Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ ΕΝ ΕΛ ΕΪ
(πανηγύρια και αηδίες
και φτηνές φιλοσοφίες)

 ΓΙΑΝΝΟΣ
Είδες τ' Αγιο-Δημήτρη τη γιορτή;
Με τη βουλή του Πλάστη αρεστή.
Τάξις, ασφάλεια, ευγένεια,καθαριότης.
Τόβλεπε αμέσως κάθε πατριώτης
Οτι το πανηγύρι αυτό εγίνει
Οχι παπάς κανείς για να πλουτήνει
Αλλά κάτι καλό να μας χαρίσει,
Και κάτι κι η εκκλησά για να κερδίσει.
Άπλα ο τόπος. Κάτω πρασινάδα,
Περίπτερα που θύμιζαν Ελλάδα
Με τα μπλε-άσπρα ωραία χρώματα τους.
Και όλα γίνονταν με τη σειρά τους.
Το πρόγραμμα με ευγένεια εμοιραζόταν
Σ’ όποιον στο πανηγύρι εμφανιζόταν.
Κέφι αγνό, λεπτό, πολιτισμένο
Και τίποτα με την Ελλάδα ξένο.

ΜΗΤΡΟΣ
Ομως Γιαννάκο μου-α-όλα κιόλα-
Καλό ήτανε και του Αγιο-Νικόλα.

-Καλό κατάστημα ήταν εμπορίου.
Ιχνος εκεί δεν έβλεπες Κυρίου.
Ενα εμπορικό πετυχημένο.
Και κάθε τι για τους ανθρώπους ξένο.

-Ναι; Κι αν δινότανε κάποιο βραβείο
Παπάς ποιός θα το έπαιρνε απ' τους δύο;

-Του Αγιο-Νικόλα θάπαιρνε το γέρας
Που θάπαιρνε ένας άσωτος πατέρας
Και τ' Αη-Δημήτρη θάπαιρνε εκείνο
Που θα ευωδούσε ανθρωπιά και κρίνο.
Ομως εδώ για εμπόριο δεν μιλάμε.
Εδώ για εκκλησίες συζητάμε.
Μιλάμε για λειτούργημα που άλλο
Τετοιο στη γη δε φάνηκε μεγάλο.
Παπά ζητάμε Μήτρο κακομοίρη
Το θείο σπόρο γύρω του να σπείρει
Και όχι έμπορα που να κοιτάζει
Πως περισσότερα λεφτά ν' αρπάζει.

-Πάντως για μια φορά έστω σ' ακούω-
Και με χαρά τα δυό μου χέρια κρούω-
Πως έστω και με άλλων εργασία
σου άρεσε κι εσέ μια εκκλησία.

-Το πανηγύρι της μούχει  αρέσει.

-Λοιπόν ούτε κι αυτή δεν έχει θέση
Η μία έστω, στην προτίμηση σου;
Δεν ξέρω τι να πω πλέον μαζί σου.

-Αχρηστα πράγματα δε μου αρέσουν.

-Πάψε. Απάνω σου φωτιές θα πέσουν.

-Γιατί ρε Μήτρο; Γιατί αλήθεια λέω;

-Πάψε γιατί θ' αρχίσω-να!να κλαίω.

-Κλαψε. Μα κλαίγε για τον εαυτό σου.

-Τί έπαθες Γιαννάκο; Σε καλό σου.
Να κλάψω τον εαυτό μου γιατί θέλω
Υμνους στον Πλάστη μου θεό να στέλλω;

-Ποιός είπε να μη στέλνεις;

-                                                Συ το είπες.

-Μη των αυτιών σου βούλωσαν οι τρύπες;

-Είπες ειν' άχρηστες οι εκκλησίες.
Πού τότε εγώ θα στέλνω ικεσίες
Και θα δοξολογώ τον Κύριό μου;
Πέρασες πια τα όρια κάθε νόμου.

-Ρε Μήτρο, όταν θέλεις ν’ αναπνεύσεις
Πού πας;

-              Να,τώρα θες να με μπερδέψεις.

-Οχι. Απλώς θα κάνω συσχετίσεις
Ωστε και συ ο βλαξ να εννοήσεις.

-Ε, τότε λέγε. Θα σου απαντήσω
Κι ό,τι ν’ακούσω δε θα κάνω πίσω.

-Πες μου λοιπόν για ν’ αναπνεύσεις τρέχεις
Σε κάποιο μέρος ειδικό που έχεις;

-Οχι. Ο,που βρεθώ εκεί αναπνέω.
(Εσύ με ρώτησες. Εγώ δε φταία.
Αυτή 'ν' η απάντηση)                              

-                     Το ξέρω Μήτρο.
Καλά μ' απάντησες. Και δε μου λες
Στις βόλτες σου που κάνεις τις πολλές
Μήπως κατάστημα κανένα είδες
Που αέρα να πουλάει σε μερίδες;

-Δεν είδα Γιάννο μου, μα την αλήθεια.

-Μα ξέρεις πως πουλιούνται κολοκύθια,
Και ζάχαρη, και βούτυρο, κι αλεύρι..

-Ε βέβαια. Καθείς αυτό το ξέρει.

-Και τέτοια πράγματα γιατί πουλάνε;

-Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να φάνε
Και πού θα τρέχανε αυτά να βρούνε;
Θα όργωνε καθένας στο χωράφι;
Σε άλλα έχουνε να εργαστούνε.
Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη.

-Λοιπόν γιατί να υπάρχουν μαγαζάκια
Που το Θεό πουλάνε σε σκονάκια,
Αφού το Θεό τον έχουμε κοντά μας,
Γύρω τριγύρω, μέσα μας, μπροστά μας
Κάθε λεφτό και ώρα της ημέρας;
Γιατί να μην πουλιέται ο αέρας
(Σκέψου:μαΐστροι, ζέφυροι, βοριάδες..)
Και Θεό να μας πουλάνε οι παπάδες;
Αφού δική σου έχεις αγελάδα
Γιατί από μαγαζί να παίρνεις γάλα;
Ασε που τόχουν κιόλας νοθεμένο
Και είναι αλλοπρόσαλλο-σαν ξένο…
Και συ για Θεό αλλού γιατί να τρέχεις
Δίπλα σου αφού πάντοτε τον έχεις,
Ενώ λίγον αέρα για να πάρεις
Αλλού δε χρειάζεται να αριβάρεις;

-Αλλα μη λες. Κατάλαβα Γιαννάκη.

-Λοιπόν πάλι θα πας σε εκκλησία;

-…Μονάχα για ν’ ανάψω ένα κεράκι.
Και σε καμιά ίσως αρτοκλασία.

-Το ξέρω ότι Μήτρο δε θ' αλλάξεις
Και τη ζωή σου έτσι θα ρημάζεις
Με άσκοπες γήινες τέτοιες ενέργειες
Ενώ καταβολές έχεις υπέργειες.