Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

  ΘΕΙΟΣ ΣΑΜ

Πριν από χρόνια Σαμ πολλά-περίπου τετρακόσα
τα πλοία σου άλλες θάλασσες άγνωστες πριν οργώσαν
και σ’ έφεραν και σ’ έβγαλαν πάνοπλον εδώ πέρα
σε νέα γη, νια θάλασσα και νέο έναν αγέρα.

Κι έσβησες και αφάνισες εμπόδιο όποιον σου ’στάθη
κι όσοι σου εναντιωθήκανε και τόσοι ανοίξαν τάφοι.
Και το καινούργιο ηλιοφώς πρωτόφεξε μαχαίρια
που αδείλιαστα κρατούσανε τα αιματηρά σου χεριά.

Κράτη ξεριζωθήκανε, φυλές ωραίες εσβήσαν,
φωνές ανθρώπων καθαρές για πάντοτε σιγήσαν.
Κι όταν τελείωσες γύρισες και κοίταξες τριγύρω
και χάρηκες τον όμορφο που σου ’λαχε τον κλήρο.

Μα η πατρίδα σου η παλιά, αλλιώς συνηθισμένη
τη νέα σου ήθελε τη γη σ’ αυτήν υποταγμένη.
Κι άρματα πάλι εζώστηκες. Κι άναψαν πάλι οι τόποι.
Και νίκησες το Βρετανό. Και θάμασε η Ευρώπη.

Κι έμεινες τώρα ολόμονος. Και γύρισες το βλέμμα
κι είδες το νέο και το παλιό που έχυσες το αίμα.
Κι αγάλλιασε η όψη σου κι είπες: "μονάχος τώρα
Τη νέα μου, τη δυνατή ζωή να ζήσω ειν’ ώρα".

Και τίποτα δεν τάραζε τη νέα μοναξιά σου.
Ήχοι ερχόνταν άγνωστοι, μεθυστικοί στ’ αυτιά σου.
Και μυρωδιές πρωτόγνωρες. Και η καινούργια γη σου
πνοή ζωής περίμενε να πάρει απ’ την πνοή σου.

Κι ένιωθες μες στις φλέβες σου το αίμα να κοχλάζει
και με τη νια σου την ορμή την άγρια να ταιριάζει.
Κι ένιωθες τα μηνίγγια σου το νου να μη βαστούνε
κι αψές μέσα τους δύναμες να οργούν να γεννηθούνε.

Και δεν εστάθης μια στιγμή τη νίκη να γιορτάσεις.
Σ’ αγώνα εδόθηκες ευθύς-να εργαστείς, να πλάσεις.
Στην άγουρη παρθένα γη της νικητήριας πάλης-
τρόπαιο πολυπόθητο- το σπέρμα σου να βάλεις.

Κι η γης εγέννησε παιδιά. Κι άλλα τους αντρωθήκαν
κι άλλα γυναίκες ταιριαστές στους άντρες σου γινήκαν.
Και σαν παιδιά κι αδέρφια σου παλέψαν-ματωθήκαν
μα τέλος εμονιάσανε κι αδερφαγκαλιαστήκαν.

Κι αφού όσο ζει ο άνθρωπος πάντα του θα ζητάει
ένα θεό, στέρια στη γη να νιώθει πως πατάει,
ήρθαν προς σένα οι άνθρωποι ένα θεό ζητώντας-
κι ας ήταν ένα ξόανο, κι ας ήταν ένας λιόντας.

Και συ, γνωρίζοντας καλά το κάρπισμα που δίνει
ως και σε στέρφο έναν αγρό η θεϊκή αξίνη,
το πρώτο σου αποτρόπαιο μεγάλο έκανες βήμα:
"Ιδού", τους είπες, "ο θεός ο νέος σας: το Χρήμα".

Και από κείνη τη στιγμή εφωτιστήκαν όλοι
Και σα μεγάλο τους θεό έχουν το πορτοφόλι.
Κι αρχίσανε να τρέχουνε όπου υπάρχει ελπίδα
θεού να βρουν έστω και μια μικρούτσικη μερίδα.

Κι άρχισε το εμπόριο με τα υπερπόντια κράτη.
Κι αυτά δεν εμπιστεύονταν να ’χουνε για πελάτη
κάποιον που δεν επίστευε στη Χριστιανή Θρησκεία.
Κι ανέχτηκες την πίστη τους την αληθή κι αγία.

Είπες στους υπηκόους σου: "Το Χρήμα ειν’ ο θεός μας,
Η προστασία. Η δύναμη. Η χάρη μας. Το φως μας"
Μα για να τα ’χουμε καλά με κείνους τους απίστους
ας μνημονεύουμε μαζί και τους θεούς της γης τους".

Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Η Ευρώπη εκοιτούσε
με ζήλεμα επίβουλο τη γη σου που ευδοκούσε
όμως σε έριδες παλιές και μίση εθισμένη
μ’ αυτά καταγινότανε (σ’ αυτά κι ακόμα μένει).

Και Φερδινάνδοι, Κάιζερ, Ερρίκοι, Μεττερνίχοι,
δείχναν ο ένας τ’ αλλουνού ακονισμένο νύχι
και δεν τους έμενε καιρός να δούνε στη μορφή σου
τον όφι κατ’ απ’ το ιερό δεντρί του Παραδείσου.

Στο μεταξύ ο ηλεκτρισμός κι οι άλλες οι εφευρέσεις
πλαταίναν τους ορίζοντες, κι υπόσχονταν ανέσεις.
Το τρένο, το ατμόπλοιο κι ο κινηματογράφος
φτερά έδωσαν στη ζωή και στην ελπίδα πάθος.

Κι είπες προς όλους τους λαούς: "Ελάτε όσοι θέτε.
Για όλους έχω πλούτη εδώ-δουλέφτε, φάτε, πιέτε!"
Και μέσα σου: "ελάτε εδώ, διακονιαρέοι, δούλοι-
ελάτε και μας έλειψε τ’ ανθρώπινο μεδούλι".

Κι ήρθανε μαύρων καραβιές κι ήρθαν λευκών λεφούσια
Για να δουλέψουν και να φαν στη γη την υπερούσια.
Κι οι ξένοι εγινήκανε στους ντόπιους υπηρέτες
κι εκείνοι μείναν οι άρχοντες, οι πλούσιοι, οι αφέντες.

Και θέριεψες και γέμισες άμετρη περηφάνια
κι άπλωσες κοσμοκράτειρα, πανίσχυρα πλοκάμια
κι έφτιασες χωροφύλακες που τρέμουν οι πολίτες
κι έφτιασες Κροίσους πάμπλουτους και πάμπτωχους αλήτες.

Και όπλα φτιάχνεις άφθονα που για να τα πουλήσεις
"συμμάχους" λες για πόλεμο πως πρέπει να εξοπλίσεις.
Κι αν πουν δεν τα χρειάζονται, και αν σου πουν να φύγεις
κι αν πόλεμο δεν έχουνε, πόλεμο τους ανοίγεις.

Κι όταν τελειώσει ο πόλεμος υπάρχει η "βοήθεια"
(τρόπους που βρίσκει η λευτεριά σκλαβιά να γίνει αλήθεια…)-
με λίγα παλιοψίχουλα απ’ το πλούσιο σου το γεύμα
κλέβεις το πλούτος των λαών και τους ρουφάς το αίμα.

Κι αν κάποιοι ξεσηκώνονται στην αρπαγή σου ενάντια
και θέλουν να ξεφύγουνε την τέτοια τους κατάντια-
κι αν στη μεγάλη σου ισχύ γυρίζουνε τις πλάτες,
κουμουνιστές βαφτίζονται από σε και τρομοκράτες.

Είσαι η πρώτη δύναμη. Τύχες λαών ορίζεις.
Ότι κοιτάζεις σείεται και λιώνει ότι αγγίζεις.
Ότι θα πεις, για τους μικρούς γίνεται αμέσως νομός.
Το χάιδεμα απ' το χέρι σου χάλασμα, φρίκη, τρόμος.

Μας λες πως οι πολίτες σου έχουν ελευθερία.
Μας λες πως στην πατρίδα σου ανθεί η δημοκρατία.
(Ω! Λέξεις που άλλο παίρνετε νόημα σε κάθε στόμα.
Κι ω! Λέξεις που απάτριδες και πλάνες είστε ακόμα.)

Ελευθερία στους πλούσιους για να μπορούν να κλέβουν.
Ελευθερία στους φτωχούς συνέχεια να δουλεύουν.
Δημοκρατία… αλλά για σε για δήμος δεν μετράει
παρά καθείς που χρήματα και δύναμη κρατάει.

Και λες: " Για τους πολίτες μου πως ειν’ ευτυχισμένοι
Υπάρχει κι η απόδειξη τρανά διαπιστωμένη:
Το γέλιο! Στην πατρίδα μου οι κάτοικοι γελάνε.
Κάθε στιγμή. Κάθε λεφτό κι όπου σταθούν και πάνε".

Μα να με το περίφημο το γέλιο τι έχει γίνει:
Ένας τον άλλο για να φάει το στόμα του ανοίγει
αλλά σα νόμος άγραφος συνήθεια έχει περάσει
αν απ’ τον άλλο αντιληπτός γίνει, να του γελάσει.

Σαμ είναι νόμος άγραφος αλλά γεροπλασμένος
που λέει όποιος άνομα πλουτίσει είναι χαμένος.
Που λέει όποιος έσπειρε τον τρόμο είναι χαμένος.
Που λέει όποιος έκλεψε τον άλλο είναι χαμένος.

Σαμ όλα αυτά κατάλαβε, δεν είναι ρητορείες.
Γύρισε πίσω σου και δες τις αυτοκρατορίες
που έσβησαν και χάθηκαν και βούλιαξαν στη λήθη
γιατί καμιά τους δίκαια να ζήσει δεν 'βουλήθη:

Αιγύπτιοι, Πέρσες, Έλληνες,  Ρωμαίοι, Βυζαντίνοι,
Και Πορτογάλοι, Ισπανοί, Εγγλέζοι, όλοι εκείνοι
χαθήκαν γιατί στήριξαν στων άλλων την αθλιότη
Όσους στου πλούτου είχανε τα κλέη θέση πρώτη.

Κα μήπως και η χώρα σου μορφώνει τάχα ανθρώπους
που σ’ άλλους δεν μπορεί κανείς φτωχούς να έβρει τόπους;
Ας δούμε. Γιατί αν αυτό με τούτα πετυχαίνει
τότε η κάθε της βρωμιά θα ’ναι συχωρεμένη.

Μήπως ο νέος Άνθρωπος -τ' ανθρώπου η ελπίδα-
τάχα έχει τη μεγάλη σου πατρίδα για πατρίδα;
Απ’ τ’ ατσαλένια σπλάχνα σου ο άνθρωπος θα ’ρθει μήπως
που για τον άλλο άνθρωπο άγριος δε θα ’ναι λύκος;

Βέβαια κι όχι. Αδιάφορα, κρύα γεμάτη όντα
είναι η χώρα σου. Ρομπότ, που προχωρούν κυλώντας
πάντοτε καλογυάλιστα και καλολαδωμένα
κι όλα τους με το πρόγραμμα το ίδιο ρυθμισμένα.

Αυτόματη αντίδραση χωρίς καθόλου σκέψη
που έχει όλων το μυαλό τελείως αχρηστέψει.
Που έχει της διανόησης το φως εξαφανίσει
κι έχει στερέψει οριστικά της φαντασιάς τη βρύση.

Και μ’ όλα τούτα σίγουρα κείνο που καταφέρνεις
είναι της γης την άμετρη τη δυστυχία ν’ αξαίνεις.
Και μήπως τάχα μια ζωή περνούν οι υπήκοοί σου
ευτυχισμένη ή ανεκτή στην πλούσια τη γη σου;

Όχι. Οι πλούσιοι λιγοστοί και οι φτωχοί όχι λίγοι
κι η δυστυχία τους πιο πολλούς Αμερικάνους πνίγει.
Πρωί ως βράδυ στη δουλειά, διασκέδαση καμία.
Άστεγοι, πείνα, σκοτωμοί, κλεψιά, βρωμιά και βία.

Τρόμος και φρίκη. Ολολυγμοί, γόοι κοπετοί και θρήνοι
απ’ το που κάνουν στους πολλούς μακέλεμα οι λίγοι.
Και συ αν σου πούνε τίποτα τους ωμούς σου σηκώνεις
και νόμους φτιάχνεις που μ’ αυτούς το μακελειό δικιώνεις.

Για αμερικάνικο όνειρο μιλάς όπου κι αν είσαι
και του φωνάζεις του φτωχού: "φάε όνειρο και ζήσε".
Και ποιο είναι  τ’ όνειρο; Φτωχός πως αν κανείς κινήσει,
υπάρχουν πιθανότητες, λέει, πως θα πλουτίσει.

Μα όλοι οι ευνοούμενοι του βασιλιά ή του Νόμου
Τα πλούτη πάντα χαίρονταν του βίου τους του ανόμου.
Από τα χρόνια τα παλιά έτσι είναι ορισμένο.
Ειν’ τ’ όνειρό σου στην παλιά τη φόρμα αυτή χυμένο.

Όλοι με κάποιο όνειρο μέσα στην Πλάση ζούνε.
Μα αν τ’ όνειρο μένει όνειρο, οι άνθρωποι πεινούνε.
Δικό σου όμως έργο Σαμ δεν είναι οι ονειρώξεις
μα του ανθρώπου τ’ όνειρο το ωραίο να σαρκώσεις.

Όμως σε λίγους μοναχά εμοίρασες τα πλούτη.
Και τόσο είναι φυσική η ζωή γι αυτούς ετούτη,
που-κι είναι το χειρότερο-νομίζουν ότι όλοι
όπως εκείνοι, έχουνε γεμάτο πορτοφόλι,

και πως μια κάποια αναποδιά, μια κάποια ιδιοτροπία
η γκρίνια έχει των φτωχών για μόνη της αιτία.
Και δεν μπορούν να νιώσουνε πως άνθρωποι πεινάνε.
Ότι δεν έχουν να ντυθούν-κρυώνουνε… πονάνε…

Ζουν σ’ έναν κόσμο όπου φτωχός κανένας δε χωράει.
Κι ο χρόνος χρυσοστόλιστος γι αυτούς αργοκυλάει
και με νωχέλεια δέχονται σαν κάτι που τους πρέπει
όσα κυλούν απ’ των φτωχών προς τη δική τους τσέπη.

Κι όταν κανένα δυστυχή ακούσουν να βογκάει
με απορία τον δείχνουνε και λεν: “Look at this gay…”
Κι αμέσως τόνε παίρνουνε μακριά οι άνθρωποί τους
να μην  προσβάλει η θέα του την ευγενή όρασή τους.

Και όταν ξεσηκώνονται οι μαύροι και ζητάνε
να τιμωρεί ο νόμος σου αναίτια όσους χτυπάνε,
οι τηλεπαρουσιαστές μ’ αθώο ένα ύφος
λένε πως η εξέγερση γι αυτούς ειν’ ένας γρίφος.

Και λεν αλήθεια. Πράγματι, είναι βαθύ το χάσμα
που από τ’ άλλο το ’να σου έτσι χωρίζει πλάσμα.
Τόσο οι δυο κόσμοι που ’πλασες στη νέα ήπειρό σου
ξεχωρισμένοι στέκουνε-αυτό ’ναι τ’ όνειρό σου.

Οι άνθρωποι Σαμ! Οι άνθρωποι! Ληστής ο ένας τ’ άλλου
φονιάς ο μέγας του μικρού κι εκείνος του μεγάλου.
Ζούγκλα η χώρα σου, και σαν βρυχάται το λιοντάρι
αντάμα τρέμει με τα ζα του δάσους το χορτάρι.

Μήπως και κάποια ιδανικά καλλιεργεί ετούτη
η χώρα που τη δέρνουνε η φτώχεια και τα πλούτη;
Μη την αγάπη; Τη φιλιά; Την όμορφη παρέα;
Την αδερφότητα; Του νου τα υψηλά κι ωραία;

Απ’ όλα τούτα τίποτα. Όλη της η ιστορία
του χρήματος η απόκτηση… το δέος... η λατρεία…
Κι ιδανικό μονάχο τους και πάθος τους καθάριο
(Αλλά και πόσο βρώμικο) το πράσινο δολάριο,

που με τυφλή, αλόγιστη κι αλύγιστη μανία
λύπη μας κάνει τη χαρά, τη ζήση τυραννία,
και στέλνει στους κατόχους του και στους επικριτές του
τις καφτερές, κλεφτόχαρες, τις μαύρες αστραπές του.

(Τι ειρωνεία! να ’χετε χρώμα ελπίδας δώσει
σε ότι καθ’ ελπίδα μας έμελλε να σκοτώσει…
Ότι μας δίνουν τα λαμπρά των δέντρων τα κλωνάρια
τι κρίμα να το κλέβουνε τ’ άψυχα τα δολάρια!)

Κι ακούς κοράκων κρώξιμο να σκίζει τον αέρα
κι από τα μαύρα τους φτερά γίνεται η νύχτα μέρα.
Και σάρκες μισοφάγωτες βλέπουν με άδειο μάτι
τη γη μας, μίσος κι αίματα και Θάνατο γεμάτη.

Και μες στο κρύο και βουβό ανατρίχιασμα του τρόμου
Ακούς βραχνά στριγκλίσματα: "Δικό μου!", λεν, «Δικό μου!»
Και στου ύπνου το παράδαρμα «Δικό μου!», ακούς, «Δικό μου!»…
Και χέρια στραγγαλίζοντας φωνάζουνε: ΔΙΚΟ ΜΟΥ!

Όπως η φτώχεια των πολλών σ’ ανέβασε στα ύψη
η ίδια, Σαμ, ήρθε ο καιρός, τώρα να σε γκρεμίσει.
Και ούτε τότε τ’ άστρο σου χρώματα δε θα δώσει:
άχρωμη μια η δύση σου κι άξαφνη θα ’ναι πτώση.

                                  -------------