Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Μητρός να γενεί  θέλει πολίτης
Κι  ο Γιάννος ξεσπαθώνει  σαν Θερσίτης)

ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μιλάει θαρρώντας ότι είναι μόνος,ενώ ο Μήτρος τον ακούει, αθέατος από αυτόν)

Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…

Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ' είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αερόπλανο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…

Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τραβά χάσου»
Κι εγώ υπάκουσα χωρίς αντίρρηση κι ευθύς,
Και με παρέα μόνη μου τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής…

Βρε κοίτα πώς περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΕΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω κιχ.  

Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να βρω και άλλη οδό…
 
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους,
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους-

Που στην ωραία ακώλυτα τη χώρα μου ανθούν-
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…

Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν' αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που "ευτυχώς" εσκέφτηκα "δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η πού ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα».  

Βρε κοίτα πώς περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς να δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα,

Βρε πώς περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντανά, χωρίς να βλέπω αλώνια
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ’ εμπόρους…

Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…

Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντέννα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα 'γέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.

Γιατί εκεί είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τέτοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.

Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε,  
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ωσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.

Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Άραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;

Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα είναι οι τράγοι;

Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι οι υπάλληλοι πεινούν;
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;

Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;

Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γριές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δε ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι χωροφύλακες πουλιούνται για το σεξ;

Τ’ αδέρφια ακόμα κλέβουνε των αδερφών τα σπίτια;
Ακόμα από την Τράπεζα τους παίρνουν τα λεφτά;   
Και πείθουν τη μητέρα τους με χίλια δυο τερτίπια  
Τον εμιγκρέ το γιόκα της να μη τον θέλει πια;

Κι απ’ τον γονιό κλέβουν οι γιοι εικοσαριές χιλιάδες
δολάρια, και τα δίνουνε στους θείους και στις θειάδες;
Και συμμαχία όλοι αυτοί ενάντια συστήνουν
στον εμιγκρέ, και του σογιού την αγιοσύνη σβήνουν;

Κι όσους στην ξένη γράφουνε οι εμιγκρέδες στίχους
στην αδερφή τούς στέλνουνε ώστε να τους φυλά,
σε αναιτίου υπείκοντας ενός εκείνη μίσους
στις φλόγες του πανάκριβου τζακιού της τους πετά;

Και σ’ αγαθά προσβλέποντας ανίερα δικά του
και γράφοντας  στα πιο παλιά τα υποδήματά του
την ιερή τη θέληση του σεβαστού πατέρα,
ο αδερφός τον αδερφό τον κάνει απ’ όλα πέρα;  
Τι ερώτησεις! Μα κι εγώ πώς πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παλιάς πατρίδας και τ' ανήθικα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;;

Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός

Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.

(Την έκλεισε και έκατσε κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο).