Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 
ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού
ώστε τινές να φάνε του σκασμού)


-Βρε Μήτρο γιατί ντύθηκες σα Σαβοΐας δουξ;
Γιατί κουστούμι κασιμίρ -πουκάμισο μετάξινο;
Γιατί σεβρό πατούμενο και λαιμοδέτης λουξ;
Πώς τούτο το σινιάρισμα σήμερα το παράξενο;

-Αν ήσουν οποιοσδήποτε Ελλην εκ των λοιπών
Απάντηση δε θάπαιρνες σ' αυτή σου την ερώτηση.
 Θ’ απαξιούσα να σε δω ωσάν να ήσο απών,
Και μάταια θα ζήταγες αυτή την πληροφόρηση.

Αλλά σε σένα θα το πω. Γιορτάζω, που Δεκέμβριο
Των Αποδήμων γίνεται Ελλήνων το Συνέδριο.
Εσύ μου το ’πες μόλις χτές. Δεν το θυμάσαι πλέον
Εσύ που έχεις ξύπνιο νουν και φρόνημα ακμαίον;

-Ναι. Το θυμάμαι βέβαια. Αλλά να πας σκοπεύεις;

-Μα Γιάννο μου με τι λεφτά; Τώρα με κοροϊδεύεις;
Αλλά όπως όταν έχουμε ’κοσιοχτώ Οκτωβρίου
ή όταν η πέμπτη κι εικοστή έρχεται του Μαρτίου,
Ετσι και σήμερα καλά έχω φορέσει ρούχα.
Μάλιστα τα δανείστηκα-δεν κάναν κείνα που ’χα.
Λοιπόν, το ξαναγέννημα γιορτάζω της φυλής μας.
Γιορτάζω το ξανάνιωμα του ένδοξού μας Γένους.
Τη δύναμη της ένωσης γιορτάζω της κοινής μας
Που θα φαντάζει τρομερή και φοβερή στους ξένους.
Γιορτάζω που θα γίνουμε και πάλι σ' όλα πρώτοι
Και Αρλεκίνοι θάμαστε πλέον κι ουχί Πιερότοι.
 Γιορτάζω που θα τρέμουνε όλες οι γύρω χώρες
Και που όλες της ισχύος μας θα γίνουν δορυφόρες.
Γιορτάζω που κι η Αμερική θα μας παρακαλάει
Για να μπορεί στους φίλους μας κι εκείνη να μετράει,
Γιορτάζω που τα πόδια μας θα μας φιλά η Ρωσσία
και που θα κατακτήσουμε και πάλι την Ασία
Και σαν τον Μεγαλέξαντρο θα πάμε στα Γαυγάμηλα
Και θαύματα θα κάνουμε της φήμης του εφάμιλλα.
Γιορτάζω που οι Πανέλληνες έτσι εκεί σα σμίξουμε
Και μια βαρβάτη τρώγοντας καθένας φασουλάδα
Ολοι μας μ' ένα σύνθημα γενναία θα φυσήξουμε
Και στο φεγγάρι πύραυλο θα στείλει κι η Ελλάδα.

-Γιόρταζε. Μα αν πήγαινες θάσουνα μοναχός σου.

-Τι λες; Ολοι οι Ελληνες θα πάνε ανεξαιρέτως.
Και θα το μάθαινες αυτό ησύχως και ανέτως
Αν έντυπο ένα σοβαρό είχες στο σπιτικό σου.
Εκεί Ελλήνων θάβλεπες ένα σωρό ονόματα
Που των ηπείρων ολωνών θ' αφήσουνε τα χώματα,
Και, του Πανελληνίου μας του Συνεδρίου λάτρεις
θα παν να φάνε και να πιουν μιλώντας περί πάτρης.

-Ομως εγώ στη γειτονιά  πολλούς γνωστούς ερώτησα
Κι από τις απαντήσεις τους στο λέω πως αρρώστησα.
Ελεγε άλλος το μακρύ και άλλος το κοντό του
Ομως κανείς δε μίλησε για το Συνέδριό του.

-Αλήθεια μωρέ Γιάννο μου; Και συ έκανες γκάλλοπ;

-Και σ' όσους τρώνε ταραμά,κι όσους εσθίουν σκάλοπ.

-Και τι σου είπανε; Για πες, θα έχει ενδιαφέρον.

-Και πρώτα επλησίασα ένα  ογδοντάρη γέρον.
 «Ποιο γεγονός σημαντικό για τον Ελληνισμό
θα γίνει;»Τον ερώτησα θωρώντας τον κατάματα
«Αφού όλα αποτύχανε τ’ άλλα», μου λέει, «φάρμακα,
θα δοκιμάσω τοτε εγώ και τον σιναπισμό.»
Κατόπιν στο χασάπη μου επήγα βιαστικός
Και του ’πα "Για τους Ελληνες μεγάλες θαν' οι
μέρες
Του Νοεμβρίου και αρχών Δεκέμβρη ειδικώς.
Πες μου λοιπόν, να χαίρεσαι τις τόσες σου μαχαίρες,
Ξέρεις γιατί;"  "Και βέβαια", μου λέει χαρωπός,
" Γιατί έξη σεντσια ο κιμάς θα πέσει ο νωπός".
Κάτωχρος απ’ τον πόνο μου επήγα στο γιατρό μου.
Αυτός σα μ' είδε,νόμισε πως ψάρεψε πελάτη
Κι άρχισε να χαμογελά. Μα εγώ "Βρε Ιπποκράτη
Για πες μου σε παρακαλώ τι ξέρεις για του Απόδημου
Ελληνισμού το μέγιστο που θα γενεί συνέδριο;"
Και μούπε "Ξεύρεις,κατ’ αυτάς με ενοχλεί το πόδι μου.
Αυτό συμβαίνει όταν καιρό πολύ δεν έχει αίθριο.
Ξεύρετε το ισχιακόν τι άτιμο πούναι νεύρο.  
Οσο για το συνέδριο, τι  να σας πω-δεν ξεύρω.»
 Από τη θλίψη αδυνατών πλέον να οδηγήσω        
Ενα ταξί εκαλεσα, εξάπλωσα οπίσω
Και "τράβα στο Ελληνικό", του είπα, "Προξενείο".   
Πάω, τους λέω "βρε παιδιά δε στέλνατ' ένα μήνυμα
να γνώριζαν οι Ελληνες το θαύμα αυτό το θείο,
Των Πανελλήνων το ιερό στην ανθρωπιά προσκύνημα;"
«Για τί μιλάτε κύριε;» μου ’παν ευγενικά.
"Για το συνέδριο μωρέ" τους λέω φωναχτά.
Κι από μια πόρτα ο Πρόξενος βγαίνοντας παραπλεύριο
Με κοίταξε παράξενα και κάνει: "Ποιο συνέδριο;"

-Παρόλα αυτά θα ’ναι πολλοί εκεί πέρα μαζεμένοι   
Κι ας λέει η κεφάλα σου εσένα η κουνημένη.    
Κι αν όχι αυτοί που ταραμά και σκάλοπίνια τρώνε
Αυτοί που ίδρωτα και βιός μασσάν των αλλουνώνε.
Τουτέστι θα ’ν’ οι Πρόεδροι κάποιων Οργανισμών
Οι υπουργοί, οι Δήμαρχοι και οι λεφτάδες όλοι,   
Και όσοι τώρα πλούτισαν και τρώνε τον σκασμόν
Και όσοι έχουν εκ πατρός γεμάτο πορτοφόλι.    
Λοιπόν, δε θάναι σύναξη αυτή των Πανελλήνων;  

-Ναι. Οχι όμως των Μακβέθ αλλά των Κυμβελίνων.

-Και τι ωφέλεια Γιάννο μου λες να ’βγει απ’ αυτό;

-Να! ευκαιρία για μερικούς θάναι για ταξιδάκια,
Γι άλλους να γίνουνε γνωστοί παγκόσμια στο λεφτό,
Και μεταξύ τους τα τρανά να γνωριστούνε τζάκια.
Μα πρώτα και καλλίτερα μπίζνες για να γινούνε
Και μπίζνες διηπειρωτικές μεγάλες να κλειστούνε.

-Γιατί για το συνέδριο τόσο αυτό είσαι είρων;
Δε θα ενωθούν οι Ελληνες νομίζεις των ηπείρων;

-Ω! κουτεντέ μεγάλε μου! Ω! αφελή Μητρούση.       
Ω! Που αλήθειες τρανταχτές είναι για σε το μούσι.  
Ω! Μήτρο καλοκάγαθε! Ω! Ελληνα καλόπιστε!   
Ω! των ιδεών των υψηλών σύντροφε συ αχώριστε!

-Σαν ήρωας με προσφωνείς αρχαίας τραγωδίας.   
Όμως σ’ αυτό που ρώτησα ακόμα ν' απαντήσεις.

-Ω! ήρωα της φτωχικής των πλούσιων κωμωδίας.     
Ω! συ αχτίδα Ανατολής στο γέρσιμο της Δύσης.    
Ω! συ αθώε Μήτρο μου!

-Μ’ έσκασες. Θα μου πεις;

-Αλλά, ρε χαζομήτρακα, ρε αποξεκουτιασμένε,
Βρε της Ελλάδας οι Ελληνες δεν το μπορούν χαμένε
Και καρτερείς να ενωθούν οι Ελληνες της γης;

-Καλά το λες. Ω! τι κακό και τούτο πουν’ αλήθεια.
Θε μου και τι δε θάκαναν οι Ελληνες ενωμένοι!
Αν μια καρδιά εχτύπαγε σε όλων τους τα στήθια!
Αν σε φατρίες φθοροποιές δεν ήταν χωρισμένοι.

-Και που υποθέτεις μοναχά, μακριά είσαι νυχτωμένος.
Βρε χάχα πότε οι Ελληνες μόνιασαν μεταξύ τους;
Ποτέ. Κι αυτή είναι όλη τους η χάρη και το σθένος.
Κι έτσι την ιστορία τους γράψαν την ένδοξή τους.
Απ’ τους αρχαίους τους καιρούς το ίδιο μέχρι τώρα,
Απ’ τον καιρό του Όμηρου και του Θεμιστοκλή.
Με χωριστούς τους έλληνες πάει μπροστά η χώρα
Και κάθε άλλη άποψη, ύποπτη και σαχλή.
Αυτός είναι ο έλληνας. Και ό,τι η Φύση πλάσει
Συνέδριο δεν το μπορεί κανένα να χαλάσει.

-Και λες πως το συμβούλιο αυτό τζάμπα θα γίνει ;

-Γιάννης κερνάει βρε χαζέ-δε στόπα;-Γιάννης πίνει.

-Και με τα ρούχα τα καλά που ’βαλα τι θα γίνει;

-Βγάλτα και σ’ ένανε φτωχό αν θέλεις θα τα δώσουμε.
Αν πάλι θες να πας εκεί,  τράβα και ξεφορτώσου με.

Αχ βρε Συνέδριο τρανό
Παγκόσμια Ελληνικό
Το κέφι δε σου κάνω-
Με χάνεις και σε χάνω.

Αχ πατρίδα μου καλή
Το Συμβούλιο σ' ωφελεί
Τόσο όση ωφέλεια θα ’χει
Απ' τη χάλαζα το στάχυ.

Και θα στείλει το Ελ Ει
Στρατιές πλουσίων Γραικών
Και τα πλούσια τα ελέη
Παχυσάρκων γυναικών.

Και θα πάει και η ΕΡΤ
Τη φιγούρα της να κάμει
Και θα γίνουνε και φλερτ
Και μπορεί κάνα δυο γάμοι.

Και θαρθούν εκ της Αγγλίας
Κυπροάγγλοι μερικοί
Που απ' της Κοινοπολιτείας
Βγαίνοντας τη φυλακή,

θα κοιτάξουν να μας χώσουν
Μες σε κείνηνε και μας
Και μετά να μας φορτώσουν
Κάποιον κύριο Ντενκτάς.

Και θαρθούν απ' τη Γαλλία
Με φινέτσα Γαλλική
Ελληνες που τη φιλία
θέλουν τη Γαλατική,
 
Ωστε να μπορούν οι Γάλλοι
Να μας λεν λόγια παχιά
Μα στην πράξη-τέτιο χάλι
Να χαδεύουν την Τουρκιά.
 
Και θα παν από Ευρώπη
Και θα παν από Ασία
Και θα νιώσουν όλοι οι τόποι
Των Ελλήνων απουσία.

Κι από Αφρική, Αυστραλία,
Κι από την Αμερική,
Υποκείμενα παντοία
Θα συναθροιστούν εκεί.

Και θα έχουν οι Αυστραλέζοι
Μερινός παπλώματα
Και θα έχουν οι Κινέζοι
Κίτρινα τα σώματα.

Θα φορούν οι Μεξικάνοι
Τις φαρδιές τις μπέρτες τους
Που αν το βράδυ κρύο κάνει
θαχουν για κουβέρτες τους.

Θ’ αφιχθούν εκ της Ινδίας
πατριώτες στην Ελλάδα
και πολλοί λόγω θρησκείας
θα κρατούν και μια γελάδα.

Κι αν κανένας κάποιον δει
Καναδό παλιόφιλο,
Μες στο χέρι θα κρατεί
Ενα πλατανόφυλλο.

Και αν άρρην ή θηλεία
Καφεδάκι θα μυρίζει
Τότε απ’ τη Βραζιλία
Οπωσδήποτε γυρίζει.

Κι απ' τη Ντώϋτσλαντ θαρθούν
Στρατιές ανθρακωρύχων
Κι οι ταλαίπωροι θ’ ακούν
Μηχανών κι εδώ τον ήχον.

Και θα κοπιάσουν κι Ελβετοί
Να τρώνε ομοτράπεζα
Μ' ανθρώπους που δεν έχουν δει
Ποτέ τους μία τράπεζα.

Οι Ρώσσοι θα μας λένε "ντα"
Κι εμείς θα τους φοβόμαστε
Και στης Ευρώπης τα βρακιά
θα πάμε να κρυβόμαστε.

Οι Γιαπωνέζοι νο και γιο
Και το και γι και ότα
Κι ενώ αυτοί θα λεν αυγό
θα εννοούμε κότα.

Να! και θάρθουν κι Εσκιμώοι
Με το φώκινο παλτό
Και καθείς ψάρια θα τρώει
Και θα πίνει παγωτό.

Κι οι Νορβηγοελληνίδες
Για του έρωτα το σοκ
θα φλερτάρουν τους νταήδες
Της Νου Δου και του ΠΑΣΟΚ.

Θα χορεύουν οι Αργεντίνοι,
Οι Κουβάνοι θα γλυκάζουν,
Και τα μελαψά τα σμήνη
Των Λιβύων θα μας τρομάζουν.

Κι όταν θέλουν ν' αγοράσουν
Σολωμό ή έλαιο
Οι Αραβες θα μας χορτασουν
Με αργό πετρέλαιο.

Θάρθει κι ο Ιάκωβος μας
Ο Αρχιεπίσκοπός μας
Να βλογήσει το Συμβούλιο
Και το γεύμα το Λουκούλλειο,

Και εγγύηση θε να ’ναι
Πως καλά όλοι θα φάνε,
Εκεί μέσα όσοι βρεθούνε
Και Συμβουλιοποιηθούνε.

Και ο Στεφανόπουλός μας
Πρόεδρος αυτός δικός μας
θα πασκίζει ουδετερότητα
Να μας δείχνει για ταυτότητα.

Και του σεβάσμιου θαρθεί
Εκπρόσωπος Πατριάρχη
Και με τους λατινόφερτους
σκληρή θ’ αρχίσει μάχη.

Κι ο Κληρίδης με λίρες στην τσέπη
Σαν ακούει Ενώσεως σενάριο
Μυρωμένα λουλούδια θα δρέπει
Και θα τρέχει σα να ’ναι παιδάριο.

Και οι Κύπριοι κι οι Έλληνες πάλι
Στου Συμβούλιου μέσα τη ζάλη
Ευκαιρίας δοθείσης-τί χάνουνε;-
Συζητήσεις και πάλι θα κάνουνε
Κι ευτυχείς θα μας πούνε
Πως ξανά συμφωνούνε…


Όμως πολύ θα παιδευτεί ο Αντρέας υποθέτω
Μήνυμα στο Συμβούλιο να στείλει ο καψερός
Γιατί έχει αντίς γαρούφαλλο ασφόδελο στο πέτο
Και πλέον για μηνύματα ούπω-αλί- καιρός.

-Ομως σαφώς εδήλωσε ο Νιώτης, πως ο Αντρέας
Οσο πετσιού και κόκκαλου ανάμεσα έχει κρέας
τρόπο θα βρει ένα μήνυμα να στείλει στους συνέδρους.
Ίσως δυνάμεις να κρατεί μόνο γι αυτό εφέδρους
Η κι ίσως καθώς πρόχειρο τον έχει εκεί κοντά του
Τον Άγγελο του φύλακα στους Αποδήμους πέμψει.
Μα αν διαβόλου άγγελος κοντά του έχει κονέψει
Και πάει στο Συνέδριο και χώσει την ουρά του…

-Με ή χωρίς τη συνδρομή και του δικού του ρόλου
Ετούτο το Συνέδριο θα πάει κατά διαόλου
αφού ειν' ένα Συνέδριο άχρηστο στην πατρίδα.
Ο,τι δεν έχει του Λαού την ευλογιά μαζί του
Σαν να μην ήταν, χάνεται στα βάθη του Αγεννήτου.
Αν ο Άγγελος απ’ του θεού ειν’ όμως τη μερίδα,
Φοβάμαι, ως άλλος Γαβριήλ μήπως μαζί του πάρει
Απ’ τα λουλούδια τα πολλά που είναι στο κομοδίνο
Λευκότατον και γόνιμο κάποιον ωραίο κρίνο,
Και στο Συνέδριο μπροστά φουριόζος μη φανεί.
Τότε φαντάζεσαι κακό που έχει να γενεί;
Έγκυες θ’ απομείνουνε όλες οι συνεδρίνες
Και συνεδριάκια θάχουμε μετά εννέα μήνες.
Χώρια που κάθε σύζυγος θα έχει εκμανεί
και της Ελλάδας για πολύν καιρό θα της φορτώνεται.
Σκέψου απ' αυτό ο Τουρισμός πόσο θα ωφεληθεί.

-Αλλα ωφέλεια σίγουρα έχει και το Ελ Ει,
Από τους χάρτες τους πολλούς που έχουν πουληθεί.
Γιατί ολ' οι εδώ οι Ελληνες παίρνουνε χάρτη, λέει,
Γυρεύοντας να μάθουνε πού ειν' η Σαλονίκη.
Στη Βουλγαρία νομίζουνε κάποιοι ότι ανήκει,
Αλλοι ότι πρωτεύουσα είναι της Ρουμανίας,
Και μερικοί να τηνε βρουν ψάχνουν μετά μανίας
Πέρα στη Βόρειο Ηπειρο, στης Αλβανίας τα χώματα.

-Σταματα πια και πάλι μη τις γκρίνιες αρχινάς.
Και συ όταν πας σε κτίριο με είκοσι πατώματα
Πολλές φορές ποιόν όροφο γυρεύεις δεν ξεχνάς;
Με τη βοήθεια του θεού στο τέλος θα τη βρούνε
Κι εκεί ελληνικώτατα θα συνεδριαστούνε.

Και ληξιαρχείο θα φτιάξουνε
Του Ελληνισμού μας όλου
Και τα στοιχεία θα γράφουνε
Κάθε Ελληνος χαχόλου.

Κι αν κανένας αμφιβάλλει
Αν πεθαίνει η αν ζει
Του ληξιαρχείου τα φώτα
θα πηγαίνει να ζητεί.

Κι έτσι όπως εκεί μέσα
θα υπάρχουνε γραμμένοι
όλοι όσοι κατοικούνε
έλληνες στην Οικουμένη,

θα γνωρίζουμε αυτομάτως
βλέποντας σε μιαν οθόνη
πόσοι είναι των αρχαίων
των φωτοδοτών οι γόνοι.

Και χωρίς κόπο κανένα
στην εντέλεια θα γνωρίζουμε
πόσοι τα νεοπλασμένα
Σκόπια αναγνωρίζουνε.

Και θα μάθουμε σαφώς
πόσα όντα πα στη γη
της διχόνοιας εντός τους
επωάζουν την πληγή,

και θα ξέρουμε βεβαίως
τελικώς κι αναντιρρήτως
πόσα θηλυκά στον κόσμο
συνουσιάζονται αθεμίτως.
 
Και να δούμε θα μπορούμε
Με μια μόνο μας ματιά
Αεργοι πόσοι υπάρχουν
Πα' στη γη μας την πλατιά.

Πόσοι είναι φανφαρόνοι,
Πόσοι ειναι εγωιστές,
Πόσοι η ομάδα τους σα χάσει
Εχουν μαύρες και κλειστές.

Πόσοι γράφουν στα παληά τους
Τα παπούτσια τον καθένα
Και πιστεύουν στον εαυτό τους
Μοναχά κι άλλο κανένα.

Πόσοι ζούνε δίχως νόμο
Κι υποχρέωση καμία-
Πόσοι αυτό μόνο θαρρούνε
Πως θα πει ελευθερία.

Πόσοι είναι που ασυστόλως
Γράφουνε ποιήματα.
Πόσοι με κλειστά τα μάτια
θάμπουνε στα μνήματα.

Πόσοι είναι που για κείνους
Η ζωή ειν' ένα όνειρο.
Πόσοι μ' ύφος σε κοιτάζουν
Πάντοτε παμπόνηρο.

Πόσοι όταν λεν Πατρίδα
Εννοούν μονάχα τσέπη
Πόσοι κάνουν ό.τι θέλουν
Και ποτέ τους ο,τι πρέπει.

Και να ξέρεις από τώρα ότι δε θ' ανήκουμε
Σε πατρίδα ή σε κράτος ή σε άλλο τι κοινό
 Κι όσα ξέραμε ως τώρα όλα θα τ' αφήκουμε
Οσα μας θυμίζουν τζάκι άσημο ή ταπεινό.
 
Απ' το ευτυχές εκείνο το ημερονύκτιο
Που θα υλοποιηθούνε του Συμβούλιου τα γραφτά
θα ανήκουμε σε κάποιο, Μήτρο, ανθρωποδίκτυο.

-Κοίτα Γιάννο να κρατάμε ένας άλλονε σφιχτά
Να μην πέσουμε καημένε μες από τις τρύπες του
Μιας κι αυτό πυκνό δε θάναι όσο ήταν του Ηφαίστου.
.
Και ξέρεις τι σημαντικό θα γίνει Γιάννο άλλο;
Αυτό το νέο το πιο καλό είναι και πιο μεγάλο.
Λένε πως το Συνέδριο απόφαση θα βγάλει
Στων ψηφοφόρων μας κι εμάς το σώμα να μας
βάλει.
Και τότε θα ψηφίζουμε, λέει, μ' επιστολές.

-Πρωθυπουργός τότε θα βγεις αν είναι όπως τα λες.

-Πώς;     

-Να! θα γράφω γράμματα με διάφορα ονόματα
Και θα τα στέλνω στα ιερά Ελληνικά τα χώματα
Δηλώνοντας εσένανε σε όλα πως ψηφίζω.

-Πως θα ’ναι αυτό λυσιτελές όμως δεν το νομίζω.
Γιατί μπορεί κάποιος εκεί τα γράμματα να παίρνει
Και όχι στο εκλογικό το κέντρο να τα φέρνει
Αλλά, δικός μου αντίπαλος αν είναι, να τα σκίζει

-Αν είναι νάβγαινες εσύ πρωθυπουργός, αξίζει.
Αλλά για δες. Πριν γίνει καν για αυτό καμιά συζήτηση
Εμείς σε δρόμων πονηρών βγήκαμε αναζήτηση…
Η ώρα όμως πέρασε κι άρχισε να νυχτώνει.

-Ναι. Πάμε. Η ώρα πέρασε κι έχουμε μείνει μόνοι.

(Και φύγανε καθένας στη δουλειά του
Κι οι πρόγονοι τους βλέπαν από κάτου)