Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Οπου η καρδούλα του Καρντάκ
Κάνει μπαμ-μπουμ αντί τικ-τακ)


Αχ! Δύο μέτρα το νερό
Νάτανε πιό ψηλά
Δε θα υπήρχα σα νησί
Και θάταν πιό καλά.

Τ’ ήτανε τούτο πούγινε;
Τι φασαρία μεγάλη!
Κι όλη αυτή για μένανε-
Για μένα όλη η ζάλη.

Πού νάξερα η ασήμαντη
Εγώ, πως θα ερχόταν
Ενας καιρός όπου για με
Κόσμος θα σκοτωνόταν…

Για μένα-ένα ξερόβραχο
Μία μικρή εκεί πέρα
Που τρέμω και στο φύσημα
Ακόμα του αγέρα…

Μοίρα που δεν εζήλεψα
Μ’ ήβρε. Με  ήβρε  τύχη
Που δε  θα το φαντάζονταν
ούτε του Ομέρ οι  στίχοι.
 
Εγώ καλά καθόμουνα
Στ' αυγά μου τα νερένια
Χωρίς σκοτούρα στο μυαλό
Και δίχως μία έγνοια.

Εγώ καλά στεκόμουνα
Μες στα νερά τα Αιγαία
Τα όμορφα και τα καλά
Και τα γλυκά κι ωραία.

Ενα νησάκι! Μιά γωνιά
Μικρή αυτού του κόσμου
Που όλονε τον ένιωθα
Σα νάτανε δικός μου.

Δίπλα από τη μητέρα μου
Βρίσκομαι, την Τουρκία
Και μ' όλα νιώθω γύρω μου
Συγγένεια και φιλία.

Κοντά σε δυό αδέρφια μου
Γιγάντια κατοικώ
Που μ' αγαπούν και τ’ αγαπώ:
Την Κάλυμνο και Κω.

Και την αλήθεια ξέρουνε  
Φαίνεται οι ΠΑΣΟΚοι
Και μ’ έχουν ολοσούσουμη
Πάλι στους Τούρκους δώκει.

Κι αν δύο όπως άκουσα
"Οχι" είπαν βουλευτές τους
Ποιος τους ακούει-πνίγηκαν
Στων άλλων οι φωνές τους-

Ξεκάθαρη η δήλωση
Ήτανε του Σημίτη:
"Πάρτε εκείνο το πανί
Από το ξένο σπίτι:"

Και η σημαία έφυγε-
Πληγή πάνω στη ράχη μου-
Και πάλι θάμαι ήσυχη
Καθάρια και μονάχη μου.

Κι αν ίσως με ρωτήσετε
Για όνομα, δεν έχω-
Δεν είχα μάλλον. Σήμερα
Έχω και παραέχω.

Ιμια οι Ελληνες, Καρντάκ
Οι Τούρκοι λεν εμένα.
Για σκέψου! Δυό ονόματα
Νάχω από κανένα…

Τέλος. Καλά. Με ονόμασαν.
Μα τι τα θέλαν τ' άλλα
Τα αίσχη που εκάνανε
Τ' αμέτρητα μεγάλα;

Ητανε λέει πάνω μου
Σημαία Ελληνική
Κι οι Τούρκοι τήνε βγάλανε
Και βαλαν Τουρκική.

Τούρκους αυτό τους Ελληνες
Τους έκανε ευθύς
Που νόμισα θα φίλιωναν
Πιά σαν ομοεθνείς-

Τούρκοι οι μεν, Τούρκοι κι οι δε,
Ε, είπα, θα τα βρούνε.
Μα κείνοι όχι εμένανε-
Κανένα δεν ακούνε.

Αρχίσαν να φωνάζουνε
Κι από τα δυο μέρη
Κι αυτή η φαγωμάρα τους
Μ' άλλη δεν είχε ταίρι.

Και πόλεμο θα κάνανε
Αν οι Αμερικάνοι
Δεν είχαν μιαν ουδέτερη
Χειρονομία κάνει:

Τους είπαν "Φύγετε κι οι δυο
Απανω απ' το νησί!»
(Κλίντον μου γεια στο στόμα σου
Κι οι δρόμοι σου χρυσοί.)
 
«Και γύρω απόνα κάτσετε
Συζήτησης τραπέζι
Και βρείτε τα-με πόλεμου
Φωτιά κανείς δεν παίζει".

Μα οι Ελληνες δεν άκουσαν
Κι άρχισαν να φωνάζουν
πως ήμουν λέει Ελληνική,
Κι όλο χολή να στάζουν.

Και γιατί είμαι Ελληνική;
 Κάτι "συνθήκες" λέει _
Στους Ελληνες "με δώσανε".
Αστούς να πα να λένε.

Εμένα να ρωτήσουνε
Που ξέρω την αλήθεια
Και όσα και να λεν αυτοί
Τ' ακούω παραμύθια.

Γιατί να είμαι Ελληνική;
 Γιατί οι προπαππούδες τους
Λέει, με κατοικούσανε
Μαζί με τις γρηούλες τους.

Συλλογισμός αληθινά…
Τότε γιατί δεν πάνε
Στους Ευρωπαίους "φίλους" τους
Την Πόλη να ζητάνε;

Κι εκεί εκατοικήσανε
Αιώνες οι δικοί τους.
Τι έχει άραγε να πει
Γι αυτό η λογική τους;

«Αλλά δε μας την έδωσε
απαντούν, καμιά συνθήκη»
Θαυμάστε τους κακόμοιρους
Που με τα όπλα νίκη

Γιατί ποτέ δεν καρτερούν,
Προσμένουν η Ευρώπη
Να τους χαρίσει όσους λεν
Πως ειν’ δικοί τους τόποι.

Ω. Τους κακόμοιρους. Που ενώ
Όσο κι αν προσπαθήσουνε
Δυο γαïδουριώνε άχερα
Δεν ξέρουν να χωρίσουνε,

Ζητάνε δύσκολες πολύ
Να μάθουν συναρτήσεις.
Τι να τους πεις, και πώς μ' αυτούς
Να πας να συζητήσεις…

Ανόητοι. Κοροϊδεύουνε
Τους άλλους, μα εκείνοι
Πιο πίσω απ’ όλους αυτουνούς
Έχουνε απομείνει-

Αφήνουν τον καθένανε
Την εξουσία να παίρνει
Και τόνε βλέπουν ήσυχα
Το δέρμα τους να γδέρνει

Κι επάνω δεν σηκώνονται
Να επαναστατήσουν
Κι αληθινά Ελληνική
Κυβέρνηση να στήσουν.

Αλλ’ από ζήλεια με κείνους
Τα βάζουνε, που δήθεν
Τους παίρνουν όσα ήτανε
Δικά τους -τάχα-αρχήθεν.

Και σαν μικρά κακά παιδιά
Φωνάζουν και γκρινιάζουνε
Κι Ευρώπη και Αμερική
Με φωνασκίες ταράζουνε.

Κι όλων αυτών παρακαλώ
Ποια είναι η κατάληξη;
Ντυμένοι παληοκούρελα
Να βγαίνουν κάθε Ανοιξη

Κι Ευρώπη και Αμερική
Τριγύρω να τις φέρνουνε
Κι απλώνοντας το χέρι τους
Κάτι να ζητιανεύουνε.

Πότε Αιγαίο και σύνορα,
Πότε Μακεδονίες
Πότε νησάκια ξερικά
Και συναφείς αηδίες.

Και τους βαριούνται οι δυνατοί
Κι όλοι γελούν μαζί τους
Και με τις απαιτήσεις τους
Τις τόσον ανόητους.

Κι έρχονται τώρα να ειπούν
Πως είμαι εγώ δική τους.
Κι ως και κατσίκια παρδαλά
Γελάσανε μαζί τους.

Κι ήρθαν εδώ πλοία πολλά
Ελληνικά και Τούρκικα
Και με την τόση αντάρα τους
Με πρήξαν τα μαγκούφικα.

Και από κει που πουθενά
Δε μ’ ήξερε κανένας
Στην άκρη αμέσως βρέθηκα
Κάθε χειλιού και πέννας.

Κι ασχοληθήκανε με με
Οι δυνατοί της γης
Κι έγινα αντικείμενο
Μελέτης και σπουδής,

Πρωθυπουργών και υπουργών,
Προέδρων, Βασιλέων,
Σαν να μην ήμουνα λαγός
Αλλ’ ένας άγριος λέων.

Κι Επιτελείων γέμισα
Τους αιμοβόρους χάρτες
Και έριξα τις μετοχές
Και πλούτισα τους γδάρτες,
 
Και μεραρχίες κίνησα,
Σε πλοία άλλαξα ρότες
Κι έκλεισα επιφυλακή
Τους Ελληνες στρατιώτες.

Και δύο έκανα λαούς
Τα σοβαρά ν' αφήσουνε
Κι ένα γελοίο κι οι δυό τους φλερτ
Με μένανε ν' αρχίσουνε.

Ποιάν; Μια νησίδα τόση δα,
Μία βραχονησίδα
Που αγνοώ αν έχω καν
Και υφαλοκρηπίδα.

Να πεις εγώ πως ήθελα
Σε κάποιον να δοθώ;
 Καθόλου. Δόξα τω θεώ
Το έχω ότι ποθώ.

Το κύμα γύρω γύρω μου
Που έρχετ' αγριεμένο
Και μ' αγκαλιάζει δυνατό
Κι αφροστεφανωμένο

Ειν' ο καλλίτερος γαμπρός-
Στο στρώμα πά’ της άμμου
Μαζί του κάθε μέρα μου
Σαν πρώτη μέρα γάμου.

Και να μην τόθελα εγώ,
Το χάδι του αγέρα
Μ’ ανατριχιάζει ερωτικά
Και νύχτα και ημέρα.

Και δίνομαι στου κύματος
Την άσπρη την αγκάλη
Και γεύομαι της γλύκας του
Τη μοναχή τη ζάλη.

Και δίνομαι στον ήλιο μου
Δίνομαι στο φεγγάρι
Και δίνομαι στων αστεριών
Τη μαγεμένη χάρη.

Και στην ημέρα δίνομαι
Και δίνομαι στο δείλι
Που πλάθει ολοπόρφυρο
Του Πλάστη μας η σμίλη.

Και στα πουλιά και στα ερπετά
Και στα ζωάκια δίνομαι
Και ένα με τη γύρω μου
Εγώ τη Φύση γίνομαι.

Δεν ήθελα περσότερα.
(Σκέψου,τι άλλο νάθελα;
Αν ναι, ε, τότε όλα αυτά
Δικαίως να τα πάθαινα)-

Δεν ήθελα. Ούτε ειμ' εγώ
Σαν τις γυναίκες κείνες
Που, ξένες για τον έρωτα,
Άλλες τις δέρνουν πείνες.

Δεν ειμ' εγώ όπως αυτές
Τις παστρικές κοκώνες
Που προσκυνούνε του Χριστού
Και των αγίων εικόνες

Ενώ την ίδια σκέφτονται
Την ώρα το φουστάνι
Πούδανε χτες στα μαγαζιά
Πόσα δολάρια κάνει.

Δεν είμαι εν’ ανερμάτιστο
Εγώ σαν κείνες ον
Στις δεξιώσεις μοναχά
Να δίνω το παρόν,

Κι άλλη γιά με στον κόσμο αυτό
Να μην υπάρχει έγνοια
Παρά τσάντες κροκόδειλου
Και ρούχα μεταξένια.

Όχι-σαν του Λος Αντζελες
Δεν είμαι εγώ τα θήλεα
Που όποιαν δε μοιάζει σαν αυτές
Τήνε χτυπούν ανήλεα.

Που ότι ζουν το ξέρουνε
Μόνο γιατί μπορούνε
Να τρώνε και να πίνουνε
Και να αποπατούνε.

Που αν τις ρωτήσεις απ' αυτά
Κάτι άλλο, θα σου πούνε
Οτι για πρώτη τους φορά
Το πράγμα αυτό ακούνε.

Που λέξεις ξέρουν μοναχά
Οσες τους επιτρέπουνε
Οταν τις πουν, τις τρύπες τους
Τις διάφορες να τέρπουνε.

Που όλη τους η προσπάθεια
Κι η έγνοια μες στη ζήση
Είναι πώς πλούσιο καθεμιά
Σύζυγο θ' αποκτήσει,

Ωστε για κείνηνε αυτός
Σαν σκύλος να εργάζεται
Κι αυτή-και κείνο αναίσθητα-
Μόνο να συνουσιάζεται.
 
(Κι όχι με τον ταλαίπωρο
Το σύζυγο βεβαίως
Αλλά με όποιον θάτανε
Πιο πλούσιος και πιο νέος).

Σαν τις Λοσαντζελιώτισσες
Οχι-δεν είμαι εγώ
Που λες και κάναν το χρυσό
Και το μεγάλο αυγό,

Θέλουν για κείνες όλοι τους
Μόνο να συζητάνε
Κι ούτε λεφτό-κι ούτε στιγμή
Μακριά τους να μην πάνε,

Παρά να τις κοιτάζουνε
Μέσα -που λεν- στα μάτια
Κι όλες οι άλλες τους δουλειές
Ας πάνε στα κομμάτια.

Οχι-σαν του Λος Αντζελες
Δεν είμαι τις κυρίες
(Τις Ελληνίδες πάντοτε)
Που κάνουν αβαρίες

Σε σύζυγο και σε παιδιά
Σε σπίτι κι οικογένεια
Και που γι αυτές ειρωνικά
Μιλάει η ομογένεια.

Που κάτω απ’ τα βαμμένα τους
Μαλλιά, μυαλό δεν έχουνε
Κι άλογα μέσα στης ζωής
Γοργά το στίβο τρέχουνε.

Εγώ είμαι μια ήσυχη
Μικρή βραχονησίδα
Που με αγάπη δέχομαι
Την κάθε καταιγίδα

Κι ευχαριστώ τον Πλάστη μου
Που μου την έχει δώσει.
Ως για τα τόσα τα κακά
Που μ’ έχουνε πλακώσει

(Πλοία και ελικόπτερα,
Πόλεμος και σημαίες)
Που μαύρες τις ημέρες μου
Εκάναν τις ωραίες-


Οσο για τούτα τι να πω-
θεός να τους φωτίσει
Ωστε και τούρκοι κι Ελληνες
Καθείς ν' ακολουθήσει

Των Αμερκάνων τη σοφή
Κι απλή και μόνη λύση
Ο ένας με τον άλλονε
Για με να συζητήσει,

Για να μη πάλι μ’ έβρουνε
Πολέμου φασαρίες
Που δε γνωρίζει από γιορτές
Και σκόλες και αργίες,

Παρά σκοτώνουν μοναχά,
Χαλάν και καταστρέφουν
Και μίσος κι έχθρητα κι οργή
Για τους ανθρώπους τρέφουν.

             -----