Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Όπου ο Μήτρος αγαπά πολύ τους τρομοκράτες
και για να τον ξεφορτωθεί ο Γιάννος βάζει πλάτες.)

Ο Μήτρος έρποντας σχεδόν-μέχρι τη γη να γέρνει-
κοιτάζοντας καχύποπτα δεξά κι αριστερά του
και βήμα σέρνοντας αργό τα χοντροπόδαρά του
τέλος στου Γιάννου το τσαρδί να φτάσει καταφέρνει.
Κοιτάζει εναγύρω του και σιγανά φωνάζει:
«Γιάννο μου άνοιξε! Μ’ ακούς; Γιάννο μου άνοιξέ μου!
Εγώ είμαι Γιάννο μου, άνοιξε! Ο Μήτρος αδερφέ μου!»
λέει και κατάμαυρα γυαλιά στα μάτια του ταιριάζει.
Και τρέμοντας ο Μήτρακας, η πόρτα ανοίγει διάπλατα
κι ο Γιάννος μισοξύπνητος μες απ’ αυτήν προβαίνει.
«Τι θες ρε Μήτρο πρωί πρωί με τα μαλλιά σου ανάκατα
και άνιφτος και τρέμοντας; Τι έχεις; Τι συμβαίνει;»
Αλλά ο Μήτρος, ως να πει τα λόγια αυτά ο Γιάννος
ορμάει στο σπίτι βιαστικός σαν άραβας χαγάνος
«Άσε τα λόγια Γιάννο μου, την πόρτα σφιχτοκλείσε
και πες μου, μήπως Γιάννο μου τους τελευταίους μήνες
θυμάσαι αν κάποιος μάστορας στο σπίτι εσύ όταν είσαι
μπήκε να φτιάξει κάτι τι; Κι εσύ τις ώρες κείνες
που εκείνος εργαζότανε, ήσουν κοντά του πάντα;
Και φρόντιζες και κοίταζες τι έχει μες στην τσάντα;
Με λίγα λόγια ξέρεις αν κάποιος σου έχει βάλει
καμία κάμερα κρυφή ή ίσως κοριό κανένα;
Κι απ’ τη δουλειά όταν με βαρύ εγύριζες κεφάλι
έβλεπες όλα αν ήτανε ως τα ’χες αφημένα;
Έψαχνες πόρτες και κομμούς, κρεβάτια και συρτάρια,
δοχεία, πίνακες, χαλιά, ντουλάπια και κελάρια;
Κι αν σου ’δωσαν απ’ τη δουλειά ποτέ κανα δωράκι
πρόσεξες μήπως σου ’βαλαν μέσα κανα τσιπάκι
και όσα λες τ’ ακούν κι αυτοί  σα να ’ταν μέσα εδώ;
ολ’ αυτά τα ’χεις προσέξει-
δηλαδή τα ’χεις ελέγξει;
Μάλλον όχι. Ε λοιπόν άσε μένα να τα δω…»

Κι ο Μήτρος εσηκώθηκε τον έλεγχο ν’ αρχίσει.
Μα δεν επρόλαβε ούτε καν ο έρμος να ξεκινήσει.
Γιατί ο Γιάννος έπιασε τα δύο του χέρια δυνατά
και πάλι τον εκάθισε πάνω στο κάθισμά του.
Κι ύστερα ως ήτανε ορθός εστάθηκε μπροστά του
με τον Μητρούση έκπληκτος κι ωχρός να τον κοιτά.
Κι αυτός μετά ο διάλογος έγινε μεταξύ τους
που εγώ τον καταγράφω εδώ σα να ’μουνα μαζί τους:

-Ρε Μήτρο αποζουρλάθηκες; Τι κάθεσαι και λες;
Τι ερωτήσεις ειν’ αυτές που κάνεις παλαβές;
Γι αυτό με ξύπνησες μωρέ απ’ τ’ άγρια χαράματα;
Για να μου πεις αυτά που λες τα λωλαμένα πράματα;
Τι κάμερες μου λες κρυφές; Τι σου ’ρθε ξαφνικά;
Κι όχι ότι φερόσουνα πιο πριν κανονικά
μα τώρα το παράκανες. Και θέλω παρευθύς
με λόγια δυο-αν το μπορείς- να μου εξηγηθείς.
Γιατί αλλιώς απ’ το μαλλί το αχτένιστο σε πιάνω
και  μια και δυο σε σαβουρντώ στην άσφαλτο επάνω.
Γιατί δεν είμαι αδέρφι σου όπως λες-και ευτυχώς
αλλιώς θα εκινδύνευα να ’μαι κι εγώ χαζός.
Και να ’ταν μόνο τα όσα λες… είναι και όσα κάνεις.
Πόσες σου έχω πει φορές ρε Μήτρο χαζοβιόλη
να μη τον ύπνο μου χαλάς πρωί πρωί σα φτάνεις;
Τη λίγη αυτή ξεκούραση έχω κι εγώ όλη κι όλη.
Και συ λες και κουφάθηκες το κάνεις ολοένα
λες κι είσαι ίσως συγγενής που ήρθε από τα ξένα
και όποια ώρα θα ερθεί βέβαια το καράβι
τότε θα πάει στο σπίτι του κι αυτός-πρωί είτε βράδυ.
Αλλά εσύ ούτε συγγενής είσαι ούτε και κουφάλογο
και όμως κάνεις πάντα αυτό το πράγμα το παράλογο.
Για λέγε τώρα το λοιπόν τι εδώ σε έχει φέρει-
ποια κουταμάρα σ’ έκανε πάλι να με ξυπνήσεις
κι ένα σωρό τέτοιες χαζές να κάνεις ερωτήσεις…
λέγε γιατί επάνω σου αλλιώς σηκώνω χέρι…

ΜΗΤΡΟΣ
Όχι Γιαννάκο φίλε μου χέρι να μη σηκώσεις
γιατί τι φίλος θα ’σουνα άμα με χερακώσεις…
Γι αυτό κι αμέσως θα σου πω τι αυτό ’ναι που με σκιάζει
γιατί αν δεν κατάλαβες Γιαννάκο μου φοβάμαι…   

ΓΙΑΝΝΟΣ
Το πράγμα αυτό από μακριά και δυνατά φωνάζει.

ΜΗΤΡΟΣ
Γι αυτό Γιαννάκο μου κι εγώ, εντύθηκα και να ’μαι.
Αλλά εσύ δε μ’ άφησες Γιάννο να σου εξηγήσω.
Ο φόβος μ’ έκανε ναρθώ. Σε ποιον θα πήγαινα άλλο
εκτός από το φίλο μου τον έναν και μεγάλο;
Όπως σου έλεγα λοιπόν, κοριοί εύκολα μπαίνουν…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ασ’ τους κοριούς και λέγε μου τι σ’ έφερε δω πέρα!

ΜΗΤΡΟΣ
Ποιος μένει δίπλα Γιάννο μου; Και από δω ποιοι μένουν;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Άσε ποιοι μένουν δω και κει και τράβα παραπέρα!
Λέγε τι φόβος σ’ έπιασε…Λέγε ή αν όχι δίνε του!..

ΜΗΤΡΟΣ
Φοβάμαι Γιάννο μου πολύ…ξέρεις πως ο Μαζιώτης
έγραψε μια προκήρυξη…

ΓΙΑΝΝΟΣ
                                Το ξέρω. Και λοιπόν;

ΜΗΤΡΟΣ
Και λέει πως, Γιάννο πως αυτός μόνο είναι πατριώτης…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ναι. Η ιστορία του αυτουνού ειν’ ιστορία ετών.

ΜΗΤΡΟΣ
Ε! Γιάννο! Σκύψε να σου πω: η προκήρυξη μου άρεσε…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Γιατί εμίλησες σιγά; Πιο δυνατά-δε σ’ άκουσα…

ΜΗΤΡΟΣ
Είπα πως η προκύρυξη Γιαννάκο μου μου άρεσε.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ναι. Μα γιατί προς τα εδώ, δε λες, πήρες την άγουσα;

ΜΗΤΡΟΣ
Γι αυτό. Σε κάποιον για να πω σιγά και μυστικά
ότι για την προκήρυξη σκέπτομαι θετικά.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Γι αυτό μέχρις εδώ έχεις ’ρθει; Και για τον ίδιο λόγο
μιλάς σχεδόν ψιθυριστά  που μόλις και σ’ ακούω;

ΜΗΤΡΟΣ
Και μάλιστα τα δόντια μου από τον τρόμο κρούω.
Βρίσκεις γι αυτό Γιαννάκο μου πως πρέπει να ’χω ψόγο;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ψόγο, μομφή κι επίκριση κι αποδοκιμασία
τόση αφού σε πράγματα απλά δίνεις αξία.

ΜΗΤΡΟΣ
Απλά; Μην είναι κι άδολα; Κι ειλικρινή; και ντόμπρα;
Μήπως συ λες νερόφιδο αυτό που είναι κόμπρα;
Γιαννάκο μου μιλάμε εδώ για βέρους τρομοκράτες
…Τ’ ήταν αυτό που ακούστηκε;..

ΓΙΑΝΝΟΣ
Τίποτα. Ήταν γάτες.

ΜΗΤΡΟΣ
…Έτσι που λες. Και μάλιστα σκληρούς και πωρωμένους.
Έτσι τους λέει η κυβέρνηση. Και όχι μόνο εκείνη.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Πράγματι. Όχι μόνο αυτή μα κι όλοι οι κρετίνοι.

ΜΗΤΡΟΣ
Σιγότερα Γιαννάκο μου. Αυτιά έχουν κι οι τοίχοι.
Κι αν τώρα δε θα σ’ άκουσαν είναι που θα ’χεις τύχη.
Μην το ειπείς Γιαννάκο μου αυτό και παραέξω
Γιατί να σ’ έχουν φυλακή εγώ δε θα τ’ αντέξω.
Δε βλέπεις με τι όρεξη ψάχνουν τους τρομοκράτες
αλλά κι αυτούς που με χαρά σ’ αυτούς κάνουνε πλάτες;
Κι αν κάποιος θα σε άκουγε πως φίλους τους θεωρείς
θα πει πώς να τους κάλυπτες Γιαννάκο μου μπορείς
αν σου ζητούσαν μια γωνιά μικρή για να κρυφτούνε.
Μπορούνε αστυνομικοί αυτό ν’ αποδεχτούνε;
Κανέναν άκουσες να βγει και να υπερασπίσει
τους τρομοκράτες-δηλαδή αθώους να τους χρίσει;
Φανάρι φως δε θα ’τανε, πως όποιος τέτοια λέει
στα ίδια τα θολά νερά μαζί με κείνους πλέει;-
Πως τρομοκράτης και αυτός είναι καθώς εκείνοι;
Και αφυλάκιστος κανείς τέτοιος μπορεί να μείνει;
Γι αυτό κι ήρθα Γιαννάκο μου εν πάσει μυστικότητι.
Κι ομολογώ η στάση σου πως ήτανε αδόκητη.
Δεν έχω δίκιο το λοιπόν ο δόλιος να φοβάμαι
κι απ’ το μεγάλο φόβο μου ούτε και να κοιμάμαι;
Δεν έχω δίκιο να μιλώ σιγά και προσεγμένα
έστω και αν ομολογώ σε φίλο σαν εσένα
πως ο Μαζιώτης με δονεί με την προκήρυξή του
και ότι σ’ όσα εδιάβασα σ’ αυτήν είμαι μαζί του;
Δεν έχω δίκιο να ζητώ όλα να ελεγχτούνε
προτού τα δύο χείλη μου ότι είχαν να σου πούνε;
Και συ μου κακομίλησες, χαζό με αποκάλεσες
κι ούτε τίποτ’ απ’ αυτά που είπες ανακάλεσες.,,
και είπες πως θα σήκωνες χέρι να με βαρέσεις…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Μήτρο μου ότι σου ’χω πει το ξαναλέω και τώρα.
Αλλά θα πω και πάλι πως σε τούτη δώ τη χώρα
από τους φίλους μου εσύ το πιο πολύ μ’ αρέσεις.
Μα τι να έκανα άλλο από το, ρε Μήτρο, να σε βρίσω,
σαν απ’ τον ύπνο με ξυπνάς τον πρωινό αγγελίσιο;
Τάχα γιατί; για να μου πεις πως το Μαζιώτη πας.
Μα έτσι Μήτρο μου ανοιχτές πόρτες εσύ χτυπάς
μιας κι όλοι μες στη χώρα μας τον θέλουν το Μαζιώτη.
Και γέροι και μεσόκοποι κι η ορθοφρονούσα νιότη.

ΜΗΤΡΟΣ
Και δεν το λένε Γιάννο μου αυτοί όλοι σε κανένα;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Όχι. Γιατί όλοι αυτοί δε μοιάζουνε με σένα.
Κι αν θέλουνε, δε βρίσκουνε κάποιον να τους ακούσει,
όπως εμένα πρόθυμο βρήκες εσύ Μητρούση!

ΜΗΤΡΟΣ
Όχι και τόσο πρόθυμο θα έλεγα ωστόσο…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Γιατί δεν ήθελα πολύν αέρα να σου δώσω
και να μιλάς ως αύριο. Και πια δε θα μπορούσα
όπως το κάνω τώρα εδώ αφού σ’ ευχαριστούσα
για την προτίμηση σ’ εμέ που έδειξες να έχεις
κι όχι σε κάποιους άσχετους μη φίλους σου να τρέχεις,
να σου ζητήσω γρήγορα ότι να φύγεις πρέπει
όσο κι αν η παρέα σου Μητρούση μου με τέρπει.

ΜΗΤΡΟΣ
Αφού το λες Γιαννάκο μου με τέτοιον ένα τρόπο
θα σου αδειάσω γρήγορα τον οικιακό σου τόπο.
Φεύγω λοιπόν έστω και αν θέλω να κάτσω ακόμα
κάτι που δε θα το ειπεί το λάλο μου το στόμα.
Μόνο θα πει «Γιάννο μου γεια, και σύντομα τα λέμε.»

ΓΙΑΝΝΟΣ
Όχι και σύντομα πολύ. Καμιά δεν είναι βία
ν’ ακούσω πάλι τέτοια μια του εδώ ερχομού σου αιτία…

(Κι ο έρμος Μήτρος έφυγε στα νύχια του πατώντας
κι ο Γιάννος σπίτι κλείστηκε σα στο κλουβί ο λιόντας.)