Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΑΡΖΑΝ!

Ταρζάν!
Αυτή η λέξη ήρθε στα χείλη μου όταν είδα τον Κασσελάκη να ανεβαίνει στο Εργαστήρι Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Καλλιθέας, ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με μαθητές ΑΜΕΑ, όχι από τις σκάλες, αλλά με ένα αεροπλανικό κόλπο: ανάμεσα από τα σίδερα του μπαλκονιού.
Ταρζάν.
Όπως εκείνος έτσι και αυτός χρησιμοποιεί άλλα είδη μετακίνησης, πρωτόγονα ή ευτελή.
Όπως και εκείνος, είναι αθλητικός τύπος.
Όπως και εκείνος σαν εξυπνότερος έγινε αρχηγός των πιθήκων, έτσι και ο Κασσελάκης έγινε αρχηγός των πιθηκοσυριζαίων, με βλέψεις να γίνει αρχηγός και όλων των πιθηκοελλήνων.
Όπως εκείνος έτσι κι αυτός μιλάει καλά τη γλώσσα των ζώων, ενώ στην ανθρώπινη γλώσσα υστερεί.
Ο παλιός Ταρζάν όταν κινδύνευε καλούσε με κραυγές τους ελέφαντες και εκείνοι ισοπέδωναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Έτσι και με μια κραυγή του νέου Ταρζάν οι συριζοελέφαντες ισοπεδώνουν ό,τι μπορούν.
Στον ρόλο της πιθηκίνας Κάλα, που υιοθέτησε, δίδαξε, και ετοίμασε για τη ζούγκλα τον Ταρζάν, ο γίββωνας Τσίπρας.
Ο παλιός Ταρζάν τα έβαζε με όλα τα ανθρωποφάγα ζώα όπως λιοντάρια ή κροκόδειλους, και με μόνο όπλο το μαχαίρι του τα νικούσε.
Εκείνο που μένει να δούμε είναι ποιο είναι το μαχαίρι του νέου Ταρζάν, και ποια μετράνε κακά ζώα γι αυτόν.
Ως για να διαλέξει σήμερα ο Ταρζάν να έρθει στην Ελλάδα, πού αλλού θα πήγαινε αφού η χώρα αυτή είναι η μόνη ζούγκλα στον πλανήτη;
Η διαφορά του παλιού Ταρζάν από του νέου, είναι πως ο παλιός Ταρζάν είχε αντί για σκύλο, την Τσίτα.
Γεια σας φίλοι.
Ή μάλλον: Ααααααααααα…ααα… ααα…ααααα….
 

ΜΥΡΑ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΑ ΣΤΙΣ ΠΟΡΝΕΣ

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ' τους αρχαίους τους αιώνες
χωρίς προσποίηση και ψέμα
μ' αθώο μας βλέπουν ένα βλέμμα.

Αίνοι και έπαινοι σε κείνες
που όλα τους δίνουνε τα δώρα
σαν το νερό οι δημόσιες κρήνες
και σαν τον ίλιγγο η αιώρα.

Που δε ζητούν για ένα φιλί τους
τον ουρανό μ' όλα του τ' άστρα
και δεν γυμνώνουν το κορμί τους
σε πλούσια μόνο μέσα κάστρα.

Που φτωχικά φορούν στολίδια
κι έχουν ανάμεσα στα πόδια
όχι αγριόχορτα και φίδια
μ’ αγριοπερίστερα και ρόδα.

Που αχνογελούν όταν ακούνε
λόγια γι αγάπη και για πίστη
και κάτι έχουνε να πούνε
για το μυαλό που τα εσοφίστη.

Που μ' ένα νεύμα είναι δικά σου
τ' άνθη του δώρου τους του θείου
χωρίς να πρέπει-για φαντάσου-
να γίνεις σκλάβος τους δια βίου.

Μύρα και λούλουδα στις πόρνες
που απ' τις γυναίκες ειν' οι μόνες
που αν κάποια ξάπλωσε μαζί σου,
έστω για λίγο ήταν δική σου.
 

ΣΤΗ  ΜΠΛΟΥΖΑ

Το καλοκαίρι που έφυγε ήταν πολύ ζεστό
και κάθε μέρα ήταν για μας μια νέα ευκαιρία
να μαζευτούμε στην "ΠΗΓΗ"-δρόσιζε  εκεί γι αυτό,
εγώ, ο Γιάννης, ο Φωκάς, ο Πέτρος κι η Μαρία.

Και μια θυμάμαι ξαφνική που έπεσε βροχή
καθώς τα ούζα πίναμε αμέριμνοι ένα βράδυ
κι όπως ακάλυπτοι ήμασταν στην αίθριαν εξοχή
το  ’βλογημένο το νερό μας έβρεξεν ομάδι.

Απ’  τη θεσπέσια του υγρού χώματος ευωδιά
γλυκομεθύσαμε  όλοι μας το βράδυ αυτό τ’  ωραίο
και σαν μικρά να ήμασταν κι ανέμελα παιδιά
το κάθε τι μας φαίνονταν παλιό σαν να  ’ταν νέο.

Κι ενώ η Μαρία ύστερα απ’  τη μπόρα της στιγμής
απ'  την αρχή μας πρόσφερε τα νερωμένα ούζα,
αθώους τάχα γράφοντας κύκλους τριγύρω εμείς
τα στήθη της κοιτάζαμε που κόλλαγαν στην μπλούζα.

                                ---

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΠΟΛΙΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΎ ΑΙΏΝΑ
Μέρος της χίμαιρας της διήγησης της ιστορίας της ζωής ενός πλανήτη, είναι η παρουσίαση αποδεικτικών της αλήθειας του στοιχείων.



ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ


49.

Χτες δυο χέρια γκρεμίσανε
της ψυχής μου τα όνειρα
κι οι ελπίδες που ζήσανε
στων ονείρων τα δώματα
πλακωθήκαν με πέτρες
και μ' ακάθαρτα χώματα.

Τώρα πια δεν αντέχουνε
οι ψυχές γι άλλο χτίσιμο
κι οι ιδέες που τρέχουνε
μου ζητάν να πουλήσω
τις ελπίδες και όνειρα
πια ποτέ να μη χτίσω.



50.

Με τέτοια μπόρα, μ' αστραπές και με βροντές
ίσως δε βγαίνεις και λατρεύεις άλλα είδωλα.
Κι ίσως χαθούμε γιατί οι μέρες βροχερές.
Μα πες στη φίλη –δεν σου γράφω γι’ άλλο τίποτα-
που ’χες μαζί σου, πως οι γάμπες της κοντές
και, η καημένη, θα γεννήσει δύσκολα.



51.

Μέρα ηλιόλουστη, μέρα ηλιόχαρη, μέρα ωραία.
Κι είσαι κοντά μου-και είσαι όμορφη-και είσαι
νέα:
εγώ στο είκοσι, μικρό δωμάτιο αλλά με θέα,
κι εσύ μοιράζοντας με τη μαμά σου το δεκαεννέα.


52.

Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες,
αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι,
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-
πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…

Αυτά τα «σ' αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
πώς μια αρρώστια τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...



53.

Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;
Ποιος είναι ο πρώτος  που επέταξε;
Που φώτισε με το ήλεκτρο τα πλήθη,’
που εζωγράφισε, που έχτισε, που είπε,
πρώτος στην ιστορία της γης;

Ω! Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ' άλλους καιρούς,
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο,
σε άλλους τόπους, σ' άλλες σφαίρες,
και τούτο εδώ το ποίημα
έχει γραφτεί ποιος ξέρει πόσες πριν φορές
πριν τυπωθεί σε τούτο το χαρτί...
όλα προϋπήρχαν΄-άνθρωποι
δημιουργοί και πλάστες δεν υπάρχουν.



54.

Η καρδιά μου έσκυψε
και σήκωσε το μαντήλι σου.


ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ
 
55.

Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τ' άφωτα πάρε με πάλι απόψε.
Στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησε με πάλι απόψε.
Και φέρε στο θέατρο σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά,
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους σου
και τ' ομορφότερο κορίτσι του θιάσου.
Η μέρα ήτανε σκληρή. Μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να απαλύνεις.



56.
Ο γεωργός στη δεντρόφυτη κοιλάδα
στέκεται και λογαριάζει:
αν τούτη την κοιλάδα είχα σπαρμένη
χίλια κιλά σιτάρι
και κάθε του κιλό μου ’δινε άλλα χίλια
θ' αγόραζα μ' αυτά τα δυο της χείλια.



57.
Ένα σκότος ο κόσμος
η ζωή ένα μάτι
που γοργά ανοιγοκλείνει
και σφραγίζεται πάλι.




58.
Οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι
αφού η αγάπη αρκείται στο φιλί
η ευεργεσία στην ευγνωμοσύνη
 κι ο άνθρωπος σ’ ένα πιάτο φαγητό-
οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι.


59.
Μέσα στου εργοστάσιου
τον μέγα βρώμιο χώρο
ένα πουλάκι αδύναμο
μπήκε και τρομαγμένο.

Οι άλλοι εθαρρέψανε
γι αυτούς πως ήταν δώρο.
Μα ήταν για με. Ήταν αυτό
που χρόνια περιμένω.

Το εκυνήγησα και να!
τα χέρια μου το κλειούνε.
Μα όσο κι αν παθιάζεται
η ψυχή, και αν το θέλει,

άτεχνα αυτά κι αμάθητα
ως είναι να κρατούνε,
φεύγει από μέσα τους και πα'
σαν γλιστερό ένα χέλι.

Κι ολημερίς εμέτραγα
τ' αμέτρητα πουλάκια
που απ' τη ζωή μου πέρασαν,
τα πόθησε η ψυχή μου,

μα κείνα δε σταθήκανε-
ανοίξαν τα φτεράκια
και πέταξαν και χάθηκαν
για πάντα απ' τη ζωή μου.

Κι ολημερίς εμέτραγα
μες στο πικρό μου δώμα
πόσο πολύ επλήγωσαν
τη ζήση μου τη λίγη

όσοι σταυροί εμπήχτηκαν
μες στο απαλό της χώμα,
σταυροί που ο καθένας τους
πουλάκι που 'χει φύγει.

Ψυχή μου όλο χασίματα
συ έχεις κερδισμένα.
Ότι λαχτάρισες, ποτέ
δεν το 'κανες δικό σου.

Όσα βαθιά τ' αγάπησες
σου έχουν γίνει ξένα
κι ειν' έξω εκείνα που 'θελες
να έκλεινες εντός σου.



60.
Λεν "το γυμνό της το κορμί".
Μα το γυμνό εννοείται όταν λέμε "το κορμί".
Γιατί όταν το κορμί είναι ντυμένο
δεν είναι πια κορμί,
μα κάποιο φόρεμα
άλλοτε άλλου χρώματος, ποιότητος, μεγέθους.

Λοιπόν πως είναι το γυμνό της εννοείται
όταν μιλάμε για κορμί.
Αλλιώς θα έπρεπε να λέγαμε πι χι,
«την είδα επιτέλους χτες,
ήταν δυο εξώνυχα παπούτσια,
δυο κνήμες που υψώνονταν σαν κύκνεια φτερά
και τα λοιπά και τα λοιπά,
ένα φουστάνι άσπρο με κίτρινα κουμπιά,
και πάνω απ' το φουστάνι ένα πρόσωπο
με μάτια σαν...και τα λοιπά,
με χείλη που… και τα λοιπά,
κι ένα καπέλο».

Αυτό θα έπρεπε να ήταν όλο
και ας αφήναμε στην πάντα το κορμί.





ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ
 

62.

Στην ίδια θέση πάντα
και το σκοπό τον ίδιο
έπαιζε στο πιάνο κάθε μέρα.

Χρόνια έτσι.
Ώσπου χτες
αντί τα δάχτυλα του να χτυπούν τα πλήκτρα,
τα πλήκτρα είδα κι αρπάζανε τα δάχτυλα του,
πάνω τους κολλούσαν,
και μαζί τους
σε κάθε νότα τα τραβούσαν.


63.

Αυτές οι καμπάνες του βραδιού
μες στην ψυχή μου λες χτυπούν.
Αυτές οι γλυκές καμπάνες του βραδιού
στων ήχων τους τα ύψη με καλούνε.
Αυτές οι καμπάνες της γλυκιάς νυχτιάς
με λιώνουν, με σκοτώνουνε, με σβηούνε.





64.

Μια μέρα ο άντρας της της είπε:
«Μιαν άλλη αγαπώ-χωρίζουμε!»

Αυτή ήταν η αρχή.
Μετά ήρθαν τα ξεσπάσματα χωρίς αιτία
-κυρίως στην κόρη της ξεσπούσε-
το συναγέλασμα με άλλες χωρισμένες
τα κλάματα τα σιγανά
οι αδάκρυτοι οι πόνοι
οι ώρες ανίας, πλήξης, μοναξιάς
οι "θέραπιστς" με χάπια και υποσχέσεις
οι συμβουλές και οι προτάσεις τέλος
από ευαίσθητους και πρόθυμους κυρίους
(κάποιος ζωγράφος πολύ την ενοχλούσε).

Και κάποια μέρα,
αφήνοντας στην πάντα τη ζωή της
εβρέθηκε γυμνή ανάμεσα σε χρώματα μουντά,
σε πίνακες ανάμεσα ημιτελείς
και σε σπασμένα κάδρα ανάμεσα.
Και τότε πια ησύχασε.
(Η κόρη δέχτηκε αμίλητα κι αυτή την εκδοχή).

Τώρα μπορούσε με ακρίβεια να προβλέψει
ποιο θα ’ταν το επόμενο το βήμα
και το επόμενο… και το επόμενο…

Το δύσκολο ήτανε ώσπου η αρχή να γίνει.



65.

Οι διαλυμένοι γάμοι προμηθεύουν
ερείσματα σε αγάπες
και τροφή
σε όντα πεινασμένα
που τρέφονται με σάρκες ψοφιμιών.

Η μυρωδιά σαπίλας τα έλκει
μίλια μακριά
και πάνε κι επιπίπτουν με μανία
στο άψυχο το σώμα.

Και είναι άξιο απορίας πώς χορταίνουν
με σάρκες δίχως αίσθηση
μ' αίμα χωρίς ψυχή.

Μα ίσως η απορία περισσεύει.
Τι άλλο απ' αυτούς κανείς να περιμένει.
Ύαινες μονοσήμαντες.
Ερωτιδείς κενοί.


66.

Σκέψεις του Πλίνιου
πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι το πρωί.

Λοιπόν ας δούμε πώς έχει το πράγμα.
Είμαι ο Πλίνιος.
Πού βρίσκομαι;
Σ ένα κρεβάτι δανεικό
σ’ ένα δωμάτιο μέσα
απ’ όπου διώχνομαι στο τέλος του μηνός
γιατί δεν έχω να πληρώσω.

Φίλοι, κανείς.
Άνθρωποι
που θέλουν να με βλάψουν
εννέα-πρόχειρα μετρημένοι.

Κάτι ευχάριστο με περιμένει σήμερα;
Όχι.
Υπάρχει κάποιος που να μ’ αγαπά;
Κανένας και καμιά (στο διπλανό διαμέρισμα
πάλι τ’ αντρόγυνο καυγαδίζει).

Εμπρός λοιπόν!
Ας σηκωθώ.
Μία καινούργια μέρα αρχίζει.




γγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγ



ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ

67.

«Ποιος ειν’ αυτός που μ' αντικρίζει
μες απ’ αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;

Ποιος ειν’ αυτός που 'χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα που είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;

Ποιος ειν' αυτός μ' ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
το μέγα του να στήνει ψέμα
σε με αντικρύ-σ’ έναν καθρέφτη;»


68.

Απ' αυτό το τραπέζι λείπει η αγάπη.
Απ! αυτή τη ζωή λείπει η χαρά.
Απ' ό,τι κανείς έχει πάντα λείπει κάτι
όπως απ’ το βάτραχο λείπουν τα φτερά.


69.
Η ζωή η λίγη ειν’ ένας αγώνας
για να βρει καθείς κείνο το κρυφό
που όπως τ’ αβρό έαρ κρύβει ο χειμώνας
έτσι μες στη ζήση μας κρύβεται κι αυτό.

Μα ή το βρει κανείς κείνο το κρυμμένο
που πολύ ζητάει, είτε δεν το βρει,
δε μετράει γιατί γύρωθε ειν' κλεισμένο
όπως μες στη μέλισσα είναι το κεντρί.




70.

Πέφτει η βροχούλα απαλά
πέφτει η βροχούλα σιγανή
και για τα σκότη μας μιλά
και μας μιλάει για τη θανή.

Πέφτει η βροχούλα απαλή
πέφτει η βροχούλα σιγανά,
τη διψασμένη γη φιλεί
κι αυτή ζωή και φως γεννά.


71.

Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις έρημους,
για ήρεμα μελτέμια,
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς,
για αύρες που η θάλασσα ξερνά,
για λίβες καφτερούς έχω ακούσει.

Μα εμέ σε τούτονε τον κάμπο,
τον άχρωμο,
ο μόνος που με φυσάει αέρας
είναι ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.

Εν' αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα νόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.

Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξεριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα μ’ επισκέπτεται
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-πια το ξέρω.


72.
Θέλω να σβήσω το "εγώ" απ' το λεξιλόγιο μου.
Μα πώς αφού ό,τι βλέπω είναι τα μάτια μου  
αφού ό,τι ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς
πολλαπλασιασμένοι,
αφού ό,τι πιάνουνε τα χέρια μου
είν’ η προέκταση τους
κι ό,τι οσμίζομαι δεν είναι πάρα
το άγουρο το χρώμα των ερώτων μου;

Πώς αφού ό,τι γεύομαι δεν είναι
παρά των γευστικών θηλών μου οι πόθοι και οι σχεδιασμοί,
και ό,τι νιώθω
του εγκεφάλου μου είναι οι επιταγές
και τα κελεύσματα;
 
Πώς
εγώ
ν' απαλλαγώ απ’ τον εαυτό μου;




ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ


73.

Μες στο δωμάτιο ήτανε πλήθη
οι επίδοξοι νυμφίοι.
Εσύ, σκορπώντας χάρη κι ευωδιά,
μπήκες σαν άυλη και κρυστάλλινη-
σαν οπτασία.
Τους προσπέρασες όλους χαμογέλια σκορπώντας
και στο πλάι μου ήρθες κι εστάθης.
Και μου πήρες το χέρι
και το ύψωσες έτσι
σαν ιαχή νικητήρια.

Όλοι βλέπαν.

Και κρυστάλλινη έτσι και άϋλη
κι έτσι σαν οπτασία
αγκαλιά μου σε σήκωσα.
Και το πλήθος εμέριασε να διαβούμε.
Κι έτσι σαν ιαχή νικητήρια
το μυστήριο του έρωτα σ' όλους μπρος φανερώθη.
Μόνο εγώ απορούσα
πώς τρισμέγιστος όντας
στις μικρές σου λεξούλες χωρούσα
που απαλά με εκύκλωναν
που απαλά με αναμέριζαν
που απαλά με δονούσαν.


74.

Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια, μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.

Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.

Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να 'χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της της ηδονής τ' αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.

Όλο το είναι της Φωτιά, Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλ’ η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο.
Και ώσπου τ' όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.

Κι ας με καλεί με όλα της εκτός απ' τη μιλιά της,
Κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.

Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία,
ειν' Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.

75.

Άνθρωποι ρίξτε μια ματιά
τριγύρω σας και δείτε
όσα ο θεός απλόχερα
σας δίνει, και σκεφτείτε.

Λιμοί, σεισμοί, καταστροφές,
πείνα, κατολισθήσεις,
 αρρώστιες, πόνοι αβάσταγοι...
Κι αν κάτι θα ζητήσεις

που δε χωρούσε να σταθεί
 μέσα στο γύρω χώρο
ο θεός μες στην ανθρώπινη
ψυχή το 'δωσε δώρο.

Φόβος και άγχος μας κρατεί
κι απελπισιά μας δέρνει.
Της νύχτας τα φαντάσματα
τρων ό, τι η μέρα φέρνει.

Κακία, ψέμα κι αδικιά,
 βία, συκοφαντία,
μίσος και περιφρόνηση,
απάτη, προδοσία,

και ολ’ αυτά κι άλλα πολλά
η θεϊκή η κρίση
στον λογικό τον άνθρωπο
έχει σοφά χαρίσει.

Έτσι λοιπόν πρέπει και σεις
στους άλλους τους ανθρώπους
με του θεού να φέρεστε
τους ταιριαστούς τους τρόπους.

Δώστε μαχαίρι και φωτιά
σ' όποιον θα δείτε μπρος σας
και μη φροντίζετε άλλονε
παρά τον εαυτό σας.

Πολέμους κάντε φονικούς
 και κάθε εχθρό αφανίστε
κι ύστερα το μαχαίρι σας
στο φίλο σας γυρίστε.

Κλέψτε του αδύνατου το βίος
και πάρτε του απ' το στόμα
ό, τι με δάκρυ έβγαλε
και κόπους απ' το χώμα.

Λεφτά αποκτήσετε πολλά
κι όσα μπορείτε πλούτη
κι ας έχετε για είκοσι
ζωές όπως ετούτη.

Άνθρωποι πράττοντας αυτά
κι η ορμή αν δε σας λείψει
ο θεός που σας τα δίδαξε
γενναία θα σας αμείψει.

Όπως οι λύκοι ορμούν στ’ αρνιά
και σεις γινείτε λύκοι
αν θέτε να 'στε άτρωτοι
από τη Θεία Δίκη.


76.

Αυτό που η αίσθηση μόνο κρατεί
κι αδύνατο είναι τα λόγια να εκφράσουν
αυτό πρέπει ν 'ναι για ένα ποιητή
το ύψος που οι στίχοι του πρέπει να φτάσουν.
Κι ούτε είναι απαραίτητο θριαμβική
υφή ή ουσία να έχει το ποίημα.
Μα ειν' απαραίτητη η μουσική-
κι αυτό είναι πάντα το δύσκολο βήμα.


77.

THE RABBLE…: “LAERTES KING!...”

Μπορεί ένας δίκαιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων'
μα τέλος,  όπως πάντοτε, τα φίδια θενά νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.

Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στ' αυτιά του θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."







78.
SUPERVISER ISABEL

Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ να σ' ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μού φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα σπάζει.

Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που 'χες γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.

Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασίες κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο ιδιαίτερα θα νιώθει.


ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ



79.

Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι
προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.

Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει,
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.

Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας,
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει,
ερείσματα όπου θέση δεν έχουν.

Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
Ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ ν’ αρθρώσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.






80.

Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου, και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.

Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το 'κανα όταν

σ’ έβρισκα μόνη, ή, το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.

Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
 ο αλάθητός σου ώμος.

Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.    

Άλλα μηνύματα εχτές
μου 'στελνε το κορμί σου
τ' ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.

Μ' άλλες μου λέγανε φωνές
τ' αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
ελεύτερη από 'μπόδια

Κι επιζητούσαν εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ’ άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.

Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες και σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.

,.,Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ' αρέσει.

Μα δεν το βλέπω και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το 'ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.

Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καημένη'
δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
θα 'ναι πιο λυπημένη.



81.

(THE SUPERINTENDENT: EACH THEATER EXCELLANCY, IS BUILT FOR ONE PLAY AND ONE PLAY ONLY.)

Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.

Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.

Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.


82.

Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει πολύδυμα μια μήτρα,
από μεγάλη λεν μια έκρηξη
δημιουργήθηκε το σύμπαν.

Και με τεράστιες λεν, ταχύτητες,
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.

Και στη ζωή τα ίδια γίνονται.  
Μετά τη γέννα τους, καθένα
τ' αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να 'ναι ξένα.


83.

Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δε θέλω να προδώσω.

Θέλω ως αυτήνε τη νυχτιά
σ' είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα' ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.

Πάνω στον σκούρο καναπέ.
πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη

η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι

να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σα βελούδο λείο.

Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ' αλαφρώσω απ' τα βαριά
και ακριβά του δώρα.

Όχι, Δε θα 'ρθω να σε δω
και τ' όνειρο να σβήσει-
Η μνήμη ως 'κείνη τη βραδιά
Σ’  είδα θα σε κρατήσει.


84.

Το σάλι σου είναι ζωντανό
κι ερχότανε κοντά μου.
Κι ας μου ερχόταν ορφανό
ζέσταινε την καρδιά μου.
Κάθε μου 'λεγε νιο μυστικό σου
Μ’ αγαπούσε κι ας ήταν δικό σου.

Μου 'λεγε ποιόνε αγαπάς
πότε είσαι λυπημένη
πού κάθε βράδυ θε να πας
και ποιος σε περιμένει.
Και μαζί του όταν συ είχες φύγει
της μονάξας μας δέρναν τα ρίγη.

Μα τώρα μου 'φυγε κι αυτό
και μόνος μου θα μείνω.
Τώρα-για σένα τι κακό-
δε σ' αγαπά πια εκείνο.
Και ξεφεύγει απ' τους άσπρους σου ώμους
και μονάχο του παίρνει τους δρόμους.





ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι

ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ



85.

Ωραία πουν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.

Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα αξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.

Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη;..

Το κεφαλάκι της γυρνά και στα ουράνια νεύει'
βλέπει τον ήλιο και γελά, τ' αστέρια και χορεύει.
Τη βλέπει ο ήλιος και γελά και πιότερο φλογίζει
βλέπει να νταβραντίζεται κι ο πόθος τον ζαλίζει.

Στων λογισμών μου τα νερά, στου νου μου τ’ ακρογιάλια
στιλβώνει το κορίτσι μου τα κρύφια του τα οπάλια.
Εκεί βουτάει αποβραδίς και λούζεται το γιόμα
εκεί ομορφαίνει το καυτό και ρόδινό της στόμα.

Ωραία πουν' η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σαν σε μιαν έρμη εκκλησία το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα νύφη στολισμένη.
Ωραία πουν' η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!


86.

Τώρα που μέσα βρίσκομαι στη θέρμη και στην
κάψα
του θέρους, αν μου μίλαγε κανένας για το χιόνι
για νύχτες χειμωνιάτικες, για της βροχής την κλάψα,
αρρώστια κάποια του μυαλού  θα 'λεγα ότι τον ζώνει.

Θα 'λεγα πως μου μίλαγε για κάποιο παραμύθι
που η αρρωστημένη του έπλασε φαντασία,
ή που νεκρό τ' ανάσυρε απ' των καιρών τα βύθη
ώστε δεν κλείνει μέσα του καμία πια αξία.

Έτσι συμβαίνει και με σε. Προτού να σε γνωρίσω
δε ζούσα. Δεν υπήρξανε για μένα ώρες άλλες.
Ύπαρξη μου ειν' αδύνατο δίχως σου να νοήσω
 κι άλλες από τα δάκρια μου να υποθέσω στάλες.


87.

-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη.
Μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;

-Ειν' εν' απότομο, βαθύ,
αγύριστο φαράγγι
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει κοράκι.


88.
 
Με ξεβαμμένο μπλε
και τσιγάρο στο στόμα,
γριά
κι αγαπιέσαι ακόμα.


 89.

Χτες βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε,
στη σκέψη μου είχες χωθεί
Ο πόνος κοντά του με γύρευε
ολόκληρος του είχα δοθεί.

Επάνω σερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει. Και ήταν το στρώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.

Και είναι αλήθεια-αμάρτησα.
Στο δείλι εχτές το μελί
τις πίκρες σου όλες τις άρτυσα
και δεν σου επήρα φιλί.


90.

Συ τρύπησες το χέρι σου στ' αγκάθια
το χέρι μου επόνεσε ευθύς.
Παθαίνω του κορμιού σου όλα τα πάθια
όπου είσαι κι όπου ήθελε βρεθείς.

Αλλ' αν είναι δικοί μου οι πόνοι σου όλοι
δεν είναι του κορμιού σου οι χαρές
θολώνεις της χαράς το περιβόλι
τις πίκρες σου μου δίνεις καθαρές.

Σε άλλονε χαρίζεις το φιλί σου
σε άλλον τις γλυκές σου τις ματιές
για κείνον οι χαρές του παραδείσου
της κόλασης για μένα οι φωτιές.
 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Ήρθε ο Κασσελάκης.
Τον έφεραν; Τον φύτεψαν; Δεν ενδιαφέρει αυτό. Ενδιαφέρει τι θα κάνει εδώ που ήρθε.
Θα κάνει είπε μια Ελλάδα ευρωπαϊκή.
Και ας πούμε ότι του δίνουν οι έλληνες την πρωθυπουργία για μία ή δύο τετραετίες.
Θα κάνει την Ελλάδα πολιτισμένη χώρα;
Χοροπηδάνε οι Κασσελακικοί και χαίρονται.
Τα ίδια όπως σε κάθε εκλογές.
Θα κάνει λοιπόν την Ελλάδα πολιτισμένη χώρα;
Θα μάθει μέσα σε οχτώ χρόνια τους έλληνες να μην κλέβουν αλλήλους και το Δημόσιο;
Θα πάρει με το μέρος του τις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια; Πώς; Αυτά θα τον ακολουθήσουν ως δια μαγείας αρκούμενα στα νόμιμα και μόνον έσοδά τους; Και χωρίς αυτά πώς θα αλλάξει την Ελλάδα;
Ποιος μεγαλοκαρχαρίας θα υπακούσει και δεν θα θησαυρίζει σε βάρος των δυστυχούντων;
Θα χτίσει σπίτια ανθρώπινα για  τα εκατομμύρια αυτών που ζουν σε τρώγλες;
Θα αγγίξει με το ραβδάκι του την Υγεία και αυτή θα γίνει ανθρώπινη-εξοπλισμένη με το ανάλογο προσωπικό, με τα δέοντα μηχανήματα, και με γιατρούς που να επαρκούν;
Θα κάνει την Παιδεία αντάξια του ονόματόςτης; Με τι δασκάλους; Με τι κτίρια; Με τι αξοπλισμό;
Πώς θα χτυπήσει τη φοροδιαφυγή; Θα βάλει στην φυλακή τους μισούς έλληνες;
Θα φέρει ως δια μαγείας τα απαραίτητα λεωφορεία στους δρόμους; Θα κάνει αυτόματα με μια τουλέξη τα καράβια που μεταφέρουν τους έλληνες αξιόπιστα;
Και τι θα κάνε ώστε να πάψει η χώρα να είναι υποχείριο της Αμερικής;
Θα κάνει την Ελλάδα σεβαστή στο εξωτερικό;
Θα μπορέσει να σταθεί στον Ερντογκάν μπροστά σαν ίσος προς ίσον και όχι σαν πιστός υπηρέτης του;
Θα μάθει τους έλληνες να αγαπούν την καθαριότητα;
Θα πάψουμε να βλέπουμε σκατά των σκύλων και κάθε σκουπίδι στους δρόμους μας και αυτοκίνητα στα πεζοδρόμια;
Θα φτιάξει εξ αρχής τους δρόμους της Ελλάδας ώστε να είναι ακίνδυνοι και ανθρωπινοί;
Θα κανει όλα αυτά και πολλά ακόμα που όλα μαζί κάνουν μια χώρα πολιτισμένη;
Πράγματα που δεν έγιναν σε διακόσα χρόνια θα τα κάνει αυτός σε τέσσερα χρόνια; Και πώς; Ακόμα και αν υπνωτίσει τον Μητσοτάκη και αυτός δεν του φέρνει καμία αντίρρηση, θα κάνει την Ελλάδα σύγχρονη χώρα;
Γιατί λοιπόν όλοι οι κρετίνοι οπαδοί του χαίρονται και γιατί οι απέναντι, οι Αχτσιογλικοί λυπούνται;
Θα κάνει ανεξάρτητη την Ελλάδα;
Θα την κάνει από σκουπίδι της Οικουμένης που είναι ανεκτό κράτος;
Θα ξεκολλήσει την Ελλάδα από το 1821 για να την φέρει στο 2023;
Γιατί λοιπόν οι τυμπανοκρουσίες;
Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;
 

«Εξαφάνιση πατέρα και γιου στην Άρτα – Βρέθηκαν νεκροί στο όχημά τους σε χαράδρα.»
( είδηση σημερινή, 24-9-23)

Το ίδιο θα γράφονταν για τον πατέρα μου και μένα πριν από σαράντα πέντε χρόνια, αν κάποιος δεν μας χρειαζόταν ακόμα ζωντανούς.
Υπηρετούσα στην Κομοτηνή.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ με ειδοποιούν ότι έχουν έναν άρρωστο σε ένα χωριό όπου ζούσαν τούρκοι.
Τους είπα να τον πάνε στο νοσοκομείο, δεν ήθελαν ή δεν με κατάλαβαν, επέμεναν να πάω.
Είχα ένα παλιό φίατ 850, από δεύτερο χέρι αγορασμένο. Ο πατέρας μου, που τον φιλοξενούσα για λίγες μέρες, μου λέει πού θα πας μόνος σου σε ένα μέρος που δεν το ξέρεις, μέσα στις λάσπες νύχτα ώρα;
Κι έρχεται μαζί μου.
Σκοτάδι πίσσα και ακολουθούσα τον δρόμο όσο κατάλαβα από αυτά που μου είπαν.
Μόνο τα ισχνά φώτα του αυτοκινήτου μου έφεγγαν.
Πήγαινα λίγο γρήγορα για να «προλάβω» τον άρρωστο, και λίγο σιγά λόγω των νύχτιων συνθηκών.
Και ξάφνω μια στροφή και κολλητά της ένα γεφύρι μπροστά μου.
Δεν το είδα-δεν έφταναν εκεί τα φώτα μου.
Όταν το είδα πάτησα ως κάτω τα φρένα.
Το αυτοκίνητο δεν σταμάτησε παρά όταν έφτασε στο χείλος τής χωρίς κάγκελα ή κάποιου στηθαίου γέφυρας, με τον δεξιό μπροστινό τροχό να πατάει στο χείλος του γκρεμού, που όπως μου είπαν οι ντόπιοι μετά, είχε βάθος τουλάχιστον είκοσι μέτρα.
Σταθήκαμε έτσι αμίλητοι και ακίνητοι εκεί και οι δύο για (πόσην;) ώρα.
Κάποτε ο πατέρας μου είπε: «Τυχερός ήταν ο…» και ανάφερε όνομα τότε αγαπητού  μου προσώπου.
Με μεγάλη συγκέντρωση και προσοχή έβαλα την όπισθεν, αφού σιγουρεύτηκα ότι πράγματι ήταν η  όπισθεν, και έκανα πίσω.
Το χωριό από κει ήταν διακόσα μέτρα.
Ο άρρωστος ήταν ένας γέρος με γρίπη.
Οι κάτοικοι μας ειπαν ότι στον γκρεμό εκείνον έχουν σκοτωθεί αρκετοί. «Έχουμε πει πολλές φορές να μας φτιάξουν τη γέφυρα αλλά αυτοί  τίποτα!.. Τυχεροί ήσαστε!»»
Η είδηση θα διέφερε μόνο γιατί αντί Άρτα θα έγραφε Κομοτηνή.
 

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Εγώ προσωπικά καταλαβαίνω και συγχωρώ το «κρατίδιο» του Κασελάκη.
Έλα όμως που τέτοια λάθη δεν επιτρέπονται με τίποτα σε κάποιον που θέλει να κυβερνήσει…
Και να τι θέλω να πω λέγοντας ότι καταλαβαίνω τον Κασελάκη:
Το 2003 που βρισκόμουν στην Αμερική, είχα προσκληθεί σε κάποια συγκέντρωση ομογενών.
Αφού φάγαμε και ήπιαμε και μιλήσαμε τα δικά μας, φεύγοντας δημιουργήθηκαν ομάδες πέντε δέκα ανθρώπων  που αποχαιρετίζονταν.
Σε μια από αυτές έτυχε τα χέρια τεσσάρων τους να διασταυρωθούν. Τότε, μέσα στην γενική οχλοβοή ακούστηκε η φωνή: «Τύχη! Κάποιος θα γαμηθεί!»
Ποιοι γέλασαν με αυτό;
Σας πληροφορώ, μόνον εκείνοι που είχαν έρθει πρόσφατα στην Αμερική.  
Θυμάμαι τον τύπο. Ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές στα στούντιος του Λος Άντζελες.
Καλή του ώρα.
Ευθύς και καλοσυνάτος.
Τον «συγχωρήσαμε» όλοι.
Όμως αυτός δεν είχε την πρόθεση να διοικήσει την Αμερική ή την Ελλάδα…
 

«Το ζεύγος Μενέντεζ κατηγορείται ότι δεχόταν δωροδοκίες χιλιάδων δολαρίων με αντάλλαγμα την επιρροή Μενέντεζ προς τη γερουσία, προς όφελος των επιχειρηματιών, αλλά και της κυβέρνησης της Αιγύπτου.»
Για της κυβέρνησης της Ελλάδας πότε;
 

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Κασελάκης είπε ότι φταίει η κούραση και η αϋπνία που είπε το ψευδοκράτος «κρατίδιό τους».
Λοιπόν οι εγκέφαλοι της χώρας ας ανακαλύψουν επειγόντως το κουρασόμετρο, ώστε όταν είναι κουρασμένος να μη τον αφήνουνε να μιλάει γιατί αυτός μπορεί τότε να πουλήσει και την Ελλάδα.
Και για τον ίδιο λόγο, να ρυθμίζουν τον ύπνο του ώστε να μην είναι ποτέ άυπνος.

Και  είπε ακόμα ότι θέλει δυο μήνες για να μάθει τη γλώσσα! Επειγόντως λοιπόν να επιστρατευτεί παρακαλώ ο Μπαμπινιώτης για να του μάθει τη γλώσσα σε λιγότερο από δυο μήνες. Γιατί αυτός με τη φόρα που έχει πάρει μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη σε καμιά βδομάδα, και τότε τι; θα έχουμε έναν πρωθυπουργό που για εφτά εβδομάδες δεν θα ξέρει ελληνικά;
 

Επιτέλους, ύστερα από την ομιλία του Κουτσούμπα στη Βουλή,  κλείσανε τα στόματα εκείνων που θεωρούν το ΚΚΕ διακοσμητικό Κόμμα και πως περιμένει να φέρει κάποιος τον Κουμμουνισμό ώστε τότε αυτό να κυβερνήσει.
Το ΚΚΕ είναι πραγματικό κύριοι, και είναι εδώ και δυνατό!
Και εξηγούμαι:
Όλοι οι αρχηγοί Κομμάτων χτες χαρακτήρισαν με διάφορα χλιαρά επίθετα το Νομοσχέδιο του Γεωργιάδη.
Ο Κουτσούμπας όμως χαρακτήρισε το Νομοσχέδιο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ!
Ύσυταρα από αυτό, είναι πλέον θέμα εικοσιτετραώρου η απόσυρση του Νομοσχεδίου.
Κι εκείνο το στόμα του όταν μιλάει λέγοντας τα σωτήρια για την Οικουμένη λόγια του, ίδια κάνη πυροβόλου όπλου!..
Ας τον έχει καλά ο Λέν… ο Στάλ… ο Μάρ… ας τον έχει καλά ο Θεός!
 

Τώρα που έγραψα αυτό, θυμήθηκα έναν έλληνα δικηγόρο που είχα γνωρίσει στην Αμερική.
Έμενε σε μια βίλα με τη γυναίκα του.
Έμενε μακριά, όμως βρισκόμασταν κάθε ένα δυο μήνες και τα  λέγαμε.
Καλός τύπος, Αν και χρόνια στην Αμερική, δεν είχε γίνει, ακόμα τότε τουλάχιστον, αμερικάνος.
Μια μέρα του βρήκα αναστατωμένον.
Τι έχεις, του λέω.
Και ξεσπάει μεγαλόφωνα και σαν άνθρωπος που έχει  όλα τα δίκια με το μέρος του, σε ένα κατηγορητήριο που μερικές φορές γινόταν υβρεολόγιο, για έναν ντελιβερά!
«Το παλιόπαιδο (αλλιώς το είπε)… το έτσι… το αλλιώς… μου χτύπησε το αυτοκίνητο τρέχοντας… δεν ξέρεις πώς τρέχουνε, σαν δαιμονισμένοι… με τις πίτσες τους και με όλα που κουβαλάνε… θα του κάνω μήυση… θα… θα…»
Δεν ξέρω τι απόγινε.
Βέβαια δίκιο είχε ο άνθρωπος, του χτύπησαν το αυτοκίνητο.
Απλά θέλω να πω ότι αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα μόνον, αλλά ως και στον (πολιτιστικό) αντίποδά της.
 

Τρία τέταρτα πριν-ώρα 23.00
Κάθομαι σε ένα παγκάκι σιγοτρώγοντας το παγωτό μου φράουλα.
Από το κοντινό μπιστρό όπου είχαν τελειώσει το φαγητό τους, σηκώνεται ένας ευτραφής τριανταπεντάρης με ένα αγοράκι-παιδί του προφανώς- και έρχεται προς το μέρος μου.
Πίσω του σε απόσταση ερχόταν η γυναίκα του με ένα κοριτσάκι.
Ο άντρας σταματάει μπροστά μου.
Με κοιτάζει καλά καλά.
«Κάπου σε ξέρω εσένα… Δε μένεις στην οδό τάδε αριθμό τάδε όροφο τάδε;»
«Ναι…»
«Ήμουνα ντελιβεράς. Και ήσουνα ο μόνος που μας έδινες πουρμπουάρ! Γι αυτό σε θυμάμαι…»
Να χαρώ που εκτιμήθηκε το ότι έδινα μπουρμπουάρ ή γιατί κάποιος μου μίλησε σήμερα;
Ούτως ή άλλως μέσα μου ένιωσα να δικαιώνομαι που έδινα (και δίνω) φιλοδώρημα στους ντελιβεράδες-γιατί ξέρω τι διακινδυνεύουν ερχόμενοι να μας ταϊσουν.
«Βέβαια. Τάχω απαρατήσει πια γιατί με χτύπησε ένας με το μηχανάκι μου… πάνε έξη μήνες…»
Κάθεται δίπλα μου στο παγκάκι –καλόβολος και ανοιχτός τύπος- και μου εξιστορεί την ιστορία του χτυπήματός του.
Κάταγμα επιγονατίδος με σκίσιμο του δέρματος του γόνατου («να κρέμονται τα κρέατα»), τέσσερα πλευρά σπασμένα, τρεις θωρακικοί και ένας οσφυϊκός σπόνδυλος σπασμένοι, κάκωση θωρακικής αορτής (του βάλανε στεντ), ρήξη ήπατος. Και μετά από λίγες μέρες πνευμονική εμβολή.
Ευτυχώς όλα περάσανε, εκτός από την κάκωση της σπονδυλικής στήλης που του έχει αφήσει κάποια κατάλοιπα για τα οποία κάνει φυσικοθεραπεία.
Το όνομα αυτού Μιχάλης.
Τέλος χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και πήγε καθένας στη δουλειά του.
Κάτι βρίσκεται κάθε μέρα.
 

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

ΔΥΟ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ 15-9-23

Προχτές καθόμουν βράδυ σε ένα παγκάκι.
Δρόμος γεμάτος γεμάτα εστιατόρια, νυφοπάζαρο ο δρόμος.
Από τη μεριά της θάλασσας φάνηκε ένας τύπος με ρομβία. Μια ρομβία που ήταν ντυμένη στα χρυσοκίτρινα πλουμίδια. Και όχι παλιά και ξέφτια. Πεντακάθαρη και γιορτινή.
Μα δεν ήταν κάποιος από τους συνηθισμένους γεράκους ο τύπος αυτός. Ήταν νέο παιδί, καμιά εικοσαριά χρονών, ντυμένος σεμνά και με πεντακάθαρα γιορταστικά ρούχα. Γελαστό πρόσωπο, ευγενική και φέγγουσα  φυσιογνωμία-μια αποκάλυψη.
Μια κοπέλα δίπλα του ντυμένη με παντελόνι και μπλούζα τέτοια, σαν να βγήκε από την πασαρέλα του Ντιόρ.  Πρόσωπο γελαστό κι αυτή, γέλιο όχι προσποιητό, κρατούσε το ντέφι ανάποδα, άδειο ακόμα. Τότε μόλις άρχιζαν τη γύρα. Μερικά μέτρα μακριά μου όντας, άρχισε το παιδί να γυρίζει το χερούλι της λατέρνας κι  αυτή άρχισε να παίζει έναν μελωδικό σκοπό. Στα πρώτα βήματά τους, κανένας δεν έριξε κάτι στο ντέφι της νέας.
Οι νέοι αυτοί ήταν κάτι πρωτοφανέρωτο  για μένα, συνηθισμένου να βλέπω αντί γι αυτούς γέρους άπλυτους και μια ρομβία άθλια.
Πλησίαζε η κοπέλα με ένα ωραίο χαμόγελο τους έλληνες, και έφευγε χωρίς ούτε ένα κέρμα στο ντέφι της, μα και χωρίς να χάσει από το πρόσωπό της το γέλιο και την ευφρόσυνη διάθεση.
Έφτασε σε μένα. Στην αρχή, συνεπαρμένος από την ωραία εικόνα,  δεν σκέφτηκα ότι έπρεπε να ρίξω κάτι στο ντέφι. Τόσο φιλικοί και απροσποίητα ευφρόσυνοι ήσαν και οι δύο. Όταν η κοπέλα στάθηκε μπροστά μου, τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να ρίξω κάτι μέσα εκεί.  Θυμήθηκα ότι είχα ένα πεντάευρο στην τσέπη μου, . Το έριξα μέσα στο  ντέφι.  Το πρώτο αντικείμενο μέσα εκεί. Η κοπέλα χωρίς καμιά έκφραση διαφορετική από εκείνην που είχε όλη αυτή την ώρα απομακρύνθηκε πηγαίνοντας απέναντι τώρα. Καθώς διασταυρώθηκε με τον νεαρό, εκείνος είδε το χαρτονόμισμα, και αμέσως γύρισε προς εμένα και με ένα ευγενικό., απροσποίητο και  ζωηρό χαμόγελο, αλλά και με μια έκπληξη και μια, θα έλεγα ευγνωμοσύνη,  μου είπε, λάμποντας ολόκληρος,  «ευχαριστώ».
Του απάντησα με μια χειρονονία που έδειχνε πόσο ωραίο ήταν αυτό που μας παρουσίαζε.
Συνεννοήθηκα με τα μάτια και χωρίς καμία λέξη άλλη με κείνον τον άνθρωπο.
Τον άλλο άνθρωπο.
Πόσο σπάνια τυχαίνει αλήθεια να συμπέσει  ώστε δυο άνθρωποι να νιώσουν τόσο συνεννοημένοι, δηλαδή τόσο ανθρώπινοι…
Έφυγαν
Στη χώρα τους δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ζητιανιά, ούτε επίδειξη  της φτώχειας για να αποκομιστεί κέρδος.
Είχαν την ιδέα αυτοί οι δυο ότι θα μπορούσαν να βγάλουν λίγα χρήματα με αυτό τον τρόπο, και απλά το έκαναν.
Μα όχι κακομοίρικα . Αντρίκια και λεβέντικα. Και με σεβασμό για εκείνους από τους οποίους, σιωπηλά, περίμεναν να τους δώσουν κάτι.
Θα είναι από κείνες τις χώρες που εμείς, οι έλληνες, τους κοροϊδεύουμε και τους «οικτίρουμε». Χώρες όπου οι κάτοικοι έχουν την περηφάνια απαραίτητο συστατικό της γονιδιακής αρματωσιάς τους, αλλά και την ευγένεια και την βοήθεια του ενός για κάθε ανάγκη του άλλου.
Χώρες ας πούμε όπως Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές.
Την ίδια μέρα λίγο πριν, μου έπεσε ένα χαρτί με σημειώσεις καθώς περπατούσα. Μην μπορώντας να σκύψω, κλωτσούσα λίγο λίγο το χαρτί ώστε να πάει δίπλα στο παγκάκι, και να στηριχτώ επάνω του για να σκύψω να το πιάσω.
Δυο πακιστανοί νέοι κάθονταν στο παγκάκι και με κοίταζαν με απορία, μη πηγαίνοντας το μυαλό τους γιατί κλωτσούσα το χαρτί.
Και με κοίταζαν.
Όταν  κατάλαβαν γιατί το κάνω, σχεδόν  είχα φτάσει δίπλα τους, και τότε αυτόματα, και οι δυο, πεταγόμενοι σαν ελατήρια επάνω, σκοτώθηκαν ποιος να το φτάσει πρώτος και να μου το δώσει.  Ίσα που τους πρόλαβα και το πήρα μόνος μου. Και πρόλαβα να δω στα πρόσωπά τους την απορία ζωγραφισμένη μαζί με την συγνώμη που με το ύφος τους ζητούσαν, γιατί δεν είχαν καταλάβει και δεν είχαν  προλάβει να το φτασουν αυτοί για μένα.
Και , μην αμφιβάλλετε-είμαι αρκετά γέρος για να καταλαβαίνω από τα πρόσωπα τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων.
Την ευγένεια και την ανθρωπιά την έβλεπα και στην Αμερική όντας, από τους λαούς αυτούς.
Την είδα κι εδώ ξεκάθαρα.
Τώρα που είπα ότι καταλαβαίνω από τα πρόσωπα τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων, μου ήρθε στο νου το ποίημα που έγραψα για τον Παπαντωνόπουλο το Μίμη, κουμουνιστή, στην Τρίπολη.
Έμαθα για τον θάνατό του όταν έλειπα από την Τρίπολη, όπου έμενα κοσαριά χρόνια πριν.
Πέθανε όταν βρισκόμουν στην Αθήνα για κάτι δουλειές.
Και έστειλα στην σύζυγό του τους  παρακάτω στίχους:
(Σηκώθηκα και έψαξα στα παλιά χαρτιά μου να το βρω. Δεν το βρήκα το ποίημα αυτό. Θα ξαναδώ αύριο με το φως της ημέρας. Ελπίζω να είναι κάπου φυλαγμένο. Περιττό να σας πω πόσο λυπάμαι όταν χάνω κάτι τέτοια …
Όμως θα πω κάτι άλλο. Το ποίημα το έλαβε η γυναίκα του και όταν επέστρεψα από την Αθήνα και πήγα να την συλλυπηθώ, μου είπε πόσο της άρεσε το ποίημα αυτό, και πόσο θα άρεσε και στον μεταστάντα…
Πέρασαν μήνες. Και η ποιήτρια της Τρίπολης (μία έχει, η μόνη ποιητική φωνή στηνπόλη), μου εκμυστηρεύτηκε ότι το ποίημά μου αυτό το είχε γράψει σε μέταλλο -ή μάρμαρο δεν θυμάμαι- η σύζυγος πάνω στο μνήμα του συζύγου της. Αλλά δεν το λέει σε κανέναν,  «ξέρεις τώρα…»
Ναι, «ήξερα τώρα». Για να μην συνδέσει το όνομά της με έναν ποιητή, που οι τριπολιτσώτες «ποιητές» του είχανε κηρύξει τον πόλεμο γιατί αυτός έγραφε ποιήματα και όχι «ποιήματα», και γιατί μέσα στη σφηκοφωλιά των Χιτών, αυτός ήτανε κουμουνιστής.
Θα ψάξω να το βρω αύριο.
Και ακόμα να πω σχετικά, ότι ο Μπακομιχάλης (νομίζω θυμάμαι καλά το όνομά του), ποιητής και συγγραφέας (μου είχε αφιερώσει  το βιβλίο του «Σταλίτσες»), κάποια μέρα, κραδαίνοντας το ποίημά μου αυτό, μπήκε στην αίθουσα όπου μαζεύονταν οι «ποιητές» της Τρίπολης, και ανεμίζοντάς τους το ποίημα αυτό, «Αυτός είναι ποιητής!» τους έλεγε.. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκέπει.
Θα μου πείτε πού τα θυμήθηκα όλα τούτα. Να, τόνα φέρνει τάλλο. Από που ξεκίνησα και πού βρέθηκα…
Και μιας και τα θυμήθηκα σε ποιόνε να τα πω; Ο βασιλικός στο μπαλκόνι μου δεν καταλαβαίνει  τη γλώσσα των ανθρώπων. Ούτε η σακούλα με τα στέιπλερς απέναντί μου.
Ο Μπακομιχάλης μάλιστα, είχε παντρευτεί την κοπέλα με την οποία ήμουν συμμαθητής στην ογδόη Γυμνασίου, στην Τρίπολη.
Τον χρόνο εκείνον είχε χωριστεί  η ογδόη τάξη σε Πρακτικό και  Κλασσικό Τμήματα, και στο Πρακτικό ήμασταν δεν ξέρω πόσοι μαγκλαράδες, και δυο κοπέλες-η μία από αυτές είναι που είχε παντρευτεί τον Μπακομιχάλη… Ιστορίες….)
Αλλά να τελειώνω.
Ο τίτλος μιλάει για δύο καλές πράξεις.
Η δεύτερη:
Καθισμένος στο παγκάκι, παρακολουθώ ένα κοριτσάκι που κάθεται με δύο κυρίες μαζί σε ένα τραπέζι του απέναντι εστιατορίου. Σοβαρές οι κυρίες, παιχνιδιάρικο και ζωηρό το κοριτσάκι. Αλλά τετραπέρατο, και χωρίς να υπερβαίνει τα παιδικά-προς το άτακτο ή προς το κακότροπο.
Πέρασε η ώρα, παράγγειλαν, έτρωγαν όταν εγώ σηκώθηκα και  τράβηξα για το πάρκο.
Γυρίζοντας, ήταν ακόμα εκεί.
Πλησίασα.
Είχα στην τσάντα μου τα υπέροχα παιδικά ποιήματα μεγάλων αγγλοσαξόνων ποιητών, τα από μένα μεταφρασμένα.
Πήγα προς αυτές.
«Χαίρετε. Ένα δώρο  για το κοριτσάκι.!» είπα, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι το  βιβλιαράκι. Φυσικά με κοίταξαν παραξενεμένα, αλλά όχι αδιάφορα. Και βέβαια με μια περιέργεια. Δεν τους άφησα περιθώριο να μου μιλήσουν-τι να έλεγαν δυο καθώς πρέπει κυρίες σε έναν άγνωστο καμπούρη γέρο που ξαφνικά τις χαιρετάει;
«Σας έβλεπα από πριν. Έχετε ένα κοριτσάκι πανέξυπνο και με καλούς τρόπους. Να το χαίρεστε!»
Και απομακρύνθηκα-τι άλλο να λέγαμε ή να έλεγα;
Ένα «ευχαριστούμε» είπαν οι δυο κυρίες όταν κατάλαβαν ότι εκείνος που τους μιλούσε έλεγε σοβαρά ό,τι έλεγε, ενώ την ίδια στιγμή τα μάτια και των δυο έλαμπαν από ευχαρίστηση και λαμπράδα.
Με κείνα τα βλέμματα και με κείνα τα «ευχαριστώ» κοιμήθηκα έναν βαθύ και ξεκουραστικό ύπνο το βράδυ εκείνο.
 

Οι ψηφοφόροι της Κυριακής ψήφισαν κατά της σοβαροφάνειας των πολιτικών ψηφίζοντας Κασελάκη.
Έχουν βαρεθεί τα σοβαρά, αυστηρά πρόσωπα όλων των μέχρι τώρα αρχηγών κομμάτων της χώρας, που τους μιλούσαν όπως μιλούσε διευθυντής παλιού ορφανοτροφείου στους τροφίμους του.
Οι έλληνες ζηλεύουν την Αμερική (ΗΠΑ) και την μισούν γιατί δεν μπορούν να είναι Αμερική.
Τώρα όμως να! Η Αμερική ήρθε στη χώρα τους! Δεν έχουν πια λόγο να την μισούν αφού κι αυτοί θα γίνουν όπως εκείνη.
Και του είπαν: «Εσένα θέλουμε! Που Αμερική θα κάνεις και τη χώρα μας-που άλλωστε είσαι και παιδί της.»
Ως για την Μακρόνησο, δεν κατάλαβα γιατί ενοχλήθηκαν μερικοί που ο Κασελάκης την επισκέφτηκε.
Ο Κασελάκης θα κάνει την Ελλάδα μια μικρή Αμερική. Αυτό συνάγεται από όλα όσα έχει πει μέχρι τώρα-τουλάχιστον αυτό θέλει. Και μέσα στην Αμερική του-μας, δεν θα υπάρχουν κουμουνιστές. Όπως δεν υπάρχουν κουμουνιστές και στην Αμερική.
Αυτό ήθελε να πει ο Κασελάκης με την επίσκεψή του στη Μακρόνησο.
Μένει να δούμε αν θα τα καταφέρει  όλα αυτά.
Κι αν όχι όμως, θα είναι ο πρώτος από εκείνους που δεν τα κατάφεραν, που πραγματικά και όχι υποκριτικά, ψηφοθηρικά, φαταουλικά, φορομπηχτικά, μακιαβελικά και ξενοδουλικά το προσπάθησαν.
 

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους κήπους τους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.

Για να θυμηθούν.

Τα σώματα νιώθουν το σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θυμώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.
 

ΠΡΩΙ

Μέσα από την παγωμένη ομίχλη του κήπου
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται
να ξεπλύνει τα μάτια από το δάκρυ.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμα μαραμένος,
ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού,
θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.

Το νέο πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας το ειδύλλιο
της νύχτας και του θάνατου.
Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του
και το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα πλήρως χαρίζεται.
Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πίσω από θάλασσες και όρη.

ΝΕΕΣ ΑΝΑΠΝΟΕΣ
ή
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΟΥ Λ. Α.
(Στο εστιατόρια του κύπριου Τζίμη, 28 Μάρτη ’95)

Στης συνοδού του την αδιαφορία πλέκοντας
γελάει το κοριτσάκι. Το γέλιο του
σαν πεταλούδα πετάει μέσα στο βαρύ εστιατόριο,
υφαίνοντας με κύκλους και στροφές περίπλοκες,
ένα δίχτυ αθωότητας-αυτής
που έχει για την ηλικία του καθοριστεί.

Τo πέταγμά του εύκολα
μες από βγαλμένα δοντάκια μπαινοβγαίνει
φέρνοντας νέες αναπνοές κάθε φορά
στα πνευμόνια του πηχτού βραδιού,
που αλλιώς
θα πέθαινε από απελπισία
με τους λιγοστούς πελάτες νεκροθάφτες του.

CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό, τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  ’φερες εδώ…
 

CAMOENS

Το ναυάγιο όταν διηγόνταν
τόσο ζωντανά τα κύματα ζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα, το νερό
έτσι μεταμόρφωνε σε υγρόν τάφο
που τον περίμενε, των επιβατών τα ουρλιαχτά
τόσο ταίριαζε με τη βοή του αγέρα,
που όσοι τον άκουγαν,
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.

Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα,
στα χέρια του σφιχτά
το μισοτελειωμένο έπος του κρατώντας
και να πνιγεί αφήνοντας τη μαύρη φίλη του,
εκεί
για λίγο
αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση ανάμεσα, ενός άλλου-
που έγινε πιο πέρα-τον χαμό, πριν συνεχίσει.

Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους έβραζε
το Λουζιτάνικο αίμα, και γιατί ένιωθαν,
ότι το φέρσιμο του αυτό
κράτησε όρθια την Πορτογαλία,
που αν χάνονταν το έπος του,
αυτή θα βούλιαζε αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του
κι όχι στης θάλασσας,
αλλά στης λησμονιάς τα νερά,
τ’ αδιαπέραστα από Μάτι
κι από Μνήμη
κι από Χρόνο.
 

Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Ό,τι περίμενε ήρθε μια νύχτα  
το τζάμι του παράθυρου χτυπώντας.

Και καθώς η μισή κιόλας ζωή της
είχε ανεόρταστα περάσει,
σκέφτηκε πως της χρωστούσε κάτι και γι αυτό-
μετά από τόσων χρόνων δάκρυα και υπομονή-
η ζωή της το 'στειλε επιτέλους.

To έπιασε στα χέρια της λοιπόν,
το είδε απ' όλες τις μεριές  
ναι, σίγουρα ήταν ό,τι επερίμενε.

Για μια στιγμή αναλογίστηκε
την αλλαγή και τις ευθύνες που αυτό
στην ήσυχη θα ’φερνε στη ζωή της

To τζάκι έκαιγε με μία φλόγα σιγανή.

Πώς έγινε κι αυτό εβρέθηκε να καίγεται
στις φλόγες μέσα του τζακιού
και στο λεφτό έγινε στάχτη,
ακόμα να το πεί δεν το μπορεί.

Και βάλθηκε ξανά να περιμένει.
Κάτι που ήξερε πολύ καλά
κι αλάθητα τόσον καιρό να κάνει.

ΦΥΣΑΕΙ ΕΝΑ ΚΡΥΟ
(L.A.)

Φυσάει ένα κρύο δροσό αεράκι
της μέρας η κάψα έχει φύγει
και μες στη ψυχή ένα λάλο πουλάκι
σκορπάει ευφρόσυνα ρίγη.

Μια θάλασσα η δύση βαθιά ματωμένη
μαχαίρι πυρρό κάθε αχτίδα.
Α! Να 'ταν ο ήλιος μια γλάστρα ανθισμένη!..
Α! Να 'μουνα λέει στην πατρίδα!...
 

ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ

(απόστρατο αξιωματικό, που πέθανε στο LΑ- στην ξενιτιά)

Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να 'ταν κακές, να 'ταν πικρές, να 'ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάγματα μελίρροης είναι κρήνης
κι-έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.

Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:

Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ' όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.

Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να 'ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό,-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.

Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να 'χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα,
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.

Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα.
ή Λεβεντιά τ' ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα.
Άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν 'ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.

Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ' έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τώρα.
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.
 

ΤΙ ΝΑ ’ΚΑΝΕ

«Αντρέα θυμίσου. Πρέπει -ακούς; Κοίταξε μην
ξεχάσεις
στη Νέα Υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις
στο Γιώργο τηλεφώνησε και πες του ...ξέρεις
τώρα...
μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξενη χώρα...»

« Αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. Έτσι και δεν τον πάρω
ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα 'ρθώ-το Χάρο...
Τον ξέρω-ούτε για ψωμί δεν έχει. Ένα ψοφίμι
που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…»

Πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις
ο Αντρέας ήτανε καλός. Κρατεί τις υποσχέσεις.
Kαι μ' ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του
(κάποια στιγμή πλησιασε τα ορια του ευαισθητου).

Να μου μιλησει του 'πανε-τι να 'κανε και κεινος
τους το 'ταξε και πραττοντας ως παντοτε υπευθυνως
με πηρε. Παει κι αυτο λοιπον μεσα στα τελειωμενα
γι αυτους που του το ζητησαν… για κεινονε… για
μενα...

Ω ΚΥΡΙΑ..
(Συγκέντρωση γιατρών του Λος Άντελες, 1989)

Πονεμένη μαρκησία
Πούχει έρθει απ' την Ασία
Στην ανάγκη μου θυσία
Σάν Αγία η Οσία.

Τα κολλιέ της διαμαντένια
Στο μυαλό της μία έγνοια
Όλο χάρη κι όλο ευγένεια
Να μου κόψει τ' άσπρα γένια.

Κουβεντιάζει υψηλοφώνως
Κι όταν δει πως είμαι μόνος
Πλησιάζει και ο Χρόνος
Της χαράς μου δολοφόνος.

Ω καλή μου σεις κυρία
Των λαθών σας η σωρεία
Κι η μεγάλη σας μωρία
Η δική μου τιμωρία.

Ω κυρία! είναι κι άλλοι
Παραπέρα πιο μεγάλοι
Να τους φέρει λίγη ζάλη
Της γλωσσίτσας σας το χάλι.

ΧΑΜΕΝΟ
(L.A.)


Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το 'ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό, τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.
 

ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ
(L.A.)

Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν
πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν'  απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;
 

ΤΑ  ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ

Τα όνειρα που  'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους, και θλίβει η μορφή τους
και άκαρποι πέφτουν και παν οι ανθοί τους.

"Γιατί" , με ρωτάνε,  "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ'  απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά-τι να πω… τι να πούμε…
μαζί προχωράμε, μαζί περπατούμε.
 

ΟΙ  ΚΛΩΣΤΕΣ

Μ' ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστοπυς
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ' ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ' την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες-
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια.
Για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα 'μασταν στ' άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.
 

ΑΜΕΡΙΚΗ

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που υπάρχουν έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω.
 

Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

(L.A.)

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, που βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω μέχρι εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δεν μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέομαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ
(L.A.)

Οι ελληνίδες μετανάστριες
ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...

Και κάθονται στον καναπέ σαν να λένε:
"Κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φαντασθείτε με γυμνή..."
Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σαν να λένε:
"δέστε αυτά τα χέρια..
δεν πιάνουν άλλο τίποτε από το ποτήρι.
Και φαντασθείτε…"
Και: "κύριε Μαζαράκις", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω…"
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σαν να λεν:
"Ακούτε; λόγια τόσο μόνον ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."

Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους,
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη
να βγάλουν τόσα ρούχα.

Μετά πατούν στον Πούσκιν για ν' ανέβουν στο κρεβάτι
όπου η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πό ψεύτικες ευγένειες και μασκαρέματα.

Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος
ανάμεσα στα πόδια τους.
 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ…

-"Dont give up!"
–Τι εννοείς;
-"Dont give up!"
–Μα πώς;..
 

FLAMINGOS
(Laughlin, Colorado river)

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνια-μία μονάχα
απ' όσες ο Πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.
 

ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ
(Λος Άντζελες)

Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες.
Θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον.

Οι εικόνες μέσα τους πρέπει να 'ναι κρυμμένες
καθώς στο απόστημα είναι το πύον.

Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε:
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει.
Και αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.

Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε.
Να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.

Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατί ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως.  
Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν τάχα μιλάμε εγκαρδίως.

Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα,   
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα,
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα.  
Πρέπει-α! πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.

ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ
(ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ)

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος,
την τιμή και την ιστορία των αλβανών,
πάνω από το σαπισμένο,
πολυκαιρινό έπιπλο που βαλμένος είναι
φροντίζει.

Το κεφάλι του-
αντίθετα από της Τεούτας-
στην Ανατολή στραμμένο,
μήπως και πάλι κάποιοι από κει
κινήσουν να 'ρθουν.

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος.
Σε κάθε αλβανικό μέσα σπίτι.

Σαν ενθύμηση ακριβή
και σαν καθήκον.
 

ΣΤΗΝ CHARLEVILLE
 ή
MARCIA AND  BILLIE

Δούλευα βάψιμο στην Charleville.
Σ' ένα παλιό σπιτάκι που ανακαίνιζαν.

Την πρώτη μέρα είδα
στο φρέσκο το τσιμέντο πάνω μια γραφή:
"MARCIA LOVES BILLIE".
Γραφή χαρούμενη και βιαστική.
Κι η διπλανή τριανταφυλλιά την έπαιρνε
και λέγανε τα λουλουδένια χείλη:
"MARCIA LOVES BILLIE…
MARCIA LOVES BILLIE…"

Τη δεύτερη τη μέρα μια αλλαγή-
και μ' επιμέλεια καμωμένη.
Πάνω στο κρύο το τσιμέντο:
"MARCIA LOVED BILLIE" εδιάβαζες.
Και η γραφή έμενε εκεί ασήκωτα πεσμένη
να την πατάν τα πόδια και να λεν
τα πετρωμένα χείλη:
"MARCIA LOVED BILLIE..
MARCIA LOVED BILLIE.."
 

TOY ΚΑΡΦΙΟΥ

Σαν τοίχος μοιάζει που ποτέ
πάνω του δεν κρατεί
τίποτε. Όλα φεύγουνε,
γλιστρούνε από κείνον
και πάνω πέφτουν στου απλωτού
πατώματος το χέρι
και κείνο άκοπα κρατεί
όσα από κείνον φεύγουν
χωρίς τον κίνδυνο ποτέ
μακριά του να του πάνε.

Ενώ αν κάτι απ' αυτά
κι αυτός ποθήσει να 'χει
έστω μικρό κι ασήμαντο
με πόνους και με δάκρυα
πρέπει να το αποκτήσει,
αφού θα πρέπει του καρφιού
τον πόνο τον αλύπητο
στα σπλάχνα μου να νιώσει.

ΒΑΣΤΑΤΕ…

Αχου! Βαστάτε ρεματιές-βαστάτε σεις ραχούλες!
Βαστάτε μονοπάτια μου και λυγεροκορφούλες.
Βαστάτε κατσικάκια μου ψηλοσκαρφαλωμένα.
Βαστάτε λίγο κι έρχομαι από τα μαύρα ξένα.

Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε αγαπημένοι!
Βάστα καρδιά μου άτυχη! Βάστα καρδιά καμένη!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε φίλοι φτάνω!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι στον ένα χρόνο επάνω.

Αχ! Και θα έβρω τα γλυκά απογέματα του Απρίλη
αχ! και θα έβρω τα χρυσά κονέματα το δείλι
αχ! και θα βρω τα όμορφα βραδάκια στην ταβέρνα
που οι φίλοι πάλι θα μου λεν: "κέρνα γιατρέ μου, κέρνα..."

Αχ! Θα 'βρω τις αξέχαστες πάλι νυχτιές του Ιούλη
που διπλα από 'να ολάνθιστο γιορτοντυμένο γιούλι
της Αφροδίτης θε ν' ακώ τη γνοιαστική φωνίτσα
που θα μαλώνει τρυφερά τα δυο της τα κορίτσια.

Άχου! Βαστάτε και θα 'ρθω-ένα χρονάκι ακόμα.
Βάστα στυφή πατρίδα μου δροσιά πάνω στο χώμα
γιατί σα 'ρθω, τόσο βαθιά κι άγρια θα το φιλήσω
που αν καφτερό μου το κρατάς-αλί μου-θ' αρρωστήσω.

Βάστα ουρανέ του τόπου μου-νερό της θάλασσάς μου.  
Χρόνος ακόμα ένας εδώ και κιώνεται ο μπελάς μου.  
Και πια σας έρχομαι-και πια κοντά σας θα 'μαι πάλι
και δε θα φύγω πια ποτέ ως τη ζωή την άλλη.

Βαστάτε ανθομύριστα χωράφια του Μαϊου.  
Βαστάτε αρώματα ακριβά του άοσμού μου βίου.
Βαστάτε και σας έρχομαι-βαστάτε κι είμαι πίσω
βαστάτε και ξεκίνησα-βαστάτε-θα γυρίσω.

Βαστάτε ηλιογέρματα ερυθρά και θεία βράδια!
Βαστάτε και σας έρχονται τα μάτια μου τα ολάδεια.
Βαστάτε και πουλάκια μου τα κελαδήματά σας
μην τα τελειώστε κι έρχομαι-φτάνω κι εγώ κοντά σας.

Κι αχ! Βάστα Χάρε μου κι εσύ-βάστα και μη με παίρνεις
το σκέλεθρό σου το κορμί πάνω μου μην το γέρνεις.
Αχ! Βάστα Χάρε μου καλέ κι εγώ θα σου χαρίσω
χαρούμενο ένα λείψανο λίγο ακόμη αν ζήσω.
 

TO ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ
ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ-1996

Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια στη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.
Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της
μα-αλίμονο-ξερνάει.
Ένας αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα… Λίζαααα...
Μια φιλιππίνα φοράει το παπουτσάκι του παιδιού της.
Εκείνο κλαίει.
Πώς σειέται κεινη η μαυρομμάτα...

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα..
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.
Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και
ντυμένες.

Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφέ υγρό.
Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...
Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γριάς.
Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι
της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά ρόγα της σε κάθε της κίνηση
γκρεμίζει ένα του κιονόκρανο.
Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα; Κλείνω τ' αυτιά μου.
Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)
Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please.."
…έχει γούστο..
αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία τρεκλίζει προς το γραφείο.
Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"

Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ εδώ είμαι πάλι.
"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.
Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.
Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Τριάντα χρόνια ύστερα θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι
στο ελληνικό πανηγύρι το ενενήντα έξη
ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να ’ναι και γιαγιά.
To κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της
σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό
για να του πει:"εδώ είμαστε!".

"εδώ"..
"είμαστε"..
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους..
 

 ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Πίσω να πάω ήθελα πάντοτε στο χωριό μου
Και να! η ώρα έφτασε. Ταξίδι ξεκινώ.
Άλλα σημάδια ήξερα όμως εγώ του δρόμου
Και το ταξίδι ήτανε, μου εφάνη, μακρινό.

Πλησιάζοντας, τ’ αρώματα περίμενα να νοιώσω
Που του χωριού μου οι πλαγιές την Άνοιξη σκορπάν.
Μα λιβανιού τη μυρωδιά μυρίζω τώρα-α! πόσο
Αλλιώς ειν’ όλα!  Κι άνθρωποι στον ώμο τους με παν.

Αρνιών τα κουδουνίσματα περίμενα στη στάνη
Και θυμιατήρια αντίς γι αυτά στ’ αυτιά μου αντηχούν.
Μιλήματα παλιόφιλων σε ξερικό μποστάνι,
Τώρα τροπάρια ακώ να ηχούν-παπάδες να μιλούν.

Βγάλτε με! Βγάλτε με από δω! Εγώ δε θέλω χάρο
Εμέ δεν πρέπει χώσιμο βαθιά στην κρύα γη
Απ’ τη ζωή ακόμα εγώ έχω πολλά να πάρω
Τις νύχτες πήρα όλες της-δεν πήρα μιαν αυγή.

Αν με το μέτρο της χαράς τη ζήση εσείς μετράτε
Ιδέτε το δισάκι μου κενό από χαρές.
Δεν έζησα. Να θάψετε πέστε λοιπόν ποιον πάτε
Φτιάχνοντας πίσω του μακριές αργόσυρτες ουρές;

Αν πάλι οπωσδήποτε σεις πρέπει να με θάψτε
Βλέπετε κείνα τα μωρά που κλαίνε για βυζί;
Ειν’ οι χαρές μου οι ορφανές. Τρίδιπλο τώρα σκάψτε
Λάκκο βαθύ και βάλτε μας κι αυτές και με μαζί.

Και κει, στου τάφου την ερμιά, στο τρίσβαθο σκοτάδι
Ίσως εκεί ένα άλλο φως να έβρω μυστικό
Και την αυγή που έψαχνα να τήνε βρω στον Άδη
Και οι χαρές μου πιόμα εκεί να βρουν μεθυστικό.

ΣΕ ΖΗΤΩ

Πρώτη Αιτία! Αρχή Κινούσα! Το Οντως Ον!
Μέσα στο πνεύμα μου κάθε λιγάκι δίνεις παρόν.
Με συναρπάζεις με κουρελιάζεις με βασανίζεις
Σε βάθη άμετρα μ’ ανυψώνεις και με βυθίζεις.
Με σε αφέντη με σε μαστίγιο με σε οδηγ£ μου
Τα μήκη τ' άμετρα διασχίζω του Άδικου και του Τρόμου.
Μέσα μου σ' έχω μέσα σου μ' έχεις μαζί σου ζω
Και δε σε ξέρω-δε σε γνωρίζω-και σε ζητώ.
 

ΒΡΑΔΙΑ ΧΟΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Λος Αντζελες. Νοέμβριος. Χορός επιστημόνων
Ωρα επτά. Η είσοδος είναι με σμόκιν μόνον.
Έλληνες που εφύγανε απ’ τη φτωχή πατρίδα
μια πλούσια κουκουλώθηκαν γρηά αμερικανίδα
και τώρα ζούνε κάνοντας χορούς κάθε λιγάκι-
της ζωής εκούσιοι, ναυαγοί-της κοινωνίας ράκη.
Οπως απόψε κάνανε  κι εφώναξαν κι εμένα
που άλλου είδους ναυαγός εβρέθηκα στα ξένα.

Ο ένας απ’ τον άλλονε τελείως ξεκομμένοι
και μόνο γέλιο άχαρο ένα τους απομένει
ψυχρό κι αυτό κι απόμακρο σαν κάποιο ξεχασμένο
φάντασμα γέλιου αλλοτινού-σαν κάτι πεθαμένο.

Δυο πολυέλαιοι κρέμονται τεράστιοι απ’ το ταβάνι
μια ορχήστρα νέων ομογενών κάποια γωνία πιάνει
και πάνω στο τραπέζι μας άνθη ωραία ευώδη
που την καρδιά θα μέρευαν ακόμα και Ηρώδη.

Ψυχρή  ατμόσφαιρα-ψυχρά μιλήματα κι  αστεία
και μ’ ύφος που εταίριαζε στην αίθουσα την κρύα
σηκώθηκε αφού φάγαμε ένα αναιδές παιδάριο
και  μία  διάλεξη  έκανε θερμή  για  το  δολάριο.

Τι  κι   αν  εβγήκε  απ’  τη   μικρή  ορχήστρα η  Γερακίνα
τι  κι  αν  νεράκι   ολόδροσο  να πα’   να φέρει εκίνα
μα γύρισε αξεδίψαστη  στο  παγερό  το βράδυ
γιατί   όσο και αν έψαξε  δε  βρήκε ένα πηγάδι .

Κ ι  απ’   όλης  τούτης  της  βραδιάς  τον  νυσταγμένο  σάλο
τα λουλουδάκια αξίζανε μονάχα  δίχως  άλλο-
υάκινθοι, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, ορχιδέες
που  με  λεξούλες   μας  μιλούν  που  είναι  πάντα νέες.

Έτσι περνούν οι ομογενείς στης ξενιτιάς τα μέρη:
με το κενό για σύντροφο-με την ανία για  ταίρι.
Κι όποιος κατάρα θα ’θελε σε κάποιονε να δώσει
ας του ευχηθεί της ξενιτιάς το σκότος να τον ζώσει.

Λος Αντζελες, 7 Μάρτη 1987
 

ΠΑΝΕ

Και θα έρθουνε χρόνια και θα φύγουν…
Και θα 'ρθούνε καιροί και θα περάσουν…
Και τα γέλια κι οι κλάψες των ανθρώπων
αναρχίνιστα πάλι, θα σωπάσουν.

Πού οι πράξεις τους τότε οι δοξασμένες;
Πού οι γιορτές τους; Τα λόγια που ψέλλιζαν;
Πού η φωνή τους; Το βλέμμα τους πού είναι;
Πού οι ιδέες στο νου τους που βομβίζαν;

Πού οι ώρες οι ατέλειωτες του πόνου;
Πού οι πόθοι-το φως της ύπαρξης τους;
Πού οι μάχες; Τα μίση τ' αντροφόνα;
Πού ο έρωτας που άνθιζε μαζί τους;

Πού τα σπίτια τους; Πού τα καταφύγια;
Πού τ' αστέρια; Η γη και το φεγγάρι;
Πού οι όμορφες; Πού-πού τα κορίτσια;
Πού η δροσιά; Πού η φρεσκάδα; Πού η χάρη;

Πάνε! Πάνε! χαθήκαν όλα! Πάνε!
Πάνε! Πάνε! Αγύριστα όλα πάνε!
Πάνε όλα! Απ' το Τίποτα όλα ήρθαν
και στο χάος τραβούν του Πουθενά!
 

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει
Σ' αυτή τη ζωγραφιά
Δεν είναι τ’ απαστράπτοντα πετράδια
Που τον σταυρό κοσμούν
Στου αρχιπειρατή που κρέμεται το στήθος,
Ούτε οι γωνίες του οι τόσο προσεγμένες
Με χάριν σκαλιγμένες,
Ή ο Εσταυρωμένος που θλιμμένα γέρνει
Το άσαρκο κεφάλι του στο ξύλο επάνω-
Στη μέση του Σταυρού
Μ' αντίς γι αγκάθια στο στεφάνι του
Μικρές χρυσές αχτίδες.

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει  σ’ αυτή τη ζωγραφιά
Είναι η ιδέα του καλλιτέχνη για το τι
Απαραιτήτως πρέπει ένας αρχιπειρατής
Στο στήθος του να φέρει.
 

WEST L.A., Vine Street 22810

Κάθε πρωί βλέπεις νεαρά κορίτσια να κυκλοφορούν
κρατώντας στη μασχάλη τους ένα κομένο γυναικείο κεφάλι.

Μερικά κορίτσια το κρατούν σφιγμένο ανάμεσα πλευρών και βραχίονος,
με το πρόσωπο στραμμένο στα πλευρά τους.
Η μύτη και το στόμα έτσι πιέζονται.

Άλλα το βάζουν στην ίδια θέση
αλλά με τον κομμένο λαιμό ν’ ακουμπάει στον βραχίονα
και την κορυφή τιυ κρανίου στα πλευρά τους.  
Τότε το πρόσωπο είναι ελεύθερο και απαραβίαστο.

Άλλα το κρατούν από τα μαλλιά ή από κάποιο αυτί.
Συνηθισμένες εικόνες στο West Los Angeles VineStreet,
όπου στο είκοσι δύο οχτακόσα δέκα
Σχολή Κομμωτριών μια λειτουργεί,
και όπου κάθε πρωινό οι κοπέλες
πηγαίνουν για το μάθημά τους.

ΦΩΝΑΖΕ..
(L. A.)

Γειτόνισσά μου φώναζε
βρόνταγε, χτύπα, σκούζε
τσακώνου με την κόρη σου
γαύγιζε, σπάζε, γρούζε.

Γύριζε τα μεσάνυχτα
και βρόνταγε τις πόρτες.
Κόρταρε με τους άγουρους
της γειτονιάς τους μόρτες.

Φέρνε τους ερωμένους σου
στο σπίτι σου τα βράδια
και με φωνές συνόδευε
όσα σου δίνουν χάδια.

Πάρτι ζωηρά διοργάνωνε
κάθε δυο τρεις ημέρες
πότιζε-πότι-πότιζε
της ζωής τις μαύρες ξέρες.

Όταν μιλάς με κάποιανε
δίπλα γειτόνισσά σου
κραύγαζε σα να ήτανε
χιλιόμετρα μακριά σου.

Χτύπα τον τοίχο που από σε
μονάχα με χωρίζει
και μη διορθώνεις το παλιό
κρεβάτι σου που τρίζει.

Μα προ παντός έτσι όπως ζεις
αλέγρα και βαρβάτα
έτσι και όταν περπατάς
σαν τον ελέφα πάτα,

γερά τα διαμερίσματα
τριγύρω κι ας τραντάζεις
και του διαδρόμου που και που
τις πλάκες ας τις σπάζεις.

Βρόνταγε, ρυάζου, φώναζε
χτύπα γειτόνισσά μου.
Καλή μια μοίρα σ' έστειλε
και νοίκιασες κοντά μου.

Γιατί ενώ θα πέθαινα
τη ζήση πριν γνωρίσω
απ' τη δική σου τη ζωή
λίγο κι εγώ θα ζήσω.
 

Η ΜΑΣΚΑ

«Σ’ αγαπώ», λένε,
και αφήνουν τα φτερά της καταιγίδας
τα αέρινα λόγια τους να πάρει.
Και μένουν χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής τους.

Και άδεια κορμιά πια υποδέχονται τα αφρισμένα κύματα
και ανεστραμμένα κελύφη τα πηχτά σάλια τους ξερνάνε
σε άσκοπες, άχαρες γιορτές.

Σε άλλες επιδιώξεις τότε
το όνομα δίνεται το αληθινό.Και τόσο μπερδεμένο
που νόημα δεν έχει ό,τι ακούγεται
μόνο καταλαβαίνει κανείς
πως εκείνο
το σωστό σύμπλεγμα γραμμάτων είναι.

Μια μάσκα να έπεφτε επιτέλους κάποτε!
 

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
(L. A.)


Όταν λοιπόν θα πάω στην Αθήνα
και θα 'μαι εκεί κοντά τους ένα μήνα
τ' αδέρφια εμείς να πούμε κάτι πρέπει
το φως αμίλητα να μη μας βλέπει.

Λοιπόν ας πούμε όσα στριμωγμένα
μέσα μας βρίσκονται καιρό θαμμένα-
καθείς αυτό στον άλλο το χρωστά
έτσι που ζούμε χρόνια χωριστά-

απ' όσα κλει' η καρδιά και η ψυχή μας
κι η δίψα όσα ποθεί η αδερφική μας
ας δώσουμε όσα πρέπει να δοθούν.
...Μα όχι, αυτά δεν πρέπει να ειπωθούν…

Του νου ας πούμε τότε τα παιχνίδια.
Της φαντασιάς τ' ατέλειωτα στολίδια.
Τα όνειρα που πλαντούνε στη σιωπή.
...Μα ποιος ακούει τέτοια αν ο άλλος πει…

Να λέγαμε για πάθη και για μίση;
Καθείς τον άλλο θα παρεξηγήσει.
Ισορροπία έτσι μια λεπτή
σε τέτοια δεν αντέχει κριτική.

Για ποίηση-που να 'ναι ξορκισμένη;
Όλων τα λέκτρα η σεπτή δε χλιαίνει.
Για το ηλιοφώς τη φύση που μισεί;
Λόγο ποιος θα 'στεργε τέτοιον θρασύ;

Μα να! Ας πούμε για Φιλοσοφία!
Για Τέχνες! Για των άστρων την πορεία!
Τα τέτοια μάλλον λέγονται ευχερώς.
...Όμως κανείς μ' αυτά είναι ανιαρός...

Λοιπόν στην πάντα τα απαγορευμένα.
Ας πούμε κάτι απ' τα συνηθισμένα-
για χόμπυ, για συνήθειες, για δουλειές,
για γνωριμίες νέες και παλιές...

Ναι! Αυτά θα λέγαμε ανυπερθέτως
αν αιστανόμασταν κάπως ανέτως.
Μα κάτι άλλο για την ώρα αυτή
να γίνει από κάποιον θα βρεθεί….

Καλά. Κάτι θα βρούμε. Υπάρχουν τόσα.
Δεμένη δε θα μένει έτσι η γλώσσα.
Δε θ' απομείνουμε βουβοί εντελώς.
...Ορίστε! Ο καιρός είναι καλός!

Ακόμα η γλώσσα κι άλλο θες να τρέξει;
Αμέσως: αύριο μάλλον θα βρέξει!...
 

ΣΤΟ ΓΟΡΙΛΛΑ
ΤΟΥ L.A. ZOO

Σύννους, μ' εμβρίθεια ως μ' εθώρεις
πήρα το βλέμμα μου μακριά-
όσα θωρώντας με μου ιστόρεις
μέσα στο πνεύμα μου βαθιά σπαθιά,

που ως απ' το χώμα προς το χώμα
;eρχoνταν μες στην αντηλιά
μου πελεκούσε τ' όρθιο σώμα
και μου σταμάταγε τη νια μιλιά.

Και στη σκληρή πάνω λεπίδα
η σχέση έλαμπε η σωστή:
μέσα στου κήπου την παγίδα
οι άνθρωποι είχαμε κλειστεί

και συ εμάς παρατηρούσες
κι όχι εσένα εγώ κι αυτοί.  
Και συ το ύφος μας μετρούσες
πρόγονε, απόγονε, συμπορευτή.
 

ΠΟΛΕΜΟΣ

-Ποιός εισαι συ που αδράχνοντας
μαχαιρι ματωμένο
στέκεις στητός και με θωρείς
με βλέμμα αγριεμένο;

Τα ρούχα σου τα βρώμικα
γιατί είναι ξεσκισμένα
σαν από πάλη με θεριό;
Δε βρέθηκε μια χτένα

για να χτενίσει τ' άγρια
τ' ανάκατα μαλλιά σου;
Μες στη σκληρή, την άξενη,
την κρύα την αγκαλιά σου

πες μου, δεν έσφιξες ποτέ
καμιά γλυκιά  κοπέλα;
Στα νιάτα σου δε χάρισες
και συ καμία τρέλα;

Ποιός έκλεψε το γέλιο σου;
Τη χάρη σου; Ή κι ίσως
η όψη η αγριεμένη σου
και το μεγάλο μίσος

μαζί με σε γεννήθηκαν
και πάντα σ' ακλουθάνε;
Ποια είναι η -πατρίδα σου;
Η πεθυμιά σου ποια 'ναι;

Πουθ’ ήρθες; Ποιός σε γέννησε;
Τη γλώσσα αν έχεις λύσε.
Πώς σε φοβάμαι! Μίλησε!
Γίγαντα, πες, ποιός είσαι;

-Να τρέμεις είναι άκαιρο
νέε μου. Μη φοβάσαι
Όταν εγώ θα χορταστώ
το ψίχουλό μου θα ’σαι.

Δεν είμαι ο Χάρος. 'μένανε
το αίμα δε μου φτάνει
που από τα στηθη θα ’τρεχε
ενός που ’χει πεθάνει.

Τρέφομαι μ' αίμα. Με φωτιά.
Με σπίτια γκρεμισμένα.
Λαούς ολόκληρους μασώ
κι έθνη ξεριζωμένα.

Στο άκουσμά μου τρέμουνε
οι δυνατοί του κόσμου.
Η τύχη κάθε χώρας σας
ειν' ορισμός δικός μου.

Είμαι   τεχνίτης  διαμαντιών.
Στολίζω  μια κυρία
με πέτρες ολοπόρφυρες.
Τη λένε Ιστορία.

Νιώθω μια γλύκα απέραντη
στο άκουσμα του κρότου
που τα γυμνά κάνουν σπαθιά.
Και στη θωριά του πρώτου

πολεμιστή που θα βρεθεί
πεσμένος πα’ στο χώμα
τη γεύση νιώθω του μελιού
μες στο πικρό μου στόμα.

Πλάστης Θεός και Χαλαστής,
Φονιάς και Νεκρανάστης
τόσων πολέμων φονικών-
τόσων μαχών ο δράστης.

Και πάντα μες στα χέρια μου
θα κλείνω τη χαρά σας
και μ' ένα νεύμα μου θα σβηώ
ελπίδες κι όνειρα σας.

Με γνώρισες.Το διάβασα
στον τρόμο που ’χεις πάρει-
αλήθεια, είμαι ο Πόλεμος
μικρό μου παληκάρι.
 

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ…
(L. A.)


Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετε έγνοια.
Καλά περνώ στην ξενιτιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια.  
Σας ξαναλέω: μη γνοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.
Στο εργοστάσιο του ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.

Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα για βόλτες στα πελάγη
που καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι,  
για να ξεφεύγω απ' της στυγνής ρουτίνας τα τενάγη.

Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.

Η μέρα σπρωχνεται εύκολα. Τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως. Αύριο, πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλίτωσα απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.

Όλα καλά. Μονάχα να… υπάρχουν κάτι βράδια,
καθώς αυτά τα βροχερά βράδια τα ρημαγμένα,
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,

έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες.
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν

στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα...
να!.. θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει.
 

Η ΖΩΗ

Η καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένη. "Θα πάω έξω" είπε. Ο καναπές πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και "βρέχει έξω" της είπε, "πού θα πας;" Την έπιασε από το χέρι- "πες μου" της είπε πάλι "πού θέλεις να πας;"
Εκείνη τον έσπρωξε λέγοντάς του "με πονάς!"

Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.

Εκείνος, χλωμός μετά απ' αυτή τη σκηνή
και χολωμένος που ασυγκράτητος δείχτηκε, στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο.
Αυτή, αγέρωχη στην αρχή, ήπια κατόπιν, κλεισμένη μέσα στο άψογο τετράγωνό της, έφτιαξε το φόρεμά της. "Στο είπα-αν δε σ' αρέσω έτσι να μ' αφήσεις ήσυχη. Στο κάτω κάτω αυτό είναι το σπίτι μου".
Έκατσε πεισμωμένη.
Εκείνη τη στιγμή δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο. Ο ένας κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας τα χαρτιά του. Ο άλλος βάζοντας τον καναπέ στη θέση του ρώτησε: "μα γιατί αυτός ο καναπές είναι όρθιος;"
 Ύστερα όλα έγιναν με την κανονική τους σειρά.
 

ΣΑΝ ΣΚΥΛΙΑ

Αφότου έφυγα πριν χρόνια απ' την πατρίδα
κι όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω
πως κάθε μέρα πιο πολύ σβήνει η ελπίδα
και κάθε μέρα περισσότερο πεθαίνω.

Άδης η χώρα τούτη εδώ. Γύρω σκοτάδι.
Τυφλών σκιές όταν βαδίζω διασταυρώνω
που κάποιος λες ψυχοπομπός τις πάει ομάδι
πέρα απ' το διάστημα και πέρα από το Χρόνο.

Η γειτονιά μου ένα μικρό νεκροταφείο
με τους γειτόνους μου βρυκόλακες αύλους
που σαν σκυλιά είτε με ζέστη είτε με κρύο
πρωί και βράδυ κατουρούν δέντρα και στύλους.

Αντίς για φώτα βράδυ φέγγουνε κεράκια
και τις προθήκες δείχνουνε των εστιατορίων
σπερνά γεμάτες. Και ορμάν μαύρα κοράκια
και τρων τις σάρκες τις ωμές πτωμάτων μακαβρίων.

Και οι γνωστοί μού στέλνουν γράμματα, καρτούλες,
σαν όπως στέλνουν προσφορές στην εκκλησία
και πάνω ζωγραφίζουνε μικρές καρδούλες
που θάβονται οι χτύποι τους στην τόση ερημία.

Κι όλο περσότερο βαθιά βυθίζω
στο σκότος το άμετρο της χώρας όπου ξένος,
μόνος, ανέραστος, απέλπιδος σαπίζω
και πιο πολύ είμαι κάθε μέρα πεθαμένος.
 

ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΑ...
(L. A.)

Σε μεξικάνικη μια συντροφιά
δίπλα σαν κάτσεις κάποια μέρα
κάθε σου φεύγει ακεφιά-
κέφι πλανιέται στον αέρα.

Και "κε πασό" και "νάδα μας"
και "μούτσο γκράσιας" και "αμίγκο"
σα μεξικάνος θα μιλάς
θες και δε θες κι εσύ σε λίγκο'

Κι από αντίδραση ευθύς
στη γλωσσική τη μοναξιά σου
ίσως ξανά να θυμηθείς
τα ξεχασμένα ελληνικά σου.
 

Ο ΜΑΞ
(L. A.)

Ο Ρότζερ ο Κούτζο κι ο Μαξ
καλά μας φυλάγουν εμάς.
Κι ενω μες στον ύπνο δοσμμνοι
κοιμόμαστε εμείς κουρασμένοι
ξυπνάμε καθώς εναλλάξ
γαυγίζουν ο Κούτζο κι ο Μαξ.

Εσχάτως το δόλιο τον Μαξ
τον χτύπησε μ' όπλο ένας βλαξ
και παν τα παλιά του τα κλέη
και τώρα τα λοίσθια πνέει.  
Και είναι το τραύμα διαμπάξ
που τώρα σκοτώνει τον Μαξ.
 

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΘΑΝΕ-ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(συμμαθητής, συνάδελφος και πολύτιμος φίλος)
(L. A. )

Αγνέ Σωτήρη, αγνότερε από της μυρτιάς τα φύλλα
πού πήγε η καλοσύνη σου; πού πήγε η αφοβιά σου;
Εσέ που κάθε πρωινό πρώτον το φως σ’ εφίλα…
που πρώτα έλεγε η αυγή σε σένανε το γεια σου…

Σωτήρη αγνέ κι αλύγιστε το πρόσωπό σου τώρα
ποια πλάση τάχα το φιλά; ποιος τάχα τώρα φίλος
κρέμεται απ' τη μελίρρυτη του στόματός σου οπώρα;
Των ιδεών σου ποιος τρυγά το βάθος και το ψήλος;

Σωτήρη, φίλε αειθαλή στον φιλοβόλο κόσμο
έλα και πάλι ανάδεψε, και μύρισε τον δυόσμο.
Αχ! Κι αν στα ουράνια μάχονται χίλιες για σένα πλάσες,
κι αν οι νικήτρες ακριβό στολίδι τους σε κάνουν
μα ένας του πόνου στεναγμός μύριες αξίζει ανάσες-
α! χίλιοι κόσμοι όπου αλλού, τον ένα αυτό δε φκιάνουν.
 

ΞΕΦΤΑ

Τα πρωινά σαν οι φωνές κοπάουν των πραγμάτων
κι ακόμα πριν καλά καλά η ηχώ τους να σβηστεί
έρχετ' η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της ανίας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος από μέλισσες, σαν μούρμουρο ρυακιού
διαβαίνει από μέσα μας και στους ανέμους πάει
και κάποιο ρίγος μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις μας καθώς τυφλά φτεροκοπάει.

Κι ως βγαίνει από μέσα μας κάτι μας έχει πάρει
κι η μέρα μας πιο άχρωμη κι ασήμαντη αρχινά
όπως η μέρα μιας κλωστής που από το κουβάρι
χρόνια κομμένη, όλο και πιο καθημερνά ξεφτά.
 

Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
(L. A.)


Σεπτές ακροβασίες .
Ανυπέρβλητες.

Πουλί εκεί επάνω δεν περνά.  
Η σκιά των αγγέλων πέφτει μόνο
εκεί που ακροβατούν οι αντίστροφοι,
εκεί που οι μετανάστες κροταλίζουν.

Ανάμεσα ελπίδας και φρίκης
γερά δεμένο το γλιστερό σκοινί.
Ανάμεσα γλυκού και φρούτου
ο πικρός λόγος χτυπάει.

Ο κόσμος κάτω αδηφάγος καραδοκεί.
To ακόντιο κοίλο και μέσα του
η σιδερένια μπάλα ελεύθερη
(απ' την κουζίνα μυρίζει τσιγαριστό κρεμμύδι).

Ο ακροβάτης παίρνει στα χέρια του την ψευδή ράβδο.
Μήκη ασύστατα εκτείνονται κάτωθέ του.
To ύψος ζαλίζει.
Μορφές αγαλμάτινες μαρμαρικές αιωρούνται-
φαντάσματα άσπρα και βαριά
μια σαθρή εντύπωση στερεότητας εγκυμονούντα.
Σε κάθε πόδι του
δυο μαχαίρια εκκωφαντικά γυαλίζουν.
Ανάμεσά τους στάλες αιμάτινης βροχής.

Χτες ήταν η Joyce.
Σήμερα απλά η waitress.

Μα πιο πριν
λουλούδια στα μαλλιά,
η γη στέρια
κι η ράβδος ήτανε παιχνίδι σιωπηλό.
Μα πιο πριν
τα χέρια αγαπημένα αγγίζανε κεφάλια
και το αίμα ήταν στη θέση του.
Μα πιο πριν
ειρηνικές φέτες ψωμιού τα μαχαίρια στόλιζαν
και τα σκοινιά μετρούσαν την αγάπη.
Οι μέρες ράγιζαν σαν ρόδια
που σκάζουν μπρος σε κάποια πόρτα σφαλιστή
πριν μπει το πόδι μέσα για το πρώτο καλωσόρισμα.

Μα τότε ήταν άλλες εποχές
τα δέντρα υψώνονταν αγόγγυστα
και το φως αβίαστα εφύτρωνε κάθε πρωί.
Τo χώμα στην αυλή ασβεστωμένο.
Μήλα στο πανέρι χρυσορόδινα.
Μέσα στις γλάστρες οι βασιλικοί ανέμιζαν αέρα μυρωμένο.
Ο ποδόγυρος του φουστανιού των κοριτσιών
σελήνη εθύμιζε αναίσχυντη και ιλαρή.

Λαχτάριζε τότε το βλέμμα-
όλα βλέπεις ήταν καινούργια...
τότε... τότε...
Κι αυτό που κάνει τώρα
εκστατικά τότε το κοίταζε από κάτω.
Κι ούτε φαντάζονταν ποτέ ότι θα 'ρχόνταν κι η σειρά του-
λες και το στόμα που 'λεγε τους αριθμούς
αυτόνε δε θα τον μετρούσε
ή ο δικός του αριθμός θα είχε κάπου παραπέσει.

Μα η καθυστέρηση άλλο τώρα
δεν ωφελεί.
Πρέπει να πέσει.
Πρέπει να τον λιανίσει του ανέμου το σπαθί
ολοσχερώς.

Λοιπόν,
φίλοι,
καλήν αντάμωση.
 

ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΕΣ
(L. A.)

Να 'ναι πρωί. Ο καφές να βράζει
τo ράδιο να παίζει διαφημίσεις
ο ήλιος έξω μύτη να σκάζει
και συ τις μηχανές να 'χεις ν' αρχίσεις.

Σαν νέφη απ' το βοριά κυνηγημένα
να τρέχουνε οι σκέψεις στο μυαλό σου.
Επάνω στο τραπέζι αφημένα
τετράδια, το πουλόβερ, το στυλό σου.

Να χύνεται ο καφές και να ξεχνιέσαι
με θύμησες της ζήσης περασμένες.
Στα χάη που σου λεν "μέσα μας πέσε"
αρνήσεις να ψελλίζεις σαστισμένες…
 

Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ
(L. A.)

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ το δρόμο εκοιτούσε-

να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα,

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν.
Κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι,

και, θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία-
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις.
Αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.
 

ΤΙΠΟΤΑ

Αυτό ειν' ένα ποίημα για το τίποτα.
Για τίποτα δεν έχει να μιλήσει.
Μονάχα θα κρατεί τα όσα ανείπωτα
κι ανάκουστα εντός μου έχουνε σβήσει.

Εντός του θα κρατεί όσα αφανέρωτα-
κρυφά όσα εμείνανε στα μάτια  
και θα 'χει για στροφές του χάδια του έρωτα
που στου άδοτου χαθήκανε τα πλάτια.

Κι έτσι καθώς μετέωρο θα στέκεται
χωρίς κάτι γερό να το στηρίζει
σαν του Γουσταύου του Φλωμπέρ τη γη θα φαίνεται
που έρημη στα χάη τριγυρίζει.

Τίποτα-όχι-τίποτα δεν έγραψα
μια νύχτα εαρινή στην Καλιφόρνια.
Για τίποτα χαμένο εγώ δεν έκλαψα.
Τίποτα δε μου πήρανε τα χρόνια.
 

ΔΙΧΩΣ ΦΙΛΟ

Αν πεθάνω δίχως φίλο πλάι
στο προσκέφαλό μου ν’ αγρυπνά
κι άπελπος τα μαύρα να κοιτάει
νέφη που με πνίγουν τα πυκνά,

αν πεθάνω μια γυναίκα δίχως
σ’ απαλό ένα κλάμα να δοθεί,
αν πεθάνω δίχως ένας θρήνος
πάνω απ’ τον νεκρό μου ν’ ακουστεί,

δε θα με πειράξει διόλου-φρίκη
διόλου δε θα νιώσω εγώ γι αυτό:
ήττα δε λογιάζω ούτε νίκη
ψεύτικο αν κάτι στερηθώ.

Τρόμος όμως μέγας θα με κλείσει
αν στου απείρου μέσα τη σιωπή
αστεράκι κάποιο δε θα σβήσει-
η χρυσή του ανάσα αν δεν κοπεί.

Και πικρός κι αδίκιωτος θα νιώθω
αν μια πέτρα ανείπωτα θλιβή
δεν κομματιαστεί από τον πόθο
που την τρώει και δίχως μου δε σβει.
 

ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΙΑ ΠΑΡΕΑ
(L. A.)

Με Ελληνίδα για παρέα
Ολα καλά κι όλα ωραία.
Η γλώσσα λύνεται κι ο νους
Πετάει σ' άλλους ουρανούς.

Και ξαναζούν οι γειτονίτσες
Με τις ανθόσπαρτες αυλίτσες
Και ξαναζούν οι συντροφιές
Με τις κουβέντες τις ζεστές.

Και να οι φίλοι. Να η ταβέρνα.
Και να τα "φέρε" και τα "κέρνα".
Και να το κέφι! Να η χαρά!
Και να τα βράδια τα ιλαρά..

Όλα καλά. Μα η ψυχή μας
Σα να μη χαίρεται μαζί μας
Και, πρώτη της φορά σκυφτή
Σαν να γυρεύει να κρυφτεί..

Ω! Μνήμη! Μη μας βασανίζεις.
Το μνήμα μ' άνθη μη στολίζεις.
Φως όσο κι αν λαμπρό κρατείς
Μνήμη ο ζόφος μας βαθύς.

Μνήμη σκληρό έχεις το χάδι.
Λυγμούς γεμίζεις το σκοτάδι.
Φύγε-α-φύγε μακριά-
Μνήμη πικρή ξεχνά μας πια.

Μ' αν έρθεις άκου μια ευχή: ,
Στόχο μη βάλεις την ψυχή.
Τη φονική σου μαχαιριά
Δόστηνε μνήμη στην καρδιά.

ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Μια φορά το δίμηνο περίπου
οι ξεριζωμένοι συναθροίζονται.
Με τα καλά τους ντύνονται σεντόνια
γεμίζουνε τις τσέπες τους σπερνά λιβάνι και κρασί
και πάνε.

Τα κόκαλά τους τρίζουνε στις χειραψίες.
Διστακτικά κι αμήχανα τρώνε
σαν κάτι αταίριαστο να κάνουν.

Τo κρύο της βραδιάς μπαίνει στο δωμάτιο
σα να 'τανε το σπίτι ανοιχτό.

Ανάμεσα σε δυο άδειες καρέκλες η συνεχώς ομιλούσα κυρία.
Ανάμεσα σε δυο χιονισμένα βουνά σιωπής
μια χαράδρα στεγνού λόγου.

Και η Τζούλια με τη μετάφρασή της.

Μια κυρία
κρατώντας ένα ποτήρι ψεύτικο κρασί
λέει δυνατά:
"ήμουν προϊσταμένη του κυρίου Κελέκη!"
Και οι λέξεις της πέφτουνε αμέσως κάτω
κούφια-άδεια λόγια
γιατί η προϊσταμένη είναι κενή και γκρεμισμένη
και γιατί ποτέ δεν υπήρξε κύριος Κελέκης.

Λέξεις κενές
νομίζεις ότι τις φαντάστηκες.
Όμως όχι.
Ο οικοδεσπότης -τρία δολάρια το κεφάλι-
νιώθει την παρουσία τους
κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα.
Οι λέξεις,
που δεν έχουν τι να κάνουν
ορμούν έξω.

Ομιλεί ο κύριος πρόεδρος:
"έχουμε την ευτυχή συγκυρία.." (πού την έχουν άραγε;)
"...τον κύριο Κωνσταντόπουλο
τέως δημοσιογράφο της ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗΣ..."
Ο κύριος Κωνσταντόπουλος από συνήθεια μόνο
διορθώνει: "της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ!"
και ξανακοιμάται.
Κάποιος γιατρός φωνάζει: "στην Αμερική
πρέπει ν' αγωνιστείς για να περάσεις στην αντίθετη όχθη
μα όταν βρεθείς εκεί, αυτό ειν' όλο-σώθηκες!".
Τι να σημαίνει τάχα "σώζομαι" 'δώ πέρα;
 

HENCOCK PARK LIBRARY

Πέντε παρά δέκα απόγεμα. Publick library of Hencock park.
Κτίριο απρόσμενα άσπρο.
Νεοκλασσικό ελληνικό-σχεδόν ιπτάμενο.
Μια έκπληξη.
Σφυρίζοντας κατεβαίνουν δυο έφηβοι.
Μες στ' όνειρο τα μάτια τους δοσμένα.
Ιδεατοί.

Μπαίνω.
Ί would like..."
Χαμόγελο.
"Tio come please...this gentleman wants... Tio will show you... Thank you..." "Thank you..."

O ήλιος ενώ θα 'πρεπε να 'χει κρυφτεί
φωτίζει χαρούμενα τις στιγμές
μπαίνοντας από τ' ανοιχτά μεγάλα παράθυρα.

Μία απόκοσμη, αγγελική φωνή:
"Tio.the door please... thank you...thank you..."

Χρυσόδετα βιβλία στα ράφια.
Χώρος άνετος.

"Excuse me, l would like a book about parakeets..."
"This way please... thank you...thank you..."

Στην έξοδο.
"These books please..."
"Sure...thank you..."
χαμόγελο.
Γλυκιά ματιά αναίτια παρατεταμένη.
"Have a good night..Thank you... thank you..."
"thank you... thank you..."

Γιατί ετούτο το δεκάλεπτο ντύθηκε άφθαρτα ρούχα;
Γιατί τα χέρια της αρπάχτηκαν απ' τα δικά του καθώς υπόγραφε;
Ισως γιατί η Sscherry
την ώρα εκείνην ακριβώς
συνουσιαζόνταν.
Kι η μέρα τέτοιαν ώρα ονειροντύνεται.
"Thank you...thank you...thank you..."
"Thank you...thank you...thank you...thank you..."
 

CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ`
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφφέ" παρισινό` μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό,τ'  ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  'φερες εδώ.
 

Η ΜΑΧΗ

Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.
Kαθόμουν και την έβλεπε απ' του λόφου μου τη ράχη.
Όταν τελείωσε, θέλοντας λίγο να ξεμουδιάσω
την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.

Και πήγα. Ρείθρα αίματος κυκλώνανε τον κάμπο
που δύσκολα ξεχώρισα χώμα στεγνό για να 'μπω.
Και μπήκα. Κι έβλεπα δεξά, πίσω, ζερβά και μπρος μου
εικόνες να προβάλουνε φριχτές του κάτω κόσμου.

Πόδια κομμένα απ' τα κορμιά, κεφάλια δίχως μάτια,
κρανία με τα κόκκαλα σπασμένα σε κομμάτια,
χέρια να σφίγγουν δυνατά του όπλου τη σκανδάλη
λες και νεκρά ήταν έτοιμα να ρίξουνε και πάλι.

Σε μία καταπράσινη λόχμη μία κερένια
είδα μορφή-έναν έφηβο που δίχως μίαν έγνοια
ζωγραφισμένη στο άναιμο κι άψυχο πρόσωπό του
βρίσκονταν λες στο νάρκωμα του ύπνου του του πρώτου.

Κι έτσι ως κειτόνταν καθαρός δίχως σταγόνα αίμα
έμοιαζε σαν τα γύρω του να ήταν όλα ψέμα
και να μην ήτανε αυτός ο τόπος του θανάτου
μα ο Μορφέας το λίκνο του να 'στησεν εδώ κάτου.

Λίγο πιο κει, μέσα σε μια τρύπια από σφαίρες χλαίνη
μια μάζα είδα αιμόφυρτη με κόπο ν' ανασαίνει
και δίχως μέλη ένα κορμί να ’ναι στητό πιο πέρα,
σκιάχτρο στου Χάρου τον αγρό-για τη ζωή φοβέρα.

Και τα κορμιά όπου έπεσαν κι όπου άρματα διάβήκαν
σπασμένα τ' αγριολούλουδα τα μυρωδάτα αφήκαν.
Και τα μικρά και τρυφερά κι ευώδη χορταράκια
Σ’ αιμάτων μέσα πνίγηκαν αχνίζοντα ρυάκια.

(στον ήλιο που ολοπόρφυρος αυτή την ώρα δύει
κι ο κάμπος όλος κι οι νεκροί θα μοιάζουνε αστείοι.
Τίποτε άλλο δεν μπορεί σε με να εξηγήσει
γιατί ασταμάητα γελά ενώ τραβάει στη δύση.)

Ξάφνω δεντράκι αντίκρισα παράξενα να γέρνει.
Κοντά του ανήσυχον πολύ το βήμα μου με φέρνει.
Μα δεν μπορούσα αλίμονο πια τίποτα να κάνω-
ξερριζωμένο κείτονταν στο κρύο χώμα επάνω.

Παίρνω εν’ άνθι απ’ τα νεκρά, τα αίματα του βγάζω
τον αιώνιο τον ύπνο του να κοιμηθεί το βάζω
κι όλη τη νύχτα δάκρυα επότιζα το τόπον
που τόσα αθώα σκότωσε το μίσος των ανθρώπων.