Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ό Σημίτης κατεβάζει από τα Ίμια τη σημαία για να μην μολυνθεί…)
(η αρχή χαμένη)

ΜΗΤΡΟΣ
(μονολογών)
………………
-Έτσι λοιπόν θ’ αφήσουμε τους Τούρκους ν' αλωνίζουνε    
Και το Αιγαίο να πάρουνε και όλα τα νησιά,    
Αλλά εις πείσμα όλων αυτών, γι αυτό που θα μας βρίζουνε  
θα έχουμε αμόλυντη τελείως την Κηφισιά.   
Kαι στη ζωούλα τη μικρή την καθημερινή μου
Διδάγματα μη μόλυνσης απ' όλα αυτά θα πάρω
Κι αμόλυντος και καθαρός θ' αποδοθώ στο Χάρο.
 
(Κι ενώ ο Μητρός μ' ολ' αυτά νιώθει υπερηφάνως     
Βλέπει κοντά του σκεφτικός να έρχεται ο Γιάννος)  
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Βρε Μήτρο πόσον πληθυσμό έχει η Τουρκιά; Γνωρίζεις;

-Ογδόντα εκατομμύρια. Γιάννο μου καλημέρα.    

-Και πόσα αερόπλανα και πλοία υπολογίζεις;

-Τα δεκαπλάσια από μας. Γιάννο μου καλημέρα.

-Και πόσο αν επιστρατευτεί στράτευμα θα μαζέψει;   

-Όσο της φτάνει εφτά φορές για να μας μακελέψει.
 
-Ω! Επί τέλους! Νόμιζα ότι τα έχω χάσει        
Σαν ψάρι που εβρέθηκε απ' το νερό στα δάση.  
Νόμιζα ότι μόνος μου αυτές τις σκέψεις είχα.  
Και το φτωχό μου το μυαλό θάχανα παρατρίχα
Αν δε μου έλεγες κι εσύ ό,τι κι εγώ σκεφτόμουν,
Οταν τη νύχτα ολόκληρη ξάγρυπνος εστεκόμουν.

-Και μιας και ξαναστήθηκες στα ποδιά σου επάνω       
Ούτε και τώρα θα μου πεις Γιάννο μου καλημέρα;

-Καλή σου μέρα Μήτρο μου κι ωραία πέρα ως πέρα.  
Κι αν δε σε καλημέρισα μέχρι τα τώρα ως ώφειλον  
Συχώρα ένα χαμένονε στις σκέψεις του παλιόφιλον.
Και πες μου, άκουσες και συ, τί ο Σημίτης δήλωσε    
Οταν οι Τούρκοι μπήκανε προ ημερών στα Ιμια;

-Ναι. Είπε ότι η Τουρκιά πλέον το παραξήλωσε    
Κι αν κάνει ακόμα μια φορά όπως αυτά τσαλίμια
Τότε αποτελεσματική, άμεση και ταχεία        
θα έχει την άπαντηση.

Και απ' αυτά τα τρία
Ποιο Μήτρο μου εσύ θαρρείς ότι μπορεί να γίνει;

-Ολα. Και τι θα εμπόδιζε τον κύριο προφεσόρο        
Να δώσει μία διαταγή και όλα μας τα σμήνη
Να σηκωθούνε κάνοντας μεγάλο κιόλας ντόρο;
Κι αμέσως θα διέταζε να κινηθούν τα πλοία      
Κι αμέσως θα διέταζε να τρέξει κι ο στρατός    
Και βέβαια η κίνηση ολονών θάταν ταχεία.    
Οσο για τ' αποτέλεσμα..    

-                       Αυτό ζητώ ακριβώς:   
Καλά. Μπορεί να δίνονταν πάραυτα οι διαταγές      
Και όλοι να κινούντανε με δίχως καθυστέρηση.    
Ομως το αποτέλεσμα ποιο θάτανε; Για πες.
Οσο καλή κι αν είχανε οι μαχητές μας θέληση    
Δε θα υποκύπτανε μπροστά στον όγκο των εχθρών;    
Γιατί καθώς είναι γνωστόν σε τούτο τον καιρόν
Οση κι αν γενναιότητα θα δείξουν οι στρατιώτες  
Ομως δεν είναι ο πόλεμος κι οι μάχες όπως τότες    
Που σώμα σώμα πιάνονταν οι Τούρκοι κι οι Γραικοί    
Και που με μια γιαταγάνια πέφτανε μερικοί.      
Τώρα τα όπλα πολεμάν και μπόλικα όποιος τάχει
Κερδίζει οποιονδήποτε αγώνα κι όποια μάχη.    
Λοιπόν πώς ο Σημίτης μας είπε πως οπωσδήποτε
θάχουμε αποτέλεσμα;    

-                   Φαίνεται μωρέ Γιάννο
Οτι από πολιτική δεν χαμπαρίζεις τίποτε.    
Σαν την Πυθία μίλησε στον τρίποδα επάνω-      
Είπε για αποτέλεσμα. Μα ποιο δεν ξεκαθάρισε.  
Ισως αυτό που εννοείς εσύ να εννοούσε
Μα να το πει ξεκάθαρα βέβαια δε μπορούσε       
Γιατί εγνώριζε καλά πως δε θα μας καλάρεσε.    

-Κακόμοιρη Ελλάδα μου χαΐρι δε θα δεις     
Το νέο σου πρωθυπουργό ως να ξεφορτωθείς.
Ακόμα δεν επρόλαβε να πάρει το γκουβέρνο
Και την Ελλάδα Δαντικό την έκανε Ινφέρνο.
Στους Τούρκους επαράδωσε μία βραχονησίδα  
Εστρεψε εναντίον του την κάθε εφημερίδα,
Εδιάλυσε το κόμμα του, ταπείνωσε τη χώρα
Και με την τόση που γερά τον δέρνει ασχετοσύνη   
 Και με την ασταμάτητη που έχει πάρει φόρα
Στους Τούρκους κάθε μέρες δυό κι ένα νησί θα δίνει.

-Μα, Γιάννο, κι αν δεν έκανε αυτό που έχει κάνει   
Πόλεμος θα γινότανε.    

-Το ξέρω βρε χαϊβάνι.
Μα αν δε γίνει πόλεμος όταν ο Τουρκαλάς  
Μας παίρνει τ’ άγιο χώμα μας πότε θα γίνει ρε;
Όταν ανάμνηση πικρή θα είναι η Ελλάς;   
Ή  όταν όλα παν καλά! Πότε βρε κουτεντέ!

-Μα Γιάννο μου, στον πόλεμο θα εχυνόταν αίμα.    

-Τί άλλο σ’ ένα πόλεμο θα χύνονταν βρε βλήμα;  
Γάλα;    

-Αλλά Γιαννάκο μου θάταν μεγάλο βήμα.    

-Βήμα; Ένα άλμα θα ήτανε μες στα όσα η Ελλάδα  
Έκανε στην πολύχρονη άγια της ιστορία-
Αυτά που μέσα στων κρατών την κάνουν τη χορεία  
Νάναι η μόνη λαμπερή και φωτοδότρα δάδα-
Εν' άλμα που δε μπόρεσε ο νέος πρωθυπουργός μας
Την πρωταθλήτρια χώρα μας σ’ αυτό να οδηγήσει.  
Εν’ άλμα που δεν μπόρεσε, λαμπρύνοντας το Φως μας   
Άλλη σαν τότε μια φορά τον κόσμο να φωτίσει.
Κι ένας λαός ολόκληρος τώρα ακολουθεί
Με το κεφάλι του σκυφτό σαν κάποιον που πενθεί-
Ακολουθεί τον πρώτο μας που εδείχτη τελευταίος    
Κι οδεύοντας ποδοπατεί της χώρας μας το κλέος.
Κι ακόμα τον ανέχονται αυτό τον μασκαρά        
Και ούτε Κόμμα, ούτε Λαός μακριά τόνε πετάνε    
Παρά τόνε χαΐδεύουνε και τόνε προσκυνάνε      
Κι ας έφερε στη χώρα μας μια τέτοια συφορά.   
Ας ειν' καλά οι βουλευτές οι δύο του ΠΑΣΟΚ
Που εγερτήριο δίνοντας σε όλους ένα σοκ
"ΟΧΙ" βροντοφωνάξανε στις προγραμματικές ,
Με δυό φωνές φλογόπνοες, καθάρια Ελληνικές.     
Βουνάτσο μου νάσαι καλά που μ’ ένα σου "παρών" ,
Στην κλήση αποκρίθηκες των τόσων ιλαρών.
Νάσαι καλά που ορθώθηκες πάνω από τα εφήμερα
Και στ' άγια ύψη έφτασες όπου θηρία ανήμερα
Βρυχούνται η παλληκαριά κι η δόξα της Ελλάδας.
Νάσαι καλά που αφήνοντας τα βρωμερά τα σκότη
Στο κέντρο εβρέθης της λαμπρής κι αιώνιας λιακάδας
Που μέσα της η Ελλάδα μας ορθώνεται η πρώτη.
Νάσαι καλά που έδωσες το μίτο στην πατρίδα
Για να ξανάβρει την τιμή-νάχει και πάλι ελπίδα.
Νάσαι καλά που με το απλό και δυνατό σου "ΟΧΙ"
Απ’ του χαμού κι ο ίδιος συ γλίτωσες την απόχη
Αλλά και ό,τι είχε καλό το έρμο σου το Κόμμα
Προτού κι αυτό της λησμονιάς το καταπιεί το στόμα.
Κι ας ειν' της μοίρας μου χρυσοί οι ματωμένοι δρόμοι
Αφού πριν χρόνια τόφερε πολλά να σε γνωρίσω.
Για να καυχιέμαι όσον καιρό γραφτό είναι να ζήσω.
Αλλά και μες στου θανάτου τις ατραπούς ακόμη
Τον τέκτονα πως γνώρισα ενός καινούργιου ήθους.
Τον Λόγο πως εγνώρισα μες στη Βουή του πλήθους.
Πως γνώρισα τον Έλληνα που με ψυχή και νου
Τάξη του Χάους έγινε, κι Οντότης του Κενού.
Κι αναθυμάμαι αξέχαστες βραδιές στη Μυτιλήνη
Που ενός κέντρου εξοχικού η εύοσμη γαλήνη
Φιλοξενούσε στη σεπτή θερμή της την αγκάλη
Τους δυό μας-και το δεύτερο τον Δημητράκη πάλι.
Κι έρρεε ο αδαμάντινος Μυτιληναίος οίνος
Και το φεγγάρι φώτιζε μπριζόλες και μαρίδες
Και στο κενό το κάθισμα γιάλιζαν ευφροσύνως
Το μάτσο που κουβάλαγες πάντοτε εφημερίδες.
Κι ο μάγερας σα νάξερε -απλός κι αυτός κι αγνός-
Τα ύψη οπού κάποτε μέσα τους θα χανόσουν
Σε περποιόταν μόνος σαν να γνώριζε καλώς
Πως δίπλα μας παροδικά μονάχα εβρισκόσουν.
Κι άναβαν οι πολιτικές τότε οι συζητήσεις
Κι ανάμεσα τους έλαμπαν διαμάντια καθαρά
Οι ιδέες σου-και κύλαγαν σαν γάργαρα νερά
Και δέναν με το γύρω μας θαύμα της Λέσβιας Φύσης.
Και πάντοτε τα μαύρα σου αχτένιστα ήταν γένια
Και όταν σε πειράζαμε ότι δεν έχεις χτένα
Μας έλεγες πως άλλη σου ήταν εσένα η έγνοια:
"Ο Λαός και οι αγώνες Του που πάνε στα χαμένα".
Κι όταν τις ώρες τις πρωινές φεύγαμε απ' την ταβέρνα
Τραβώντας για το σπίτι του καθείς το φτωχικό
Ενα πιοτό αλλιώτικο η σιωπή σου μας εκέρνα
Ανθρώπινο κι ανέρωτο κι αγνά μεθυστικό.
Απ' όση μας φανέρωνες ορμή τα βράδια εκείνα
Κι από την όση μέσα σου εκλειούσες αρετή
Ένα αν επήρες χιλιοστό μαζί σου στην Αθήνα
Για να ζεστάνεις την ψυχή του Εθνους ειν’ αρκετή.

-Μα μόνο εκείνος Γιάννο μου κι ο Κηπουρός αξίζουν;
Αλλοι για της πατρίδας μας την αίγλη δεν φροντίζουν;

-Φροντίζουν, ναι, κι οι φίλοι μας οι Ελληνοαμερκάνοι
Που λεν ότι καθένας τους ό,τι μπορεί θα κάνει
Έτσι ώστε στην Αμερική τη γνώμη της ν’ αλλάξει
Κι από τα Ίμια έξω αυτή τους Τούρκους να πετάξει.
Θα πάνε και θα πουν λοιπόν αυτοί στους Αμερκάνους
Πως την Τουρκία θα πάρουνε απ' ό,που είναι τώρα
Κι επινοώντας μηχανές ως τώρα απιθάνους
Ο,που η δική μας βρίσκεται θα τηνε βάλουν χώρα,
Κι ό,που η Τουρκία βρίσκεται, η Ελλάδα μας θα πάει.
Ετσι όσες είχανε αυτοί απ' την Τουρκιά ωφέλειες
Τώρα αφειδώς η Ελλάδα μας σε κείνους θα σκορπάει
Κι οι Ελληνοαμερκάνικες οι σχέσεις θάναι τέλειες.
Σύνορα τοτε εμείς κοινά με τη Ρωσία θάχουμε,
Εμείς τότε τους Αραβες θα τους επηρεάζουμε,
Για το πετρέλαιο εμείς στο Αιγαίο μας θα ψάχουμε
Και μεις το ΧΟΡΑ βγάζοντας τους Τούρκους θα τρομάζουμε.
Και θα τους πουν ο αγωγός ότι του πετρελαίου
Που κουβαλεί απ' το Ιράκ τον μαύρο τον χρυσό
Χάλασε, κι ότι η Ελλάς διπλάσιο ποσό
Πετρέλαιο θα κουβαλεί μέσω σωλήνος νέου.
Κι ότι του νέου σωλήνος τους, διακλάδωσις τουλάχιστον
Μέσω βυθού του Ατλαντικού θα φτάνει στην Ουάσιγκτον.

-Και λες τα επιχειρήματα τόπο αυτά να πιάσουνε
Κι οι Αμερκάνοι τότε εμάς με αγάπη ν’ αγκαλιάσουνε;

-Και γιατί όχι; Σήμερα είν’ όλα δυνατά.    

-Αλήθεια της Αμερικής οι απόδημοι νομίζουν         
Οτι μπορούν της Αμερκής τη γνώμη να ρυθμίζουν;

-Ναι. Τέτοιο ανόητο μυαλό καθένας τους κρατά.    

-Οι κότες πιο ευγνώμονες του πλήθους των ελλήνων,
Που ευχαριστούνε πίνοντας τουλάχιστον Εκείνον      
Που το νερό τους έδωσε-αυτοί ουτ' αυτό δεν κάνουν.

-Μα κάνουνε τόσα πολλά. Εκείνα μόνο φτάνουν.
Ας πούμε συγκεντρώνονται σε κάποιο πλούσιο σπίτι   
Και αφού κάνουν προσευχή πρώτα υπέρ Σημίτη        
Τρώνε μετά και πίνουνε σαν χρόνια πεινασμένοι.   
Και φιλελληνικό εκεί τίποτα δεν συμβαίνει.   

-Τότε γιατί μαζεύτηκαν;    

               -Για φαγητό και πιόμα.  
Και ούτε λέξη δεν ακούς από κανένα στόμα.
Τίποτα. Κι έτσι, άδοξα, κάθε τσιμπούσι κλείνει.   
Και παν εκεί οι Πρόξενοι, και πάνε οι Δουκάκηδες,
Και πάνε όλοι οι κοσμικοί κλέφτες μας κι οι τσαντάκηδες
Και της Ελλάδας της φτωχής την τύχη ειρωνεύονται.
Και άσε τους κακόμοιρους Ελληνες να κουρεύονται.     
Και στα παλιά τους γράφουνε παπούτσια το Αιγαίο   
Και λένε "θα μιλήσωμεν", και λένε "θα προβώμεν"   
Κι ύστερα χαμηλόφωνα «μα προπαντός να τρώμεν!..»
Κι ενώ όταν για τραγουδιστή μάθουνε κάποιον νέο    
Να τον ακούσουν τρέχουνε σκορπώντας τα δολάρια
Και στο Λας  Βέγκας τρέχουνε και παίζουνε στα ζάρια,
Όταν τον έρμο τόπο μας τους πούνε να βοηθήσουν,       
Κάνουνε πως δεν έχουνε λεφτά ούτε για να ζήσουν.     
Μα η μεγάλη θα γενεί ενέργεια η τρανή    
 (ό,που και νάναι έρχεται, γίνεται, θα φανεί…)    
Στα έντεκα του μήνα αυτου-στις έντεκα Φλεβάρη.    
Εκεί η Ελληνικότητα θα δώσει και θα πάρει.    
Θα πάει μια Επιτροπή να βρει τον Κλίντον λέει    
Και να του πει... τί να του πει;.. μπορούν κάτι να πουν         
Οσοι μονάχα ξέρουνε να φάνε και να πιουν    
Και όσοι κλεψιμέΐκα πλούσια έχουν τα ελέη;        
Θα φάνε πάλι και θα πιουν, κι όταν ντερλικωθούνε,
Και όταν για να φύγουνε τέλος θα σηκωθούνε    
θάχουνε μια πολύτιμη ώρα του Κλίντον κλέψει.     

-Οχι. Νομίζω Γιάννο μου πολύ τάχεις μπερδέψει.    
Τέτοια δεν είναι δίκαιο εσύ να έχεις γνώμη    
Για τους Ελληνοαμερκανούς. Και μάθε πως ακόμη   
ότι συλλαλητήριο σχεδιάζουνε να κάνουν.      

-Κι άλλο; Τα όσα κάνανε ως τώρα δεν τους φτάνουν;  

-Γιάννο μου παραφέρεσαι. Ενα συλλαλητήριο         
Μπορεί ν' αλλάξει τακτική σε κράτος μεγαθήριο.  

-Η κούνια που σε κούναγε. Ο,τι μια μύγα κάνει
Οταν χτυπήσει σε συρμού επάνω ένα βαγόνι     
Και του συλλαλητηρίου εκεί η αξία φτάνει.
Και θάναι η αξία του, Μήτρακα, μια και μόνη:
Πως οι Αρμένηδες γερά το άχτι τους θα βγάλουνε
 Ενάντια φωνάζοντας στην Τούρκικη απειλή-        
Γιατί μονάχα Αρμένηδες μέρος σ' αυτό θα πάρουνε      
Κι η Ελληνική του τάχα υφή θα είναι απατηλή.         
Οι Ελληνες, έξω απ’  αυτούς όπου γερά μασάνε    
Ιδέα δε θα έχουνε για μία τέτοια σύναξη
Γιατί δεν ενδιαφέρονται τα Ελληνικά πως πάνε.
Από τον πατριωτισμό έχουνε πάρει σύνταξη,
αφού απ' τους ιθύνοντες κανένας δεν φροντίζει
Και ο καθένας απ' αυτούς λίγο να Ελληνίζει.
Κι εκείνοι αν δεν ενδιαφερθούν, χαμένοι όλοι οι κόποι.

-Μα από την άλλη Γιάννο μου έχουμε την Ευρώπη.
Με κείνηνε το δίκιο μας σίγουρα θα το βρούμε.

-Μήτρο μου άλλο τίποτα καλλίτερα ας πούμε.
Πόρνες πολλές εγνώρισα σ' όλη μου τη ζωή
Που γι άλλη μια δε θάθελα ακόμα να μιλήσω.
 Γιατί αν αρχίσω να μιλώ για κείνην το πρωί
Δε θάχω μέχρι αποβραδίς τελειώσει, όσο κι αν βρίσω.

-Λοιπόν και τί θα κάνουμε; Βοήθεια δεν μπορεί
Η δόλια από πουθενά η Ελλάδα μας να βρει;

-Και βέβαια όχι. Τί θαρρείς; Πως το καθένα κράτος
Το ύψος της βλακείας μας το νοιάζει και το πλάτος;
Αυτή 'ναι της πατρίδας μας η μοίρα-ελεημοσύνη
Από τους γύρω να ζητά, κανείς να μη της δίνει,
Και με το χέρι απλωτό συνέχεια να γυρίζει.
Και λόγια αξιολύπητα πάντα θα μουρμουρίζει.
Και πάντοτε ό,τι θέλουνε οι Τούρκοι θα μας κάνουν
Κι οι Ελληνες θα τρέχουνε δίχως ποτέ να φτάνουν.
Παρ' ολ' αυτά όμως μια στολή πήγαινε και ετοίμασε
Γιατί ο καιρός της ρήξεως με την Τουρκία ωρίμασε.

(Κι έτρεξε ο Μητρός τη στολή ευθύς να ετοιμάσει
Ενώ ο Γιάννος έβριζε Πλάστη, ζωή και Πλάση).