Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

  ΜΗΤΡΟΣ- ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μήτρος εν Ελ Έι νοσταλγών)

ΜΗΤΡΟΣ

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
Πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...

Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.

Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.

Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!

ΓΙΑΝΝΟΣ
Κι ωραία. Πήγες. Τάβρες ολ αυτά. Μετά τι κάνεις;

-«Τι κάνω»! Θέλει ρώτημα; Μα είσαι τελείως Γιάννης;
Θα μείνω εκεί ως της ζωής το τέρμα μου της λίγης.

-Λάθος μεγάλο φίλε μου. Πάλι θα ξαναφύγεις.

-Να ξαναφύγω εγώ αφού να πάω θέλω τόσο;
Πες μέ συνέπεια το γιατί, αλλιώς θα σε σβερκώσω.

-Δεν είναι ανάγκη ως εκεί να φτάσω ωρισμένως.
Γιατί απλά, κι ας φαίνεσαι τάχα αποφασισμένος
Εν τούτοις δε θα ξαναπάς στην Κόλαση εκείνη
Και τόνειρό σου όνειρο για πάντοτε θα μείνει.
Και δε θα πας, γιατί εγώ, την ίδια τούτη μέρα
θα κάνω οι προθέσεις σου αυτές να πάνε πέρα.
Κι όχι με λόγια όπως παχιά που λένε μερικοί
Αλλά με την απλούστερη που υπάρχει λογική.

-Αλήθεια; Είμαι όλος αυτιά και όλος περιέργεια
Και αφιερώνω όληνε του νου μου την ενέργεια
Στα λόγια σου..

-    Πες μου λοιπόν, αν σ’ ένα σπίτι πας
Και όσοι μένουνε σ’αυτό σε διώξουν, ξαναπάς;

-Αλλά, γεννήθηκα σ’ αυτό το σπίτι όπως το λες.
Νομίζω οι συγκρίσεις σου πως είναι απατηλές.

-Αυτό είναι χειρότερο-σε διώξαν οι δικοί σου.

-Αλλά, το πως με διώξανε ιδέα είναι δική σου.
Εφυγα.

-           Γιατί έφυγες;

-                                     Μ’ ανάγκασε η φτώχια.

-Και ποιος στης φτώχειας σ’ έριξε τα ψυχοβόρα βρόχια;

-Ποιός μ’ έριξε.,. τι ερώτηση… Να! ήμουνα φτωχός,
Οπως ταλαίπωροι Ελληνες και άλλοι δυστυχώς.

-Και γιατί ήσουνα φτωχός; Χρηματα δεν υπήρχανε;

-Υπήρχανε. Και μερικοί-οι πλούσιοι- τα είχανε.

-"Τα είχανε"; Ποιός τους τάδωσε;

-                                          Δεν ξέρω.

-                                                            Δεν μπορεί..

-Γιάννο μου ψύλλους στ’ άχερα ζητάς με το κερί.

-Συ στην Ελλάδα θες να πας, και συ μούπες πως θες
Ν’ ακούσεις τις κουβέντες μου τις αποτρεπτικές.
Λοιπόν θες η συζήτηση να προχωρήσει ή όχι;

-Αφού μονάχος μου όπως λες πιάστηκα στην απόχη,
θα προχωρήσω ως να βγω, ή ώσπου νικημένος
Να μη με νοιάζει ολότελα το των Ελλήνων γένος.
Ρωτάς λοιπόν πού βρίσκουνε οι πλούσιοι τα λεφτά.
Αν και το ερώτημα αυτό είναι από τα καυτά
Και να με βάλεις σε μπελά θαρρώ πως πας γυρεύοντας
Σου απαντώ πως τα λεφτά τα βγάλανε δουλεύοντας.

-Δουλεύοντας; Γιατί, εσύ, δεν εργαζόσουν τάχα;
Γιατί λεφτά αντίς κι εσύ, αυτοί έχουν μονάχα;

-Γιατί άλλη είχανε δουλειά. Και γιατί καταφέραν
Και αυγατίσαν τα λεφτά με όποιαν τέχνη ξέραν.

-Από ποιόν παίρνοντας λεφτά πληθύναν τα δικά τους;

-Από κεινούς που, βέβαια, εζούσανε κοντά τους-
Και από σένα, κι από με, κι απ’ τους λοιπούς Γραικούς.

-Ωστε στην ίδια μέσα γη, στον ίδιο μέσα τόπο
Παίρνουν οι μεν λεφτά απ’ τους δε με τρόπους ειδικούς,
 Και γδύνοντας τους αλλουνούς πλουτίζουν δίχως κόπο.
Λοιπόν τέτοια πεθύμησες πατρίδα ν’ αντικρίσεις-
Που τόσες για τα τέκνα της ορίζει διακρίσεις;

-Μα αν πλουτίζουνε αυτοί φταίει γι αυτό η πατρίδα;

-Είπα να επροχώραγα, μα δε γυρνώ σελίδα.
Ώστε δε φταίει η πατρίς! Αλλά για πες μου όμως
μη οι πλούσιοι που σε διώξανε πλουτίζουν παρανόμως;

-Καθόλου φυσικά.  Σ' αυτό ο νόμος τους βοηθάει.

-Και ποιός το νόμο έφτιαξε τον πλούτο που γεννάει;

-Η Ελλάδα. Η πατρίδα μας.

-                                      Σε ποιόν λοιπόν οφείλεις
Το αίτιο της φευγάλας σου που πριν γι αυτήν ωμίλεις;

-Ομολογώ πως δε μπορώ απάντηση να δώσω.

-Ηρθε η ώρα τότε εγώ θαρρώ να σε σβερκώσω.
Ακου λοιπόν αν λογική καθόλου σούχει μείνει,
Ποιόν δρόμο η συζήτηση πήρε που τώρα κλείνει:
Στην ξενιτιά σ' ανάγκασε η φτώχεια σου ναρθείς.
Στη φτώχεια σε ανάγκασε ο πλούτος να βρεθείς.
Οι νόμοι καθορίζουνε του πλούτου τη μερίδα.
Τους νόμους, ω! ταλαίπωρε , τους κάνει η πατρίδα.
Ακόμα δεν κατάλαβες πως η πατρίδα η ίδια
Είναι πούστειλε ενάντια σου της ξενητιάς τα φίδια;

-Γιάννο μου τό κατάλαβα. Αυτή είναι η αλήθεια.

-Λοιπόν αυτά που μούλεγες πιο πριν τα παραμύθια
Τα ίδια ακόμα λες; Θα πας-για πες μου-στην Ελλάδα;    

-Βέβαια κι όχι. Τώρα αλλιώς τα πράγματα όλα τάδα.
Αφού αυτή με διώχνει μια. εγώ τη διώχνω δέκα.

-Ηγουν τα ίδια όπως με μια θα έκαμες γυναίκα.

 -Γυναίκα δε με έδιωξε Γιάννο εμέ καμία.

-Μπράβο. Σου είχαν φαίνεται μεγάλη αδυναμία.

-Λίγο πιό κει, και θάβρισκες το στόχο παρατρίχα.
Οχι. Καμιά δε μ’ έδιωξε, γιατί καμιά δεν είχα.
Μα τώρα ας μην αρχίσουμε για θηλυκά κουβέντα.
Πες μου, εδώ δέκα χρονιές ο νόστος δε σ' εκέντα;
Στα χώματα τα Ελληνικά να πας συ δεν ποθείς
Οπως καθώς σου είναι γνωστό γυρεύει ο καθείς;

-Οχι. Εγώ στης νέας μου πατρίδας τη γαλήνη
Θα μείνω.

-               Και αν Γιάννο μου δε σε κρατήσει εκείνη;
 
-Αν έρθει η ώρα η καλή, θα φύγω Μήτρο πάλι
Για να βρεθώ σε μιας μικρής πατρίδας την αγκάλη
Φτωχής και υπανάπτυκτης. Εκεί ελπίζω οι νόμοι
Τους ξένους να τους δέχονται με καλοσύνη ακόμη.

-Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, θα είναι γιατί οι άνθρωποι
Ακόμα δεν προλάβανε να γίνουνε απάνθρωποι.
Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, δε θάναι ο παράδεισος
Αλλά μια αδιαμόρφωτη κι άκοσμη ακόμη άβυσσος.
Το στίγμα της απανθρωπιάς, το σπέρμα του κακού
Κρυμμένο στων ανθρώπων της θα βρίσκεται το νου.

-Το ξέρω φίλε μου ασφαλώς. Μα η Καλή η Φύση
Που τίποτα αδοκίμαστο δεν τη βολεί ν’ αφήσει
Μία ακόμη δοκιμή με τη ζωή έχει κάνει.
Δεν πέτυχε τα πείραμα. Ξέρω. Δεν ζω στην πλάνη:
Αν η ζωή ήτανε Καλό, θα κράταγε αιώνια.
Δεν είναι, γι αυτό χάνεται-σβήνει σε λίγα χρόνια.

-Λοιπόν δε θάβρει το Καλό ποτέ η ύπαρξη μας;

-Πάντοτε Μήτρο, το Καλό το έχουμε μαζί μας.
Το κουβαλάμε μέσα μας σα φύλακα άγγελό μας-
Δε μας αφήνει μοναχούς ποτέ του το Καλό μας.
Κι όταν η ώρα μας θαρθεί, απ' τη ζωή μας παίρνει
Και πάλι στην Αγάπη Του και στη Χαρά μας φέρνει.

-Ο θάνατος είναι λοιπόν η μόνη μας ελπίδα;

-Οχι η ελπίδα-η σιγουριά. Κι ας πάει κάθε πατρίδα
Τις σχέσεις με τα τέκνα της χυδαία να βρωμίζει:
Ο θάνατος σε μια στιγμή όλα τα εξαγνίζει.

-Φοβάμαι Γιάννο. Ο θάνατος, καθώς τον είπες, μοιάζει
Σα νάναι ο ίδιος ο θεός. Και τούτο με τρομάζει.

-Αντε ωρέ Μήτρο. Είδες πού μας πήγε η δήλωσή σου;

-Ποια δήλωση;
                                Εξέχασες;  Ότι απόφασή σου
Ελλάδα ήτανε να πας.
             
-                                  Ω! Μη μου το θυμίζεις.

-Κατάφερα και σ έπεισα; Τώρα λοιπόν γνωρίζεις;

-Γνωρίζω. Αλλ’ ας πιάσουμε καλλίτερα άλλο θέμα.
Ας  πούμε-ξέρεις  τι  θα πει  νάχεις το   ίδιο αίμα…

(Μα πριν ο Μητρός τάλλο αυτό να πει
θαρρώντας ότι θέμα έτσι αλλάζει,
Κάνει το λόγο του ο Γιάννος να κοπεί:
Απ’  το δωμάτιο έξω τόνε βγάζει)