Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ VELPEAU
(Θεσσαλονίκη 1959. Ο χώρος του Velpeau αντιστοιχεί στη μασχαλιαία κοιλότητα εξωτερικά. Οι μύες και τα άλλα ανατομικά στοιχεία που τον αποτελούν, σχηματίζουν μια ζεστή φωλιά, ιδανική για να ξεκουραστεί σ’ αυτήν ένας δευτεροετής φοιτητής της ιατρικής, το βράδυ της ημέρας που πέρασε επιτυχώς το μάθημα της Ανατομικής, που δίδασκε ο χαλκέντερος Σάββας, καθηγητής τότε της Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.)
Κραδαίνοντας σαν σκήπτρο η δόρυ την μπαγκέτα
διευθύνει την ορχήστρα με ύφος μανιακού.
Του σακακιού του στα ύψη τινάσσονται τα πέτα
και το γυαλί γυαλίζει του δεξιού φακού.
Κι αν δίκαια στην ορχήστρα για μας δεν έχει θέση
κι αν το ύφος του μαέστρου δεν είναι φιλικό
εμείς, είτε του αρέσει και είτε δεν τ’ αρέσει
θα κοιμηθούμε απόψε στο χώρο του VELPEAU.
Δυο χρόνια δεινοπάθησα στη φυλακή ετούτη.
Δυο χρόνια με σακάτεψε τ’ όνειδος του κισσού.
Κι όχι πως ζήταγα να βρω τη δόξα η τα πλούτη-
να δω τη λάμψη θέλησα μακριάθε του χρυσού.
Μα οι τρύπιες που σαρκάζοντας μου ’δειχναν λαμαρίνες
και που σ’ ανίερες μ’ έκαναν βλαστήμιες να ξεσπώ,
ατσάλινες εγίνανε κι ακούραστες αξίνες
όπου το δρόμο μου άνοιγαν στο χώρο του VELPEAU.
Η σπίθα φλόγα έγινε και καίει την αδικία.
Τ’ όνειρο βγήκε αληθινό. ΄Ηρθε ο κουμουνισμός.
Από τον κόσμο χάθηκε το μίσος κι η κακία
και στάχτη κρύα έγινε των πλούσιων ο εσμός.
Αλλά κι αν όνειρο ήτανε βάλτε κρασί να πιώ.
Στο ξύπνιο παρηγοριά μου εκείνη π’ αγαπώ.
Αυτή που απόψε μας καλεί χωρίς να την ακούμε
Να κοιμηθώ-κι εσείς μαζί-στον χώρο του VELPEAU.
Στο παραπάνω το σκαλί η γνώση έχει περάσει.
Όλα ανεβήκανε στη Γη ένα βήμα πιο ψηλά
κι εκεί λιωμένο γίνονται μολύβι, που με βιάση
στο χαμηλότερο ξανά επίπεδο κυλά.
Μα κι αν οι ελπίδες έλιωσαν στην κάμινο του τρόμου
κι αν εβαρέθηκα φριχτά θρηνήματα ν’ακώ
εκεί, στο ύψος του ακριβού και στρογγυλού της ώμου
μας περιμένει φιλικός ο χώρος του VELPEAU.
Δουλεύοντας νυχτόημερα έχουμε αποκάμει
για να μαζέψουν χρήματα οι πλούσιοι πιο πολλά.
Με πίσσα λερωνόμαστε και με πηχτό κατράμι
και πάνω μας η ένδεια αξεκόλλητα κολλά.
Μα κι αν εχάθη η δύναμη κι η αντοχή μας όλη
απόψε δα θα πάρουμε το μέγα μας ρεπό
κι ατέλειωτη κι αξέχαστη και ζέουσα μια σκόλη
στην κούπα θ’ απολαύσουμε του χώρου του VELPEAU.
Το δίκιο ψαλιδίζοντας στο μέτρο που αντέχουν,
με πυρωμένο σίδερο τις σάρκες μας τρυπούν
κι επαίρονται, οι κατέχοντες, πως δίκαια κατέχουν
και το μαστίγιο πιο γοργά και δυνατα χτυπούν.
Αλλά γι αυτούς μη νοιάζεστε γιατί η ιστορία
θα τους γνοιαστεί ανυπέρθετα. Και τώρα το λωτό
της λησμονιάς της ακριβής ας γέψωμε, κι ευθεία
απόψε ας τραβήξωμε στο χώρο του VELPEAU.
Σκληρή η ζωή κι η μοναξά, σκληρότερη η χαρά μας
και χίλιες δυο σκληρότερη φορές η υπομονή
μπροστά της ύλη εύπλαστη φαντάζει ο αδάμας
κι αυτός αντίς για το γυαλί κόβεται και πονεί.
Μα ένα στρώμα αφρόπλαστο, μια στρώση πουπουλένια,
μια πεντατρύφερη φωλιά, ένα στρώμα μαλακό
μας καρτερεί. Εμπρός λοιπόν, την κάθε αφήσετε έγνοια:
μιαν αγκαλιά κρατεί ανοιχτή ο χώρος του VELPEAU.
Σκεπάζει μαύρος και βαρύς πέπλος το φως του Απείρου
κι είν' το μυστήριο της ζωής δακτύλιος ζοφερός.
Είμαστε ενός αρχαϊκού εφιαλτικού ονείρου
δραπέτες, κι ειν' ο έρωτας φύλακας τρομερός.
Μα απόψε να! Τις άλυσες σπω που βαριά με δένουν.
Τα μολυβένια σύννεφα της άρνησης τρυπώ.
Οι Χίμαιρες κι οι Θάνατοι για με απόψε υφαίνουν
ένα στρωσίδι αχάλαστο στο χώρο του VELPEAU.
Τα Τάρταρα ξανοίγονται μέσα μας πιο μεγάλα.
Μπροστά μας τα Ηλύσια Πεδία πιο μικρά.
Τα στήθη της Αμάλθειας τώρα δεν έχουν γάλα
και μας θωρούνε άζωα, στείρα, ρικνά, νεκρά.
Μα εμείς μια νέα πλάθουμε απ' την παλιά κατάρα,
του τάφου αναμερίζουμε το χώμα το νωπό
και με βιασύνη με χαρά μ' ορμή και με λαχτάρα
καινούργιον τάφο ανοίγουμε στον χώρο του VELPEAU.
Ο ωραίος εμαράθηκε κήπος των Εσπερίδων.
Τα δέντρα του Παράδεισου μια στάχτη λευκωπή.
Από το δέντρο των κρυφών, των μυστικών Ελπίδων
απο αμνημόνευτους καιρούς τ' άνθη έχουνε κοπεί.
Αλλ’ απ’ το αμάραντο δεντρί τα φρούτα όλα κόβω,
τον δροσερό τους γεύομαι και σπάνιον οπό,
κι απέ μία νύχτα νιόφαντη, μιά νύχτα δίχως Φόβο
θε να γνωρίσω γέρνοντας στον χώρο του VELPEAU.
Βασιλικοί, απρόσιτοι κοιτώνες, κρύα χάδια
τήβεννοι χρυσοποίκιλτες και Τιάρες Παπικές
για τελευταία υψώνουνε φορά μες στα σκοτάδια
τις μυσαρές εικόνες τους και τις θριαμβικές.
Οι προλετάριοι βλέπουνε ορθοί την κωμωδία,
με βλέμμα ένα ασκλάβωτο κι ύφος αγριωπό.
Γι αυτό σας λέω-με στρώμα μου της νύχτας την ευδία
θα κοιμηθώ αμέριμνα στο χώρο του VELPEAU.