Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

 ΠΕΡΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Απ’ τον καιρό που ο Δυτικός άνθρωπος άρχισε να εκπολιτίζεται, και αφού εξασφάλισε το φαγητό του όχι μόνον κυνηγώντας αλλά και σπέρνοντας καρπούς και τρεφόμενος με κείνους, άρχισε να παρατηρεί και να σκέφτεται και για πράγματα πέραν εκείνων που αφορούσαν την επιβίωσή του.
Η σκέψη του κάποτε έφτασε να απορεί τι είναι η γη, τι είναι ο ήλιος και τ’ αστέρια.
Με τον καιρό άρχισε να αναρωτιέται τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι τα ζώα, τι είναι ο θάνατος.
Και όλα αυτά κάθε φορά τα «εξηγούσε» βάζοντας θεούς να έχουν δημιουργήσει τα πάντα και να καθορίζουν την εξέλιξή τους. Και ησύχαζε υπακούοντας σε νόμους που οι ίδιοι αυτοί θεοί είχαν, χρησιμοποιώντας  «φωτισμένους» αντιπροσώπους τους γι αυτό, θεσπίσει.   
Με την πάροδο των αιώνων και των χιλιετηρίδων, και καθώς οι άνθρωποι προόδευαν σε τέχνες και γνώσεις, άρχισαν να βλέπουν ότι οι θεοί δεν έπαιζαν και μεγάλο ρόλο στη ζωή τους, ώσπου, έφτασαν σε σημείο, λίγοι από αυτούς και περισσότεροι με τον καιρό, να υποθέτουν στην αρχή και να είναι σίγουροι αργότερα, ότι οι θεοί ήσαν λίγο ως πολύ δημιούργημα των ίδιων των ανθρώπων.
Φτάνοντας στην εποχή που εμείς λέμε αρχαία εποχή, δηλαδή στην εποχή του χίλια με πεντακόσια χρόνια προ Χριστού, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει ήδη να εννοούν ότι οι θεοί ήταν κατασκεύασμα των ανθρώπων.
Και με τον καιρό τούς είχαν βάλει στην άκρη, παίρνοντας τις τύχες τους στα χέρια τους.
Είναι η εποχή που στην Ελλάδα οι Έλληνες είχαν τους δώδεκα θεούς, που τόσο πίστευαν σ΄ αυτούς όσο εμείς σήμερα στον Χριστιανισμό.
Και είναι την εποχή εκείνη που οι Αθηναίοι είχαν ελεύθερο χρόνο περισσότερον από ποτέ, γιατί είχαν δούλους που τους παρείχαν και τους ετοίμαζαν τα πάντα.
Και είναι τότε η εποχή που οι άνθρωποι της Αθήνας ασχολήθηκαν με ό,τι σήμερα λέμε φιλοσοφία.
Δηλαδή βάλθηκαν να εξηγήσουν πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, τι ρόλο σε αυτό τον κόσμο έχει ο άνθρωπος, και ό,τι άλλο θεωρείται ότι είναι και σήμερα το πεδίο της φιλοσοφίας
Και μιας και το θέμα ήταν πρωτόφαντο στις διαστάσεις που είχε τότε, όλες οι απόψεις ακούστηκαν στις συζητήσεις μεταξύ τους.
Και έλεγε καθένας την άποψή του, μιας και το θέμα ήταν παρθένο στην καινούργια-μέσα στο πρωτόφαντο περιβάλλον της Αθήνας- εμφάνισή του.
Και ειπώθηκαν τα πάντα.
Δηλαδή ειπώθηκαν όλα όσα θα σκεφτόταν οποιοσδήποτε άνθρωπος που θα βρισκόταν σε ένα περιβάλλον όπως της τότε Αθήνας, με άλλα λόγια οποιοσδήποτε σημερινός άνθρωπος.
Και όλες οι σκέψεις τους τότε, φτάνανε στο αδιέξοδο, όταν έπρεπε να εξηγηθεί η αρχή των πάντων, και πόσο μάλλον οι σχέσεις των πραγμάτων από κάποια αρχή τους και ύστερα.
Το Μηδέν, το άπειρο, και ό,τι ενδιάμεσο θα μπορούσε να έχει υπάρξει ή να έχει υποψιαστεί, ψάχτηκε.
Το «αγαθόν» το «όντως ον», η «πρώτη αιτία», με την ίδια ή άλλη ορολογία, ήταν στην ημερησία διάταξη στις συζητήσεις των τότε πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων.
Ίσως και άλλοι λαοί να είχαν φτάσει σε αυτό το στάδιο σκέψης, και αυτό να μην έφτασε ως εμάς, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν την γλώσσα την ικανή να εκφράσουν μ’ αυτήν ό,τι σκέφτονταν, και δεν είχαν ακόμα τη γραφή για να αφήσουν γραφτά τα όσα συζητούσαν.
Και αφού οι Έλληνες είχαν μια πρόσφορη για την έκφραση των συναισθημάτων και των σκέψεών τους γλώσσα, και αφού είχαν και την γραφή, να! το αποτέλεσμα: έχουμε την φιλοσοφία τους ζωντανή μπροστά μας σήμερα.  
Και τα είπαν όλα οι Έλληνες φιλόσοφοι.
Γιατί τα σκέφτηκαν όλα.
Λένε οι σημερινοί, φιλοσοφούντες και μη, ότι η φιλοσοφία μετά τον Πλάτωνα είναι σχόλια πάνω στο έργο του.
Και βέβαια έτσι είναι.
Γιατί ο πρώτος που σκέφτηκε πάνω στα πράγματα αυτά, τα είπε όλα. Όπως όλα θα τα έλεγε και σήμερα και όποιος θα φιλοσοφούσε για πρώτη φορά στον σημερινό κόσμο.
Και ο πρώτος τότε, ήταν ο Έλληνας φιλόσοφος.
Όποιος μπει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, και βαλθεί να το εξερευνήσει, βγαίνοντας από αυτό θα πει τα ίδια πράγματα με όποιον άλλον μπήκε πριν από αυτόν στο ίδιο σκοτεινό δωμάτιο. Θα πει ότι ψηλάφησε ίσως  εκεί ένα στρογγυλό εξόγκωμα, πιο πέρα ένα αιχμηρό αντικείμενο, ότι το πάτωμα έτριζε έτσι ή αλλιώς, και έτσι ώσπου να τελειώσει την αφήγησή του.
Έτσι και οι φιλόσοφοι από την αρχή της φιλοσοφίας. Μπαίνουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και περιγράφουν ό,τι έψαυσαν , άκουσαν, μύρισαν.
Και καθένας τα περιγράφει με άλλα λόγια, που όλα καταλήγουν τέλος στην άγνοια του τι είναι το δωμάτιο αυτό-ποιος το έφτιαξε, τι είναι τα αντικείμενα που μέσα του υπάρχουν, πού χρησιμεύουν κλπ.
Έτσι και οι φιλόσοφοι.
Και μην μπορώντας μέχρι και σήμερα να εξηγήσουν τα όσα αισθάνθηκαν μπαίνοντας στο σκοτεινό δωμάτιο της φιλοσοφίας, λένε καθένας το κοντό του και το μακρύ του.
Και αυτή είναι η φιλοσοφία μας.
Που αναμασάει από τότε τα ίδια και τα ίδια.
Και μιλάνε όλοι για τον Πλάτωνα σαν τον μέγα φιλόσοφο.
Συμφωνώ στο «φιλόσοφος» αλλά το «μέγας» θα το αντικαθιστούσα με το «πρώτος».
Ανάφερα πιο πάνω τον λόγο για τον οποίο οι Έλληνες υπήρξαν οι πρώτοι Δυτικοί φιλόσοφοι.
Όλα αυτά όμως (ο πλούτος, οι ελεύθερες ώρες, η κατάλληλη και ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα), υπήρξαν γιατί η γεωγραφική θέση της Ελλάδας ήταν αυτή που ήταν.
Η Ελλάδα ήταν στην ουσία ένα νησί.
Νότια, δυτικά και ανατολικά θάλασσα, στα βόρια τα βουνά που δεν περνιούνται εύκολα. Έτσι η Πελοπόννησος και η σημερινή Στερεά Ελλάδα ήταν ένα σύνολο αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.
Πάνω σ’ αυτό το νησί οι Έλληνες θα καθόριζαν την τύχη τους και θα έγραφαν την ιστορία τους οι ίδιοι, χωρίς κινδύνους από εχθρούς.
(Υποθέτω ότι αν οι Έλληνες ζούσαν τότε όχι στην Ελλάδα αλλά σε κάποιο άλλο μέρος της γης, θα είχαν την ίδια μοίρα με όποιον λαό κατοικούσε αυτός τότε τον υποθετικό, για την Ελλάδα, τόπο.)
Οι μόνοι εχθροί που επιτέθηκαν στους Έλληνες ήσαν οι Πέρσες. Και όταν οι Έλληνες, ασκημένοι στα του πολέμου με τις μεταξύ τους έριδες, νίκησαν τους Πέρσες, αυτό εδραίωσε περισσότερο την αυτεξουσιότητα και την απομόνωσή τους.
Η φιλοσοφία των προσωκρατικών Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που προηγήθηκε της των Ελλήνων της Ελλάδας, πολεμήθηκε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα από τον Πλάτωνα και τους πλατωνικούς φιλοσόφους.
Ποιος ξέρει που θα είχε οδηγηθεί η ανθρωπότητα αν επικρατούσε εκείνη, η «υλιστική» φιλοσοφία και όχι η «ιδεαλιστική» του Πλάτωνα και των συν αυτώ... Προσωπικά πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήσαν καλλίτερα στον Δυτικό κόσμο από ό,τι σήμερα. (Ανάλογα, στον καιρό μας, είδαμε να πολεμιέται και να εξαφανίζεται ο κομμουνισμός από τον καπιταλισμό).
Και φτάσαμε στο σήμερα. Όπου η φιλοσοφία, μοιάζει όπως ακριβώς και τότε: με ένα καράβι ακυβέρνητο που πάει όπου το πάνε οι άνεμοι και τα κύματα. Και που, δεδομένης της απεραντοσύνης του υγρού στοιχείου,  ποτέ δεν  πρόκειται να κατασταλάξει σε κάποιο λιμάνι.
Τουλάχιστον αποκαλούν τον εαυτό τους οι φιλόσοφοι «φιλόσοφο» και όχι σοφό.
Τώρα πώς κάποιος μπορεί να είναι φίλος ενός πράγματος που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο, αυτή τη φιλία ας την ονομάσει καθένας όπως νομίζει-όπως και να την ονομάσει όμως, θα είναι κάτι κενό και α-νόητο.