήματα, όπως είναι η τρυφερότητα, ποτέ δεν θα μιλήσει με τους φίλους του για τις καθημερινές του έγνοιες, δεν θα παίξει με τα παιδιά του  δίπλα στο τζάκι, την ώρα που η κυρά του θα ετοιμάζει το βραδινό φαγητό, δεν θα πιει λίγο κρασάκι παραπάνω ποτέ, δεν θα τσιμπολογήσει λιχουδιές από το εορταστικό τραπέζι και κανένα πρωινό στη ζωή του δεν πρόκειται να χουζουρέψει λιγάκι παραπάνω στο μαλακό, ζεστό κρεβάτι του. Το να είναι κανείς Όμοιος στην αρχαία Σπάρτη, σημαίνει ότι από την ώρα που γεννιέται, είναι στρατιώτης και σε όλη του τη ζωή θα ζει μέσα στο κρύο και τις κακουχίες, με λίγο και άνοστο φαγητό και με σιδερένια πειθαρχία στους ανώτερους. Θα  σέβεται τους μεγαλύτερους, ακόμα κι αν αυτοί τον αδικούν, δεν θα μιλά, δεν θα έχει αντιρρήσεις, δεν θα έχει προσωπικές σκέψεις και επιθυμίες, θα είναι μια μηχανή. Μια τέλεια μηχανή πολέμου. Αν ποτέ δειλιάσει στη μάχη, τον περιμένει η περιφρόνηση του κόσμου και της μάνας του, η ζωή του αποκεί και πέρα θα είναι αφόρητη και δεν θα έχει πού να σταθεί. Γι αυτό καλύτερα να πεθάνει στη μάχη.»

Μας λέτε δηλαδή ότι οι ασκητές και οι άγιοι δεν ήσαν κανονικοί άνθρωποι. Μας λέτε ότι ο Χριστός δεν ήταν κανονικός άνθρωπος. Μας λέτε ότι οι ήρωες της ΕΣΣΔ δεν ήσαν κανονικοί άνθρωποι.
Μήπως οι άνθρωποί σας-αυτοί, δεν είναι κανονικοί άνθρωποι;
Για να καταλάβετε τι εννοώ, μήπως οι κανονικοί σας άνθρωποι δεν είναι καν άνθρωποι;

Πιο κάτω μας λέτε: «Είκοσι χρονών ο νεαρός Σπαρτιάτης είναι έτοιμος για τον πόλεμο. Έχει μάθει μετά από χρόνια σκληρής εξάσκησης πώς να ανακαλύπτει τα ίχνη του εχθρού (από τις κλοπές που έκανε για να βρει φαγητό), πώς να τον καταλαμβάνει εξ εφόδου και να τον εξουδετερώνει ( από τους φόνους των Ειλώτων), πώς να αντέχει στη στέρηση, το κρύο, τη ζέστη, την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, πώς να μην έχει προσωπική άποψη, πώς να υπακούει τυφλά στις διαταγές των ανωτέρων και να μην τους αμφισβητεί, πώς να μάχεται έως θανάτου και ποτέ να μην υποχωρεί. Είναι μια τέλεια μηχανή πολέμου.»
Ποιος σας έμαθε ότι αποκλείεται οι κανονικοί άνθρωποι να είναι οι τέλειες μηχανές πολέμου; Αναλογιστήκατε ποτέ ποιος ήταν ο σκοπός αυτών των μηχανών πολέμου; Τι πολεμούσαν ; Τι φύλασσαν; Τι δόξασαν; Τι υπηρέτησαν; Τι πέτυχαν;
ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ...

Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του
όλα γνώριμα...

Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το υγρό αγκάλιασμά τους
η αιώνια-ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο
όλα οικεία...

Όμως
ας είμαι μια παραφυάδα της νύχτας μόνο, ας είμαι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες 
ας είμαι το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,
καθώς οδεύω πρέπει
να σταθώ στη βρύση,
να γευτώ λίγο νερό,
να δώσω μια με το ραβδί σε κείνο τ’ αγριόχορτο,
κι αφού απ’ του δέντρου τον κορμό κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω
πρέπει να πω μες στο αυτί της ερημιάς
τα λόγια που οφείλω
τα λόγια που χρωστάω να πω
τα λόγια που θα έλεγα
αν είχα ένα κρυφό...
ένα όμορφο...
κάτι για να μ’ ακούσει.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ

Τα πουλιά ξαναγυρίζουν
σπάζοντας με το ράμφος τους
τις τελευταίες αιχμές του χειμώνα
και διώχνοντας με τα φτερά τους
τις τελευταίες συνέπειες της απρονοησίας.

Τα πουλιά ξανάρχονται
ζωηρά και αεικίνητα
χρώματα ευτυχίας φορώντας
(μερικά στο ταξίδι έχουν πεθάνει)
και τιτιβίζοντας χαρούμενα.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

ΒΑΣΙΛΕΑΣ

Την πέτρα αυτή αν χρυσάφι ονομάσεις
είναι χρυσάφι, αν με αξιοπρέπεια
στο μέτωπό σου σαν διαμάντι σπάνιο τη φορέσεις.

Αρκεί στις ειρωνίες να μην κιοτέψεις
και μη στα γέλια με ντροπή αποκριθείς 
μόνο να στέκεις όμορφα βαλμένος
και μεγαλοπρεπής
ως βασιλέας.

Τότε, κάποιος, που ξαφνικά θα καταλάβει,
με σεβασμό μπροστά σου θα υποκλιθεί.
Και ύστερα
θα τον ακολουθήσουν ένας ένας
οι άλλοι όλοι-
πια θα είσαι βασιλιάς.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Αν ήμουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζα
την πέτρα με φτερά
τη Λέξη στο θρονί του όντως όντος
και τον Θεό υποπόδιο των ποδών μας.

Τη γη μία κηλίδα σε φωτός πελάγη
το δέντρο σαν καρπό, και την ελπίδα
σαν βρώμικη κι αισχρή γρηά μια πόρνη.

Θα ιχνογραφούσα με γραμμές περίοπτες
το βέλασμα του αρνιού το τελευταίο
πριν τη σφαγή 
στη θέση της ψυχής θα έβαζα ένα σώμα
και θ’ απεικόνιζα μ’ ενα άγραφο χαρτί-
και θα ’τανε πολύ και το χαρτί-
την αγάπη.
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΣΜΑΤΑ


Απ’ αυτές φτιαγμένοι για παιχνίδι τους.
Και μας παίζουν.
Και γελούν μαζί μας.
Και το μεγάλο
βουβό κύμα ιππεύοντας μάς φτάνουν
όσο μακριά κι αν από τη θέα τους πάμε.

Αν ήμασταν ανέμελοι παιχνιδιστές και αν
την παλιά ελπίδα δεν ξανανιώναμε
με κάθε νέο κοίταγμά τους, σαν όπως η σαπίλα
με κάθε καινούργιο θάνατό μας ξανανιώνει,
ω! ευφρόσυνα τότε θα δεχόμασταν τα μικρά
σαν χάδια
χτυπήματά τους στις παρειές,
και τη βελόνα που κάθε τόσο μας τρυπούν
να δουν αν αιστανόμαστε.
Και θα φορούσαμε μάλιστα μανδύες βαθυέρυθρους
να μας ξεχώριζαν μέσα στ’ άλλα-
τα ευώδη αθύρματά τους.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Η ΜΑΚΡΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗ 

Με μία λέξη να πει όσα
χίλια της Άνοιξης ανθίσματα λένε-
να το καθήκον του ποιητή.

Μα πώς
τον ρυθμό της αυτός θα συγκρατούσε αν
όταν στη μακριάν αναμονή του
βυθισμένος βρισκόταν 
δεν έντυνε το νόημά της
με την πίστη του στο Ανύποπτο
που στην υπαρξη
ωχρόν
θα τον εκόμιζε;
ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Καθρέφτη μου χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Καθρέφτη μου χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.

Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες και δε ζούσες;

Καθρέφτη για φορά μια μόνο
Φέρε μπροστά μου πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε χαρωπό κι ευτυχισμένο.

Κι αφού δεν το μπορώ εγώ παιδί να μείνω
Στη μνήμη των ατέρμονων αιώνων,
Σου υπόσχομαι καλέ μου
Τη νιότη τη χρυσή την εδική σου
Με αθανασίας πέπλα να σκεπάσω-
Υπόσχομαι καθρέφτη να σε σπάσω.


Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

             ΠΟΛΤΟΠΟΙΗΣΗ

Κι όταν πεθάνουμε
τα χρόνια πώς θα φύγουν από μέσα μας;
Οι τόσες μέρες
που στους πόρους της ζωής μας έχουν σωρευτεί
πώς μάς αφήνουν;
Οι ώρες που στριμώχνονται κάτω από το δέρμα μας
επιτακτικές,
που στροβιλίζονται σε κάθε κίνησή μας περιττή-
αυτές οι ώρες από πάνω μας πώς φεύγουν,
σαν έχουν πάψει πια να μας μετράνε;

Μόνο για το τελευταίο δευτερόλεπτο ξέρουμε:
σαν η σειρά του έρθει να ’μπει
το πόδι απλώνει
λίγο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά
καταλαβαίνει ξαφνικά
και πανικόβλητο απομακρύνεται
(αμέσως βρίσκει άλλη σειρά
μπαίνει στο τέλος της
και αναμένει)

Εμείς στο μεταξύ
όταν το δούμε ανέκκλητα να φεύγει
καλά σφαλίζουμε την πόρτα
κι έτσι όπως είμαστε γεμάτοι
και σαν τυμπανιαίοι
από χρόνο σεσηπότα
πηδάμε στη λεκάνη τη λευκή
για πολτοποίηση.

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

            ΤΟ ΓΕΛΑΣΜΑ

«Κλείσε το φως!»,ακούστηκε. Το φως
δεν ήταν ανοιχτό. Εκείνος όμως
μια κίνηση προς τον διακόπτη έκανε.
Γέλασε με το πάθημά του.

Κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου ήρθε η φωνή.
Κανένας.
Διπλά λοιπόν γελάστηκε.
Τα σκοτεινά των καιρών γυρίσματα
δημιουργούν τέτιες ακατανόητες καταστάσεις.

Ακατανόητες για κείνους
που πίσω από τα αίτια λαχανιασμένα τρέχουνε
αποτελέσματα διψώντας
Γιατί αλλιώς αυτοί
να εννοήσουν τη ζωή αδυνατούν.
                       Η ΜΑΣΚΑ 

«Σ’ αγαπώ», λένε,
και αφήνουν τα φτερά της καταιγίδας
τα αέρινα λόγια τους να πάρει.
Και μένουν χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής τους.

Και άδεια κορμιά πια υποδέχονται τα αφρισμένα κύματα
και ανεστραμμένα κελύφη τα πηχτά σάλια τους ξερνάνε
σε άσκοπες, άχαρες γιορτές.

Σε άλλες επιδιώξεις τότε
το όνομα δίνεται το αληθινό.Και τόσο μπερδεμένο
που νόημα δεν έχει ό,τι ακούγεται
μόνο καταλαβαίνει κανείς
πως εκείνο
το σωστό σύμπλεγμα γραμμάτων είναι.

Μια μάσκα να έπεφτε επιτέλους κάποτε!

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

ΠΟΛΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Οι θόρυβοι
ενορχηστρωμένοι
πετούν από τη βουερή θάλασσα στο ανοιχτό αυτί
που, σαν με μαγικόν τρόπο
αν και χωρίς αιτία και σκοπό
ακούει.

Δεξιά
το μικρό μιας φώκιας από ένα τσεντού σπαράζεται.
Αριστερά
ύαινες πτώματα ξεθάβουν χελωνίσια.
Το πολυταξιδεμένο κέλυφός τους
καταφύγιο για κάθε καταιγίδα
αναδύεται πάλι στον καθάριο
κρύο πολικόν αέρα.

Ο ουρανός
στενεμένος
καλύπτει όλα σαν καπνοσακκούλα
που το περιεχόμενό της,
ο καραβοκύρης Χρόνος
στο μακρινό ταξίδι του θα καπνίσει.
                       Η ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ

Ισορροπεί σαν ακροβάτης χρόνια τώρα
πάνω στο σχοινί,ανάμεσα ζωής και θανάτου
τη βέργα του ζυγιάζοντας-
’πιδέξια, μιας και κει πάνω βρίσκεται ακόμα.

Να κοιτάξει κάτω δε γίνονταν
χωρίς τον κίνδυνο να πέσει.Μόνο τώρα,
που καλός ισορροπιστής ένιωσε, έσκυψε και είδε:
ούτε ζωή ούτε θάνατος.

Τώρα περπατεί στο τεντωμένο σχοινί πάνω,
σαν σε πλατεία στέρεα και συμπαγή,
χωρίς την άσκοπη και οδυνηρή
φροντίδα αποφυγής της πτώσης.

Κι έτσι θα σεργιανάει πέρα δώθε
απ’ του σκοινιού τη μια άκρη ως την άλλη
ώσπου να δει
πως ούτε αυτό υπάρχει.

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΤΟΥ ΨΑΡΑΔΙΚΟΥ

Η γλυκεια γυναίκα του ψαράδικου
με δέρμα λευκό και βελουδένια χέρια
με το πρόσωπο αθώο σαν την αυγή
και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα
στην αγορά εβγήκε
και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.

-Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη.
-Εγώ πριν από έναν ποιητή;
-Χωρίς την ομορφιά σου
η ποίηση δε θα τραγουδούσε.
-Δίχως την ποίηση
θα πήγαινε μαζί κι η ομορφιά μου.

Μα κιόλας
η ψυχή
με εικόνες είχε πλημμυρίσει
ακτών μαγευτικών,
γλυκόλαλων Νηριϊδων
και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας
Ερωτικών Πλασμάτων
           Ο ΑΓΝΟΣ ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ
  
Ανέμελε,αγνέ κολυμβητή της ήρεμης ακτής
του Κόσμου και της Θάλασσας,
χωρίς ούτε των τεράτων το φόβο
ούτε των κυμάτων το ψυχοφθόρο άγγιγμα!

Καρίνες εκεί δεν έρχονται, και με μικρά ψάρια
μικρός εσύ και ολιγαρκής,τρέφεσαι.
Τρικυμίες, δίνης ρεύματα, ναυάγια δεν γνωρίζεις.
Η ζωή δίπλα σου γλυκειά Γοργόνα ερωμένη σου.

Καθαρόν αέρα μόνον αναπνέεις. Οι δύτες
και οι ποντοπόροι και οι θαλασσόλυκοι
μιμητές σου
σε φανταστικές αρμύρες κυματόπνιχτες.

Ανέμελε, αγνέ κολυμβητή, το νερό
όπως καρπός τον σπόρο του σε κρατεί-
μυστικόν και πολύτιμον και ελπιδοφόρον.
ΓΙΑ ΣΑΣ  ΞΕΡΩ

Για σάς ξέρω πριν έρθετε
γι αυτό και σας καλωσορίζω πριν σας δω.

Ξέρω για σάς πριν τα καλέσματα μου στείλουν
οι ανάπηροι αντάρτες.
Πριν των νεκρών συντρόφων ο χαμός
ηχήσει άπνους
πάνω απ'  τη στάχτη των ιδανικών μας.

Για σας που πολεμήσατε
τον ίδιο εχθρό πριν από μένα
ξέρω πολλά.
Ήμουν το βάρος στο σφυρί
κι η κόψη στο δρεπάνι.

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΕΤΣΙ 

Τη βέργα παίζοντας μέσα στο χέρι του
στην πολυθρόνα καθιστός,
άλλοτε ο ρόζος της χτυπάει στο δάχτυλό του
κι άλλοτε άγγιχτο τ’ αφήνει.

Έτσι.
Τυχαία.

Όπως τα σύμπαντα χαλιούνται η φτιάχνονται.
ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ

-Καλή σου όρεξη κυρά μου στα φασόλια σου.
Αν φασολάκι εγίνομουν
και καρφωνόμουν στο πηρούνι σου
στου στόματός σου τη γλυκειά φωλιά θα μ’ έβαζες;
-Φαγάκι θα ’σουν και θα σ’ έβαζα.
-Και πηρουνάκι αν γίνομουν
θα με ρουφούσαν έτσι τα χειλάκια σου;
-Πηρουνάκι θα ’σουν και θα σε ρουφούσαν.
-Κυρά μου για ένα όνομα μη σε καημό με ρίξεις.
Φασόλι πες με και το στόμα σου ας με γέψει...
-Λωλό μου μοιάζεις αγοράκι μου άγουρο.
-...Και πηρουνάκι πες με και τα χείλια μου έλα πιες.
-Πώς τα ονόματα-του κόσμου εγώ την τάξη-
να την αλλάξω αλανάκι μου γλυκό;
-Με κολυμπήθρα τα ματάκια σου τα ολόμαυρα
και αγιονέρι το καυτό μου το αίμα.
-Κιόλας σε βάφτισα γλυκό μου αγόρι.
Όμως τον άντρα μου που οργώνει πέρα
πώς να τον ειπώ;
-Μπαξέ που ένας διαβάτης του ’κοψε ένα ρόδο.
-Αχ άντρα μου μπαξέ
πάει το τριανταφυλλάκι σου.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με τον Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν... και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..


Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ

-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου φραουλίτσα;
-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να πονείς.
-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
άσε να κλείσω μες στο χέρι μου.
-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.
-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;
-Η Απονιά Θεός μου κι η Σκληρότη.
-Αδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;
-Τον πόνο να σου δώσω, που σκοπός
και μέτρο είναι της γήϊνης ζωής σου.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας
που πριν αυτές γέμιζαν
δεν μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.
                                 ΤΟ ΠΡΩΙ

Το πρωί, σα σβήνουν οι φωνές των νύχτιων θεαμάτων
κι ο αντίλαλός τους πριν καλά ακόμα να σβηστεί
έρχεται η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της νιας μέρας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος σβουν από έντομα. Σα θρος παν ρυακιού.
Χάνονται σκιές αφήνοντας και στους ανέμους πάνε
ρίγος ενώ ένα μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις απαλά καθώς φτεροκοπάνε.

Κι ως βγαίνουν από μέσα μας, κάτι μας έχουν πάρει. 
Κι άχρωμη πια η μέρα μας κι ασήμαντη αρχινά.
Και μοιάζουμε με μάλλινη κλωστή που απ’ το κουβάρι
κομμένη τώρα και καιρό, τρίβεται και ξεφτά.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα ορίζει;
-Ο αγέρας που απ’ ολούθεν έρχεται κι ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιστά ποιος σου τ’ ανοίγει;
-Το νερό του ποταμιού που πάει απ’ το βουνό στον κάμπο.
-Και ποιος ειν’ ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου μικρή;
-Το ρόδο με μιαν Άνοιξη σε κάθε πέταλό του.
Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ 

-Σε τούτο το χωριό ήξερα ένα νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλλα μου;
-Είναι αυτός εδώ μα η φωνή του
στ’ ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ’ αστέρια με τα λαμπερά τ’ αυτιά τους.
Kαι το φεγγάρι,
με το μαντήλι η γη να του κρατάει
γύρω της χορεύει.
-Αχ! και πού τον έχουνε θαμμένον;
-Στου τζίτζικα το φράκο το λευκό και χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ 

Αντάρτη χωρίς ταυτότητα!
Πρίγκηπα χωρίς περγαμηνές ευγένειας!

Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.

Ο πραματευτής αγέρας
ακριβά τ’ αγκάθια σου πληρώνει
για το άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.

Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες !
Αμόλυντο από φώτα σαλονιών!

Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
Τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!
THE RABBLE… “LAERTES KING!...”
(Σαίξπηρ, Άμλετ-πράξη 4, σκηνή 5)

Μπορεί ένας δίκαιος βασιλιάς τη ζωή του ν’ αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θαρρεί, υπηκόων, 
αχαριστίας όμως κι αυτός  κάποια στιγμή θα νιώσει
φίδια να τόνε πνίγουνε σαν άλλος Λαοκόων.

Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στον αέρα θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."
ΤΑ ΧΑΡΤΑΚΙΑ

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθ' ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος, μ' ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο 'να χέρι τον καφέ
και τ' άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

       ΟΙ  ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Επικινδύνως έκυπτεν απ'  το παράθυρον
Mόνο έτσι φαίνονταν ο δρόμος.

Κι είχε το λόγον του για ν’ ανυπομονεί-
απόψε θα της πρότεινε να παντρευθούν.

Η στάσις της είχεν πολύ αλλάξει τελευταίως`
όπως την ήθελεν είχε επιτέλους γίνει.

Πολύ δεν εμιλούσε.
Το κάπνισμα είχε παύσει.
Να διακρίνει είχε μάθει
ένα ωραίον πίνακα, και το κυριότερον
της ήρεσε κι αυτής
ώρα να μένει άφωνη κι εκστατική
μετά την κάθε αναζήτησιν χαράς
και στην υπέροχον εκείνην είχε μάθει την σιωπήν
κάθε λεπτό και πιο βαθιά να μπαίνει
καθώς εις μίαν στάσιν πλήρους χαλαρώσεως
κι οι δυο εις το κρεβάτι εξάπλωνον.
Κι όταν εις τέτοιες ώρες εμιλούσαν
εγίνονταν κι αυτό τόσον σιγά κι ωραία
που αντί να διαλύει εμεγάλωνε
την πλήρη εκστάσεως σιωπήν-α!  
νιώθονταν απολύτως τις στιγμές εκείνες!


Η άλλη τώρα για τηλέφωνο έψαχνε.
Θα του  'λεγε να μη την περιμένει-
πως άλλο δεν μπορούσε να τον ανεχθεί-
να μη μιλά…  πού ακούστηκε!
να μη καπνίζει…  φοβερόν!
Κι ούτε μπορούσε όρθια να μένει
και να βλέπει ζωγραφιές.

Μπορεί να μη τον έπαιρνε και διόλου. 
Πολύ του πήγαιναν οι εξηγήσεις.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ο ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ

Όταν του μιλούν από το παράθυρο
σαν να μιλούν σε νεκρόν είναι.
Και σε αρρώστους ακόμα,
Αλλιώς τις λέξεις-με απαίτηση-συλλαβίζουν.
Από σπλαχνιά μπορεί και να το κάνουν
για τους ίδιους
να μην του δώσουν την οδύνη τους να καταλάβει
που τόσα πράγματα τους λείπουν.

Εκείνος
θαρρετά τους κοιτάζει
και ό,τι αυτοί θα ήθελαν
μ' έν’ άπλωμα του χεριού του αυτός έχει.

Και όταν τον πληρώνουν
σαν έναν οβολό να του δίνουν είναι
για να τους περάσει απέναντι
στο δικό του βασίλειο.

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

ΤΟ ΑΤΥΧΟ ΠΑΙΔΙ

Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά. Μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.

Αυτό στα εικοσιδύο του.
Μετά πήρε απ΄ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο. Μα κι αυτό

έπεσε έξω. Διόλου δουλειά.
Και το 'κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε,
όμως ο άλλος τον γελούσε.

Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά.

Τώρα σαράντα ετών φυτοζωεί-
πώς να την πεις αυτή ζωή…
και μια κυρά που 'χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.

Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε.
Λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.
7 Απρίλη, ημέρα υγείας
(στίχοι για παιδιά)

«Γεια σου»,λέμε χαιρετώντας.
Κι όταν πίνουμε,«εις υγείαν».
Λέτε σχέση ετούτα να ΄χουν
με τη μέρα αυτή καμμία;

Βέβαια κι έχουν. Η υγεία
ειν΄αυτή που τη ζωή μας
να την αγαπάμε κάνει
σαν την πιο τρανή γιορτή μας.

Ναι! Αλήθεια! Ένα παιδάκι
που το πόδι του έχει σπάσει,
τρέχει; χαίρεται μαζί σας;
και μπορεί να διασκεδάσει;

Και παιδί που άρρωστο είναι
και που ο πυρετός το ψήνει
δε θα πρέπει ώσπου να γιάνει
στο κρεββάτι του να μείνει;

Προσοχή λοιπόν παιδάκια
στην υγεία την ακριβή σας.
Άβλαβη να την κρατάτε.
Η ευθύνη είναι δική σας:

ό,τι οι δάσκαλοι σας λένε
για το θέμα ν΄ακλουθείστε
έτσι που ίσως και ποτέ σας
να μην έρθει ν΄ αρρωστείστε.

Όμως κι ούτε ο φόβος πρέπει
της αρρώστιας να σας πιάσει
γιατί, ό,τι κι αν σας έβρει...
πού θα πάει-θα περάσει!

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

         ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ'  ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο
μα με μια κίνηση στοργής-
σαν κάτι αγαπημένο.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΜΟΝΑΞΙΑ

Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι ελαφροί έρχονται απ' τον καφέ του.

Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει
ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ του τον πικρό διαχύνεται.

Απίστευτο για αυτόνε όχι-γιατί αυτός
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαλύεται ζωή του.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

"…Εγώ!
Η πέτρα!
Η ταφόπετρα!
Φωτιάς δισέγγονο!
Βουνού αγγόνι!
Εργατιάς παιδί!

Εγώ!
Η αειπαγής!
Η δύσρηκτος!
Τ' ήταν αυτό που μου ’γινε;..

Εγώ
που ως κι ο σεισμός τρεις μέρες πριν ούτε που μ' έσεισε...
Εγώ που ως και το θάνατο τον φυλακίζω...
Εγώ!
Το σύνορο φωτός και σκότους!
Εγώ!
Που δέκα ρωμαλέοι ρωμαίοι στρατιώτες
για να με σείσουν συνερρύουν...
ξάφνω
κι ενώ φρουρούσα ένα Ναζωραίο
έτσι,
χωρίς να το θελήσω,
δίχως ν’ αφεθώ,
βρέθηκα απ’ το ’να μέρος στ' άλλο στη στιγμή
αφήνοντας ολάνοιχτο τον τάφο.
Σα να ’μουν πούπουλο σου λέω...
ή σαν αέρας...
κι ούτε..."

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018


        ΤΟΣΟ  ΠΟΛΥ

Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα  'χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ'  απλώσει
και απαλά σαν σ'  όνειρο θα κόψει την πνοή μου.

Θα  'ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θαν'  όλο.

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Kαι επαγγέλλεται;
-Ποιητής
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν’ αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ’ αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο;)

Ακόμα λέτε... για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστε ευγενέστατοι εδώ...

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε...
Δε θέλουμε ποιητές.

Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας.
Σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.

Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετε ένα τηλεφώνημα.

Δε θέλουμε ποιητές.
Τα "νταούλια" και το "Ολαντρέου" τα πληρώσαμε με δύο Μνημόνια. Με τι θα πληρώσουμε άραγε τον "Σουλτάνο";