Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

 Εργατικό δυστύχημα στα ναυπηγεία Χαλκίδας: Συνελήφθη ο υπεύθυνος του συνεργείου.
(31-3-24)


 ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΤΗΣ 24-7-08 ΣΤΟΝ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΆ
Όταν έγινε το συμβάν στο επισκευαζόμενο καράβι, βρισκόμουν στην περιοχή. Έτρεξα γρήγορα εκεί γιατί μόνον ακουστά είχα για τα κάθε φορά επακολουθούντα, όμως δεν τα είχα δει.
Τα πτώματα των οχτώ ανδρών κείτονταν πρόχειρα πάνω σε ένα σεντόνι στρωμένο στο έδαφος.
Γύρω οι συγγενείς με πρόσωπα γεμάτα πόνο και αδημονία.
Εκεί φτάνοντας έμαθα ότι υπάρχουν και τέσσεροι  τραυματίες που είχαν ήδη διακομιστεί στο νοσοκομείο.
Στάθηκα μαζί με τους άλλους που ήταν εκεί, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα.
Αμέσως κατέφτασε στον τόπο της τραγωδίας ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
Όταν πλησίασε στο χώρο, οι νεκροί φάνηκε να παίρνουν ένα ροζ χρώμα, που αν δεν ήξερε κανείς ότι είναι σκοτωμένοι, θα τους έπαιρνε για ζωντανούς που κοιμούνται.
Όταν ο υπουργός έδωσε εντολή να αρχίσει αμέσως η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, ο πρώτος από αριστερά νεκρός ανάδεψε τα χέρια του, άνοιξε τα μάτια, είδε γύρω του και σηκώθηκε.
Πρώτα πήγε και έπεσε στην αγκαλιά των δικών του γεμάτος χαρά. Όταν τελείωσε αυτό πήρε θέση ανάμεσα στους άλλους εργάτες που περιμένανε φωνάζοντας  κιόλας ενάντια στον υπουργό και στην κυβέρνηση.
Ο επικεφαλής των εργατών πήρε ένα μεγάφωνο και είπε:  «μας βάζουν να δουλεύουμε χωρίς να έχουν παρθεί μέτρα ασφαλείας στο χώρο δουλειάς…Στο συγκεκριμένο καράβι έγινε έλεγχος των μέσων ασφαλείας πριν από ημέρες, τα μέτρα βρέθηκαν ανεπαρκή, όμως οι δουλειές σταμάτησαν για μια μέρα μόνο. Την επόμενη, κάτω από την πίεση των πλοιοκτητών, η δουλειά ξανάρχισε…»
Αμέσως όταν ειπώθηκαν αυτά ο δεύτερος νεκρός εργάτης σηκώθηκε, τίναξε τις σκόνες από πάνω του και πήγε να πλυθεί από τις μαυρίλες που του είχε αφήσει η έκρηξη του θανάτου του. Κατόπιν πήγε στη στάση να πάρει το αυτοκίνητο για να πάει στο σπίτι του-ήταν αλλοδαπός και δεν είχε συγγενείς στην Ελλάδα.
Μετά και τη δεύτερη νεκρανάσταση το συγκεντρωμένο πλήθος ένιωσε πιο ανακουφισμένο.
Ύστερα όλοι οι παρευρισκόμενοι βάλθηκαν να ανοίγουν όσα ραδιοφωνάκια ή φορητές τηλεοράσεις είχαν μαζί τους  και αφού ρύθμισαν την ένταση  στη διαπασών τα τοποθέτησαν κοντά στους νεκρούς ώστε να φτάνουν ως αυτούς όσα λόγια έβγαιναν από τις συσκευές αυτές.
Και δεν άργησε να μιλήσει κάποιος επίσημος.
Ήταν ο Παπανδρέου.
Και ακούστηκε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να λέει ότι οι υπεύθυνοι σπαταλούν τα χρήματα όχι για τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς των εργατών, αλλά για να πλουτίζουν, και πως όταν αναλάβει αυτός την διακυβέρνηση της χώρας τα πράγματα θα αλλάξουν. Τότε είναι που και τρίτος νεκρός αναστήθηκε.
Μερικά μπράβο ακούστηκαν και για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Η προσωρινή ανακούφιση όμως διάρκεσε μόνο λίγο, αφού δεν ακούγονταν άλλα σχόλια επισήμων και άλλες καταδικαστικές για τους υπεύθυνους φωνές από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις.
Γιατί αργούσαν;
Μα να! ο εκπρόσωπος Τύπου της Κυβέρνησης  ανάστησε άλλους δύο μονομιάς όταν εδήλωσε ότι θα επιβληθούν οι ανάλογες κυρώσεις στους υπεύθυνους της έκρηξης στο καράβι.
Δύο ακόμη σηκώθηκαν όταν στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακοίνωσε ότι λυπάται πολύ για το κακό που χτύπησε τους εργαζόμενους στα Ναυπηγεία. Ήταν οι πιο ζωηρές εγέρσεις.
Μερικοί σχολίασαν ότι με τέτοια λύπη που είχε κυριεύσει τον Πρώτο Πολίτη της Δημοκρατίας μας θα έπρεπε να είχε σηκωθεί και ο όγδοος νεκρός. Και έλεγαν μεταξύ τους τι άλλο περιμένουμε πια μετά από την ομιλία του Προέδρου.
Όμως τους έκοψε τα ψιθυρίσματα η φωνή της κυρίας Παπαρήγα που δήλωσε πως για ό,τι έγινε φταίνε όλοι οι διατελέσαντες μέχρι σήμερα υπουργοί Εμπορικής Ναυτιλίας. Μέσα σε πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα αναστήθηκε και ο όγδοος νεκρός.
Και όλοι πια έφυγαν από τον τόπο που με τόσην αγωνία και με τόσο πόνο τους είχε ποτίσει, ευχαριστώντας μέσα από τα βάθη της ψυχής τους την κυβέρνηση και τους άλλους επισήμους που έκαναν γρήγορα τις σωτήριες και αναστάσιμες δηλώσεις για την δυσάρεστη κατάσταση που είχε προκύψει..
Ο Πρωθυπουργός από σεμνότητα και ταπεινότητα άφησε να μιλήσουν όλοι οι άλλοι πριν και αυτός πει τα δικά του. Εξάλλου δεν υπήρχανε άλλοι νεκροί, για τους τραυματίες μίλησε μόνο. Και το Θριάσιο έδωσε αμέσως τα εξιτήρια στους τέως τραυματίες, που τα είχε κιόλας έτοιμα, γιατί είχε μάθει ότι και ο πρωθυπουργός θα μιλήσει και ότι η ομιλία του θα αφορούσε ακριβώς στους τραυματίες.
Έτσι έλαβε αίσιο τέλος το συμβάν και καθένας πήγε στη δουλειά του, ευχόμενος να μην ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, επειδή, αν και ήταν σίγουροι όλοι ότι οι υπεύθυνοι  θα έκαναν και πάλι γρήγορα τις σωτήριες δηλώσεις τους, μα όσο να το κάνεις η όλη υπόθεση ήτανε μια ταλαιπωρία.
Και φεύγοντας κι εγώ από εκει, με δυσκολία κατάφερα να μην αφήσω να κυλίσουν τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια μου όταν αναλογιζόμουν σε ποια υπέροχη πατρίδα ζω-τη χώρα των λόγων όπου με αυτούς όλα γίνονται.

 Η ΕΛΛΆΔΑ ΕΊΝΑΙ ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΗ ΠΛΉΡΩΣ
Στουρνάρας
(περίοδος Κρίσης)

ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΣ ΚΟΥΒΈΛΗΣ
Τι αχάριστος λαός!
Πήγε η Μέρκελ να τους σώσει
αλλ’ αυτοί-τι αναιδείς!..
…έπαρση  να έχουν τόση...

ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΣ ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ
Μα διόλου δεν εντράπησαν!
«Όχι» έπρεπε να πούνε;
Με τέτοιο στίγμα στο εξής
πώς θα μπορούν να ζούνε;

ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΣ ΣΑΜΑΡΆΣ
Και όχι μόνο αυτό αλλά
«ναι» δεν εψήφισε κανείς.
πλέον η αγνωμοσύνη των
υπέρ το δέον ειν’ εμφανής!

ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΣ ΚΟΥΒΈΛΗΣ
Εμείς και «ναι» που λέμε
πάλι αισθανόμεθα ντροπή
κι εν περιπτώσει πάσει εμείς
λόγια ψελλίζουμε ευπρεπή!

ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΣ ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ
Εγώ αν δεν ήμουνα χοντρός
και να ’σκυβα αν μπορούσα
το χέρι της σωτήρος μας
της Μέρκελ θα φιλούσα.

ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΣ ΣΑΜΑΡΆΣ
Εγώ για να ’μαι αδύνατος
την προσκυνάω ως κάτω-
θα ’λεγα -όπως κι η χώρα μας-
κι εγώ πως πιάνω πάτο.

ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΘΩΡΑΚΙΣΜΈΝΟΙ
Είμαστε κύριοι ευγενείς
κι όπως εμείς άλλος κανείς
και τη Μέρκελ αγαπάμε
και πολύ την προσκυνάμε.

Και γι αυτό πάμε καλά
κι είμαστε θωρακισμένοι
γιατί όλο λέμε «ναι»
και το «όχι» ας περιμένει.

Και ακόμη πιο πολύ
θα θωρακιστούμε
την παρέλαση καθώς
παρακολουθούμε.

Γιατί για την τόση αγάπη
που ’χουμε στην Άνγκελα
την παρέλαση θα δούμε
πίσω από κάγκελα.

 ΔΉΛΩΣΗ ΠΑΠΟΎΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 25 ΜΆΡΤΗ 2013
                    (ή: ώδινεν όρος…)

Θρήνος πολύς ακούγεται. Πολλές καρέκλες τρίζουν.
Μήνα τσουνάμι επλάκωσε; Μήνα σεισμός εγίνη;
Ουδέ τσουνάμι επλάκωσε ουδέ σεισμός εγίνη.
Ο Κάρολος οργίστηκε με Σόϊμπλε και Μέρκελ.
Η Κρίση τον επλάκωσε στην Αττικού Ηρώδη.
«Κάρολε ρίξε τ’ άρματα, στην Ήπειρο δεν είσαι.
Εδώ είσαι σκλάβος του Όλι Ρεν, σκλάβος Λαγκάρντ και Ντράγκι».
«Η Κύπρος κι αν προσκύνησε κι αν κιότεψε η Αθήνα
άφωτη ζήση ο Κάρολος δεν έκανε, δεν κάνει».
Φακό στο χέριν άρπαξε, ρωμιούς ρωμιές φωνάζει:
«Χωρίς το φως μη ζήσωμε! Ρωμιοί κεράκια φέρτε
τι ο άπιστος Φωτόπουλος μου έκοψε το ρεύμα!»
Και τα κεράκια ανάψανε κι ο Κάρολος… κοιμήθη.

 ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΆ
            
Είπα να πω κανένα ψέμα
το έθιμο αφού καλεί
μ’ αφού ειν’ όλα ειπωμένα
 ό,τι να πω δεν ωφελεί.

Μάθαμε ότι όλα πλέον
μπορούν στη χώρα να συμβούν
και πιστευτό ειν’ όποιο νέο
σκεφτούνε, όποιοι, να ειπούν.
 
Κι αφού εχάθη η δυσπιστία
κι η περιέργεια είναι νεκρή
πια δεν υπάρχει κοροϊδία
είτε κρυφή είτε φανερή.

Καθένας μόνο στον εαυτό του
ας λέει ψέματα ή αλήθεια
κι ας ειν’ ξεχώρισμα δικό του
ποια είναι σωστά-ποια παραμύθια.
                         -----

 30 ΜΑΡΤΗ, ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πως δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια εν’ αξεπέραστο αντισυλληπτικό!

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή, τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Μπαγλάρωσε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μήπως τσάκωσε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Έπιασε τους υπευθύνους των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε ελπίδα κάποια νέα;
Ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δε θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..

Και ολ’ αυτά η πατρίδα μας καλά τα καταφέρνει
όχι με αντισυλληπτικά μέτρα που τάχα παίρνει,
μα διότι όντας ελαφριά, τόσο αεροβατεί,
που ’χει από ακτίνες τοξικές… για πάντα στειρωθεί…


  ΘΕΙΟΣ ΣΑΜ

Πριν από χρόνια Σαμ πολλά-περίπου τετρακόσα
τα πλοία σου άλλες θάλασσες άγνωστες πριν οργώσαν
και σ’ έφεραν και σ’ έβγαλαν πάνοπλον εδώ πέρα
σε νέα γη, νια θάλασσα και νέο έναν αγέρα.

Κι έσβησες και αφάνισες εμπόδιο όποιον σου ’στάθη
κι όσοι σου εναντιωθήκανε και τόσοι ανοίξαν τάφοι.
Και το καινούργιο ηλιοφώς πρωτόφεξε μαχαίρια
που αδείλιαστα κρατούσανε τα αιματηρά σου χεριά.

Κράτη ξεριζωθήκανε, φυλές ωραίες εσβήσαν,
φωνές ανθρώπων καθαρές για πάντοτε σιγήσαν.
Κι όταν τελείωσες γύρισες και κοίταξες τριγύρω
και χάρηκες τον όμορφο που σου ’λαχε τον κλήρο.

Μα η πατρίδα σου η παλιά, αλλιώς συνηθισμένη
τη νέα σου ήθελε τη γη σ’ αυτήν υποταγμένη.
Κι άρματα πάλι εζώστηκες. Κι άναψαν πάλι οι τόποι.
Και νίκησες το Βρετανό. Και θάμασε η Ευρώπη.

Κι έμεινες τώρα ολόμονος. Και γύρισες το βλέμμα
κι είδες το νέο και το παλιό που έχυσες το αίμα.
Κι αγάλλιασε η όψη σου κι είπες: "μονάχος τώρα
Τη νέα μου, τη δυνατή ζωή να ζήσω ειν’ ώρα".

Και τίποτα δεν τάραζε τη νέα μοναξιά σου.
Ήχοι ερχόνταν άγνωστοι, μεθυστικοί στ’ αυτιά σου.
Και μυρωδιές πρωτόγνωρες. Και η καινούργια γη σου
πνοή ζωής περίμενε να πάρει απ’ την πνοή σου.

Κι ένιωθες μες στις φλέβες σου το αίμα να κοχλάζει
και με τη νια σου την ορμή την άγρια να ταιριάζει.
Κι ένιωθες τα μηνίγγια σου το νου να μη βαστούνε
κι αψές μέσα τους δύναμες να οργούν να γεννηθούνε.

Και δεν εστάθης μια στιγμή τη νίκη να γιορτάσεις.
Σ’ αγώνα εδόθηκες ευθύς-να εργαστείς, να πλάσεις.
Στην άγουρη παρθένα γη της νικητήριας πάλης-
τρόπαιο πολυπόθητο- το σπέρμα σου να βάλεις.

Κι η γης εγέννησε παιδιά. Κι άλλα τους αντρωθήκαν
κι άλλα γυναίκες ταιριαστές στους άντρες σου γινήκαν.
Και σαν παιδιά κι αδέρφια σου παλέψαν-ματωθήκαν
μα τέλος εμονιάσανε κι αδερφαγκαλιαστήκαν.

Κι αφού όσο ζει ο άνθρωπος πάντα του θα ζητάει
ένα θεό, στέρια στη γη να νιώθει πως πατάει,
ήρθαν προς σένα οι άνθρωποι ένα θεό ζητώντας-
κι ας ήταν ένα ξόανο, κι ας ήταν ένας λιόντας.

Και συ, γνωρίζοντας καλά το κάρπισμα που δίνει
ως και σε στέρφο έναν αγρό η θεϊκή αξίνη,
το πρώτο σου αποτρόπαιο μεγάλο έκανες βήμα:
"Ιδού", τους είπες, "ο θεός ο νέος σας: το Χρήμα".

Και από κείνη τη στιγμή εφωτιστήκαν όλοι
Και σα μεγάλο τους θεό έχουν το πορτοφόλι.
Κι αρχίσανε να τρέχουνε όπου υπάρχει ελπίδα
θεού να βρουν έστω και μια μικρούτσικη μερίδα.

Κι άρχισε το εμπόριο με τα υπερπόντια κράτη.
Κι αυτά δεν εμπιστεύονταν να ’χουνε για πελάτη
κάποιον που δεν επίστευε στη Χριστιανή Θρησκεία.
Κι ανέχτηκες την πίστη τους την αληθή κι αγία.

Είπες στους υπηκόους σου: "Το Χρήμα ειν’ ο θεός μας,
Η προστασία. Η δύναμη. Η χάρη μας. Το φως μας"
Μα για να τα ’χουμε καλά με κείνους τους απίστους
ας μνημονεύουμε μαζί και τους θεούς της γης τους".

Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Η Ευρώπη εκοιτούσε
με ζήλεμα επίβουλο τη γη σου που ευδοκούσε
όμως σε έριδες παλιές και μίση εθισμένη
μ’ αυτά καταγινότανε (σ’ αυτά κι ακόμα μένει).

Και Φερδινάνδοι, Κάιζερ, Ερρίκοι, Μεττερνίχοι,
δείχναν ο ένας τ’ αλλουνού ακονισμένο νύχι
και δεν τους έμενε καιρός να δούνε στη μορφή σου
τον όφι κατ’ απ’ το ιερό δεντρί του Παραδείσου.

Στο μεταξύ ο ηλεκτρισμός κι οι άλλες οι εφευρέσεις
πλαταίναν τους ορίζοντες, κι υπόσχονταν ανέσεις.
Το τρένο, το ατμόπλοιο κι ο κινηματογράφος
φτερά έδωσαν στη ζωή και στην ελπίδα πάθος.

Κι είπες προς όλους τους λαούς: "Ελάτε όσοι θέτε.
Για όλους έχω πλούτη εδώ-δουλέφτε, φάτε, πιέτε!"
Και μέσα σου: "ελάτε εδώ, διακονιαρέοι, δούλοι-
ελάτε και μας έλειψε τ’ ανθρώπινο μεδούλι".

Κι ήρθανε μαύρων καραβιές κι ήρθαν λευκών λεφούσια
Για να δουλέψουν και να φαν στη γη την υπερούσια.
Κι οι ξένοι εγινήκανε στους ντόπιους υπηρέτες
κι εκείνοι μείναν οι άρχοντες, οι πλούσιοι, οι αφέντες.

Και θέριεψες και γέμισες άμετρη περηφάνια
κι άπλωσες κοσμοκράτειρα, πανίσχυρα πλοκάμια
κι έφτιασες χωροφύλακες που τρέμουν οι πολίτες
κι έφτιασες Κροίσους πάμπλουτους και πάμπτωχους αλήτες.

Και όπλα φτιάχνεις άφθονα που για να τα πουλήσεις
"συμμάχους" λες για πόλεμο πως πρέπει να εξοπλίσεις.
Κι αν πουν δεν τα χρειάζονται, και αν σου πουν να φύγεις
κι αν πόλεμο δεν έχουνε, πόλεμο τους ανοίγεις.

Κι όταν τελειώσει ο πόλεμος υπάρχει η "βοήθεια"
(τρόπους που βρίσκει η λευτεριά σκλαβιά να γίνει αλήθεια…)-
με λίγα παλιοψίχουλα απ’ το πλούσιο σου το γεύμα
κλέβεις το πλούτος των λαών και τους ρουφάς το αίμα.

Κι αν κάποιοι ξεσηκώνονται στην αρπαγή σου ενάντια
και θέλουν να ξεφύγουνε την τέτοια τους κατάντια-
κι αν στη μεγάλη σου ισχύ γυρίζουνε τις πλάτες,
κουμουνιστές βαφτίζονται από σε και τρομοκράτες.

Είσαι η πρώτη δύναμη. Τύχες λαών ορίζεις.
Ότι κοιτάζεις σείεται και λιώνει ότι αγγίζεις.
Ότι θα πεις, για τους μικρούς γίνεται αμέσως νομός.
Το χάιδεμα απ' το χέρι σου χάλασμα, φρίκη, τρόμος.

Μας λες πως οι πολίτες σου έχουν ελευθερία.
Μας λες πως στην πατρίδα σου ανθεί η δημοκρατία.
(Ω! Λέξεις που άλλο παίρνετε νόημα σε κάθε στόμα.
Κι ω! Λέξεις που απάτριδες και πλάνες είστε ακόμα.)

Ελευθερία στους πλούσιους για να μπορούν να κλέβουν.
Ελευθερία στους φτωχούς συνέχεια να δουλεύουν.
Δημοκρατία… αλλά για σε για δήμος δεν μετράει
παρά καθείς που χρήματα και δύναμη κρατάει.

Και λες: " Για τους πολίτες μου πως ειν’ ευτυχισμένοι
Υπάρχει κι η απόδειξη τρανά διαπιστωμένη:
Το γέλιο! Στην πατρίδα μου οι κάτοικοι γελάνε.
Κάθε στιγμή. Κάθε λεφτό κι όπου σταθούν και πάνε".

Μα να με το περίφημο το γέλιο τι έχει γίνει:
Ένας τον άλλο για να φάει το στόμα του ανοίγει
αλλά σα νόμος άγραφος συνήθεια έχει περάσει
αν απ’ τον άλλο αντιληπτός γίνει, να του γελάσει.

Σαμ είναι νόμος άγραφος αλλά γεροπλασμένος
που λέει όποιος άνομα πλουτίσει είναι χαμένος.
Που λέει όποιος έσπειρε τον τρόμο είναι χαμένος.
Που λέει όποιος έκλεψε τον άλλο είναι χαμένος.

Σαμ όλα αυτά κατάλαβε, δεν είναι ρητορείες.
Γύρισε πίσω σου και δες τις αυτοκρατορίες
που έσβησαν και χάθηκαν και βούλιαξαν στη λήθη
γιατί καμιά τους δίκαια να ζήσει δεν 'βουλήθη:

Αιγύπτιοι, Πέρσες, Έλληνες,  Ρωμαίοι, Βυζαντίνοι,
Και Πορτογάλοι, Ισπανοί, Εγγλέζοι, όλοι εκείνοι
χαθήκαν γιατί στήριξαν στων άλλων την αθλιότη
Όσους στου πλούτου είχανε τα κλέη θέση πρώτη.

Κα μήπως και η χώρα σου μορφώνει τάχα ανθρώπους
που σ’ άλλους δεν μπορεί κανείς φτωχούς να έβρει τόπους;
Ας δούμε. Γιατί αν αυτό με τούτα πετυχαίνει
τότε η κάθε της βρωμιά θα ’ναι συχωρεμένη.

Μήπως ο νέος Άνθρωπος -τ' ανθρώπου η ελπίδα-
τάχα έχει τη μεγάλη σου πατρίδα για πατρίδα;
Απ’ τ’ ατσαλένια σπλάχνα σου ο άνθρωπος θα ’ρθει μήπως
που για τον άλλο άνθρωπο άγριος δε θα ’ναι λύκος;

Βέβαια κι όχι. Αδιάφορα, κρύα γεμάτη όντα
είναι η χώρα σου. Ρομπότ, που προχωρούν κυλώντας
πάντοτε καλογυάλιστα και καλολαδωμένα
κι όλα τους με το πρόγραμμα το ίδιο ρυθμισμένα.

Αυτόματη αντίδραση χωρίς καθόλου σκέψη
που έχει όλων το μυαλό τελείως αχρηστέψει.
Που έχει της διανόησης το φως εξαφανίσει
κι έχει στερέψει οριστικά της φαντασιάς τη βρύση.

Και μ’ όλα τούτα σίγουρα κείνο που καταφέρνεις
είναι της γης την άμετρη τη δυστυχία ν’ αξαίνεις.
Και μήπως τάχα μια ζωή περνούν οι υπήκοοί σου
ευτυχισμένη ή ανεκτή στην πλούσια τη γη σου;

Όχι. Οι πλούσιοι λιγοστοί και οι φτωχοί όχι λίγοι
κι η δυστυχία τους πιο πολλούς Αμερικάνους πνίγει.
Πρωί ως βράδυ στη δουλειά, διασκέδαση καμία.
Άστεγοι, πείνα, σκοτωμοί, κλεψιά, βρωμιά και βία.

Τρόμος και φρίκη. Ολολυγμοί, γόοι κοπετοί και θρήνοι
απ’ το που κάνουν στους πολλούς μακέλεμα οι λίγοι.
Και συ αν σου πούνε τίποτα τους ωμούς σου σηκώνεις
και νόμους φτιάχνεις που μ’ αυτούς το μακελειό δικιώνεις.

Για αμερικάνικο όνειρο μιλάς όπου κι αν είσαι
και του φωνάζεις του φτωχού: "φάε όνειρο και ζήσε".
Και ποιο είναι  τ’ όνειρο; Φτωχός πως αν κανείς κινήσει,
υπάρχουν πιθανότητες, λέει, πως θα πλουτίσει.

Μα όλοι οι ευνοούμενοι του βασιλιά ή του Νόμου
Τα πλούτη πάντα χαίρονταν του βίου τους του ανόμου.
Από τα χρόνια τα παλιά έτσι είναι ορισμένο.
Ειν’ τ’ όνειρό σου στην παλιά τη φόρμα αυτή χυμένο.

Όλοι με κάποιο όνειρο μέσα στην Πλάση ζούνε.
Μα αν τ’ όνειρο μένει όνειρο, οι άνθρωποι πεινούνε.
Δικό σου όμως έργο Σαμ δεν είναι οι ονειρώξεις
μα του ανθρώπου τ’ όνειρο το ωραίο να σαρκώσεις.

Όμως σε λίγους μοναχά εμοίρασες τα πλούτη.
Και τόσο είναι φυσική η ζωή γι αυτούς ετούτη,
που-κι είναι το χειρότερο-νομίζουν ότι όλοι
όπως εκείνοι, έχουνε γεμάτο πορτοφόλι,

και πως μια κάποια αναποδιά, μια κάποια ιδιοτροπία
η γκρίνια έχει των φτωχών για μόνη της αιτία.
Και δεν μπορούν να νιώσουνε πως άνθρωποι πεινάνε.
Ότι δεν έχουν να ντυθούν-κρυώνουνε… πονάνε…

Ζουν σ’ έναν κόσμο όπου φτωχός κανένας δε χωράει.
Κι ο χρόνος χρυσοστόλιστος γι αυτούς αργοκυλάει
και με νωχέλεια δέχονται σαν κάτι που τους πρέπει
όσα κυλούν απ’ των φτωχών προς τη δική τους τσέπη.

Κι όταν κανένα δυστυχή ακούσουν να βογκάει
με απορία τον δείχνουνε και λεν: “Look at this gay…”
Κι αμέσως τόνε παίρνουνε μακριά οι άνθρωποί τους
να μην  προσβάλει η θέα του την ευγενή όρασή τους.

Και όταν ξεσηκώνονται οι μαύροι και ζητάνε
να τιμωρεί ο νόμος σου αναίτια όσους χτυπάνε,
οι τηλεπαρουσιαστές μ’ αθώο ένα ύφος
λένε πως η εξέγερση γι αυτούς ειν’ ένας γρίφος.

Και λεν αλήθεια. Πράγματι, είναι βαθύ το χάσμα
που από τ’ άλλο το ’να σου έτσι χωρίζει πλάσμα.
Τόσο οι δυο κόσμοι που ’πλασες στη νέα ήπειρό σου
ξεχωρισμένοι στέκουνε-αυτό ’ναι τ’ όνειρό σου.

Οι άνθρωποι Σαμ! Οι άνθρωποι! Ληστής ο ένας τ’ άλλου
φονιάς ο μέγας του μικρού κι εκείνος του μεγάλου.
Ζούγκλα η χώρα σου, και σαν βρυχάται το λιοντάρι
αντάμα τρέμει με τα ζα του δάσους το χορτάρι.

Μήπως και κάποια ιδανικά καλλιεργεί ετούτη
η χώρα που τη δέρνουνε η φτώχεια και τα πλούτη;
Μη την αγάπη; Τη φιλιά; Την όμορφη παρέα;
Την αδερφότητα; Του νου τα υψηλά κι ωραία;

Απ’ όλα τούτα τίποτα. Όλη της η ιστορία
του χρήματος η απόκτηση… το δέος... η λατρεία…
Κι ιδανικό μονάχο τους και πάθος τους καθάριο
(Αλλά και πόσο βρώμικο) το πράσινο δολάριο,

που με τυφλή, αλόγιστη κι αλύγιστη μανία
λύπη μας κάνει τη χαρά, τη ζήση τυραννία,
και στέλνει στους κατόχους του και στους επικριτές του
τις καφτερές, κλεφτόχαρες, τις μαύρες αστραπές του.

(Τι ειρωνεία! να ’χετε χρώμα ελπίδας δώσει
σε ότι καθ’ ελπίδα μας έμελλε να σκοτώσει…
Ότι μας δίνουν τα λαμπρά των δέντρων τα κλωνάρια
τι κρίμα να το κλέβουνε τ’ άψυχα τα δολάρια!)

Κι ακούς κοράκων κρώξιμο να σκίζει τον αέρα
κι από τα μαύρα τους φτερά γίνεται η νύχτα μέρα.
Και σάρκες μισοφάγωτες βλέπουν με άδειο μάτι
τη γη μας, μίσος κι αίματα και Θάνατο γεμάτη.

Και μες στο κρύο και βουβό ανατρίχιασμα του τρόμου
Ακούς βραχνά στριγκλίσματα: "Δικό μου!", λεν, «Δικό μου!»
Και στου ύπνου το παράδαρμα «Δικό μου!», ακούς, «Δικό μου!»…
Και χέρια στραγγαλίζοντας φωνάζουνε: ΔΙΚΟ ΜΟΥ!

Όπως η φτώχεια των πολλών σ’ ανέβασε στα ύψη
η ίδια, Σαμ, ήρθε ο καιρός, τώρα να σε γκρεμίσει.
Και ούτε τότε τ’ άστρο σου χρώματα δε θα δώσει:
άχρωμη μια η δύση σου κι άξαφνη θα ’ναι πτώση.

                                  -------------

 …ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΕΊΑ ΤΟΥΣ…
(κάποια κυβέρνηση της περιόδου της Κρίσης)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Κυβέρνηση δεν είχαμε ούτε κανονική
μας έλειπε -τρομάρα μας- η ηλεκτρονική.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Πετσί και κόκαλο έμεινε
η χώρα από την κρίση
που πια το Εσωτερικών
οστά θα κυβερνήσει.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εδώ δε χρειάζεται υπουργός
να ξέρει οικο-νομία
μα υπουργός με διατριβή
στην μπουρδελο-νομία.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

Γη και ύδωρ αφού δώσαμε
στους έξω αφειδώς,
άνυδροι και μετέωροι
εμείναμε (πού αιδώς;..)-

ήτοι αφού οι έλληνες
κράτος δεν έχουν πλέον
ας κλείσει και το υπουργείο
αυτό το παραπαίον.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΆΜΥΝΑΣ

Για τους νεκρούς ανεύθυνο
το Υπουργείο Αμύνης:
ηρωικά οι έλληνες
πεθαίνουν τώρα εκ πείνης.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΜΩΝ

Αν ήσουν όχι Ανάπτυξης
μα υπουργείο Σύμπτυξης
τ’ όνομα θα σου πήγαινε.
Αν ήσουν όχι Υποδομών
αλλά υπουργείο Οικοδομών
η φτώχεια ίσως λίγαινε.
Μα σε μια χώρα ρημαδιό
δεν είσαι τίποτα απ’ τα δυο.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Βαρύγδουπο ένα όνομα
για υπουργείο άχρηστο,
καλό όχι γι άλλο τίποτα
μα για τ’ αυτί μας το άπληστο…


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Παιδεία και Πολιτισμός,
ίσον κατάργηση επαιτών.
Μα εδώ Παιδεία-Πολιτισμός
βήμα βραδύ σημειωτόν…

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Χωρίς το ένα πάει και τ’ άλλο.
Χωρίς το άλλο ούτε το ένα.
(Αλληλεξάρτηση γερή!)
Όμως εδώ, απ’ τα δυο ουτ’ ένα!


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Ανάπτυξη Αγροτική-
απ’ έξω φέρνουμε φακή.
Κι ως μάγειροι Τροφίμων,
παιδιά ούτε των φρονίμων…

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,
ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Διαφάνεια: τόσο διάφανη
που αόρατη κατάντησε!
Ανθρώπινα Δικαιώματα:
Φυτό που εδώ δεν κάρπισε!



ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Τουρίστες ντόπιοι μπόλικοι:
Αδιαφορία χαχόλικη,
τρόμος, αυτοκτονίες,
αψώνιστες κυρίες.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ
ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ναι, είναι ολόκληρη δική
Η Εμπορική μας Ναυτιλία,
και το Αιγαίο τουρκικό
έτσι… για λίγη ποικιλία…

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Ακόμα μία συλλαβούλα
και προστασία να! με τη βούλα:
«Πολιτικών» κι όχι «Πολίτη»…
Το θέτε αλλιώς;- «Κάθε Αλήτη»!

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ

Να βρούνε κάτι έτοιμο
να φάνε και οι τούρκοι
καθώς τις ρόγες σταφυλιών
οι χοντρουλοί τρων σκούρκοι.

 ΠΟΡΝΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΣΙΠΡΑΣ
(συνάντηση Ερντογκάν-Τσίπρα)

«Εξουσία χωρίς υπευθυνότητα: Το προνόμιο των πορνών σε όλες τις εποχές.»
Rudyard Kipling, 1865-1936, άγγλος συγγραφέας, Νομπελ 1907.

Πώς εκατάντησε κι η Αριστερά!
Το Κου Κου Ε
μοιάζει μονάχα ακόμα αντρίκιο.  

Πώς μία πουτανίτσα γελαστή μπρος στον προστάτη της παρουσιάζεται…  
Πώς μια εκδιδόμενη μπροστά στον πλούσιο υποψήφιο πελάτη χαχανίζει…
Πώς μία πόρνη φτηνή, δουλοπρεπής, βαριοβαμμένη
τρέχει στο κάλεσμα του προαγωγού της
και όλη σειέται και κουνιέται μπρος του πρόστυχα
μη και κανέναν πόθο το χυδαίο φέρσιμό της του ξυπνήσει…
Έτσι προυσιάστηκε ο αριστερός πρωθυπουργός μπροστά στον Ερντογκάν.

Ωραία! Ξέρουμε πως οι τούρκοι
με μια τους κίνηση κάνουνε σκόνη την Ελλάδα.
Ωραία! Ξέρουμε πως η Ελλάδα είναι μηδέν
και η Τουρκία δέκα.
Μα είναι ανάγκη να το δείχνουμε σ’ όλη τη γη;

Ο Ερντογκάν τον έβλεπε
σοβαρός
αξιοπρεπής
αγέλαστος.
Όπως να κάνουν οι ηγέτες πρέπει.  
Μα και με μια δύσκολα που έκρυβε
αηδίας έκφραση στο πρόσωπο
που η διπλωματία τον υποχρέωνε
με κοκοτίτσα μία δίπλα δίπλα να βρεθεί
μαζί της να μιλήσει
και, ακόμα
το βρωμερό της χέρι ν’ ακουμπήσει.

Όμως μη τόσο εναντίον του πρωθυπουργού.
Δίκαιοι ας είμαστε.
Είναι και κείνος σοβαρός κι αμίλητος  
όταν στα πάτρια βρίσκεται τα εδάφη.
Και κει δεν έχει μπρος του μία μόνον πουτανίτσα
μα εκατομμύρια έντεκα από δαύτες
(αν στο νούμερο λαθεύω
είναι που το αποτέλεσμα δεν ξέρω
της τελευταίας μας απογραφής).

 «ΠΡΟΣ ΩΡΑΣ»
(Το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα γίνεται κυβέρνηση)

Σάλος. Φουρτούνα, Ταραχή. Αντάρα. Τρικυμία.
Κουμουνιστές  εκάμανε γκουβέρνο στη Γραικία.
Φόβος και τρόμος άπλωσε πάνω από την Ευρώπη.
Βλέπουν με μάτι ανήσυχο εδώθε όλοι οι τόποι.
«Τσάι», «τσουράπι», «τσαγανό», «τσιγάρο», «τσιμινιέρα»,
Λέξεις που ως τώρα ήσυχες πλανιόνταν στον αέρα
Μα κι όσες άλλες  από «τσ» τους έλαχε ν’ αρχίζουν
Τον Τσίπρα στους ταλαίπωρους τους γήινους θυμίζουν
Και πλέον γόοι και ποπετοί την οικουμένη ζώνουν.
Κουμουνιστές. Κουμουνιστές τη γη μας την αλώνουν.
Ο Λένιν αναστήθηκε. Ζωντάνεψε ο Μαρξ.
Και το ’νιωσε αυτό καλά ως κι ο καθένας βλαξ.
Μέχρι κι εγώ ο αδαής περί τα πολιτίκς
Και που γι αυτά ολοζωής βαθιά με ζώνει νυξ,
Κι εγώ λοιπόν κατάλαβα πολλές τι αλλαγές
Θα δει η Ελλαδίτσα μας μεγάλες και μικρές,
Πια τώρα δε θα έχουμε την Τρόικα να μας τρώει
Μα θα συναλλασσόμαστε αισίως με μια Κατρόι.
Κι αντί να μας ταλαιπωρεί τ’ άθλιο Μνημόνιο εκείνο
Θα έχουμε ένα ανθρώπινο κι ευγενικό Μηομνίνο.
Στα εστιατόρια με μισή μερίδα περηφάνια
Γαρνιρισμένη με άρωμα από χαρισμένα δάνεια
Τελείως θα χορταίνουμε την που είχαμε πριν πείνα
Και τα συσσίτια ν’ ανθούν θα πάψουν στην Αθήνα.
Τη λέξη όταν «Σύνταγμα» θα λέμε θα δακρύζουμε
Κι αντίγραφα Μνημόνιου καθημερνά θα σκίζουμε
Ενώ ο λαός ρακένδυτος στα μαύρα του τα κρέπια
Θα πλέει μέσα σε πέλαγο γεμάτο αξιοπρέπεια.
Δραχμές θα κουδουνίζουνε αντίς ευρώ στις τσέπες
Και θα ’ναι όνειρο άπιαστο οι πίτσες και οι κρέπες.
Κι οι ευρωπαίοι ενώ εμάς κοιτώντας θα γελάνε
Ο Τσίπρας θα αισθάνεται-αλί-πανευτυχής
Αγνοώντας πως γυμνόποδες στ’ αγκάθια όσοι πάνε
Είναι ηλίθιοι-τρισαλί-και όχι ευφυείς.

 Η ΗΣΥΧΗ ΒΟΥΛΗ
Γιατί οι πρωθυπουργοί μιλάνε σιγά και άτονα και χωρίς χειρονομίες μέσα στη Βουλή;
Γιατί καταπατούν την ζωηρότητα που γι αυτήν καλούν οι συζητήσεις;
Σε νεκροταφεία μιλάνε σιγά και υποτονικά, όχι μέσα στην Αγορά. Γιατί μια Αγορά είναι και η Βουλή. Αγορά αξιών, συμφερόντων, ιδανικών, αισθημάτων, αγαθών υλικών και πνευματικών.
Ήρεμοι τόνοι στη Βουλή, με τόση ευλάβεια τηρούμενοι μάλιστα, γιατί;
Και εδώ δεν μιλάμε για τις κοκορομαχίες των βουλευτών για μια λέξη που κάποιος είπε «θίγοντας» κάποιον άλλο όμοιό του, ούτε για την κάθε πληρωμένη επερώτηση που κάνουν βουλευτές και που φωνασκούν γατί έτσι θέλουν να δείξουν ότι υπηρετούν «σθεναρά» τα χρυσοπληρωμένα αιτήματα των πελατών-ψηφοφόρων τους.
Μιλάμε για τους εκάστοτε πρωθυπουργούς.
Γιατί αυτοί πάνε ενάντια στη φύση του ανθρώπου παριστάνοντας τους ήρεμους;
Η απάντηση είναι: γιατί μιμούνται τους ιθύνοντες άλλων χωρών που κάνουν το ίδιο.
Όμως γιατί οι πρωθυπουργοί άλλων χωρών το κάνουν αυτό;
Όταν λοιπόν οι άλλοι αρχηγοί συμπεριφέρονται έτσι μέσα στη Βουλή τους, δεν το κάνουν για να τους ακούσουν οι πολίτες τους αλλά κάποιοι ξένοι.
Όταν ο αμερικάνος Πρόεδρος λέει με την ήσυχη, ήπια, σιγανή και σταθερή φωνή του, για παράδειγμα: «θα φέρουμε τη δημοκρατία στο Ιράκ», πίσω από τον ήχο της φωνής αυτής ανάβουν τις μηχανές τους αεροπλάνα και φορτώνονται πύραυλοι, ενώ στο  Ιράκ ανοίγονται τάφοι.
Πάνε οι καιροί όπου ο Κρούστσεφ χτύπαγε με το παπούτσι  του το έδρανό του και η Δύση έτρεμε.
Πάνε οι καιροί που ο Χίτλερ άφριζε απειλώντας την Οικουμένη.
Τώρα οι τόνοι έπεσαν.
Το άλογο ξέρει πια ότι αν δεν υπακούσει στο «ντεεε» για να ξεκινήσει, θα ακολουθήσει το μαστίγωμα.
Οι έλληνες πολιτικοί ποιον ξένο να απειλήσουν που μόνον απειλούνται από όλους;
Έτσι προειδοποιούν και απειλούν τον λαό τους.
Όταν για παράδειγμα λένε με τον νεκρωμένο λες λόγο τους για μια προγραμματισμένη συγκέντρωση ή πορεία ότι «δεν θα επιτρέψουμε ενέργειες που θα διασαλεύσουν την τάξη», ο λαός αστραπιαία  το μεταφράζει «θα σας σπάσουμε στο ξύλο αν κάνετε κάτι τέτοιο».
Δεν έχουν λόγο να φωνάζουν οι πρωθυπουργοί. Όλα είναι κανονισμένα.  
Ξέρουν ότι κάνοντας έτσι παίζουν τις κουμπάρες. Ότι αυτοί έχουν και το μαχαίρι και την πίτα και την μοιράζουν όμορφα και συντροφικά, ενώ ο λαός ξέρει ότι θα τον τσακίσουν αν θελήσει να αντιδράσει σ’ αυτό.
Γι αυτό έχουμε πρωθυπουργικές ομιλίες σαν σε νεκροταφείο.
Αλήθεια ποιον άλλονε θα μπορούσε-με τι φόντα-να απειλήσει ένας έλληνας πρωθυπουργός εκτός από τους έλληνες;
Και ίσως αυτή τους η απειλή να είναι ανάγκη για τους έλληνες πρωθυπουργούς. Όταν απειλούνται πανταχόθεν, δεν θα πρέπει και αυτοί να δείξουν ότι και αυτοί κάτι, κάποιον, απειλούν; Και ποιον θα απειλούσαν πλην εκείνων που μπορούν ατιμώρητα να απειλήσουν;..
Ένας Κρούστσεφ που βγάζει τα παπούτσι του και χτυπάει μ’ αυτό το έδρανό του στον ΟΗΕ θα ήταν προτιμότερος χίλιες φορές από αυτή την κατάντια μας.
Ένας Χίτλερ που ωρύεται θα ήταν ευεργετικός για την Ελλάδα, αντί του τέλματος, αντί της θανατηφόρας για τον ελληνικό λαό άπνοιας, που πίσω της κρύβεται το καταστροφικό μπουρίνι.
 Η Χρυσή Αυγή θέλησε να ταράξει το τέλμα της άπνοιας, όμως το Σύστημα τους έχωσε αμέσως μέσα ώστε να μη διαταραχτεί η νεκρική σιωπή.

 ΜΕ  ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΙ
(L. Α. 1987)

Κύπελλο λευκό στα χέρια μου
παίρνω τη μετάληψή σου την Αγία
γη μου αστέγαστη και απωθούσα.

Από χώμα άλλου πλανήτη είμαι πλασμένος.
Το εδώ χώμα με απορρίπτει.
Με μεθυστικό νερό άλλου στερεώματος ζυμώθηκα.
Το εδώ νερό με διαχωρίζει.
Ως έλαιον επιπλέω αγόμενος.

 Οι δημοσιογράφοι πληρώνονται με πολλά λεφτά, διαβάζω στα μπλογκς.
Γιατί να μην πληρώνονται; Είναι το ένα από τα δύο πόδια με τα οποία περπατεί περήφανα και αδιάντροπα η διαφθορά, πατώντας πάνω στο σίγουρο έδαφος της εξαθλίωσης του λαού.
Υπερβάλλω; Ναι, θα πούνε οι καπιταλιστές. Όχι, θα πούνε οι σκεπτόμενοι άνθρωποι.
Ας εξηγήσω το όχι τους αυτό.
Οι δημοσιογράφοι:

Α.
-ΔΕΝ ΛΕΝΕ ο τάδε υπουργός ή ββουλευτής έκλεψε τόσα,
ΑΛΛΑ ΛΕΝΕ:
υπεγράφη η σύσταση επιτροπής….
ή
 ύστερα από σύσκεψη παραγγέλθηκαν τόσα τανκς….
ή
ο υπουργός παρεβρέθηκε….
κλπ.

ΔΕ ΛΕΝΕ: «ο κλέφτης υπουργός τάδε ζήτησε από τον πρωθυπουργό να πάει στο σπίτι του για να φάει με την ησυχία του όσα έκλεψε από την τσέπη σου αγαπητέ τηλεθεατή και ο κλέφτης πρωθυπουργός τον έστειλε στο σπίτι του λέγοντάς του «άντε, καλοφάγωτα».
-ΠΑΡΑ ΛΕΝΕ: «ύστερα από ανάμιξη του ονόματός του στην υπόθεση τάδε, ο υπουργός δείνα υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό. Ο κύριος πρωθυπουργός έκανε δεκτή την παραίτηση»
Και όταν η παραίτηση δεν γίνεται δεκτή,
 ΔΕΝ ΛΕΝΕ «ο κύριος πρωθυπουργός είπε στον παρακαλούντα υπουργό κάτσε κάτου ρε, επειδή γράψανε κάτι αράδες μερικές φυλλάδες θες να φύγεις; Με μπαζούκας να τους βαράμε δεν θα ξυπνήσουν τα κουτάβια ρε συ. Έχει μπόλικο φαί ακόμα ρε. Τι θέλεις, να βάλω κανέναν άλλο που να μην του έχω εμπιστοσύνη και να με καρφώσει; Κάτσε τώρα που τη βρήκαμε, φάε και σταμάτα τις μ……», αλλά
ΛΕΝΕ ότι «ο κύριος πρωθυπουργός παρακάλεσε τον κύριο υπουργό να παραμείνει στη θέση του…»
κλπ

Β.
Όταν μιλάνε για τους νεκρούς και τους τραυματίες στα τροχαία ή στα εργοστάσια, ΔΕ ΛΕΝΕ: «η κυβέρνηση σκότωσε σήμερα στους δρόμους και στα εργοστάσια τόσους και τραυμάτισε τόσους» ΑΛΛΑ ΛΕΝΕ: « σε τροχαία και στα εργοστάσια  την εβδομάδα αυτή έχασαν τη ζωή τους τόσοι… στα περισσότερα τροχαία δυστυχήματα αίτιο ήταν η υπερβολική ταχύτητα και το οινόπνευμα, στα εργατικά η απροσεξία….»


Γ΄
διαλέγουν να παράγουν και να παρουσιάζουν εκπομπές που αποδυναμώνουν τον πολίτη στην προσπάθειά  του για την επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας που τόσο τον ταλαιπωρούν.


Δ΄
στις συνεντεύξεις που παίρνουν από πολιτικούς και άλλους «υψηλά ιστάμενους» ή «επώνυμους», δεν υποβάλλουν ερωτήσεις που θέλει ο λαός και η φύση της υπόθεσης για την οποία κάθε φορά μιλάνε απαιτεί, παρά του υποβάλλουν αθώες, έτσι ώστε ο ερωτώμενος να βγαίνει λάδι σε κάθε περίπτωση.

Ε΄
βοηθάνε με κάθε τρόπο την εκάστοτε κυβέρνηση να κάνει το πλιάτσικό της υπό τον όρο να έχουν κι αυτοί το ανάλογο μερίδιο, κάτι που με ευχαρίστηση τους παρέχουν οι πολιτικοί, σαν αντίδωρο για την κάλυψη και απόκρυψη ή την δικαιολόγηση των πράξεών τους από αυτούς, όπως θα έκανε κάποιος εγκληματίας για τον πουλημένο δικηγόρο του.

ΣΤ΄
Την σύμπλευσή τους αυτή με το διεφθαρμένο κατεστημένο την ονομάζουν δημοσιογραφία.

 ΝΑ ΓΙΑΤΙ!

Όσοι μυαλό στην κεφαλή
έχουνε κι όχι άχυρο
κι ένα κρατούνε στην ψυχή
πάντα ανοιχτό παράθυρο,

«Γιατί δεν εξεγείρονται»,
λένε, «ο λαός ενάντια
σε κείνους που τους έφεραν
σ’ αυτήνε την κατάντια-

έξω να βγουν, να σπάσουνε,
να κάψουν, να ρημάξουν,
τα σάπια ν’ αφανίσουνε
και νέα γερά να φτιάξουν;»

Το λεν γιατί δεν ξέρουνε
πως όλοι στην Ελλάδα
ένας τον άλλον κλέβουνε
αντρόπιαστα κι αράδα.

Και αφού κλέβει κι ο λαός,
«με μούτρα τι;», ρωτάει,
«θα πω εγώ στον άλλονε
να μη εμέ μαδάει;»

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

 ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΚΑΙΡΟΣ

Θα 'ρθει καιρός...
Θα 'ρθει καιρός...
Θα 'ρθει καιρός που η ιδιοκτησία θα είναι μια φριχτή ανάμνηση.
Θα 'ρθει καιρός που το χώρισμα της γης σε πατρίδες θα είναι μια ντροπερή θύμηση.
Θα 'ρθει καιρός που η θρησκεία θα έχει λιώσει μέσα στη γνώση όπως το χιόνι στη φωτιά.
Θα 'ρθει καιρός που η οικογένεια θα είναι μια περασμένη ανεπίστροφα κατάρα.
Θα 'ρθει καιρός.

  «ΜΑΡΜΑΡΑ ΚΑΛΟΥΝ ΜΑΡΜΑΡΑ»


-Αλό! Αλό! το μάρμαρο το ελληνικό μιλάει!
Λαμβάνετε-λαμβάνετε μάρμαρα της Αγγλίας;

-Τι θέλεις;-σε λαμβάνουμε πολύ καλά μάι ντήαρ.

-Θέλουμε να μας έρθετε. Μας λείψατε πολύ.

-Από μακριά σου στέλλουμε γλυκό ένα φιλί
μα όμως δεν ερχόμαστε.

- Σας θέλει ο λαός.

-Όχι ο λαός! Μια δεκαριά πολιτικοί μονάχα
για να ειπούν: «Τα φέραμε τα μάρμαρα-ιδού τα!»
και τουρισμό να φέρουνε που κι απ’ αυτόν να φάνε-
οι έλληνες πολιτικοί μέχρις εδώ βρωμάνε.

-Ελάτε! Ήλιο έχουμ’ εδώ που από εκεί πιο λάμπει.

-Ζέστα και φως σκορπάμε εμείς λαμπρότερο απ’ τον ήλιο.

-Εδώ ανήκετε-όχι εκεί-εδώ είστε γεννημένα.

-Πατρίδα, όπου τον εκτιμούν, μετράει για τον καθένα.

-Ελάτε. Η Μελίνα μας πολύ σας αγαπούσε.

-Σ΄ άλλους αυτή εδίνονταν και άλλους αγαπούσε
Φτηνή αυτή, ακριβά εμείς. Άλλο να πεις τι έχεις;

-Τι να ειπώ…ότι πολύ η Ελλάδα μας σας θέλει;

-Πες της να θέλει πράγματα που το Λαό βοηθάνε:
Υγεία, όχι Διαφθορά, Παιδεία, όχι Ρεμούλα,
Δυναμική Πολιτική, Ελπίδα, Αξιοπρέπεια,
πρωθυπουργό υπεύθυνο και όχι φανφαρόνο,
χωροφυλάκους ζωντανούς, υπάλληλους χορτάτους.

-…Καθήστε ’κει… καλά είσαστε, ποτέ να μην ερθείτε.
Κάλλιο εκεί και ζωντανά ή εδώ και να χαθείτε!

 ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ
(25-2-96, LITTLE ROCK)

Η Λώρα πάτησε φρένο και "τι καιρός!", είπε.

Τον είδα.
Μες στο χιόνι που έπεφτε πυκνό
έμοιαζε άγγελος αγάπης.
Αργά περνώντας μπρος απ’ τ’ αυτοκίνητό μας
γύρισε, μ’ είδε και μου χαμογέλασε
μ’ αντίς για δόντια δυο σειρές χιονονιφάδες.
Έλαμπε σαν παιδί ευτυχισμένο.

Τον κοίταξα ερωτηματικά.
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι.
Τα χείλια του σχημάτισαν δυο λέξεις: "όχι ακόμα".
Μετά, γελώντας μου συνέχεια,
χωρίς να βλέπει προς τα κει
και με κινήσεις σίγουρες
αν κι απαλές
και σαν βαριεστημένες
με το δεξί του χέρι έσπρωξε στον δρόμο τον πεζό
ενώ έβαζε τ’ αριστερό του μπρος στα μάτια
του γέρου που οδηγούσε δίπλα μας.

Το σώμα έπεσε βαρύ μέσα στη νύχτα.
Σταμάτησαν πολλοί.
Κατέβηκα.
Κάποιος έσκέπασε το σώμα το πεσμένο.
"είναι νεκρός", είπε.

Εκείνος
περνώντας μέσα απ’ όλους καθώς έφευγε,
μου ’γνεφε με το χέρι φιλικά,
και γελαστά συνέχεια βλέποντάς με
χάθηκε μες στο χιόνι που έπεφτε βουβό,
δίνοντας σε όλα όσα γίνανε
όπως χαλί στα βήματα,
μιαν αίσθησιν αλλόδημη
αναστολής και άπνοιας.

 ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ 25 ΜΑΡΤΗ
(επί Σαμαρά-παλιές πολιτικίζουσες ιστορίες)

Ιερώνυμος -τι τραβάω στα γεράματα…
Σαμαράς-καλά τη ζέστα, την αντέχω. αλλά να τον έχω τόσο κοντά μου, πόσα λεφτά της ώρας ακόμα;
Τσίπρας-αφού πιστεύουνε πως γέννησε μία παρθένα γιατί γαμώ το κέρατό τους δεν πιστεύουνε ότι έχω πρόγραμμα;
Κωνσταντοπούλου-να διατάξω αύριο να μην ανάβουν τόσους πολυέλαιους και να μην καίνε πολύ λιβάνι. τόση σπατάλη πια . από κάτι τέτοια έχουμε μπει μέσα.
Παναγία- εγώ τι φταίω να βλέπω τόσους κλέφτες εδώ μέσα;
Τραγάκης-ευκαιρία Παναγίτσα μου να δείξεις τη δύναμή σου: δώσε μου άλλη φάτσα… σε ικετεύω.
Πετσάλνικος-ούτε Πρόεδρος εγώ, ούτε συ Γιωργάκη πρωθυπουργός. Τουλάχιστον πλήρωσε ο Καρατζαφέρης.
Χριστός-τον Σαούλ τον κατάφερα με μια αστραπή. Κάτι θα σκαρφιστώ και για τον Τσίπρα.
Καμένος- να φύγω γρήγορα προτού με μπλοκάρουν οι αξιωματικοί και με ρωτάνε για τα αναδρομικά…
Αξιωματικοί-πανάκριβος ο μπακαλιάρος. Ευτυχώς που έχω οικονόμα γυναίκα και θα κάνει οικονομία στα κρεμμύδια και στο λάδι.
Γεωργιάδης για Τσίπρα: ούτε το σταυρό ούτε το χέρι του φίλησε, έστω για τους τύπους…
Πρόεδρος-πρώτη επέτειος της εικοστής πέμπτης Μαρτίου. άλλες εννέα και φεύγω.
Παλιγγενεσία (από το νεκροταφείο αυτή)-τώρα με χρειάζονται. αλλά ποιος από δαύτους έχει τα κότσια να με αναστήσει; στο μεταξύ ας γυρίσω πλευρό.

 ΛΙΓΗ ΒΕΝΖΙΝΑ ΚΙ ΕΝΑ ΣΠΙΡΤΟ

Λίγη Βενζίνα κι ένα Σπίρτο
και η Ελπίδα ξαναζεί-
κι η Ανθρωπιά-όπως της πρέπει
με τους Ανθρώπους πάει μαζί.

Λίγη Βενζίνα κι ένα Σπίρτο
πάνε Δημόσιο, ΕΣΥ, ΟΤΕ
και η Ελλάδα τόσο φέγγει
όσο δεν έφεξε ποτέ.

Λίγη Βενζίνα κι ένα Σπίρτο
και πάν Βουλή και Βουλευτές΄
τ’ Αύριο ο Λαός καλημερίζει
κι Αντίο λέει στο βρώμιο Χτες.

Λίγη Βενζίνα κι ένα Σπίρτο
και το που Θάμα μοιάζει, να!
μιας Κοινωνίας μες απ’ τις Στάχτες
Δίκιας, η Γέννα ξεκινά!

 ΚΑΖΑΜΙΑΣ 2011
(παλιές πολιτικίζουσες ιστορίες)

31 Δεκεμβρίου 2010 (Γενάρης)
Ο Γενάρης δε λέει να ’ρθει. Ο χρόνος σταμάτησε στις δώδεκα παρά ένα της 31 Δεκέμβρη του 2010. Το φεγγάρι δεν περπατάει στον ουρανό. Ο Παπακωνσταντίνου δίνει παράταση ένα μήνα στον Δεκέμβρη. Ο Παπούλιας βγαίνει και δηλώνει: «Πρέπει να προχωρήσει ο χρόνος!» και ξανακοιμάται. Ο κόσμος όλος στρέφει τα μάτια του προς την Ελλάδα.

31 Δεκεμβρίου 2010 (Φλεβάρης)
Ο Παπανδρέου δηλώνει στην κοινοβουλευτική Ομάδα: «Τουλάχιστον δε φταίμε εμείς που δε γίνεται τίποτα.» Ο Καρατζαφέρης κάνει αυτοκριτική: «Δεν είμαστε αλάθητοι. Αυτό δεν το είχα προβλέψει…» Και κάνει ύμνο του ΛΑΌΣ το εμβατήριο «Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά».

31 Δεκεμβρίου 2010 (Μάρτης)
Ο λαός κοιμάται μακάρια. Ο Σαμαράς τυπώνει ημερολόγια του 2011: «Εμείς προχωρούμε.» Ο Παπούλιας δηλώνει: «Πρέπει να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια!» και ξανακοιμάται. Οι Ευρωπαίοι ανησυχούν και στέλνουν εδώ πανάκριβους προβολείς που όμως γέρνουν. Η Παπαρήγα δηλώνει: «Αν είχαμε εμείς την εξουσία τώρα θα ήτανε 2030!» Ο Τσίπρας δηλώνει πως το αμετακίνητο των δεικτών των ρολογιών υποκρύπτει προβοκάτσια.

31 Δεκεμβρίου 2010 (Απρίλης)
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναρωτιέται θλιμμένα: «Δηλαδή δε θα φτάσω ποτέ τα εκατό;» Συμβούλιο Αρχηγών Κομμάτων αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια από το Διεθνές Χρονολογικό Ταμείο. Τη διαπραγμάτευση αναλαμβάνει ο Παπακωνσταντίνου που κάνει επίσημα γνωστό σε συνέντευξή του στην «Εσπέρα» ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη και δεν μας παίρνει να ζητήσουμε μέρες ή χρόνια γι αυτό θα ζητήσει μόνον λεπτά.
Από το Γραφείο της Δημοκρατικής Συμμαχίας ανακοινώνεται: «Χρονολογικό Ταμείο και κουραφέξαλα…υπάρχει και η Ζήμενς!)

31 Δεκεμβρίου 2010 (Μάης)
Ο Άδωνις κάνει θυσίες στον Απόλλωνα. Κάτω από το φεγγαρόφωτο πλέκεται ειδύλλιο Παπανδρέου-Καρατζαφέρη. Ετοιμάζεται καινούργιο ελληνικό σίριαλ στην τηλεόραση με τίτλο «Της νύχτας τα καμώματα». Οι κλοπές το τελευταίο τετράμηνο έχουν δεκαπλασιαστεί. Οι έλληνες ξυπνάνε σιγά σιγά και ψάχνουν στα παλιά τους για κανέναν φακό. Ο Άνθιμος κηρύττει: «Αν δε λυθεί το Σκοπιανό θα κρυφτεί και το φεγγάρι.» και δίνει εντολή να ψάλλεται στις εκκλησίες το «…και ο ήλιος ιδών εκρύβη…» Παπούλιας: «Πρέπει να αποκτήσουμε φως.» Και ξανακοιμάται. Το Διεθνές Χρονολογικό Ταμείο αποδέχεται την πρόσκληση για σωτηρία της Ελλάδος. Η Μέρκελ λέει, οφ δε ρέκορντ, πως η Ελλάδα δεν έχε άλλη λύση παρά να φωτιστεί με το λίπος των ελλήνων.

31 Δεκεμβρίου 2010 (Ιούνης)
Ο Παπανδρέου μιλάει για θυσίες που κάνουν οι έλληνες. Το φεγγάρι χάνεται-απόλυτο σκοτάδι στην Ελλάδα. Μια φωνή και ένας βορβορυγμός ακούγονται: «Μαζί τα φάγαμε». Στις εκκλησίες ψάλλεται το τροπάριο «Φως εκ Φωτός». Στα σχολεία διδάσκεται μόνο το φωτοβολταϊκό τόξο και το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Τα κηροποιεία κάνουν χρυσές δουλειές. Οι έλληνες αισθάνονται λίγο Γκαίτε ο καθένας καθώς ψιθυρίζουν ψάχνοντας εναγώνια για κάποιον φεγγίτη: «Φως!..Περισσότερο φως…» «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», λύνει τη σιωπή της η Ακαδημία μας.

31 Δεκεμβρίου 2010 (Ιούλης)
Οι πυγολαμπίδες πουλιούνται πανάκριβα. Οι φαλακροί ζητούν για τις υπηρεσίες τους μαυραγορίτικα ποσά. Έρχεται ο Στρος Καν για συνομιλίες με τον Παπακωνσταντίνου. Συμφωνείται η πρώτη δόση του Δανείου: τριάντα ηλιακές ακτίνες. Όταν οι ακτίνες έρχονται, παίρνουν από μία ο πρωθυπουργός, οι δικοί του υπουργοί και οι τράπεζες και στο λαό μοιράζονται οι υπόλοιπες. Οι συνταξιούχοι τοποθετούνται ο ένας πίσω από τον άλλο έτσι που με μια ακτίνα να διαπεραστούν όλοι. («Είναι ήδη αδύνατοι, θα τους σουβλίσει όλους», εξηγεί αστειευόμενος ο Παπακωνσταντίνου.) Ο Παπούλιας δηλώνει: «Πρέπει να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια» και ξανακοιμάται.

31 Δεκεμβρίου 2010 (Αύγουστος)
Η Κυβέρνηση κόβει τον δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο μισθό. Ανεβάζει τον ΦΠΑ στο τριάντα οχτώ τοις εκατό και κόβει τα επιδόματα από τους πολύτεκνους με λιγότερα από δεκαπέντε παιδιά. Οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί διαμαρτύρονται. Ο Παπακωνσταντίνου προτείνει στο υπουργικό συμβούλιο να αφήσουν τον δέκατο τρίτο και τον δέκατο τέταρτο μισθό και να κόψουν τους υπόλοιπους δώδεκα. Η πρόταση δεν υιοθετείται.

31 Δεκεμβρίου 2010 (Σεπτέμβρης)
Λόγω της Κρίσης η κυβέρνηση κλείνει ενενήντα πέντε νοσοκομεία, απολύει πέντε εκατομμύρια έλληνες και κλείνει ογδόντα χιλιάδες επιχειρήσεις.
Σε σύσκεψη των εκπροσώπων όλων των εργαζομένων αποφασίζεται στο εξής οι απεργίες να είναι επί χάρτου μόνον, για να μην εμποδιστεί αλλιώς η πρόοδος της χώρας.
Ο Καρατζαφέρης ψηφίζει υπέρ του Χρονολογικού Ταμείου. «Έσωσα την Ελλάδα», λέει. Στη στιγμή εμφανίζεται το φεγγάρι σκασμένο στα γέλια και ξαναχάνεται. Η κατάσταση παρ’ ολ’ αυτά όλο και χειροτερεύει. Ο Παπανδρέου καλεί τον Παπακωνσταντίνου: «Πώς το είπες τον περασμένο μήνα για τους μιστούς;..»

31 Δεκεμβρίου 2010 (Οχτώβρης)
Μέσα στο σκοτάδι οι Τούρκοι παίρνουν τη Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θεσσαλία και τη Στερεά πλην Αθηνών, τα Σκόπια παίρνουν τη Μακεδονία, οι Αλβανοί την Ήπειρο, οι Ιταλοί τα νησιά του Ιονίου. Η Κρήτη αυτονομείται. Ο Παπανδρέου στενοχωριέται- «όχι τίποτα», λέει, «μα δεν προλάβαμε να πούμε και «ΌΧΙ» Οχτώβρης που ’ναι…» Ο Καρατζαφέρης δηλώνει «Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Ο Παπακωνσταντίνου: «Η κυβέρνηση κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στο λαό-δεν επτωχεύσαμε!»


31 Δεκεμβρίου 2010 (Νοέμβρης)
Οι Τούρκοι παίρνουν την Αθήνα και την Πελοπόννησο. Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος επανέρχεται και ταμπουρώνεται στον Μυστρά. Οι υπουργοί γίνονται κοτζαμπάσηδες και προεστοί και οι στρατηγοί μας γίνονται οπλαρχηγοί στα στρατόπεδα του Ερντογκάν πασά. Τα καταστήματα και τα νοσοκομεία ανοίγουν, οι υπάλληλοι ξαναπροσλαμβάνονται με τριπλάσιους μισθούς, και ο ήλιος ξαναβγαίνει και φωτίζει τη χώρα. Ο Καρατζαφέρης βαφτίζει τις εκπομπές του από «Ελληνιστί» σε «Τουρκιστί» και από «Ελλήνων Έγερσις» σε «Τούρκων Έγερσις». «Τι φωνάζετε;», απαντάει στους επικριτές του, «τόσες χιλιάδες μετατάξεις-αυτές σας μάραναν;»


31 Δεκεμβρίου 2010 (Δεκέμβρης)
Οι Τούρκοι φέρνουν ελκτικά μηχανήματα, τραβάνε μ’ αυτά τους δείκτες του ρολογιού της κατακτημένης Ελλάδας και αυτοί αρχίζουν να στριφογυρίζουν ιλιγγιωδώς. Όταν σταματάνε, τα ρολόγια του κόσμου δείχνουν πρώτη Ιανουαρίου του έτους 1821. Η ΕΟΚ διώχνει τους Τούρκους από την Ελλάδα, μαζεύει τους κοτζαμπάσηδες και τους λέει: «Φίλοι μου, σκέφτομαι να σας νοικιάσω τη χώρα που θα φτιάξω εδώ, εδώ που παλιά ήτανε μια χώρα που τη λέγανε Ελλάδα. Θα είμαι ο ιδιοκτήτης της και ό,τι λέω θα γίνεται. Εσείς εν τω μεταξύ θα κλέβετε το λαό με την ψυχή σας. Είσαστε;» «Είμαστε» λένε όλοι. «Είμεθα», ακούγεται η φωνή κάποιου Καρατζαφέρη.
Και ξανάγινε η γνωστή Ελλάδα.

 ΣΤΟΥ ΚΑΣΙΔΗ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ…
(Μητσοτάκης σε Σακελλαροπούλου  «Μαθαίνουμε από τα λάθη μας»)
(για τα της "Ελπίδας" και της Αττικής οδού)


«Αληθινά ο άνθρωπος
μαθαίνει όσο ζει.
Ότι αυτό είναι ψέματα
Το λεν μόνον χαζοί.

Και η απόδειξη εγώ.
Εγώ, ο πρωθυπουργός σας,  
Που είμαι εδώ για το καλό
Μονάχα το δικό σας.

Εγώ που μη γνωρίζοντας
Τίποτα ως τα τώρα,
Τόσα έμαθα ως πρωθυπουργός
Σ’ αυτήν εδώ τη χώρα!

Κι από φωτιές αφού έμαθα
Και από πανδημίες,
Και με το χιόνι ήρθε ο καιρός
Να κάνω γνωριμίες,

Και αν ποτέ θα ξαναρθεί
Η «Ελπίδα» πάλι εδώ,
Με μάτια γνώστη και ειδικού
Πλέον θα την ιδώ.

Έμαθα όπως σας έλεγα,
Λοιπόν, πως όταν χιόνι
Ρίχνει στη γη ο ουρανός,
Ο άνθρωπος κρυώνει.

Πως όταν τ’ αυτοκίνητα
Μες στο χιονιά βρεθούνε,
Οι ρόδες τους  οι ευπειθείς
Στο γκάζι απειθούνε,

Και-φευ!-οι αφιλότιμες-
Ούτε μπροστά δεν πάνε,
Ούτε και πίσω. Και-άκου εκεί!-
Οι άτιμες γλιστράνε!..

Έμαθα ότι αν βρεθεί
Μπροστά σε αυτοκίνητο
Μια νταλίκα διπλωτή,
Αυτό μένει ακίνητο!

Πράγματα αυτά αφάνταστα
Που εγώ πώς να τα ήξερα;
Μου είχε ερθεί τάχα καμιά
«Ελπίδα» και πρωτύτερα;

Έμαθα πως οι άνθρωποι
που μένουν μες στο κρύο
χάνουνε όσο είχαν πριν
κέφι και όσο μπρίο,

κι αρχίζουνε να βρίζουνε.
…Ποιες ξέρει τι αντιδράσεις  
Να γίνονται στο σώμα τους
Σε τέτοιες καταστάσεις!;
 
Η «Ελπίδα» ακόμα μ’ έμαθε
Οι άνθρωποι ότι μπαίνουν
Στην Αττική μας την οδό,
Γιατί… κάπου πηγαίνουν,

Και όχι για διασκέδαση
ή πλάκα για να σπάσουνε,
αλλά σε μία τους δουλειά
πασκίζοντας να φτάσουνε,

Και ότι αν το ρεζερβουάρ
Δεν το κρατούν γεμάτο
Τότε σε λίγο, παγωτό
Θα γίνουνε κασάτο.

Κι έμαθα: χιόνι αν πολύ
Σε κάποιον δρόμο ρίξει,
Πρέπει για τ’ αυτοκίνητα
Αυτός να μην ανοίξει,

Αλλά αντίθετα κλειστός
Να μένει αυτός ο δρόμος.
(Πρέπει να γίνει ειδικά
γι αυτό κανένας νόμος,

γιατί ο κοινός μπορεί ο νους
αυτό να το προβλέψει,
όμως ο νους ο υπουργικός
κοινή δεν κάνει σκέψη-

Οι σκέψεις του είναι υψηλές
Κι ιδανικές τω όντι
Και δεν τον ενδιαφέρουνε
Όποιου χιονιού οι πόντοι.)

Κι ήτανε όλοι οι υπουργοί
Όπως εγώ αμάθητοι.
Λοιπόν πώς περιμένατε
να είναι κα αλάθητοι;

Τώρα όμως μάθανε κι αυτοί
Κι όσες κι αν ’ρθούν «Ελπίδες»
Θα τις κατατροπώσουνε
Σε χρόνο που δεν είδες…

Βάρδα μην έρθει μοναχά
Καμιά χιονοστιβάδα
Με όνομα άλλο- φερ’ ειπείν
«Μέδουσα» ή «Παλλάδα».  

Τότε-και συγχωρέστε με-
Τα ίδια εγώ θα πάθω,
Ώσπου ύστερα και αυτηνής
Καλά τα χούγια μάθω.

Κι τότε πλέον φέρτε μου
«Ελπίδες» και «Παλλάδες»
Και κουλαντρίζω πια εγώ
Μέχρι και δέκα Ελλάδες.

(Ο Στυλιανίδης δίπλα μου  
Αρκεί πάντα να μένει
Γιατί ετότε όλα αυτά
Ποιος θα μου τα μαθαίνει;..)

 «ΤΣΙΠΡΑ ΔΙΧΩΣ ΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ
ΣΥ ΑΞΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΠΡΑΜΑ»
(Κρητική μαντινάδα)
(2015)
(παλιές πολιτικίζουσες ιστορίες)

Με του Ομπάμα τις ευχές
και τις ευλογίες του Πάπα
ό,τι αν κάνεις κι ότι λες
δε θα φας ποτέ σου «φάπα».

Κι αν κανείς το χέρι απλώσει
κάποια «φάπα» να σου δώσει
στον Ομπάμα εσύ ευθύς
θα προστρέξεις να κλαυτείς,

κι όποιος να σε δείρει θέλει
αυτός ο ίδιος θα δαρθεί.
για να μην ειπώ σαν χέλι
απ’ τον Μπάρακ θα γδαρθεί.

Χόρευε λοιπόν Αλέξη
στο σκοπό που θα σου παίξει
ο μεγάλος  πλανητάρχης
ώστε ακινδύνως να άρχεις.

Μόνο μη ποτέ θαρρήσεις
πως μπορείς να αγνοήσεις
τις ρητές του εντολές-
ή αν το θες τις «συμβουλές»-

Γιατί τότε με ποιου πλάτες
τα καπρίτσια σου θα κάνεις
που τους «κάλπη»κους πελάτες
έναν έναν θα τους χάνεις;

Και πια τότε Αλεξίσκο
δε θα κάνεις τον καμπόσο
κι όποια πέτρα κι αν κινήσω
από κάτω θα σε βρίσκω,

όχι σα μεγάλο κάποιον
ούτε σαν πρωθυπουργό,
αλλά σαν καρπό ένα σάπιον
ή σαν άπλευστη Αργώ.

 ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΕΞΙΟΙ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΟΙ, ΦΑΣΙΣΤΕΣ
(παλιές πολιτικίζουσες ιστορίες)

Οι φασίστες ακόμα στην Ελλάδα αλωνίζουν
κι εκλογές συνεχώς χρόνια τώρα κερδίζουν.
Κι εξηγείται επαρκώς τέτοια επίμονη ρέντα
και γι αυτό απ’ αυτούς ας μη βγαίνει κουβέντα:
βουλευτές με δεκάδες τρόπους βγάζουνε χρήμα
σαν που η θάλασσα βγάζει ασταμάτητα κύμα:
μίζα, αβάντα, προμήθεια, διευκολύνσεις, χατίρια,
ευκολίες, εκδουλεύσεις, νταραβέρια μυστήρια
διαπλοκή και ρουσφέτια, και βολέματα, χάρες,
και οφ σορ εταιρείες, και σκανδάλων «γαργάρες»,
και πολλές πληρωμένες με χρυσό επερωτήσεις,
και χρυσό αν διαθέτεις, ό,τι άλλο ζητήσεις.
Κι επειδή οι φασίστες σαβουρώνουν το χρήμα
κι επειδή οι εκλογές απαιτούνε-τι κρίμα!
να μετράς τον παρά, γι αυτό εκλέγονται πάλι
οι καλοί μας φασίστες-και ξανά ίδιο χάλι…

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Τα Τέμπη)

ΜΗΤΡΟΣ
Γιάννο μου γεια σου. Έρχομαι πολύ νωρίς να σ’ έβρω
όχι για φράχτη κάποινε  που χτίστηκε στον Έβρο,
αλλά για ό,τι ειπώθηκε κι έγινε για τα Τέμπη-
τι στον αέρα αυτό βρωμιές ή ευωδιές εκπέμπει.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ότι νωρίς εκόπιασες δεν είναι δα και νέο.
Πάντα πρωί μου έρχεσαι με σίφουνα μια βιάση
και μου χαλάς τον ύπνο μου τον ήσυχο  κι ωραίο-
το δώρο τ’ ομορφότερο μέσα σ’ αυτή την πλάση.

ΜΗΤΡΟΣ
Με συγχωρείς Γιαννάκο μου, μα έτσι είμαι πλασμένος.
Όποια απορία στον κουτό μυαλό μου γεννηθεί,
Να θέλω αυτή αποκλειστικά από σένα να λυθεί,
Που ο φίλος μου είσαι από παλιά ο πιο αγαπημένος.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Λέγε ρε Μήτρο φίλε μου. Πες μου γιατί απορείς;
Γιατί κι αυτήνε τη φορά πρωί πρωί μου ήρθες,
Και πέφτεις με όση δύναμη στη ζήση μου μπορείς-
Με όσην πέφτουν τα παιδιά μες στις νεροτσουλήθρες;

ΜΗΤΡΟΣ
Να Γιάννο μου. Και πρώτα αυτό: Φταίει ο Καραμανλής
Για το φριχτό δυστύχημα στα Τέμπη που έχει γίνει;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Μήτρο μου εκτός απ’ το λαό δε φταίει άλλος κανείς.

ΜΗΤΡΟΣ
Αυτό που λες Γιαννάκο μου κατάπληκτον μ’ αφήνει.
Την ώρα εκείνη ο λαός ο  πιο πολύς  κοιμόταν,
Κάποιοι ίσως θα εδούλευαν ή άλλοι θα γλεντούσαν.
Στο μέρος δεν ευρίσκονταν αυτοί, όταν γινόταν,
Το δράμα που όλοι χτες γι αυτό μες στη Βουλή μιλούσαν.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Την ώρα εκείνη ναι. Αλλά, την ώρα που ψηφίζαν
Όπως κι εγώ Μητρούση μου, και συ, κι αποφασίζαν
Ποιος κουτεντέ Μητρούση μου θα βγει πρωθυπουργός,
Τότε και φταίχτης έγινε Μητρούση μου ο λαός.

Δε φταίει ούτε ο Καραμανλής, ούτε κανένας άλλος
Πλην του λαού. Κι αν γίνεται τώρα μεγάλος σάλος,
Γίνεται ώστε οι μιαροί κλέφτες πολιτικοί μας
Που με την ψήφο δύναμη επήραν τη δική μας,

Να μη μας δώσουν τον καιρό ούτε τώρα να σκεφτούμε
Ότι εμείς εφταίξαμε, ώστε να διορθωθούμε.
Έτσι όταν πάλι εκλογές Μητρούση μου θα γίνουν
Εις του κορόιδου την υγειά πάλι αυτοί να πίνουν.

ΜΗΤΡΟΣ
Και το κορόιδο Γιάννο μου ποιο θαναι; Ο λαός;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Μπράβο που το κατάλαβες Μήτρο μου. Σε συγχαίρω.
Έγινες όπως πάντοτε ήθελα να σε ξέρω:
Δεν είσαι πια ηλίθιος, αλλά μόνον κουτός!

ΜΗΤΡΟΣ
Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου που μ’ έχεις κατατάξει
Σε υψηλόυτερο σκαλί στη σκάλα του νοός.
Και φεύγω πριν η γνώμη σου και πάλι ίσως αλλάξει
Και τότε πεις ότι είμαι εγώ τελείως παλαβός.

( Κι έφυγε ο Μήτρος χαρωπός που είχε μάθει κάτι,
Κι ο Γιάννος πήγε βρίζοντας γραμμή για το κρεβάτι. )

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

 Για πρώτη φορά με βρίσκουν σύμφωνο τα λόγια του Νεάντερταλ: «Να παραιτηθεί ο Μητσοτάκης». Και όχι δυσπιστίες και κουραφέξαλα γιατί «αυτά είναι σόου και κοκορομαχίες.»
Ως εδώ πολύ καλά-εξάλλου αυτά που είπε απηχούν τη γνώμη και τη βεβαιότητα των σκεπτόμενων ελλήνων.
Τα ίδια με άλλες λέξεις είπε εξάλλου και ο κυνικός Βορίδης με άλλα λόγια: «Καλοδεχούμενη η πρόταση δυσπιστίας-δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.»
Αυτό που συμπλήρωσε όμως ο Νεάντερταλ, δείχνει πως αεροβατεί. Ότι δηλαδή «Η Ελλάδα θα επανέλθει στην ομαλότητα, είτε το θέλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είτε όχι».
Και εξηγώ την ασυμφωνία μου με αυτό: Σε ποια ομαλότητα να επανέλθει η Ελλάδας-πότε είχε ομαλότητα;
Και αυτό με απογοητεύει γιατί δείχνει ότι ο Νεάντερταλ θεωρεί πως η Ελλάδα είναι κράτος ευρωπαϊκό ή αμερικανοειδές, και όχι ένα κράτος τροτοκοσμικό και ανεπίδεκτο προόδου.
Μακάρι να ήτανε-θα καλοπερνούσαμε κι εμείς-όποιοι από εμάς ένιωθαν άνετα όντας άρπαγες και δολοφόνοι-, κλέβοντας την καλοπέραση άλλων λαών.
Φοβάμαι δηλαδή πως ό,τι είπε ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει.
Και ότι αν αυτό το είπε σοβαρά, θα απογοητευτεί σύντομα. Αν όμως το λέει για λόγους εντυπωσιασμού, είναι ήδη απογοητευμένος, αλλά τι να πει… , δηλαδή είναι κι άλλος ένας αχρείος πολιτικκός.
Του εύχομαι να κάνω λάθος και να εύρει τον τρόπο να κάνει την Ελλάδα καλλίτερη.

 ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ
(Μακεδονικά, Τρίτη, 26 Αυγούστου 2014)

(Γιάννος και Μήτρος συζητούν και τα δικά τους λένε
και μερικοί μ’ αυτά γελούν ενώ άλλοι πάλι κλαίνε.)

-Γιάννο μου τον Καράογλου τον άκουσα να λέει
πως στην Αμφίπολη αφού τον τάφο έχουν βρει
η Μακεδονία αυτό θα πει πως είναι ελληνική.
-Ηλίθιος είναι Μήτρο μου, σ’ ηλίθιους μιλάει,
θέλεις να βγει κάτι σωστό από ηλίθιου στόμα;
Γιατί όπως ξέρεις σίγουρα, έξυπνος όπως είσαι,
σύμφωνα με ότι ο βλαξ αυτός είπε, αν θα βρισκόταν
στο Κάιρο, ελληνική η Αίγυπτος θα ’ταν τότε.
Αυτό δεν έλεγες και συ Μήτρο με το μυαλό σου;
-Αυτό! Και βέβαια αυτό! Όλοι οι έξυπνοι ανθρώποι
όπως εγώ θα σκέφτονταν. Κι όπως κι εσύ βεβαίως.
-Καταλαβαίνεις το λοιπόν πόσο ηλίθιος είναι
κάποιος που σαν τον υπουργό Καράογλου εσκέφτηκε.
-Ναι! Βέβαια κατάλαβα! Το ’πες κι εσύ πριν λίγο
ότι στους έξυπνους κι εγώ όπως κι εσύ μετράω.
-Και με την εξυπνάδα σου θα σκέφτηκες ακόμα:
«Αφού τον τάφο βρήκανε του βασιλιά του Φίλιππου,
αυτό δε φτάνει για να πουν με το φτωχό μυαλό τους
πως άλλη δε χρειάζονταν απόδειξη και ότι
ο τάφος που εβρήκανε του Φίλιππου θ’ αρκούσε
να δείξει πως ελληνική (τρομάρα τους οι βλάκες)
πέρα για πέρα η άμοιρη είναι Μακεδονία;
Ή μη ελληνικότερη θα ήταν αν βρισκόνταν
και άλλοι τάφοι επιφανών ακόμα Μακεδόνων;
Έχει η ελληνικότητα άραγε διαβαθμίσεις-
ας πούμε υπάρχει ελληνική, υπάρχει ελληνικότερη,
και γη ελληνικότατη; Και βέβαια δεν υπάρχει.
Μια γη ή είν’ ελληνική ή όχι. Διαβαθμίσεις
ούτε η βλακεία των υπουργών και του πρωθυπουργού μας
δεν έχει. Υπερθετικό βαθμό αυτή έχει μόνο.»
Έτσι ακριβώς δε σκέφτηκες Μητρούση μου-το βρήκα;
-Ναι Γιάννο μου, σα να ’σουνα μέσα ίσα στο μυαλό μου.
…Αυτό ήταν όλο ή σκέφτηκα Γιάννο και άλλο κάτι;
-Ναι. Είπες: «Μα κι αν βρίσκονταν έξαφνα τάφοι χίλιοι,
σε τι το πράγμα θ’ άλλαζε; Ποιος είπε πως τα Σκόπια
τη μακεδονικότητα της χώρας τους μετράνε
με το ποιοι τάφοι βρέθηκαν και πόσοι, στη δική τους
ή στην δική μας τη μεριά (των τόπων που ονομάζονται
Σκόπια ή Μακεδονία); Αυτοί, γιατί έχουνε μυαλό,
Μακεδονία θεωρούν όλο τον τόπο όπου
τον παλαιό εκείνο καιρό ήταν Μακεδονία,
με άλλα λόγια κι ότι εμείς λέμε Μακεδονία,
μα και τα Σκόπια φυσικά, και δίκαια επιπλέον,
αφού εκείνο τον καιρό μαζί αυτά τα δύο
ήτανε η πραγματική, βέρα Μακεδονία.
Κι έτσι, δεν πα να βρίσκουμε τάφους εμείς αράδα,
δεν πα να λέμε όσες θες Καραογλομαλακίες,
Μακεδονία είναι μια και όλη είναι δική τους.
Κι αυτή ειν’ η σκέψη η ορθή γιατί οι σκοπιανοί ΄
έχουν Γκρουέφσι αρχηγούς και όχι Σαμαζέλους
να κοροιδεύουν το λαό με σκάρτα συμπεράσματα.»
Αυτά ακόμα είπες.
-                      Ναι… Γιάννο καμιά φορά
να λες εσύ τι σκέπτομαι, γιατί μα την αλήθεια
τις σκέψεις μου καλλίτερα τις λες από εμένα.
Κι εγώ που νόμιζα χαζός και βλάκας ότι είμαι…
-Μητρούση μου αντίρρηση καμιά επ’ αυτού δεν έχω.     
Κάτι όταν σκέφτεσαι, εδώ να έρχεσαι αμέσως
κι εγώ σα να ’μουνα εσύ τις σκέψεις σου θα λέω.
Αλλά για πες μου-σκέφτεσαι Μητρούση κάθε μέρα;
-Κι εγώ δεν ξέρω τι να πω. Πάντως, αν κάτι νέο
προκύπτει και σημαντικό-πολιτικό κυρίως-,
κάτι μες στο κεφάλι μου αρχίζει να κουνιέται
και ξέρω ότι σκέφτομαι τότε. Αλλά Γιαννάκο,
να σου ’ρχομαι καλλίτερα μία φορά τη μέρα
και συ μου λες αν σκέφτηκα και τι. Να μη χαμένη
πηγαίνει όποια σκέψη μου δε θα ’χεις συ ειπωμένη.
-Καλά Μητρούση μου, καλά. Μα ξέρε πως μπορώ
κι από μακριά αν σκέφτεσαι να ξέρω. Και γι αυτό
Μη κάθε ημέρα έρχεσαι, παρά όταν σε παίρνω  
και σου ειπώ ότι σκέφτηκες. Τότε να μου ’ρθεις μόνο.
Τι λες;
-       Γιαννάκο μου κι αυτό που μόλις τώρα είπες,
  Να! Εν τιμή! Μόλις κι εγώ το σκέφτηκα πριν λίγο!
Και κάτι άλλο πριν σκεφτώ καλλίτερα να φύγω.

(Κι έφυγε ο Μήτρος σκεφτικός αλλά χωρίς να σκέφτεται
ενώ ο Γιάννος εύχονταν να μη συχνά του έρχεται)

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Γιάννος και Μήτρος συζητούν και τα δικά τους λένε
κι οι έξυπνοι μ’ αυτά γελούν και οι ανόητοι κλαίνε.)



-Ρε Μήτρο γιατί μου ’φτασες πρωί πρωί τρεχάτος
και μάλιστα περίφροντις και απορία γεμάτος;

-Πώς να μην είμαι Γιάννο μου; Και να γιατί απορώ:
Με γράμμα του ο Ρουσόπουλος προς τον πρωθυπουργό
του είπε πως στις εκλογές δε θα ’ναι υποψήφιος!
Πες μου Γιαννάκο μου εσύ γιατί εγώ ειμ’ ηλίθιος:
γιατί μας το ’κανε αυτό; ποια είναι η αιτία;

-Αλήθεια με την τόση σου Μητρούση μου βλακεία-
και παρ’ αυτήν…- απάντηση δε γίνεται να δώσεις.
Άκου λοιπόν. Ο φίλος μας αφού τα ’χει τσεπώσει
και την του νόμου ελπίζοντας τσιμπίδα να γλιτώσει
σου λέει: «ας φύγω μόνος μου προτού με κυνηγήσουν
και όσα ως τώρα έφαγα πίσω μου τα ζητήσουν.
Και τσαμπουνάω πως έφυγα γεμάτος αξιοπρέπεια
κι ας είμαι όλος σκεπαστός από ανομίας λέπια.»
Γι αυτό έφυγε Γιαννάκο μου- Κατάλαβες;

                                                                     -Ναι Γιάννο,
Μα ερωτήσεις μια ή δυο ακόμα θα σου κάνω:
Δεν έπρεπε προς το λαό το γράμμα του να στείλει
αντί για τον πρωθυπουργό-τουτέστι δεν οφείλει
λόγο να δώσει στο λαό και στη δικαιοσύνη;
Και Γιάννο μου, όποιος το λοιπόν κλέψει απ’ το Δημόσιο
με γράμμα ένα βδελυρό προς κάποιονε ανόσιο
έτσι για όλα πια ξοφλά τα βρώμια που ’χει κάνει;

-Ρε Γιάννο, αφού έμαθες μέχρι και το «τουτέστι»
και το ‘χεις φέρει ως εδώ κι ας κάνει τόση ζέστη,
τότε είμαι σίγουρος πολύ ότι θα εννοήσεις
όσα απαντώντας θα σου πω σ’ αυτές τις ερωτήσεις.
Λοιπόν χαζέ και άσκεφτε και κουτεντέ μου φίλε
άκου και πλέον στ’ άχρηστα τις απορίες σου στείλε.
 Με τέτοιον βλάκα κι άχρηστο λαό που ’χει η Ελλάδα-
χώρα που ένα η συννεφιά κι εννιά κάνει η λιακάδα-
κάποιος να στείλει γράμμα αρκεί κι ας είναι και στο διάολο,
αυτό ο λαός το θεωρεί πράγμα πολύ μεγάλο
και λέει μέσα του «αυτός είναι γραμματισμένος.
Ξέρει τι λέει. Αχ! Τι καλός! Δε φταίει ο καημένος!...»
Και λέει «τι άλλο να ’κανε; Να ‘στελνε δεν μπορούσε
σ’ εκατομμύρια έλληνες γράμματα- θ’ αρρωστούσε-
γι αυτό στου λαού τον εκλεκτό ένα έχει στείλει γράμμα
και φως φανάρι-πια μ’ αυτό διορθώθηκε το πράγμα.»
Ως για το αν έτσι εξοφλά τις όποιες του βρωμιές
έτσι το πράγμα Μήτρο μου γίνεται για γενιές.
Έρχονται κι αφού το άμοιρο Δημόσιο κατακλέψουν
πως παραιτούνται ύστερα λεν και πάνε να χωνέψουν.
Ή αν το κόμμα απ’ τις κλεψιές που κάνανε χωλαίνει
εκείνο εν δόξει και τιμή στο σπίτι τους τούς στέλνει
ή δεν τους βάζει πάλι, απλά, στην βρωμερή του λίστα
ενώ ο λαός κοιμάται ή, γλαρώνει από τη νύστα.
Κατάλαβες Μητρούση μου ή πάλι να στα πω;

-Κατάλαβα και μ’ έκανες Γιάννο μου να ντραπώ
που τέτοιος είμαστε λαός. Και, Γιάννο, η Ζαχαρέα
δεν ήτανε γυναίκα του που έλεγε τα νέα;

-Ήτανε.      
              
                    -Κι επιτρέπεται σε τέτοια μία θέση
να ’ναι η γυναίκα εκεινού που κόμμα κουμαντάρει;
Αυτό είναι τάχα φυσικό ή σ’ όλους τάχα αρέσει,
που κάλτσες δεν τη στείλανε στο σπίτι να μαντάρει;

-Μήτρο Ελλάδα ειν’ εδώ. Θα πει μια χώρα νούλα
που έχει φτιαχτεί από βρωμιά κι άδικο και ρεμούλα.
Για εδώ είναι παράξενο όχι ό,τ’ είναι τίμιο
μα ό,τι αλλού θα ήτανε άτιμο κι επιζήμιο.
Γι αυτό σαν την πατρίδα μας άλλη δεν είναι χώρα.
Γκέκε;
           
              -Ναι, γκέκε Γιάννο μου. Όμως ας φύγω τώρα
για να σ’ αφήσω ήσυχον όσα είπαμε να γράψεις.
Και μη για βλάκα κι άχρηστον Γιάννο με περιγράψεις.

-Ρε Μήτρο μου, ό,τι και να πω για σένα κι ό,τι γράψω
φίλο να σ’ έχω κι αδερφό ποτέ μου δε θα πάψω.
Κι αν κατηγόριες άσωστες για σε έχω στα γραφτά μου,
μα Μήτρο μου ξέρεις καλά πως σ’ έχω στην καρδιά μου.

-Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου. Και φεύγω όλος χαρά
σφαλιάρα εσύ που σήμερα δε μου ’δωσες καμιά.
Για πάντα τις σφαλιάρες σου Γιάννο θα σταματήσεις;

-Ναι, τις βλακώδεις σου κι εσύ αν πάψεις ερωτήσεις.

-Ωχ! Κι άλλο ξύλο πρόκειται ο άμοιρος να φάω.

-Ναι αλλά Μήτρο μην ξεχνάς ότι σε αγαπάω…

(Κι οι δύο φίλοι χώρισαν βαρέως βλαστημώντας
μα κι ο ένας τους τον άλλονε πάντοτε αγαπώντας.)

 ΕΚΛΟΓΕΣ
Οι εκλογές κοντεύουνε και το καθένα κόμμα
γυρεύει ψήφους πιο πολλούς να πάρει όσους μπορεί,
φωτιά του κάθε αρχηγού έχει αρπάξει στόμα,
 κάθε οπαδός του κόμματος τα χρώματα φορεί.
Τέλος λοιπόν τα ψέματα. Πάμε για εκλογές!
Πάλι θ’ αρχίσουνε τα «θα» να γδέρνουνε τ’ αυτιά μας,
θ’ ακούσουμε όσα ακούσαμε κι άλλες πολλές φορές,
ιάγοι πάλι θα ’ρθουνε και θα τριφτούν κοντά μας.
Πάλι στην πλάτη φιλικό θα νοιώσουμε ένα χτύπημα
πάλι το κάθε μας μικρό μέγα θα γίνει ζήτημα.
Πάλι με λόγια θα λυθούν όλα μας τα προβλήματα
χωρίς να τα περάσουμε από σαράντα κύματα,
πάλι θ’ αρχίσουν οι βρισιές του ενός τους για τον άλλονε.
Πάλι οι ταγοί μας τα καλά τα ρούχα τους θα βάλουνε
και θα ψευτοϋπόσχονται πως αν ψευτοεκλεγούνε
ευθύς θα ψευτοκάνουνε όσα ψευτοζητούμε.
Πάλι σε δίμηνη αργία η χώρα θα βυθίσει
(μα αυτό καλλίτερο παρά να βιάζεται να δύσει).

Α! Δίχως Μητσοτάκηδες και Παπαντρέου δίχως
και δίχως του Καραμανλή το περισσεύον λίπος
ωραία που θα ζούσαμε ετούτο τον αιώνα…
Μα και των άλλων η κλεψιά όμως πηγαίνει γόνα…
 κι έτσι θεού εμείς πρόσωπο δεν πρόκειται να δούμε
όσο και αν φωνάζουμε κι όσο κι αν προσπαθούμε.
Και να ’χεις βλάκες μερικούς απ’ της Βουλής την κλίκα
(που μόνο μέσα της να μπουν χρυσάφι πήραν προίκα),
να λένε πως κακώς τινές λεν ίδιοι πως ειν’ όλοι!
Θεέ μου τόσο είναι κουτοί και πόσο χαζοβιόλοι
που λένε πως ειν’ έντιμοι μόνο γιατί δεν κλέβουν,
ενώ τους άλλους δίπλα τους να μας ληστεύουν βλέπουν
και ούτε βγάζουνε μιλιά κι ούτε τους μαρτυράνε…
Αλλά δεν είναι συνεργοί αυτοί που δε μιλάνε;
Και να ’χεις κι άλλους που. όπως λεν, δεν κλέβουνε. Μα όμως
δεν κλέβουν γιατί χρήματα σοδιάσαν παρανόμως  
ληστεύοντας προτού να μπουν μες στη Βουλή ακόμα
και στων κλεφτών ανήκανε το εκτός Βουλής μας Κόμμα.
Και πια γιατί να κλέψουνε όσοι έχουνε κλεμμένα
που φτάνουν για να ζήσουν ως τρεις χιλιάδες ένα;
Χόμπι άλλο τώρα έχουνε: τις ώρες να περνάνε
τους έλληνες χαζεύοντας που, οι χαζοί, πεινάνε,
και λόγους για να βγάζουνε με πείνα σχετικούς
που σε γεμίζουνε σπυριά μόνο που τους ακούς.
Με άλλα λόγια σαν παιδιά παίζουνε τις κουμπάρες
έτσι όπως οι ανόητοι κάνουνε κουταμάρες.

Όλοι αυτοί την ψήφο μας θα ’ρθουν να ζητήσουν
ώστε όλα τα προβλήματα της χώρας μας να λύσουν.
Αλλά καθώς αγιάτρευτη του τύφου ειν’ η ευκοίλια
γι αυτούς και τα προβλήματα της χώρας είναι Δήλια.
Κι αντί να λύνουν, έλληνες θα δένουνε στο κάρο
όπου τραβάει ολόισια προς των Κρατών το Χάρο.

Πάλι λοιπόν εκλέγουμε! Πάλι θα ξαναδούμε
πρόσωπα που…ας  παρά να τα θωρούμε.
Στον ΛΆΟΣ βλέπεις πρόσωπα δεινών βασανιστών
που ευκαιρία ψάχνουνε να δράσουν ομαδόν.
Στα πρόσωπα των ΝουΔητών είναι ζωγραφισμένη
(κάτω από χαμόγελα σαρδόνια κρυμμένη)
η απληστία, η ροπή για κέρδος  κι αρπαγή-
τέτοια που τα ’χει φοβηθεί ακόμα και η γη.
Οι ήσυχες και σοβαρές των πασοκτζήδων φάτσες
το κάθε πρόσωπο μισούν που άλλες σμιλέψαν ράτσες
γιατί ποθούνε το πασόκ να είναι το μόνο κόμμα
να κάνει ό,τι, αδύναμο, δεν έκανε ακόμα:
την που δεν πρόλαβε βολή χαριστική να δώσει
στη χώρα, ώστε ανάρχιστα πλέον να την τελειώσει.

Οι εκλογές μας ήρθανε! Εμπρός παιδιά λοιπόν
να πάμε να ψηφίσουμε! Κανείς μην είναι απών!
Ο Γιώργος λίγον έκανε καιρό πρωθυπουργός,
ησύχασε η Μάργκαρετ, ησύχασε κι αυτός.
Τώρα γι αυτό το αξίωμα σειρά έχει ο Αντώνης
για να χαρεί και ο νεκρός παππούς του ο Τρελαντώνης.
Κι άλλος δε μένει. Άντε πια να έρθει και κανένας
που δε θα είναι σκύλας γιος ή γιος χλιδάτης γέννας.
Ίσως η Ελλάδα να σωθεί από φτωχόνε κάποιον-
ίσως οπίσω την ουρά, ως λενε να ’χει το άπιον.

Ή ίσως όταν ψάχνουμε
καλό υποψήφιο να ’χουμε,
για έναν κουλό να ψάχνουμε μα και με δόντια δίχως
να μην αρπάζει, να μην τρώει, κι υπεύθυνο ενδομύχως
που γι άλλο να μη γνοιάζεται παρά για το λαό
και την πατρίδα ν’ αγαπά σαν ιερό ναό.

Πάμε λοιπόν για εκλογές; Μάλλον. Αλλά θα δούμε
γιατί όσο κι αν για εκλογές τριγύρω μας ακούμε
αν απ’ τη Μέρκελ δε δοθεί το «ναι» στην αποικία
η κάλπη θα ’ναι αγαθό εν πλήρει ανεπαρκεία.

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Διαδήλωση για την Κύπρο από την Παροικία)

(Οπου ο Μήτρος του παππού τη φουστανέλα βάζει
Κι αηδίες όπως πάντοτε και πάλι αραδιάζει.)

ΜΗΤΡΟΣ
Ζήτω η παροικία μας. Ζήτω οι Σύλλογοί μας.
Ζήτω του Ελ Ει οι Έλληνες.  Ζήτω οι διαδηλωτές μας.
Ζήτω η Κύπρο η λεύτερη και η Ελληνική μας.
Οι Ελληνοαμερκάνικοι οι Σύλλογοί μας ζήτω.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Τι έπαθες ρε Μήτρακα και τί φωνές ειν' τούτες;

-Ζήτω η άσβηστη φωτιά στα στήθη των Ελλήνων.
Του Αποδήμου Ελληνισμού η Γραμματεία ζήτω.

-Τί έπαθες ρε ζάβαλε; Γιατί ζητοκραυγάζεις;

-Ζήτω η Κοβίνα, το Λονγκ Μπήτς, το Νόρθριτζ κι η Ρισίντα,
Ζήτω το Ιρβινγκ, το Νιουχώλ, το Μαλιμπού, το Μπούρμπανκ.
Ζήτω όλο το Λος Αντζελες μετά των περιχώρων.

-Πάψε μωρέ χαζούλιακα-σταμάτα το ψαλτήρι
Και πες μου ολαυτά γιατί; Κι έτσι γιατί ντυμένος;

-Ζήτω του Ελ Εϊ οι Ελληνες που κάνουν μια πορεία
Κι αυτόματα η Κύπρος μας βρίσκει ελευθερία.
Ζήτω η Αλάμπρα' το Αρλινγκτον' το Ατγουντ' η Ατρέσια…

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΡΕ!

                               -Μα Γιάννο μου, γιατί φωνάζεις έτσι;
Εγώ φώναζα όμορφα κι όχι με κεφαλαία.

-Μα μ’ έσκασες. Λέγε λοιπόν προτού να πέσει ξύλο
Τί έπαθες και σα γάιδαρος ασέλωτος γκαρίζεις;

-Γιάννο μου τι; Δεν τάμαθες; Με κάνεις και σαστίζω.
Οι Οργανώσεις του Ελ Εϊ εκάνανε πορεία
Κι απαίτησαν να φύγουνε οι Τούρκοι από την Κύπρο.
Τι άλλο να γίνει ήθελες; Και τώρα η Ευρώπη
Πόλεμο ετοιμάζεται να κάνει στην Τουρκία,
Συμβούλιο του Στέμματος θα γίνει στην Αγγλία,
Κι ο Κλίντον θα ταράχτηκε τόσο, που ζήτημα είναι
Αν πάει στο Συνέδριο ο ίδιος του Σικάγου.
Και ξέρεις, τα τηλέφωνα θα έχουνε ανάψει
Ουάσινγκτον και Αγκυρας, Λονδίνου, Παρισίων,
Και είναι ζήτημα ωρών η αποπομπή των Τούρκων.

-Α! Μήτρο μου και νάξερες το πόσο σε ζηλεύω
Που τόσο εισ' ευκολόπιστος κι ανόητος και βλάκας.
Αλλά, βρε τύπε άσχετε και πολυπλανεμένε
Οι Σύλλογοι να κλέβουνε μόνο και μόνο ξέρουν.
Μιαν ευκαιρία βρήκανε να παν και να φανούνε
Κι ένας τον άλλονε να δει και να διαφημιστούνε
Και για τη δόλια Ελλάδα μας πως κόπτονται να δείξουν
Για να μπορούνε κι απ’ αυτήν απείραχτοι να τρώνε.

-Λες και να μη λευτερωθεί Γιαννάκο μου η Κύπρος;

-Αλίμονο στους Κύπριους που παν χαμένοι Μήτρο.
Αλίμονο στους ήρωες τους δυο που άδικα χέρια
Στην ίδια την πατρίδα τους τούς έχουν σκοτωμένους
Γιατί ζητούσαν λεύτερη την Κύπρο τους να δούνε.
Κι αλίμονο και για κεινούς που σκοτωθήκαν τότε,
Στο ματωμένο πρωινό της εισβολής στην Κύπρο.
Και δυο φορές αλίμονο στους συγγενείς και φίλους
Που ζωντανοί εμείνανε κι ο πόνος τους θερίζει.
Μόνο αυτούς να σκέφτεσαι. Για κείνους να λυπάσαι.
Ως για όλα τ’ άλλα μούτζωτα. Ελεύθερη η Κύπρος
θα γίνει όχι αν γίνουνε χιλιάδες διαδηλώσεις,
Όχι αν χαθούν χίλια κορμιά, όχι αν θα συζητήσουν
Κι όσες φορές μιλήσουνε και τόσες συμφωνήσουν
Κύπρου κι Ελλάδας οι χαζοί κι οι ελεεινοί ηγέτες
Ελευτεριά η Κύπρος μας θα δει όταν η Αγγλία
Κρίνει ότι συμφέρον της είναι να της τη δώσει.

-Και πότε λες συ Γιάννο μου ότι αυτό θα γίνει;

-Δεν ξέρω. Ισως αύριο, ίσως σε χίλια χρόνια.

-Κι ως τότε τι θα γίνεται;
                                             - Ο,τι ως τώρα Μήτρο.
Όποτε οι Τούρκοι θέλουνε να σπάσουν λίγη πλάκα
Σημαίες θα κατεβάζουνε από  καμία Ίμια,
Ή καμιά δήλωση ηχηρή θα κάνει ο Πρόεδρός τους
Και ύστερα σε μια γωνιά θα κάθονται να βλέπουν
Να ξεσηκώνοντ’ οι Ελληνες και κούφια ν’ απειλούνε.
Μα πριν απ’ όλα θα θωρούν τον δύστυχο Σημίτη
Να τρέχει στο γραφείο του και σώβρακο ν' αλλάζει.
Υστερα θα γυρίζουνε και κατά δω το μάτι
Να βλέπουν τους Συλλόγους μας να κάνουνε πορείες.

-Μα το συμφέρον μοναχά Γιαννάκο μου τους σπρώχνει;

-Μονάχα κι αποκλειστικά. Κι όχι πορείες μόνο,
Μα παρευθύς ταχυδρομούν και γράμματα πληθώρα
Και ζητιανεύουν χρήματα από τους Λοσαντζελιώτες. ..

-Ε, για τον ιερό σκοπό της Κύπρου θα τα θέλουν.

-Τα θέλουν για την τσέπη τους μόνο και τίποτ' άλλο.
Αλλά κι αν είναι κλέφταροι, κι αν είναι απατεώνες
Μα είναι όμως συνεπείς σε ο,τι υποσχεθήκαν.

-Τί δηλαδή;

-        Να! Πήγανε κι είπαν στους Αμερκάνους
(δεν είπαν πως τις Τούρκικες ενέργειες θα ερμηνεύουν
κι ευθύς την ερμηνεία τους σε κείνους θα τη δίνουν;)
Οτι στην Κύπρο δυο Ελληνες σκοτώσανε οι Τούρκοι.

-Και δεν το ξέρανε αυτό Γιάννο οι Αμερικάνοι;

-Το ξέρανε βρε κουτεντέ. Μα όμως τις προθέσεις
Τις τούρκικες δεν ξέρανε. Κι είναι σ’ αυτό που πάνω
Τα τζίνια τα παροικιακά ενημέρωση τους κάναν.

-Και τί τους είπαν δηλαδή;

-                                             Οτι αυτή η πράξη
Των Τούρκων-να σκοτώσουνε δυο αθώα παλληκάρια-
Δεν ήταν πράξη φιλική εκ μέρους της Τουρκίας.

-Πόση σοφία θάβαλαν αυτό για να το βρούνε!
Και άλλο τί τους είπανε που εκείνοι δεν το ξέραν;

-Οτι μ’ αυτό στους Ελληνες  θέλουν να πουν οι Τούρκοι
Πως αν και πάλι κατά κει οι Ελληνες θα πάνε,
Πάλι θα τους χτυπήσουνε.
 
 -                                         Τι εξυπνάδα αλήθεια!
Τόσα να συμπεράνουνε πολλά από τόσο λίγα!

-Τί νόμιζες; Οι Ελληνες πως μύγες κυνηγάνε;
Πρόεδροι Οργανώσεων δε γίνονται όποιοι νάναι.

-Ωστε δεν πήραμε λοιπόν την Κύπρο μας;-τι κρίμα…

-Δεν πήρατε την Κύπρο μας, όμως παρηγορήσου.:
Τον άλλο μήνα εκλογές έχουνε στην Ελλάδα
Κι όπως οι υποψήφιοι στις ομιλίες τους λένε
Όποιος θα βγει, ε τότε πια, δική μας θάναι η Κύπρος,
Και όλα τα προβλήματα του τόπου θα λυθούνε.

-Κι από τα κόμματα τα δυο ποιο λες να βγει Γιαννάκο;

-Ή το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές κι η Ελλάδα από τη μέση
ή η Νου Δυο στις εκλογές κι η Ελλάδα από το χάος.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

 Μονόλογος της Γαλάτειας-από το έργο "ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ"

(μπαίνει η Γαλάτεια)
ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Τι θάμα είναι σήμερα που εγίνη!
Ο σκοτεινός πώς εφωτίστη ο κόσμος!
Γεμάτη με γητέματα και μάγια
η φύση πώς γλυκάστραψε μπροστά μου!
Κι ούτε γεννήθηκα πριν από χρόνια.
Τo σήμερα εμένα έχει γεννήσει.
Και του Νηρέα εγώ παιδί δεν είμαι-
ο Έρως μάννα μου κι αυτός πατέρας.
Σήμερα ο Άκις μού ’πε μ’ αγαπάει-
ότι κι αυτόν τον χτύπησαν τα βέλη
Τον φτερωτού Θεού για με. Αχ! Έρω!
Διπλά σ’ ευχαριστώ απ' την καρδιά μου.

Η κάθε λύπη μου πια έχει φύγει
κι αλάφρυνα που λες και θα πετάξω.
Αχ! Έρωτα! Σε φίλτρο ποιό βυθίζεις
τα βέλη σου και όποιονε χτυπήσουν
την ευτυχία τον κάνουνε να νιώσει…
Πριν ήμουνα μια Νύμφη όπως όλες.
Τώρα είμαι μια Νύμφη που αγαπάει
και, Ερωτα, μια Νύμφη που αγαπιέται.
Τo σώμα μου μια γλύκα το κατέχει.
Χαρά μια χύθηκε μες στην ψυχή μου-
χαρά και γλύκα μου τα μάτια τον Άκι.

Τι κι αν αθάνατη τάχατες ήμουν!
Και τι να το ’κανα της ζωής το δώρο
αν μακριά μου έμενε η αγάπη;
Μα έχω απ' αγάπη πλημμυρίσει.
Θεοί! Αυτό λοιπόν το μυστικό σας!
Θεά είμαι κι εγώ κοντά σας τώρα.
Τώρα κι εμέ της ευτυχίας ο ήλιος
με φέγγει όλη. Κι είναι και δικιά μου
η γνώση όλη κι όλη η δύναμή σας.

Πριν σαν τη Γη την προγιαγιά μου ήμουν,
ως ήσαν oι Θεοί πριν την καρπίσουν.
Όπως εκείνην τα θεριά σπαράζαν
κι άγριοι δράκοντες την μακελλεύαν,
έτσι κι εμέ η θλίψη με κρατούσε.
Και τα θεριά του πόνου με ξεσκίζαν.
Κι όπως αυτή στολίστηκε με ρυάκια,
και με δεντρά και με πουλιά και μ’ άνθη
έτσι και 'γω 'μαι τώρα στολισμένη
με μύρια δώρα. Και λαλώ-κι ανθίζω.

Σ’ αυτά τα μέρη η ζήση μου περνούσε.
Με τις πολλές παρέα τις αδερφές μου
έπαιζα όλη μέρα και γελούσα.
Καμιά η θάλασσα της Σικελίας
κρυφή απ' τις χάρες της δε μου κρατούσε.
Και των βυθών της τη χρυσή μαγεία
και των νερών της τις τερπνές εικόνες
και τον φωτόλουστο τον λευκαφρό της
όλα για μάς λες τα ’χε φυλαγμένα.
Μα κι αν δεν τα ’χε ποιός τήνε ρωτούσε;
ποιος στα τρελά της νιότης μας παιχνίδια
κάποιον φραγμό να βάλει θα μπορούσε;..
Όμως σαν νιό κι εκείνη κοριτσάκι
γελούσε και χαιρότανε μαζί μας
μ’ όποιο ξεφάντωμα νεανικό μας.

Αλλ' άψυχη χαρά ήταν εκείνη
και στη σπηλιά μας βράδυ σα γυρνούσα
οι πέτρες της βαραίναν την ψυχή μου
κι ένιωθα τη χαρά μου προδομένη.
Κι εγώ, η αθάνατη, μες στου θανάτου
τα βρόχια ήμουνα παγιδεμένη.
Κενό ένα μέγιστο ένιωθα εντός μου
σα να μη γίνανε όσα είχαν γίνει
και σαν αυτά που ήτανε να γίνουν
αξία μέσα τους καμιά δεν κλείναν.
Και μέσα βυθιζόμουνα στον πόνο
που η έλλειψη μαζί της πάντα φέρνει.
Πόσες ευχές δεν έκανα στο Δία
θνητή παρακαλώντας να με κάνει
ώστε ο θάνατος να με λυτρώσει
απ’ όσους η ζωή μού ’δινε πόνους...
Ή πάλι του ’λεγα: «Δία Πατέρα
κάνε με μια πετρούλα-εν' ανθάκι
Κάνε με ένα ρυάκι, ένα πουλάκι
τον πόνο της αγάπης να μη νιώθω».

Αλλά ο Δίας δε μ’ άκουγε. Και τώρα
βλέπω γιατί- Θεέ, Μεγάλε Δία,
μ’ άφησες όπως ήμουν γιατί άλλο
σχεδιάζανε τα φρένα σου για μένα.
Μ’ άφησες όπως ήμουν για να νιώσω
την πιο μεγάλη απ’ όλες ευτυχία.
Και να! Μες στη ζωή μου όλα αλλάξαν
κι όλα της τα κενά έχουν γεμίσει
απ' της αγάπης τη γλυκιά τη χάρη.
Νερά, τώρα σα μέσα σας θα μπαίνω
σαν άγνωστη έτσι να ’μαι θα σας μοιάζω-
σαν κάποιο άλλο να κρατείτε σώμα.
Και σεις, συντρόφισσες των παιχνιδιών μου,
θα με κοιτάζετε σα να ’μουν ξένη.

(Μπαίνει η Γλαύκη, βλέπει τη Γαλάτεια να μιλάει και κάθεται παράμερα, αθέατη από αυτήν).

Είναι που τώρα μόνη μου δεν είμαι.
Είναι που τώρα όπου και να πάω
του Άκι την ψυχή έχω μαζί μου
σφιχτά με τη δικήνε μου πλεγμένη.
Είναι που του Άκι μου η κάθε σκέψη
και σκέψη έγινε γλυκιά δική μου.
Είναι σ’ αιώνιο ένα φιλί που δέσαν
οι δυο υπάpξεις μας, καθώς δεμένο
το ακρογιάλι με το κύμα είναι.
Μ’ ας πάω τώρα στις καλές μου φίλες
τον νέο μου εαυτό να τους γνωρίσω.
Ας πάω για να δουν οι αδερφές μου
Την αλλαγή που μού ’φερε η αγάπη.
Και να στολίσω ας πάω το κορμί μου
όπως να κάνουν ξέρουν οι γυναίκες,
γιατ’ η ομορφιά θαρρώ μαγνήτης είναι
που την αγάπη τη γλυκιά τραβάει.

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Η εκκλησία του Μήτρου)

(Γιάννος και Μήτρος εν Ελ Εϊ, προσφάτως γνωρισθέντες
κάπου συναντηθήκανε κι αλλάζουνε κουβέντες
για την που ο Μήτρος βάλθηκε να χτίσει εκκλησία-
σαν τ’ άλλα να μην έφταναν δεινά στην Παροικία.)

-Γιάννο, μιαν ανακάλυψη σήμερα έχω κάνει.
Μεγάλη ανακάλυψη. Να την ακούσεις θες;
-Γι αυτό μου ήρθες το λοιπόν πρωΐ και μάνι μάνι;
Λέγε.
                  -Η ανακάλυψη έγινε βέβαια χτες…


-Λέγε  ρε  Μήτρο.
Ετσι κι  αλλιώς πρέπει να κουβεντιάσουμε
Και   στο  περιοδικό  μετά αμέσως  να τα γράψουμε.

-Περιοδικό  ή  όχι, εγώ άκου  τι  ανακάλυψα
Και τα ρωτήματα μ' αυτό της ζήσης μου όλης κάλυψα:
Ότι τον κόσμο Γιάννο μου τον έκαμε ο Θεός.
-Καλά που το κατάλαβες Μήτρακα. Όμως πώς;
-Στο Σόλβανγκ χτες πηγαίνοντας είδα τη γη στρωμένη
Με πλήθος αγριολούλουδα. Κι ήτανε στολισμένη
Κάθε μ' αυτά λοφοπλαγιά και κάθε μια κοιλάδα.
Χρώματα τέτοια, εν τιμή στο λέω, δεν ξανάδα.
Κι είπα «ποιος άλλος απ’ Αυτόν μπορεί να επινοήσει
Χρωμάτων τέτοιων συνδυασμούς, παραλλαγές και τόνους,
Κι έτσι σοφά κι απλόχερα στη γη να τα σκόρπισει;
Ποιος άλλος τέτοια το μπορεί μια χρωματοπλημμύρα
Πάνω στης γης το γκριζωπό το χώμα να ξεχύσει;
Ποιος τον αέρα θα έκανε μύρα να ξεχειλίσει-
Ποιός τέτοια μια θα φύλαγε καλή στη γη μας μοίρα;»
Ετσι είπα. Μα ό,τι να ’λεγα κι ό,τι να πω και τώρα
Κι όσα να πω αν μίλαγα κι ως τη στερνή μου ώρα
Δεν περιγράφουν ό,τι εκεί εχτές θαυμάσιο είδα:
Δε θα ’δινα απ’ τον ήλιο του παρά μικρή μια αχτίδα.
Γι αυτό το αποφάσισα, και, Γιάννο μου θα χτίσω
Μια εκκλησιά και μέσα της θα μπω να προσκυνήσω
Τον Πλάστη πούκανε αυτή την...
 -                                                  Μπράβο σου. Γιατί όχι;
Μόνο που αν είναι αυτοί οι προσεχείς σου στόχοι
Τότε να ξέρεις Μήτρο μου πρέπει τινά ολίγα
Που θα σου γίνουν οδηγός στης εκκλησιάς το χτίσιμο
Οπως ο μίτος του Θησέα τα βήματα οδήγα
Και οι θεοί τον Ηρακλή στου Προμηθέα το λύσιμο.
Ακου λοιπόν πώς χτίζεται μια εκκλησία σήμερα-.
ένα ακόμα εφήμερο μέσα στα τόσα εφήμερα.
Και πρώτα πρέπει να σου πω ποια είναι τα υλικά-
Ως τ’ αραδιάζουνε κι αυτοί που φτιάχνουνε γλυκά:
 Ενας παπάς αδιόριστος, την ώρα που δε βλέπει
Που θα γεμίσουν και τα δυό-και στόμα του και τσέπη.
Κλέφτες τινές, άλλοι τρανοί, άλλοι κοινά κλεφτρόνια.
Θηλεα κάποια, απ' αυτά τα όντα τα χαμένα
Που βλέποντας να φεύγουνε ανέραστα τα χρόνια
Σέ έρωτα με το Χριστό πέφτουν ξελιγωμένα.
Μιας Εκκλησίας κεφαλή ανεύθυνη κι αδιάφορη,
Ενας μεσιτοπράκτορας και τύποι άλλοι διάφοροι.
Θα καμαρώνει ο παπάς όπως σκεπάρνι γύφτικο
Και ύφος παίρνοντας βαρύ και μάγκικο κι αλήτικο
Ντυμένος με τα που θαρρεί πανάγια άμφιά του
θα κάνει, σαν η εκκλησιά που θα χτιστεί ειν’ δικιά του.
Οι κλέφτες τώρα οι τρανοί, καθ' ένα-δύο μήνες
θα κάνουν μια συγκέντρωση, σαν τις μαζώξεις κείνες
Που κάνουνε οι ύαινες γυρω από το ψοφίμι,
Ή που οι ιερόδουλες κάνουν στο καλντερίμι,
Όταν τον ίδιο κυνηγούν πολλές μαζί πελάτη.
Και θα ’ναι όλη η έγνοια τους, και θα ’χουνε κεσάτι
Τ' όνομα τίνος θα γραφτεί Μήτρο μου πα' στο φτυάρι
Που στα θεμέλια του ιερού θα θάψουνε, τη μέρα
Που θα θεμελιωθεί ο ναός με του Χριστού τη χάρη.
Τότε, κι ενώ λόγια παχιά θα πλέουν στον αέρα
Εκεί  Μήτρο θα θάψουνε το φτυάρι, με γραμμένα
Τ' όνομα πάνω του εκεινού
Πούχει τη χάρη τ' ουρανού
Γιατί απ' τους άλλους πιότερα έχει λεφτά κλεμένα.
Σκέψου την Άγια Τράπεζα παρέα μ' ένα φτυάρι
Που πάνω του το όνομα γραμμένο θα μοστράρει
Ενός απ' του Λος Αντζελες τους πιό μεγάλους κλέφτες,
Τους πιό μεγάλους άθεους, τους πιό μεγάλους ψεύτες.
Να Μήτρο πώς κερδίζεται η ουράνια βασιλεία.
Ο Πάπας αν επούλαγε παληά συχωροχάρτια
Και χάριζε οικόπεδα στα επουράνια, άρτια,
Σήμερα η ίδια η αισχρή γίνεται ιστορία
Κι όχι απ' τον Ποντίφηκα, αλλ' απ' τον Πατριάρχη
Κι απ' τον Αρχιεπίσκοπο, εδώ σε μας που άρχει.
Ως για τα θήλεα, ειν' αυτά, γυναίκες ή ερωμένες
Που αν και δίχως δεύτερο βρακί μεγαλωμένες
Στην εκκλησία χρήματα θέλουνε να χαρίσουν
Ώστε κι αυτές προνόμια πάνω της ν' αποκτήσουν.
Γιατί να ξέρεις άξεστε και άμυαλε συ φίλε μου-
Και αν δεν είναι όπως στα πω, φάσκελα πέντε στείλε μου-
Εκεί κοντά στον άμβωνα στασίδι ένα θα ’ναι
Πάντοτε άδειο κι έτοιμο πάνω του να δεχτεί
Αυτόν που τα περσότερα έχει λεφτά δοσμένα
Και άλλον πισινό ποτέ δε θα καταδεχτεί.
Αυτά να ’χεις υπόψη σου αν εκκλησιά θα χτίσεις.
Κι αν απορία σούμεινε, εδώ είμαι-να ρωτήσεις.
Κι ακόμα κάτι: όταν πια το χτίσιμο τελειώσει
Μη μες στην εκκλησιαστική τη φούρια σου την τόση
Του Εγκελάδου φοβηθείς τα δυνατά κουνήματα
Και τον προσοδοφόρο σου ναό πας ν’ ασφαλίσεις-
Τζάμπα μη δώσεις τα πολλά που σου αποφέρει χρήματα.
Αλλιώς τα μέγιστο αυτό το θέμα να το λύσεις:
Μια λειτουργία ονόμασε "κατά του Εγκελάδου",
Και το θεό υπεύθυνο για το ναό Του κάνε
Και για τα εκ των δονήσεων ανθρωποκέρδη του Αδου.
Ασε τους άλλους τους φτωχούς χρήματα να χαλάνε
Και της ασφάλειας εσύ έτσι το χρήμα τσέπωσε
Που ο Λαός κερί κερί στην εκκλησιά σου έδωσε.
Και να βλογάς που βρέθηκα και στα ’πα όλα τούτα
Ωστε να τα ’χεις έτοιμα σαν το κρασί στην κούπα.

-Δεν το περίμενα ποτέ να λοιδωρείς τα θεία
Ούτε να κάνεις τους ναούς γέλωτος αντικείμενο.

-Αν τ’ είναι «θείον» ήξερες, αστείο υποκείμενο,
Δε θάβγαινε απ' το στόμα σου αυτή η τρανή βλακεία.     ^ λ
Και ως να μάθεις (αν ποτέ αυτό το καταφέρεις),
Να σε ρωτήσω ήθελα αν έμαθες-αν ξέρεις
Απ' την Ελλάδα τίποτα νέα που να σχολιάσουμε-
Ή νέα της παροικίας μας, λίγο για να καγχάσουμε.

-Η παροικία Γιάννο μου, όσο να τη στολίσεις
Κι άλλα θα μείνουν να της πεις-αρκεί να το θελήσεις.
Το ίδιο κι η πατρίδα μας: με τόσο χάλι πόχει:
Οσα της τα προβλήματα και ψόγου τόσοι στόχοι.
Μα τίποτα δεν έμαθα ευκαιριακά καινούργιο
Από των επικαίρων τους ειδήσεων το μπούγιο.
Εφημερίδα Ελληνική αφού δε διαθέτω
Κι ούτε κομπιούτερ και τι βι αγόρασα κι εφέτο
Πίσω και πάλι απόμεινα σε νέα και ειδήσεις.
Μήπως για κάτι έχεις συ Γιάννο μου να μιλήσεις;

-Αν και τι ζώον τετράποδον είσαι σ' αυτά γνωρίζω,
Εν τούτοις κάτι θα σου πω που μ' έχει ξεσηκώσει
Και που το νου μου απόσπασε-διόλου ας μη τ’ αξίζω-
Από το σκότος, και φωτός μι αχτίδα μουχει δώσει:
Μία γρηούλα ρώτησα τις άλλες συμπαθή.
"Γιαγιά τί κάνετε;", κι αυτή,αμέσως μουχε πει
"Να γiόκα μου-γυρίζουμε να μη ρημάξει ο τόπος".
Πες μου βρε Μήτρακα λοιπόν, που χάσκεις αδιακόπως,
Πες, στη φρασούλα αυτή μπορείς, την έτσι απλά ειπωμένη
Οληνε νάδεις την ψυχή του Ελληνισμού κρυμμένη;
Μπορεί το λίγο σου μυαλό-πες μου-να διακρίνει
Πόση η απάντηση αυτή σοφία εντός της κλείνει;

 -Καμμία. Είναι κοινότατος λόγος, που συ μονάχα
Νομίζεις ότι κάποιανε σοφία κρύβει τάχα.
Αντί τα λόγια μιας γρηάς ν' αναθυμάσαι τώρα
Κανά χαρτί ας έπαιζες για να περνά η ώρα.

-Μα τότε βρε ζωντόβολο θάμουνα χαρτοπαίχτης.

-Μία απάτη ας έκανες.
                                        
                                               -Θάμουνα θεομπαίχτης.

 -Τηλεόραση ας έβλεπες;
                                      
                                               -Θάμουνα σαν και σένα-
Φυτό και ετερόφωτος και με μυαλά χαμένα.  

-Ας δούλευες ελεύθερος καιρός να μη σου βρίσκεται
Ωστε να μη σε θέματα παρόμοια αναλίσκεσαι.

-Τότε θα ήμουνα ρομπότ.
                                             
                                            -Μία γυναίκα ας είχες
Παρά να παίρνεις για σοφά θέματα τάχα αμπάριζα.

 -Γυναίκα νάρχονταν σε με; Μη λες ρε Μήτρο τρίχες.
Και βέβαια αν ερχότανε, μ' αυτά θα σαχλαμάριζα;  

-Έχε ένα χόμπι. Παίξε γκολφ. Κάνε μια συλλογή.

-Και γιατί σώνει και καλά να κάνω κάτι τέτοιο;  
Γιατί η δική σου λογική είναι αρχαϊκή,
Και σ’ ό,τι σούπα, αυτή χαράς καμιάς δε βρίσκει αίτιο,
θα πρέπει να μη σκέπτομαι γιατί εσύ δε σκέπτεσαι;
Γιατί ο νους σου στα κοινά τόσο πολύ εξέπεσε
Ίδιον και γω με σένανε πρέπει να έχω νόα;
Και τότε πώς θα διέφερα-μου λες-από τα ζώα;
Και άκου κι άλλο κάτι τι που άκουσα επίσης
Και ας αφήσει αδιάφορες όλες σου τις αισθήσεις:
«Του Χάρου να κρεμάγεται, εγώ δεν τον πιστεύω!».
Και από ρήσεις λαϊκές ενώ, έστω άκων, νήστευα,
Ξάφνου ετούτα άκουσα τα πλέρια Ελληνικά.
Μια τέτοια ρήση φίλε μου ευθύς κατανικά
Κάθε του βίου σκοτεινιά, και μία πέρα ως πέρα
Το άκουσμ;a της ευτυχή μου κάνει δώρο μέρα.
Μήτρο γελοίε, φουκαρά, που κυνηγάς το κάλλος
Εκεί που το αναζητά κάθε όμοιός σου άλλος,
Που της Φυλής τα όμορφα τα νιώθεις τόσο μόνο
Όσο σου αρκεί για να μπορείς να ζεις χρόνο το χρόνο,
Τόξερα πως θα ήτανε αυτά για σένα ξένα.
Έλα όμως που η έννοια τους με συνεπαίρνει  εμένα…
Μα αφού η μοίρα μούδωσε εσένα για συντρόφια
Και την ασχετωσύνη σου ακέρια και ατόφια,
Κι αφού κανέναν άλλονε δεν έχω να μιλήσω
Γυρνώ από δω-γυρνώ από κει, σε σένα έρχομαι πίσω.

-Μην έτσι Γιάννο μου μιλάς γιατί θα εντραπώ.
Και δε θα έχω τότε πού να πάω να κρυφτώ.
Κι αν έτσι εγώ γεννήθηκα και συ αλλιώτικός μου
Δεν παύεις όμως νάσαι συ φίλος αδελφικός μου.
Κι αν λίγο βλαξ σου έτυχα, νέρωσε το κρασί σου
Και μη όλο με κατηγορείς σα βρίσκομαι μαζί σου.

-Δίκιο έχεις Μήτρο-σχώρα με. Το έχω παρακάνει.
Σε πρόσβαλα. Με συγχωρεί ς. Μα τώρα τέρμα. Φτάνει.
Για δυο ημέρες συνεχώς δε θα σου ξαναπώ
Το πόσο είσαι ανόητος ,στουρνάρι και φυτό.

-Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ. Αλλά μην ξεχαστείς
Και το διήμερο αυτό Γιάννο το υπερβείς
Γιατί πολύ δε θα άντεχα βρισιές να μην ακώ
Αφού μ' αξίζουν, και αφού, αν μου λείψουν τις ζητώ.

-Δε θα ξεχάσω. Το λοιπόν γεια σου για μέρες δύο.

-Α! Μιά. στιγμούλα Γιάννο μου. Προτού σου πω αντίο
θέλω και κάτι να σου πω
που από ώρα έχω σκοπό
Αλλά το ξέχασα, γιατί αλλού έχει τραβήξει
Η που όταν σε συνάντησα κουβέντα πούχε ανοίξει-
Η εκκλησία που εγώ να χτίσω αποφάσισα
Και που με διέκοψες γι αυτή σα να σου λέω άρχισα,
Σχέση δεν έχει ούτε μια με όσα εσύ αράδιασες
Και μ’ όσες πα' στις εκκλησιές βρωμιές εσύ αράδειασες.

Τη δική μου εκκλησία
θα τη χτίσω  στην ψυχή μου
 Και θα κάνω μες σε κείνη
Στο θεό την προσευχή μου.

Στης ψυχής μέσα το βούρκο
Μιά γωνιά θα καθαρίσω
Και κει μέσα τον που θέλω-
Που ποθώ, ναό θα χτίσω.

Και αυτήνε τη γωνία
Καθαρή θα την κρατάω
Και αντίς κερί, με πίστη
Και μ' αγάπη θα φωτάω.

Και αμόλυντη θα είναι
Απ' τη βρώμα των παπάδων
Κι από των κλεφτών την όψη
Κι απ' τον ήχο των παράδων.

Στο ναό θα μένω Γιάννο
Μόνο εγώ και ο θεός μου
Κι όταν εκεί μέσα μπαίνω
Θα ’μαι Γιάννο μοναχός μου.

Θα ’ναι μία εκκλησία
Ιερά κι υπερουσία.
Μες στον πονηρόν τον βίον   
Θα ’ναι τ' Αγια των Αγίων.  
 
Και ο διάολος να με πάρει
Αν θα έχει μέσα φτυάρι.


-Μήτρο μου δε φανταζόμουν
Όπου τόσα σου ’χω πει.
 Με αλώνει η μετάνοια
Και με λιώνει η ντροπή.

Θα μπορούσες κάποια μέρα
Να με συγχωρήσεις ίσως;
-Ναι. Καθώς τον Σόλωνά μας
Εσυγχώρησε ο Κροίσος.

-Σ' ευχαριστώ αδέρφι μου.
Και θα στο ξεπληρώσω-
Οι μέρες τρεις θα γίνουνε
Που δε θα σε μαλώσω.

(Κι οι δύο φίλοι εχώρισαν
για να ξαναβρεθούνε
όταν για νέο κάτι τι
θα είχανε να πούνε)

              ----











ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
 (παλιά και νεότερα)

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ
 
Καλήν ημέραν άρχοντες
Κι αν είναι ορισμός σας
Τα κάλαντα τ’ αληθινά
Να πω στ’ αρχοντικό σας.

Καλήν ημεραν άρχοντες
Σε σας και στην Ελλάδα
Που τώρα τρώει χάμπουργκερς
Αντίς για φασουλάδα.

Καλήν ημεραν άρχοντες
Που η δυνατή Ευρώπη
Νομίζει ότι είμαστε
Καουτσουκένιο τόπι

Και πάνω μας τα νεύρα της
Κλωτσώντας μας ξεσπάει,
Δέρνεται  και ξεσχίζεται
Το τόπι, και δε σπάει.

Κι ενώ η μεγάλη Αμερική
Μας θέλει για εταίρους
Εμείς πάμε και κάνουμε
Τους λύκους συνεταίρους.

Καλήν ημέρα Ελλάδα μου
Που όλους τους ταΐζεις
Και όλους τους ανέχεσαι
(ως πότε;) κι ούτε βρίζεις.

Καλήν ημέραν Ελληνες
Που τη δημοκρατία
Τηνε μπερδεύετε συχνά
Με τη δικτατορία

Και οργανώνετε γιορτές
Για το Πολυτεχνείο
Κι εκείνους που γιορτάζουνε
Πιάνετε δύο δύο.

Καλήν ημέρα απόγονοι
Ηρώων του Μαραθώνα
Που η Κλεφτουριά κι αν έλειψε
Μα η κλεψιά πάει γόνα.

Καλήν ημεραν Ελληνες
Που όλοι να κυβερνάτε
Και να οδηγείτε θέλετε
Κι όχι ν’ ακολουθάτε.

Που όταν ακούτε για δουλειά
Σας πιάνει τεταρταίος
Και μόνο για διασκέδαση
Προσέρχεστε δρομαίως.

Καλήν ημέραν Ελληνες
Που όλο μίμηση είστε
Και μοναχά ό,τι καλό
Κι ωραίο δεν μιμείστε.
 
Που όλα τ' αφήνετε μισά
Κι όλα τα παρατάτε
Κι από άλυτο ένα πρόβλημα
Σε άλλο αμέσως πάτε.

Καλή σας μέρα Ελληνες
Που κλαίγεστε ολοένα
Μα κάθε βράδυ κι άλληνε
Αλλάζετε ταβέρνα.

Που αλλάζετε σα νάτανε
Βρακιά τις κυβερνήσεις
Κι άνοσοι στις πολιτικές
Εχετε γίνει κρίσεις.

Καλή σας μέρα Ελληνες
Μαζοχιστές μεγάλοι
Που απτόητοι ψηφίσατε
Τον Παπανδρέου πάλι.

Καλή σου μέρα Αντρέα μου
Που άσπρισε το μαλλί σου
Μα ούτε τη γνώμη άλλαξες
Ούτε την κεφαλή σου.

Και τη Μιμή παντρεύτηκες
Που μ' όσα κόλπα ξέρει
Και σένα και τους Ελληνες
Σας άγει και σας φέρει.

Γεια σου και σένανε Ψηλέ
που αν ξαναποστατούσες
Ο Αρης θα σου έμενε
Μονάχα να τραβούσες.

Γεια σου Φλωράκη μου κι εσύ
Του ΚουΚουΕ προδότη
Που γκρέμισες στα γερατειά
Οτι έχτισες στη νιότη.

Καλήν ημέρα και σε σας
Του Εθνους μας πατέρες
Που μόνο αν σεις θα λείψετε
θαρθούν καλές ημέρες.

Καλήν ημέρα σου Νου Δου
Πολύκλαδη ακακία-
Ποτίστρα σου ακένωτη
Η ανθρώπινη βλακεία.

Γεια σου και σένανε ΠΑΣΟΚ
Κάποτε η ελπίδα
Και τώρα η καταστροφική
Αλογη καταιγίδα.

Γεια σου και σένα ΚουΚουΕ
Της ανθρωπιάς προδότη.
Η τελευταία σου πνοή
Πνοή μας θάναι πρώτη.

Ευρώπη καλημέρα σου.
Είτε Κοινή είτε όχι
που πετυχαίνονται για σε
με χρήμα όλοι οι στόχοι.

Και καλημέρα Αμερική
Ελεύθερη πατρίδα
Κατατρεγμένων προσφυγή
Απάτριδων ελπίδα.

Καλή σου μέρα Αμερική
Που όποιος σε γνωρίσει
Ούτε στιγμή από σένανε
Δε θέλει να χωρίσει.

Γεια σας ιερείς ανίεροι.
Γάγγραινα της θρησκείας.
Ανόσιοι εκμεταλλευτές
Της Πάνσεπτης Μνηστείας.

Κι Ελληνες γεια σας υπουργοί
Εσείς κι η τεμπελιά σας
Που να δουλεύετε εμάς
Η μόνη είναι δουλειά σας.

Καλή σας μέρα Πράσινοι.
Ηλίθιοι ηλιθίων.
Ηπείρους η ηλιθιότης σας
Σείει εκ θεμελίων.

Καλήν ημέραν Ελληνες
Που μέσα στην Αθήνα
Δεν κυβερνά ο Πρωθυπουργός
Μα η πρωθυπουργίνα.

Καλήν ημέραν άρχοντες
Πούχετε προοδεύσει
Δίνοντας νέο όνομα
Στην ίδια πάντα γεύση.

Γεια σου και σένα βρε Μιμή
Και ψόγος δε σου πρέπει
Η ύπαρξη σου αφού εκεί
Το πανελλήνιο τέρπει.

Γεια σου Ελλάδα μου γλυκιά
Που θάνατο δεν ξέρεις
Αλλά που από τα ίδια σου
Τα τέκνα υποφέρεις.

Και γεια σου ωρέ Καραμανλή
Που μ' ένα "ρε" σου μόνο
Οι βουλευτές σου πάνω τους
Χέζονταν για ένα χρόνο.

Καλή σου μέρα Ελληνική
Και σένα παροικία
Αγλάισμα παληότερα,
Του Γένους τώρα αικία.
 
Που ενώ μες στης Αμερικής
Ζεις την ελευθερία
Δείχνεις το μέσα σκλάβο σου
Με κάθε μια ευκαιρία.

Γεια σας μεγάλα ονόματα
Ελλήνων του Ελ Έϊ-
Το άλλο μεγάλο πούχετε
Μονάχα, είναι χρέη.

Γειά-σας του Ελ Ει Ελληνες
Που αντί έργου σας άλλου
Κοιτάτε πώς να βγάλετε
Τα μάτια ο ένας τ' άλλου.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Που είσαστε πατριώτες
Τόσο, όσο είναι ακριβώς
Κυρίες οι κοκότες.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Που ενώ ζείτε στις ΗΠΑ
Τα σαρκοφάγα ένστικτα
Και χούγια έχετε γύπα.

Που ακόμα δεν καταφερε
Προσπάθεια όση κι αν βάνει
Ανθρώπους η πατρίδα σας
Η νέα να σας κάνει.

Γεια σας που όπως τρέχουνε
Οιστρόδηκτα τα βόδια
Οταν ακούτε ποίηση
Το βάζετε στα πόδια.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Ανόητοι τα μάλα
Που όλα παν στην άλογη
Ζωή σας μέλι γάλα.

Γεια σας πτωχοί τω πνεύματι
Και πλούσιοι τη ανοία.
Αψυχα γεια σας πλάσματα
Γεια σας κενά κρανία.

Ανευθυνοϋπεύθυνοι
Ανάνθρωπα όντα γεια σας.
Λαθρεπιβάτες της ζωής
Ανδράποδα της μάσας.

Πουν’ ο σκοπός σας στη ζωή
Νάναι γεμάτη η τσέπη.
Πούναι το "θέλω" φίλος σας
Κι έχετε εχθρό το “πρέπει”.

Μυαλό λαφρύ, ήθη λαφριά
Κι η πιο λαφρότερή σας
Η αίσθηση του προορισμού
Πούχετε στη ζωή σας.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Γεια σας σκιές ανθρώπων.
Γεια σας ανωφελέστεροι
Ανωφελών κωνώπων.

Που έχετε την τεχνική
Για Τέχνη. Που μεθάτε
Αντί με ήχους μουσικής
Με χτύπους του καράτε.

Γεια σας που αν τις γυναίκες σας
Κανένας ερευνούσε
Κους κους και μόδα και χαρτί
Μόνο θα συναντούσε.

Γεια σας που κάθε Κυριακή
Πάτε στην εκκλησία
Οπως ο θύτης σίγουρος
Πηγαίνει στη θυσία.

Και κει κουβέντες αρχινούν
Για μπίζνες και δολάρια
Ενώ γελούνε δίπλα σας
Χαμένα γυναικάρια.

«Πώς πάει το κλέψιμο; Καλά;
Πώς πάει κι η ρεμούλα;»
«Καλά. ο Θεός να μας φυλά
Κι η άγια Του μανούλα.

Μα ας ήταν κάθε Κυριακή
Να βάζαμε και ράσα:
Η Αγια η Τράπεζα
Μεγάλη έχει μάσα!».

Που του Χριστού την προσταγή,
Το "Αγαπάτε Αλλήλους"
Μαζί με τ' άλλα τ’ Αγια
Το ρίξατε στους σκύλους.

Που σα στ’ αλώνια κάνετε
Να χέστηκε η φοράδα
Το όνομά σας όταν μπει
Σε μια παληο-φυλλάδα.

Γεια σας που νιώθετε ευτυχείς
Για λίγο σα σταθείτε
Δίπλα σε πρόσωπα υψηλά
Και φωτογραφηθείτε.

Που ούτε γιατί υπάρχετε
Ξέρετε ή πού πάτε
Και μες στην Πλάση σαν ρομπότ
Σάρκινα τριγυρνάτε.

Που τόσο αστείοι είσαστε
Σαν εκφωνείτε λόγους
Για Εθνικά μας θέματα
Ή άλλους αναλόγους.
 
Και πόσο αλήθεια είσαστε
Ανέκφραστα γελοίοι
Ελληνική καθένας σας
Σημαία όταν σείει…

Ενώ μέσα στην άδεια σας
Υπαρξη, δεν υπάρχει
ίχνος Ελληνικότητας.
Και πώς μπορεί να υπάρχει

Αφού Ελλάδα είναι μια
Ιδέα υπερουσία
Και σας κοιλιές ειν' όλη σας
Και λίπη η ουσία;

Όζοντες γεια σας οχετοί
Που όλα της γης τα μύρα
Δε φτάνουνε του ρύπου σας
Να κρύψουν την πλημμύρα.

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες
Του μηδενός ιππότες!
Μέσα στη φωτοπλήμμυρα
Αστέρες σκοτοδότες!

Γεια σας του Ελ Ει Ελληνες.
Κι εγώ που σας μιλάω
Ενας ακόμα ανάμεσα
Στο πλήθος σας μετράω.

Καλή σας μέρα Αλβανοί,
Αδέρφια αγαπημένα.
Πάντα προστάτη και βοηθό
θα βρίσκετε σε μένα,

Γιατί όποιος κι απ’ τη δεύτερη
Πατρίδα σας σας διώχνει
Τότε για δεύτερη φορά
Στον θάνατο σας σπρώχνει.

Γεια σου και σένα Κύρκο, αν ζεις
Που αν σε μαλώσει ο Ράλλης
Κατω απ’ τα σκέλια την ουρά
Ευθύς θα τήνε βάλεις,

Και θ' αρνηθείς στους φοιτητές
τα δικαιώματα τους
Και την αστυνομία και συ
θα στείλεις ενάντιά τους.

Γεια Σου και Σένα Βασιλιά
Που ακόμα αν κρατάει
Και δε διαλύθηκε η Ελλάς
Στη σκιά Σου το χρωστάει.

Και που αν ο ίδιος πάλι ερθείς
Και κυβερνήσεις πάλι
Τότε και της πατρίδας μας
θα πάψει τ' άθλιο χάλι.