ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΤΟΥ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑ
1
Τα χέρια σου πλάθουν κάθε πρωί
Τη ζύμη της ψυχής μου
Και όποιο σχήμα εκείνα θέλουνε
Της δίνουν.
Η μορφή σου συντροφιά μου
Σε κάθε βήμα μου μες στην ημέρα.
Πίκρες αιώνων εκβράζει η ύπαρξή μου
Σε κάθε σου φανέρωμα.
Με τη λάτρα της ημέρας
τις σαρώνεις κάθε πρωί
ανυποψίαστη ότι έτσι
Με προσφέρεις λιγότερο ένοχο
Στο Χρόνο,
Στη Δίκη,
Στην αιωνιότητα-
Ποτάμι εσύ,
Εμένα,
τον αιώνια για σένα διψασμένον.
2
Για μένα
Που σου προσφέρω δώρα
Χρήματα
Υπηρεσίες
Θα έλεγε κανείς
Πως ο κύριος του παιχνιδιού είμαι.
Λάθος.
Εσύ μ’ εξουσιάζεις και με κυβερνάς.
Με το μικρό σου δαχτυλάκι για μπαγκέτα
Ό,τι διατάζεις κάνω.
Και όχι μόνο ό,τι μου πεις
Μα κι ό,τι σκέφτεσαι.
Με τον πόθο μου-σφαίρα σιδερένια-
Πετώντας τον ανάερα ψηλά
Σαν φουσκωτό μπαλόνι
Παίζεις
Και μ’ αυτό χαίρεσαι σαν παιδί.
Με κατέχεις ολοκληρωτικά και ακατάπαυστα.
Και σίγουρη πολύ για την κατοχή σου είσαι
Όπως άτομο
που η διάσπασή του
Ακόμα στο μυαλό να μην είναι
Κανενός θνητού.
3.
Ομορφιά; Και τι θα πει ομορφιά;
Κι άλλες ειν’ όμορφες. Στο κάτω της γραφής
Η ομορφιά στο μάτι βρίσκεται ’κεινού που βλέπει.
Μα η σεμνότητα;
Το τακτ;
Η σιγουριά
Ότι ποτέ απ’ αυτό το στόμα
Λέξεις που δεν ταιριάζουν δε θα βγούνε;
Η σοφία στο μοίρασμα της προσοχής
Σ’ ότι κάθε φορά την απαιτεί
Και την αξίζει;
Και η βεβαιότητα
Πως πάντοτε το φέρσιμό της
Αρμονικό με όλα θα είναι
Κι αλάθευτο, έτσι
Που με την κάθε μια στιγμή-
Η τελευταία του κόσμου μας σα να ’ταν- δένει,
Αυτό
Άλλη ποια το ’χει;
4
Τόσο αγνή κι αμέτοχη
Τόσο σεμνή κι αμόλυντη,
Κάθε φορά που σε αγγίζω μόνο
Αμαρταίνω θαρρώ.
Κι η δίνη όταν τα φύλλα αρπάζει και το χώμα της αγάπης μου,
Ψηλά ως τον ουρανό τα στροβιλίζει, και μετά
Έρχεται και τις στάχτες τους αφήνει στο κορμί σου
Νομίζω πως
Έτσι αγία που είσαι
Σ’ ατιμάζω.
Αλλά
φορές
Η δικιοσύνη αστράφτει μέσα μου
Και λέω γιατί να νοιώθω ένοχος-
Μήπως ο έρωτας
Η αγιοσύνη των θνητών δεν είναι;
5
Η καλημέρα σου τη νύχτα διώχνει.
Κι ο ήλιος των ματιών σου τη λαμπρή τη μέρα φέρνει.
Βουβαίνονται τ’ αηδόνια όταν μιλάς
Κι όταν μ’ αγγίζεις
Ερωδιών στρατιές
μέσα στου κόσμου τ’ άνθη ερωτεύονται.
Το μικράκι σου κορμί όταν ριγεί
της θάλασσας βογκούν τα βύθη
Κι όταν σπαράζει
η Πλάση ανταριάζεται.
Και κάποτε
Ρωγμές
Το φράγμα της αγάπης σου χαράζουνε
Κι όταν το σπάζουν
Ούτε σταγόνας μνήμη πια δεn μένει
Για τον μεγάλο χαλασμό να πει…
Μόνον εσύ
Από ψηλά κοιτώντας τα χαλάσματα
Ξέπνοα
«Σας αγαπώ»
Τους ψιθυρίζεις.
6
Των Χριστουγέννων το έλατο
Γιατί εσύ το στόλισες
Λάμπει.
Στολίδια του η λαμπράδα των χεριών σου
Που από παντού το κύκλωναν.
Καμπανούλες του το σιγανοτραγούδισμά σου
Βγάζοντας από τα κουτιά
Και στον προορισμό τους οδηγώντας
Xρυσοβροχή, αστέρια, μπάλες,.
Και μόνο πιο λαμπρά στο σπίτι μέσα φέγγει
Όχι καμία λάμπα ξέρω ’γω πόσων κηρίων
Παρά εγώ,
Απ’ των χαδιών και των φιλιών σου το λαμπύρισμα
Ολάκερος λαμπαδιασμένος.
7
Το σύμπαν στην παλάμη σου κρατάς.
Κι εγώ απέναντί του πώς να μετρηθώ
Που μόριο ένα σκόνης μέσα του είμαι;
Και πώς να πω το σ’ αγαπώ
Που η φωνή μου να σε φτάσει;
Γι αυτό αφήνομαι.
Αφήνομαι αρκούμενος στο χέρι σου ότι με κρατάς,
Με προσδοκία κρυφή
Πως σ’ νέο ένα μπινγκ μπάνγκ,
Σ’ έκρηξη μία κάποιου σουπερνόβα,
Σε μία σύγκρουση Γαλαξιών,
Ή έστω στο νι κάποιας χαοτικής εξίσωσης
Το ρόδο σου το στόμα θα φιλήσω.
8
Ό,τι κατέχω
Το στοιχημάτισα επάνω σου:
Μαύρο κι όλα πάνε του χαμού-
κόκκινο, διπλά τα κάνω.
Δε μου ’μενε και άλλο τίποτα γιατί
Να μένω απ’ το παιχνίδι μακριά-
Θα πει να μένω έξω από τη δυνατότητα
Να γίνω κάποτε το άλλο σου μισό-
Απ’ όταν πως υπάρχεις εκατάλαβα,
Τελείως αυτό αδύνατο πια ήταν.
Όμως η μπίλια
Χοροπηδάει κιόλας πα’ στους αριθμούς.
Σιωπή όλα!
Ίσως την αγωνία να ζήσω μόνο της στιγμής
Αυτό μπορεί και να ’ναι τέλος
Η όλη αξία του στοιχήματος.
Σιωπή όλα!
9
Κάτω απ’ το δέρμα σου τριαντάφυλλα ευωδούν.
Μέλισσες του Έρωτα οι αντρικές οσμές σε τργυρίζουν.
Η Πλάση με δροσιά νοτίζει ρίζες κι ανθοπέταλα.
Και, ο κλαδευτής εγώ και ο περιβολάρης τους
Μες σε χρυσή καδένα-της καρδιάς μου-
Το απόσταγμα της ευωδιάς τους φυλακίζω-
Καθώς στιγμές ζωής ο ποιητής
Μέσα στους στίχους του φυλάττει,
Ανάμνηση Άνοιξης
Για τον βαρύ Χειμώνα.
10
Στων αιωνόβιων δέντρων τις κορφές
Πουλί στεφανωμένο με τον άνεμο
Και με τον ήλιο είσαι.
Και δεν μπορεί ανθρώπου νους να ξεχωρίσει
Ποιος είναι ο άνεμος, ποιο το πουλί και ο ήλιος.
Μια φωτεινή κραυγή μονάχα νοιώθει
Να τον τρυπάει σαν λατρείας βλέμμα,
Ένα ζαρκαδοσκίρτημα να τον τυφλώνει,
Και ποταμός ένας οδύνης να τον έχει
Από φερτά υλικά παχύρρευστος: αόριστα χάδια,
Εύρωστα φιλιά,
«Όχι» και «ναι» που πλέκονται σ’ ένα χορό θανάτου,
Ιλύν μυστηριακή,
Φαντάσματα παλιών ερώτων, και,
Ατέρμονα πνιγόμενη
Μια Μήδεια να σκοτώνει έναν Ιάσονα.