Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Στο Φεστιβάλ)

(Μητρος Γιάννος φεστιβάλι
Και γυφτιά και μαύρο χάλι)
(L. A., Ντάουνι, 1993)

-Μήτρο κουνήσου. Βάδιζε! Εμπρός… Θα σε πατήσω…
-Πληρώσαμε για να ’μπουμε Γιάννο μου;
                                       -Ναι βρε Μήτρο.
-Πόσα δολάρια έδωσες;

                          -Τέσσερα για τους δυο μας.
-Στον Άη Νικόλα Γιάννο μου δεν είχε εισιτήριο…

-Σκάσε και βάδιζε χαζέ. Σου ’πα-θα σε πατήσω.
Οι άνθρωποι αποφάσισαν να χτίσουν εκκλησία
Γι αυτό πληρώσαμε κι εγώ, και συ και όλοι οι άλλοι.

-Γιατί μας έδωσαν αυτό το βύσμα; Ξέρεις Γιάννο;

 -Στο χέρι ακόμα το κρατάς; Στο ’να ρουθούνι βάλτο
Και με το άλλο ανάσαινε.

-                               Γιατί αυτό όμως Γιάννο;
-Γιατί για ν' ανασαίναμε και με τα δυό ρουθούνια
Τέσσερα τότε έκαστος θα δίναμε δολάρια.
Τώρα μισοανασαίνουμε. Και πρόσεξε τον κύριο…
Σα ζώο έπεσες, πάνω του.

                                  -Καλά. Προσέχω Γιάννο.
Πληρώνουμε όμως Γιάννο μου εδώ και τον αέρα;

-Ναι.

     -Και γιατί;
              -Πάλι ρωτάς; Θα χτίσουν εκκλησία.

-Τουλάχιστο θα έχουμε νερό να ξεδιψάμε!

-Πληρώνοντας δολάρια δυό το μέτριο το ποτήρι.

 -Πληρώνουμε και το νερό;

                            -Και δυό δολάρια μάλιστα.
Νερό και μ' ένα μοναχά δολάριο προμηθεύεσαι,
Μα είναι προτιμότερο των δύο ν' αγοράσεις
Γιατί ποτήρι έχεις μαζί τότε και καλαμάκι.

-Κι αν ένα δώσεις μοναχά πώς το νερό στο δίνουν!

-Σου το πετάν στη μούρη σου κι ό,τι προλάβεις πίνεις.

-Και τέτοιο γδάρσιμο γιατί στο φεστιβάλ ετούτο;

 -...Στο είπα. Θα στο ξαναπώ. ΘΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΑΑΑ…

-Ναι. Ξέχασα.. Γιαννάκο μου. Κοίτα, ο Χατζηαβάτης!

-Ποιος Χατζηαβάτης άξεστε; Εμπορος κάποιος είναι
Που βγήκε από το μαγαζί να δείξει στον πελάτη.

-Το μαγαζί το πέρασα μπερντέ. Συγνώμη Γάννο.
Κα γιατί τόσο πρόχειρα τα έχουν όλα κάνει;
Α! Ναι! Θα χτίσουν εκκλησιά…

                          -Μπράβο που το θυμήθηκες.

-Και δε μου λες Γιαννάκο μου τι είναι αυτοί οι φοίνικες
Και πώς εδώ φυτρώσανε;

                             -Ψεύτικοι είναι βλάκα.

-Με τέτοιο χάλι Γιάννο μου οι φοίνικες τους λείψανε;..
Και βλέπω και δυό πίθηκους πάνω στα δέντρα ψεύτικους.

-Ειναι η μασκώτ του φεστιβάλ. Μαϊμού είναι κι εκείνο…

 -Και τούτα Γιάννο τα σκοινιά τί θέλουν εδώ πέρα;

-Περσέψανε και τ’ άφησαν.

                                  -Και τούτα τα σκουπίδια!,

-Κάποιοι θα τα πετάξανε, ανάγωγοι ως συνήθως.

-Μήπως γιατί δε βρήκανε σκουπιδοτενεκέ!.
 
-Και πώς να βρούνε; Είπαμε: θα χτίσουν εκκλησία.
Ένας σκουπιδοτενεκές μιας πέτρας είναι ασβέστης.

-Γιάννο μου πείνασες εσύ;
                                      -Όχι. Αλλά αν πεινάσω
Θα φάω εσένα κι από σε για πάντα θα ησυχάσω.
Και από σε κι απ' όλες σου αυτές τις  ερωτήσεις.

-Αν δε ρωτήσω Γιάννο μου, ετότε πώς θα μάθω;

-Έντάξει, ρώτα.

                   -Γιάννο μου, τ' αρνί πόσο η μερίδα;

-Δέκα δολάρια.
                    -Και τ' αρνί πόσες μερίδες βγάνει;

-Αυτοί τις βγάζουν εκατό.
 
                                       -Χίλια λοιπόν δολάρια
Βγάζουνε από κάθε αρνί; Ξέρω, η εκκλησία…
Γιάννο μου είναι πλούσιοι οι Νταουναίοι ή όχι;

-Παρά πολύ.

                        -Τότε γιατί δεν έχουν εκκλησία;

-Θάχουν σα θάρθει ο καιρός. Τόσο εύκολο δεν είναι.

 -Αφού είναι πλούσιοι οι Έλληνες στο Ντάουνυ που μένουν
Γιατί δε δίνουνε λεφτά;

                                    -Γιατί έτσι τους αρέσει.
Εξ άλλου ποιος θα ενδιαφερθεί να χτίσει εκκλησία;
Ανάγκη που την έχουνε…
                                         
-                             Αλλά εσύ μου είπες
Πως κάνουν όλα τούτα δω για νάχουν εκκλησία.

-Βρε βλάκα, όλα τούτα δω είναι χοντρές προφάσεις
Ωστε να τρώει ο παπάς και όλοι όσοι ενέχονται
"Χτίσιμο" σ' ό,τι λέγεται  "στο Ντάουνυ εκκλησίας".

-Τώρα δεν έχουν εκκλησιά;

                                            -Εχουν. Βλέπεις εδώ
Αυτό το χαμπουργκάδικο;

                                            -Το βλέπω.
                                                                   
                                                       -Και πιο κει                                
Βλέπεις το εστιατόριο που τρώνε οι Κινέζοι;

-Ναι.

              -Ε, λοιπόν διπλα απ’ αυτό, είναι η εκκλησιά.

-Ένα δωμάτιο τόσο δα που αρκετό δεν είναι
Ούτε για φαστφουντάδικο;

                                 -Ναι φίλε μου Μητρούση.
Με τη βοήθεια του θεού πολλούς χωράει όμως.

-Οπως εμάς αυτός εδώ ο τόπος; Στριμωγμένους;

-Ναι. Κι όπως τώρα κάνουμε εμείς στο φεστιβάλ
Έτσι εκκλησιάζονται και κει για λίγο μόνο
Και βγαίνουν άλλοι για να μπουν. Κι έχουνε και μια τρύπα
Ανοίξει στου Κινέζικου εστιατορίου τον τοίχο
Ωστε αν λείψει αντίδωρο, τους δίνουν οι Κινέζοι.
Μπήκες;.
-Και Γιάννο, δε μου λες, μες στον μπερντέ εκείνον…    

-Πάλι μπερντέ; Στην αίθουσα εκείνηνε να λες.

-Καλά λοιπόν. Στην αίθουσα εκείνηνε, για δες
Γιατί πηδάνε όλοι αυτοί σαν τάχα να χορεύουνε;

-Χορεύουν αχαϊρευτε. Κι αν με ρυθμό δεν πάνε
Είναι γιατί δεν ξέρουνε πώς γίνονται τα βήματα.

-Θα μάθουν;
                    
-            Ναι. Θα μάθουνε.
                                                     
-                           Και Γιάννο μου εκείνη
Η κοπελίτσα η μικρή, τάχα Αμαλία ντυμένη
Με δίχως λέξη ελληνική, χωρίς Ελλάδας γνώση,
 Στην τσέπη με δολάρια και στο μυαλό με σεξ
 Τί θέλει μες στο φεστιβάλ;

-                          Θέλει να δείξει βλαξ,
Πως είναι μια Ελληνική γιορτή αυτή εδώ πέρα.

-Γιάννο μου σκάω.Νάβγαζα λιγάκι λες το βύσμα;,

-Βγάλτο,  μα όμως μη σε δουν και μας ζητάνε κι άλλα.

-..Α! Λίγο έτσι ανάσανα!.Και δε μου λες βρε Γιάννο
Σαν τι βιβλίο νάγραψε εκείνη η κυρία
Που διαλαλεί η επιγραφή εδώ, ότι η ίδια
Το υπογράφει αν κανείς θέλει να τ' αγοράσει;
 Μη κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο;  Μη κανένα
Διάσημο μυθιστόρημα; Ή Ιστορία καμία
Του πονεμένου Γένους μας; Ελληνικό μη κάτι;

-Οχι βρε Μήτρο. Συνταγές έγραψε η γυναίκα.

-Τί συνταγές; Για φαγητά;

-                           Αμ τι; Για φαρμακεία;

-Γιάννο μου εκουράστηκα . Εχει καμιά καρέκλα;

-Οι πέντε πρώτοι κάθονται. Οι επόμενοι σταλιάζουν.

-Σαν πρόβατα;.
 -                  Σαν πρόβατα.

-                          Πάλι να λέμε Γιάννο     
Αφού μας λένε πρόβατα, καλά που δε μας σφάζουν.

-Μας ξεροψήσανε. Λοιπόν; Ήθελες  κι άλλο ακόμα;

Μα Μήτρο μου βλέπω εδώ στην έξοδο πως φτάσαμε.
Βγαίνουμε;

-Ναι .Τελείωσε . Ωραία δεν περάσαμε;
-Νααα!

-Τί μουτζώνεις  Γιάννο μου; Για μένα ήταν η μούτζα;

 -Οχι για σένα Μήτρο μου-για την ταλαιπωρία.
 Πρώτη φορά τέτια γυφτιά είδα σε τόσον πλούτο.
Μα τώρα να, εφύγαμε. Πηγαίνοντας στο κάρο
Αλλο ας πούμε τίποτα.

                                         -Οχι πριν σε ρωτήσω
Αν άξιζε σε τίποτα αυτό το πανηγύρι-
Αν άξιζε που κάναμε τόσο και τόσον δρόμο.

-Ε, ναι ρε Μήτρο, άξιζε, αλλά γιατί, συ πες μου-
Σε είδα που την κοίταζες και συ όπως κι εγώ…

-Την κοίταζα! Μ’ είδες λοιπόν; Μα πες μου πρώτα εσύ..

-Εκείνη με τα κόκκινα, πούδινε λουκουμάδες…

-Ω ναι! Τι μάτια ήταν αυτά! Τι χείλια! Τι ποδάρια:

-Πώς τάδες ρε τα πόδια της; Φορούσε παντελόνι.

-Ε, κι επειδή! Και τι λαιμός... τι χέρια... τι μαλλάκια...

-Απ’ την Ελλάδα έχω να δω συνδυασμό ένα τέτοιον.
Εξυπνη κι όμορφη μαζί, κι ολόγλυκεια γυναίκα.

-Φαντάσου γλύκα Γιάννο μου που θάχει…

-Σου θυμίζω
Πως ό τι λέμε γράφεται.  Εντάξει ; Λέγε τώρα.

 -Τότε βεβαίως δε θα το πω. Να σε ρωτήσω όμως
Μήπως μας φάνηκε γλυκειά λόγω των λουκουμάδων;

-Γιατί; Νομίζεις είχανε σορόπι οι λουκουμάδες;
Κάθε μερίδα που έδινε την κοίταζε μονάχα
Κι εκείνη αμέσως γλύκαινε.

-Τέτοια μονάχα χρήση
Για μια γυναίκα σαν κι αυτή μπορούσαν να σκεφτούνε
Οσοι να βγάλουνε ζητάν κι από τη μύγα ξύγκι.

-Έλα λοιπόν. Είχαμε πει ν’ αλλάξουμε κουβέντα.
Και γω θα κάνω την αρχή με κάτι πούχω ακούσει:
Πιάσαν τον Αβραμόπουλο λέει στο Τελωνείο
Γιατί νομίσαν έκρυβε στην τσάντα του χασίσι.

-Και τι; Δεν ήτανε χασίς;
     
     -Οχι μωρέ παιδί μου…
Λιβάνι μες στην τσάντα του κουβάλαγε ο καημένος
Κι αυτοί δεν τόχαν ξαναδεί, κι έτσι έγινε το πράγμα.

 -Λιβάνι; Και τί τόθελε; Για κάποιαν εκκλησία;

-Λιβάνισε τον Πρόξενο-τον Παναγόπουλό μας.
-Μπράβο! Με τί αντάλλαγμα;

-                         Τι άλλο; Κάποια μέρα
Κάπου αλλού, ο Πρόξενος, αυτόν να λιβανίσει.

-Και πες μου, συνηθίζεται Γιάννο μου αυτό το πράγμα;

-Βέβαια. Όσοι Μητρο μου κλέβουν τον ίδιο Λαό,
Αλληλολιβανίζονται-ν' ακούς εσύ κι εγώ
Να κάνουμε "α!" και τότε αυτοί ν' απλώνουνε το χέρι
Κι απ' τ' ανοιχτό το στόμα μας να παίρνουν τη μπουκιά μας

-Ξυπνιοι αυτοί οι πολιτικοί.
Ξύπνιοι αυτοί, συ μπούφος
Που κάθεσαι και τους ακούς και σημασία τους δίνεις.
Τράβα λοιπόν στο κάρο σου, να πάω στο δικό μου
Και σου εύχομαι ολόψυχα, Μήτρο μου, και του χρόνου.

(και χώρισαν νομίζοντας, ότι επειδή τα είπαν,
Λες και δεν κάναν στο νερο μεγάλην μίαν τρύπαν…)