Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ

Πως χάθηκαν-πώς χάθηκαν  οι Ινδιάνοι.. .
Πως πέθαναν-πώς πέθαναν οι Ινδιάνοι…
Πως αφανίστηκαν…
Πώς διώχτηκαν από τη γη τους οι έρημοι-
από τη γη τους…
Σαν χελιδόνια που τα βρήκε ο χιονιάς.  

Τι όμορφη η ζωή τους! Τι καθαρή!
Τι ράτσα υπερήφανη! Γερή!
Και δε θα ξαναζήσουν.
Και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.

Ο Αρχηγός το κόκκινο ελάφι
Ο Αρχηγός το άσπρο φτερό
Ο Αρχηγός το γρήγορο φως.

Τι ομορφιά!
Τι σταθερότης!
Τι θαυμαστή στους τίτλους γραφικότης
Και παραστατικότης!

Και χάθηκαν.
Σαν όνειρο που χάθηκε ένα βράδυ.  
Σαν όνειρο γλυκό.

Ο σιδερένιος κεραυνός
Πιο δυνατός από το τόξο εστάθη.
Και χάθηκαν οι ερυθρόδερμοι.
Μαζί και η πατρίδα τους εχάθη.

Μεγαλωμένοι μες στη φύση
Θρεμμένοι με γλυκόδεντρων καρπούς
Ποτισμένοι από φαραγγιών νερά
Χαϊδεμένοι από την αύρα Ωκεανών
Μες στη διάφανη ζωή τους τυλιγμένοι
Την κρυστάλλινη  
Δεν ωφέλησε.
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι.

Με τα φτερά στο κεφάλι τα υπέροχα
Με τα στολίδια τα κοκάλινα
Με τα ξόρκια και τα χαϊμαλιά.  

Και χάθηκε η αγνή φωνή του ανθρώπου.
Η ράτσα η καλλίτερη της γης.
Το πιο ακριβό της φίλτρο.

Το ναι τους ήταν ναι και τ’ όχι όχι.
 
Πώς πήδαγαν σα λάφια σαν ζαρκάδια…
Οι μάγοι τους πως ήξεραν βροχή να φέρνουν…

Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι
Κι αφανίστηκαν.

Λάτρευαν τις γυναίκες τους.
Με ονόματα τις στόλιζαν ωραία- ζωντανά:
«Λουλούδι του δάσους»
«Του γαλανού νερού φτερωτή λυγαριά»
«Η αγαπημένη του σύννεφου»…

Τι ευωδιά που ανάδινε το πέρασμά τους
Τι ελπίδα οι ανάσες τους…
Τι φως αγγελικό στα μάτια των παιδιών τους…

Γερά κορμιά-λυγιά κορμιά
Θρεμμένα στο κυνήγι  
Και στο ημέρωμα των άγριων αλόγων.

Τον έρωτα απροσποίητα και δίχως νάζια
Τον δέχονταν όταν ερχόταν.

Σπιθαμή με σπιθαμή τη γη τους γνώριζαν
Και ξέρανε νερό πού θα βρουν  
Και που τροφή θα βρουν.

Με τον καπνό από φωτιές
Σε λόφων που άναβαν κορφές
Συνεννοούνταν.

Και αν εχθροί κάποτε επιβουλεύονταν
Τη γη τους, το ψωμί τους, το καλύβι τους,
Ενάντια τους ανίκητα μαχόνταν.  
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν και πάλευε η φύση.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν και οι θεοί αγωνιούσαν.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν κι έτρεμε η γη.

Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι.

Αρχηγέ τρελό άλογο
Αρχηγέ Καθιστό Βουβάλι
Καλότυχε Ινδιάνε
Λύκε με τους χίλιους πολεμιστές
Που τα τόξα τους γυαλίζουν στον αέρα
Και τα βέλη τους ποτέ δε λαθεύουν
Θεριέψου
Αντρείεψε
Ζωντάνεψε και πάλι
Και φέρε πάλι τον αφρό στο κύμα
Φέρε στα δέντρα τα πουλιά
Και τη δροσιά στ’ αγέρι.

Τα χλωμά τα πρόσωπα διώξε απ’ τη γη σου
Την άχραντη
Την απέραντη
Την άγρια κι όμορφη.

Διώξε τους κατακτητές  
Αφάνισε τα σπίτια τους τα πέτρινα
Κάψε τα σιδερένια πουλιά τους
Και τα μεγάλα τα καράβια τους.
Και κείνους έτσι άρπαξέ τους
Με τη βρώμα τους μαζί
Και πέταξ’ τους εκεί απ’ όπου ΄ρθαν.  
Στην Ευρώπη ας χτίζουν σπίτια
Και τις μικρές ζωές τους μέσα τους ας ζουν.

Και συ τη δόξα την παλιά σου φόρεσε
Κι άρχισε πάλι τη ζωή την πρώτη.

Και τρομερός να γίνεις
Και δυνατός όσο ποτέ
Και πια ποτέ να μην αφήσεις
Στη γη σου να πατήσουνε
Τα πρόσωπα χλωμά.

Και συ θεέ
Αγνό τον τόπο σου απ’ τους αγρίους κράτα.
Τσάκισε τα καράβια που θα πήγαιναν
Ν’ ανακαλύψουνε και πάλι να χαλάσουν  
Τη γη την πιο δική σου.
Και τα πόδια κόψε που θα θέλανε
Τα χώματά σου τ’ άγια να βρωμίσουν.