Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

 ΠΟΛΕΜΟΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης βλέπει κανείς ότι αιτία του πολέμου είναι μα ξαφνική και αδικαιολόγητη απόφαση του Πούτιν.
Δεν ξέρει κανείς ότι η Ρωσία είναι κλεισμένη από παντού γύρω της από  το ΝΑΤΟ και την Αμερική;
Δεν βλέπει κανείς ότι όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, όρος της διάλυσης υπογραμμένος από τη Δύση ήταν τρία κράτη μεταξύ των οποίων και η Ουκρανία να μην μπει στο ΝΑΤΟ και να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα;  
Δεν ξέρουν ότι ο Ζαλένσκι ήθελε να βάλειτη χώρα του στο ΝΑΤΟ;
Δεν ξέρουν ότι οι ρωσόφιλοι της Ουκρανίας κατατρέχονταν από τους ουκρανούς και ότι δεν μπορούσαν να μιλήσουν την γλώσσα τους καν;
Θα μου πειτε : μα να γνει πόλεμος; Ποιος τον θέλει τον πόλεμο; Ελάτε όμως και στη θέση του Πούτιν που δεν τον άκουγε κανες όταν δαμαρτυρόταν (λες και έπρεπε να διαμαρτρυρηθεί για να τηρηθούν τα υπεσχημένα και υπογραμμένα…); Μπορούσε να κάνει κάτι άλλο και δεν το έκανε;
Κάπου κάνω κάποιο χοντρό λάθος;

ΤΟΥΡΚΙΑ
Επίσης από όλα τα ΜΜΕ παντός τύπου δεν έχω ακούσει την αλήθεια γα την Τουρκία, ότι   δηλαδή είναι μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ότι έχει μα ισχυρή Οικονομία, ότι είναι σεβαστή από εχθρούς και φίλους, ότι δεν είναι δουλικά υποταγμένη στο ΝΑΤΟ, ότι μιλάει με τους ισχυρούς  με ανεξάρτητη φωνή και σαν μα υπολογίσιμη δύναμη, και ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή σε όλα της χώρα.
Μα εντάξει, είναι, αλλά θα πρέπει να το διατυμπανίζουμε; θα μου πείτε. Όχι, αλλά να μην ακούμε απ σοβαρά χείλη κατινίστικα πράγματα.
Μόνο αν βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους θα μπορέσουμε να δούμε καθαρά τι πρέπει να διορθώσουμε ώστε να γίνουμε όσο πιο γρήγορα γίνετα ισάξιοι αμντίαλοί της ή και φίλοι της-γιατί όχι;
Αντί  γι αυτό βλέπουμε να πολυδιαφημίζονται τα ταξίδα του Δένδια σε διάφορα κράτη όπου πηγαίνει και  κάνει γνωστή και σ΄ αυτά την κακομοιριά κα  τη ζητιανιά μας, ενώ βλέπουμε τον Τσαβούσογλου να είναι ευπρόσδεκτος αλλά κα αποτελεσματικός μεσολαβώντας μεταξύ των δύο λεόντων της ζούγκλας του πλανήτη. Και γα να μπαίνεις στη μέση τους δεν πρέπει να είσαι ποντίκι ή βάτραχος, αλλά ελέφαντας ή ζέβρα τουλάχιστον.
Κα ακούω από μερικούς «μεγάλους» της τηλεόρασης «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η Τουρκία να είναι καλλίτερη από εμάς».
Απαντώ σε αυτούς ότι η Τουρκία για τετρακόσα χρόνια ήταν κοσμοκράτειρα. Αν αυτό δεν τους εξηγεί τα πράγματα, ας διαβάσουν σχετικά.

ΝΑΥΤΙΚΟΙ

Και ο άνεμος από παντού σε αγκάλιασε
κι εντός σου μπήκε, φουσκώνοντας
τα μέσα σου πανιά και οδηγώντας σε
στων πόθων και στων στεναγμών το λιμάνι

όπου ναυτικοί στερημένοι από καιρό
σε καρτερούσαν, σπρώχνοντας τον
καιρό με τη δύναμη της υπομονής
που η αναμονή σου τους έδινε  

και στρώνοντας χαλιά χειροκέντητα
για να πατήσεις βγαίνοντας από
τη θάλασσα της αμεριμνησίας σου

και να πέσεις, ανυποψίαστο θύμα
των πολύχρονων επιθυμιών τους,
στο κρεβάτι και στην ανυποληψία τους.
 

      ΤΟ ΠΡΑΟ

Πώς καταλάγιασε η βουή του κόσμου!
Πάρε πια δεν ακούγεται και δος μου.
Η ησυχία γλυκά γλυκά ζαλίζει
κι ο ύπνος θάνατο τώρα θυμίζει.

Μισοσκόταδο έγινε το φως μου.
Της γης ο πόνος έγινε δικός μου.
Από το μυστικό του μετερίζι
ο Κέρβερος ασίγαστα υλακίζει.

Πέφτει η βροχή στην τσίγκινη τη στέγη.
Τη συφορά οι σταγόνες της μετράνε.
Οι ώρες τρόμο κι αγωνία σκορπάνε.
Τα θύματα του το Αδειανό διαλέγει.
Το βήμα του ακούγεται το πράο
καθώς εγώ λεπτά… στιγμές μετράω.
 

ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
σβήνοντας κάθε σκοτάδι
και κάθε σκιά που ως τότε με κρατούσε.

Κι όσοι με αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.

Στα όνειρα ό,τι ζούσα, το έχανα ξυπνώντας.
Έτσι και το σκοτάδι μου θα χάσω.
και μες σε μια βαριά αντινομία
σε θάλασσες θα νήχομαι φωτός.   
 

 ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι: το κυνήγι του άντρα,
η γυναικεία άρνηση, η ψεύτικη φυγή,
και πια το ξαναγύρισμα, η ερωτοτροπία,
η αποδοχή.

Μα υπάρχει και το άλλο καταστατικό:
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Και τα δυο αντιμάχονται το ’να τ’ άλλο.

Μερικοί βεβαίως διαχωρίζουνε τις ώρες,
τις καρδιές,
τη ζωή τους,
και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται
συνεπείς και εύσκοποι.

 ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΑΒΗΔΕΣ

Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε τα μεγαλεία τους-
τους τόσους υποτακτικούς και τους λακέδες τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
 οι τραπεζίτες κι οι αισχροκερδείς.
 
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού
και φανταχτερά είναι στολισμένα.

Αυτό εκάναν κάμποσες ευτελείς επαναστάσεις τελευταία
ζητώντας "εξέλιξη" κι "ελευθερία",

Και όπου τώρα ταξιδέψεις,
αστοί παχείς,
ικανοποιημένοι,
χωρίς σκοπό.

Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;

           Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ;..

Το ποίημα σαν φίδι να δαγκώνει πρέπει την ουρά του.
Αλλιώς όση ουσία κλείνει  
από μέσα του φεύγει και σκορπίζεται στα γύρω
(στα άνθη, στα αντικείμενα, στους ταξιδευτές υπονόμους).  
Και τότε τι άξιο λόγου στον κόσμο μένει;
Τ αγάλματα; Οι μουσικές; Οι πίνακες,
οι όσο σπουδαίοι, της ζωγραφικής;

Είναι η λέξη που σ' αυτά έρεισμα δίνει.  
Εκείνη το υλικό θα δώσει στο μυαλό,
το ποίημα να χτιστεί μ' αυτό   
που πάνω του όλα εκείνα θα κρατεί,  
ασφαλισμένα στον κύκλο μέσα  
που στόμα και ουρά έχουν στεριώσει.
 

ΑΝ ΗΜΟΥΝΑ

Αν ήμουναμιά καρέκλα ξύλινη
σκαλιστη
αιωρουμένη πάνω από δάπεδα ημεδαπά.
Και εξιλαστήρια…

Αν ήμουνα μιά καρέκλα ξύλινη
σκαλιστά
περιφερόμενη ανά τας ρύμας τον φωτός…
Αν ήμουν μιά καρέκλα σκαλίστή
Κι ήταν γοαμμένο
Στόνα μου το πόδι "ποίηση"
στο άλλο "ποίηση"
στο τρίτο "ποίηση"
και πάλι "ποίηση"στο τέταρτο
τότε θα βασταζα επάνω μου όλα τ’ αστέρια.
Εκτός της Γης
Που πάλι ιδανικά θα με κρατούσε.

ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ
(Λος Άντζελες 1988)

Προμήθειες γιά τη βραδυνή βάρδια.
Το ρολόι γιά να μετράει τους θανάτους.
Το κύπελλο γιά να καίγωνται τα χείλη
Μέ την ενθύμηση άλλων στιγμών
Όταν η επίμονη γλυκύτητα του φεγγαριού
Καθοδηγούσε στην παραδοχή της Αθλιότητας
Σαν δώρου και κρυφής υπεροχής.
Τα DORITOS γιά να θυμίζει ο ήχος τους καθώς θα σπάζουν
Οτι ζω ακόμα.

Και μία καρέκλα σεπτή
Και υποβαστάζουσα το μέγα βάρος της υπάρξεώς μου
Ετσι καθώς
Πληρωμένο με τόσα αφανέρωτα είναι.
 

ΑΠΑΛΕΙΨΗ
(Λος ΄ΣΑντζελες 1993)

Τώρα είμαστ’ εμείς.
Καλά.
Η πρώτη φύτρα στο καινούργιο χώμα.
Τώρα είμαστ’ εμείς
Κι έχουμ’ ακόμα μες στις ρίζες μας χυμούς
Απ’ τις παλιές συνήθειες κι απ’ τη γλώσσα..
Και που και που βρισκόμαστε
Και καμωνόμαστε
Πως είμαστε οι ίδιοι
Σα ναν’ αυτό ένα ταξείδι με επιστροφή
Σαν μια παρέκβαση προσωρινή να ’ναι η αιώνια εξορία.

Και λεμε λόγια της Πατρίδας
" Θυμάμαι τότε..."
"Εμείς στο χωριό μας..."
Τέλος, κάτι μετράει.

Μα τα παιδιά δε θελουνε ν’ ακούσουν γιά Πατρίδα
Συνήθειες άλλες, άλλους τρόπους αποκτήσαν
Ξενικούς.

Γιa ποια λοιπόν Πατρίδα σκοτωνόμαστε!
Για ποιά Πατρίδα συζητάμε;
 

ΙΔΟΥ ΛΟΙΠΟΝ!
(Λος Άντζελες 1987)

Ιδού λοιπόν εφτάσαμε στο χείλος της αβύσσου
Πιου μέχρι τώρα ήτανε ιδέα μακρινή.
Αφήνουμε ξοπίσω μας μιά ζήση σκοτεινή
Μέσα σ’ ονειρομύριστα φύλλα να πλέει ναρκίσσου.

Αφήνουμε να δέρεται μιά μάνα αγαπημένη
Που καί νεκρούς θα λέει γιά μας μιλώντας "το παιδί"
Φίλο έναν που θάκανε το παν γιά να μας δει
Προτού στην τρύπα πέσουμε αυτή την πεινασμένη.

Λοιπόν εμπήκαμε κι εμείς στο σχήμα του ανθρώπου
Με τις μεγάλες λύπες του και τις φτηνές χαρές.
Τώρα άλλη μιά όπως πολλές στο παρελθόν φορές
Στη μέγα τούτη κάμινο εντός θα πέσουμε όπου,

Όλα τα πριν αλέθονται κι απ’ το καθάριο τήγμα
Ελπιδοφόρα κι άσκεφτα γεννιούνται τα μετά-
Οπου η σκέψη αντριώνεται η ζήση δεν κρατά-
‘Ολων των προΰπαρξάντων τους και των μελλόντων μίγμα.

Κι απ’ τη ζωή που πέρασε και τώρα εδώ τελειώνει
Ακολουθώντας μας πιστά μέχρις εδώ έχει ’ρθει
Και στης αβύσσου το χαμό μαζί μας θα ριχτεί
Μιά αγκαλιά θανατερό ολάσπρο κρύο χιόνι.
 

                  ΟΙ ΜΗΧΑΝΕΣ
(Λος άντζελες 1987)
 
Πως βρέθηκε στου VALLEY την κοιλάδα;
Που πήγε η πρωτινή του η ικμάδα;
Πού είναι ο μικρός ο καφενές
Πούπινε με τούς φίλους του το νες;

Τώρα η ζωή τον εζαπόστειλε φυγάδα
Στο FACTORY  του VALLEY η ρημάδα
Κλωστές να βλέπει άσπρες και λινές
Να τρέχουν σ’ ένα διώξιμο απηνές.

Τις μέρες του θυμάται στην Ελλάδα
Τα λούλουδα του Μάη, τη λιακάδα,
Τη βόλτα τις βραδιές τις γιορτινές-
Αγνές μικρές χαρές αλλοτινές…

Του φέρνει σαν τη σκέφτεται ζαλάδα
Η οσμή της μαργαρίτου που εμάδα
Κι εικόνες πιά του είναι μακρινές
Οι νύχτες του χωρίου οι εαρινές.

Πίνοντας μια πικρή πορτοκαλάδα
μονάχα να κοιτά του μένει αράδα
Με βλέμα απελπισμένο κι απλανές
Τις δέκα πλεχτικές τις μηχανές…

 Ο ΦΑΝΤΑΡΑΚΟΣ
 
Σκέφτεται ο φανταράκος:
«Η κουμουνίστρια
που χτες από το Τμήμα
ως το νοσοκομείο τη συνόδεψα,
με περιφρόνηση μια μ’ έβλεπε, σαν    
εγώ να ήμουνα ο άθεος, και σαν εγώ
τόσους να είχα σφάξει αθώους  
κι όχι αυτή.

Εγώ, γιατί λυπάμαι, της φερόμουνα καλά,
ξεχνώντας (στις τέτοιες της στιγμές)
πως εγώ ο νομοταγής και ο φιλήσυχος είμαι.

Όμως αυτή με κοίταζε με καταφρόνια  
και τις προθέσεις μου να τη βοηθήσω
δεν τις αποδέχονταν.

Σίγουρα όχι κακοί αλλά και ανόητοι πολύ
αυτοί οι κομμουνιστές είναι.»

ΕΙΡΩΝΕΙΑ

Βγήκε από τη φυλακή.
Ένα χιλιάρικο της μένει.
Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέτες,
ν' ανέβει πάλι στη σκηνή  να τραγουδήσει.

Έναν οδοντογιατρό θυμάται,
που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε κι ένα βραχιόλι χαρισμένο.
Πάει τον βρίσκει.

Όμως εκείνος δεν τη γνωρίζει-
"Παρακαλώ η κυρία…"
Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει
ότι το δόντι της πονεί.
Και ο γιατρός το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.
 

ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ

Τον νεκρό άντρα της κουβάλησε στο καροτσάκι,
πήγε στα χιόνια μέσα, τον νεκροστόλισε, τον έθαψε.
Ύστερα
πάει τραβάει για το δάσος να μαζέψει ξύλα
να μην παγώσουν τα παιδιά τους.
Κουράστηκε, στα χιόνια κάθεται.
Αρχίζει να ναρκώνεται και να παγώνει.
Στο θολωμένο νου της όλη της
περνά η ζωή, με τις σταγόνες τις χαρές
και τα ποτάμια της τις λύπες.
 
Και ξάφνω να! ο βασιλιάς ο Πάγος δίπλα της.
Σκύβει, την παίρνει
και στο κρυστάλλινο την πάει παλάτι του
όπου γαλήνη αιώνια βασιλεύει.
 

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

REBECCA
You were, in your dream, sitting
On the side of foamy Euphrates
That cPTJ.ed stones and woods.
And girls ran and tock them
And placed them between their breasts.
One a stone, a rotten wood another one,
Another a handful of mud;
And this was marriage's happiness for them.
And you watched them sitting there
Calm and quiet, as if
You knew something they did not.
Aad there! Euphrates became a man.
Beautiful. Rich. Young.
And in front of you he came.
And two diamonds
He put between your breasts.
And then he took you by the hand
And looking at you friendly, "Let's go",
He said, "to water the world."
And you both entered his dry bank
And you became water with him.
And now, full of life-giving fruits
The river kept on its path.
At night this you saw in your dream.
And the next day arrived
The impatient messenger.
And I wanted to see you, Rebecca,
As, riding on the camel,
You were going to the groom's house.
With your flowing dress of delft blue
And with the young woman's
Headdress of scarlet and purple
Golden necklace, bracelet, earrings
The dress neckline stripped in gold
To match the golden jewels.
A profile of a beautiful patrician
With broadly arched eyebrows
With eyes full of expression and gentleness
With a slightly aquiline nose
And a tight yet innocent r. outh.
And God watched from above
What he had prepared
Happen in front of his eyes -
God, all-powerful and just
Who wanted to show us Beautiful
To be a child always of Difficult,
To make his nation
Populous as the grains of sand
And uncountable -s the sky's stars
Infertile chose two women.
I wonder, God, had you put
In the virgin woman's mind,
A suspicion of how grand
Within her a destiny had
Her desire that became an act
The foreigner and his animals to water?
How much strength of yours
Had gone into her body
So that with no fear or hesitation
He/ lips told the decision
That her soul had instantly taken
To now leave home and family
And until then a homebound virgin
In a new country to start a new life?
And oh! I'd like to see the journey The daughter took on the camel Driven by God's opinion. And oh! I'd like to see the journey That the festive caravan made That held as an embryo within it The bright future of mankind -That started as a marital procession And left anything eanhly on the way And to its much-desired destination

Arrived as a holy worship and faith.
And I'd like to be a part
Of this God-made journey
Or I'd like to be a cloth of those
That night's cold sent away
From the bodies of those who traveled.
Or I'd like to be a camel's bridle
Or a grain of the desert's sand
In.a camel's ear firmly placed.
Ah! I'd like to be something
In the story of that journey
To now proudly say
Thai I w .s no; born in vain;
That something - albeic small -1 have done
That deserved to remain immortal.
And the procession starts from Nahor; And transversed Balikh's valley; And Euphrates' passes the banks And into the sunburnt desert The one with not one path, Enters as it heads to Damascus; And over Lebanon's hills It comes, and in the green hills Of Galilee, full of dust arrives; And then the yellow valleys Around Beer-Sheba await it A.nd finally into the fertile it falls Valleys of Canaan Where the groom awaits.
And next Egypt and her evils.
And Moses. And Exodus. And then
Judges, kings, and prophets.
And Assyrians, Egyptians, Persians, Romans;
And Adrian that laid waste to the land.
And then life in "civilized"
And Christian nations of the world.
And persecutions from Spain,
England, Italy, Hungary,
Czarist Russia, and finally
The recent great horror.

And all this journey is full of blood
And pain, and injustice difficult to bear
Like every people, or man,
That alone is on the earth
And that has no land of b;s own.
Like every people, or man,
That is considered a foreigner everywhere.
But also a journey full of hope
But also a journey full of faith
But also a journey full of light
That makes a spoken phrase
Not be contrary to nature:
A life with such Pain is worth it
Since it begets hope, faith, and light.
And the procession starts from Nahor;
And after so many sufferings and many more
Here it is! In America it arrived;
Here it is! In Los Angeles it has entered;
With Rebecca at the heed
And with followers anything divine and beautiful.
And here it is! Invading this land
With her unique arms
Of which one is bigger than the other -
Of which one follows rightly from the other:
Hope, Faith, Light - the same arms
That arr.jiig centuries the bridal
Procession and Rebecca have made
Ideals of her indestructible people.

And here is Rebecca, having become an idea
That shakes and shocks
The poor pen of a small poet
And to make him, being a chrysalis,
Gain wings and fly.
Let your name be blessed,
As well as the time of your birth, Rebecca.
And let the time from which you came
Out of the Holy Bible be triply blessed,
 

When you became enthroned into my heart Chasing from it everything foreign And making your values its own.
This is how we see you, Rebecca. However
No matter how high our thought goes
No matter how much you shake and possess us
No matter if we are your children
Every time our soul
Must appear before you -
Every time thai thirsting it shall seek
To refresh itself from the jug of your soul -
Every time, Rebecca, when our
Soul must come in front of you,
Before, we shall also take, Rebecca,
The vail, to cover ourselves
So that we shall not appear naked before you,
(Even though it might deserve it,)
Just like you, when you saw Isaac,
From far away you had covered your face.
And our next step shall be -
And there our attempts shall be
When we see you again, Rebecca,
Not to have to cover our soul
But to stand naked before you.
Which will be that time, I wonder?
This, only you know to declare
But, Rebecca, we do not want you to reveal it.
Not at all. We shall find it alone
When the blessed time for this shall come.
 

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

WHEN

When   
At the end of the Big Battle
You start on the journey back defeated,
And your victor's joyful1 cries ring deep within your ear,
And Hell dreadfully pours forth in front and back of you.
Then
Thinking of paradises brings no gain;
The time for fantasies is now gone,
Completely wipe such things out of your life.
Drag your steps along and fit in a small corner as you can,
Considering yourself lucky
if they let you there to stay.
Do not talk of justice,
Do not talk of guile or dishonor of the enemy in battle,
And start leading a limited, quiet life from now on,
Carefully being very cautious
Lest something that you might say or do
Angers the invadors who victorious came into your life;
And you surely know how easily
The victors
Anger.
 

AUTOMN

Dora
Autumn is already here.
The late afternoon comes grumbling.
The flowers smell Death.
The sun rises tired and sets impatiently.
Night wins easier the day.
The Worms, Dora, deep in the Earth they prepare their meal.

Dora it is autumn.
The moon in your window.
The jasmine on your hair-it's time for us
Leaving the metallic Earth and covering our faces with our hands
To turn back to Hope;
It is time for us
To make company to the small house of the village with the white washed yard and the secret Love.
I am walking and I don't see in front of me.
I look behind, to the days of the summer and the small Spring, then, when you were counting my patience with pictures,
Then, when your little blouse was refreshing the whole world..
Do you remember how you took the scented air
And brought it to kiss my cheek?
Do you remember how you were gathering colours from the garden for winter?

Dora it is autumn.
The cold invades the house even with all its doors and windows locked.
The lights turn off early in the evening.
The doors close early in the afternoon.
The souls close before noon..
In Lanark Park they cut some trees and the sorrow is more visible now.
The shouts of the children are desperate
As if they suddenly understood that they will grow up.
The bright necklace of the morning is rusted from its own moisture.
The sky is so low that you can touch it with your hand.
Looking at the wall I can see the molecules of the calcium in the plaster. lt is so perfectly I can see lately-do you think I am dying Dora?
If I listen to the flow of the blood, I can hear it stumbling in my left renal artery-is it possible I am already dead?
The neighbours became circumspect-now they don't look at me when I pass-do you think I am invisible Dora Dora! How your name matches with autumn!..)
In the evening the roads resemble sleeping snakes.
The light shines shadows instead of men and rustles instead of voices.
The cat goes home early carrying mystery on her bent back, and allowing it to shine a little into her eyes.
The ostrich feels safe with its head squeezed in the sand-you, you defend yourself with the excitement hidden in your childishness.
The ashes of the autumn make us all white Dora.
White like the yogurt man who, used to come in the evenings to the window-and outside was snowing.
White like the cotton they put into the mouth of the dead man.
And under the snow, the black overcoat of the yogurt man was outstanding.
And under the cotton. the black wall of Death was distinguished.
Dora it is autumn.
And you far from me...
 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
(μυθολογία)

Όταν τον είδε μπρος της ένιωσε
ότι αυτόν ως τώρα επερίμενε-εκείνον
που ως εκεί για να τον φέρει
τόσους συντρόφους του είχε μαγέψει.

Και όταν είδε
Ότι το φίλτρο της αυτόνε δεν τον άγγιξε
και απειλώντας την όταν τον είδε
να ξεσπαθώνει,
απόδειξη ήτανε πλήρης αυτό της αντοχής
και της αντίστασής του στη γοητεία της.

Κι αυτό η αιτία ήτανε το δίχως άλλο
σκλάβα του αυτή να γίνει
και σ’ ό,τι της ζητούσε να υπακούει.
 

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Του κάκου την καταστροφή η Κασσάνδρα
είδε μες στ’ άλογο να κρύβεται.
Του κάκου ο Λαοκόοντας και οι γιοί του συμβουλέψαν.

Οι Τρώες δεν τους δώσαν σημασία.

Ήταν γιατί ο Σίνων πειστικός εδείχτη;
Ήταν γιατί άδειο το στρατόπεδο από αχαιούς να δούνε
σκέψη στην τόση τους μέσα χαρά δεν εχωρούσε;
Ή τάχα μία βούληση τους έσπρωξε
ασύνειδη
εκβιαστικής προαγωγής της Μοίρας
για να χτιστεί απ’ τον Αινεία η Ρώμη;

Ότι κι αν ήταν, με τιμές μεγάλες
μπάσανε τ’ άλογο στην πόλη μέσα.
 

 ΑΤΑΛΑΝΤΗ
(μυθολογία)

Στο δάσος μέσα σ’ όλη τη ζωή της.
Τόξο και βέλη συντροφιά της.
Τα γυναικεία διόλου δεν την έθελγαν.
Κι αν συγκατάνευσε να παντρευτεί,
το ’κανε κι άντρες θύματα για να ’χει
πλην από τ’ άγρια του δάσους.

Και πολλοί το θάνατο έλαβαν αλήθεια
καθώς στο τρέξιμο όλους ενικούσε.

Μα όταν με τον Μελανίωνα αγωνίζονταν
κάτι βαρύ ενώ έτρεχε άκουσε
στο χώμα δίπλα της να πέφτει.

Έστρεψε, το χρυσό το μήλο είδε
και αμέσως
μπροστά στου φύλου τη λατρεία για το χρυσάφι
τόξα και τρέξιμο και παρθενία
σαν όνειρο εσβήσαν.

Και
η ενυπνιαζόμενη
γυναίκα εξύπνησε.

ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα ότι πάντα ήσουν μόνος και δεν το ’ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν
ακολουθούσε η οριστική γνώση της πληρότητας
και της αυθυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ότι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
και ότι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.

(Λος Άντζελες, 22-5-98)
 

ΑΠΟΣΤΕΡΟΥΝ

Όταν τις πρώτες της δειλές
ανακαλύψεις κάνει
καθώς τις νύχτες τις θολές
σε θάλασσες απατηλές
η φαντασία λάμνει

καθόλου δεν την παραιτώ
και δίχως ν' αποσταίνω
τα χαλινάρια παραιτώ
όπου πετάει κι εγώ πετώ
κι όπου με πάει πηγαίνω.

Δε με ωθεί η αναμονή
το τέλος της ποιο θα 'ναι-
πάντοτε βγάζει μια φωνή
σαν το θηρίο που πονεί
κι όλα τελειώνουν-πάνε'

μα με κρατάει η θαυμαστή
ρώμη που πρέπει να 'χει
που τη βοηθάει να μην πιαστεί
αιχμάλωτη ή να κουραστεί
μες στη γιγάντια μάχη

που δίνει μέσα στις φρικτές
αβύσσους των αβύσσων
με αντιπάλους τις ειρκτές
που αποστερούν τους ποιητές
ωραίων παραδείσων.
 

ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μετά απο ένταση, διαξιφισμους και αγωνίες
Είκοσι μηνών
Εδώσανε το πρώτο φίλημα τους.
Και τότε όλα γαληνέψανε  
Σαν πρωινό μετά από νύχτα καταιγίδας.

Κάθισαν ήσυχοι-σίγουροι πια.  
Και συζητήσανε για πράγματα κοινά.
Εκείνη μάλιστα έβγαλε και, σαν οικεία,
Κρέμασε την ζακέτα της μες στη ντουλάπα.

Και ήταν προς το βράδυ όταν-
Οχι γι ανάγκη έρωτα αλλά από νύστα-
Γέρνοντας σε κοινό τώρα κρεβάτι
Βύθισαν μες στης περασμένης της χρονιάς τα χιόνια
Δίνοντας έτσι απάντηση
Στου Φρανσουά Βιγιόν τη λυρική απορία.
 

Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ

Ξέρω μια χαζογιαγιά
Που ψυχή της και καρδιά
Της τις πήραν τα 'γγονάκια-
Δυο νιογέννητα μωράκια.

Και της πήρανε μαζί
Κάθε ώρα και στιγμή
Που ’μεναν απ' τις τρεχάλες
Τις μικρές και τις μεγάλες.

Κι έτσι τώρα όλο γυρνά
Και τη ζήση της περνά
Με τα 'γγόνια της παρέα-
Με τα κόσκινα τα νέα.

Τ' αγκαλιάζει, τα φιλά
Τους γελάει, τους μιλά
Κάθε τόσο τα ζυγίζει
Τα νταντεύει, τα ταϊζει,

Και τ’ αλλάζει όταν βραχούν
Τα προσέχει μην ξυστούν
Κι αφού λάμπουν, τα κοιτάζει,,,
Τα βουτά, τα ξαναλλάζει!

Μες στην κούνια σα θα δει
Κοιμισμένο το παιδί
πλησιάζει και 'ξετάζει
Μη η κουβέρτα το πειράζει.

"Μια γκριμάτσα κάνει; Να!
Το παιδί μάλλον πονά.
Το ποδάκι του απλωνει;
Βαρύ θα ’ναι το σεντόνι.

Γιατί τώρα ξαφνικά
Πήρε ανάσα δυνατά;
Γιατί τώρα το κεφάλι
Δεξιά το στρέφει πάλι;

Και με το φακό κοιτά
Μια σκονίτσα που πετά-
Στον αέρα τηνε πιάνει
Κι έξω ανοί’ και τήνε βγάνει.  

Ερχεται μετά η σειρά
Για του μπάνιου τη χαρά
Και πλιτς πλατς αβρά σαπούνια
Και λαδάκια και ματζούνια.

Και αφού τα πλένει μια
Πάλι πλύσιμο ξανά
Κι άντε πάλι το μαλλάκι
Να το κάνει κοκκοράκι.

Λες και άλλοι δεν μπορούν
Ολ’ αυτά να τα σκεφτούν
Και πως της γιαγιάς θα πρέπει
Η φροντίδα όλα να σκέπει.

Αχ! Μωρέ χαζή γιαγιά
Κάνε λίγο κράτει πια
Κι άλλες έχουν εγγονάκια
Που ’χουν μάτια και χεράκια,  

Μα στα μάτια δεν κοιτούν
Τα παιδάκια-τι να δουν;-
Και του εγγονού το χέρι
Μόνιμο δεν κάνουν ταίρι.

Α! Μωρέ χαζογιαγιά!
Να τα χαίρεσαι Με γεια!
Μα τα ’γγόνια σου θ’ αντρέψουν
Και χωρίς να σε παιδέψουν.

Α! Μωρέ χαζογιαγιά!
λίγη φύλαξε μαγιά
γιατί κι άλλα 'γγόνια ερχόνται
Και να μην παραπονιώνται…
 

ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΙΜΙ ΒΑΛΛΕΥ-ΕΛ ΕΪ-1993

Ειν’ ένα χτήμα μια απλωσιά.
Λουλούδια προς το βάθος
Και δίπλα μας και γύρω μας
Ο,τι χλωρό θελήσεις:

Ντομάτες, φράουλες, αρακάς,
Μπάμιες και φασολάκια,
 Βασιλικός και άνηθος,
Πατάτες, κολοκύθια…

 Και λάμπουν μες στ' απόγιομα,
Πιότερο από τον ήλιο
Τα γένια τ’ αραποσιτιού
Και οι κιτρινοπράσινες
Κολοκυθοκορφάδες.

Μέσα σ' αυτή την απλωσιά
Μικρές νοικοκυρούλες
Σαν τ' αγριοπερίστερα  
Κι αλλέγρα τριγυρνώντας
Μαζεύουνε τα φρέσκα τους
Και τα σαλατικά τους.

Φορές, εκεί, μία φωνή
Έξαφνα κάποια βγάζει
Για να καλέσει το παιδί,
Ή γιά να την ακούσει  
Η φιλενάδα που γερτή
Μακριά μαζεύει πέρα.

Μέσα στην ήσυχη εξοχή-
Μέσα στου αίθριου χτήματος
Την απεραντοσύνη,
Έρχοντας σαν μια κίνηση
Στου ακίνητου τη χώρα,
Ακούγεται αυτή η φωνή.

Σαν από κόσμο άλλο
Ή σαν μια υπενθύμιση
Αιωνιότητας, ή σάμπως .
Έξαφνα να ’ρωτεύεται
με  τον εαυτό του ο κάμπος.

Έτσι θ' άκουγεται η φωνή
Του θεού μέσα στο Σύμπαν

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ


Η Ρωσία επενέβη στην Γεωργία και στην Κριμαία.
Δεν σκέφτηκε κανένα από τα σοφά μυαλά της Δύσης ότι η Ρωσία δεν θα αδιαφορούσε για την Ουκρανία, τη στιγμή που οι Δυτικοί της είχαν υποσχεθεί ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να μπει στο ΝΑΤΟ, ενώ η Ουκρανία επίσημα και φανερά προετοιμαζόταν γι αυτό;
Είναι δυνατό να σκέφτηκαν όλοι στη Δύση ότι ο Πούτιν θα το έχαφτε αυτό;
Και αν αυτοί δεν το σκέφτηκαν, οι Μυστικές Υπηρεσίες τους δεν τους προειδοποίησαν; Μπορεί να ετοιμάζεται ένας πόλεμος που θα φέρει παγκόσμια αναστάτωση, από μία μεγάλη χώρα όπως η Ρωσία, και κανένας να μην το είχε διαπιστώσει ή τουλάχιστον να το είχε υποπτευθεί;
Αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι γιατί από πουθενά δεν ακούω αυτό το σκεπτικό.
Και αναρωτιέμαι: μήπως η Δύση-με πρώτη τις ΗΠΑ βέβαια, ήθελαν να κάνει αυτό τον πόλεμο ο Πούτιν και επίτηδες έκαναν όλα αυτά με την Ουκρανία ώστε να αναγκάσουν τον Πούτιν να κάνει αυτό που κάνει;
Θα μου πείτε γιατί να επιδιωκόταν κάτι τέτοιο από την πλευρά της Δύσης;
Δεν ξέρω. Μία σκέψη μου είναι μήπως έλπιζαν να την αποδυναμώσουν έτσι ώστε η Κίνα να μην υπολογίζει σε συμμαχία με μια αδύναμη Ρωσία και έτσι να γινόταν (η Κίνα) πιο εύκολα αντιμετωπίσημη;
 

TO ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΩΝ «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ»
    
Η μονομαχία και ο θάνατος του Ετεοκλή και του Πολυνείκη είναι η τελευταία πράξη στο δράμα του Οιδίποδα και των απογόνων του.
Η αρχή του δράματος είναι και εκείνη του μύθου, που υιοθετεί και ο Αισχύλος: ο αίτιος όλων των συμφορών είναι ο Λάιος, που παρά την προειδοποίηση των θεών έκανε παιδί, που θα πει, έσμιξε με (τη) γυναίκα (του):

παλαιγενή γαρ λέγω  
παρβασίαν ωκύποινον
αιώνα δ’ ες τρίτον μένει-
Απόλλωνος εύτε Λάιος
βία, τρις ειπόντος εν
μεσομφάλοις Πυθικοίς  
χρηστηρίοις θνάσκοντα γεν-
νας άτερ σώζειν πόλιν'

κρατηθείς δ’εκ φίλων αβουλιάν
εγείνατο μεν μόρον αυτώ - .
πατροκτόνον Οιδίποδαν,  
όστε ματρός αγνάν
σπείρας άρουραν, ιν’ ετράφη,
ρίζαν αιματόεσσαν    
έτλα΄  παράνοια συνάγε
νυμφίους φρενώλεις.

Οι Θεοί είπαν στον 0ιδίποδα.πως η γέννηση παιδιού απ’ αυτόν θα φέρει συφορές σ’ αυτόν και στους απογόνους του, και θα καταστρέψει τη Θήβα.
Ο πόθος όμως του Οιδίποδα γιά (τη) γυναίκα (του) είναι ακατανίκητος. Και κάνει παιδί μαζί της, με επακόλουθο ό,τι ο Θεός προείπε, κι όπως το ξέρουμε κι εμείς και από άλλες πηγές.
Η τραγωδοποίηση του μύθου από του Αισχύλο δείχνει τη σημασία που έδινε στο μύθο και στις παιδευτικές του δυνατότητες ο Αισχύλος, που μας λέει με τη σειρά του ότι ο άνθρωπος που θα πληρώσει του μεγάλο πόθο του, τον ερωτικό, θα φέρει δυστυχία στους απογόνους του,  αλλά και σ’ αυτό τον ίδιο, και σ’ ολόκληρη την πόλη κατ’ επέκταση-αν συμβαίνει να  είναι ο άρχοντάς της.
Γιατί η εκπλήρωση του πόθου αυτού θα έχει σαν αποτέλεσμα τη δυστυχία; Μα γιατί θα γεννήσει άλλους ανθρώπους, και οι άνθρωποι αυτοί θα δυστυχήσουν.
Και γιατί θα δυστυχήσουν; Γιατί το είπε ο θεός-η Μοίρα. Η Μοίρα που κυβερνάει τα πρόσωπα της τραγωδίας «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ», όπως ακριβώς κυβερνάει και όλους τους ανθρώπους.
Δυστυχία είναι η Μοίρα.
Και τί θα πρέπει να γίνει για να μη δυστυχεί ο άνθρωπος; Θα πρέπει να υπακούσει το θεό (τη Μοίρα) και να μην αποκτήσει απογόνους.
Μα ο άνθρωπος αν δεν αποκτήσει απογόνους θα πάψει να υπάρχει πάνω στη γη.
Και αυτό μας λέει ο Αισχύλος-η μόνη λύση για να μην δυστυχούν οι άνθρωποι είναι να μη γεννιούνται.
Μα, να πάψουμε να υπάρχουμε; Ναι. Αυτό μας λέει ο Αισχύλος με τις τραγωδίες του. Δεν μπορεί να μας αναγκάσει-δεν έχει τη δύναμη-, όμως δεν παύει μ’ αυτό να αισθάνεται υποχρεωμένος κάτι που γνώρισε να μας το μεταδώσει.
Η ικανοποίηση λοιπόν του ερωτικού πόθου του ανθρώπου, προκαλεί αναρίθμητα δεινά σε άλλους, πολλούς κάθε φορά ανθρώπους.
Μπορεί ο Οιδίποδας να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας, δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να δώσει απάντηση σε μερικές αναχλές απορίες του με την επιστήμη, όμως αυτό δεν ωφελεί σε τίποτα. Μπορεί αμέσως μετά την διάπραξη του εγκλήματος-της ικανοποίησης του πόθου του-, ο Λάιος να θέλει να επανορθώσει εξαφανίζοντας τη γέννα του με τον σκοπό να σταματήσει το κακό εκθέτοντας τον Οιδίποδα, όμως δεν τα καταφέρνει. Η προσπάθεια είναι μόνον μία προσωπίδα. Το πρόσωπο δεν εξαφανίζεται από κάτω της, και στην ορισμένη στιγμή θα γίνει ο,τι έχει οριστεί σαν τιμωρία για την ανυπακοή: η αιμομιξία, η δυστυχία, η αυτοκτονία, η πατροκτονία, η τύφλωση, ακολουθούν αμετάκλητα.
Ένας ολόκληρος θίασος ανθρώπων συμπράττει στην τραγωδία, κρίκοι μιας φρικιαστικής και τρομερής αλυσίδας, ώστε να πραγματωθούν οι εντολές της Μοίρας.
Είναι ευεξήγητο το πως η Ιοκάστη φαίνεται να μένει αμέτοχη στην όλη τραγωδία. Δεν φταίει ούτε αυτή. Είναι αμελητέα ποσότης και για τον μύθο και για του Αισχύλο. Ούτε τα κάλλη της, ούτε η πιθανή εξυπνάδα της ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό της δεν προβάλλει, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
Σωστά. Ποιός θα κατηγορήσει το τυρί; Τα ποντίκια τα πιάνουν οι φάκες. Ποιος θα κατηγορήσει τη γυναίκα; Ο θεός (η Μοίρα) είναι που βασανίζει τον άνθρωπο.
Και ο Ποιητής είναι καταλυτικός εδώ. Ενώ στις άλλες τραγωδίες του αφήνει στο βάθος να φαίνεται ένα φως μέσα στο σκοτάδι των παθών στα οποία μας έχει οδηγήσει, αλλά εδώ το σκότος δεν διαλύεται ως την τελευταία λέξη της τραγωδίας. Αλήθεια-τί θα μπορούσε να βρεθεί ελπιδοφόρο εδώ; Οπου η γυναίκα, έστω και σαν αμίλητη σκιά βρίσκεται, σωτηρία δεν υπάρχει. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το βαθύτερο και υψηλότερο στοιχείο της, την ερωτική της ειδωλοποιητική υπαρκτικότητα.
Και η βαθιά γνώση του Ετεοκλή-η βαθιά γνώση του Αισχύλου:
θεοίς μεν ήδη πως παρημελήμεθα, χάρις δ’ αφ’ ημών ολομένων θαυμάζεται. τί ουν ετ’ αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;
Αν λείψει το "ήδη", που μπαίνει σαν σύνδεση με τα προηγούμενα της τραγωδίας, τότε έχουμε το απόσταγμα και της τραγωδίας και της ζωής, ειπωμένο έστω και με την ψευδαίσθηση πως υπάρχουν "θεοί".
Και στέκομαι σ’ αυτά μιας και σκοπός του σημειώματος αυτού δεν είναι να εξάρει τις ομορφιές της τραγωδίας, αλλά να σταθεί στη γνώση που μας μεταβιβάζει ο μεγαλύτερος τραγικός ποιητής όλων των εποχών.
Ο μεταφραστής

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

DUKAKIS FOR PRESIDENT

“YOUR ATTENTION PLEASE! Ο Κυβερνήτης τα κατυστερήσει. Αντί οκτώ τα έρτει εννιά. Ευκαριστώ.»

Ψευδείς διαχύσεις. Η κυρία Φλόκα προς τη Μαίρη:
«ΗOW ARE YOUOYOYOY?”
"Καλά-πολύ καλά-ποιά είστε;»

  Στο πέτο του καθενός το όνομά του.
"Γιατί βάζετε το όνομα στο πέτο σας;"
Έκπληξη.
"Μα πώς θα ξέρουμε με ποιον μιλάμε;.."  

Η οδοντίατρος έρχεται κρατώντας τη μηχανή της τη φωτογραφική.
"Να σας πάρω μία φωτογκραφία τους δυό σας;"
"Οχι ευκαριστώ."  
Δυσφορία.

Ο εργοστασιάρχης πλησιάζει. «Να σας συστήσω… από δω…
κι από 'κει…  Έχασα τη μητέρα μου.
Μου άφησε όμως τρεις έκρες γη…
Οπατέρας μου πέθανε από πολλές
μικρές συγκοπές.»
Αμηχανία.
«Έτσι είπαν οι γιατροί…»

 Ώρα δέκα. “YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης είναι εντώ,
στο ξενοντοχείο. Μόλις έφτασε. Σε πέντε λεπτά
τα είναι κοντά μας. Ευκαριστώ."

Ο γιατρός που χρωσταει τη φήμη του στον τρόπο
που μιλεί στον άλλο μπροστά σε τρίτους : σκύβει στο αυτί του
και του λέει τα πιό ασήμαντα πράγματα με ύφος συνωμοτικό.  

Και η κυρία Σάλια, αγνώστου ονόματος και επωνύμου.
«Ώστε παντρεύτηκες!  Πως δε μας κάλεσες…»
Στο πρόσωπό μου σε κάθε «πι» σάλιου ριπή.

"Αυτός τι είναι με την κονκάρδα στο πέτο;»
«PRESS»
«PRESS;»
«PRESS!»  
PRESS
PRESS
PRESS
Για δες!

PRESS
PRESS
PRESS
Τι τα θες…

PRESS  

"Πώς γέρασε έτσι  αυτή;"     
"Μην ξεχνάς, έχεις να τη  δεις δέκα τέσσερα χρόνια."  
«Ναι, όμως γέρασε."

Κάπου από το βάθος.
"Εγώ το σύζυγό μου τον παρατάω και  βγαίνω!"

Το CHANEL SEVEN  μαζεύει  τα σύνεργα του. “IT IS TOO LATE.”  “BUT WHY?” “WE HAVE TO BE BACK FOR MIDNIGHT NEWS”  

Ώρα δέκα και σαράντα πέντε.
“YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης κατεβαίνει από το ντωμάτιό του. Ευκαριστώ".
Ώρα δέκα και πενήντα.  Ο DUKAKIS (FOR PRESIDENT)
μπήκε (χλωμός και) κουτσαίνοντας.

ΛΟΣ ΑΝΤΕΛΕΣ 1988
 

     ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ

Στο  δρόμο  εν’ άγνωστο κουκούτσι  βρήκα.
Καρπό ποιου τάχα έρωτα και γάμου
που η  μοίρα του του έγραφε για προίκα
να πατηθεί  το τέκνο του από  μένα εδώ χάμου…

(δεύτερη μέρα της άφιξής μου στην Αμερική)

 

ΑΒΑΝ, ΤΟ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΟ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Παίρνεις πού και που και με ρωτάς
Τι να γίνομαι, πώς είναι η υγειά μου
Και ημερολόγιο κρατάς
Για γενέθλια μα και για τ’ όνομά μου.

Στης ηπείρου αυτής την απονιά
Που τρυπάει τις ψυχές και σκει τα στήθη
Σαν ζεστή πονετική γωνιά,
Άβαν το ενδιαφέρον σου για μένα εστήθη.

Και, Αβαν, με φυλάει σαν αδερφή
Και καλή σαν μια με σκέπει κι άγια μάνα
Η αγγελική σου η μορφή
Και το ζείδωρο σου που μου δίνεις μάννα.

Ο θεός που βλέπει από ψηλά
Και κοιτάζει τις πληγές μου να γιατρεύεις
Ας σε ευλογεί κι ας σε φυλά-
Άσκοπα τα ιάματά σου δεν ξοδεύεις.

Λος Άντζελες 1989

 

ΚΡΕΒΑΤΙ

Τα φορέματα σου κρεβάτι
Τα χρυσαφιά και τ' ασημένια
Τα μεγαλοπρεπή
Και τ' άλλα σου τα ξέφτια
Τα κοινά, τα τιποτένια, τα φτηνά,
Και τι δεν έχουν νιώσει
Και τι δεν έχουν δει
Και τι δεν έχει επάνω τους συμβεί…


Θάνατοι κυρίως
Και πάλι έρωτες-

η ίδια η ζωή.

Θάνατοι απαστράπτοντες, χρυσοί
Αυτοκρατόρων και σατραπίσκων
θάνατοι ήρεμοι η παταγώδεις
θάνατοι συνετoί ή άφρονες
θάνατοι ανώφελοι, ρικνοί
Λυτρωτικοί θάνατοι με παραστάσεις αγγέλων
Κρινένιοι θάνατοι, παρθένοι θάνατοι
θάνατοι έκπληκτοι και θάνατοι ρουτίνας.

Και έρωτες ακόμα πλήθος
Αλλοι μ' ευγένεια και ήθος
Ερωτες λυγεροί κι ωραίοι
Ερωτες σαν τρεχούμενο νερό καθάριο
Ερωτες σαν ψηλά ανθόσπαρτα βουνά
Πειθήνιοι έρωτες διατιμημένοι
Ερωτες ένοχοι και μυστικοί
Ερωτες πρωτοκάμωτοι με στίλβος και μ' ασπράδα
(Και με τριβήν ως από χιόνος).

Του γέρικου έρωτες του πεύκου με την πόα
Και του θανάτου με την πάλλευκη ψυχή.

ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ

Οταν μια Γιαπωνέζα μιλάει αμερικάνικα είναι σαν
Ενα αηδονάκι να εκβάλει φωνή κόρακα.
Το στόμα σφίγγεται, πιέζεται
για ν' αποδώσει τον βάρβαρο ήχο.
Η έκφραση είναι αδημονίας.
 

Ωραία. Με εβαρέθηκες. Είναι δικαίωμά σου
Και σ’ άλλους την πολύδοτη να δώσεις την καρδιά σου.
Όμως να φύγεις ξέρε το ποτέ δε θα σ’ αφήσω
Αν τα φιλιά που σου ’δωσα δεν μου τα δώσεις πίσω.
 

ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ

Θεούλη μου οι όπου πλανή-
τη γης ξενητεμένοι
Καθένας από Σένανε
Βοήθεια περιμένει.

Δε Σου ζητάνε και πολλά.
Να τους βοηθήσεις μόνο
Να βγούνε όλοι νικητές
Στην πάλη με τον πόνο.

Για Σε δεν είναι δύσκολο.
Μια σκέψη Σου μονάχα
Κι αμέσως όλα γίνονται.
Δύσκολο είναι τάχα;

Στο κάτω κάτω της γραφής
σκέφου πως άμα γίνει
Κάνεις το θαύμα Σου και Συ,  
Βολεύονται κι εκείνοι.

(Λος Άντζελες βεβαίως)

ΣΤΟ ΣΗΑΤΛ

Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει
Οι διώκτες μου να χάσουνε τα ίχνη.
Θα πάω στο Σηάτλ που όλο βρέχει
Να φύγω από τον ήλιο που όλα δείχνει.

Θα πάω στο Σηάτλ. Κάτι σταλμένο
Από ψηλά το σώμα μου θ’ αγγίζει.
Κάτι Ουράνιο ό,που κι αν πηγαίνω
Κάθε μου γήινο θα εξαγνίζει.

Θα πάω στο Σηάτλ. Μες στη βροχή του
Το πάθος μου το μέγα ίσως σβήσει
Κι έτσι θαμμένος στην υγρή τη γη του
Κάτι καινούργιο ίσως να βλαστήσει.

Λος Άντζελες 1989

Α ΚΑΜΜΕΝΑ
    
-Για ποιόν δεντράκια μου απόψε κλαίνε
θρηνούν τα πράσινα σας τα κλαδάκια;
-Τα χείλια κλαίνε σ’ αγαπώ που λένε
Και πίνουνε της άρνησης φαρμάκια.

-Για ποιόν δεντράκια μου τα μαραμένα
Κλαδάκια σας τα φύλλα σας μαδούνε;
-Μοιρολογούν τα χείλη τα καμένα
Που δεν μπορούν το "σ’ αγαπώ" να πούνε.

Λος Άντζελες,   1992
 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΣΑΓΑΝΕΑΣ

Καλός ηθοποιός ο Τσαγανέας.
Πόσα χρόνια να ’ναι τώρα πεθαμένος;
Κι όμως τον βλέπω στην οθόνη της τηλεόρασης.
Τον ακούω.
Αλλά να τον αγγίσω δε μπορώ
Ούτε να τον γευτώ ή να τον οσμίσω.
Με δυο απ' τις αισθήσεις μόνο μπορούμε να μιλάμε για
ζωή;
Ισως αργότερα. Ισως τα μόρια εκείνα κάποτε
Στην ίδια θέση να βρεθούν
Και την οσμή να ζωντανέψουν πάλι και την επαφή.
Και τότε θάχουμε-μιά νεκρανάσταση; Οχι.
Μιαν αναβίωση; Μπορεί.
Οπως και να το πούμε, θα ’χουμε πάλι ζωντανό τον κύριο Τσαγανέα.
…Θα ’χει γυρίσει άραγε κι ο χρόνος πίσω;
Κι ο τόπος θα ’ναι η Αθήνα πάλι του εξήντα;
Ενα ξαναρχίνισμα;
Κι ο άνθρωπος θα είναι πια θεός
Αφού ζωή θα ’χει δημιούργησει;
Και θα ’ν’ αυτό η αθανασία;
Αθανασία;..
Μα τί; Πέθανε κάτι κάποτε;
Οχι.
Τίποτα.
Τίποτα βεβαίως βεβαίως!

Λος Αντζελες, 3 Μάη 1995
 

ΜΕΡΙΚΗ

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική  
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που υπάρχουν έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω.

Λος Άντζελες 1987

Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, που βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω ως εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δεν μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέομαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρει ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

(Λος Άντζελες, εργοστάσιο Plummer,1987)
 

ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
(μυθολογία)

Μέσα στο δώμα το μ’ εξωτικά φυτά
και μ’ έπιπλα ολόχρυσα γεμάτο  
που η βασίλισσα μόνο επιτρέπονταν να μπαίνει
πλατιά ο Ορέστης άνοιξε και μπήκε.

Το βλέμμα του το σίγουρο κι αποφασιστικό,  
της Κλυταιμνήστρας το αγέρωχο αντάμωσε.
Κι αμέσως συνεννοήθηκαν.
Γιατί για χρόνια και οι δυο
για τη στιγμή ετούτη ετοιμάζονταν.

Ξέραν κι οι δυο-εκείνη
ότι έφτασε η ώρα
που σε ίσκιους άγνωστους ανάμεσα
και στην αιώνια τη σιωπή θα την εβύθιζε,
κι αυτός πως ό,τι καθώς εύβοτος καρπός  
για χρόνια ως τώρα εντός του ωρίμαζε
ωραίον τώρα πια θα τον τρυγούσε. 

 ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
(μυθολογία)

Επειδή όχι τα πόδια του,
μα το χέρι τον έσπρωχνε απαλά της Αριάδνης
γι αυτό θαρρετά τόσο το τέρας ο Θησέας πλησίαζε-
όπως  αυτός που ξέρει
πως κάποιος ενδιαφέρεται για κείνον
και τον βοηθά.
Γιατί όπλα δεν είχε άλλα
πάρεξ από τον μίτο και τα χέρια του.

Και γρήγορα έτσι στο θηρίο έφτασε.
Πάνω του όλος ερίχτη
και τα χέρια του το αδράχνουν...

Αλλού κοιτώντας το κεφάλι του, το σώμα αλλού
κείτεται τέλος νικημένο το θηρίο.
Τα μάτια του για λίγο ανοίγει
για πάντοτε προτού ευθύς του κλείσουν.

Με νίκη μεθυσμένος ο Θησέας τραβάει προς την έξοδο.
Εκεί κάποια γυναίκα τον περίμενε.
Ουφ! Γυρίζοντας
μπορεί σε κάποιο να την άφηνε νησί...

Αφγανιστάν: Οι Ταλιμπάν απαγορεύουν σε γυναίκες να επισκέπτονται τις ίδιες ημέρες με τους άνδρες πάρκα ψυχαγωγίας.
27-3-22-οι εφημερίδες

Κατάντια! Γιατί παρακαλώ; Γιατί να μην πηγαίνουν ανεξαρτήτως φύλου όποτε θέλει ο καθένας-άντρας ή γυναίκα;
Να κάνουνε τη βόλτα τους, να γνωριστούν μεταξύ τους άντρες με γυναίκες, να ξαπλώνουν στο χορτάρι οι γυναίκες για να βρουν λίγη δροσιά το καλοκαίρι, να γνωρίσουν οι γυναίκες τον άντρα της βραδιάς και οι άντρες τη γυναίκα της βραδιάς ώστε να μην πεινάνε για έρωτα ούτε οι άντρες ούτε οι γυναίκες, έτσι που την επομένη να μπορούν να βγουν έξω με ανοιχτό τσερβέλο, παράλληλα να γίνεται και τζίρος στα προφυλακτικά και στα χάπια αντισύλληψης, να δουλεύουν οι μαιευτήρες για τυχόν απρόσεχτους, να γίνονται καυγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι, να δουλέψουν οι δικηγόροι, οι δικαστές, να υπάρξουν αντιζηλίες και να πέσει ξύλο-να έχει αποποινικοποιηθεί βέβαια πρωτίστως και η μοιχεία ώστε και οι παντρεμένες και οι παντρεμένοι να μπορούν άφοβα να συνουσιάζονται χωρίς τις συνέπειες που ο αγροίκος νόμος περί μοιχείας στον καιρό τον απαρχαιωμένο επέφερε-, πολλές  γνωριμίες μιας βραδιάς να καταλήξουν σε σχέση, να γίνουν εκμεταλλεύσεις γυναικών από άντρες, να υπάρξουν καυγάδες, διαπληκτισμοί για οικονομικά θέματα, να υπάρξουν ζηλοτυπίες, νάζια, απιστίες, να μπορούν να πασάρονται ο ένας από τον άλλο σε άλλους, να πίνουν τις τζούρες τους μαζί γιατί η πρόοδος πάει πακέτο με αυτό, να κλέβουν κανένα βενζινάδικο ή κανένα περίπτερο για πλάκα, να κάνουνε τα ταξιδάκια τους με το δίκυκλο, να πιάσουνε καμιά δουλειά του ποδαριού για να τη βγάλουνε δυο τρεις ημέρες σε καμία πλαζ, να πετάξουνε μερικές  μολότοφ σε μπάτσους γιατί η ελευθερία και η δημοκρατία το επιβάλλει, να διοργανώσουνε κανένα πάρτι σε κάνα γκρέμιο, να κάνουνε κανένα ερωτικό τρίο ή κουαρτέτο πάνω στο κρεβάτι για ποικιλία, να χτυπήσουνε κανένα πορτοφόλι στο λεωφορείο, να βάλουνε φωτιά σε κανα διαμέρισμα πάνω στο μεθύσι ή στη μαστούρα τους, να μπούνε σε καμία καλύβα όπου μια γριά θα φυλάει πέντε ευρώ, να καθαρίσουνε άμα το φέρει η περίσταση κανέναν όπως κάνουν οι νέοι και οι νέες στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο, να απελευθερωθούνε τέλος βρε αδερφέ, γιατί τι είναι η ζωή την σήμερον ημέραν χωρίς ελευθερία να πούμε και χωρίς νταβατζιλίκι και τζερτζελέ;….

Και όλα αυτά τους τα στερούν οι απολίτιστοι, οι αρχέγονοι, οι αχρείοι Ταλιμπάν!
Αίσχος!
 

     «ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ»

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι κι αν βρεθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού,
σε μια Φωνή, σ’ ένα Λυγμό,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!.. Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και απομέσα τους γελούν-
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
για ν’ ακουστούν δυο τρεις «κυρίες»!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’  έξω!  έξω! ν’ ακουστούμε…

ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΩΡΑ ΒΟΥΛΗΣ!

«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέκει μες στο βράδυ,
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο  Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
Φώτα Παιδείας… Πνεύματος… και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει… ε τότε… μας τ’ αλλάζει…
 

Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

27 ΜΑΡΤΗ,ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ
(στίχοι για παιδιά)

Τόσο κρυφοί είναι όλοι τους,
και τόσο θλιβεροί,
που λες κι ανακαλύψανε
τη γλώσσα, επειδή,

να κρύψουνε γυρεύανε
μ΄ αυτήν, κάθε δικό τους,
από γειτόνους, φίλους τους,
κι  από τον εαυτό τους...

Και σιχασιά όταν νιώσουνε
απ΄ αυτό τους το κρυφτό,
στο θέατρο πηγαίνουνε,
να βλέπουνε σ΄ αυτό

τον εαυτό τους μ΄ όλα του
τ΄ άσχημα και κρυφά του,
κι έτσι να καταφέρουνε
να ΄ρθούνε πιο κοντά του...

Και ας μη έτσι κάνοντας
Κάτι να πετυχαίνουν,
Μόνο από αξιοπρέπεια
Πιότερο να φτωχαίνουν,
 
όταν μας παίρνουνε μαζί
κι εμάς εκεί οι μεγάλοι
εμείς-και ας μην ξέρουμε
το έργο τι θα βγάλει,

μα κερδισμένοι βγαίνουμε
από τα έργα όλα
γιατί σε κάθε διάλειμμα
πίνουμε κόκα-κόλα!..
 

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ

Eίναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς-αχ-να τα γεμίσεις.

Μην τ' αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις.
Μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που 'χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια… κάτι να… κάτι κινεζάκια...

(Λος Άντζελες 1994)

ΓΚΑΖΑΚΙΑ

Χρηματιστήριο.
Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση κλέβουν.
To βατραχάκι πηδάει μέσα στα νερά.
Η αράχνη ετοιμάζει το δλητήριο της.

Οι νέοι βάζουνε γκαζάκια
και φαντάζονται τους εαυτούς τους ήρωες.
Και ονειρεύονται στεφάνια να κρεμιούνται
στο λαιμό ανδριάντων τους μαρμάρινων.

Οι άλλοι κλέβουνε και κλέβουνε και κλέβουνε.
Και νεαροί
διαλέγοντας ονόματα ηχηρά,
οργανώσεων,
βάζουν γκαζάκια…
 

Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ

-Οι πρωθυπουργοί μόνον,
κλέψανε δεκάδες δισεκατομμύρια.
Πού βρήκαν τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του ανάπηρου
στο θάνατο του τραυματία
στην πορνεία της γυναίκας.

-Οι υπουργοί μόνο
κλέψανε πέντε δισεκατομμύρια.
Πού τα λεφτά βρήκαν αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ' τους μιστούς και τις συντάξεις,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ' των βιομήχανων τις μίζες.

-Ο βουλευτής πού εβρήκε τα λεφτά
και βίλλες χτίζει κι αγοράζει νυφικό
για τη γυναίκα του εκατό χιλιάδες
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ’ την κλοπή στην αγορά των όπλων
κι από των θεσσαλονικιών την πεθυμιά
να 'χουν πολιτικό έναν δικό τους.

-Κι οι έλληνες τι κάνανε γι αυτό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Τους ξαναψήφισαν.

-Και τι για όλ' αυτά
κάναν οι νέοι της χώρας μου
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Βάλαν γκαζάκια.
-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
τίποτα δε βρήκα τέτοιο να μετρήσω,
-Και η αντρεία
και το φιλελεύθερο
κι η εξυπνάδα των ελλήνων
τι έγινε-
πού πήγε,
που γι αυτήν καυχιώνται,
αφού αφήνουν να τους κλέβουνε
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ' άλλα.
-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιo θα 'ναι
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Ο γρήγορος αφανισμός.
 

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
(μυθολογία)

Σαν ρόδι άνοιξεν η γη κι εν’ άρμα εβγήκε
με τέχνην έξοχη φτιαγμένο απ’ τους τεχνίτες
που χρόνια διάθεσαν δουλειάς
αφού άλλο τίποτα εκεί δεν κάνουν.

Στη γη ακούμπησαν οι ρόδες οι χρυσές
και τ’ αργυροπεταλωμένα τ’ άλογά του, τόσο μόνον
όσο χρειάστηκε ο ηνίοχος, απ’ τον καρπό
του δεξιού της του χεριού να την αδράξει

και δίπλα του στο άρμα πάνω να τη βάλει..
Αυτή, σαν είδε πάνω τους να κλείνει η γη
και στο απόλυτο σκοτάδι μέσα όταν βρέθηκε,

φόβο ένιωσε μεγαλον τόσο, που την έσπρωξε
στου μόνου δυνατού που ήξερε εκεί κάτω
τη θέληση και την ανάσα καταφύγιο να ’βρει.
 

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ   
(μυθολογία)


Άναψε ένα κερί. Καθόλου
στα λόγια του Έρωτα δεν πίστεψε:
ότι δεν έπρεπε να τον ιδεί
γιατί αλλιώς θα χάνονταν εκείνος.

Κι αυτή, στη φλόγα ενός κεριού τον είδε.

Δεν ήταν τέρας όπως εφοβόνταν-ένας νέος,
όμορφος σαν ήλιος νέος.

Όμως ετρέμισε από φόβον η καρδιά της
γι αυτή της την παρακοή
και σε μια κίνησιν φυγής της
κεριού καυτή σταγόνα τον εξύπνησε.

Την είδε να τον βλέπει
κι ήρεμα, σοβαρός: «Φεύγω», της είπε
«με απιστία ο Έρωτας δε ζει».
Και πήγε.

Κι αυτή τους κάμπους και τα όρη επήρε
και άπελπα έκτοτε κι ανεύρετα τόνε ζητά.
 

ΧΡΗΣΤΙΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


Χρόνος: Μάης 1828.
Τόπος: Βρωμόσελα (η σημερινή Θωκνία) Μεγαλόπολης.
Τούρκικες σκηνές με πρώτη την πολυτελή σκηνή του Αχμέτ Βέη Βαβυλώνιου. Μπροστά από τις σκηνές η Επιτροπή, που έκρινε ποιοι από τους έλληνες και τους τούρκους θα έμεναν στην Ελλάδα και ποιοι θα πήγαιναν στην Αίγυπτο, μετά από την απόφαση για αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Ξάφνου, από τη σκηνή του Αχμέτ Βέη πετιέται η Χριστίνα και πέφτει μπροστά στα πόδια του πατέρα της, που είναι πρόεδρος της Επιτροπής κρίσης, ενώ στην πόρτα της σκηνής στέκει ο Αχμέτ Βέης.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με μαζί σου!
Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με από δω!
Πατέρα άπλωσε το χέρι σου και βγάλε με απ' αυτό τον τάφο!
Βγάλε με πατερούλη μου! Άπλωσε το χεράκι σου-το στιβαρό σου χέρι-
όπως μικρή το άπλωνες να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά
ή για να πάρεις το ντουφέκι απ' τη γωνία.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-μπορείς.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-είναι δυνατό- και βγάλε με από δω.

Τρία χρόνια τώρα είμαι πεθαμένη. Όχι πεθαμένη...όχι, δε νιώθουνε οι πεθαμένοι.
Μα εγώ νιώθω, δεν είμαι ξύλινη, το ξέρεις πατερούλη.
Πόσο δεν έκλαιγα όταν έβλεπα τη γάτα μας μ' ένα πουλί στο στόμα…

Μ' έβλεπες και με ξέρεις πατερούλη.
Και όταν έβρεχε υπόφερα γιατί θα βρέχονταν τ' αρνιά μας.
Δεν είμαι ξύλινη. Με ξέρεις πατερούλη.

Κλαίω και τώρα. Όχι, δεν κλαίω-στέρεψαν τα μάτια μου πατέρα.
Μέσα σε τόσους κι είμαι μόνη μου πατέρα!
Μέσα σε τόσους που με ξέρουν κι είμαι άγνωστη πατέρα!
Μέσα στον ίδιο μου τον τόπο κι είμαι ξένη.
Ξένη όχι για τους άλλους μόνο
αλλά και για τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μου μιλάνε πατέρα και δεν καταλαβαίνω τι μου λένε.
Θέλω να μιλήσω πατέρα, μιλάω και κανένας δε με νιώθει.
Ως και τ' όνομά μου πατέρα κανείς δε νιώθει να το πει.
Δεν έχω πια όνομα πατέρα.
Δεν έχω ούτε τη χάρη που μια πέτρα έχει μες στο λόγγο.
Τήνε λένε "πέτρα".
Εγώ πατέρα όνομα δεν έχω.
Και δίχως όνομα πατέρα δεν υπάρχω.

Θέλω να πω κάτι και δεν ξέρω πώς.
Αν το πω στη γλώσσα μας πατέρα θα με κοροϊδέψουν.
Θα με λοξοκοιτάξουν.
Και δίχως γλώσσα η ζωή είναι θάνατος πατέρα.

Ας μην ήτανε ανάγκη να μιλάμε.
Ας συνεννοούμασταν με χειρονομίες.
Η σκλαβιά τότε θα ήτανε υποφερτή.

Πατέρα πάρε με από δω!
Γυρνάω δεξιά-τούρκος.
Γυρνάω αριστερά-τούρκος.
Κι εγώ δεν είμαι τουρκάλα πατέρα.
Τι δουλειά έχω ανάμεσά τους;

Γυρνάω να δω τον άντρα μου και τούρκο βλέπω ένανε πατέρα
που κάθε μέρα προσκυνάει ένα θεό που δεν τον ξέρω.
Ντυμένο τόνε βλέπω μ' άλλα ρούχα
στολισμένονε μ' άλλα στολίδια
που εγώ πατέρα μου δεν τα γνωρίζω.
Αλλιώς μιλάει, αλλιώς γελάει, αλλιώς καλημερίζει τους περαστικούς.

Ποιος θεός το θέλει αυτό πατέρα;
Αν το 'θελε δε θα μας έκανε άλλους γραικούς και άλλους τούρκους.
Θα μας ανακάτευε.
Θα μας έδινε από τη γέννα μας ίδια, κοινή ψυχή,
που να μην έχει διαφορά η μια απ' την άλλη.

Τα βράδια όταν πέφτουμε στο στρώμα
δεν είναι χέρια αυτά που μ' αγκαλιάζουν αλλά φίδια.
Φίδια που κάνουν έναν κύκλο γύρω μου θανατερό.
Κι ανάμεσα στα σκέλια μου πατέρα
δε νιώθω τη ζωή να σπαρταράει γυρεύοντας
χώμα να βρει να δέσει, να καρπίσει,
αλλά το θάνατο να θέλει μέσα μου άφευγα να μπει
όπως κι εγώ σ' εκείνον είμαι τρία χρόνια τώρα μέσα.

Γυρνώ το σπίτι μου να δω και βλέπω ξένο σπίτι
που όλα του με διώχνουνε αντίς να με γυρεύουν.
Και όλα μέσα του κλεμμένα από τους έλληνες.
Όπως κι αυτό το ίδιο.
Όπως κι εγώ πατέρα.

Μ' έχει αυτός ο άντρας κλέψει από το σπίτι μας-το ξέρεις δα-
μη ακούγοντας τα κλάματα και τις φωνές μου.
Πικρό είναι το ψωμί που τρώω μαζί του μέσα δω.

Αν ήταν να κλεφτώ πατέρα
ήξερα εγώ να διάλεγα τον κλέφτη μου.
Πανώρια παλληκάρια με γυρεύανε
όπως τον κάμπο η βροχή γυρεύει.

Τώρα πού είναι τάχα αυτά τα παλληκάρια;
Για μένα μια θαμπή ανάμνηση μονάχα είναι
ίσα για να γυρίζουνε στο κλάμα την ψυχή μου.
Κ ι ίσως ανάμνηση να είναι και για σας-
ίσως κι αυτά να πέσανε απ' το τούρκικο σπαθί.
Και το σπαθί αυτό το βλέπω-να το!
Το βλέπω κάθε μέρα κρεμασμένο
στον τοίχο του σπιτιού του άντρα μου.
Σπαθί που θέρισε σα στάχυα αμέστωτα τους νέους του χωριού μας.
σπαθί που έχυσε των αδερφιών μου το αίμα'
το αίμα το δικό μου-το ελληνικό.
Το βλέπω κάθε μέρα εκεί, στον τοίχο κρεμασμένο και το νιώθω
σαν το λαιμό μιας λάμιας που το αίμα πίνει από τη λίμνη της φυλής μας.

Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ;
Πώς που αν στερέψει εκείνη η λίμνη σβήνει η ράτσα μας;
Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ
που ακούω τη φωνή της λίμνης μας να με ζητάει σταγόνα της να γίνω;

Πατέρα πάρε με από δω.
Κάθε που βρέχει βρέχει στην ψυχή μου.
Ο ουρανός με το φεγγάρι και τ' αστέρια του
μία μεγάλη τούρκικη σημαία. Και τον μισώ.
Πάρε με από δω πατέρα.
Εδώ ερμιά. Εκεί, ανάμεσα στους έλληνες
όλα καλά πατέρα.
Τα πουλιά κελαδούν. Εδώ στριγγλίζουνε.
Τα δέντρα ανθούν. Εδώ νεκροφορούνε.
Εδώ το φως δεν έρχεται πατέρα. Όλο
στον κήπο μας και στου χωριού μας τα δρομάκια τριγυρίζει.
Πατέρα πάρε με από δω.


ΑΧΜΕΤ

Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις.
Η πρώτη ανάμεσα είσαι στις γυναίκες μου.
Διαμάντια και χρυσαφικά σου σκέπουνε κορμί και ρούχα.
Δουλειά καμιά να κάνεις δε σ' αφήνω-
δούλες μονάχα σου 'χω να διατάζεις.
Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις από μένα.
Μήπως σε μάλωσα καμιά φορά; Μήπως σε χτύπησα;
Μήπως καμιά φορά δεν έκανα ό,τι μου 'πες;
Το σπίτι μας παλάτι. Ο Αλλάχ
όλα μου έχει δώσει τα καλά. Κι εγώ με τη σειρά μου
στα ποδαράκια σου μπροστά τα 'χω απλωμένα.
Πως σ' αγαπώ το ξέρεις. Καθημερνά
με τα έργα και τα λόγια μου στο δείχνω.
Γιατί να θέλεις να μου φύγεις περιστέρα μου;
Δε σκέφτεσαι την πίκρα που θα με ποτίσεις;
Σ' έκλεψα, ναι.
Μα έτσι κάνουν όλοι οι μπέηδες.
Όμως δε σ' έκλεψα για να σε κάνω σκλάβα.
Βασίλισσά μου σ' έχω κάνει. Και γιατί;
Γιατί ο έρμος σ' αγαπώ.
Χριστίνα μου μη φύγεις.
Δε μ' αγαπάς λοιπόν καθόλου;
Και αν εδώ, σε τόπο ξένονε για μένα
τόσα καλά τριγύρω σου έχω απλωμένα
όταν θα πάμε στην πατρίδα μου διπλάσια,
τριπλάσια και καλλίτερα θα σου χαρίσω-
γιατί τ' αξίζεις περιστέρα μου.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Πατέρα διώξ' τον σε παρακαλώ.
Μη τον αφήνεις να με πλησιάσει.
Το χνώτο του σαν ρούχο αρρώστιας με τυλίγει.
Τώρα πατέρα μου που σ' είδα πάλι
φούντωσε μέσα μου η φωτιά και πάλι της γενιάς μας.
Νεκρή 'μουν και μ' ανάστησε.
Και δεύτερο ένα θάνατο πατέρα δε θα τον αντέξω.

Κοίτα πατέρα! Κοίτα! Ποιος ειν' αυτός;
Μην είναι αδερφός μου;
Μη ξαδερφός μου είναι;
Μη πατέρας;
Μη γειτονόπουλο ή χωριανός μου;
Τ’ είναι πατέρα;
Άντρας μου!
Και τ' ειν' ο άντρας παρά μιαν ανάγκη
κι αυτή με υποχωρήσεις άμετρες δεμένη
ίσα για να κρατιέται από 'να πέσιμο;
Μα έστω κι έτσι ειν' άντρας μου αυτός;
Κοίτα πατέρα ανάμεσά μας! Κοίτα!
Δεν ξεχωρίζεις ένα τοίχο θεόρατο
που μας χωρίζει ανένωτα τους δυο μας;

Άντρας μου αυτός;
Έξω απ' το κορμί μου τίποτ' άλλο μου δεν άγγιξε.
Κοίτα πατέρα την ερμιά τριγύρω του την άγρια.
Και τη δικιά μου δες την έρημο τη διψασμένη.
Πατέρας μου είσαι και μπορείς να βλέπεις ό,τι βλέπω.
Γάμος θα πει να βάζουμε στη ζυγαριά χρυσάφι
και να μετράμε υπηρέτες και δουλειές;
Κι ακόμα έτσι να 'τανε πατέρα,
με τα δικά μας πλούτη με στολίζει αυτός.
Με κείνα που 'κλεψε από σε και μείναμε στους δρόμους-
όπως εμέ κι εκείνα τα 'χει αρπάξει. Όμως πατέρα
με τ' αρπαγμένο αγάπη δε στεριώνει. Τέτοια χαρά
το χαρισμένο μόνο την κρατεί.
Και τι έχει ένας αλλόφυλος πατέρα να χαρίσει;
Κ ι όλος φτιαγμένος από μέλι να 'ναι
ξύδι μετράν αυτά για κάθε ντόπιο'
και ξένος ειν' αυτός για με πατέρα.
Κι αν δεν το νιώθει έτσι αυτός, είναι ίσως
γιατί το γένος του δεν έχει ρίξει ρίζες μες στο χώμα.
Μα η δική μου ρίζα είναι πατέρα
χρόνια χιλιάδες πριν γερά δεμένη
με του' τα χώματα που τα πατούμε
και που μονάχα αυτά να μας σκεπάσουνε ποθούμε-
τάφος αλλού δε μας χωράει πατέρα.

Δεν πρέπει λέει να 'χω παράπονο από κείνον!..
Άκουσα που με φώναξε Χριστίνα.
Αυτό φαίνεται θα 'ναι τ' όνομά μου.
Μα τ' άκουσες πατέρα πώς το είπε.
Άκουσες πώς στα χείλια του κακόπαθε
πριν βγει από μέσα του σακατεμένο'
Και μόνο αυτό πατέρα μου δε φτάνει
πίσω-εδώ, κοντά σας να με πάρεις;

Η γλώσσα ειν' η πατρίδα μας πατέρα.

Και αν Χριστίνα δε με λέγανε πατέρα
τότε Παράπονο θα ήταν τ' όνομά μου.

(Ο Αχμέτ βγαίνει στη σκηνή του και γυρίζει σε λίγο με το παιδί τους στην αγκαλιά)

Παράπονο από τη ζωή. Παράπονο απ' τον κόσμο.
Παράπονο απ' τη μοίρα μου. Παράπονο απ' τις πέτρες
που δεν σηκώθηκαν βαριές επάνω μου να πέσουν
όταν το δρόμο μ' έβλεπαν της δυστυχιάς να παίρνω.


ΑΧΜΕΤ

Χρηστίνα μου, ανάμεσα σε μας πού τοίχο βλέπεις;
Αν κάτι στέκει ανάμεσα σε σένα και σε μένα
ετούτο είναι το παιδί. Να! Δες το το καημένο-
απ' το γλυκό το στήθος σου γάλα ζητάει ακόμα.
Κι αν πας μακριά από μένανε αυτό πού θα τ' αφήσεις;
Σπλάχνο ειν' από το σπλάχνο σου κι αίμα του αίματός σου.
Αν είσαι άπονη για με, πόνεσε το παιδί σου
αφού αν έφευγες εσύ, αυτό με με θα μείνει.
Μείνε Χριστίνα μου γλυκιά, σε θέλουμε κι οι δυο μας.


ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Κι αν αίμα μέσα ελληνικό στις φλέβες του κυλάει
αφού είναι με το τούρκικο το αίμα φιλιωμένο
παιδί μου αυτό δεν ειν' εμέ. Δικό μου αίμα δεν έχει.
Αίμα δικό μου αν έσμιγε με των τουρκώνε το αίμα
μες σε φωτιά και χαλασμό θα χάνονταν τα δυο.
Δικό σου είναι το παιδί. Παρ’ το. Σου το χαρίζω.
Μπορεί και να στο γέννησα, παιδί μου όμως δεν είναι.
Τούρκικο αίμα το παιδί δε θα 'χει το δικό μου.
Κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες του παιδιού μου
σταγόνα θα ’ναι ελληνική. Και πόλεμο μονάχα
με τις σταγόνες του αίματος του τούρκικου θ' ανοίγει.
Δικό σου είναι το παιδί.
Πατέρα, λύτρωσέ με!
Αν με μεγάλωσες εσύ και αν αρχοντοπούλα
ήμουνα μες στο σπίτι μας το τρισευλογημένο
κι αν κάποια σου' δωσα χαρά προτού η μπόρα έρθει
και μας χωρίσει ανάλγητη, τότε γλυκέ πατέρα
πατέρας δείξου αληθινός στο δύστυχο παιδί σου
και πάλι ξαναγέννησ' το-πατέρα κράτησέ με!


ΠΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η Επιιτροπή απόφαση Βέη Αχμέτ επήρε:
εδώ θα μείνει-δε θα' ρθεί μαζί σου η Χριστίνα.

.....................................................................