Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ

(Μήτρος και Γιάννος συζητούν και τα δικά τους λένε,
Κι οι έξυπνοι μ’ αυτά γελούν, και οι ανόητοι κλαίνε.)


Ο Μήτρος σκεφτικός πολύ και κάτω όλο κοιτώντας
Στου Γιάννου πάει το τσαρδί σιγανοπερπατώντας.
Και όταν φτάνει «Γιάννο μου!» αδύναμα φωνάζει.
Κι όταν στο παραθύρι του μύτη ο Γιάννος σκάζει,
«Γιάννο μου άνοιξε να μπω» αδύναμα του λέει
και μ’ ένα ύφος τον κοιτά μονάχα που δεν κλαίει.
Κι όταν ο Γιάννος του άνοιξε και μέσα ο Μήτρος μπαίνει,
Σε μια καρέκλα γρήγορα να θρονιαστεί πηγαίνει.
Κι ανάμεσα στους δύο τους όσα μετά ειπωθήκαν
Στους παρακάτω αυτολεξεί τους στίχους εγραφτήκαν.

-Ρε Μήτρο ποια πρωί πρωί πετριά σ’ έχει βαρέσει
Και ήρθες και μου στρώθηκες; Κι ύφος γιατί έχεις τέτοιο
Σαν κάποια να χει συφορά βαριά πάνω σου πέσει,
Ή μιας απώλειας τραγικής να έχεις την επέτειο;
Κι έτσι αμίλητος γιατί, που άλλοτε μιλούσες
Προτού ακόμα μέσα μπεις και δεν εσταματούσες
αν φάπα μια δεν έτρωγες στον σβέρκο τον παχύ σου;
Τι θέλεις κι αριβάρισες; Μίλα μου! Εξηγήσου!

-Γιάννο μου σε παρακαλώ, μαζί μου μη θυμώνεις.    
Και τη φωνή σου Γιάννο μου σήμερα μη σηκώνεις.
Όλη τη νύχτα ξάγρυπνος έμεινα και σκεφτόμουν
Τα χάλια που η πατρίδα μας η Ελλάδα έχει Γιάννο.
Και μια μαζί της θύμωνα και μια την ελυπόμουν.
Γιάννο μου στη φιλία μας σου ορκίζομαι επάνω
Πως αν δεν ήσουνα εσύ που αποκούμπι σ’ έχω
Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κι όλο κοντά σου τρέχω,
Δεν ξέρω τι θα έκανα Γιαννάκο μου-αλήθεια…
Καημό μεγάλο Γιάννο μου μου κατακαίει τα στήθια…

-Καλά ρε Μήτρακα όλα αυτά, όμως δεν ξέρω ακόμα
Τι εδώ πέρα σ’ έφερε. Για την Ελλάδα μίλησες
Και για τα χάλια που έχει. Όμως δεν μου εξήγησες
Τι από μένανε ζητάς. Λοιπόν άνοιξ’ το στόμα
Και πάψε όλο να κλαίγεσαι και πες μου τι από μένα
Ήρθες πρωί γυρεύοντας. Τ’ άκουσες; Ξηγημένα!
Άντε λοιπόν. Ακούω.

-Να τι συμβαίνει Γιάννο μου.
Τον τελευταίο τον καιρό επέσανε απάνω μου
Τόσα στραβά που γίνανε στην έρμη την Ελλάδα
Που κι αν ακόμα ημέρα μια σκάει από λιακάδα,
Για μένα μαύρη Γιάννο μου είναι, και λες στον Άδη
Βρίσκομαι, και λες σκέπει με το μαύρο του σκοτάδι.

-Μήτρακα τις χαζές σου αυτές άσε παρομοιώσεις
Και πες μου καθαρά ό,τι θες, αμάν πια! να μου πεις!..
Γιατί έτσι όλο που το πας, Μήτρο, θα με θυμώσεις
Κι από το σπίτι μου γοργά έξω θα πεταχτείς.

-Όχι Γιαννάκο μου. Και να! Ευθύς σου εξηγούμαι.
Τα Τέμπη οι ιθύνοντες πάνε να τα καλύψουν
Κι αθώοι οι υπεύθυνοι όλοι τους παν να βγούνε.
Τον ΣΥΡΙΖΑ βαλθήκανε όλοι να τον διαλύσουν.
Φόνοι, ληστείες και βιασμοί αξαίνουν κάθε μέρα.
Οι αγρότες ξεσηκώνονται και τίποτα δεν παίρνουν.    
Τα τρόφιμα πια ίπτανται άπιαστα στον αέρα.
Οι ειδήσεις είδηση καμιά καλή ποτέ δε φέρνουν.
Οι τούρκοι μας φοβίζουνε και εμείς τους προσκυνάμε.
Ο Μητσοτάκης βόλτα πάει πέρα στην Ουκρανία
Γη και νερό δωρίζοντας αζήτητα στη Δύση
Κι ο Πούτιν ετοιμάζεται να μας εξαπολύσει
Απ’ τις ατομικές του εκεί, μπόμπες,κι εδώ καμία,
Παιδεία, Υγεία, και οι δυο ανύπαρκτες πες είναι,
Οι μισθωτοί δεν έχουνε την κεφαλήν πού κλίναι,
Οι βουλευτές μες στη Βουλή μαλώνουν σαν κοκόρια,
Κλεψιές μεγάλες και μικρές ξεπέρασαν τα όρια.
Η τηλεόραση βρωμιές τα σπίτια μας γεμίζει,
Το σπίτι του κανένας πια σίγουρα δεν το ορίζει…
Τα βλέπω Γιάννο μου όλα αυτά και λέω γιατί η Ελλάδα
Να είναι απ΄ τις χειρότερες χώρες στη γη μας πάνω
Και να περφανευόμαστε μόνο για τη λιακάδα
Και για τον τύπο που άριστος στον κόσμο είναι στο πιάνο;
Να! Όλα αυτά Γιαννάκο μου τα φέρω στο μυαλό μου
Και προσπαθώντας να εβρώ ποια είναι η αιτία
Για όλα αυτά τα λυπηρά, παιδεύω τον εαυτό μου
 Κι αντί σε ναό, στο λίκνο μου κάνω ολονυχτία.
Πες μου Γιαννάκο μου, γιατί τόσο να υστερούμε
Οι έλληνες, σε ό,τι καλό, και στο κακό να ζούμε;
Και σκέφτομαι, και χάνομαι μέσα σ’ αυτές τις σκέψεις
Χωρίς να ’χω αποτέλεσμα. Και Γιάννο, να πιστέψεις,
Πως για το πράγμα όλο αυτό, πονώ και βασανίζομαι
Κι εξήγηση μη βρίσκοντας φορές φορές βουρλίζομαι-
Από ποιον Γιάννο μου είμαστε θεό καταραμένοι
Κι από διαβόλου ποιού σκοινί τραβιόμαστε δεμένοι;

-Ώστε αυτή είναι λοιπόν η αιτία που σε φέρνει
Εδώ αυτήνε τη φορά! Που τις νυχτιές σε σέρνει
Σε αγκαθότοπους ου μην αλλά και σ’ άγρια βράχια!
Ψωμί από τέτοια σύ λοιπόν καταναλώνεις στάχια!

-Για στάχια Γιάννο μου μού λες κι αλλάζεις την κουβέντα.
Για δηλητήριο σου μιλώ κι εσύ μιλάς για μέντα!
Γιαννάκο μου απάντα μου σ’ αυτά όπου σε ρώτησα-
Απάντηση που μόνος μου γυρεύοντας αρρώστησα…

-Καλά ρε Μήτρο φίλε μου. Κατάλαβα καλά
Τα τόσα σου ρωτήματα. Κι ας είναι και πολλά,
Αρχίζω να σου τ’ απαντώ χρόνο χωρίς να χάνω.
Και το κουβάρι απ’ την αρχή να ξετυλίγω πιάνω.
Έχεις ποτέ σου Μήτρο μου ανοίξει κανα χάρτη;
Ξέρω πως σ’ έναν δε μιλώ της γεωγραφίας λάτρη…

-Γιαννάκο μου μην προχωρείς. Και βέβαια την είδα.
Στον χάρτη την υπέροχη γλυκιά μας την πατρίδα!

-Ωραία! Δεξά της τι ήτανε;

 -Η Θάλασσα ήταν Γιάννο.

-Στ’ αριστερά της τι ήτανε;

-Η θάλασσα και πάλι.

-Και προς τα κάτω  αν κοίταζες και όχι προς τα πάνω;

-Θάλασσα. Που θωρώντας την μόνο, σε πιάνει ζάλη.

-Και προς τα πάνω Μήτρο της χώρας μας τι είδες;

-Χώρες. Η Αλβανία ζερβά, μετά η Μακεδονία,
Η Βουλγαρία, κι ύστερα η φίλη μας Τουρκία.
Που σε υπερπτήσεις μάλιστα εσχάτως αναλίσκεται.

-Και γης με γύρω θάλασσα Μήτρο μου πώς τη λένε;

-Νησί. Μα πάνω είπαμε αυτή πως έχει-χώμα..

-Χειρότερα κι από νερό που εντός του ψάρια πλέ’νε
Ειν’ η ξηρά Μήτρο μου αυτή-χειρότερη ακόμα
Κι από δεκάδες θάλασσες που θα μας είχαν ζώσει.
Γιατί είναι απολίτιστες όλες αυτές οι χώρες
Και ζουν σαν νάχει μέσα τους η αμάθεια φυτρώσει.
Αν θες θα τις ονόμαζα σαν πολιτισμοβόρες.

Λοιπόν με γύρω θάλασσες και χώρες σαν και κείνες,
Η Ελλάδα είναι ένα νησί απ’ όλες ξεκομμένη
Τις χώρες που πιο πέρα ζουν, κι υπάρχουνε σαν κρήνες
Που νάματα πολιτισμού σκορπούν στην οικουμένη.

Κι έτσι η Ελλάδα μας κλειστή απ’ όλους και για όλα,
Μην περιμένεις να σκορπά νάματα φεγγοβόλα,
Μόνο θα βράζει στο αχνιστό ψωροκωσταινοζούμι
Χωμένη μέσα στ’ άθλιο της αφώτιστο  λαγούμι.
Ποιον θάχει για παράδειγμα πολιτισμού η Ελλάδα;
Από ποιον γείτονα η φτωχή παράδειγμα να πάρει;
Ο ένας με τον άλλονε οι έλληνες σκουντουφλάνε
Και για παράδειγμα έχουνε τον διπλανό ο καθένας.
Όμως κι ο κάθε διπλανός στο ίδιο καζάνι βράζει,
Κι οι έλληνες στα ίδια τους εδώ κι αιώνες μένουν.
Άξεστοι κι απολίτιστοι , μακριά από την Ευρώπη,
Ζουν τη μικρή ζωούλα τους την κακομοιριασμένη.
Τι περιμένεις από μια έτσι κλεισμένη χώρα;
Τι  χούγια νάχουν οι άρχοντες που τήνε κυβερνάνε;
΄Τα χούγια έχουν που πήρανε απ’ τους προπάτορές τους.
Κι ως δούλοι που ήτανε αυτοί για τετρακόσα χρόνια
Στους τούρκους, πάλι δουλικά μέχρι τα τώρα ζούνε..

-Μα Γιάννο μου τα παλαιά εκείνα μας τα χρόνια
Πρώτοι σε όλα ήμασταν στης γης την άπλα επάνω.

-Τότε ο κόσμος ήτανε η Μεσόγειος όλη κι όλη.
Και τότε η θάλασσα ευλογιά ήταν αντίς κατάρα.
Και με τη βόηθεια εκεινής οι έλληνες αλωνίζαν.
Τότε το κέντρο ήτανε η Ελλάδα όλου του κόσμου.
…Και μήπως έλληνες θαρρείς, απόγονοι εκείνων,
Πως είμαστε Μητρούση μου εμείς που ζούμε τώρα;
Κατοσταριές εφτάνανε χιλιάδες, άλλοι, ξένοι,
Σταλμένοι από Βυζάντιο ή απ’ την άγρια Δύση,
Όπως η Αγγλία έστειλε στην Αμερκή καράβια
Όταν την ανακάλυψε, ληστών και δολοφόνων.
Έτσι εστέλναν προς εμάς κι αυτοί όλους εκείνους  
Που να τους εγκλωβίσουνε θέλανε στην Ελλάδα,
Ώστε ήσυχη η χώρα τους να είναι από κείνους.
Εκεί, τους λέγαν , κάνετε ό,τι θα σας κατέβει.
Απόγονοι είμαστε εκεινών Μητρούση μου των τύπων.
Και όχι έλληνες. Ακούς… Ελλάς να σου πετύχει…
Με πρόγονους που ελληνισμού ούτε μυρωδιά δεν είχαν…

-Μα Γιάννο μου, και όλοι αυτοί οι ευρωπαίοι τύποι,
Από κάπου ήρθανε κι αυτοί και στην Ευρώπη εμπήκαν.
Γιατί αυτοί προόδεψαν κι εμείς μείναμε πίσω;

-Γιατί, Μήτρο ανιστόρητε, εκείνοι, μεταξύ ους
Είχαν δεσμούς συγγενικούς. Και όσα κράτη εφτιάξαν
Ανάμεσά τους είχανε πολύ αλισιβερίσι
Γιατί δεν είχαν θάλασσες να πρέπει να περάσουν,
Ώστε ένας με τον άλλονε να πούνε δυο κουβέντες…
Να δει ο ένας τα΄Αλλουνού τις τέχνες και τα γράμματα…
Κι έτσι καλυτερεύανε μέρα με την ημέρα.
Αλλά εκτός από αυτό  και νου είχαν Μητρούση,
Και λογική, και θέληση καλλίτεροι να γίνουν.
Αυτή ήτανε η ράτσα τους αυτά τα γονίδιά τους.
Δεν ήταν συμμαζέματα αλητών και δολοφόνων.
Κι όσο εμείς εβράζαμε στο βρωμερό ζουμί μας,
Εκείνοι γιγαντώθηκαν σε νου και σε αξίες,
Ενώ χειροτερεύαμε εμείς εδώ κλεισμένοι-
Εμείς τα σπέρματα άγνωστων και άσχετων ανθρώπων.

-Γιαννάκο μου και τίποτα εμείς δεν καταφέραμε;

-Γύρνα και δες τριγύρω σου μονάχος ν’ απαντήσεις.

-Μα Γιάννο μου έχουμε κι εμείς πρωθυπουργό, υπουργεία…
Όπως κι αυτοί. Γιατί λοιπόν…
-                                                    «Γιατί λοιπόν»! Γιατί έτσι!
Ρε Μήτρο φτάνει τ’ όνομα, ναα δώσεις «ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ»
σε κάποιο μικρομάγαζο, όποιο αυτό κι αν είναι,
Ώστε να λες ότι και συ τάχα ευρωπαίος είσαι;
Γιατί στην ψωροκώσταινα, ποιος υπουργός θα γίνει,
Άλλος από τους κλέφταρους που από παλιά έχουν έρθει
Και κλέβοντας εφτιάξανε τρανές περιουσίες
Και με αυτές τον δόλιο τους, λαό, λεν κυβερνάνε;..
Νόμους Μητρούση φτιάχνουμε γιατί έτσι κι οι  άλλοι κάνουν,
Που στην Ευρώπη κατοικούν –που λίγο πριν σου είπα-,
Κι όχι οι άξιοι –αν τυχόν κάποιος θα ευρισκόταν.
Η Ευρώπη θέλει υπουργούς να έχουμε εδώ πέρα;
Αμέσως! Θα τους φτιάξουμε. Και πιάνουνε οι πλούσιοι
Και μια δραχμούλα δίνοντας σε κάθε γεροντάκο,
Σε κάθε απ’ τα ξυπόλητα παιδάρια, σε κυράδες-
Που ούτε στον ύπνο τους ποτές θα βλέπανε παράδες-,
Εκείνοι τους ψηφίζουνε, και.. «Ιδού τα υπουργεία!
Βλέπετε ευρωπαίοι μου; Κι εδώ έχουμε υπουργεία,
Όπως εσείς. Τώρα λοιπόν, τι έχετε να πείτε;»
Και τίποτα δεν έχουνε να πουν οι ευρωπαίοι.
Μονάχα να ξεζουμίζουνε τη χώρα ετούτη θένε,
Γιατί αν θα τολμούσαμε να τους αντισταθούμε,
Σούμπιτοι θα χανόμασταν. Μα θα μου πεις και τώρα
Είμαστε ανθρώποι ή κορμιά από γέννα τους χαμένα;…
Αυτοί είμαστε Μητρούση μου αφού ήθελες να μάθεις
Γιατί σχολεία δεν έχουμε ούτε νοσοκομεία,
Γιατί στα γράμματα είμαστε οι τελευταίοι πάντα,
Γιατί τα Τέμπη οι υπουργοί πάνε να τα καλύψουν,
γιατί  ληστείες και βιασμοί αξαίνουν κάθε μέρα,
Γιατί τα τρόφιμα ίπτανται άφταστα στον αέρα ,
Γιατί οι ειδήσεις είδηση καμιά καλή δε φέρνουν,
Ο Μητσοτάκης γιατί πάει βόλτα στην Ουκρανία
Γη και νεράκι δουλικά δωρίζοντας στη Δύση,
Γιατί ανύπαρκτες μετρούν Υγεία και Παιδεία,
Γιατί πεινούν οι μισθωτοί κι οι βουλευτές μας κλέβουν,
Γιατί η τιβί μας με βρωμιές τα σπίτια μας γεμίζει.

-Και δε μου λες Γιαννάκο μου, γιατί δεν προσπαθούμε
όλοι μαζί  να φτιάξουμε καλή μία πατρίδα;

-Μήτρο  καλύβα  χτίζεται  με σαπισμένα ξύλα;
Δίχως βελόνες και κλωνά πλέκεται το τσουράπι;
Χωρίς μολύβι και χαρτί μπορείς να γράψεις γράμμα;
Όχι. Πολύ περσότερο δε γράφεις ιστορία…
Έτσι και όταν λείπουνε απ’ το λαό οι αξίες,
Κι η γνώση, και τα υλικά, και τα εργαλεία εκείνα
Που με αυτά και μοναχά χτίζονται οι πατρίδες,
Πώς μια πατρίδα να χτιστεί θα μπόρειγε ρε Μήτρο;
Όταν ζηλεύει τ’ αλλουνού ο ένας την αξία,
Όταν να είμαστε όλοι μας γυρεύουμε αρχηγοί,
Πώς να μπορέσει ο λαός σωστό να χτίσει κράτος;

-Μα έχουμε τόσα πράγματα κι εμείς μωρέ Γιαννάκο.
Έχουμε τηλεόραση, θέατρα, εργοστάσια,
Τηλέφωνα ασύρματα… κι εμείς παίζουμε πόλο,
Κι έχουμε αυτοκίνητα, και πλοία, κι αεροπλάνα…
Λοιπόν τι λές, δεν είμαστε και εμείς πολιτισμένοι;

-Μήτρο μου τίποτε απ΄αυτά δεν έχουμε ’μεις φτιάξει.
Αυτά όλα μας τα δίνουνε οι ευρωπαίοι αφέντες
Για να μπορούμε με αυτά να τους υπηρετούμε.
Εμείς ούτε σκοπόξυλα δε φτιάχνουμε Μητρούση.
Και μας τα δίνουν όλα αυτά όπως στον υπηρέτη
Ο κύριός του φαγητό κι ύπνο  του εξασφαλίζει,
Και ό,τι άλλο χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει
Έτσι που εκείνος να μπορεί να τον υπηρετήσει.
Χρήμα μας δίνουνε λοιπόν και λέμε «οι τράπεζές μας»,
Όπλα μας δίνουνε κι εμείς  «να ο στρατός μας!» λέμε,
Λάμπες μας δίνουνε κι εμείς «ιδού το ηλεκτρικό μας».

-Πολύ με στενοχώρησες Γιαννο μ’ αυτά που είπες.
Τουλάχιστο θα πάψω πια να ξαγρυπνώ τις νύχτες
Για να βρω την εξήγηση για τ’ άθλια μας τα χάλια.
Όμως Γιαννάκο μου έχουμε τραγούδια ωραία φτιάξει.
Και θέατρα όπου σ’ αυτά πηγαίνω κάθε τόσο.
Και μου αρέσουν Γιάννο μου. Δεν είναι αυτά δικά μας;

-Καταδικά μας μάλιστα.     Οι ξένοι τραγουδάνε
Και, Μήτρο, εμείς γκαρίζουμε. Ως για τα θέατρά μας,
Από έκτη μια Δημοτικού έχω θαυμάσει Αμλετ…
Αμέ το αρχαίο θέατρο; Οι άθλιοι μας σκηνοθέτες
Βάζουν επάνω στη σκηνή  κάτι μαυροφορούσες
Κι όρθιες τους λεν να γέρνουνε δεξά κι αριστερά τους
Κι αυτό είναι λένε θέατρο. Ως για πολιτισμό
-σε προλαβαίνω πριν γι αυτό εσύ να με ρωτήσεις-,
Γεμάτη είναι η χώρα μας. Το κάθε χωριουδάκι
Έχει έναν Πολιτιστικό Σύλλογο καμωμένον.
Που κάνει γλέντια και χορούς και τσάμικο χορεύει,
Και φουστανέλες ντύνεται, και μεζεδάκια ψήνει.
Τι να σου πω! Πολιτισμός να φάνε και οι κότες.
Κι ο κινηματογράφος μας δεν πάει διόλου πίσω.
Μια Βουγιουκλάκη που ’βλεπε ίσα μπροστά της πάντα
Για να μην πάρει ο φακός τη μύτη της προφίλ,
πολύ  αυτή ανέβασε την πάνινη την Τέχνη.
Για να μην πω για τα σαχλά τα σίριαλ που ανεβαίνουν
Και την κακόμοιρο λαό τελείως αποβλακώνουν.
Δυο ηθοποιοί συνομιλούν, λέει ο ένας κάτι,
Και ύστερα μένει άλαλος, η κάμερα ως να πάει
Τον άλλον συνομιλητή τώρα για να τραβήξει:
Οι ηθοποιοί σ’ ένα  μικρό στέκουνε δωματιάκι
Κι ακίνητοι κι ανέκφραστοι την κάμερα προσμένουν
Να τους τραβήξει όταν λεν δυο κοιμισμένα λόγια.
Αυτά συμβαίνουν στην μικρή πατρίδα σου Μητρούση.
Τίποτε άλλο Μήτρο μου; Ερώτησή σου άλλη;

-Γιάννο μου άλλο τίποτα δεν θέλω… μάλλον κάτι,
Θέλω σε σένανε να πω, που σ’ όλα αν έχεις δίκιο,
Μα ένα πράγμα δεν μπορείς να πεις για την Ελλάδα.
Και είναι αυτό πνευματικό πολιτισμό πως έχει.
Εμείς δεν τον εδώσαμε σ’ όλης της γης τα έθνη;
Όλοι τους δεν ομολογούν πως ’μεις είμαστε εκείνοι
Τα φώτα πως εδώσαμε σ’ όλη την οικουμένη;

-Πνευματικό πολιτισμό Μήτρο μου εμείς δεν έχουμε.
Πνευματικό πολιτισμό είχαν οι αρχαίοι έλληνες.
Πνευματικό πολιτισμό μέσα σ΄ αυτή τη φύση
Έχει μονάχα όποια γενιά τον έχει δημιουργήσει.
Γι αυτό το είδος δυστυχώς κληρονομιά δεν στέκει.
Γι αυτό εμείς και πνευματικά είμαστε απολίτιστοι.
Τι λές ; Μου αδειάζεις τη γωνιά τώρα να ησυχάσω,
Μιας κι όσο εδυνόμουνα σου έχω εξηγήσει
Γιατί ‘όλα βαίνουνε κακώς την έρμη μας πατρίδα;

-Ναι. Φεύγω πια Γιαννάκο μου. Κι αν στενοχωρημένος
Από αυτά που άκουσα, μα δεν θα ξαγρυπνήσω
Να σκέφτομαι τι έφταιξε κι όλα στραβά πηγαίνουν
Σ’ αυτή τη χώρα που ουρανός και ήλιος την υφαίνουν.

                                     -----