Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Τρία τέταρτα πριν-ώρα 23.00
Κάθομαι σε ένα παγκάκι σιγοτρώγοντας το παγωτό μου φράουλα.
Από το κοντινό μπιστρό όπου είχαν τελειώσει το φαγητό τους, σηκώνεται ένας ευτραφής τριανταπεντάρης με ένα αγοράκι-παιδί του προφανώς- και έρχεται προς το μέρος μου.
Πίσω του σε απόσταση ερχόταν η γυναίκα του με ένα κοριτσάκι.
Ο άντρας σταματάει μπροστά μου.
Με κοιτάζει καλά καλά.
«Κάπου σε ξέρω εσένα… Δε μένεις στην οδό τάδε αριθμό τάδε όροφο τάδε;»
«Ναι…»
«Ήμουνα ντελιβεράς. Και ήσουνα ο μόνος που μας έδινες πουρμπουάρ! Γι αυτό σε θυμάμαι…»
Να χαρώ που εκτιμήθηκε το ότι έδινα μπουρμπουάρ ή γιατί κάποιος μου μίλησε σήμερα;
Ούτως ή άλλως μέσα μου ένιωσα να δικαιώνομαι που έδινα (και δίνω) φιλοδώρημα στους ντελιβεράδες-γιατί ξέρω τι διακινδυνεύουν ερχόμενοι να μας ταϊσουν.
«Βέβαια. Τάχω απαρατήσει πια γιατί με χτύπησε ένας με το μηχανάκι μου… πάνε έξη μήνες…»
Κάθεται δίπλα μου στο παγκάκι –καλόβολος και ανοιχτός τύπος- και μου εξιστορεί την ιστορία του χτυπήματός του.
Κάταγμα επιγονατίδος με σκίσιμο του δέρματος του γόνατου («να κρέμονται τα κρέατα»), τέσσερα πλευρά σπασμένα, τρεις θωρακικοί και ένας οσφυϊκός σπόνδυλος σπασμένοι, κάκωση θωρακικής αορτής (του βάλανε στεντ), ρήξη ήπατος. Και μετά από λίγες μέρες πνευμονική εμβολή.
Ευτυχώς όλα περάσανε, εκτός από την κάκωση της σπονδυλικής στήλης που του έχει αφήσει κάποια κατάλοιπα για τα οποία κάνει φυσικοθεραπεία.
Το όνομα αυτού Μιχάλης.
Τέλος χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και πήγε καθένας στη δουλειά του.
Κάτι βρίσκεται κάθε μέρα.