Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

 ........................................................

11.

-Ογδόντα δυο νεκροί σ' ένα ναυάγιο
τι κάνουνε στον υπουργό της ναυτιλίας αδέρφι μου;
-Προαγωγή από κράτος κι από κόμμα.
-Η εκκόλαψη κλεφτών κι η κάλυψή τους
τι δίνουνε σ' έναν πρωθυπουργό αδέρφι μου;
-Σίγουρη κι άλλη μια τετραετία.
-Με τα δικά σου αν τα λεφτά
ζούνε καλά όσοι σε κλέψανε
και συ απ' την ανέχεια σου πεθαίνεις,
τι κάνεις τότε αδέρφι εσύ;
-Την ψήφο μου τους δίνω πάλι.

12.

Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι
αχτίδες παγωμένες.
Δυο ’λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ’ το κρύο
να κουβαλάει τ’ άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποια έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.

-Χειρότεροι...χειρότεροι…

-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι,
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.

-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…

-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυο ας κρατάνε
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;

-Γιατί.;..Γιατί;..

-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει να θερίσει στάρι
αντί με κείνο τα κεφάλια τους να πάρει...

-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...



13.

To σχολείο σκόλασε.
Βγαίνουν τα παιδιά.

-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.

-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.

-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.

-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.

-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;

-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.

-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.

-Και βέβαια έτσι είναι.

-Θα 'ρθω να παίξουμε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;

14.

Μες στη χελιδονοφωλιά,
ψηλά,
λέει το χελιδονάκι στον πατέρα του.
-Πατέρα τί είναι κλέφτης;
που όλοι λέει στη χώρα ετούτη κλέφτες είναι;
-Είναι αυτός που παίρνει τα λεφτά του άλλου.
-Και τ' είναι τα λεφτά πατέρα;
-Είναι ο ιδρώτας κι η υγεία κι η χαρά
και η διασκέδαση και το φαί και το πιοτί του ανθρώπου.
-Ό,τι είναι τα έντομα για μας
είναι και τα λεφτά για τους ανθρώπους;
-Ναι παιδάκι μου καλό. Έτσι είναι.
-Δυστυχισμένοι ανθρώποι να 'ναι κλέφτες...
Πατέρα μου, δε θέλω να τους βλέπω.
Την άλλη τη χρονιά να μην ερθούμε ’δω.
-Εδώ μας έχει τάξει ο θεός παιδί μου για να ζούμε.
-Δυστυχισμένα χελιδόνια εμείς…
με κλέφτες δίπλα μας να ζούμε...




15,
-Αυτές κυρα-πατρίδα οι ζωγραφιές στον τοίχο τ’ είναι;
-Πάρε παιδί μου τ’ όπλο αυτό.
Και άκου.
Αυτόν εκεί Δεξιό τον λένε .
Είναι ο μπροστάρης,
Τ’ άγριο λεφούσι πίσω του που σέρνει
είναι οι ληστές και oι φονιάδες μου.
Είναι οι καταχραστές και οι ληστές μου.
Αυτός ο ένας σωρός.
Αριστερά βλέπεις το άλλο πλήθος
με τις προβιές αρνιών που στάζουν αίματα;
Που πάει μπροστά τους κείνος
που Αριστερό τόν λένε;
Αυτοί παιδί μου με καταματώσαν
κομμάτια κόβοντας και τρώγοντας τις σάρκες μου
αφού τα ρούχα που φορούσα πρώτα πούλησαν.
Τους δυο ετούτους τους σωρούς στόχο θα βάλεις.
Και δύσκολο να τόνε βρεις δεν είναι.
Κι όπου να ρίξεις,
εμένα σώζεις απ’ τα νύχια τους παιδί μου,
νέε μου,
που όμορφη με θέλεις και κυρά στον τόπο μου,
δίπλα σου σοβαρή να στέκω
και να μην ντρέπεσαι για μένα όταν
στις συντροφιές με σεργιανάς του κόσμου.
Εμπρός παιδί μου.
Μάθε να χτυπάς.
Όσο λιγότερους αφήσεις
τόσο περσότερο καλό μου κάνεις.
Χτύπα παιδί μου.
Τ' όπλο σταθερό.
Αετίσιο μάτι.
Απόφαση για λεφτεριά.
Χτύπα παιδί μου!
-Κυρα-πατρίδα ποιος χτυπάει την πόρτα μας;
-Αυτοί παιδί μου είναι!
Ήρθαν εδώ για να σε πάρουνε και σένα στην παρέα τους
επάνω μου και συ αντάμα τους να πέσεις
και να πεθάνω και να σβήσω μια ώρα αρχύτερα,
-Σύντροφε ρίξε τ’ όπλο!
Και κοίτα!
Να ένα ξεροκόμματο!
Πάρε να φας!
Μαλάκωσέ το λίγο στο νερό και φάε να ζήσεις,
Με ξεροκόμματα οι αληθινοί πατριώτες ζούνε.
Κι έλα κοντά μας στη μεγάλη μας παράταξη.
Για μία λεύτερη πατρίδα σύντροφε!
-Έλα με μας καλό παιδί μας.
Αυτοί ρημάξαν την πατρίδα.
Εμείς θα τήνε σώσουμε.
Και κοίτα! Πάρε αυτό το ξεροκόμματο
κα μέτρα το με κείνο
αυτουνών-το δικό μας
θα δεις πως είναι-φως φανάρι-μεγαλύτερο.

-Χτύπα παιδάκι μου!
Μπρος σου τους έχεις…
Η τελευταία σου ευκαιρία είναι πριν και σένα χάσουν!
Μη!..Μην το κομμάτι παίρνεις που σου πέταξαν.
Φρέσκα καρβέλια τρων αυτοί βουτυρωμένα
που εσένανε θα βάλουν να τους ψήσεις.
Χτύπα παιδί μου! Χτύπα τους!

-Ε σεις, δικός σας είμαι.
Λίγο νερό μονάχα να ’βρω
το ξεροκόμματο να βρέξω.

-Παιδί μου αχ!
Πάει κι αυτή η γενιά μου!

16.

Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου.
Βγες από τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας πώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.

Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
εκάναν ένα βήμα προς τα πίσω
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα…τι περιμένεις...
έλληνες νομίζω ήσαν...




17.

Στα βορινά τα κρύα της Ευρώπης μέρη
δυο λύκοι έχοντας φάει ένα αρνί
στον κρύο ήλιο συζητάνε των πατρίδων τους.
-Τα νότια αρνιά πιο τρυφερά από τα δικά μας είναι.
Μες στις σάρκες τους
ο ήλιος της πατρίδας τους κυλάει.
Kαι στις φλέβες τους
το αίμα τρέχει γρηγορότερα.
Μας χρειάζεται η ζωντάνια και η θέρμη τους.
-Τα ελληνικά τ’ αρνιά είναι τα καλλίτερα
κι αρώτητα υπακούνε.
-Τελειώνουν όμως όπου να 'ναι.
Τώρα βουλγάρικα, ρουμάνικα,
και γιουγκοσλάβικα και ουγγρικά έχουν σειρά.
-Αυτά σκληρό έχουνε κόκκαλο
και αντιστέκονται, λένε οι φήμες,
στων λύκων τα καλέσματα.
-To 'χω ακούσει, Α! Ελληνικά,
πρόβατα που ακόμα και ακάλεστα
την πείνα μας για να προλάβετε
σερνόσαστε κοντά μας...
-…Που κοπαδιαστά οι τσοπαναραίοι σας σάς έφερναν…
ίσα στο στόμα το δικό μας μέσα...
-Και με αντάλλαγμα λίγο χορτάρι μόνο...
-Θα μας λείψουν τα ελληνικά τ' αρνιά.
-Ας ελπίσουμε
με τόσο φαί
να είναι νόστιμοι και τρυφεροί
και οι τσοπάνηδές τους...
Τι λες, πάμε για ύπνο;

18.

-Εγώ, η γριά χελώνα
χιλιάδες χρόνια σέρνομαι στη γη ετούτη
την ελληνική.
Στο καύκαλό μου σπάζουν οι αιώνες
απείραχτην αφήνοντάς με.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς ο κόσμος άρχισε;
-Με χαρές και με τραγούδια
και με γιορτές των τζιτζικιών στις γέρικες ελιές.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα, πώς η πατρίδα μου γεννήθηκε;
-Όπως oι πατρίδες όλες-
απ’ το νερό, το στάρι και το πρόβατο.
-Πες μου χελώνα-γριά χελώνα
πώς η πατρίδα μου θα τελειώσει;
-Η πατρίδα σου νεκρή.
Kαι συ ένας ίσκιος
που στο γέρμα του ήλιου θα χαθείς.


19.

Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ  θα μας δώσεις ψωμί να ζήσουμε και μεις;
-Αν περισσέψει από τις αποθήκες μου…
-Κλέφτες υπουργοί
ένα κομματάκι απ' το χρυσάφι σας
θα δώστε στο φτωχό λαό;
-Αν μας το πει η Ευρώπη…
-Κλέφτες βουλευτές
θα μας δώστε πίσω
το ένα στα εκατό που μας εκλέψατε;
-Αν μας αφήσουν οι ερωμένες μας…
- Πρωθυπουργέ πρωθυπουργέ  
θα μας θάψεις όταν πεθάνουμε;
Ναι, γιατί δεν αντέχει η ντελικάτη μύτη μου τη βρώμα.



20.

Στης λίμνης τα δέντρα
πουλιά κελαδούνε.
-Πού πας νέε μου εσύ;
ρωτούν σα με δούν.

-Στο πάρκο πηγαίνω
το κόμμα μου να ’δω
που πέντε αφεντεύει
χρονιές του’ τη χώρα.

-Αυτός αρχηγεύει-
ο πρωθυπουργός;
-Αυτός-ναι ο ίδιος
του λαού εκλεκτός.

-Επήρε απ' τους πλούσιους
στη φτώχια να δώσει;
Επήρε απ' τους κλέφτες
τα που 'χαν κλεμμένα;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχει το σχέδιο
μα θέλει δουλειά.

-Επήρε απ' το σόι του
τα δυο που ’χει φάει
τρισεκατομμύρια
λεφτά του λαού;

-Παλιές ιστορίες
καλά μου πουλάκια.
Τα νέα γυρεύουν
προβλήματα λύση.

-Μην έκλεισε μέσα
στα σίδερα εκείνους
το χρήμα που εφάγαν
με τους γερμανούς;

-Τα ξέρετε όλα
καλά μου πουλάκια!
Μα όλα να γίνουν
γυρεύουν καιρό…

-Τις βίλλες που υψώσαν
κλεμμένα λεφτά
τις πήρε απ' όσους
παράνομα εχτίσαν;

-Πουλιά μου δεν είναι
τόσο εύκολα όλα.
Υπάρχουνε νόμοι
-του κράτους ψυχή.

-Εκρέμασε κλέφτες;
Ντουφέκισε κείνους
που πίναν το αίμα
του δόλιου λαού;

-Μα όχι καλά μου...
Αυτοί αν δολοφόνοι
και άνομοι, όμως
δεν είμαστ' εμείς…

Η δημοκρατία
που λάμπει στη χώρα
τα τέτοια δε στέργει-
ελεύτερη αυτή…

-Η ψεύτρα διαβάτη,
η δημοκρατία
σε ζάλισε κι ούτε
δεν ξέρεις τι λες.

Μα φεύγουμε τώρα.
Με ανόητους ανθρώπους
πουλιά που όλα βλέπουν
δεν έχουν δουλειά.

Κακόμοιροι ανθρώποι
φριχτά γελασμένοι!
φριχτά υποταγμένοι
σ’ ανόμων βουλές!

-Μην πάτε πουλάκια-
χωρίς σας ο τόπος
νεκρός θ’ απομείνει
και άχαρος πια,

μιας κι η δικιοσύνη
μαζί σας θα έρθει
πετώντας με τ’ άγια
δικά σας φτερά.

-Την είχαμε φέρει
τη λιώσατε κάτου
τη ζήσαμε πάλι,
μαζί μας θα ’ρθεί.

Και πήγαν. Και φύγαν.
Και όπως τραβούσα
στο μέρος το κόμμα
πou είχε γιορτή

φτερά στις χοντρές μου
τις πλάτες φυτρώσαν
και δύναμη μία
με σήκωσε πάνω

και μου 'πε: «συ φύγε
δεν πρέπει σου εδώ»΄
και τ’ άγια πουλάκια
επήγα να βρω.