Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΠΛΗΡΟΤΗΣ
(μονόπρακτο)

ΠΡΟΣΩΠΑ
Εύα, Νία, Τεντ, Μάικ, Ανέτ, Έρικ, Νάιν: ΝΕΑΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ζαν: ΟΧΤΑΧΡΟΝΟ ΑΛΑΝΑΚΙ
Θωμαϊς: ΝΕΟΦΕΡΤΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπεν: ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΣΤΟΣ ΤΗΣ ΘΩΜΑΪΔΑΣ


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Πάρκο σε γειτονιά. Απόγευμα. Νέοι και νέες συζητούν.

ΕΥΑ
Εγώ δεν θα ξανακάνω γυμναστική. Θα πάρω απαλλαγή. Θα πω στον πατέρα μου να πει στη δασκάλα ότι κουράζομαι πολύ και μετά από κάθε μάθημα γυμναστικής δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
ΝΙΑ
Πες ότι δε θέλεις να δείχνεις τα μεγάλα στήθη σου…
ΕΥΑ
Αν θέλεις να ξέρες τα στήθη μου αρέσουν σε πολλά αγόρια.
ΝΙΑ
Μόνο στον Τεντ. Αυτό όλοι το ξέρουν.
ΤΕΝΤ
(στην Εύα)
Να σου λείπουν αυτά. Τι κάνω εγώ και τι αρέσει σε μένα να μη σε νοιάζει εσένα.
ΑΝΕΤ
(στον Τεντ)
Γιατί; Μήπως όλοι δεν σας είδανε χτες στη μάντρα της Δεξαμενής να φιλιόσαστε;
ΕΡΙΚ
(στην Ανέτ)
Και τι σε νοιάζει εσένα αν φιλιότανε η Εύα και με ποιον;
ΜΑΙΚ
Καλά σου λέει ο Έρικ Ανέτ, μη χώνεσαι στις υποθέσεις των άλλων.
ΑΝΕΤ
Μμμ, μιλάει και ο μην αγγίζετε. Μη φοβάσαι, για σένα δε θα πούμε τίποτα γιατί δεν έχεις και τίποτα με καμία κοπέλα.
ΕΥΑ
Δε θέλει και δεν έχει τίποτα. Μήπως σου έδωσε και σένα χυλόπιτα και τον έχεις άχτι;
ΤΕΝΤ
Να σου πω Ανέτ, ο Μάικ είναι φίλος μου και λίγα τα λόγια σου γι αυτόν. Επειδή δε μιλάει δε θα πει ότι μπορείς ναν τον ενοχλείς με τις βλακείες σου.
ΑΝΕΤ
Βλακείες λες εσύ και ο ξάδερφός σου ο κοιλαράς.
(στην Εύα)
Και εσύ βυζού να μαζέψεις τη γλώσσα σου.
ΕΥΑ
Έλα Ανέτ, κανένας δε σου αρέσει εσένα, τι να τα λέμε… Όλο κακία είσαι.
ΝΑΪΝ
Καλά σου λέει. Όλοι σε ενοχλούν εσένα. Ο Τεντ, ο Ντέιβ, ο ξάδερφός του, ο Μάικ, η Εύα, όλοι.
ΜΑΙΚ
Εμένα δεν με ενοχλεί η Ανέτ. Δεν τα λέει από κακία ότι λέει.
ΑΝΕΤ
Ακούς Τεντ; Μη χώνεσαι λοιπόν να υπερασπίσεις το φίλο σου. Δεν τα λέω από κακία. Και αυτό είναι αλήθεια. Και καμιά κακία δεν έχει αν πω ότι τον είδα χτες να πολυμιλάει με τη νεόφερτη κυρά δίπλα από  το γκρέμιο της γωνίας.
ΤΕΝΤ
Του είχε ζητήσει να της αγοράσει φασολάκια  από την αγορά. Κακό είναι αυτό;
ΕΥΑ
(στην Ανέτ)
Αλήθεια; Θα έχει γούστο να το δούμε κι αυτό. Ένα παιδί με μια γριούλα…
ΑΝΕΤ
Γριούλες είναι τα μάτια σου που δε βλέπουνε καλά. Και είναι και νοστιμούλα.
ΤΕΝΤ
Και αν θέλετε να μάθετε είναι και παντρεμένη. Λοιπόν μη λέτε χωρίς να ξέρετε.
ΑΝΕΤ
Μπα! Και πού είναι ο άντρας της;
ΤΕΝΤ
Δεν ξέρω. Όμως θα έρθει γρήγορα.
ΑΝΕΤ
Και πώς τα έμαθες όλα αυτά; Στα είπε ο φίλος σου ο Μάικ;
ΤΕΝΤ
Από τη μητέρα μου τα άκουσα έξυπνη.
(μπαίνει ο Ζαν με το ποδήλατό του. Κάνοντας το γύρο της παρέας και πριν βγει, δυνατά προς τον Μάικ)
ΖΑΝ
Σε θέλει η κυρία Θωμαϊς!
ΑΝΕΤ
Να τα μας…
ΜΑΙΚ
(βγαίνοντας)
Γεια σας παιδιά.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ


ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σπίτι της Θωμαϊδας. Η Θωμαϊς σκουπίζει το πάτωμα. Μπαίνει τρέχοντας ο Μάικ.
ΘΩΜΑΪΣ
Καλώς τον. Γιατί έτρεχες;
ΜΑΙΚ
Μου είπε ο Ζαν ότι με θέλετε.
ΘΩΜΑΪΣ  
Μα δεν ήταν τόσο βιαστικό. Λίγα αυγά θέλω από τον κυρ- Στηβ-έτσι δεν τον λέτε;
ΜΑΙΚ
Ναι. Τα μάθατε όλα μέσα σε λίγον καιρό που είσαστε εδώ.
ΘΩΜΑΪΣ
Είναι τόσο μικρή η πόλη σας… Κάτσε λιγάκι. Να σου φέρω λίγο γλυκό κυδώνι;
ΜΑΙΚ
Δε θέλω. Εγώ δεν σας βοηθάω για να μου δώσετε γλυκό.
ΘΩΜΑ ΪΣ
Το ξέρω, όμως λεφτά δεν θέλεις, ένα γλυκό τουλάχιστον.
ΜΑΙΚ
Και τα αυγά;
ΘΩΜΑΪΣ
 Μετά θα πας. Δεν κλείνει τόσο νωρίς ο κυρ-Στηβ.
(Βγαίνει. Ο Μάικ κοιτάζεται στον καθρέφτη και φτιάχνει τα μαλλιά του. Η Θωμαϊς γυρίζει με το γλυκό και το προσφέρει στον Μάικ.)
ΘΩΜΑΪΣ
Μάικ, δεν σε ρώτησα-μήπως οι γονείς σου δεν θέλουν που σε στέλνω καμιά φορά να μου αγοράζεις πράγματα;
ΜΑΙΚ
Δεν έχω γονείς κυρία  Δεν έχω γνωρίσει πατέρα και μητέρα. Ούτε η κυρία Μίνα  τους γνώρισε. Κάποιος άλλος ήρθε και με άφησε σ’ αυτήν, δίνοντάς της και λίγα λεφτά για να με μεγαλώσει.
ΘΩΜΑΪΣ
Με συγχωρείς, δεν το ήξερα.
ΜΑΙΚ
Δεν πειράζει. Έχω συνηθίσει σ΄ αυτό.
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν σε πειράζει που δεν ξέρεις τους γονείς σου;
ΜΑΙΚ
Όχι. Αν τους είχα γνωρίσει και μετά τους έχανα θα με πείραζε. Μα τώρα όχι.
ΘΩΜΑΪΣ
Πόσων χρόνων είσαι Μάικ;
ΜΑΙΚ
Δλεκα πέντε.
ΘΩΜΑΪΣ
Δείχνεις μεγαλύτερος.
(σιωπή)
ΜΑΙΚ
Εσείς έχετε παιδιά;
ΘΩΜΑΙΣ
Όχι. Δηλαδή είχα. Ήταν αγοράκι. Πέθανε όμως αμέσως μετά που  γεννήθηκε.
ΜΑΙΚ
Κρίμα. Θα στενοχωρηθήκατε πολύ.
ΘΩΜΑΪΣ
Και βέβαια. Όμως θα στενοχωριόμουν περισσότερο αν είχα ζήσει μαζί του για λίγον έστω καιρό.
(χαμογελάει)
Όπως και συ με τους γονείς σου. Αν τους είχες γνωρίσει θα σου έλειπαν περισσότερο.
ΜΑΙΚ
Ναι.
(ξαφνικά)
Η Ανέτ λέει πως είσαστε όμορφη.
ΘΩΜΑΪΣ
(χαμογελώντας με ευχαρίστηση)
Ναι;.. Συζητούσατε για μένα λοιπόν;
ΜΑΙΚ
Όταν έρχεται ένας άγνωστος στη γειτονιά, συζητάμε γι αυτόν.
ΘΩΜΑΪΣ
Μόνον η Ανέτ με βρίσκει όμορφη λοιπόν; Οι άλλοι;
ΜΑΙΚ
(σκύβοντας το κεφάλι)
Δεν ξέρω. Δεν είπαν τίποτα.
ΘΩΜΑΪΣ
Δηλαδή μπορεί να είμαι και άσχημη;
ΜΑΙΚ
(σηκώνοντας το κεφάλι του και κοιτάζοντάς την. Γρήγορα γρήγορα)
Όχι! Κι εγώ σας βρίσκω όμορφη.
 (Σηκώνεται απότομα, ταραγμένος και κοκκινίζοντας το πρόσωπό του. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά αποφεύγοντας το βλέμμα της Θωμαϊδας)
Να πάω για τα αυγά.
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι.
(τον πλησιάζει. Του χαϊδεύει  απαλά τα μαλλιά. βγαίνει στο άλλο δωμάτιο και γυρίζει με τα λεφτά. Του τα δίνει. Σιγά)
Και μην τρέχεις πάλι και τα σπάσεις στο δρόμο.
(σκύβει και τον φιλάει απαλά στο μάγουλο)
Ναι;
ΜΑΙΚ
(στέκει αμήχανος για μια στιγμή. Αμέσως ύστερα, ζωηρά)
Ναι.     
(Ο Μάικ βγαίνει τρέχοντας. Η Θωμαϊς κάθεται στο κρεβάτι σκεπτική  και μένει ακίνητη και με βλέμμα απλανές που βλέπει κάπου πολύ μακριά. Μένει έτσι  για λίγο. Ύστερα χωρίς διόλου να κινηθεί)
Θεέ μου!
(σηκώνεται και τριγυρίζει στο δωμάτιο σαν υπνωτισμένη.
Τέλος στέκεται. Σιγά, μιλώντας στον εαυτό της)
Δεκαπεντάχρονο παιδί! Αναστατώθηκε μόλις είπε ότι είμαι όμορφη. Τι να γίνεται άραγε μέσα ψυχή αυτού του παιδιού… Ποια πάθη να συγκρούονται, τι επιθυμίες να φουντώνουν…Θεέ μου. Μέσα σ’ ένα τόσο μικρό κορμάκι τι θύελλες ξεσήκωσε η παρουσία μου… Πρώτη μου φορά αντιμετωπίζω τέτοια κατάσταση.  Είναι μικρός στην ηλικία. Μα αν μέσα του γίνεται τέτοια ταραχή, ποιος μεγάλος έχει το δικαίωμα να την αγνοήσει; Και εγώ τι να κάνω; Να αφήσω να καίγεται μέσα στη φωτιά αυτό το χλωρό χορταράκι, ή να το βγάλω από αυτήν και να του δώσω την ευκαιρία να μεγαλώσει χωρίς να το βασανίζει η ιδέα ότι δεν μπόρεσε να δαμάσει την επιθυμία του και την φανέρωσε ντροπιάζοντάς τον; Να στέρξω να δημιουργηθούν στην ψυχούλα του αισθήματα αποτυχίας και μειονεκτικότητας που θα το ακολουθούν σε ολόκληρη τη ζωή του; Να μείνω γι αυτόν  η μεγάλη σε ηλικία γυναίκα που τον άφησε να βασανίζεται ποιος ξέρε για πόσον καιρό ακόμα από την ντροπή να αποκαλυφτεί μπροστά μου; Να μην το βοηθήσω να δει της ζωής και την καλή πλευρά εκτός από κείνην που μέχρι τώρα η ζωή του έχει δείξει; Μεγαλωμένο σε ξένα χέρια, χωρίς να έχει γνωρίσει πατέρα ή μητέρα, έχοντας νιώσει ως τα κατάβαθά του την κακή όψη της ζωής, να το αφήσω να γνωρίσει και μια δεύτερη ήττα ενώ μέσα του το βασανίζει η πρώτη και μεγάλη του; Δεν βρήκε την αγάπη εκεί που έπρεπε, εκεί που την βρίσκουν οι άνθρωποι στα πρώτα τους βήματα στον κόσμο μέσα. Πρέπει να γνωρίσει την έχθρα των ανθρώπων ακόμα μια φορά σε ό,τι σημαντικότερο υπάρχει για ένα παιδί που κάποτε θα γίνει άντρας; Έχασα εγώ το παιδί μου. Μεγάλο χτύπημα. Μήπως τώρα είναι ώρα να χαρώ κι εγώ, δίνοντας τη χαρά σε τούτο το παιδί; Μήπως η Μοίρα μού δίνει το βάλσαμο για την πληγή που ακόμα βαθιά μου με βασανίζει; Θεέ μου! Τα να κάνω; Μπροστά σε τι σταυροδρόμι με έφερες; Έχω το δικαίωμα να στερήσω τη χαρά από αυτό το αισθαντικό παιδάκι που μου την ζητάει με τον τόσο ευγενικό και αθώο τρόπο του; Τι θα με βαστούσε από το να χαρίσω τη χαρά σε τούτο το παιδί; Μήπως η κοινωνία, που επιτρέπει τόσα και τόσα εγκλήματα και αδικίες; Μήπως η Φύση; Τότε γιατί έβαλε μέσα στο παιδί αυτό αυτή την ταραχή; Μήπως εσύ Θεέ μου; Αν ναι, έλα και κάψε με αυτήνε τη στιγμή. Σώπασέ μου ετούτη τη φωνή, πάψε μου ετούτο το βάσανο: να έχω να διαλέξω σε δύο πράγματα ανάμεσα που τόση οδύνη και τόση ηδονή φέρνει η σκέψη τους και μόνον. Κι αν θέλεις να κρατήσεις μακριά το νερό από τους ανθρώπους, μην ανάβεις τότε μέσα τους φωτιά Θεέ μου. Διάλεξε Συ για μένα. Πάρε με από το χέρι και οδήγησέ με Εσύ στον δρόμο που Εσύ θέλεις. Σου προσφέρομαι γι αυτό. Αν όμως δεν το κάνεις, μη μου ζητάς να απολογηθώ σε Σένα για όποιον δρόμο θα τραβήξω.
(βήματα στη σκάλα. Η Θωμαϊς κάθεται στην καρέκλα παίρνοντας ένα περιοδικό στο χέρι της και κάνοντας ότι διαβάζει. Μπαίνει ο Μάικ. Η Θωμαϊδα αφήνει το περιοδικό)
ΜΑΙΚ
(Αφήνοντας τα αυγά στο τραπέζι, χωρίς να κοιτάζει την Θωμαϊδα)
Τα αυγά. Και  τα ρέστα.
(στέκεται όρθιος κοιτάζοντας τώρα την Θωμαϊδα. Η Θωμαϊς σηκώνεται. Με ήρεμες κινήσεις τον πιάνει από το χέρι και τον καθίζει στην απέναντί της καρέκλα που είναι πολύ κοντά στην δική της. Κάθεται κι αυτή)
ΘΩΜΑΪΣ
(σιγά)
Ποια είναι η Εύα;
ΜΑΙΚ
Μια κοπέλα.
ΘΩΜΑΪΣ
Την αγαπάς;
ΜΑΙΚ
(Κοιτάζει παραξενεμένος την Θωμαϊδα. Ύστερα αμέσως)
Όχι.
ΘΩΜΑΪΣ
Εμένα; Με αγαπάς;
ΜΑΙΚ
(κοιτάζοντας αλλού)
Ναι.
ΘΩΜΑΪΣ
Κι εγώ σε αγαπώ.
(σιωπή)
Και θέλω να σε φιλήσω… αλλά δεν ξέρω αν θέλεις εσύ.. .θέλεις κι εσύ να με φιλήσεις;
(πάντοτε κοιτάζοντας αλλού)
Δεν ξέρω…
ΘΩΜΑΪΣ
Αν ντρέπεσαι να μου το πεις μην στενοχωριέσαι. Κι εγώ πριν σου πω ότι σε αγαπώ ντρεπόμουν πολύ. Οι άνθρωποι ντρέπονται πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις.. Μα όταν θέλουν κάτι πρέπει να ξεπερνάνε την ντροπή τους και να το λένε. Λοιπόν;… Θέλεις να με φιλήσεις;
ΜΑΙΚ
Ναι.
(η Θωμαϊς σηκώνεται, απλώνει το χέρι της και σηκώνει τον Μάικ. Στρέφει το κεφάλι του Μάικ προς αυτήν. Του πιάνει τα χέρια και τον φέρνει κοντά της. Πλησιάζει το κεφάλι της προς το κεφάλι του Μάικ και τα χείλη τους ενώνονται)
    
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Σπίτι της Θωμαϊδας. Έναν μήνα μετά. Θωμαϊς και Μάικ συζητούν.)
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν θέλω να αφήνεις τα μαθήματά σου για να έρχεσαι εδώ. Πρέπει  πρώτα να διαβάζεις. Και καθώς είσαι και καλός μαθητής, θα γίνεις μια μέρα ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, με όποιο επάγγελμα θα διαλέξεις να ακολουθήσεις.
ΜΑΙΚ
Διαβάζω και το ξέρεις. Πριν σε γνωρίσω το είχα ρίξει λίγο έξω. Τώρα συμμαζεύτηκα. Ο Τεντ, που μαζί γυρίζαμε, μου παραπονιέται, αλλά νομίζω πως εγώ θα κάνω εκείνον να αφήσει τις πολλές παρέες παρά αυτός να με απασχολεί από τα μαθήματά μου.
ΘΩΜΑΪΣ
Η Ανέτ τι σου λέει για μένα; Σε πειράζει ακόμα;
ΜΑΙΚ
Μερικές φορές λέει κάτι με σκοπό να ανοίξει συζήτηση και να μάθει τι είναι εκείνο που μας έχει φέρει κοντά εμένα και σένα. Μη σε απασχολεί, όπως δεν της δίνω κι εγώ πια σημασία.
Τελείωσες τις δουλειές σου για σήμερα;
ΘΩΜΑΪΣ
Ξύπνησα νωρίς γιατί ήτανε η μέρα της γενικής καθαριότητας. Μα τα τελείωσα όλα.
ΜΑΙΚ
Θα ξαπλώσουμε;
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι σήμερα αγόρι μου. Περιμένω μια επίσκεψη όπου να ’ναι.
ΜΑΙΚ
Ποιον; Τον άντρα σου;
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι Μάικ.
ΜΑΙΚ
Αλλά;..
ΘΩΜΑΪΣ
Μάικ αγόρι μου, όλο αυτό τον καιρό δεν μιλήσαμε για μένα. Δεν με ρώτησες και ούτε εγώ από μόνη μου δεν σου είπα κάτι.
ΜΑΙΚ
Σε είχα ρωτήσει κάποτε και μου είπες ότι θα συζητούσαμε κάποια άλλη φορά. Θα μου πεις τώρα για τι πρόκειται;
ΘΩΜΑΪΣ
Σήμερα θα σου μιλούσα και αν ακόμα δεν μου το ζητούσες.
Θα σου πω με συντομία όσο προλαβαίνω πριν έρθει αυτός που περιμένω. Του είπα να με πάρει τηλέφωνο όταν φτάσει στην πόλη.
ΜΑΙΚ
Ποιος είναι αυτός;
ΘΩΜΑΪΣ
Κοίταξε Μάικ, πριν από χρόνια, πριν γεννηθείς εσύ ακόμα, είχα γνωρίσει στην πρωτεύουσα όπου βρισκόμουν τότε, έναν κύριο. Ένα σεβαστό πρόσωπο. Ζούσαμε μαζί. Μου είχε πει ότι δεν θα με παντρευτεί γιατί δεν ταιριάζαμε κοινωνικά. Αυτός ήταν πλούσιος και εγώ φτωχή. Όταν έμεινα έγκυος αυτός ήθελε να κάνω έκτρωση-ξέρεις τι είναι αυτό, ε;
ΜΑΙΚ
Ξέρω.
ΘΩΜΑΪΣ
Εγώ δεν ήθελα. Η απόληξη ήτανε να γεννήσω. Όμως το παιδί πέθανε  αμέσως μετά τη γέννα. Δεν μπόρεσα ούτε να το δω, και δεν έζησε ού.τε μια μέρα τουλάχιστον να το είχα πάρει για λίγο στην αγκαλιά μου. Πριν από δέκα χρόνια περίπου, πάψαμε να βλεπόμαστε με τον κύριο αυτόν. Εν τω μεταξύ εγώ εργαζόμουν σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Τον τελευταίο καιρό το εργοστάσιο δεν πήγαινε καλά και έπρεπε να απολύσει εργάτες. Απολύθηκα κι εγώ. Τον ίδιο καιρό πέθανε ο άνθρωπος που κάποτε ζούσαμε μαζί, ο πατέρας του παιδιού. Τότε είναι που  ένας καλός φίλος του που τον ήξερα κι εγώ καλά από τότε, ήρθε και με βρήκε και μου είπε ότι σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, στην πόλη σας, έχει έναν συγγενή του που θα μου δώσει δουλειά στα καταστήματά του. Μου είπε να έρθω εδώ και ότι όταν θα ευκαιρούσε θα ερχόταν κι αυτός μια μέρα για να με γνωρίσει στον εδώ φίλο του ώστε να αρχίσω να δουλεύω.
Αυτό ήταν. Και τώρα μου τηλεφώνησε ότι έρχεται να με δει για ό,τι μου είχε πει, για να με βάλει δηλαδή σε δουλειά.
ΜΑΙΚ
Θα του πεις για μας;
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν θα έρθει για να μάθει για τη ζωή μου Μάικ. Έρχεται να με βοηθήσει να βρω δουλειά. Ότι κάνω εγώ με σένα είναι δικό μας θέμα και μόνον. Αλλά καλλίτερα θα είναι να μην είσαι και εσύ εδώ όταν έρθει. Δεν πρόκειται για μια κοινωνική συνάντηση, πρόκειται για δουλειά. Γι αυτό όταν μου τηλεφωνήσει καλλίτερα να έχεις φύγει. Θα σου πω αμέσως μετά τι έγινε. Πες μου τώρα. Με αγαπάς το ίδιο από τότε που γνωριστήκαμε μέχρι σήμερα;
ΜΑΙΚ
Το ρωτάς; Δεν το ξέρεις; Δεν το καταλαβαίνεις;
ΘΩΜΑΪΣ
Το ξέρω αλλά θέλω να σε ακούω να το λες.
ΜΑΙΚ
(σηκώνεται, αγκαλιάζει και αρχίζει να φιλά την Θωμαϊδα στο πρόσωπο, στα μαλλιά…)
Είσαι η αγαπημένη μου. Τι άλλο να σου έλεγα; Από τότε που σε είδα αυτό ήθελα πάντοτε να κάνω. Να σε αγκαλιάζω και να σε φιλώ παντού.
ΘΩΜΑΪΣ
(απωθώντας τον απαλά)
Έλα τώρα Μάικ. Φτάνει. Μου το έδειξες. Σταμάτα. Όπου να ’ναι θα έρθει αυτός…
ΜΑΙΚ
Καλά. Όμως όταν τελειώσεις με αυτόν θα με πάρεις στο τηλέφωνο να έρθω να μου πεις τι έγινε. Δεν θα πάω να βρω τα παιδιά. Θα χαζεύω εδώ τριγύρω μέχρι να τελειώσεις με αυτόν.
ΘΩΜΑΪΣ
Βέβαια θα σε πάρω.
(χτυπάει το τηλέφωνο)
Να! Αυτός θα είναι.
(σηκώνει το τηλέφωνο)
Εμπρός! Ναι. Ναι. Φτάσατε;  Είχατε καλό ταξίδι;… Ναι σας περιμένω. Οδός… γράψτε; Οδός Αριάδνης πενήντα τέσσερα… πενήντα τέσσερα…ναι. Δίπλα στο πάρκο… Ναι, σας περιμένω.
(αφήνει το τηλέφωνο)
Αυτός ήταν. Ήρθε. Θα έρθει με ταξί λέει. Άραγε δεν θα αργήσει. Καλλίτερα να πηγαίνεις.
ΜΑΙΚ
Θέλεις να σου πάρω τίποτε από την αγορά;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι, λίγο σέλινο και καρότα. Θα φτιάξω ψαρόσουπα σήμερα.
ΜΑΙΚ
Πηγαίνω
(Φιλιούνται)
Γεια σου.
ΘΩΜΑΪΣ
Γεια σου αγόρι μου.
(Ο Μάικ βγαίνει. Η Θωμαϊς επιθεωρεί με ένα βλέμμα το δωμάτιο το βρίσκει καλό, και κάθεται κοιτάζοντας από το παράθυρο. Χτυπάει το κουδούνι. Η Θωμαϊς ανοίγει. Είναι ο Μπεν.)
ΜΠΕΝ
Γεια σου Θωμαϊς.
ΘΩΜΑΪΣ
Γεια σας. Τι κάνετε;.. Περάστε… Καθίστε.
(Ο Μπεν κάθεται)
ΜΠΕΝ
Ωραία γειτονιά βλέπω. Είσαι ευχαριστημένη από την καινούργια πόλη σου;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι. Καλή είναι. Και οι άνθρωποι ευγενικοί.
ΜΠΕΝ
Αύριο αν μπορείς και συ να πάμε στον Κουβέρ- είναι ο φίλος που σου είπα.
ΘΩΜΑΪΣ
Μα ναι. Βέβαια… Έχετε να μείνετε κάπου τη νύχτα;
ΜΠΕΝ
Θα μείνω στου Κουβέρ, του έχω τηλεφωνήσει κιόλας. Όμως…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι;
ΜΠΕΝ
Να!.. Θωμαϊς… δεν ήρθα μόνο για να σε βάλω σε δουλειά, ήρθα για να σου πω και κάτι άλλο.
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι, ακούω.
ΜΠΕΝ
(διστάζοντας)
Θωμαϊς…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν;
ΜΠΕΝ
Τον Τομ τον ήξερες πολύ καλά.  Ήξερες πόσο σκληρός γινόταν όταν κάποιος του αντιστεκόταν ή δεν έκανε εκείνο που ήθελε αυτός…
ΘΩΜΑΪΣ
Και βέβαια το ήξερα. Από πρώτο χέρι. Ήταν καλός ώσπου να του αντιμιλούσες έστω. Μα ας μην κατηγορούμε τους νεκρούς… Τι συμβαίνει κύριε Μπεν; Γιατί μου το λέτε αυτό; Τι θέλετε να μου πείτε;
ΜΠΕΝ
Θωμαϊς, πρέπει να σφίξεις την καρδιά σου. Πρέπει να είσαι δυνατή. Γιατί αυτό που θα σου πω είναι μεγάλο.
ΘΩΜΑΪΣ
Με φοβίζετε…
ΜΠΕΝ
Όχι, δεν είναι για φόβο. Μα δυσκολεύομαι πώς να το πω.
ΘΩΜΑΪΣ
Μα δεν πηγαίνει πουθενά το μυαλό μου. Ο Τομ είναι νεκρός πια, εσείς θα με βάλετε σε δουλειά, τι άλλο θα μπορούσατε να μου πείτε και διστάζετε;
ΜΠΕΝ
Θωμαϊς, θυμάσαι τον Κλωντ, το δεξί χέρι του Τομ…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι.
ΜΠΕΝ
Τον έβλεπα που και πού αυτά τα χρόνια. Όταν πέθανε ο Τομ, με κάλεσε μια μέρα στο σπίτι του. Δεν το είχε ξανακάνει. Σκέφτηκα ότι τώρα που πέθανε το αφεντικό του ήταν πιο ελεύθερος να κάνει παρέα με όποιον ήθελε. Και πήγα στο σπίτι του.  Αυτός μου είπε αυτό που θέλω να σου πω Θωμαϊς. Και σου ορκίζομαι ότι δεν είχα ιδέα πριν γι αυτό.
ΘΩΜΑΪΣ
Περί τίνος πρόκειται;..
ΜΠΕΝ
Ο Κλώντ με κάλεσε για να μου πει… ότι το παιδί σας…
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν;..
ΜΠΕΝ
Ότι το παιδί …
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν;…
ΜΠΕΝ
Ότι το παιδί δεν πέθανε.
(Η Θωμαϊς κοιτάζει τον Μπεν δείχνοντας ότι δεν τον καταλαβαίνει στην αρχή. Αμέσως μετά δείχνει κατάπληκτη και συγκλονισμένη)
Θωμαϊς! Με άκουσες;
ΘΩΜΑΪΣ
Δεν… πέστε το πάλι κύριε Μπεν…
ΜΠΕΝ
Ηρέμησε Θωμαϊς…
ΘΩΜΑΪΣ
Είπες ότι το παιδί μου…
ΜΠΕΝ
Ναι. Αυτό είπα. Δεν πέθανε Θωμαϊς. Ο Τομ δεν ήθελε να μαθευτεί ότι είχε ένα παιδί εξώγαμο. Και σου είπαν ότι πέθανε… Εγώ δεν το ήξερα. Σου ορκίζομαι.
(μεγάλη σιωπή. Η Θωμαϊς να προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει ό,τι άκουσε, και ο Μπεν να την παρατηρεί έτοιμος για όλα)
ΘΩΜΑΪΣ
Και γιατί… και πώς… και τι έγινε… Πού πήγε, τι έγινε, τι έκανε με το παιδί μου ο… πέστε μου…
ΜΠΕΝ
Ξέρω πώς αισθάνεσαι Θωμαϊς. Όμως το παιδί σου υπάρχει. Και είναι καλά.
ΘΩΜΑΪΣ
Υπάρχει; Και είναι καλά: Και τι… και πού … πές μου , συνέχισε, που είναι το παιδί μου;
ΜΠΕΝ
Ηρέμησε για να ακούσεις. Είσαι καλλίτερα;
ΘΩΜΑΪΣ
Μίλα κύριε Μπεν!
 ΜΠΕΝ
Ο Τομ φρόντισε για το παιδί. Το έδωσε σε μια κυρία να το μεγαλώσει. Ανάθεσε τη δουλειά αυτή στον Κλωντ. Και έδωσε αρκετά λεφτά στην κυρία αυτή ώστε να μην λείψει τίποτα στο παιδί… στο παιδί σου… και στο παιδί του. Και πρέπει να σου πω ότι έστω από μακριά φρόντιζε να μαθαίνει πώς μεγάλωνε το παιδί, αν είχε τίποτε ανάγκες και τέτοια.
ΘΩΜΑΪΣ
Πού το έδωσε; Σε ποιον; Σε ποιαν; Πού;..
ΜΠΕΝ
Πρώτα να σου πω ότι δεν το έδωσε στην πόλη μας που μέναμε, όπου τον ήξεραν όλοι…  
ΘΩΜΑΪΣ
Αλλά;…
ΜΠΕΝ
Εδώ. Εδώ που είμαστε τώρα.
ΘΩΜΑΪΣ
Εδώ;..
ΜΠΕΝ
Εδώ. Και γι αυτό ο Κλωντ σε έστειλε εδώ. Πριν πεθάνει ο Τομ,  είχε αφήσει στον Κλωντ εντολή να σε στείλει και σένα εδώ για να είσαι κοντά στο παιδί όταν θα το μάθαινες. Και επειδή ο Κλωντ ξέρει ότι εγώ έχω εδώ αυτό τον συγγενή μου, με παρακάλεσε να μεσολαβήσω σε σένα για να έρθεις εδώ.
ΘΩΜΑΪΣ
Κα γιατί δεν μου είπε να πάρω το παιδί και να φύγω μακριά του παρά μου είπε ότι πέθανε;
ΜΠΕΝ
Ποιος τον ξέρει… Ίσως να φοβόταν ότι κάποτε θα το αποκάλυπτες εσύ…ή και ίσως να σκεφτόταν πως ίσως τον εκβίαζες κάποτε… τι να πω…
ΘΩΜΑΪΣ
Τι να πεις εσύ και τι να πω κι εγώ… Από τη μια χαίρομαι που το παιδί μου ζει, από την άλλη… δεν ξέρω τι να πω… και πού είναι; Πού; Πού; Σε ποιο σπίτι;  
ΜΠΕΝ    
Θα σου πω Θωμαϊς.. Αλλά δεν τελείωσα ακόμα. Έχω να σου πω και κάτι άλλο.  
ΘΩΜΑΪΣ
Τι άλλο θα μου πεις; Δεν φτάνει αυτό που μου είπες;
ΜΠΕΝ
Δεν θα σου πω κάτι χειρότερο αλλά κάτι καλλίτερο- που θα απαλύνει λίγο έστω τον καημό σου. Την περασμένη Τετάρτη διαβάστηκε η διαθήκη του Τομ. Σε θυμήθηκε σ’ αυτήν. Κατά βάθος Θωμαϊς σε αγαπούσε.
ΘΩΜΑΪΣ
Αν δεν με αγαπούσε και αν δεν τον αγαπούσα, δεν θα καθόμουν μαζί του κύριε Μπεν.
ΜΠΕΝ
Σου άφησε είκοσι χιλιάδες λίρες Θωμαϊς, για σένα και το παιδί.
ΘΩΜΑΪΣ
Είναι πολλά λεφτά. Όμως τι να πω; Να πω ότι τον ευχαριστώ; Θα ήταν ψέμα.
ΜΠΕΝ
Μην πεις τίποτα. Έστω αργά, ίσως τα πράγματα αλλάξουν προς το καλλίτερο για σένα. Δεν νομίζεις; Και ύστερα από αυτό δεν ξέρω αν θα θελήσεις να εργαστείς πια, με τόσα λεφτά που θα έχεις δικά σου.
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι κύριε Μπεν, θα εργαστώ. Είναι αρκετά λεφτά, όμως τα λεφτά φεύγουν γρήγορα. Ύστερα έχω παιδί πια, θα του χρειαστούν περισσότερο από όσο θα χρειάζονταν σε μένα. Πού είναι το παιδί μου κύριε Μπεν; Που θα βρω το παιδί μου;
ΜΠΕΝ
(βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του και το συμβουλεύεται)
Να σου δώσω τη διεύθυνση. Οδός Χρυσανθέμων τριάντα οχτώ.  Μένει εκεί με κάποια κυρία Μίνα. Αν θέλετε μπορώ να πάω εγώ εκ μέρους σας ή να πάμε και μαζί…
 (Η Θωμαϊς ακούγοντας το όνομα ωχριά, και το κεφάλι της γέρνει στο πλάι όπως σε λιποθυμία.)
Θωμαϊς!...
(Ο Μπεν την πλησιάζει, βλέπε ότι λιποθύμησε, την παίρνει στην αγκαλιά του, την ξαπλώνει στο κρεβάτι και της δίνει μικρά χτυπήματα στις παρειές. Η Θωμαϊς συνέρχεται λίγο λίγο)
Θωμαϊς λιποθύμησες… Θωμαϊς! Θωμαϊς! Είσαι καλλίτερα;
ΘΩΜΑΪΣ
…Ναι….
ΜΠΕΝ
Καημενούλα μου. Με τόσα που άκουσες σήμερα έπρεπε να  περιμένω κάτι τέτοιο…
ΘΩΜΑΪΣ
Είμαι καλά τώρα κύριε Μπεν. Είπατε οδός Χρυσανθέμων…
ΜΠΕΝ
Ναι, τριάντα οχτώ. Κυρία Μίνα.  Θα τα θυμάστε ή να σας τα γράψω;
ΘΩΜΑΪΣ
Τα θυμάμαι κύριε Μπεν. Ευχαριστώ.
ΘΩΜΑΪΣ
(Σηκώνεται αργά)
Έχετε κάτι άλλο να μου πείτε κύριε Μπεν;
ΜΠΕΝ
Όχι,  Μόνο έλεγα πριν ότι αν θέλετε να έχετε κάποιον μαζί σας όταν πάτε στο σπίτι εκείνο, αν θέλετε να έρθω κι εγώ… σε τέτοιες στιγμές…
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι κύριε Μπεν, θα είμαι εντάξει. Σας ευχαριστώ.
ΜΠΕΝ
Τότε να πηγαίνω. Σίγουρα αισθάνεστε καλά;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι κύριε Μπεν, σας βεβαιώνω.
ΜΠΕΝ
Τότε αύριο θα σας δω γα να πάμε για την δουλειά. Αν πάλι δεν θέλετε αύριο, μπορώ να σας περιμένω μέχρι μεθαύριο.
ΘΩΜΑΪΣ
Όχι κύριε Μπεν. Αύριο είναι καλά. Θα τηλεφωνηθούμε αύριο.
ΜΠΕΝ
Εντάξει, γεια σου Θωμαϊς. Τα λέμε αύριο.
ΘΩΜΑΪΣ
Στο καλό κύριε Μπεν.
(Ο Μπεν βγαίνει. Η Θωμαϊς κάθεται στην καρέκλα και σκύβει σκεπάζοντας με τις παλάμες της το πρόσωπό της. Μένει σ’ αυτή τη στάση για λίγο, ύστερα σηκώνεται και παίρνει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Ναι… Γεια σου αγόρι μου… Ναι, έφυγε… Ναι, τώρα μόλις. Είσαι κοντά;.. Τότε πάρε μου τα ψώνια και έλα… Ναι, σε περιμένω… Γεια σου.
(πηγαίνει προς το ανοιχτό παράθυρο και βλέπει έξω)
Αυτή είναι η ζωή Θωμαϊς. Αυτό ήθελε αυτή για σένα. Όπως αυτή θέλησε θα ζήσεις... Δεν αντιμάχομαι σε τίποτα, άραγε δεν φταίω για τίποτα. Και δεν είναι άσχημη η ζωή μου. Ήμουν μια μητέρα χωρίς παιδί, τώρα είμαι μια μητέρα με το παιδί μου. Και το παιδί αυτό είναι και ο εραστής μου. Τα δυο που ζητάει μια γυναίκα από τη ζωή της για να είναι ευτυχισμένη, αυτά τα δύο δεν είναι; Να είναι μητέρα και ερωμένη δεν είναι  η λαχτάρα, ο πόθος, το όνειρο κάθε γυναίκας; Δίνει η γυναίκα στη ζωή το δώρο που εκείνη θέλει, δίνει και η ζωή στην γυναίκα το αντίδωρό της. Και αυτό μακριά από τον γάμο, το κοινωνικό αυτό τερατούργημα. Μητέρα και ερωμένη, να το όραμα κάθε γυναίκας! Και διπλά ευτυχισμένη εγώ, που και τα δυο τα έχω σε ένα μόνον πρόσωπο! Κι ως για το παιδί, αυτό δεν ποθεί και κάθε παιδί να είναι-γιος και εραστής της μητέρας του; Κι αυτά τα χρήματα, για να συμπληρώσουν την ευτυχία μας λες ήρθαν. Όλα καλά καμωμένα.
(Χτύποι στην πόρτα. Η Θωμαϊς ανοίγει. Μπαίνει ο Μάικ)
ΜΑΙΚ
Γεια.
ΘΩΜΑΪΣ
Καλώς το αγόρι μου.
(τον αγκαλιάζει και τον σφίγγει επάνω της δυνατά για ώρα πολλή)
ΜΑΙΚ
(αστειευόμενος)
Έ! Τι έπαθες; Θα με πνίξεις…
(αποσπάται από την αγκαλιά της)
Σε βλέπω χαρούμενη… Μα τι έχεις; Κλαις; Δάκρυα είναι αυτά;  Σου έφερε λοιπόν καλά νέα αυτός ο άνθρωπος;
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι αγόρι μου… Ναι παιδί μου… ναι άντρα μου…
ΜΑΙΚ
Τι περιμένεις λοιπόν; Εμπρός, πες μου τα…
ΘΩΜΑΪΣ
 Να! Ο κύριος αυτός που σου είπα πως κάποτε ζούσαμε μαζί, ο πατέρας του παιδιού μου που πέθανε στη γέννα επάνω, πεθαίνοντας άφησε για μένα στη διαθήκη του είκοσι χιλιάδες λίρες.
ΜΑΙΚ
(έκπληκτος)
Ωωωωωω! Πολλά λεφτά!
ΘΩΜΑΪΣ
Ναι. Είναι μια μικρή περιουσία. Αν τα χειριστούμε καλά είναι αρκετά για να ζήσουμε χωρίς αγωνία για τις καθημερινές μας ανάγκες, αλλά κύρια, για να μπορέσεις να κάνεις μια καλή αρχή στη ζωή σου όταν με το καλό θα έρθει η ώρα γι αυτό. Και τώρα αγάπη μου, ας αφήσουμε το ψάρι να κάνει για λίγο παρέα με το καρότο και το σέλινο που τόσο αγαπάει, και εμείς ας πάμε στο κρεβάτι να κάνουμε αυτό που τόσο κι εμείς αγαπάμε.
ΜΑΙΚ
(γελώντας)
Επιτέλους! Έλεγα πως δεν θα μου το ζητούσες…
(την αγκαλιάζει)

                                                 ΑΥΛΑΙΑ
 

          ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΑ ΖΗΤΑ

Κάτω απ' τον πάγκο ο μαραγκός τον βρώμιο και λερό
σκεπάζοντάς τα και με μια βαριά καφέ κουρτίνα
κρύβει απ' τα μάτια του κοινού τα πράγματα εκείνα
που είν' εκεί από πολύν, αμέτρητον καιρό.

Κάτι εργαλεία παλαιά, φθαρμένα απ' τη δουλειά
πλάνες, τροχούς, παλιόξυλα, πασέτα χαλασμένα,
δουλειές που δεν παράδωσε, ρούχα δουλειάς σκισμένα
και ένα πάντοτε σχεδόν κλουβί για τα πουλιά.

Κι αν κάποια μέρα του 'λεγαν πως φτάνει χαλασμός
και ότι πράγματα πολλά δεν γίνεται να σώσει
πλέον ή βέβαιο είναι πως θα 'θελε να γλιτώσει
εκείνων των παράξενων πραγμάτων ο εσμός.

Ίσως γιατί έχει δεθεί η ζήση του μ' αυτά.
Ίσως γιατί μπορεί μ' αυτά να κρύβει κάποια γύμνια.
Ίσως γιατί ξέρει καλά πως σαν αυτά συντρίμμια
δικά του θα 'ναι πάντοτε-κανείς δεν τα ζητά.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δεν με φοβίζουν.
Πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν’ απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;
 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ

Κάποτε είπαμε ένα «ΌΧΙ», που μεγάλο τάχα ήταν,
που μας είχε οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική.

Μα ως γνωστόν εκτός απ' τ' ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να 'χει μέσα της και ΝΑΙ.

Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.

Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά
.
Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί όπου ρημάζουν
τα λεφτά και την τιμή της.

ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ' ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.

ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις.

ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σε ΗΠΑ και σ' ΕΟΚ
ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.

ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.

ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς οικείων-
σ' απολύσεις ΝΑΙ απεργών.

ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ  στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.

ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
τον 'ρημώνει από χαρά.

ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
ΝΑΙ στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.

ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε…

Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.

Και σα βλάκες πια γελάμε
και κανένας δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ.

Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει...
Αλλ' ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι  
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.

Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα...

Ω! Αστεία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης.       
 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

 ........................................................

11.

-Ογδόντα δυο νεκροί σ' ένα ναυάγιο
τι κάνουνε στον υπουργό της ναυτιλίας αδέρφι μου;
-Προαγωγή από κράτος κι από κόμμα.
-Η εκκόλαψη κλεφτών κι η κάλυψή τους
τι δίνουνε σ' έναν πρωθυπουργό αδέρφι μου;
-Σίγουρη κι άλλη μια τετραετία.
-Με τα δικά σου αν τα λεφτά
ζούνε καλά όσοι σε κλέψανε
και συ απ' την ανέχεια σου πεθαίνεις,
τι κάνεις τότε αδέρφι εσύ;
-Την ψήφο μου τους δίνω πάλι.

12.

Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι
αχτίδες παγωμένες.
Δυο ’λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ’ το κρύο
να κουβαλάει τ’ άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποια έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.

-Χειρότεροι...χειρότεροι…

-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι,
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.

-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…

-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυο ας κρατάνε
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;

-Γιατί.;..Γιατί;..

-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει να θερίσει στάρι
αντί με κείνο τα κεφάλια τους να πάρει...

-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...



13.

To σχολείο σκόλασε.
Βγαίνουν τα παιδιά.

-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.

-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.

-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.

-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.

-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;

-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.

-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.

-Και βέβαια έτσι είναι.

-Θα 'ρθω να παίξουμε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;

14.

Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τί είναι κλέφτης;
που όλοι λέει στη χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του άλλου.
-Και τ' είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να 'ναι κλέφτες...
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου για να ζούμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε...




15,
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ’ είναι;
-Πάρε παιδί μου τ’ όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί Δεξιό τον λένε .
Είναι ο μπροστάρης,
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι ληστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
με τις προβιές αρνιών που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος
που Αριστερό τόν λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα πούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ’ τα νύχια τους παιδί μου,
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις και κυρά στον τόπο μου,
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν
στις συντροφιές με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ' όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα,
-Σύντροφε ρίξε τ’ όπλο!
Και κοίτα!
Να ένα ξεροκόμματο!
Πάρε να φας!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις,
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τήνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
αυτουνών-το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.

-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένα χάσουν!
Μη!..Μην το κομμάτι παίρνεις που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήσεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!

-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να ’βρω
το ξεροκόμματο να βρέξω.

-Παιδί μου αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!

16.

Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου.
Βγες από τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας πώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.

Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
εκάναν ένα βήμα προς τα πίσω
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα…τι περιμένεις...
έλληνες νομίζω ήσαν...




17.

Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι.
Μες στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Kαι στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι τα καλλίτερα
κι αρώτητα υπακούνε.
-Τελειώνουν όμως όπου να 'ναι.
Τώρα βουλγάρικα, ρουμάνικα,
και γιουγκοσλάβικα και ουγγρικά έχουν σειρά.
-Αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.
-To 'χω ακούσει, Α! Ελληνικά,
πρόβατα που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσαστε κοντά μας...
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα...
-Και με αντάλλαγμα λίγο χορτάρι μόνο...
-Θα μας λείψουν τα ελληνικά τ' αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
με τόσο φαί
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους...
Τι λες, πάμε για ύπνο;

18.

-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη ετούτη
την ελληνική.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς ο κόσμος άρχισε;
-Με χαρές και με τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως oι πατρίδες όλες-
απ’ το νερό, το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Kαι συ ένας ίσκιος
που στο γέρμα του ήλιου θα χαθείς.


19.

Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ  θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ' το χρυσάφι σας
θα δώστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το πει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
- Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ  
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.



20.

Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας νέε μου εσύ;
ρωτούν σα με δούν.

-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να ’δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.

-Αυτός αρχηγεύει-
ο πρωθυπουργός;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.

-Επήρε απ' τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ' τους κλέφτες
τα που 'χαν κλεμμένα;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.

-Επήρε απ' το σόι του
τα δυο που ’χει φάει
τρισεκατομμύρια
λεφτά του λαού;

-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Τα νέα γυρεύουν
προβλήματα λύση.

-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
με τους γερμανούς;

-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…

-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ' όσους
παράνομα εχτίσαν;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.

-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του δόλιου λαού;

-Μα όχι καλά μου...
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστ' εμείς…

Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…

-Η ψεύτρα διαβάτη,
η δημοκρατία
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.

Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.

Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!

-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ’ απομείνει
και άχαρος πια,

μιας κι η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
πετώντας με τ’ άγια
δικά σας φτερά.

-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.

Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
πou είχε γιορτή

φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω

και μου 'πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ’ άγια πουλάκια
επήγα να βρω.
 

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

ΕΙΚΟΣΙ ΜΑΤΑΙΕΣ ΓΡΑΦΕΣ


1.

-Ο πρωθυπουργός κλέβει
Μικρή καμπανούλα του αγρού.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.
-Ο αγέρας με φυσά και δεν ακούω.
Πιο δυνατά καλέ μου.
-Ο πρωθυπουργός κλέβει
μικρή καμπανούλα του αγρού!
O πρωθυπουργόοοοος κλέβειειειειειειει..
-Αχ! ο αγέρας παίρνει τη φωνή σου-
τίποτα δεν ακώ κι ας βάζεις
τις απαλάμες σου γύρω απ' το στόμα.
Μα συ μ' ακούς παλληκαράκι του Βουνού.
Άκου λοιπόν τί ο αγέρας που φυσάει μου λέει:
"Ο πρωθυπουργός κλέβει" μου φωνάζει.
Άκου και κάνε κάτι
συ του λαού παλληκαράκι.
Ο πρωθυπουργός κλέβει.


2.

Στην ακρογιαλιά η αχάιδευτη μικρούλα.
Τα ποδάκια της στο νερό πλέκει.

-Άνοιξε το βήμα σου παιδόπουλο της άνοιξης.
Κάποιονε σαν εσένα καρτερεί και λαχταράει.
-Βαριά η καρδιά μου κι άβουλο το χέρι
Εχτές ο φίλος μου αρρώστησε και πέθανε.
Θέση δεν είχε στο νοσοκομείο.

Αχ! Τα ποδάκια αχάιδευτα θα μείvουνε του κοριτσιού με το νερό που παίζει;
Μα όχι-να, εκείνος,
που το σπίτι του
με τα κρεβάτια των νοσοκομείων έφτιαξε
πλησιάζει προς την ακροθαλασσιά.

-Φύγε μικρούλα απ' το νερό.
Τρέξε στο σπίτι σου μικρούλα.
-Εγώ θέλω στ’ αυτιά μου σκουλαρίκια
και φόρεμα η μάνα μου καινούργιο.
Και ο πατέρας
από ταβέρνα οε ταβέρνα τριγυρνάει χωρίς δουλειά.
-Φύγε μικρούλα. Κάτι θα βρεθεί.
-Βρέθηκε κιόλας. Βιαστικός
έρχεται κατά μένα ο πλούσιος.
Κι εγώ τον κόρφο τον μικρό μου
τον αμεγάλωτο ακόμα ετοιμάζω.




3.

-Μικρό δεντράκι
μικρό. δεντράκι
πότε καρπό θα δώσεις;
-Σ' αυτό τον κήπο εγώ δε θα καρπίσω.
Γιατί ψηλά στου λόφου την κορφή ο τόπος μου είναι
και από δω βλέπω απλήρωτη δουλειά.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
οι μίσχοι των φύλλων σου τρυφεροί
τ’ άνθη σου ολόκληρο σε σκέπασαν.
-Θα ρίξω τ’ άνθη μου άκαρπα
και φύλλα και κλαριά μου θα ξεράνω.
-Μικρό δεντράκι
μικρό δεντράκι
άσε στην μοίρα του τον άνθρωπο.
Πιες το ρυάκι
ανάσανε τον άνεμο
δώσε καρπούς σε κείνον που σε φύτεψε.
-Εκείνος που με φύτεψε
είναι που τη δουλειά σου κλέβει.
Και τα δεντράκια όπως εγώ
η ψυχούλα τους σπαράζει
να βλέπει ανθρώπους δύστυχους.


4.

-Από του φεγγαριού τους κύκλους
ο πρώτος είναι της αγάπης μου.
Ο δεύτερος της αγριοτριανταφυλλιάς
κι ο τρίτος του πελάγου.
-To πέλαγο ανέμελε τραγουδιστή
δε θέλει ούτε να σε βλέπει
που αφήνεις να σε λοιδορούν οι βουλευτές σου.

-Σκοτούρα μου το πέλαγο.
Μα ο κύκλος της αγριοτριανταφυλλίτσας μου
για μένα τη στροφή του γράφει.
-Εγώ νιε μου ανέμυαλε και χιλιοπροδομένε
ούτε τ’ αγκάθια μου δε χαραμίζω
για όποιονε αφήνεται όμορφα άμορφα
στους υπουργούς του το αίμα να του πίνουν.

-Σκοτίστηκα για τ' άνθη σου.
Τα κάλλη όμως δικά μου όλα της καλής μου-
το γέλιο, το κελάδημα, ο κόρφος
και τ' άνθος το κρυφό της το ανοιγμένο.
-Καλλίτερα στον εγκρεμό τα κάλλη μου όλα να τα ρίξω
παρά σε σκλάβο ένανε το μύρο τους να δώσω.

-Φεύγω και όπλο ζώνομαι και βλήματα τυλιέμαι
και υπουργούς και βουλευτές στον Άδη κατεβάζω.
Κι αν το ’χει η μοίρα μου η καλή πάω κι εγώ μαζί τους.
Κάλλιο, παρά να ντρέπεται για μένανε η καλή μου.


5.

Οι νεκροί των δρόμων-
οι νεκροί των κλεμμένων χρημάτων-
οι νεκροί των σκανδάλων
τις νύχτες γίνονται ένα
με του φεγγαριού το κλάμα
και στα γύρω γυμνά χωράφια
θρηνούν.

Ο κρύος άνεμος της νύχτας
τις φωνές τους παίρνει
και τις αναπνιές μ' αυτές γεμίζει εκείνων
που θυμούνται ακόμα τους χαμένους.
Εκατομμύρια στρογγυλά χρυσά νομίσματα
κυλούνε μ' έναν θόρυβο δαιμονικό
από των αδικοχαμένων τις παλάμες
και παν και γίνονται γιοτ υπουργών,
και βίλλες εργολάβων,
και καταθέσεις βουλευτών σε τράπεζες.


6.

Κάπου κάπου
μέσα στη νύχτα
να σκάζουνε ακούς γκαζάκια.
Οι εμπρηστές μετά
‘συχάζουν ότι κάναν το καθήκον τους
και πάνε και κοιμούνται ήσυχοι.

Τα μαχαίρια, οι δυναμίτες, οι μπόμπες,
κοιμούνται μέσα στις αποθήκες.
Και τα μαχαίρια ονειρεύονται λαιμούς πολιτικών.
Κι οι μπόμπες ονειρεύονται Βουλή, βίλλες, πλοία, εργοστάσια.
Κι οι δυναμίτες υπουργεία γκρεμισμένα.

Και οι γκαζάκηδες κοιμούνται ήσυχοι
πως το καθήκον τους το κάνανε.




7.

Τα ζώα ακούσαν φασαρία από την πόλη.
"Τράβα καλή αλεπού να μας ειπείς τι τρέχει."
Επήγε, γύρισ' η αλεπού.
"Και τ’ είδες αλεπού αλεπουδίτσα;" της κάνει το λιοντάρι.
"Είδα μιλιούνια ανθρώπους να φωνάζουνε
σε είκοσι άλλους:
"Μας κλέβετε το φαί μας και πεινάμε!"
"Μετά-πέσαν στους κλέφτες πάνου να τους φάνε;"
"Oxι. Διαλύθηκαν ησύχως".
"Λοιπόν αξίζουνε την πείνα".


8.

Τα κρύσταλλα της τηλεόρασης-
μικρές πυγολαμπίδες-
μαζεύτηκαν στη χλόη του δάσους
έξω απ’ του Ύπνου την καλύβα.

"Εγώ
τώρα που μας ανακαλύψανε»
είπε η έξυπνη μικρή πυγολαμπίδα.
«θα φύγω στο Βορρά"
(αστέρια δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)

«Έγώ στο Νότο θα τραβήξω»
είπε η σοφή πυγολαμπίδα.
(αστέρια, δείξετε το δρόμο στη μικρή
την αδερφούλα σας της γης)

Και κάθε μια εδιάλεξε το δρόμο που ήθελε να πάρει.
(αστέρια δείξετε το δρόμο στις μικρές
τις αδερφούλες σας της γης).

Ο έμπορος πυγολαμπίδων
το βράδυ εκείνο είχε βγει
χωρίς ελπίδα
πως θα 'βρισκε ούτε μια.
Kαι να μπροστά του όλες μαζεμένες!
Τις μάζεψε όλες, τις εγύμνασε,
κι όλες μαζί τις πούλησε στο μέγαρο Μαξίμου.
Kαι το γύμνασμά τους
να κάνουν είναι ό,τι
το αφεντικό του μέγαρου κάθε φορά τους λέει.


9

Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ' αμόνι
κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου.

Γ ια να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του…

Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά κάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.

-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.

Και με την πέννα του ο γραφιάς
γράμματα ωραία γράφει
που νόμους λεν και που μ’ αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.

-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχούνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν.

Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τις δουλειές τους φέρνοντας
τον ίδιο το χαμό τους.
 


10.

-Οι πρωθυπουργοί μόνον,
κλέψανε δεκάδες δισεκατομμύρια.
Πού βρήκαν τα λεφτά αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Στη δυστυχία του φτωχού
στο θάνατο του άρρωστου
στην πορνεία της γυναίκας.

-Οι υπουργοί μόνο
κλέψανε πέντε δισεκατομμύρια.
Πού τα λεφτά βρήκαν αυτά
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ' τους μιστούς και τις συντάξεις,
από την τύφλα της Παιδείας
κι απ' των βιομήχανων τις μίζες.

-Ο βουλευτής πού εβρήκε τα λεφτά
και βίλλες χτίζει κι αγοράζει νυφικό
για τη γυναίκα του εκατό χιλιάδες
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Απ’ την κλοπή στην αγορά των όπλων
που αγοράζονται με τον ιδρώτα
Και με το αίμα του λαού.

-Κι οι έλληνες τι κάνανε γι αυτό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Τους ξαναψήφισαν.

-Και τι για όλ' αυτά
κάναν οι νέοι της χώρας μου
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Βάλαν γκαζάκια.
-Μέτρησες των ελλήνων το μυαλό
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Έψαξα-
τίποτα δε βρήκα τέτοιο να μετρήσω,
-Και η αντρεία
και το φιλελεύθερο
κι η εξυπνάδα των ελλήνων
τι έγινε-
πού πήγε,
που γι αυτήν καυχιώνται,
αφού αφήνουν να τους κλέβουνε
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-To καύχημα έχουν μόνο κι όχι τ' άλλα.
-Κι ένας λαός χωρίς μυαλό
το τέλος του πoιο θα 'ναι
κορυδαλλέ μου-κορυδαλλέ μου;
-Ο γρήγορος αφανισμός.
…………………………………………..
 

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

ΣΤΗΝ ΤΖΟΥΝΤΥ
(για τη νιογέννητη κορούλα της Sarah Ann)
(Αμερική)

Όταν κάνεις σε μια μάχη συνεχείς υποχωρήσεις
τι καλά είναι να βλέπεις ότι έρχονται ενισχύσεις!
Kαι τι κέρδος στον αγώνα των ανθρώπων με τα κτήνη
κατά μιαν έστω μονάδα η Ανθρωπιά τους ν' αβγατήνει...

Έτσι τώρα όπου ανθρώποι και ψυχές όπου ανθίζουν
τη Sarah Ann όλες κοιτάζουν κι όλοι αυτήν καλωσορίζουν.
Κι είσαι συ που έχεις Τζούντυ τον στρατιώτη αυτόν χαρίσει
στους ανθρώπους-συ την έχεις λίγες μέρες πριν γεννήσει..

Και αφού απ' το δεντρί σου η Sarah Ann είναι κλωνάρι
φυσικό είναι τους χυμούς σου και τα δώρα σου να πάρει.
Και τι όμορφο που είναι! Τι γλυκούλι στρατιωτάκι!
Πρώτη της φορά η Φύση τέτοιο έφτιαξε μωράκι.

Τι χειλάκια τρυφερούλια-σαν ανθένια πεταλάκια.
Τι ματάκια λαμπερούλια-σαν μικρά δυο αστεράκια.
Τι ροδοπλασμένα αυτάκια! Τι μυτούλα ζαχαρένια!
Τι χεράκια! Τι λαιμάκια! Και στην όψη τι ευγένεια!

Και τι έκφραση εξυπνούλα και τι γλύκα που μεθάει
το μικρούλι προσωπάκι σ' όσους το θωρούν σκορπάει…
Α! Και όταν το μωρό σου λίγο Τζούντυ μεγαλώσει
τι καρδούλες που θα κάψει τι καρδούλες που θα λιώσει..

Μα κι αχτίδες καλοσύνης κι ανθρωπιάς και ήθους μύρα
όπου πάει κι όπου γυρίζει θα σκορπάει εναγύρα.
Αλλά Τζούντυ, μέχρι τότε φρόντιζε και πρόσεχέ το
κι όπως κάνεις μέχρι τώρα σαν το φως σου φύλαγέ το.

Α! Και κάτι άλλο ακόμα: τις ωραίες όταν μέρες
για βολτούλα τηνε βγάζεις σαν τις άλλες τις μητέρες
κάθε μια σας τ' όνομά της (έτσι μου 'ρθε μια σκέψη)
να 'χει πάνω της γραμμένο μη κανείς και σας μπερδέψει…
 

ΤΙ ΝΑ 'ΚΑΝΕ;…

«Αντρέα θυμήσου. Πρέπει -ακούς; Κοίταξε μην ξεχάσεις
στη Νέα Υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις
στο Γιώργο τηλεφώνησε' και πες του ...ξέρεις
τώρα...
μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξένη χώρα...»

« Αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. Έτσι και δε τον πάρω
ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα 'ρθώ-το Χάρο...
Τον ξέρω-ούτε για ψωμί δεν έχει. Ένα ψοφίμι
που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…

Πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις
ο Αντρέας ήτανε καλός. Κρατεί τις υποσχέσεις.
Kαι μ' ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του
(κάποια στιγμή πλησίασε τα όρια του ευαισθήτου).

Να μου μιλήσει του 'πανε-τι να 'κανε κι εκείνος
τους το 'ταξε και πράττοντας ως πάντοτε υπευθύνως
με πήρε. Πέρασε κι αυτό μέσα στα τελειωμένα
γι αυτούς που του το ζήτησαν… για κείνονε… για
μένα...
 

ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

Ένας λοχαγός μπήκε στο μαγειρείο ενώ δεν τον περίμενε κανείς και περισσότερο ο μάγειρος Κνουτ. Οι στρατιώτες έξω περίμεναν το φαγητό. Ο λοχαγός έβγαλε ένα αστέρι από τον ώμο του και το έριξε στο καζάνι με το ρύζι που έβραζε. «Έτσι μαγειρεύουν», είπε, «η κρυφή μου ιδιότητα είναι μάγειρος». Οι στρατιώτες άρχισαν να μπαίνουν μέσα στο μαγειρείο ένας πίσω από τον άλλον. Καθώς πλησίαζαν στο καζάνι, μια κουτάλα σε σχήμα αστεριού έριχνε στην καραβάνα τους την ανάλογη σούπα. Ο Κνουτ βρήκε ευκαιρία και άναψε μια μπαλαντέζα φέρνοντάς την να φωτίζει το μάγουλό του. Ο λοχαγός τον ρώτησε: «Πονάει το δόντι σου; Έλα να με βρεις στο ιατρείο μου στις έξη. Είμαι και οδοντίατρος.» Ο Κνουτ βρέθηκε αμέσως στο οδοντιατρείο του λοχαγού. Ο λοχαγός κοίταξε το ρολόι του. «Ακριβώς στην ώρα σου. Αλλιώς δεν θα σου εγγυόμουν πλήρη θεραπεία.»
Έβαλε τον Κνουτ σε μια άδεια μπανιέρα, κάθισε ιππαστί πάνω της με το πρόσωπό του προς τον Κνουτ και φώναξε τη νοσοκόμα να του φέρει τα εργαλεία του. Η νοσοκόμα ερχόμενη ψιθύρισε στο αυτί του Κνουτ «Φύγε, θα σε σακατέψει» Τότε κατάλαβε ο Κνουτ πως αυτό το ήξερε πριν του το πει η νοσοκόμα, γιατί ο λοχαγός ούτε καλός στρατιωτικός ήτανε ούτε καλός μάγειρος. Και τώρα οι ενέργειές του σαν οδοντογιατρού του φαίνονταν πολύ παράξενες. Κα πρώτα η μπανιέρα. Πού ήταν η ωραία οδοντιατρική πολυθρόνα; Η καρέκλα του γιατρού που ανεβοκατεβαίνει; Το φως που εστιάζεται στα δόντια του άρρωστου; Και όλο το ιατρείο έμοιαζε σαν αποδυτήριο αθλητών στη χειρότερη ώρα του. Μα ούτε λόγος να φύγει γιατί ο λοχαγός θα τον τιμωρούσε όπου τον έβρισκε. Κάθε φορά που έβλεπε λοιπόν το λοχαγό να πλησιάζει, μέσα του έτρεμε. Να τώρα που ερχόταν πάλι κοντά του με ένα παράξενο εργαλείο στα χέρια του και ποιος  ξέρει με ποιο σκοπό. «Είσαι τυχερός που ήρθες σε μένα. Δε θα σου σφραγίσω ούτε θα σου βγάλω κανένα δόντι. Θα αλλάξω τη θέση όλων σου των δοντιών ώστε να μην σε ξαναπονέσει ποτέ κανένα. Αυτό το μηχάνημα θα κάνει τα κάτω δόντια σου προς τα μέσα. Εν μέρει θα ακολουθήσουν και τα ούλα. Με το ίδιο μηχάνημα θα στρέψω τα πάνω δόντια σου προς τα έξω. Αυτό δεν θα σε δείχνει άσχημο γιατί κανείς δε θα καταλάβει τη διαφορά.» Και άρχισε να δουλεύει. Συχνά στεκόταν αναποφάσιστος για το τι έπρεπε να κάνει. Γρήγορα όμως συνέχιζε λέγοντας συγκαταβατικά «δεν πάει στο διάολο…»
Κάποια στιγμή άφησα τον εαυτό μου στον γιατρό και ένα άλλο μου είδωλο πήγε στην  τουαλέτα. Η τουαλέτα του ιατρείου ήταν ασυνήθιστα καθαρή. Όταν γύρισα στη θέση μου, από την άλλη πόρτα έμπαινε ένα παιδί δέκα οχτώ χρόνων περίπου. Παραμέρισε το γιατρό και μου είπε με ένα ύφος που δεν ήταν σοβαρό αλλά ούτε και αστείο: «Προτίμησε εμένα. Δε θα αλλάξω τη θέση των δοντιών, μόνο στο πονεμένο δόντι σου θα χαράξω ένα σταυρό μπροστά και πίσω του στα ούλα. Όλα θα πάνε καλά εκτός αν σε λίγες μέρες το στόμα σου γεμίσει από ένα βάτραχο που ούτε να τον φτύσεις δεν θα μπορείς ούτε να τον καταπιείς». Ο Κνουτ μπήκε στο σώμα του, είπε ένα ευχαριστώ και σηκώθηκε από την μπανιέρα που τώρα ήταν γεμάτη με αίμα. Ο λοχαγός τον κοίταξε κουρασμένος από τη δουλειά που είχε κάνει και παρακλητικά του είπε: Μην πεις πουθενά ό,τι έγινε εδώ μέσα. Ο Κνουτ έγνεψε ναι με το κεφάλι και βγήκε. Πρώτη του δουλειά ήταν να ψάξει για τον πραγματικό οδοντίατρό του, να του διηγηθεί τι έγινε και να του ζητήσει να διορθώσει ό,τι στραβό είχε γίνει στα δόντια του.
Ο οδοντογιατρός πέρασε από μπρος του συνοδηγός σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο που το οδηγούσε η γυναίκα του. Του φώναξε, του έκανε νοήματα. Ο οδοντογιατρός τέλος τον είδε και του είπε: «Πάω εκεί που ξέρεις.» Άλλο κι αυτό. Ο Κνουτ δεν ήξερε τίποτα. Ή δεν μπορούσε να θυμηθεί.  Έβγαλε το τηλέφωνό του από την τσέπη να ρωτήσει αλλά αυτό ήτανε γεμάτο αίματα και δεν λειτουργούσε. Περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο προσπαθώντας να θυμηθεί. Μια κοπέλα που πέρασε δίπλα του τού ψιθύρισε: «Πάει στο νησί». Η κοπέλα ήταν η κόρη του λοχαγού, παλιά φιλενάδα του Κνουτ. Μα ναι! Στο νησί! Κατευθείαν στο νησί με ένα ελικόπτερο ιδιωτικό που του δάνεισε ο ιδιοκτήτης του νησιού. Όταν έφτασε εκεί είδε πως όλα τα σπίτια είχανε πάνω τους το σφυροδρέπανο, βαμμένο κόκκινο από το αίμα του δοντιού του. Πήγε προς το σπίτι με τον τεράστιο κήπο, που εκεί παλιά είχε γεννηθεί ένας ανίκανος πολιτικός. Μπήκε μέσα φωνάζοντας το όνομα του γιατρού. Ο οικοδεσπότης του έδειξε μια πόρτα από την οποία ακούγονταν μουσικές και τραγούδια. Μπήκε και είδε τον οδοντογιατρό του να χορεύει χασάπικο με ένα ποτήρι κρασί στο κεφάλι του επάνω. «Περίμενε», του είπε αυτός, «όταν τελειώσει το γλέντι θα φύγουμε. Θα προλάβουμε. Το αυτοκίνητό μου περνάει από μέσα από τα άλλα αυτοκίνητα χωρίς να βρίσκει αντίσταση.»
Ο Κνουτ πήρε μια καρέκλα, έκατσε και περίμενε. Ξημέρωσε κι ακόμα ο γιατρός του χόρευε.
 

     ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ
(ένα καλό παιδί που γνώρισα στο Λουτράκι)

Δημήτρη, καλός τόπος το Λουτράκι.
Κι απ’ όλους τους θεούς ευλογημένο.
Από μικρό που ήμουνα παιδάκι
μες στην ψυχή την είχα εγώ κλεισμένο.

Γιατί όταν οι γονείς μου εκεί ερχόνταν
για τα ρευματικά κι αρθριτικά τους,
η αφεντιά μου πηγαινοερχόνταν
στης πόλης τους χαρούμενους δρομάκους.

Μετά η ζωή στα νύχια της με πήρε
κι αφού απ’ ό,τι ήμουν άφησε ένα ράκος
«Τώρα», μού είπε, «όπου θέλεις σύρε...»
Κι εγώ, ένας αξιολύπητος γεράκος,

γυρνώ και βλέπω τα παλιά μου μέρη
για τελευταία θωρώντας τα φορά μου
προτού το σπλαχνικό του Χάρου χέρι
την ύστατη αυτή κόψει χαρά μου.

Αλλ’ ας τελειώνω-γρήγορα τους νέους
τα λόγια των μεγάλων τους κουράζουν.
Σειρήνες άλλου τους καλούνε Χρέους-
άλλες φωνές Χαμού αυτούς τους κράζουν.

Μα θέλω να σου πω προτού σ’ αφήσω
πως σ’ όποια κι αν φωνή εσύ απαντήσεις,
ό,τι κακό θα το αφήσεις πίσω
κι όλο καλά στη ζωή σου θα τρυγήσεις.

Παιδιού ενός έξυπνου καθώς εσένα,
και θαρραλέου, και με καθάριο μάτι,
η ζωή του δε θα πάει στα χαμένα
σε όποιο κι αν βαδίσει μονοπάτι:

Παιδί που βγαίνουν από την ψυχή του
λέξεις καθώς «Λογοτεχνία...» «βιβλίο...»
το σύμπαν όλο συμμαχεί μαζί του
να του σμιλέψει εύκαρπο ένα βίο.

ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΖΑΪΡΑΣ, ΤΟΥ ΣΚΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΝΈΛΛΗΣ
(Βιβάρι, 2000)

Της ζωής σου τον δρόμο ως τραβούσες
μαχαιριά του θανάτου στον κλείνει.
Και ξερόφυλλα εκεί όπου ανθούσες.
Και χαρά όπου σκόρπαες, οδύνη.

Ζωντανή λαμπερή και δροσάτη,
και ξυπνή και καλή κι όλη χάρη,
κάθε ανθρώπινο έτερπες μάτι
σε Τολό, Ίρια, Ασίνη, Βιβάρι.

Και στιγμή ούτε μια δε στεκόσουν-
μονο έτρεχες όλο, πηδούσες...
Κι όλος ήταν ο κόσμος δικός σου.
Κι αθωότητα εντός του σκορπούσες.

Μα ως τίποτα ωραίο δεν πεθαίνει
μόνο αχάλαστο στέκει απ΄ το Χρόνο
και για πάντα η ιδέα του μένει
καθώς άνθος σε νιο πάντα κλώνο,

έτσι εσύ σ’ άλλη τώρα μια Πλάση,
ζωντανή πιο από πριν τριγυρίζεις
και πια τίποτε δε θα χαλάσει
τη ζωή που εκεί πέρα γνωρίζεις.

Με αγάπη και συ μας θυμάσαι.
Και τη Νέλλη πιο πάνω  απ΄όλους,
μακριά που σε δίδαξε να ΄σαι
από μίση, κακίες και δόλους.

Κι απ’ όπου είσαι, ανεξίκακο πλάσμα,
Γεφυρώνετε, εσυ και η Νέλλη
Των δυο κόσμων σας το άπονο χάσμα
Με αγάπης αμάραντα βέλη.
 

          Τσιγγάνες-οι ελεύθερες

Για σπίτι σκηνή που γοργά τη μαζεύεις
σε άλλονε τόπο να πας σα γυρεύεις,
χωρίς αίμα να ΄χεις σαν άλλους να φτύσεις
η ώρα σα θα  ’ρθει ένα τόπο ν’ αφήσεις.

Εδώ το τσουκάλι, εδώ τα φουστάνια,
εδώ τα πολύχρωμα, ωραία γιορντάνια,
τα ξόρκια, τα ντέφια,οι χάντρες, η φούστα
κι αντίς γι αυτοκίνητο να και η σούστα.

Κι ιδού τες στο δρόμο! Λυγώντας τη μέση,
λυγώντας το σώμα που λες και θα πέσει,
τραβάνε στου ήλιου τους όλα τα μέρη,
κανείς απ΄τους σκλάβους εμάς που δεν ξέρει.

Και λεύτερες πάντα κι απ΄όλα κομμένες
κι η μία την άλλη μονάχα δεμένες
τραβούν μ΄ αξιοπρέπεια το δρόμο του Ανθρώπου
που εμείς καταλούμε στα νύχια όποιου τόπου.   
 

 ΟΙ ΚΩΜΟΠΟΛΕΙΣ
(Πράβι 1971)

Στις πόλεις τις επαρχιακές
τις ορεινές
και τις μικρές
κάνουν χρυσές δουλειές τα μαγαζάκια
που υλικά σφραγίσματος οπών πουλάνε:
Προλήψεις, Άγνοια, Ηθική, Αιδώ, Βλακεία.

Και τρέχουν οι γυναίκες κι αγοράζουν από κει
ό,τι νομίζουνε πως τους πηγαίνει, ή ό,τι
της πόλης τους διατάζει η μόδα,
και σφιχτοκλειούν τα αιδοία τους μ' αυτά.

Κι όταν οι άντρες
στου δέρματός τους τα στενά σφιχτά κλεισμένοι
ν' ανοίξουν προσπαθούν με το κλειδί τους
και να γνωρίσουν της γυναίκας το κορμί-πάει να πει
το ιερό καθήκον τους να κάνουν-
βρίσκουν την κάθε κλειδαρότρυπα κλειστή.
Και πια,
καθώς φυλακισμένοι στο κελί τους κάνουν:
ολημερίς δάπεδου κάποιου
τα βρωμερά μετράνε τα πλακάκια.
Ή, οι εξυπνότεροι,
ένα μικρούλι μαγαζί κι αυτοί
με υλικά σφραγίσματος ανοίγουν.

Και πάνε στο χαμό οι τέτοιες πόλεις και μετράν
σα διόλου να μην έχουνε κάτω απ’ τον ήλιο υπάρξει.

          (στην κυρία Ρωρερκάρ)

Η πόλη κόκκινο γιορντάνι λαμπερό
στολίστηκε όλη και παντού ακούς τραγούδια-
τραγούδια που ’χαν ν' ακουστούνε για καιρό-
κι ωραίον εστήσανε χορό φως και λουλούδια.

Σήμερα ο ήλιος γελαστός έχει φανεί.
Σήμερα επιάστηκε στο δόκανο η λύπη.
Σήμερα πια η καρδιά δεν είναι ορφανή.
Σήμερα φέγγουν ανθηρά βραγιές και κήποι.

Να 'ναι που οι άρχοντες μοιράζουνε φλουριά;
Να 'ναι που διώξαν τους εχθρούς από τη χώρα;
Να 'ναι που κάθε θάλασσά μας και στεριά
της λευτεριάς της τώρα χαίρεται τα δώρα;

Ίσως γι αυτά ετούτοι όλοι να γελούν.
Μα τη χαρά μου 'χει εμένανε φερμένη
κάτι όχι τέτοιο που οι χρόνοι καταλούν,
παρά του γέλιου σου η λάμψη, αγαπημένη.

 ΓΙΑΤΊ ΕΝΎΧΤΩΣΕ

Να ’ναι η Ζωή ένας Βουνίσιος Άνεμος
και μια Πνοή του συ να είσαι.
Να ’ναι οι Δρόμοι σου μέσα στον Κόσμο
μια καλά σχεδιασμένη Οδοιπορία
με Σιωπή εδώ,
Μοναξιά εκεί,
Νοσταλγία πιο πέρα.

Και ολ’ αυτά
μια προετοιμασία να είναι
για τη Στιγμή, που,
με της Υπομονής και του Αιώνιου  
την Αχάλαστη Σκόνη φορτωμένη,
θα ’ρθει και-μητέρα γνοιαστική-
το παιδί της,
γιατί πια ενύχτωσε,
θα μαζέψει.

Γραμμένο για ένα δεκατρίχρονο κορίτσι
που μου ζήτησε να της γράψω ένα ποιηματάκι
που τους ζήτησε η "κυρία",
με αφορμή τη λήξη του μαθήματος
της «Οδύσσειας» που έκαναν όλο το χρόνο.

Δε θέλω το ταξίδι να τελειώνει.  
Θέλω όλο να πηγαίνω... να πηγαίνω...
να φεύγουνε οι μήνες και οι χρόνοι
κι εγώ στο δρόμο πάντοτε να μένω.

Γι αυτό λυπήθηκα που του Οδυσσέα
τέλειωσε το ταξίδι το μακρύ του,
που μέρη εγνώρισε σε κείνο νέα
και που κι εγώ εγνώρισα μαζί του.

Γυναίκες που τους άντρες βασανίζουν,
λωτούς που όσοι τους τρων όλα ξεχνάνε
γίγαντες τα καράβια που βυθίζουν,
θεούς που όσους αγαπούν βοηθάνε.  

Μ' από την άλλη πάλι νιώθω λύπη
για του Οδυσσέα τα πολλά τα πάθη
και λέω ταξίδι σαν αυτό να λείπει
κι ας είναι μύρια όσα θα μας μάθει.

Πάλι δεν ξέρω... αφού είχε ο ποιητής μας-
ο μέγας Όμηρος-έτσι θελήσει
καλά έκανε κι έπαιξε μαζί μας
κι έχει τον Οδυσσέα ταλαιπωρήσει.

Η ΒΙΒΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙ!
(Τρίπολη, Μάης 2002)

Η Βιβή! Μία γυναίκα που διαβάζει!
Τι γυναίκα-πες κορίτσι δροσερό!
Ω! Το λαό μας βλέπω γρήγορα ν' αλλάζει
και να γίνεται όπως πάντα καρτερώ.

Αφού μια μικρή κοπέλα τα βιβλία
για καλλίτερη παρέα θεωρεί
ω! του κόσμου μας θ' αλλάξει η Ιστορία
κι άλλοι θα 'ρθουνε-καλλίτεροι Καιροί!

Το πρωί το μεροκάματο να βγάλει...
και τ' απόγεμα το σπίτι... τα παιδιά...
όλη αυτή η καθημερνή μεγάλη ζάλη
απ' τα χέρια της μονάχα να περνά...

Και να βρίσκει μ' όλα αυτά την ευκαιρία
και -αλήθεια!- να διαβάζει η Βιβή!
ενώ άλλες συνεχώς κοκεταρία
και μυαλό έχουν μονάχα για τιβί.

Ολα αυτά δεν είναι λίγα, κι ας φαντάζουν.
Η Βιβή κρατεί την τύχη όλης της γης:
μηχανές ψυχρές θα μας εξουσιάζουν
ή η θέρμη της ανθρώπινης ψυχής;

Ω! Ελπίδα που εφύτρωσε στα μύχια
της ψυχής μου που διψάει γι ανθρωπιά
ενώ γδέρνεται απ' της Τρίπολης τα νύχια
που θηριώδης τα κινεί απανθρωπιά!

Ω! Ελπίδα πως η πόλη των ανθρώπων
τα βιβλία που 'χουν πλήρως αρνηθεί,
η μαγιά κάποιας Βιβής θα βρει τον τρόπο
να την κάνει πάλι εδώ να τα δεχτεί!..  

Α! Βιβή μου που το διάβασμα σ’ αρέσει
απ' τα βάθη της καρδιάς σ' ευχαριστώ
που στην πόλη αυτή σκοτάδι που έχει πέσει
φως νυκτός κρατάς ες;y ένα ανοιχτό. 

"ΠΟΙΗΤΕΣ" ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ

Πολλοί «ποιητές» μα ποίηση καθόλου.
Τι πόλις είν’ αυτή συφοριασμένη;
Με το πενάκι του φριχτού τού δόλου
ειν' οι γραφιάδες της ερωτεμένοι.

Και γράφουν τάχα ποιήματα, με στίχους
που ούτε από χάρη ούτε από πάθος πάλλουν
κι αν τους το πεις, αφήνουνε κάτι ήχους
σαν λύκων συντροφιές αρές που ψάλλουν.

Που 'ναι τα νιάτα να 'βγουν να φωνάξουν;
Που 'ναι τα νιάτα όλα να τ' αλλάξουν;
Που 'ναι τα νιάτα ένα "α!" να πούνε μόνο
να 'χουνε ποίηση για ένα χρόνο;

Της Τρίπολης των νιάτων πού ειν' η ζάλη
που στη γωνιά όλους αυτούς θα βάλει;
Πού είναι νέα ποιήματα να γράψει
κι αυτούς κάτω απ' το πρώτο να τους θάψει;

Αχ! που δεν ξέρετε τη δύναμη σας!
Αχ! που σας έχουν κόψει την ορμή σας!
Αχ! νέοι μου άμοιροι! άψυχο κουφάρι!
που κάθε ικμάδα σας σας έχουν πάρει.

Ουτ' ένας δεν υπάρχει να γκρεμίσει
κάθε παλιό και νια όλα να τα χτίσει.
Γραφτό την Τρίπολη να εξουσιάζουν
αυτοί που στο χαμό της τη δικάζουν.

Τρίπολη 2002

ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
(Γιορτή βιβλίου στην πλατεία του Άρεοςτο 2003)

Δυο κορίτσια μου γελάνε
άνθη ανοίγουν κι ευωδάνε
και μεθούν τη γύρω φύση
με χαράς γλυκό μεθύσι.

Δυο κορίτσια μου μιλούν
ρυάκια γάργαρα κυλούν
και το αλλέγρο τους τραγούδι
δροσοστάλαχτο λουλούδι.

Κι αχ ζευγάρια δυο ματάκια
που ας γινόταν δυο λεφτάκια
να ερχόνταν κι από δω
και να βλέπαν ό,τι εγώ:

να 'δουν πόδια, να 'δουν χέρια
να 'δουν άσπρα περιστέρια
να ’δουν χείλια και φιλιά
κι όλο μέλι αγκαλιά

και να νιώσουν τι μαρτύρια
τόσα κάλλη δίνουν μύρια
και ποινή να ξέρουν ποια
θα ' χουνε γι αυτό βαριά.

Και μετά ξανά πια μπαίνουν
στις τρυπίτσες πoυ ομορφαίνουν,
να μας βλέπουν από κει
όπως πάγοι πολικοί,

που κι οι γήινοι να λιώσουν
κείνοι δε θα τελειώσουν-
μ' ειρωνεία θα μας κοιτάζουν
και κρυφές ματιές θ' αλλάζουν.

Και στην Κόλαση μον’ του Άδη
μεις θα βρούμε ίσως χάδι-
αν η θέρμη της η τόση
τα παγόβουνα θα λιώσει...

Βρε για δες τι πάει και κάνει
ο θεός μας-το φουστάνι!
βρε για δες πού οδηγεί
η όλο αιμάσσουσα πληγή:

με την όμορφη γιορτή
δυο γυναίκες ασσορτί,
και γι αυτές εγώ να γράφω
μ’ ένα πόδι μες στον τάφο...
 

ΣΤΟ ΚΟΡΊΤΣΙ ΜΕ ΤΟ “TOUCH”
(γραμμένο στο πίσω μέρος του παντελονιού
μιας σερβιτόρας, στο πανηγύρι της Τεγέας του 2004)

Τι πήγες κι έγραψες
στο παντελόνι σου;
Και άλλοι στο 'πανε
ή το 'βρες μόνη σου;

Κι άλλο δεν ύπαρχε
μέρος να το 'γραφες-
γιατί στο πι' όμορφο
πήγες και το 'βαλες;

Κι αν θεονήστικος
κάποιος το διάβαζε
και χέρι πάνω του
υπάκουα θα 'βαζε,

θα 'φταιγε ο έρημος;
Όχι! Θα πλήρωνε
για κάτι που άθελα
θα τον επύρωνε.

Στο χέρι ας το 'βαζες
(εκεί ας σ' άγγιζαν).
Ή στον αστράγαλο
(τόσο δε θα 'σκυβαν)-

Μα ε κ ε ί το έβαλες-
προκλητικότατα-
και δε θα σου φερθούν
με ιπποτικότητα

οι νέοι ου μην αλλά
κι οι εσχατόγηροι,
που μόνη έγνοια τους
ειν' οι ποδόγυροι...

Άλλαξ' τα ρούχα σου
και μην κολάζεις μας
και τις καλές μη συ
κακαίνεις πράξεις μας.

Είμαστε άνθρωποι-
πλάσματα αδύναμα
και δεν ελέγχουμε
κάθε μας κίνημα.

Λίγο το χέρι μας
αν θα εξέφευγε
κάποιο μας μάγουλο
πολύ θα έκαιγε

και θα επόναγε
απ' το σκαμπίλι σου.
Άλλαξ' τα ρούχα σου-
είμαστε φίλοι σου!

Ένα "guess" να 'γραφες
εκεί τουλάχιστο
και το "touch" τ' άτιμο
για κείνες άφηστο,

που ή το γράψουνε
ή δεν το γράψουνε
δε θα γυρίσουνε
να τις κοιτάξουνε.

Άυτά για να ' χουμε
καρδιά σα 'ρχόμαστε
κι από ένα "ακούμπα με"
να μην καιγόμαστε.

Αλλιώς χωρίς φαϊ,
θα καταντήσουμε
πετσί και κόκκαλο-
και θα ψοφήσουμε.

Σώσε μας. Ξήλωστο
το "tauch" το άπονο
και πια δε θα ' χουμε
από σε παράπονο.

Τότε την τύχη μας
θα σιχτιρίζουμε
που ούτε ένα σου άγγιγμα
μεις δεν αξίζουμε…

Από φίλο και συμμαθητή στη Σχολή, πήρα ένα γράμμα μετά τόσα χρόνια, που άρχιζε: "Αγαπητέ συμμαθητή"...  Ούτε "φίλε Γιώργη", ούτε "Γιώργη", αλλά, "Αγαπητέ συμμαθητή"...
Έχει προχωρίσει τόσο αυτός;
Έχω μείνει εγώ τόσο πίσω;  

ΑΓΑΠΗΤΕ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗ…

Πώς μας επήρε ο Άνεμος! Πώς ο Καιρός μας πάει!
Εχθροί μας πώς οι Φίλοι μας οι παλαιοί έχουν γίνει!
Πώς όλο Αγάπη μια Ζωή, Μίσος γεμάτη κλείνει-
Ο Φίλος πώς "αγαπητός συμμαθητής" μετράει!..

Κι αντίς ως πριν, ελπίζοντας, η Ζήση να κυλάει,  
στης Μοναξιάς και στου Χαμού τώρα χιμάει τη Δίνη.
Στα γκρέμια του Ονόματος κενές εκφράσεις στήνει.  
Και μπρος μας Τείχη αδιάβατα-κάσας  σανίδες πλάι.

"Αγαπητέ συμμαθητή»!.. Πώς νύχτωσε τριγύρω...
Α! Μύρα που της Ζήσης μας το Δέντρο θα σκορπούσε
αν λίγο μες στον Κόσμο Αυτόν Κάτι μας αγαπούσε...
Μα κάθε Φως τώρα σβηστό και κάθε Πάθος στείρο.

Κι όχι της Γης μία Στροφή μα η Νύχτα η Αιώνια
θαμμένους μέσα στ’ Άσπρα της και Κρύα μας έχει Χιόνια.
 

ΤΕΓΕΑΤΙΚΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ…  
(Πανηγύρι της Τεγέας 2004)

Τεγεάτικα κορίτσια
το πουλάτε το φιλί;
Και με νάζια και καπρίτσια
ή ελεύθερα πολύ;  

Και πουλάτε ίσως το χάδι
ή χαρίζεται κι αυτό;
Και ημέρα-πότε;-ή βράδυ;
Κι είναι κρύο ή καυτό;

Μες στ’ ωραίο πανηγύρι
του Δεκαπεναύγουστου
μη μια μέλισσα τη γύρι
φέρνει νέου πρωτάκουστου;

Μην ατέλειωτα μετράνε
κέφι ξέρφενο και μπρίο
κι όσοι στην Τεγέα πάνε
Ντε Τζανέιρο θα ’βρουν Ρίο;

Και οι γέροι μη αν ντυθούνε
νεαροί, και το θελήσουν
θα μπορέσουνε να βρούνε
μια κοπέλα να φιλήσουν;
 

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Η ΝΊΚΗ

Ο βασιλιάς καθόταν στον χρυσό του θρόνο.
Λίγο θλιμμένος.
Λίγο σκεφτικός.

Δίπλα του
πάνω στον άδειο θρόνο της βασίλισσας
ήρεμα ακουμπισμένο
το γράμμα του αρχιστράτηγου
και το μαχαίρι με το φρέσκο του αίμα-
μόλις φτασμένα και τα δυο:
"Μεγαλειότατε
αλλάξαν όλα.
Ο εχθρός εμπήκε.
Ατίμασα τα όπλα μου και την πατρίδα.
Αυτοκτονώ"
Κι απέξω από την πόρτα περιμένοντας
για να τον συγχαρούν
για μία νίκη που σε ήττα είχε αλλάξει,
οι ευγενείς, οι άρχοντες, ο κλήρος.

Έντεκα χρόνια βασιλιάς-έντεκα χρόνια πόλεμος.
Πόλεμος αδυσώπητος.
Σκληρός.
Έχασε στρατηγούς και στρατηγούς
κι αμέτρητους στρατιώτες.
Τέλος κουράστηκε
(πόσες φορές δεν είπε να τα παρατήσει...)

Αλλά κι ο εχθρός...
πανίσχυρος.

Tι εχθρός-απλά τονε ζηλεύαν
και βάλθηκαν να τονε καταστρέψουν.
Ως για προφάσεις άλλο τίποτα…   

Και χτες όλα τελειώσανε με νίκη.
Επιτέλους δικαιώθηκε.
Πληρωμένη ακριβά δικαίωση,
όμως δικαίωση.

Ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους και αλάλαζε.
Φωτιές χαράς στις γειτονιές.
Τραγούδια επινίκια σε σπίτια και πλατείες.
Βέβαια
έντεκα χρόνια-μια ζωή-αγώνας
λίγο δεν ήταν δα.
Αυτό πολύ καλά κανείς το νιώθει.

Χτες όλα αυτά.
Και τη νύχτα...
Πότε προλάβανε κι ανασυντάχτηκαν;
Ποιες ενισχύσεις-κι από πού-τους ήρθαν;
Κι ορμή καινούργια τόση πού τη βρήκανε;
Χυμήξαν ξαφνικά
κι ότι είχε κερδηθεί το ξαναπήρανε
κι ότι κρατιόταν από πριν και από πάντα το αρπάξανε.
Γκρεμίζουνε, σκοτώνουνε, καίνε ακόμα...
Τις λεπτομέρειες του τις έφερε αυτός
που ’φερε και το γράμμα.
Ο ίδιος που έμπηξε και το μαχαίρι στην καρδιά του αρχιστράτηγου.

Ε! Πάει πια!
Τελείωσε κι ο πόλεμος.
Τέλειωσε κι η ζωή-ε!
Κάτι έπρεπε κι αυτή κανείς να τήνε κάνει...

Πάει κι αυτό λοιπόν.
Εμπήκανε.
Μέχρι το βράδυ θα ’ναι εδώ.

…Μα όλοι εδώ γιορτάζουνε τη νίκη.
Κι οι έμπιστοί του περιμένουν να τον συγχαρούν.

Ας έρθουνε λοιπόν!
Δε θα τους έλεγε τα τελευταία νέα.
Ας έρθουνε.
Και να το μάθαιναν αμέσως τώρα
καλλίτερα τα πράγματα να γίνουν δεν μπορούνε.
Ύστερα την αξίζουνε αυτήνε τη χαρά οι υπήκοοί του.
Χρόνια την επερίμεναν.
Άνθρωποι αγαθοί.
Και αγαπούν το βασιλιά τους.
Μετά-πού ξέρεις,
μπορεί η ήττα αυτή να είναι νίκη
(που 'ναι κι εκείνος ο ψευτοφιλόσοφός του-τέτοια
πόσα δε θα 'χε να του πει μια τέτοιαν ώρα...)

Λοιπόν εμπρός.
Ας μπούνε.
Να κρύψει το μαχαίρι μόνο και το γράμμα
(κι αυτός ο αρχιστράτηγος πολύ ευαίσθητος…)
κι ένα χαμόγελο ευφροσύνης να φορέσει
συγκαταβατικό και κουρασμένο
σαν ανεξέταστης παραδοχής.

"Θαλαμηπόλε! Άνοιξε τις πόρτες!" …

Πού χάθηκε κι αυτός...
Καλά. Θ’ ανοίξει μόνος του τις πόρτες.
Συμβαίνει κάποτε ένας βασιλιάς
πράξεις να κάνει άλλοτε ασυνήθιστες.

Σηκώθηκε.
Τραβώντας προς την πόρτα
σκεφτόνταν πως οι ευχές των επισήμων
σαν μύρο ζωής θα έπεφταν στο σώμα πάνω τού θανάτου
(αρέσκονταν ο βασιλιάς σε τέτοιες σκέψεις).

Ετράβηξε τον σύρτη.

Η ΝΊΚΗ

Ο βασιλιάς καθόταν στον χρυσό του θρόνο.
Λίγο θλιμμένος.
Λίγο σκεφτικός.

Δίπλα του
πάνω στον άδειο θρόνο της βασίλισσας
ήρεμα ακουμπισμένο
το γράμμα του αρχιστράτηγου
και το μαχαίρι με το φρέσκο του αίμα-
μόλις φτασμένα και τα δυο:
"Μεγαλειότατε
αλλάξαν όλα.
Ο εχθρός εμπήκε.
Ατίμασα τα όπλα μου και την πατρίδα.
Αυτοκτονώ"
Κι απέξω από την πόρτα περιμένοντας
για να τον συγχαρούν
για μία νίκη που σε ήττα είχε αλλάξει,
οι ευγενείς, οι άρχοντες, ο κλήρος.

Έντεκα χρόνια βασιλιάς-έντεκα χρόνια πόλεμος.
Πόλεμος αδυσώπητος.
Σκληρός.
Έχασε στρατηγούς και στρατηγούς
κι αμέτρητους στρατιώτες.
Τέλος κουράστηκε
(πόσες φορές δεν είπε να τα παρατήσει...)

Αλλά κι ο εχθρός...
πανίσχυρος.

Tι εχθρός-απλά τονε ζηλεύαν
και βάλθηκαν να τονε καταστρέψουν.
Ως για προφάσεις άλλο τίποτα…   

Και χτες όλα τελειώσανε με νίκη.
Επιτέλους δικαιώθηκε.
Δικαίωση πληρωμένη ακριβά, όμως δικαίωση.
Ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους και αλάλαζε.
Φωτιές χαράς στις γειτονιές.
Τραγούδια επινίκια σε σπίτια και πλατείες.
Βέβαια
έντεκα χρόνια-μια ζωή-αγώνας
λίγο δεν ήταν δα.
Αυτό πολύ καλά κανείς το νιώθει.

Χτες όλα αυτά.
Και τη νύχτα...
Πότε προλάβανε κι ανασυντάχτηκαν;
Ποιες ενισχύσεις-κι από πού-τους ήρθαν;
Κι ορμή καινούργια τόση πού τη βρήκανε;
Χυμήξαν ξαφνικά
κι ότι είχε κερδηθεί το ξαναπήρανε
κι ότι κρατιόταν από πριν και από πάντα το αρπάξανε.
Γκρεμίζουνε, σκοτώνουνε, καίνε ακόμα...
Τις λεπτομέρειες του τις έφερε αυτός
που ’φερε και το γράμμα.
Ο ίδιος που 'μπηξε και το μαχαίρι στην καρδιά του αρχιστράτηγου.

Ε! Πάει πια!
Τελείωσε κι ο πόλεμος.
Τέλειωσε κι η ζωή-ε!
Κάτι έπρεπε κι αυτή κανείς να τήνε κάνει...

Πάει κι αυτό λοιπόν.
Εμπήκανε.
Μέχρι το βράδυ θα ’ναι εδώ.

Μα όλοι εδώ γιορτάζουνε τη νίκη.
Κι οι έμπιστοί του περιμένουν να τον συγχαρούν.

Ας έρθουνε λοιπόν!
Δε θα τους έλεγε τα τελευταία νέα.
Ας έρθουνε.
Και να το μάθαιναν αμέσως τώρα
καλλίτερα τα πράγματα να γίνουν δεν μπορούνε.
Ύστερα την αξίζουνε αυτήνε τη χαρά οι υπήκοοί του.
Χρόνια την επερίμεναν.
Άνθρωποι αγαθοί.
Και αγαπούν το βασιλιά τους.
Μετά-πού ξέρεις,
μπορεί η ήττα αυτή να είναι νίκη
(που 'ναι κι εκείνος ο ψευτοφιλόσοφός του-τέτοια
πόσα δε θα 'χε να του πει μια τέτοιαν ώρα...)

Λοιπόν εμπρός.
Ας μπούνε.
Να κρύψει το μαχαίρι μόνο και το γράμμα
(κι αυτός ο αρχιστράτηγος πολύ ευαίσθητος)
κι ένα χαμόγελο ευφροσύνης να φορέσει
συγκαταβατικό και κουρασμένο
σαν ανεξέταστης παραδοχής.
"Θαλαμηπόλε! Άνοιξε τις πόρτες!" …

Πού χάθηκε κι αυτός...
Καλά. Θ’ ανοίξει μόνος του τις πόρτες.
Συμβαίνει κάποτε ένας βασιλιάς
πράξεις να κάνει άλλοτε ασυνήθιστες.

Σηκώθηκε.
Τραβώντας προς την πόρτα
σκεφτόνταν πως οι ευχές των επισήμων
σαν μύρο ζωής θα έπέφταν στο σώμα τού θανάτου
(αρέσκονταν ο βασιλιάς σε τέτιες σκέψεις).

Ετράβηξε τον σύρτη.
 

  ΣΤΟ ΜΑΡΑΚΙ ΜΟΥ

(μιας και δεν μπορούσα να τα
πω στήν κυρία Ρωρερκάρ,
τα είπα στην εφτάχρονη κόρη της)

Βρε για στάσου! Τι έχω πάθει;
Πώς την Τρίπολη αφήνω
δίχως κάτι τι να γράψω
για το κοριτσάκι εκείνο

που ομορφότερο δεν είναι
άλλο μες στην πόλη ετούτη,
λες κι ο θεός μόνο σε κείνο
χάρισε όλα του τα πλούτη-

ντροπαλότητα κι ευγένεια!
πρωτοφάνταχτη ομορφάδα!
και κομψότητα, και χάρη,
τρόπους, ήθος, εξυπνάδα!..

Και απ΄ όλα τα πιο πάνω
τα καλά που είπα τα τόσα,
ένα μόνο αν είναι ψέμα,
να μου κόψει ο θεός τη γλώσσα!

Κι ομορφότερο κουκλάκι
αν θα βρει κανείς στην Πλάση,
από τ΄ άσπρα μου τα γένια
δέχομαι να με κρεμάσει.

Κι αν κανένας, κοριτσάκι
δει στην πόλη πιο ωραίο
τότε εγώ τα ποιήματά μου
(τόσο που αγαπώ!) τα καίω.

Σοβαρότητα γεμάτο
μες στο δρόμο περπατάει,
δεν αργεί και δε χαζεύει,
και σ΄ αγνώστους δε μιλάει.

Απ΄το σπίτι στο σχολείο
κι από το σκολιό στο σπίτι
και το βήμα του ταχύνει
σα θα δει κάποιον αλήτη.

Και δεν κάνει όπως τ΄ άλλα
τα κορίτσια κουταμάρες.
Κι ούτε γνοιάζεται για μόδες
και στολίδια και φανφάρες.

Παντελόνι φτάνει μόνο
και μπλουζί να βάλει άσπρα,
κι οι αγγέλοι τη ζηλεύουν
και της πιάνουν κάκια τ΄ άστρα.

Σε κομμώτριες δεν πάει
να χτενίζει το μαλλί της
κι ούτε ανάγκη σκουλαρίκια
να κρεμάσει έχει στ΄ αυτί της.

Κι όμως, όλα τα ωραία
της Τριπόλεως τ΄αγόρια
για χατήρι της πιανόνται
και μαλώνουν σαν κοκόρια.

Αλλά όμως το Μαράκι
που μυαλό έχει στο κεφάλι
σημασία καμμιά δε δίνει
σ΄ όποια τέτοια βλέπει πάλη.

Τα μαθήματά του έχει
για φροντίδα του μονάχη
και για να τα μάθει, η μόνη
είναι αυτό που δίνει μάχη.

Και γι αυτό στη γειτονιά μας
τη μικρή, όλοι όσοι ζούνε,
για τ΄ ωραίο το Μαράκι
καλό λόγο έχουν να πούνε.

Και καλλίτερον απ΄όλους
λέω εγώ, που κάθε μέρα
ίδιες σκάλες ανεβαίνω
κι αναπνέω ίδιον αέρα,

μιας και μένουμε κι οι δύο
Σοφοκλέους νούμερο τρία
και μαζι κι οι δυο τραβάμε
της Τριπόλεως τα κρύα.

Μα, μικρούλι μου ομορφούλι,
απ΄ της πόλης σου τα μέρη
με φυσάει με μανία
της ζωής τώρα τ΄ αγέρι.

Και προτού απ΄ το φύσα φύσα
σα σημαίας ράκη γίνω,
άλλο δεν μπορώ να κάνω:
τα μαζεύω και του δίνω!

Μα πριν φύγω μάθε τούτο:
πως το «γεια σου» που μού είπες
ένα μήνα πριν περίπου-
στο ισόγειο που με είδες-,

που από την αγνή κι αθώα
την ψυχούλα σου εβγήκε,
σ΄ όλαγνη κι αθώα κι εκείνη
μια ψυχή άλλην εμπήκε:

την ψυχή την εδική μου
παιδική κι αυτή που είναι,
οι ψυχές ως όλες είναι
των ποιητών, όπου δε γίνε-

ται χωρίς αγνή κι αθώα
μια ψυχή αυτοί να ζήσουν-
και που μόνο τους αφήνει,
σαν κεράκια όταν σβήσουν.

Και αυτή σου την εικόνα
(στα ολόλευκα ντυμένη
κι ένα «γεια σου» να μου στέλνεις
που στο νου για πάντα μένει)

θα τηνε κρατώ στη σκέψη
ως την ώρα τη στερνή μου.
Και για όσα έχω δώσει
θα ΄ν΄ αυτή η πληρωμή μου.

Και αυτό, καλό, γλυκό μου,
ντροπαλό μου κοριτσάκι,
πιόμα ολόγλυκο θα κάνει
του χαμού μου το φαρμάκι.

Αλλά φεύγοντας δε θέλω
με φαρμάκια να σ΄αφήσω,
παρά θέλω μ΄ένα δώρο
να σε αποχαιρετήσω,

για να με θυμάσαι όταν
θα ΄χω φύγει από την πόλη-
πόλη για την ομορφιά σου
που να λέει έχει όλη.

Κι άλλο δεν μπορώ να κάνω
Παρά ένα ποιηματάκι
Σαν αυτό να σου χαρίσω
Αντί γι άλλο ένα δωράκι.

Γιατί αυτό εσύ το παίρνεις
Από του σπιτιού τη σκάλα
Ενώ θα ΄χα  να στα φέρω
Δώρα αν θα σου ΄κανα άλλα.

Μα στο σπίτι σου να έρθω
και την πόρτα να χτυπήσω
δεν τολμώ, κι όλο τον κόσμο
να ΄θελα να σου χαρίσω.

Και θα είχε όλο το δίκιο
να μου πει όποιος μού ανοίξει:
«τι ζητάς εδώ κύριέ μου;»,
και μια φάπα να μου ρίξει.

Σου επήρα ένα κομπιούτερ,
το αμπαλλάρισα για δώρο,
και στου ισόγειου είχα φτάσει
τον ιερό για μένα χώρο,

και το χέρι μου είχα απλώσει
το κουδούνι να χτυπήσω.
Μα όσα παραπάνω σου ΄πα,
μ΄ έσπρωξαν και πάλι πίσω.

Σ΄ ένα βουλγαράκι πήγα
Και το έδωσα, που ιδέα
Ούτε από κομπιούτερ έχει,
Και στους δρόμους όλο τρέχει.

Και αληθινά σου λέω
δε λυπάμαι για το χρήμα
μα για το κομπιούτερ-πες μου-
τσάμπα πάει, δεν είναι κρίμα;

Τέλος πάντων, δεν πειράζει.
Από σε χρήμα δε λείπει
και γι αυτό διόλου δε νιώθω
για ό,τι έχει γίνει λύπη.

Και στο κάτου κάτου ποίημα
δε θα πάρεις ποτέ άλλο.
Κράτα αυτό λοιπόν Μαράκι
και ας ειν΄λίγο μεγάλο.

Κι αφού φεύγω, άκου ακόμα
και παράπονο ένα που ΄χω,
και που κουβαλώ μαζί μου
σα βαρύ να είναι ρούχο:

Είναι που σε με δεν ήρθες
είτε συ, ο Χρήστος είτε,
κάλαντα των Χριστουγέννων
ή Νέου Έτους να μου πείτε,

σαν μικρά ήσασταν ακόμα.
Κι άλλα έψαχνα, άγνωστά μου,
να μου τα ειπούν παιδάκια,
κι όχι εσείς, που είστε δικά μου.

Χίλια παλιοευρώ κρατούσα
κάθε μια φορά που οι δυο σας
θα τα λέγατε σε μένα
με τον τρόπο τον δικό σας.

Τρεις χιλιάδες κάθε χρόνο
για σας τα ΄χα φυλαγμένα-
για τα κάλαντα που θ΄άκουα
από το Χρήστο κι από σένα.

Όχι γιατί πλούσιος είμαι,
μα γιατί καμιάν αξία
τα λεφτά για με δεν έχουν
και καμία σημασία.

Κι επειδή θα τα ΄χα δώσει
σε παιδάκια δυο, που η ζήση
με χαρίσματα απ΄τα σπάνια
τα ΄χει απλόχερα προικίσει.

Ποιος σας κράτησε το βήμα
δώθε πάνω να μη ΄ρθείτε
με τη θεία σας φωνούλα
και σε μένα να τα πείτε;

Όμως παύω-δε ρωτάω.
Μόνο πριν το Νέο Έτος
φεύγω, πριν να δω και πάλι
πως δε θα ΄ρθετε ούτε φέτος.

Κάκια όμως δεν κρατάω
(πώς θα το ΄κανα γι αγγέλους;)
μόνο πίκρα μια μεγάλη
που θα μ΄ έχει μέχρι τέλους.

Μα εμπρός! Τραγούδι πιάστε
σεις μικρό, εγώ μεγάλο
κι ας ριχτούμε ο καθένας
στης ζωής τον όποιο σάλο!

Όσο οι άνθρωποι υπάρχουν
και η γη όσο γυρίζει,
τα παράπονα δε σώνουν
κι η ομορφιά θα ξεχειλίζει.

Μπρος! Καινούργιες  περιπέτειες!
Μπρος! Καινούργια καρδιοχτύπια!
Για καινούργιους μπρος γειτόνους-
γέρους, γριές, και νιες, και νήπια!

Μπρος! Η ζήση καρτεράει-
οι ανοιχτές της οι αγκάλες
χίλια μύρια έχουν ισόγεια
και τριώροφα με σκάλες!

Ας αφήσω πια τις κλάψες
και τ΄αποχαιρετιστήρια-
οι ταμίες του μέλλοντός μας
τσάμπα δίνουν εισιτήρια

για χαρές, για διασκεδάσεις,
για ωραίες γνωριμίες-
οι θεοί του μέλλοντός μας
από μας ζητούν θυσίες.

Ας τρυγήσουμε τα κάλλη
κάθε Άνοιξης και Θέρους!
Κι άλλα θα ΄βρω εγώ κουκλάκια
και ποιητές  συ συνεταίρους.

Ζήτω ο κόσμος ο μεγάλος!
Μια γωνίτσα η Σοφοκλέους!
Ζήτω η ζάλη της ελπίδας
που μας έχει πάντα νέους!

Ζήτω τα όμορφα ταξίδια!
Ο θεός ο Έρως ζήτω!
Ζήτω οι έξυπνοι ανθρώποι!
Ζήτω ακόμα κάθε βλήτο!

Όλοι έχουν εδώ πάνω
το δικαίωμα να ζήσουν,
να χαρούνε, να χορέψουν,
κι όλοι τους να ευτυχήσουν.

Κι όπου βρει την ευτυχία
ο καθένας, χαρισμά του
κι ας τη βρήκε ίσως μέσα
στα σκοτάδια του θανάτου,

κι ας τη βρήκε στο μεθύσι,
στα χαρτιά ή στην αγάπη,
στον Ιππόδρομο, στον τζόγο,
ή στης θάλασσας τα πλάτη.

Περί ορέξεως ου λόγος.
Κάθε άνθρωπος και λόξα.
Άλλα όνειρα, άλλες σκέψεις,
άλλα βέλη, άλλα τόξα.

Απ΄ αυτές τις μπούρδες όμως
να κρατήσεις συ Μαράκι
ένα πράγμα: ότι κάθε
αγοράκι ή κοριτσάκι,

κάθε άνθρωπος μεγάλος,
ή μικρός, ή όποιος να ΄ναι,
είναι κάποιος που όμοιός του,
κανείς άλλος δε θε΄ να ΄ναι.

Πλάσμα που για μια μονάχα
φάνηκε φορά στην Πλάση,
και μ΄ αυτό ίδιο, κανένα,
και ποτέ δε θα περάσει.

Και αυτό σημαίνει ότι
μόνο συ μπορείς να κρίνεις
τι σε σένανε ταιριάζει,
τι απορρίπτεις, τι εγκρίνεις.

Όπως είναι το δικό σου
το μυαλό, δε θα ΄ρθει άλλο,
κι αν το σύμπαν μας ακόμα
όσο ήθελε ειν΄μεγάλο,

κι όσοι κι αν θα γεννηθούνε
σ΄ όποια αστέρια, κι όσοι ανθρώποι,
κι όσοι κι αν κατοικηθούνε
από ανθρώπους, κι όποιοι τόποι.

Κι αφού ξέρεις πια Μαράκι
τη μοναδικότητά σου,
είσαι υπεύθυνη για όλα
που είναι μοναχά δικά σου.

Το σχολείο, τα βιβλία,
τις παρέες, το φαί σου,
μ΄ ένα λόγο για την ίδια
είσαι υπεύθυνη ζωή σου.

Τη ζωή που είναι δικιά σου
κι άλλου κανενός. Τελεία.
Και ας λέει ό,τι θέλει
όποιος κύριος ή κυρία.

Είχαμε...-α!- στα «ζήτω» μείνει.
Ζήτω το λοιπόν τα πάντα.
Το χαρτί, η κιμωλία,
το μολύβι σου, η τσάντα!

Ζήτω! Πες και συ Μαράκι
σ΄όλα γύρω σου κι εντός σου!
Ζήτω! Και ιδές-ο κόσμος
ευθύς έγινε δικός σου.

Ζήτω η φύση η αιώνια,
η καλή ζήτω η φιλία,
ζήτω τα όμορφα τ΄ αγόρια,
ζήτω-φευ-και τα σχολεία!..

Αλλά φόρα έχω πάρει
και δε λέω να τελειώσω.
Γεια σου το λοιπόν Μαρία
που πεντάμορφη είσαι τόσο.

Και σ΄ ευχαριστώ και πάλι
για το «γεια σου» αυτό που μου ΄πες
που αξίζει όσο βραβείων
ασημένιες χίλιες κούπες.

Γεια σου. Και να με θυμάσαι.
μια φορά το μήνα έστω
το Κου Κου Ε όσο θυμάται
του Καρλ Μαρξ το μανιφέστο.

‘Οπου να μαι θα το νιώθω.
Γιατί τότε αναμφιβόλως,
ένα κύμα καλοσύνης
κι ομορφιάς θα είμαι όλος.

Τρίπολη, 9-12-2004
 

ΤΟ ΠΑΓΩΤΌ-ΔΏΡΟ ΤΗΣ ΓΙΏΤΑΣ
(στη Γιώτα, τετράχρονη τότε, όταν έκοψε και μου έδωσε σαν δώρο ένα παγωτό που είχε ζωγραφίσει.)

Το παγωτό που μου ’χεις δώσει Γιώτα
Τα παγωτά μου θύμισε τα πρώτα
Που μου ’ παιρνε ο παππούς μου
Και μου ’φευγε ο νους μου.

Κι ωραίο έτσι που το ’χεις ζωγραφίσει
Για χρόνια και για χρόνια θα κρατήσει-
Ποτέ του δε θα λιώσει
Ποτέ δε θα τελειώσει.

Κι ενώ το παγωτό όλους παγώνει,
Το παγωτό σου αντί να με κρυώνει
Το αντίθετο συμβαίνει:
Μυστήριο: με ζεσταίνει!..
 

ΤΟ ΑΣΤΥ

Το «Άστυ», στη γωνιά, πουλάει αρώματα
φτηνά για τις γυναίκες φτιασιδώματα.
Μπαίνουνε μέσα πλούσιες οι καημένες
και βγαίνουν για μπογιές ξεπουλημένες.

Απέναντι το «ΜΕΛΑΝ» πάντοτε άδειο
με το ξεκουρντισμένο του το ράδιο
και παραπέρα το «BABLIN», γεμάτο
με ρούχα παιδικά από πάνω ως κάτω.

Κρίση. Κανένας ρούχα δεν ψωνίζει
κι ούτε με γράμματα κόλλες γεμίζει.
Στου «ΑΣΤΥ» μόνο το θρασύ το χάνι
πληθαίνει το ζουρλό γυναικομάνι.

Γυναίκες. Με μυαλό πάνω απ’ την κόμη.
που αλλάζουν τρίχωμα μα όχι γνώμη.
Γυναίκες. Όντα αλλόκοτα ενός κόσμου
που φευ! έτυχε να ’ναι ο δικός μου…
 

ΤΑ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΌΔΙΑ

Ένα Χαμόγελο στα Διόδια
και της Χαράς σπούνε τα Ρόδια
τ’ Αηδόνι πάλι τραγουδάει
πάλι η Ζωή χαμογελάει.

Και η Ευχή «καλό σας Δρόμο!»
απ’ την Ψυχή διώχνει τον Τρόμο
και το Αμάξι λες μεθάει,
και δεν κυλάει στη Γη-πετάει.

Κι αχ! ένα βλέμμα όλο γλύκα
το «εν Τούτω» μας θα είναι «νίκα»
σ’ όποιο κι αν πόλεμο οδηγάει
ο Δρόμος που άλυπα μας πάει.
 

Ο ΣΠΥΡΟΣ Ο ΕΜΠΟΡΟΣ

Ερπετό που ξέφυγε απ' την Ιουράσιο
και μυαλό έχει λιγοστό και μασά σανό
κι ένα πρόχειρο έφτιαξε ξύλινο εργοστάσιο
κι ανεπίπλωτο έστησε σπίτι σε βουνό.

Και απάνου χέστηκε στα στρεβλά του πόδια
γιατί κάθε Σάββατο σπίτι κουβαλεί
σαν και κείνονε φυτά, σαν και κείνον βόδια
να 'χει ολοβδόμαδα συντροφιά καλή.

Μες στο λιλιπούτειο του άθλιο μετερίζι
τη σημαία μιας δύναμης ύψωσε κενής
κι υπηκόους του κράτους του όλους τους νομίζει
όμως δε νομίζει αυτόν άρχοντα κανείς.

Αλλ' αυτός-ψώνιο γερό-κάτω δεν το βάζει-
στην κορφή του κοτετσιού πάει κι από κει
το λειρί του σείοντας κικιρί φωνάζει
κι αφού άλλο δεν μπορεί κάνει κριτική.

Και ιδέα έχοντας άντρα πως τον κάνει
τη φτωχή γυναίκα του να ταλαιπωρεί
κάθε του μικρότητα πάνω της ξεσπάνει
και νευρώσεις της γεννά όσο το μπορεί.

Τη μικρόνοια μόνη του έχοντας παρέα
όλα με το μέτρο της το αχαμνό μετρά
κι όσα έχει άσχημα τα θαρρεί ωραία
και δικό του γέννημα όλα τα φερτά.

Καμαρώστε τον! Ιδού! Από τη δουλειά του
βιαστικός στο σπίτι του πάντοτε τραβά
και βαφτίζει αρμοστά κι ίσια όσα κοντά του
κουβαλεί ανάρμοστα και κρατεί στραβά.
 

Ο ΚΑΠΝΙΣΤΉΣ

Για βρογχίτιδα ψοφώ!
Λαχταρώ καρκίνο!
Το τσιγάρο φίλοι μου
όχι-δεν το σβήνω!

Καθαρός αέρας στοπ!
Στοπ στην ευεξία!
Σύνθημά μου σταθερό:
Κάτω η υγεία!

Άγιο μου τσιγάρο εσύ!
Λατρευτέ μου Χάρε!
Έλα και καπνίζοντας
τη ζωή μου πάρε!

Καλλίτερα μιας ώρας
ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια
καθάρια αναπνοή!
 

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΗΜΑ!..
(στα κορίτσια και στ’ αγόρια του Βιβαριού-2005)

Α! Ρε! και να γινότανε
Κάποια αλλαγή στην Πλάση μας
κι αξία λέει να ’χανε
στον τρόπο και στη στάση μας
όχι τα άθλια χρήματα
μα μόνον τα ποιήματα!..

Α! Τότε πλούσιος θα ’μουνα
όσο ο Ωνάσης ήτανε
κι όσο όσοι πλούσιοι μαζί
πάνω στη γη φανήκανε.

Τότε όσα ήθελα εγώ
θα τα ’κανα δικά μου
μ’ ένα ωραίο που θα ’γραφα
κάθε φορά ποίημά μου.

Στο Γιάννη το ποδήλατο
θα ’παιρνα τ’ ωραιότερο
και στο Δημήτρη αστραφτερό
ένα καινούργιο κότερο.

Με στίχους δυο που θα ’γραφα
εδώ θα ’φερνα τ’ Άγραφα
για να μη λείπει το βουνό
σ’ όποιους βουνήσιους ως εγώ

και μ’ ένα μου τετράστιχο
θα έφερνα τον Πόρο-
και στη Μαρία θα ’τανε
αυτό  μικρό ένα δώρο

για να μη φεύγει από δω
να δει τους συγγενείς της
και το Βιβάρι έρημο
να κλαίγεται χωρίς της.

Μ’ ένα σονέτο μου αβρό
κι όλο γεμάτο χάρη
πρωτεύουσα του κόσμου μας
θα ’κανα το Βιβάρι.

και θα οργάνωνα εδώ
παγκόσμια καλλιστεία
κι εγώ στις «μις» θα μοίραζα
τα όποια τους βραβεία.

Στη Βασιλεία θ’ αγόραζα
διπλώματα πεντέξη,
ώστε όποιο θέλει απ’ αυτά
μονάχη να διαλέξει:

ένα γλυκιάς κομμώτριας,
ένα αστυνομικίνας,
και πάλι ατσαλάκωτο
ένα δικηγορίνας.

Μα κι ένα φίνου μανεκέν
θα του ’φερνα επίσης
μήπως κι αυτό την έστρεφε
προς άλλες προτιμήσεις.

Αυτά εγώ θα έκανα
αν ίσως αντί χρήματα
ο κόσμος γνώμη άλλαζε
και λάτρευε τα ποιήματα.

Μα επειδή αυτό ποτέ
δεν πρόκειται να γίνει,
όνειρο ήταν όλο αυτό
και όνειρο θα μείνει.

Βιβάρι 2005
 

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Από σκοπιμότητα τους είπα πως «περάσαμε και καλές στιγμές μαζί».
Δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή τέτοια.
Όμως αυτοί δεν είδαν τη σκοπιμότητα.
Όπως δεν είδαν τη σκοπιμότητα και στο πούρο.
Και στο «οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς».
Δεν με κατάλαβαν, δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, αδύνατη η συνύπαρξή μας.
 

ΕΞΟΦΛΗΜΕΝΟΣ

Εξοφλημένος νιώθω όταν οι γυναίκες,
για κάποια οδό σαν τις ρωτήσω,
πια δεν με βλέπουνε καχύποπτα
παρά ήρεμα και φυσικά πολύ,
και με λεπτομέρειες,
με κατατοπίζουν.
 

Ήταν συγκροτημένος-
Συμφιλιώθηκε με κάτι.

*

Ποίηση είναι να αλλάζεις τόσα πρόσωπα 

που στο τέλος να χάνεις το δικό σου.

*
Νομίζοντας πως είχα κοιμηθεί
Πήδησε απ’ το παράθυρο και βγήκε.
 

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

Με αναμνήσεις,
με οραματισμούς,
μ’ ένα κομμάτι μουσικής,
με κάποιο ποίημα,
πασκίζει να ξεφύγει από το χάος.
Να πάρει δύναμη από κάτι προσπαθεί.
Τουλάχιστο να σώσει μιαν αξιοπρέπεια
εκεί που όλα είναι συντρίμμια
κι από αλλού δεν έχει κάπου να πιαστεί.
 

ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΡΗΓΟΥ
ΣΤΙ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ

Είναι το ιλλουστρασιόν χαρτί;
Ή τα ωραία βαμμένα χείλη της;
Το αθώο πρόσωπο το χαρωπό της;..

Μπορεί κι εξωγενείς παράγοντες να παίζουν ρόλο:
Η Άνοιξη, η διαρκής επιθυμία, η νυχτιά η μοναχική.

Μα ό,τι και να ΄ναι
Η φωτογραφία αυτή
Πολλές δυνάμεις ζωογονεί
Και νιές ελπίδες για καλό κάτι γεννάει.
 

                        ΘΕΟΣ!

«Θεός!», μού λένε.
«Ναι, Θεός. Μα τ’ είναι Θεός;» ρωτώ.

«Είναι αυτό που η ψυχή σου αγαλλίαση γεμίζει
μονάχα που το σκέφτεσαι.
Αυτό σκοπός κι αιτία που είναι της ζωής σου.
Εκείνο που στις ώρες τις σκληρές σου
Σ’ αυτό προσεύχεσαι να σου τις απαλύνει
Αυτό τα βήματα σου που οδηγεί
Εκείνο που όλοι οι δρόμοι της ζωής
Σ’ Αυτό οδηγάνε.
Τέλος αυτό που όσο κι αν θα το ζητάς
ποτέ δε θα το έχεις», μού λένε.

Ήμουνα σίγουρος: Θεός
Το στήθος είναι της γυναίκας.
 

ΜΕΝΟΥΜΕ

Κύριε δρόμε
Πού πηγαίνετε;

«Στην άλλη πόλη»

«Γιατί μας κοροϊδεύετε κύριε δρόμε;
Αφού είστε ακίνητος ολημερίς κι ολονυχτίς.
Εμείς επάνω σας πηγαίνουμε.»

«Μ’ αφού εγώ δεν πάω πουθενά,
τότε ουτ’ εσείς πηγαίνετε
κι ας περπατείτε πάνω μου.»

Έχετε δίκιο κύριε δρόμε μου.
Κανείς μας δεν πηγαίνει.
Πουθενά.

Όλοι μας μένουμε.
Μένουμε.
Μένουμε.
 

«Ή» ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

Κατά πως θέλουν οι αδένες μας
Τρέμουμε σα θα δούμε θηλυκό.

Κατά πως θέλει η φύση
Ο έρωτας μάς χάνει.

Κι είναι το δίλημμα τι απ’ τα δυο:
Σε Φύση αδένες κι έρωτα να υποταχτείς,
Ή...
Μα τι «ή»-δεν υπάρχει «ή».
 

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Αφού περίμενα
περίμενα
περίμενα
και δεν ήρθες

πήρα τηλέφωνο
τηλέφωνο
τηλέφωνο
μία φίλη

κι ότι θα μου ’δινες  
θα μου ’δινες
θα μου ’δινες
με το ζόρι

αυτή μου το ’δωσε
μου το ’δωσε
μου το ‘δωσε
μ’ ένα ρόδο.
 

 ΑΛΙ

Ξέρω κάτι τι
ξέρω κάτι
για την ακριβή
την αγάπη.

Ξέρω κάτι τι
κάτι μέγα
που ούτε οι σοφοί
δε θα λέγαν.

Θλίβει και πονά
και τρομάζει
και τα ιδανικά
όλα σκιάζει.

Όμως θα το πει
τούτη η πέννα
δίχως να σκεφτεί
ούτε εμένα.

Κλείσετε το νου
 να μη νιώσει
το φριχτό παντού
μην προδώσει.

Κι αν το μάτι δει
τα γραμμένα
κάποιος ας του πει
πως ειν’ ψέμα.

Γιατί η καλή-
ζωή να ’χει-
η αγάπη-αλί!
δεν υπάρχει.

            "ΣΩΠΑ…"

Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ'  αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το ασημί και γκρίζο.

Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.

Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό.."
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει.."

Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."

Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"Σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".
 

ΔΕ ΔΥΝΑΣΑΙ

Την κατάρα βρόντησες κι έβρεξες οργή-
’πανωτές οι συφορές κι η γαλήνη αργεί.
Ρίξε κι άλλον κεραυνό-ρίξε αστροπελέκι
το κορμί που ρήμαξες στο ’να πόδι στέκει.

Ρίξε κακοβούλητε! Ρίξε και τη μαύρη
τη ζωή μου ρήμαξε. Μα ποτέ δε θα 'βρει
δίκιωση η κάκια σου. Κι αν θα μ’ εξοντώσεις
ένα πράγμα μόνο συ δε θα μου σκοτώσεις:

Πέρασα από δω κι εγώ! Πέρασα κι εγώ!
Λυώσε με-τα ίχνη μου θα 'ναι πάντα εδώ!
Κι όλους αν τους κόσμους σου πύρινη τους φτιάξεις
λάβα καί τον κόσμο μας τονε ξαναπλάσεις
μόριο από τη λάβα σου θα ’μαι για να σκάσεις-
μ' έπλασες-δε δύνασαι πια vα με χαλάσεις.
 

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΡΟΤΖΕΡΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

Την Τζένιφερ Ρότζερς ακούγαμε που στο δασος τραγουδούσε.
Μέσα στη σιγαλιά ακουγόνταν το τραγούδι
Που η  Τζένιφερ Ρότζερς στο δάσος μέσα τραγουδούσε.

Ακούγαμε την Τζένιφερ Ρότζερς που στο δάσος τραγουδούσε.
Στο άκουσμα του τραγουδιού της
Του δάσους η ψυχή ψυχή του τραγουδιού της έγινε.
Του τραγουδιού οι λέξεις τα κλαδιά των δέντρων του ήταν
Κι ο που τα έσειε αγέρας η παλλόμενη φωνή της.

Η Τζένιφερ Ρότζερς το δικό της τραγούδι
Στο δάσος μέσα τραγουδούσε.
Κοιτάζοντάς την βλέπαμε τα χείλη της ν’ ανοιγοκλείνουν   
Βγάζοντας  λόγια του εαυτού μας πριν υπάρξουμε
Χαλκεύοντας ιδέες που έλαμψαν
Προτού το φως των αστεριών φανεί.
 

ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ

Ό,τι σκεφτεί ή μάθει ή αιστανθεί
Μεγάλο και υψηλό κι ωραίο  
Που έχει με πόνο και με πίκρα δέσει
Ρέει μες απ’ τα λούκια της ψυχής κάτω
Και ρέοντας μεταμορφώνεται.  

Το ακολουθεί με αγωνία
Να σταματήσεει  προσπαθώντας
Την ψυχοφθόρα πτωτική ροή
Ή έστω πιο αργή να τηνε κάνει.

Μάταια όλα. Αυτό
Φτάνει ταχύ πάντοτε κάτω. Και φτάνοντας εκεί
Βλέπει σε πράγματα καθημερνά να ’χει αλλάξει
Και σε συνήθειες τυπικές
ανωφελείς.

Κάθεται και σκέφτεται τι έχασε.

Χρήσιμα ήσαν τα μπαλώματα εκείνα της αγνοίας-
Φιλοσοφία, Ποίηση, Μουσική.
Ωραία και τα παραγεμίσματα εκείνα του κενού-
Ιδέες, Οράματα, Ιδανικά.  
Ωραία τόσο που να φιλιωθεί δεν το μπορεί με το χαμό τους.
Και βαρυθυμεί και θλίβεται.  

Μα έρχονται φορές που λέει
Ίσως αυτό να είναι όλο κι όλο
Ζωή ο,τι λέμε.
Ίσως αυτή η μεταστροφή
Να είναι ο προορισμός, το μεγαλείο,
Ή έστω η μοίρα του ανθρώπου-
Σε τετριμμένες αίσθησες
να μεταπλάθεται με τον καιρό το πνεύμα.

Ίσως να είναι αυτή η μόνη δυνατότητα.
Και η Σισύφεια η προσπάθεια κι η αγωνία του
Για το υψηλό που όλο κάτω πέφτει
Να ’ναι κι αυτή όλη κι όλη ένα τέχνασμα
Που την ψευδαίσθηση ματαιότητας αμβλύνει.