Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ

(τα παιδιά που ανταρτίζουν
και τα κόκκαλα που τρίζουν)

(όταν ο Γιωργάκης Παπανδρέου πρότεινε την κατάργηση της δωρεάν χορήγησης βιβλίων στους φοιτητές)
 
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Τί γνώμη έχεις Μήτρο εσύ, γι αυτό που έχει γίνει;

ΜΗΤΡΟΣ
-Τι γνώμη να ’χω Γιάννο μου-κατάπληκτον μ' αφήνει.
Ποτέ δεν το περίμενα αυτό απ' τη Ρωσία.

-Δε σε ρωτώ γι αυτό μωρέ. Για τα οστά ρωτάω.

-Για ποια οστά;

                         -Για τα οστά του Γέρου σου μιλάω.

-Δε σ' εννοώ.
 
                       -Ως φαίνεται γι αυτά δεν ξέρεις γρυ.

-Φως φανερό. Πες μου λοιπόν αμέσως κι αυθωρεί.

-Τον τελευταίο τον καιρό μες στης νυχτιάς το κρύο
Κάτι τριξίματα αντηχούν απ’ το νεκροταφείο.
Και η αστυνομία μας που όλα τα προσέχει
Και που σκοπό μονάχο της την ασφάλειά μας έχει
Τρεις πολισμάνους έστειλε άτρομους παρευθύς,
Και ζήτησε αναφορά να έχει κι απ’ τους τρεις.
Εκείνοι αφού με προσοχή μεγάλη εξετάσαν
Κι αφού δυο τρία φαντάσματα για ταραξίες πιάσαν
Με τα πολλά διαπίστωσαν τι έτρεχε περίπου.
Με άλλα λόγια την πηγή εντόπισαν του ήχου.
Είναι ο τάφος που κρατεί το γερο-Παπανδρέου.
Και όλοι τότε ευρέθησαν προ γεγονότος νέου
Που να ερμηνεύσουν δεν μπορούν όσο κι αν προσπαθούνε.
Κι ας τους το εξήγησα εγώ, εκείνοι δεν ακούνε.
Και όμως ειν' απλούστατο: τα οστά του Γέρου τρίζουν.

 -Θεέ και Κύριε. Σίγουρος είσαι γι αυτό μωρέ;

-Και σα σπηλαιώδεις πνεύμονες μάλιστα αντιβουίζουν
Κι είναι σα να εξέρχονται από του τάφου αραί.

-Το είδες με τα ματιά σου; Τ' άκουσες με τ’ αυτιά σου;

-Οπως και βλέπω και ακώ τώρα την αφεντιά σου.
Οσο εμβριθώς όμως κανείς στο θέμα κι αν εγκύπτει
Δεν ξέρει γιατί τρίζουνε τα κόκκαλα στην κρύπτη.

-Μήπως εσύ μπορείς να βρεις εξήγηση καμία;

-Ισως να βρω αν θα σκεφτώ. Μα θέλω ηρεμία.
Λοιπόν για λίγο μη μιλάς για να συγκεντρωθώ
Και λύση στο μυστήριο το άλυτο να βρω.

-Σκέψου και συ και σκέφτομαι πάλι κι εγώ μαζί σου.
Ελπίδες λύση για να βρω έχω κι εγώ εξίσου.

(Γιάννος και Μητρός πέφτουνε σε συλλογή μεγάλη
Ενώ η Παιδεία ξαφνικά στο μέσο τους προβάλλει)

ΠΑΙΔΕΙΑ
-Γιάννο, ντροπή τόσες χρονιές που έμεινες μαζί μου
Από παιδί έξη χρονών ώσπου άντρας να γενείς.
Ντροπή σε άριστο ένανε του Οίκου μου τροφίμου
Που είχε στη διανόηση πρόοδο όσο κανείς.
Ντροπή σε σένα. Τά ’βγαλες με τόσα άλλα πέρα
Προβλήματα τρανότερα και πλέον σοβαρά,
Και τώρα ένα μικρούτσικο σου παίρνει τον αέρα
Και σα χταπόδι ανόητο στον βράχο σε χτυπά.
Εσύ που είχες διακριθεί σε τόσες συζητήσεις
Αδυνατείς το πρόβλημα τώρα αυτό να λύσεις;
Πες μου λοιπόν τί έπαθες; Γιατί χαμένα τα ’χεις
Οπως μπροστά στον Χομεϊνί χαμένα τά ’χε ο Σάχης;
Γράμματα σα σε μάθαινα δεν ήταν ο σκοπός μου
Να γίνεις ο επιστήμονας ο πιό καλός του κόσμου,
Μα πριν απόλα να μπορείς να σκέφτεσαι σωστά
Και να γνωρίζεις τ’ άγνωστα μετρώντας τα γνωστά.
Να μην αφήνεις ψεύτικα να σε μπερδεύουν λόγια
Ούτε φερσίματα θολά και υποκριτικά,
Μπροστά στο δίκιο ν' αψηφάς γεμάτα πορτοφόλια,
Για στόχο σου τα υψηλά να ’χεις ιδανικά.
Και να μπορείς σ’ ό,ποια βρεθείς του κόσμου ετούτου κώχη
Σε κάθε φαύλο να τολμάς να λες με θάρρος "όχι".
Μα έχω την εντύπωση ότι μιλώ στο βρόντο
Καθώς οι ιεροκήρυκες μιλάνε στους Γραικούς
Ή όπως θα μίλαγε σοφός κανείς στον Τζίμη Λόντο-
Γιατί έτσι όπως με κοιτάς θαρρώ πως δε μ' ακούς.

-Σ' ακούω σεβαστότατη κι αξέχαστη μητέρα.

-Μίλα λοιπόν. Του λογισμού τα νέφη δίωξε πέρα
Και δες το πράγμα καθαρά. Κι αφού με υπολογίζεις
Και, όπως λες, δε με ξεχνάς και σου είμαι σεβαστή,
Δείξε μου δίχως άργητα λοιπόν το τι αξίζεις
Και βγάλε μιαν απόφαση να ’ναι από με μεστή.

-Σε σέβομαι. Δε σε ξεχνώ. Αυτή ’ναι η αλήθεια.
Μάθε όμως μέσα στ' αλλά σου τα που γνωρίζεις πλήθια
Κι αυτό: πως για τον άνθρωπο δεν είσαι παρά μόνο
Το ξεροκλάδι που πατεί επάνω του αυτός
Για να μπορέσει τον ψηλό να φτάσει κι ώριο κλώνο
Που τ’ άνθη πάνω του άσωστα και οι καρποί σωρός.
Αυτούς τους λογούς έκρινα κυρά μου απαραίτητους
Γιατ' ήθελα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Μετά απ’ αυτό άκου κυρά: Ο λόγος που τα οστέα
Του μακαρίτη τρίζουνε του Γέρου Παπαντρέα
Μήπως με σε σχετίζεται;

Μπράβο.Καλά το πας.

-Μήπως σε κακοποίησε ο Αντρέας ο φαφλατάς;

-Ναι. Και προχώρησε. Καλά, πολύ καλά βαδίζεις.

-Μη κάτι και σου αφαίρεσε που δίχως του τρεκλίζεις;

-Ναι.

          -Μήπως τα βιβλία αυτό είναι των φοιτητών;

-Το βρήκες Γιάννο.Το ’ξερα. Σε χαιρετώ λοιπόν.

-Σε χαιρετώ και σένανε βασίλισσα του νου
Της δυστυχίας σύντροφε, ταίρι του ταπεινού.

(Και η Παιδεία εξέρχεται γεμάτη φως και χάρη
Χωρίς να πάρει απ’ ολ’ αυτά ο Μήτρακας χαμπάρι)

-Μήτρο το βρήκα!

                                   -Σοβαρά ή μου το λες αστεία;

-Τρίζουν του Γέρου τα οστά γιατί ο Γιωργάκης θέλει
Να καταργήσει στανικά τη δωρεάν Παιδεία.

-Χωρίς κερί και μέλισσες το θέλει αυτός το μέλι;

-Ισως νομίζει αρκετό πως έχει μελι η Ελλάδα
Αφού και συ που ήσουνα στα γράμματα στουρνάρι
Να συλλαβίζεις πια μπορείς κάθε παλιοφυλλάδα.

-Και πώς το εκατάλαβες πως είναι στο σκοπό του
Ν' αποστερήσει το λαό απ' το ιερό κι όσιό του;

-Γιατί έκοψε τα δωρεάν στους φοιτητές βιβλία.

-Ω! Αγιοι μου Ανάργυροι κι Αγία Πελαγία!
Αμ βέβαια. Τότε- τα οστά πώς και να μη βροντάνε
Του Γέρου που αυτός έδωσε Παιδεία δωρεάν…

-Πάει και η Παιδεία μας.
                                           -Κι άλλα πολλά θα πάνε
Με την ουσία αφού αυτός τάβαλε την φαιάν.

-Ναι, δίκιο έχεις απ’ τη μιά.  Όμως από την άλλη
Ξέρεις πως ίσως κάνουμε γκάφα πολύ μεγάλη
Ετσι καθώς τα βάζουμε με τον Πρωθυπουργό.
Γιατί μπορεί Πρωθυπουργός να μην υπάρχει διόλου.

-Το χέρι μου στο σβέρκο σου θα προσγειωθεί γοργά
Τέτοια σα λες. Κι αν θα θιχτείς δίκιο δε θα ’χεις διόλου.
 
-Δεν έχεις δίκιο φίλε μου, όπως σου λέω πολλάκις.
Γιατί αυτό δεν το ’πα εγώ αλλά ο Μητσοτάκης.

-Τί είπε;

-Πως ανύπαρκτη ειν’ η κυβέρνησή μας.

-Αυτά είναι τα λόγια του ή μήπως υπερβάλλεις;

-Για να πιστέψεις θα σου πω πως τ' άκουσε κι ο Ράλλης.

-Τι ψέμα κι άλλο άραγε θ’ ακούσουνε τ’ αυτιά μας;
Ομως υπάρχει αλίμονο. Και όλη είναι δική μας.
Ενώ θα έλεγε κανείς πως ειν' έχθρά και ξένη
Έτσι που στην Παιδεία μας βαρβάρως επεμβαίνει.

-Μα Γιάννη μου κι οι φοιτητές δεν πρέπει ν' ασεβούνε
Σε κείνους που εκλέξανε για να τους κυβερνούνε.
Βρε φοιτητές δε βλέπετε πως δεν ύπαρχει χρήμα
Και δωρεάν να παίρνετε ζητείτε τα συγγράματα;
Ανέξοδα γυρεύετε να μάθετε τα γράμματα;
Θα σας τα πω λοιπόν κι εγώ ορθά κοφτά και χύμα.
Ντροπή που δεν συμπάσχετε με την κυβέρνηση μας.
Ντροπή που δε γνωρίζετε πως έχει η ΕΟΚ
Λουρί στον πράσινο λαιμό περάσει του ΠΑΣΟΚ
Κι αυτή κουμάντο κάνει πια στην τσέπη και στη γη μας.
Δε βλέπετε τα έξοδα πως πάψανε οι πλούσιοι;
Πως έπαψαν τα λούσα τους, κόψαν τις αγορές,
Και ότι τις μεγάλες τους γεμίζουνε κοιλιές
Μόνο ντομάτες και τυριά και άρτοι επιούσιοι;
Δε βλέπετε πως πτώχευσαν οι πωλητές χρυσών;
Δε βλέπετε τα θέρετρα πως κλείσαν των νησιών;
Δε βλέπετε πως πάψανε όλα τα εργοστάσια
Το χρήμα να μαζεύουνε σαν πρώτα με φαράσια;
Δε βλέπετε πως έκλεισαν ελλείψει πελατών
Ολα τα καταστήματα ειδών πολυτελών;
Δε βλέπετε οι βουλευτές ότι κυκλοφορούνε
Με Γιούγκο μόνο, κι οι υπουργοί ρούχα παλιά φορούνε;
Δε βλέπετε πως παίχτες πια δεν έχουν τα καζίνα
Και πως τα ξενυχτάδικα φαλίρισαν κι εκείνα;
Και δεν ακούτε τις φριχτά σπαραχτικές κραυγές
Των κυριών που μείνανε με δίχως σολωμόν
Κι αντί εκείνου καπνιστού άλογο τρώνε ωμόν;
Και δεν αντιληφτήκατε πως όλες οι κοινές
Ελλείψει πεοκαλυπτρών έγκυες έχουν μείνει;
Δε νιώθετε πως η πατρίς μέρα τη μέρα φθίνει
Παρά ζητάτε να ’χετε βιβλία δωρεάν
Και κτίρια ευρύχωρα, και διαδηλώσεις κάνετε,
Και μπαίνετε στα κτίρια και τα καταλαμβάνετε
Οπως ο κούκκος ο οκνός την ξένην φωλεάν,
Και υπουργών και βουλευτών την ησυχίαν ταράττετε
Και ασυστόλως κι αναιδώς παράνομα έργα πράττετε;
Κι έχετε την απαίτησιν να σας ακούσει-ποιος;
Ενας του Γερού εγγονός κι ένας του Αντρέα γιος!
Και σαν-θου Κύριε-αναρχικοί να είσαστε θρασείς
Πορείες οργανώνετε προς Υπουργεία κι εσείς,
Και φοιτητάρια άρρενα, ου μην αλλά και θήλεα
Τολμάτε και μαζεύεστε μπροστά εις τα Προπύλαια;
Αυτό που τ’ ολιγότερο θα ’ταν επιτρεπτόν
θα ’ταν από το μάθημα να βγείτε ένα λεπτόν
Και μια να κάνετε αίτηση σ' αναφοράς χαρτί
Ζητώντας ό,τ ι θέλετε-κι εγώ δεν ξέρω τι,
Και να το δώστε το πολύ εις τον καθηγητήν σας
Οστις αφού θα τόσκιζε μ' αγρίας κινήσεις λύσσας
Κατόπι θα σας έδινε και από μια ξυλιά
Χωρίς ούτε να βγάλετε και τότε σεις μιλιά.
Εισι δουλεύουν αι σωσταί φοιτητικαί ενώσεις
Και όχι με αναρχικάς πορείας και συγκεντρώσεις.  
Και πού θα βρει αστυνομικούς τόσους η πολιτεία
Ωστε την τάξιν να τηρεί ενώ εσείς φωνάζετε
Και τζαμαρίας οικιών κι αυτοκινήτων σπάζετε;
Ω! Φοιτητές,αφήσατε πλέον την αλητεία.
Περιορίστε τώρα πια αιτήσεις ιταμές.
Κεριά πολλά υπάρχουνε. Λάβετε από ένα,
Μελάνι κάπου θάβρετε, πάρετε και μια πέννα
Κι ένα εκατοντάφυλλο τετράδιο με γραμμές.
Και ψάλλοντες το όμορφο παληό μας φεγγαράκι
Πηγαίνετε να μάθετε τα γράμματα σπουδάματα
και του θεού τα πράματα.

Μήπως οι αρχαίοι Ελληνες είχαν ηλεκτρικό;
Ή μήπως είχανε στυλό οι τρεις μας Ιεράρχες;
Και όμως όπως ξέρετε εγράψανε και Βάκχες
Κι έργο σοφό μας άφησαν και Χριστιανικό.
Ή είχανε ευάερα σπίτια στην Αλταμίρα;
Κι όμως, αντάξια φτιάξανε Βαν Γκογκ ζωγραφική.
Η' μη περάσανε ποτέ Πολυτεχνείου θύρα
Οι γεωμέτρες οι παληοί κι οι μαθηματικοί;

-Ομως κι η άλλη άποψη ύπαρχει. Και βεβαίως
Αυτός που λίγο έχει μυαλό-και ας μην είναι νέος-
Οφείλει, αν θέλει δίκαιος να είναι, να την πει.
Και δεν θα είναι σίγουρα δική του η ντροπή:
Κάψτε τα όλα φοιτητές. Γκρεμίσετε και σπάστε.
Ουρανομήκεις οι φωτιές ας είναι που θ’ ανάψτε.
Και ρίξτε μέσα στη φωτιά ό,τι παληό και σάπιο.
Γκρεμίστε ακόμα και αυτό το ιερό Σεράπιο.
Στη χώρα που τριών μετρά χιλιάδων χρόνων κλέη
Τον πρώτο πρέπει νάχουνε το λόγο πάντα οι νέοι.
Στη χώρα που εγέννησε Ικτίνο και Φειδία
Αξίζει η καλλίτερη πάνω στη γη Παιδεία-
Δημοσια και Δωρεάν. Μ' αυτό για σύνθημα σας
Σαρώστε ό.τι εμπόδιο θα έβρετε μπροστά σας.
Μόνο σταγόνα μη χυθεί αίμα-θα χρειαστεί
Ωστε ο καινούργιος κόσμος σας ο ωραίος να χτιστεί-
Ο κόσμος όπου μέσα του η Ανθρωπιά θα στέκει
Για τους καλούς αγλάΐσμα-γιά τους κακούς πελέκι.

Δικοί σας ειν' οι κάμποι
Δικοί σας οι ουρανοί.
Για σας ο δυόσμος λάμπει
Κι ο ήλιος μας ανθεί.

Για σας το περιβόλι
Μοσχοβολάει της γης.
Για σας μεριάνε όλοι-
Γιά να διαβήτε σεις.

Τσακίστε και γκρεμίστε.
Τον τόπο μας γεμίστε
Συντρίμματα.
Υπάρχουνε-ζητήστε!
Υπάρχουν! Απαιτήστε
Τα χρήματα.

Χαλάστε. Κάψτε. Ρίξ τε.
Ο,τι ορθό γκρεμίστε.
Σαν λέοντες ορμάτε-
Αλύπητα χτυπάτε.

Έτσι ώσπου ο,τι θέτε
Να γίνει. Κι ο,τι λέτε
Να είναι προσταγή
Σε κείνους που ποζάρουν-
Σε κείνους που μοστράρουν
 Του Εθνους μας ταγοί.

Εσύ 'σαι Φοιτητή το φως.
Εσύ του Γένους ο εκλεκτός.
Σ' αυτόν και σ’ όποιονε καιρό
 Καθήκον έχεις ιερό
Τα σκότη να σκορπίζεις-
Και φώτα να δωρίζεις.

Από αυτή σου την ορμή κι εκείνοι ωφελούνται
Που τώρα λίγα χρήματα στο δίκιο σου αρνούνται.
Γκρέμιζε. Σπάζε φοιτητή αν δεν ακούν με λόγια.
Γκρέμιζε. Σπάζε. Του θεού, δική σου όλη η ευλόγια.
Κι απ' τα συντρίμμια μη δεχτείς για χτίσμα πρώτο άλλο
Παρά μονάχα το σκολειό
Που σαν της Γνώσης καπηλειό
Κρασί σοφίας θα κερνά  στον κόσμο τον μεγάλο.

Γιατ’ ειν’ η Γνώση Λευτεριά που σύνορο δεν έχει
Και σαν τερπνό ένα σύγνεφο φως και αξίες βρέχει.
Κι ολοκαρπίζει και τη γη, αλλά και τα ουράνια.
Κι ο θεριστής καρπώνεται κέρδη πολλά και σπάνια.

Γιατ' ειν' η Γνώση Λευτεριά που σύνορα δεν ξέρει.
Κι αλαφροπνέει γύρω μας σαν ζείδωρο αγέρι.
Και μπαίνει μες στα στήθια μας και την ψυχή δροσίζει
Και φως εκείνη θεϊκό  στ’ ανθρώπινα χαρίζει.

Γιατ' ειν' η Γνώση Λευτεριά που δεν γνωρίζει σύνορα
Σαν τ' όνειρο από τα κλειστά κάτω τα ματοτσίνορα.
Είναι λεπίδι που ξεσκεί του σκότους το απόστημα.

 -Μπράβο σου μωρέ Γιάνναρε. Πού τα ’βρες τόσα νόστιμα;

-Δεν ξέρω. Ετσι μούρθανε. Αλήθεια ήταν ωραία;

-Σαν από αεροπλάνο η θέα του Περαία
Ή σαν καμιά χιονόλευκη περδικοστήθω νέα.

-Νομίζω πως σε κόλλησα και σένα νοστιμάδα…
Πάμε-τί λες-μέχρι τη Μωλ; Κερνάω πορτοκαλάδα.

-Πάμε.

(Κι επήγανε μαζί κι οι δυο κι ήπιανε τα ποτά τους
με τώρα πιο ξεκάθαρα κι οι δυό τους τα μυαλά τους)