ΠΟΛΕΜΟΣ
-Ποιός εισαι συ που αδράχνοντας
μαχαιρι ματωμένο
στέκεις στητός και με θωρείς
με βλέμμα αγριεμένο;
Τα ρούχα σου τα βρώμικα
γιατί είναι ξεσκισμένα
σαν από πάλη με θεριό;
Δε βρέθηκε μια χτένα
για να χτενίσει τ' άγρια
τ' ανάκατα μαλλιά σου;
Μες στη σκληρή, την άξενη,
την κρύα την αγκαλιά σου
πες μου, δεν έσφιξες ποτέ
καμιά γλυκιά κοπέλα;
Στα νιάτα σου δε χάρισες
και συ καμία τρέλα;
Ποιός έκλεψε το γέλιο σου;
Τη χάρη σου; Ή κι ίσως
η όψη η αγριεμένη σου
και το μεγάλο μίσος
μαζί με σε γεννήθηκαν
και πάντα σ' ακλουθάνε;
Ποια είναι η -πατρίδα σου;
Η πεθυμιά σου ποια 'ναι;
Πουθ’ ήρθες; Ποιός σε γέννησε;
Τη γλώσσα αν έχεις λύσε.
Πώς σε φοβάμαι! Μίλησε!
Γίγαντα, πες, ποιός είσαι;
-Να τρέμεις είναι άκαιρο
νέε μου. Μη φοβάσαι
Όταν εγώ θα χορταστώ
το ψίχουλό μου θα ’σαι.
Δεν είμαι ο Χάρος. 'μένανε
το αίμα δε μου φτάνει
που από τα στηθη θα ’τρεχε
ενός που ’χει πεθάνει.
Τρέφομαι μ' αίμα. Με φωτιά.
Με σπίτια γκρεμισμένα.
Λαούς ολόκληρους μασώ
κι έθνη ξεριζωμένα.
Στο άκουσμά μου τρέμουνε
οι δυνατοί του κόσμου.
Η τύχη κάθε χώρας σας
ειν' ορισμός δικός μου.
Είμαι τεχνίτης διαμαντιών.
Στολίζω μια κυρία
με πέτρες ολοπόρφυρες.
Τη λένε Ιστορία.
Νιώθω μια γλύκα απέραντη
στο άκουσμα του κρότου
που τα γυμνά κάνουν σπαθιά.
Και στη θωριά του πρώτου
πολεμιστή που θα βρεθεί
πεσμένος πα’ στο χώμα
τη γεύση νιώθω του μελιού
μες στο πικρό μου στόμα.
Πλάστης Θεός και Χαλαστής,
Φονιάς και Νεκρανάστης
τόσων πολέμων φονικών-
τόσων μαχών ο δράστης.
Και πάντα μες στα χέρια μου
θα κλείνω τη χαρά σας
και μ' ένα νεύμα μου θα σβηώ
ελπίδες κι όνειρα σας.
Με γνώρισες.Το διάβασα
στον τρόμο που ’χεις πάρει-
αλήθεια, είμαι ο Πόλεμος
μικρό μου παληκάρι.