Ν’ ΑΓΑΠΩ
-Μου λες θα φύγεις αλλά εγώ
Τότε τι θα ’χω ν’ αγαπώ;
-Σα φύγω εγώ συ θα ’χεις ν’ αγαπάς
Το σύννεφο-το συννεφάκι.
Άκου τι λέει το σύννεφο:
«Είμαι το πάνω απ’όλα.
Εποπτεύω σε όλα.
Βλέπω εκεί που μάτι δεν βλέπει.
Βλέπω το ερχόμενο
Που κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή
Μέσα στον κύκλο του έρχεται.
Βλέπω τα όρη και τις κοιλάδες
Και τις φωνές τους ακούω τη νύχτα
Τις τελευταίες, τις έρημες, τις παρακλητικές-
Σαν άμοιρα παιδιά φωνάζουν μες στη νύχτα.
Όταν στο χείλος φτάσουν των κραυγών
Σπεύδω να τα σκεπάσω ελεητικά
Να τ’ αγκαλιάσω.
Είμαι το σύννεφο.
Φωνές που στη Γη δε φτάνουν
Πρώτο εγώ και μόνο ακούω απ’ όλα.
Κι ακούω ήχους
Σταλμένους από μάκρη ατέλεστα
Από ήλιους δεισιδαίμονες
Και γαλαξίες με δόντια δεινοσαύρων
Κι από Θεούς Ολύμπων μακρινών.
Είμαι το σύννεφο.
Από καρδιά μικρού κοριτσιού είμαι φτιαγμένο
Από φτερά δράκου ανθρωποφάγου
Από απήγανου ευωδιά
Κι από δροσιά αυγινή.
Είμαι το σύννεφο.
Περιπολώ και ανιχνεύω τα ρικνά
πατήματα της δρόσου στα σπαρτά
Και τα μικρά πνιχτά επιφωνήματα ακούω
Του έρωτα του πρώτου
Του δειλού.
Είμαι το σύννεφο που βρίσκομαι
Τόσο κοντά και τόσο μακριά σας.»
-Όμως αγάπη μου το σύννεφο
δεν έχει ποδαράκια
Άσπρα, τρυφερά
Ελκυστικά ξαπλωμένα
Μισανοιχτά.
-Τότε σα φύγω από κοντά σου ν’ αγαπάς
Το ρυάκι -το ρυακάκι.
Άκου τι λέει το ρυάκι:
«Χάνομαι και αναφαίνομαι στο ίδιο μέρος την ίδια
στιγμή.
Φεύγω και πάντα είμ’ εδώ.
Κυνηγημένο από τον ίδιο μου τον εαυτό
Το ’να μου μέρος σπρώχνει τ’ άλλο και πηγαίνω.
Τρέχω ολοένα
Και ποτέ ανάπαψη δεν είδα ούτε θα δω.
Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα.
Γιατί δεν ήθελα να υπάρξω.
Στα κλειστά βάθη της ανυπαρξίας να βρίσκομαι
Πάντα ήθελα
Αντί αδύναμο τώρα
Να ποθώ πίσω
Εκεί
Να γυρίσω.
Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα
Για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και τρέχω.
Και πηγαίνω…
Είμαι το ρυάκι.
Πηγαίνω.
Τρέχω.
Κυλώ…»
-Μα φως μου εσύ
Δεν έχει στόμα του ρυακιού το κύλισμα
ευωδιαστό και τριανταφυλλένιο.
Ούτε χειμάρρους φωτεινούς μαλλιών μετάξινων
έχει το ρυακάκι.
-Τότε αγάπα αντίς για μένα
Το πρόβατο-το προβατάκι.
Άκου τι λέει το προβατάκι:
«Το δύσμορφο εγώ...
Το αλλόκοτο…
Τι πόδια-ξεροπόδια
Και τι κεφάλι κωνικό σκυλίσιο…
Βορά εγώ στων ανθρώπων τις θρησκείες
Που ευνοούν τον αφανισμό μου.
Μα πεις πως δεν ήμουν ζώο
Αγαπητό στους Θεούς…
Ήμουν και παραήμουν!
Τα πιο αγαπημένα τέκνα του θεού
Κοπάδια τρέφαν τους προγόνους μου.
Σταυρός από το αίμα μου
έσωσε τους Εβραίους απ’ τη σφαγή
Και τον ίδιο το Χριστό
Αμνό τον είπαν.
Το δύσμορφο εγώ… το αλλόκοτο…
Χιλιάδες χρόνια τρέφω τους ανθρώπους
Κι αυτοί ακόμα πεινασμένοι μένουν και με ξανατρών».
-Μα το προβατάκι αγάπη μου
δεν έχει χείλια άνθινα γραμμένα ρόδα
ούτε μικρά, παρακαλεστικά
έκπληκτα και λάγνα επιφωνήματα.
-Τότε αγάπα αντίς για με
Την καρέκλα-την καρεκλίτσα.
Άκου τι λέει η καρεκλίτσα:
«Από το άφωτο στο άφωτο ήρθα.
Όλα εκεί ήταν μαύρη σκόνη.
Όλα εδώ είναι μαύρη σκόνη.
Από την ανυπαρξία στην ανυπαρξία ήρθα.
Από την επιθυμία έφτασα στην επιθυμία.
Λπ6 την ουτοπία την πάνω ,
την ουτοπία την κάτω ήρθα.
Τους ωκεανούς της Ανάγκης διαβαίνοντας
Η τετράκωπος εγώ
Και, η αιξ εγώ
Τα όρη της υπομονής σκαρφαλώντας
Από την Αρνηση στην Αρνηση έφτασα.
Μέχρι τη στενή πύλη αδύναμα σύρθηκα
Και ράθυμα χέρια απλώνοντας
πέράσα.
Σπόροι Χρόνου εκκολάπτονται στα σπλάχνα μου.»
-Μα η καρέκλα δεν έχει υπήνεμα ακρογιάλια
Να με δέχονται ναυαγό την κάθε μέρα.
Ούτε στήθη ακιδοφόρα
Ημικλινή, απαλόκυρτα έχει
Και επιζητούντα.
-Τότε αγάπα αντίς για με
Την κουκουβάγια-την κουκουβαγίτσα.
Άκου τι λέει η κουκουβάγια!
«Η Σοφία σε με υπάρχει.
Και γλώσσα ως δεν έχω ανθρώπινη
Μιλάω με το αίμα της καρδιάς και λέω
Το αύριο, τα σήμερα και το χτες δεν υπάρχουν.
Το εδώ και το εκεί δεν υπάρχουν.
Ένας Ερως θερμός
Κατακαίων και Παντοβόρος υπάρχει.
Οι μέρες είναι πιο αγνές όταν τις βλέπει ο ερωδιός.
Το ζύγιασμα του αετού πριν εφορμήσει
Αξίζει πιο πολύ απ' όλη την ανθρώπινη σκέψη.
Και ό,τι αξίζει πιο πολύ από το ζύγιασμα του αετού
Είναι ένα βασιλικό σύκο ώριμο
Κομμένο πρωί.
Αγνή είναι η φωνή μόνο του πουλιού
Που δεν ξέρει γιατί λαλεί.
Η κακία υπάρχει μέσα στον καλό άνθρωπο
Όπως η πυρίτιδα μέσα στο όπλο.
Αν εκραγεί αλίμονο στον πλησίον.
Ο άνθρωπος που μιλάει
άλλη γλώσσα από τους γύρω του
είναι ένας χαμένος άνθρωπος.
Όποιος δείξει τον ήλιο και πει
"Αυτό είναι ένα δέντρο", έχει σωθεί.
Γιατί η πίστη είναι το τρίτο σκαλοπάτι του χαμού,
Η γλώσσα είναι το δεύτερο σκαλοπάτι του χαμού,
Και η κίνηση είναι το πρώτο σκαλοπάτι του χαμού»
-Όμως η κουκουβάγια αγάπη μου
Δεν έχει χέρια βελούδινα και ονειρικά
Ούτε μελένιες υποσχέσεις κρύβει στα φτερά της.
-Τότε αγάπα αντί για μένα τη νύχτα-τη νυχτούλα.
Άκου τι λέει η νύχτα:
«Μισώ τους τυφλούς γιατί δική τους μ’ έχουν
Σαν πιστή ερωμένη.
Γιατί απαρακάλεστα μ’ έχουν για πάντα.
Γιατί να τους φύγω δεν μπορώ.
Είμαι η αδελφή των κρυφών σκέψεων
και των άλλων εαυτών
Όταν αυτοί προδομένοι από της μέρας το ξεδίπλωμα
Όλη τους την ύπαρξη επάνω μου αποθέτουν.
Είμαι η αδελφή της άλλης όψεως των δεινών.
Είμαι η μήτρα του Έρωτα που μέσα μου κατοικεί
Και πάνω στα κρεβάτια του Θανάτου χορεύει.
Προϋπάρχω του Φωτός και της Θλίψης του.
Στο διάβα μου όλες τις πόρτες ανοίγω
Και όλα τα σύνορα.
Εγώ η άρχουσα είμαι-
Η Πανταχού Παρούσα είμαι εγώ»
-Ναι αγαπούλα μου καλή,
Σα φύγεις συ από κοντά μου
Εγώ θα έχω ν’ αγαπώ τη νύχτα
Εγώ θα έχω ν' αγαπώ τη νύχτα
Τη νύχτα- τη νυχτούλα
Που σου μοιάζει.