Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

ΤΙ ΝΑ ’ΚΑΝΕ…

«Αντρέα θυμίσου. Πρέπει -ακούς; Κοίταξε μην ξεχάσεις
στη Νέα Υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις
στο Γιώργο τηλεφώνησε και πες του ...ξέρεις
τώρα...
μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξενη χώρα...»

« Αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. Έτσι και δε τον πάρω
ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα ’ρθώ-το Χάρο...
Τον ξέρω. Ούτε για ψωμί δεν έχει. Ένα ψοφίμι
που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…»

Πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις
ο Αντρέας ήτανε καλός. Κρατεί τις υποσχέσεις.
Kαι μ’ ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του
(κάποια σηγμή πλησίασε τα όρια του ευαισθήτου).

Να μου μιλήσει του ’πανε-τι να ’κανε και κείνος
τους το ’ταξε και πράττοντας ως πάντοτε υπευθύνως
με πήρε. Πάει κι αυτό λοιπόν μέσα στα περασμένα
γι αυτούς που του το ζήτησαν… για κείνονε… για μένα...
 

Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ
(Κήπος NORTHRIDGE, Λ. Α. 1989)

Κορομηλιά ψηλή και φορτωμένη
τόσους καρπούς που γέρνουν τα κλαδιά σου
ψηλά, στα ουράνια λες ανεβασμένη,
πώς να βρεθώ μπορώ στην αγκαλιά σου;

Μα να μια σκάλα, ο βοηθός του ανθρώπου
προς τ' άφταστα από το μικρό του μπόϊ
που λιγοστεύει τον ιδρώ του κόπου
το ποδοπάτητό της κομπολόϊ.

Ας τη στεριώσω το λοιπόν σε τούτο
τον κλάδο που γερός μου μοιάζει να 'ναι
και ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν φρούτο-
τα τέκνα σου- τα χέρια μου ας τρυγάνε.

Μα γιατί τάχα; Τάχατες αξίζει
ν' ανέβω, έτσι γέρος εκεί πάνω;
Μήπως αυτό που έτσι με κεντρίζει
μικρότερο μετράει απ' ό,τι χάνω;

Μα κι ίδιο να 'ναι ή περσότερό του...
κι αν το χαρώ ακόμα… τι κερδίζω;...
Α! Λόγια! Πρέπει ν' ανεβαίνω ωσότου
ανάπνια κι αίμα μου να μην ορίζω.

(Κι αφού εδώ μ' αφήσανε τι άλλο
να ’κανα μέχρι να με πάρουν πάλι;
χέρια έχω, ας πιάσω-στόμα έχω μεγάλο
ας φάω-εκλογή δεν έχω άλλη).

...Α! Τι γλυκά (έτσι εγώ τα λέω)
που 'ναι τα φρούτα σου κορομηλιά μου!
Τι νοστιμιά (έτσι εγώ τη λέω)
γέμισε η όσφρηση και η κοιλιά μου!

Ώστε άξιζε το ανέβασμα; Ποιος ξέρει;
Γιατί ούτε δέντρο υπάρχει ούτε "ξέρω".
Και πουθενά δεν έχει απλώσει χέρι
ούτε από νιο κανένα ούτ’ από γέρο.
 


 ΣΤΗ ΜΙΜΗ, ΤΗΝ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΑΝΗΨΙΑ ΜΟΥ, ΟΤΑΝ ΕΜΙΣΕΨΕ

Θυμάμαι όταν έφευγες και πήγαινες στα ξένα
Τι θλίψη μέσα στην καρδιά ο χωρισμός μου εγέννα.
Tι γκρίζα γύρω φαίνονταν και μαραμένα τ’ άνθη,
πώς απ’τον λάμποντα ουρανό ο ήλιος του εχάθη.

Λιανό κλωνάρι λυγαριάς ήτανε το κορμί σου
το τελευταίο σα μου ’δινες πικραδερό φιλί σου.
Μεθυστική κι ευωδιαστή σαν πρωινή δροσούλα
αφέθηκες στα χέρια μου σα θρόισμα-σαν πνοούλα.

Kι όλο απορώ πώς γέμιζες μικρή μου εσύ νεράιδα
την ύπαρξή μου που χωρίς εσένα ήτανε άδεια,
άπελπα αφού τα χέρια μου ως σ’ έκλεισαν με πόνο,
Καθένα τους αγκάλιασε τ’ άλλα πλευρά μου μόνο.

Λος Άντζελες 1988

ΤΟ ΠΡΑΟ

Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα' στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δεν μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.

Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιες των Πραγμάτων!
Οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοια των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…

Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!.. Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ' άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.
 

ΜΑΣ ΤΡΑΒΟΥΝ

Στην αρχή είμαστε σε μια βάρκα.
Σκύβοντας δεν βλέπουμε νερό.
Σχήματα από ανθρώπινη σάρκα
ξεχωρίζουμε με τον καιρό.

Ύστερα ύφαλα και καρίνες
βλέπουμε κοιτάζοντας ψηλά,
και ήρεμα ασταμάτητες δίνες
μας τραβούν όλο πιο χαμηλά.
 

Η ΡΙΖΑ

Ζω μες στα σκότη. Στα υπόγεια βύθη.
Σκουλήκια λασπωτά με τριγυρίζουν.
Και κάθε ώρα που 'ρχεται με βρίσκει
όλο και πιο στο χώμα να βυθίζω.

Όμως ψηλά, πάνω απ' το μαύρο χώμα,
πλέοντας μες στο φως και στον αέρα
πανευτυχής υψώνεται ο ανθός μου.
 

ΔΕ ΛΕΕΙ

Ένα δέντρο γυμνό, παγωμένο, ξερό.
Μα να! πάνω του λάλο πουλάκι.
Το μικρούλι χορεύει κορμάκι
κι η λαχτάρα τρεμίζει τ’ αερένιο φτερό.

Μία έρμη, ξερή, πεθαμένη ζωή.
Μα ο πόθος δε λέει να σβήσει
κι όλο πάει και γυρνά σαν μελίσσι
που την κρύα κυψέλη γεμίζει βουή.
 

ΡΑΜΑΓΙΑΝΑ-Η ΓΥΜΝΟΣΤΗΘΗ ΣΙΤΑ

Η γυμνόστηθη Σίτα, η γυναίκα του Ράμα
θάμα η ίδια κι από ’να εγεννήθηκε θάμα:
το ρυάκι τη γέννησε το δροσό ενός αγρού
(οι προπάτορες ίσως του χειλιού της του υγρού).

Εξορία ο Ράμα; Και η Σίτα μαζί του.
Στους αγώνες του όλους χέρι πάντα δεξί του.
Να μπαλώνει, να πλένει, να ’τοιμάζει φαί
και αυτός πριν ξυπνήσει να ξυπνάει το πρωί.

Και κακοί όταν τον Ράμα φυλακίσαν ανθρώποι
σπίτι αυτή καρτερούσε. Μια σωστή Πηνελόπη.
Κι αφορμή ούτε μία για κουβέντα κακή
ούτε σ' έναν δε δίνει όσοι μέναν εκεί.

Ω! Καλότυχε Ράμα! Τάχα ποιος δε θα εζήτα
μια γυναίκα κοντά του να 'χει όπως η Σίτα-
με αυτήν να κοιμάται, με αυτήν να ξυπνά
(κι επιπλέον να έχει και τα στήθια στητά).
 

ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Σε μια στιγμή μονάχα εγώ
τον κόσμο έπλασα όλο
και τώρα πια τονε τρυγώ
γλυκόν και φεγγοβόλο.

Εγώ ο μέγας ο Ποιητής Εγώ ο μέγας Χτίστης
Εγώ ο μέγας Ασκητής Εγώ ο μέγας Μύστης,
Εγώ που όταν όλα αυτά τα είδα τελειωμένα
μ’ ικανοποίηση βαθιά κοίταξα το καθένα

κι αυτά χωρίς να μου το πουν
τα ’βαλα στο πλευρό μου
και τα’ άφησα εκεί να ζουν
στον κόσμο τον δικό μου.
 

ΣΥΝΥΠΑΡΞΕΙΣ
(Ρωρερκάρ)

Κάθε βιβλίο μου προτού στο στείλω
γεμίζω με φιλιά κάθε του φύλλο.
Κάθε γωνιά, κάθε πλευρά του αγγίζω
και χάδια απελπισμένα το γεμίζω.

Κι όταν τ’ αγγίζεις, κι όταν το διαβάζεις
κι όταν σελίδα κάθε τόσο αλλάζεις
νιώθω να τρέμουνε τα δυο μου χέρια
γλυκάγγιχτα απ’ τα δυο σου περιστέρια.

Φιλί γλυκό μου φέρνει κάθε λέξη
πάνω της όταν η ματιά σου πλέξει.
Κι όταν την κάθε πρόταση τελειώνεις
με χάδια πρωτοείδωτα με λιώνεις.

Διάβαζε! Διάβαζε λευκέ μου κρίνε!
Φλόγα, ψυχή, κορμί  παίρνε μου-δίνε.
 

ΚΩΣΤΟΥΛΑ
ή
ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
(Αύγουστος 1959)

Κακοτράχαλο αμάξι
κακοτράχαλη ζήση
μες στις πέτρες βροντούσαν
οι σκληρές του οι ρόδες
(η γραμμή του ήταν άγονη).

Στη δίπλα μου θέση η Κωστούλα
με μια βαλιτσούλα στα πόδια
σε λίγες ημέρες μπαρκάρει
για τη μακρινή Αυστραλία
(είχε φτώχεια ανυπόφορη).

Φταίει η τρέλα της νιότης;
To αυγουστιάτικο βράδυ;
Της Κωστούλας τα χείλια;
Τα γλυκά της τα μάτια;
(ήταν πράγματι όμορφη)

Μα όποια και να 'ταν η αιτία
στη άναστρη, σφύζουσα νύχτα
καθώς ο οδηγός σβει τα φώτα
εκείνη κι εγώ γίναμε ένα
(εκοιμόνταν οι γύρω μας)

Ω! Για πάντα δική μου
τρυφερή της αγάπη!
Ω! Για πάντα δική της
 πονεμένη καρδιά μου!
(Ω! Οι κραυγές μας οι άφωνες!)

Ω! Τ' όνειρο! ήρθε σε μένα
κι ας το 'φερε ύπνος θανάτου!
Ω! Χάρη! μου εδόθης κι ας είχε
βαρύς ο πέλεκυς πέσει
(Ω! Συ! κρύφιο ξεφάντωμα!)

Ω! Βελούδινη σάρκα!
Ω! Πρωτόφαντη αγνότη!
Ω! Σεπτό κι ώριο δόσιμο!
Ω! Αμόλυντο πάθος!
(Ω! Πεντάγλυκη θύμηση!)

To ξέρω,όπου να 'σαι καλή μου
για μένα η καρδιά σου χτυπάει
κι αντίλαλοι εκείνης της νύχτας
οι ανήσυχοι χτύποι της είναι
(μου το λεν όλα μέσα μου)

Ξέρω-είσαι μονάχη
κι η μονάξα σε θλίβει
ξέρω-πόνοι μεγάλοι
σ' έχουν μύριοι πονέσει
(Ω! Και πάλι ας βρισκόμαστε...)

Και ξέρω και ξέρεις πως είναι
το βάλσαμο η νύχτα εκείνη
για κάθε πικρή σου Αυστραλία
για κάθε φριχτό μου ναυάγιο
(και τα χρόνια διαβαίνουνε...)
 

 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΜΟΥ

Οί γάτες δεν πρέπει να πεθαίνουν απόγεμα
την ώρα που η μέρα μεθάει την πλάση.
Οι γάτες-ο νόμος της ζήσης τους έτσι έπρεπε να 'ναι-
προτού από τον κύρη τους δεν πρέπει να πάνε.

Οι γάτες, την τέχνη, τη χάρη, τα χάδια τους
και ό,τι στην άδολη κλείνουνε μέσα ψυχή τους
θα έπρεπε όλα στο φως να τα δώσουν
στο χώμα προτού για τον αιώνιο τους ύπνο
ξαπλώσουν.

Και πού να την κλάψω; Σ' αυτής την αγκάλη
που μήνες προτού μου την είχε δοσμένη;
Θα είναι σαν πάνω σε πέτρα να κλαίω.

Σ' εκείνης το χέρι ακουμπώντας
που μπρος της η γάτα μου έσβησε;
Αυτή θα γελάει.

Κλεισμένος μονάχα στα ίδια μου μέσα τα χέρια
σαν άλλου να ήσαν
πικρά να την κλάψω μπορώ.

Μα πέθανε;.. Τότε
τι είναι το άσπρο εκείνο
που κάτω από τ’ άστρα της νύχτας
στου δρόμου το γκρίζο βαδίζει;
Κι αυτό τι να είναι που κάποια πρωινά
στον κήπο να τρέχει το βλέπω,
να σταματά
σε κάτι το μάτι στηλά να καρφώνει,
να ορμάει μετά
και μ’ ένα σε λίγο στο στόμα πουλί να το βλέπω μπροστά μου;

Και τι το απαλό είναι κείνο
που πάνω στα πόδια μου τ' άσπλαχνα τρίβεται
και οκνά, ή με νάζι, ή σπρωγμένο από πείνα
γλυκά νιαουρίζει;

Τη γάτα μου την αγαπάω.

ΜΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Τα κρίματά μου στη γη αν μέναν θα 'ταν σωρό.
Αλλά δε μένουνε μα πετάνε.
Φτερά λες έχουνε ανεβαίνουν στον ουρανό
και κει ανέμελα τριγυρνάνε.

Μα όταν βρέχει έρχονται πάλι με τη βροχή
τα περασμένα τα σφαλματά μου.
Κι είναι καθένα μες στην ψυχή μου σαν μια αμυχή
κι ένα βελόνισμα στη χαρά μου.
 

ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ

Γυρίζω μες στην πόλη αυτή και ψάχνω.
Για να 'βρω τι; Δεν ξέρω να το πω.
Μον’ λέω: δύναμη θα πρέπει να ’χω,
ακόμα για πολύ θα περπατώ.

Κάποτε κάτι πέτρες αντικρίζω
που η θέα τους με κάνει και σκιρτώ.
Τότε λιγάκι-μα του κάκου-ελπίζω:
κάτι άλλο μοιάζει να ’ναι που ζητώ.

Πιο πέρα μιαν αυλή χορταριασμένη
τα θαμπωμένα μάτια μου θωρούν.
Μα ακόμα η ψυχή είναι μουδιασμένη.
Και πάλι τα φτερά της δεν ανοιούν.

Γνωστά τοπία βλέπ… παλιά κτίρια
που μένουνε ακόμα ζωντανά…
δρόμους με στοματάκια ακούω μύρια
στ' αυτια μου να μιλούν τα ορφανά…

Μα ουτε τότε η ψυχή δε λέει
ν' αρχίσει τον τρελό της το ρυθμό
και ο αγέρας, πνιγηρός ως πνέει
κάτω απ' τον ουρανό τον σκυθρωπό,

μου λέει: «Θα ψάχνεις άραγε ως πότε;
Φτάνει. Ποτέ δε θα το βρεις αυτό.
Γυρεύεις το παιδί που ήσουν τοτε-
γυρεύεις τον αγνό σου εαυτό.»
 

ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
("Ασπρα μαλλιά στην κεφαλή
Κακά μαντάτα στη Βουλή"
Παροιμία)

(Οι φίλοι μας στο Ελ Εϊ κουβεντιάζουν
Και όσοι τους ακούνε δισκεδάζουν)

-Ακουσες Γιάννο τι εχτές έγινε στη Βουλή;

-Ναι. Και το είδα. Επίτηδες ο ίδιος πήγα εκεί.
Αλλά κι εσύ δεν είχες ’ρθει; Νομίζω σ' είδα κάπου..

-Οχι. Εχτές περπάτησα μέχρι του Φιλοπάππου.

-Μονάχος;

-Οχι βέβαια. Ηταν μαζί μου η Νότα.
Και χτες ρομάντζα ήθελε, κατά τα ειωθότα.
Ομως εμπρός! Για τη Βουλή άρχισε να μου λες-
Νότες υπάρχουνε πολλές. μα ούτε δυο Βουλές.


-Σωστά. Χτες πήρανε λοιπόν πάλι φωτιά τα τόπια
Γιατ' ήταν η συζήτηση πούγινε, για τα Σκόπια.

-Ε, τι; Ετσακωθήκανε;

-                              Και βέβαια. Οπως πάντα.
-Πες μου, του ήρθε κανενός στην κεφαλή του τσάντα;

-Οχι. Ετσακωθήκανε μονάχα με τα λόγια.

-Χρόνια να δω έχω γροθιές. Γιατί;

-                                               Βρε κουτομόγια
Η Ευρώπη απαράβατον τους έχει θέσει όρον:
Το χρήμα κόβει αν στη Βουλή μαλώσουν κατά κόρον.

-Τώρα λοιπόν τσακώνονται χωρίς γροθιές και ξύλο;

-Ναι. Κι ο ένας κάνει τ' αλλουνού μάλιστα και το φίλο.

-Αλλιώς δεν έχει χρήμα, ε;

-                                          Καθόλου. Ούτε σέντσι.

-Λοιπόν για λέγε, τί έγινε; Ακούω, ας είναι κι έτσι.

-Σούπα λοιπόν, το θέμα χτες ήταν το Σκοπιανό.
Γι αυτό κανένα έδρανο δεν ήταν αδειανό .
Βλέπεις πως μιας και ήτανε το θέμα σοβαρό
ν’ ακούσει δεν περίμενε κανείς κάτι ανιαρό.
Αλλά  τα καταφέρανε του Εθνους οι Πατέρες
Σαν τις υπόλοιπες κι αυτήν να τηνε κάνουν μέρες.
Και μη διαθέτοντας ντροπή, φιλότιμο και τσίπα
Κάναν και χτες μες στο νερό μία μεγάλη τρύπα.
Στην άκρη παρατήσανε το θέμα το μεγάλο
Και πάλι καταπιάστηκαν μ' ό,τι μικρό και φαύλο.
Μίλησε πρώτα ο Σαμαράς. Και είπε ότι όταν
Για Σκόπια έλεγε ο Ψηλός ότι ενδιαφερόταν,
Μόνο για τα πετρέλαια γνοιαζόταν στην ουσία.

-Τον κατηγόρησε λοιπόν ευθέως για προδοσία.

-Ναι. Μα μιλώντας ύστερα, ο Μητσοτάκης τώρα,
Τα ίδια ανταπόδωσε στο Σαμαρά τα δώρα.
Τούπε ότι εμάσησε κι αυτός απ’ τον ΟΤΕ,
Κι έτσι να μη μιλάει.
-                                Ποιος;
-                                          Ο Σαμαράς κουτέ.
Και ο Ψηλός προχώρησε και τούπε μέσα στ' άλλα (Τουτέστιν είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα)
Πως αποστάτης ήτανε, γιατί από τη δική του
Εφυγε την κυβέρνηση, μ’ άλλους δυο τρεις μαζί του.

-Θα το περίμενες εσύ, ο τόπος τούτος 'δω
Το κάθε τι αποβάλλοντας που ως τώρα είχε καλό Προδότες νάχει γι αρχηγούς πολιτικών κομμάτων;
Αχ.' Ας γεννιόταν και σε μας θεέ μου ένας Κάτων!

-Φαίνεται είναι η εποχή τώρα των Κατιλίνων.

-Ω! Μοίρα κακοδαίμονη των δύστυχων Ελλήνων!. Λοιπόν μετά ποιός μίλησε;

-                                        Ο Παπανδρέου.

-                                                              Αλήθεια!;
Μη μου το λες. Πώς κι η φωνή του βγήκε από τα στήθια;

-Δύσκολα. Ομως  τάχανε σοφά σχεδιάσει όλα.
Σ' ένα φορείο τον είχανε δεμένον με λουρίδες.
Και όταν ήρθε η ώρα του, τον πήραν δυο νταήδες
Κι ορθόν πάνω τον στήσανε στο βήμα της Βουλής.
Ετσι ορθός πως στέκονταν δε μπόρειες ν' αρνηθείς. Δέσαν μετά στα χέρια του κλωστές λεπτές τα μάλα
Ωστε να μη διακρίνονται πολύ από τη σάλα.
Και κάποιος από πίσω του ρύθμιζε τις κινήσεις. Κλωστίτσες εκολλήσανε στα χείλια του επίσης.
Κι ένα μπροστά στο στήθος του και από πίσω ένα Μεταλλικά του είχανε δυο φύλλα εφαρμοσμένα.
Κι όταν λοξά τους κοίταζε, σήμαινε "θα μιλήσω".
Εκείνοι τότε πίεζαν τις πλάκες μπρος και πίσω,
Και ο αέρας σπρώχνονταν, έφτανε ως τα χείλη,
Κι έβγαινε από την τεχνητή που εκείνα φτιάχναν πύλη.
Πρώτο που θέλησε να πει, ήταν πως θετικό
Ήταν το βήμα πούκανε αυτός στο Σκοπιανό.
Και τότε μια αξεπέραστη συνέβη εμπλοκή,
Γιατί τη λέξη "θετικό" δε μπόρειε να την πει.
Αντί για "θετικό" να πει, έλεγε "θατικό".
Και ξέρεις γιατί γίνονταν ετούτο το κακό:
Γιατί το είχε η γλωσσά του συνήθειο πλέον πάρει
Μετά το "θήτα" πάντοτε το "άλφα"  να κοτσάρει.
Και όλο "θα" και "θα" και "θα" πως νάβγαινε το "θε".
Είναι δευτέρα φύσις μας η έξις ω! ’γαθέ.
Και κάποιοι αφού διευκρίνισαν τί ήθελε να πει,
Μετά ευθύς προχώρησε. Και δίχως μια ντροπή Ανεύθυνος μας δήλωσε ότι ο Εβερτ είναι
(Κι ο δόλιος πού την κεφαλήν δεν έχει πλέον κλίναι
Γιατί με βέλη απ' τ’ άλυπο της κριτικής το τόξο
Και από μέσα βάλλεται κι όχι μονάχα απόξω).

-Ωστε όχι φάρα προδοτών έχουμε μοναχά
Μα κι ανεύθυνων ηγετών τον φθοροποιό βραχνά…

-Μετά ο Αντώνης μίλησε πάλι ο Σαμαράς
Κι αφού δηλώσεις έκανε διαφόρους σοβαράς,
Αστοχον χαρακτήρισε τον κάθε χειρισμό
Που έχει ο πρωθυπουργός κάνει για Σκοπιανό.

-Κι απόφαση ποια βγάλανε; Τί είπαν θ' απογίνει;

-Απόφαση δε βγάλανε. Αυτό πότε έχει γίνει;

-Μα τότε τί τους θέλουμε αν δεν αποφασίζουν;
Ο ένας τον άλλο μοναχά τους έχουμε να βρίζουν; Καλλίτερα να φύγουνε. Να διαλυθεί τελείως
Το Σώμα που υπό διάλυσιν είναι και τώρα αισίως.

-Αυτό που είπες τώρα δα, παίρνει νερό πολύ.
Μπορείς Ελλάδα να σκεφτείς ποτέ χωρίς Βουλή;

-Ναι. Δίκιο έχεις. Η Ελλάς αλλιώς δεν περπατεί.
Μα όσο κι αν το σκέφτομαι, δε βρίσκω το "γιατί".

-Βρε αν δεν υπήρχε η Βουλή θάχαμε βουλευτές;

-Και βέβαια δε θάχαμε.

-                               Ωραία. Και δε μου λες
Χωρίς Βουλή και βουλευτές, θάχαμε βουλευτίνες;

-Οχι. Θα τις εστέλναμε στο διάολο κι εκείνες.

-Κι αν κάποτε, ο μη γένοιτο, ο Αντρέας μας πεθάνει,
Κι αφού η τηλεκάμερα στην Κόλαση δε φτάνει,
Κι αφού ο Αντρέας Πρόεδρος δε θάναι του ΠΑΣΟΚ
(Αλήθεια τι δυσβάστακτο για την υφήλιο σοκ!),
Και η Μιμή στο πλάι του δεν θα ποζάρει πλέον,
Πώς τότε θα θαυμάζουμε το σώμα της τ' ωραίον;
Μα υπαρχούσης της Βουλής, πατάς ένα κουμπί
Και να οι καμπύλες της Μιμής επάνω στο γυαλί.

-Αλλά νομίζω Γιάννη μου, δεν είναι βουλευτίνα.

-Α! Ωρε Μήτρο! Βρε πού ζεις; Εδώ βοά η Αθήνα
κι εσύ ακόμα βρίσκεσαι στο "δεν" και στο "νομίζω".

-Αλλά δεν είναι Γιάννη μου, όσο εγώ γνωρίζω.

-Δεν είναι, αλλά σύντομα θα είναι, δίχως άλλο.
Γιατί εκτός απ' τ' άλλα της, και ρεύμα έχει μεγάλο.

 -Προς την κατεύθυνση η Βιβή λοιπόν αυτή κινείται;

-Κινείται προς πολλές μεριές, αν και σε μία κείται.
Ή μη δεν ξέρεις αύριο συνέντευξη πως δίνει;

-Δεν τόξερα. Και τί θα πει;

-                                        Ο,τι είπε και η Φρύνη.
Μα κύρια θ' αμυνθεί.


-                                Τί είπες; Θα γδυθεί;

-Οχι βρε Μήτρο. Θ' αμυνθεί για όσες κατηγόριες
Τον τελευταίο τον καιρό της δώσαν στενοχώριες.

-Και θα μιλήσει φυσικά για τις φωτογραφίες..

-Το κύριο θάναι θέμα της μ' άλλες μαζί αηδίες.
Η Μπουμπουλίνα άραγε, του Σούλι οι ηρωίδες,
Οι Αγιες Ζαλογγίτισσες, κι οι τόσες Ελληνίδες
Που δώσανε ό,τ' είχανε για την πατρίδα Ελλάδα,
Τάχα από του Παράδεισου μικρή μια χαραμάδα
Μπορούν να βλέπουνε στη γη;.. Κάλλιο να μην μπορούνε…

-Στους άντρες όμως Ελληνες θ' αρέσει ό,τι δούνε.

-Δεν ξέρω τι θα κάνουνε οι άντρες σαν και σένα.
Για μια γυναίκα μοναχά πονεί η ψυχή μου εμένα.
Αχ! Ρηγανοκεφτέδισσα εσύ κυρα-Μαρίκα!

-Τον Μητσοτάκη την κυρά! Αυτήνε λες! Το βρήκα;

-Αυτήνε, ναι. Που απ’ τη στιγμή που η αδιαντροπιά
Βγήκε στη φόρα της Μιμής, αυτή, σωστή κυρία
Και τη ντροπή της χώρας μας για να ισοφαρίσει,
Δύο φουστάνια να φορεί έχει από τότε αρχίσει.
Εύχομαι αύριο η Μιμή να βγει μία η γιάλλη
Ωστε κι αυτή το δεύτερο φουστάνι να το βγάλει.
Με τούτα όμως και μ’ αυτά έχω πολύ αργήσει
Και αφορμή τ' αφεντικό ζητάει να μ’ απολύσει.
Φεύγω γιατί έφαγα σχεδόν ώρα μισήν εδώ.

-Γεια σου.

-               Αντίο φίλε μου. Και να σε ξαναδώ.

-Μόνο Γιαννάκο μια στιγμή. Να σε ρωτήσω κάτι.

 -Για Παπανδρέου; Γιά Σαμαρά; Για Εβερτ; Μητσοτάκη;

-Οχι γι αυτά βρε αδερφέ.. Να…

-                                             Μήπως για το ΝΑΤΟ;
Για την Ευρώπη; Για ΕΟΚ;..

-                                            Οχι γι αυτά Γιαννάκο.

- Πες το λοιπόν και μ' έσκασες. Ποιαν έχεις απορία;

-Να… Λες να δείξει αύριο και τη φωτογραφία;!
 
                              -----
 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΓΑΠΗ

Τόπος: ΛΟΣ ΆΝΤΖΕΛΕΣ
 Χρόνος: 1990
 Πρόσωπα: ΕΚΕΙΝΟΣ, ΕΚΕΙΝΗ, ΆΛΛΗ.
(Δωμάτιο ακατάστατο. Δεξιά η εξώπορτα. Παράθυρο που βλέπει στο δρόμο)
Εκείνος καθισμένος και Εκείνη στα γόνατά του.)

ΕΚΕΙΝΟΣ
Και πότε αγάπη μου χρυσή να μ' αγαπάς θα πάψεις;

EKEΙNH
Στο έχω πει αγαπούλα μου-θες να τ' ακούσεις πάλι;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Ναι! Πες το μου αγάπη μου. το λες ωραία τόσο...

ΕΚΕΙΝΗ
Όταν θα πάψει ο ουρανός γεμάτος με ρουκέτες
πύραυλους, διαστημόπλοια κι αεροπλάνα να 'ναι.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Ω! Τι γλυκά τα λόγια σου που είναι αγαπούλα!
Κι τι όμορφα που αντηχούν! Σαν από ηχείο μέσα
της πιο ψηλής πιστότητας ηχούνε!

ΕΚΕΙΝΗ
                                                         Ω! Καλέ μου!
Δεν το ’λεγα ν’ αξιωθώ κάποιος να εγκωμιάσει
τόσο πολύ τα λόγια μου. Και πες μου άγγελέ μου
πόσο υψηλής πιστότητας;
ΕΚΕΙΝΟΣ
                                           Αχ! Όσο δέκα τζι έι.
ΕΚΕΙΝΗ
(παθιασμένη)
Με λιώνεις γλύκα μου χρυσή! Μα ας μη ρωτήσω πάλι
και τέτοια πάλι μου ειπείς γιατί με παραλύεις.
Τουλάχιστον πάλι ποτέ, όταν η ώρα φτάνει,
να πάμε να ψωνίσουμε. Καλή ’ναι η αγάπη,
αλλά, λατρεία μου γλυκιά, πρέπει να τρώμε κιόλας,
Αλλιώς αντίο κι η ζωή κι ο έρωτας μαζί της.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Λίγο ακόμη ας κάτσουμε αγάπη μου και πάμε.
Θέλω απ’ τα χειλάκια σου ν’ ακούω τα λογάκια
που όπως οι βόμβες αντηχούν στο σπίτι του Καντάφι.

ΕΚΕΙΝΗ
Ορκίσου μου πως όλα αυτά που λες αλήθεια είναι.
Πες μου πως θα κρατήσουνε για πάντα, όπως κρατάει
τη ραδιενέργεια μακριά ένα μας καταφύγιο.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Στ’ ορκίζομαι πως όλα αυτά που βγαίνουν μου απ' το
στόμα
τόσο ειν' αλήθεια όσο πως σε δυο μονάχα χρόνια
ατομικά τηλέφωνα δω πέρα θα ’χουν όλοι.

ΕΚΕΙΝΗ
Αν είναι τέτοια να μου λες, ας κάτσουμε ακόμα.
Και όχι λίγο μοναχά, μα όσο εσύ θελήσεις.
Μίλα μου όμως. Μίλα μου με τις ωραίες λέξεις
που τόσο ηχούν ωραία στ' αυτιά που λέω πως εισ' ο
μόνος
που ξέρει όμορφα πολύ κι ωραία να μιλάει.
Λέγε λοιπόν. Λέγε και συ κι αν κι από με να μάθεις
θες κατιτί, μη μια στιγμή διστάσεις-ρώτησέ με.
Αφού αυτό η αγάπη μας ζητάει, αυτό ας γίνει.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Τι να σου πω αγάπη μου που ό,τι να πω θελήσω
μ' έχει προλάβει η τεχνική και πάντα μένω πίσω.
Καμιά φορά τον έρωτα που 'χω τονε συγκρίνω
με της μεγάλης χώρας μας τις μέγιστες προόδους.
Όμως ευθύς τις βλάστημες τις σκέψεις αποδιώχνω-
όχι, δε γίνεται αυτές καλλίτερές του να 'ναι.

ΕΚΕΙΝΗ
Κι ίδια μ' αυτές να μ' έλεγες πάλι δε θα με γνοιάσει-
μπροστά στο μεγαλείο τους ποιος νους δε θα θαυμάσει;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Τα μάτια σου μοιάζουν λαμπρές εικόνες των κομπιούτερς
έτσι όπως εμφανίζονται σε μια τιβής οθόνη.

ΕΚΕΙΝΗ
Τα δάχτυλά σου μοιάζουνε μέγγενη ατσαλένια
όπως αυτή που άδραξε του φεγγαριού τα βράχια
και ως τη γη μας τα 'φερε.

ΕΚΕΙΝΟΣ
                                             Σα λέιζερ ακτίνα
με καίει η ματιά σου. Με μεθάς σα να 'χω πιει χασίσι.
Τα χείλη σου τα ρόδινα έχουνε ώρες ώρες
εν’ άσπρο χρώμα, πελιδνό, σαν των παιδιών το δέρμα
που να πεθαίνουν βλέπουμε από πείνα στην Ασία.
Στους ροζ τους γύρους χάνομαι, καθώς χαμένοι νιώθουν
οι αλλοδαποί που έρχονται να ζήσουν εδώ πέρα.
Κι ως για το στόμα σου καλή-ω! τι να πω για κείνο!
Και σαν πετρέλαιο αργό, πολύτιμο έχεις σάλιο!

ΕΚΕΙΝΗ
Που με αγγίζεις μοναχά, τρέμω σαν Ναγκασάκι
Που έβλεπε την ατομική βόμβα να πλησιάζει.
Κι όταν με σφίγγεις πάνω σου χάνομαι από τον
κόσμο.
Κι η αγκαλιά σου αγάπη μου σαν μέγγενη με κλείνει.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Αγάπη μου θα είμαστε μαζί ώσπου ένα κόμμα
που να μην κλέβει να φανεί.

ΕΚΕΙΝΗ
                                                    Λατρεία μου με λιώνεις!

ΕΚΕΙΝΟΣ
Θα χτίσουμε αντιατομικό, υπόγειο καταφύγιο
και μέσα του η αγάπη μας θ' ανθεί σαν μανιτάρι.

ΕΚΕΙΝΗ
Και θα ’χουμε ένα εξοχικό στη γη επάνω σπίτι
Κι όταν οι βόμβες πάψουνε να πέφτουνε για λίγο,
θα βγαίνουμε απ’ την τρύπα μας ώστε το καυσαέριο
λιγάκι ν’ ανασαίνουμε που θα μας έχει λείψει.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Όταν μαζί μου είσαι συ δε θέλω καυσαέρια.

ΕΚΕΙΝΗ
Αγάπη μου, τόσο λοιπόν μεγάλη αγάπη μου ’χεις;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Κι ακόμα μεγαλύτερη. Κοντά σου θα μπορούσα
να ζήσω έστω ακόμα κι αν μου λείπαν οι ληστείες,
η διαφθορά και η τιβί. Ακόμα και οι φόροι.

ΕΚΕΙΝΗ
Ω! Με σκοτώνεις! Με μεθάς! Τι θα μπορούσα τάχα
να πω κι εγώ ισάξιο με όσα τώρα ακούω...

ΕΚΕΙΝΟΣ
Φτάνει χαρά μου πou ακώ τους χτύπους της καρδιάς σου-
σαν βόμβα τρομοκρατική καθένας τους μου μοιάζει.

ΕΚΕΙΝΗ
Τόσο λοιπόν ξεπέρασε της ασφαλείας τα όρια
και τόσο είναι αμέτρητη η αγάπη σου για μένα;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Κι αμέτρητη κι ατέλειωτη! Γιατί μη σου ξεφεύγει,
πως παντρεμένοι είμαστε για τρεις ημέρες τώρα.
Και πως αφότου μέρες δυο πιο πριν σ' έχω γνωρίσει,
δεν έλειψε ο έρωτας καθόλου από τους δυο μας.

ΕΚΕΙΝΗ
Ω! Πώς να περιγράψω εγώ το κάθε αγκάλιασμά μας...
Σα δύο να συγκρούονταν του Έκτου Στόλου πλοία.
Ή με δυο πύργους δίδυμους δύο αερολάνα.
Ή σαν να πέφτει στον γκρεμό αμάξι πoυ o σωφέρ
του
ήπιε πολύ και μέθυσε κι ακόμα τ' οδηγάει.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Είσαι σαν γκόβερνο για με που όλα μου τα ξέρει.
Και σαν κομπιούτερ που όλα μου κατέχει τα
στοιχεία.
Και δεν μπορώ να σου κρυφτώ-και μια πετρούλα
ακόμα
πα’ στο φεγγάρι να ’μουνα, μ' εκατοστού ακρίβεια
στον πύραυλό σου εύκολο θα 'ταν να με χτυπήσει.

ΕΚΕΙΝΗ
Ω! Πόσο διάφορο εγώ το πράγμα αυτό το βλέπω!
Αλλά και πόσο δείχνει αυτό το πόσο σ’ αγαπάω
και πόσο συ με αγαπάς, αφού τόσο καθένας
κοντά στον άλλο βρίσκεται χωρίς να το γνωρίζει!
Γιατί εγώ αιστάνομαι σα διαστημόπλοιο να 'μαι
που μέρες τρεις κίνησε πριν και που όλο ταξιδεύει
μες στ' αχανές το άπειρο. Και το άπειρο εσύ 'σαι.
Και κάθε τόσο συναντώ και σου γνωρίζω κάτι-
και δε μου φτάνει μια ζωή καλέ να σε γνωρίσω.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Ω Πόθοι μου που βράζετε σαν άζωτο υγρό
και που θα βράζετε έστω κι αν, κορμί θα 'χω σκεβρό!
Σιγήστε λίγο. Κάνετε πως λίγο δεν ακούτε
το τι το στοματάκι αυτό το ίδιο με κρατήρα
που υδρογόνου βόμβα ανοι’, τόσα για μένα λέει.

ΕΚΕΙΝΗ
Ηλεκτροφόρα αγάπη μου καλώδια τα μαλλιά σου
όπως αυτά που κουβαλούν του ηλεκτρισμού το δώρο
για τις βιομηχανίες μας. Κι ειν' το δικό μου χέρι
το υπουργείο Ενέργειας που όλα συντονίζει.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Δε θα ξεχάσω αγάπη μου ποτέ αυτό που είπες.

EKEΙNH
Δε στο είπα εγώ καλέ μου.
Τόσο έχουμ' ένα γίνει
που εσύ 'σαι που μιλάει
με το στόμα το δικό μου.
Αν μου φύγεις κάποια μέρα
τη στιγμή την ίδια εκείνη
θα πεθάνώ δίχως άλλο.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Μη για χωρισμό καλή μου
αναφέρεις για τους δυο μας.
Θα ’μαστε μαζί για πάντα.
Όπως η ντροπή τελείως
έχει από τον κόσμο λείψει,
όπως αιωνίως θα παίζουν
οι τιβί γελοία έργα,
όπως πάντοτε οι κυρίες
ντροπαλές και φοβισμένες
θα κρυβόνται απ τον εαυτό τους
κι όχι στους κυρίους θα λένε,
όπως οι άνθρωποι για πάντα
κλέφτες θα 'ναι και αγύρτες,
όπως θα 'ναι η Γαλλία
σωβινίστρια και κούφη,
κι όπως άφραγκοι για πάντα
οι ποιητές της γης μας θα 'ναι,
έτσι πάντα και για μένα
μια γυναίκα θα υπάρχει:
Συ καλή μου! Και αιώνια
θα 'μαι δίπλα σου-κοντά σου!

ΕΚΕΙΝΗ
'Οπως πάντοτε οι πλούσιοι
τους φτωχούς θα βασανίζουν,
όπως αδικοχυμένο
θα 'ναι πάντοτε το αίμα,
όπως πάντα η καλοσύνη
για βλακεία θα μετράει,
όπως πάντα, άσχετοι κάποιοι
ποιητές θα λεν πως είναι
και μαζί τους θα γελάνε
παρδαλά και μη κατσίκια,
όπως πάντα οι αηδίες
θα ποζάρουν για σοφίες,
όπως πάντα το γαϊδούρι
θα ’χει υπομονή και πείσμα
κι όπως το Βορρά για πάντα
η βελόνα θα μας δείχνει,
έτσι πάντοτε καλέ μου
θα 'μαι δίπλα σου-κοντά σου.

ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΌ
Ω! Τι σπάνια ευτυχία
που τους δύο μας κατέχει!
Ω! Πώς θα 'μαστε οι δυο μας
αιωνίως ερωτευμένοι!

ΕΚΕΙΝΟΣ
Μα αγάπη μου ας συνέλθουμε
για λίγο απ’ την αγάπη
κι ας πάμε να ψωνίσουμε.
Όσο πεζό κι αν είναι
ειν' όμως απαραίτητο.
Ετούτο το στομάχι
για να μας κάνει το κορμί
γερό σαν το δικό μου
κι όπως εσένα όμορφο,
να ταϊστεί γυρεύει.

EKEΙNH
Ω! Ναι! Ας πάμε αγάπη μου!
Kι όταν θα ξαναρθούμε
μ' άλλα φιλιά και αγκαλιές-
με νιες χαρές μεθούμε.

(Σηκώνονται και πηγαίνουν προς την πόρτα. Στέκουν μπροστά της και φιλιούνται)

ΕΚΕΙΝΟΣ
Πήρες αγάπη μου λεφτά;

ΕΚΕΙΝΗ
Δεν πήρα-όχι, καλέ μου,
σήμερα είναι η μέρα σου-
θυμάσαι;-να πληρώσεις.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Πλήρωσα χτες αγάπη μου-
αυτό δεν το θυμάσαι;

ΕΚΕΙΝΗ
Ναι, το θυμάμαι αγάπη μου,
αλλά θυμάμαι ακόμα
ότι εγώ επλήρωσα
δύο φορές συνέχεια-
μία προχτές, κι αντιπροχτές
η δεύτερη-θυμάσαι;
τo πορτοφόλι σου εδώ
το είχες ξεχασμένο.
(τα χέρια τους χωρίζονται)

ΕΚΕΙΝΟΣ
Μα τα λεφτά που έδωσες
αμέσως στα 'χα δώσει
στο σπίτι όταν γυρίσαμε.

EKEΙNH
Όχι αγάπη μου, όχι.
Ήταν η τράπεζα κλειστή
και δεν είχες παρμένα.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Θυμάμαι πως στα έδωσα.
Είχα στο σπίτι λίγα.

ΕΚΕΙΝΗ
Δεν τα ’δωσες!

ΕΚΕΙΝΟΣ
Στα τα ’δωσα!

EKEΙNH
Δεν τα 'δωσες σου λέω!

ΕΚΕΙΝΟΣ
Θυμάμαι ακόμα το ποσό-
εξήμισυ δολάρια.

ΕΚΕΙΝΗ
Ναι, αλλά δε μου τα 'δωσες.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Στα 'δωσα και το ξέρεις.

EKEINH
Ώστε λοιπόν λέω ψέματα;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Έτσι μου μοιάζει εμένα.

ΕΚΕΙΝΗ
Ψεύτη να πεις τα μούτρα σου.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Εγώ δεν είμαι ψεύτης.

EKEINH
Δεν είσαι ψεύτης μοναχά,
παρά και κλέφτης είσαι,

ΕΚΕΙΝΟΣ
Ώστε έτσι;

EKEΙNH
Και χειρότερα.
Δώσε μου τα λεφτά μου!

ΕΚΕΙΝΟΣ
Σου τα 'δωσα, Παράτα με.

ΕΚΕΙΝΗ
(Τον πιάνει από το γιακά και τον τραντάζει)
Αλήτη τα λεφτά μου!

ΕΚΕΊΝΟΣ
Άσε με βρώμικο τσουλί
γιατί θα το πληρώσεις.

ΕΚΕΙΝΗ
Δος τα λεφτά μου.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Άσε με!

ΕΚΕΙΝΗ
Δος τα λεφτά μου λέω.

ΕΚΕΙΝΟΣ
(τη χτυπάει)
Παλιοβρωμιάρα!

ΕΚΕΙΝΗ
Τι έκανες; Συ χτύπησες εμένα;
(ορμάει πάνω του. Αλληλοχτυπιούνται. Τέλος χωρίζουν)

ΕΚΕΙΝΟΣ
Πουτάνα φύγε από δω
γιατί θα σε σκοτώσω...

ΕΚΕΙΝΗ
Δε φεύγω από το σπίτι μου.
Να φύγεις συ αλήτη.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Φεύγω. Και αύριο πρωί
πάω για το διαζύγιο.

EKEINH
Χίλιες φορές κι ακόμα μια.
Χάσου από δω βρωμιάρη.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Είσαι το ασχημότερο
του κόσμου όλου πλάσμα.

ΕΚΕΙΝΗ
(Τoυ πετάει ένα βάζο)
Θα σου τα πάρω τα λεφτά
που μου χρωστάς.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Γαμήσου.

ΕΚΕΙΝΗ
(ορμάει επάνω του)
Θα σε σκοτώσω. Σε μισώ.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Περσότερο από μένα;
(βγαίνει και κλείνει την πόρτα δυνατά πίσω του)

ΕΚΕΙΝΗ
Να πας στο διάολο κάθαρμα.
(εκείνος στέκεται απέξω από την πόρτα για ν' ανάψει ένα τσιγάρο, ενώ εκείνη παίρνει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Εμπρός!.. Γεια σου μωρό μου... Είμαι σε διάσταση... Περιμένω το διαζύγιο. Δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες…Ελεύθερος απόψε;.. Τι ώρα;..
(έξω περνάει η ΑΛΛΗ στο δρόμο.)

ΕΚΕΙΝΟΣ
(στην ΑΛΛΗ)
Ωραία μέρα σήμερα!

ΑΛΛΗ
Ωραίες οι μέρες όλες.

ΕΚΕΙΝΟΣ
Για μένα έχει διαφορά.
Έρχομαι από τα βόρεια.
(προχωρούν μαζί βγαίνοντας από τη σκηνή)

ΑΛΛΗ
Δουλειές;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Ναι. Είμαι διευθυντής
Μεγάλης εταιρείας…

ΑΛΛΗ
Πόσο μεγάλης;

ΕΚΕΙΝΟΣ
Εκατό
Χιλιάρικα το μήνα.
Να σε κεράσω ένα ποτό;

ΑΛΛΗ
Σπίτι σου ή στο δικό μου;
(Βγαίνουν. Τα λόγια δεν ακούγονται πια)

ΑΥΛΑΙΑ
 

Α! ΩΡΑΙΑ!..

Εγώ και η ανάπνια μου
μονάχοι περπατούμε
Α! Ομορφιά της Ομορφιάς
Α! των Ωραίων Ωραία
πρώτα πηγαίναμε μαζί
οι δυο εμείς και μια πνοή
Α! πι' Όμορφη απ' τις Όμορφες
πρώτα πηγαίναμε μαζί
δύο εμείς σε μια ζωή
τώρα το χνώτο μου απλώ
κι αυτο πλανιέται μοναχό
Α! Ωραία των Ωραίων
τώρα το χνώτο μου απλώ
με το δικό σου δε διπλώ
Α! Όμορφη των Όμορφων
Α! των Ωραίων Ωραια
όλα μου τώρα είναι νεκρά
μόνο η ανάσα μου πικρά
προτού χαθεί στον αέρα
μιας μου στιγμής παρέα
πικρά μόνο η ανάσα μου
Α! Ωραία των Ωραίων
θλιβά μόνο η ανάσα μου
βγαίνοντας απ' την κάσσα μου
κι απ’ τ’ άψυχο μου σώμα
μου λέει πως ζω ακόμα
Α! Όμορφη των Όμορφων!
Α! των Ωραίων Ωραία!
 

ΒΡΟΧΗ ΜΗΝ ΤΟΣΟ ΒΙΑΖΕΣΑΙ…

Βροχή μην τοσο βιάζεσαι να σμίξεις με το χώμα.
Τόσες ημέρες πρόσμενες. Λιγάκι στάσου ακόμα'
βάοτα βροχούλα λίγο-ακούς; μισή μονάχα ώρα:
δίχως αδιάβροχο έφυγε από το σπίτι η Ντόρα.

L. A. 1991
 

ΤΙΝΑ

Γερή από έϊτζ να 'ναι σα μαθαίνω
ο ανήσυχός μου ησυχάζει ο νους-
όχι απ' αγάπη πως γι αυτήν πεθαίνω,
μα πρόπερσυ ανταλλάξαμε ιούς.
 

ΑΣΤΕΙΟ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑ
ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΞΕΝΙΤΙΑ

Όπως πετρώνει το τσιμέντο
που φτιάχνουν οι χτίστες
(το 'δα μια μέρα στο Τολέντο
που χτίζαν τις πίστες

στων ταυρομάχων τις αρένες),
κι όπως η λάβα
φόρμες ταιριάζει πετρωμένες
με χρώματα μαύρα

(κάνοντας έτσι και πτυχώσεις
στης γης το δέρμα),
ίδιο ένα πέτρωμα θα νιώσεις
στο νου και στο αίμα

όταν στα χόρτα καθισμένος
που η Άνοιξη εγέννα
ταλαιπωρείς συλλογισμένος
μπλοκάκι και πέννα.

Απαραιτήτως βέβαια πρέπει
(νομίζω δεν το είπα)
άδεια από χρήμα να 'ναι η τσέπη
και να 'σαι στις ΗΠΑ.
 

Jessy, Χριστούγεννα 1995

Όλα μου τα 'χε ο Θεός δοσμένα
Χριστούγεννα να κάνω ευτυχισμένα.
Μον' το γυναίκειο έλειπε το χάδι
να κάνει μαγικό αυτό το βράδυ.

Κι ως μες στο σούπερ μάρκετ εστεκόμουν
σε θλίψης μέσα πέλαα εχανόμουν
με όλα αγαπητός και μ’ όλα ξένος
σαν ένας δυστυχής ερωτευμένος.

Αλλά στου μαγαζιού μέσα το ντόρο
και το έσχατο αυτό μου 'δόθη δώρο:
εκεί, στων αγορών μέσα τη μάχη
να! η Τζέσσυ μου εχάϊδεψε τη ράχη.

Γλυκάστραψε μια λάμψη ένα γύρω
κι όλα τα γλυκοπότισε ένα μύρο.
Και μπήκαν φλόγα κι άρωμα εντός μου
και το ρυθμόν αλλάξανε του κόσμου.

Κι ως έρως τα κορμιά, έτσι και μένα
τ' άγγιγμα με όλα γύρω μ' έκαμε ένα.
Κι ήταν αιτία η θέρμη του η τόση
Χριστούγεννα και φέτος που έχω νιώσει.
 

TO ΑΜΥΑΛΟ ΠΟΥΛΙ

Ένα πουλάκι αγάπησε τον ήλιο
και μέσα στο μικρό του κεφαλάκι
"μόνο δικόν μου" είπε, τονε θέλω.

Και πέταξε στον ουρανο και με τα’ ακρόνυχό του
τον πήρε και τον έφερε τον ήλιο στη φωλιά του.
Κι αποσκοτείδιασεν η γης' μαυρίσαν τα oυράνια
Και κλαίγαν ζώα και δεντρά με δυνατές φωνίτσες:

"Άχου κακό που έγινε-άχου κακό που εγίνη
Η μοίρα τώρα όλων μας το γράφει να χαθούμε",

Και θερμοπαρακάλιουνταν στο άμυαλο πουλάκι:
"Άσε τον ήλιο να γυρνάει και πάλι στα ουράνια.
Για όλους μας οι αχτίδες του κρατούνε φως και
ζέστα.
Άσε τον ήλιο τους χρυσούς τους κύκλους του να
γράφει.
Χωρίς του κάθε μας φωνή-κάθε ζωή θα σβήσει".

Μα δε γνιαζόνταν το πουλί στη δυστυχιά των
άλλων
και παρακάλια και φωνές και δάκρυα τ' αψηφούσε.

Κι έλεγε ο ήλιος στο πουλί το συννεφοπαρμένο:
"Κουτό πουλί που μοναχά δικός σου θέλεις να ’μαι
και δεν κοιτάς όλους αυτούς που θέλουν από μένα
και στη δική τους τη ζωή τη σκοτεινή να λάμψω…
Κουτό πουλί. Αν έπρεπε τόσο κοντά μου να ’σαι
δεν θα ερωτευόμουνα και δε θα σε γεννούσα.
Θα σε κρατούσα μέσα μου αγέννητο για πάντα
κομμάτι απ’ τα κομμάτια μου τα τόσο αγαπητά μου.
Σε γέννησα όμως και μακριά από μένα σ' έχω
στείλει.
Σε γέννησα για να ’χουμε καθείς ζωή δικιά του-
εσύ με τ' άλλα πλάσματα κι εγώ στον ουρανό μου.
Κουτό πουλί. Δεν αγαπάς μόνον εσύ στην πλάση.
Και με το που σε γέννησα δεν τέλειωσε η ζωή μου.
Φως έχω ακόμα και χαρά και ζεστασιά να δώσω.
Κουτό πουλί. Δεν αγαπώ μόνον εσέ στον κόσμο.
Είμαι το Φως. Είμαι η Ζωή. Είμαι η Ψυχή της
Πλάσης.
Στη ρίζα κάθε αχτίδας μου μύριες ανθούν αγάπες.
Κουτό πουλί δεν αγαπάς μόνον εσύ στον κόσμο".

Και το πουλί δεν άκουγε λες και αυτιά δεν είχε.
Κι ήρθε και πάγωσεν η γη. -ξεράθηκαν οι τόποι.
Και τα ζωάκια πέθαναν. Και τα δεντρά παγώσαν.
Και βγήκε απ' τη φωλίτσα του το φωτερό πουλάκι
να βρει να φάει χάμουρα-να βγει να φάει μούρα.
Και τίποτα δεν έβρισκε την πείνα του να κόψει.

Kαι το πουλάκι πέθανε. Κι ο ήλιος εθρηνούσε:
"Κουτό πουλί. Στο θάνατο κι εσύ εδόθης τώρα
κι έρμος και γω θε να γυρνώ και γη έρμη θα φωτίζω
αφού μαζί εσκότωσες και κείνους που ποθούσαν
τα χάδια μου να παίρνουνε-να παίρνουν τα φιλιά
μου".
 

ΣΤΗΝ ΤΖΟΥΝΤΥ
(Για τη νιογέννητη κορούλα της Σάρα-Αν)

Όταν κάνεις σε μια μάχη συνεχείς υποχωρήσεις
τι καλά είναι να βλέπεις ότι έρχονται ενισχύσεις...
Kαι τι κέρδος στον αγώνα των ανθρώπων με τα κτήνη
κατά μια έστω μονάδα η Ανθρωπιά τους ν' αβγατήνει...

Έτσι τώρα όπου ανθρώποι και ψυχές όπου ανθίζουν
τη Sarah Ann όλες κοιτάζουν κι όλοι αυτήν καλωσορίζουν.
Κι είσαι συ που έχεις Τζούντυ τον στρατιώτη αυτόν χαρίσει
στους ανθρώπους-συ την έχεις λίγες μέρες πριν γεννήσει.

Και αφού απ' το δεντρί σου η Sarah Ann είναι κλωνάρι
φυσικό είναι τους χυμούς σου και τα δώρα σου να πάρει.
Και τι όμορφο που είναι! Τι γλυκούλι στρατιωτάκι!
Πρώτη της φορά η Φύση τέτοιο έφτιαξε μωράκι.

Τι χειλάκια τρυφερούλια-σαν ανθένια πεταλάκια
τι ματάκια λαμπερούλια-σαν μικρά δυο αστεράκια.
Τι ροδοπλασμένα αυτάκια! τι μυτούλα ζαχαρένια!
τι χεράκια! τι λαιμάκια! Και στην όψη τι ευγένεια!

Και τι έκφραση εξυπνούλα και τι γλύκα που μεθάει
το μικρούλι προσωπάκι σ' όσους το θωρούν σκορπάει..
Α! Και όταν το μωρό σου λίγο Τζούντυ μεγαλώσει
τι καρδούλες που θα κάψει… τι καρδούλες που θα λιώσει…

Μα κι αχτίδες καλωσύνης κι ανθρωπιάς και ήθους μύρα
όπου πάει κι όπου γυρίζει θα σκορπάει εναγύρα.
Γι αυτό Τζούντυ, μέχρι τοτε φρόντιζε και πρόσεχέ το
κι όπως κάνεις μέχρι τώρα σαν το φως σου φύλαγέ το.

Α! Και κάτι άλλο ακόμα: τις ωραίες όταν μέρες
για βολτούλα τηνε βγάζεις σαν τις άλλες τις μητέρες
κάθε μια σας τ' όνομά της (έτσι μου 'ρθε μια σκέψη)
να 'χει πάνω της γραμμένο μη κανείς και σας μπερδέψει.

Λος Άντζελες 1988
 

ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΤΟΥ RESTAURANT
ΤΗΣ TOPANGA ΤΟΥ  ΕΛ ΕΪ

Ακούω το ξεφτισμένο
πράσινο θρόισμα του φουστανιού της
στις στριμωγμένες τις καρέκλες.
Ακούω το ήσυχο ανάδεμα του κουταλιού   
στην κούπα του καφέ.
Ακούω την κουρασμένη της φωνή
που παραγγέλνει country gravy.

Eίναι η φωνή ανθρώπου που απόκαμε
απ' τις πολλές προσπάθειες και πια
τα όπλα του απωθεί και παραδίνεται
και στέκει τώρα σαν ξερό φύλλο του φθινοπώρου-
γέρας του πρώτου που θαρθεί αέρα.

Ακούω τις μονόλογες
ευγενικές της απαντήσεις
στήν προσποιητή πολυλογία της waitress.
Ακούω τους ήχους του σπασίματος της φρυγανιάς
σαν πέταμα πουλιού από κλαδάκι σε κλαδάκι.
Ακούω ένα "yes"
ένα "of course...thank you..."
Ακούω το άψυχο, βιασμένο της χαμόγελο
καθιερωμένο εδώ
που κλείνει την ανώφελη κουβέντα-
γέλιο ανεπαίσθητο… σαν ψίθυρος... σαν άχνα...

Θα φύγω
δίχως να στρέψω προς τα 'κεί
το βλέμμα ή το κεφάλι. Φοβάμαι
όταν γυρίσω να τη δω
πως κιόλας δε θα υπάρχει.

Λος Άντζελες 1988
 

Στου νεκροταφείου το πλατύ αλώνι
η μελαγχολία την ψυχή αλώνει
κάθε τάφος πλάκα και σβηστό καντήλι
κι έναν τρόμο γύρω  η νυχτιά έχει στείλει.

Στο σκοτάδι κάτι φωτοσκιές κινούνται-
άραγε αξύπνητα οι νεκροί κοιμούνται
ή ασώματοι κι αγνοί όπως θέλαν να  ’ναι
βγαίνουν απ’ τους τάφους τους κι άσκοπα γυρνάνε;
 

 Ένας θεός σατανικός
κι είρων μας έχει πλάσει
και πρόσωπα μας έδωσε
αστεία για να γελάσει:

άλλα πολύ υπερήφανα
που βλέπουνε στα ύψη
(μα που κανείς για να τα δει
πρέπει πολύ να σκύψει),

αρπακτικά άλλα πολύ,
άλλα βαριεστημένα
κι άλλα μια λύπη να κρατεί-
να κλαίνε τα καημένα…

             Ο   ΣΕΠΤΟΣ

Σ’ έναν πλανήτη άνθρωπος ήρθε ένας.
Με κεφάλι και δυο πόδια.
Με τη διαδικασία της «γέννας»
ήρθε στον κόσμο. Τα εμπόδια

όλα ξεπέρασε, και χρόνια
πολλά έζησε, αργά γερνώντας.
Για τα φυτά ένιωθε συμπόνια.
Τα ζώα χαιρετούσε περπατώντας.

Πλενότανε κάθε πρωί στη βρύση.
Θορυβώδικα έβρεχε πολύ
το πρόσωπό του. Και βιαζόταν να κλείσει
το νερό. Με έγνοια έσκεπε απαλή     

το κάθε τι που είχε μπροστά του.
«Πρέπει» και «βέβαια» ήταν λέξεις
που δεν τις είπε. Κοντά του
μπορούσες ήρεμα να παίξεις.

Πρόσεχε πάντα τα παιδιά του
που όπως εκείνος γεννηθήκαν.
Ευθύς τις ώρες του καμάτου
στεκόταν. Γύρω του απλωθήκαν

μέρες-ήλιου γυρίσματα-κακές
πικρές κι αφώτιστες ημέρες
ημέρες που αβάσταχτες, βαριές
του φέραν και φριχτές φοβέρες.

Μία πετσέτα είχε συνήθως
μπλε ή γαλάζια το πολύ.
Μ’ έξω εβάδιζε το στήθος.
Ήξερε πως δεν ωφελεί

σε τίποτα πολλά να πει
σε τίποτα πολλά να κάνει.
Και πέρασε ως αστραπή,
κι ως πυρκαγιά σ’ ένα ρουμάνι.

Όταν δεν είχε πια δυνάμεις
να περπατεί ή να μιλάει,
«πέθανε». Πια ό,τι να πεις
κοντά μας δεν ξαναγυρνάει.
 

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

 ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ
Απορίες Μήτρου

(Οπου ο Μητρός απορεί
Με υπουργών τις ρήσεις
Κι ο Γιάννος όσο το μπορεί
Του δίνει εξηγήσεις)

-Γιάννο για πες μου, το πολύ πόσες κοιμάσαι ώρες;

-Εφτά ή οχτώ. Περσότερο ούτε μπορώ ούτε θέλω.

-Και μήπως Γιάννο άκουσες πόσο κοιμούνται οι χώρες;

-Τί λες βρε Μήτρο; Σούφυγε τελείως το τσερβέλο!
Κοιμούνται ναι οι υπουργοί, κοιματ’ η αστυνομία
Βαθιοκοιμούνται οι Πρόξενοι, πατρίδα όμως καμία.

-Κι όμως. Το είπε ο υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου.
Συγκεκριμενα είπε πως η Ελλάδα έχει αργήσει
Για δεκαπέντε συναπτά χρονάκια να ξυπνήσει.
Και φταίει λέει το ΠΑΣΟΚ για το καζάντι ετούτο.

-Καλά, δεν είναι υπουργός είπες αυτός ο Γιάννος;

-Ναι. Είναι ένα του ΠΑΣΟΚ κι αυτός πράσινο φρούτο.
Και μάλιστα βαρύτατες λέει πως φέρει ευθύνες
Για την πολύχρονη αυτή της χώρας υπνηλία.
Τουλάχιστο να ύπνωττε για δεκεπέντε μήνες…
Μα χρόνια; Να προβλέπεται αυτό απ’ τα βιβλία;

-Δεν ξέρω. Μα δεν ειν’ αυτός ο μοναχός ο βλάξ.
Είναι κι Πάγκαλος. Κι αυτός είπε παρόμοιο κάτι.
Τί λέω-κάτι πιο βαρύ. Είπε στο πυξ και λαξ
Πως όχι μόνο κοίμησε τη χώρα στο κρεβάτι
Αλλά πως την κατάστρεψε το κόμμα του το ίδιο.
Ειλικρινείς που έχουμε αλήθεια υπουργούς!

-Δε σκέφτεται ίδια Γιάννο μου και ο δικός μου ο νους.
Κουτόν καθένα τους εγώ λέω και βλάκα αΐδιο.

-Μήπως κουτοί δεν ειν’ αυτοί, και, Μήτρο είσαι συ;
Αλλαξαν πλέον οι καιροί. Αλλάξανε τα ήθη.
Η εποχή επέρασε εκείνη η χρυσή.
Του χτες η πίστη σήμερα περνάει για παραμύθι.
Της μόδας είναι σήμερα να λέγεται η αλήθεια
Και τάλλα είναι νερόβραστα κι ανούσια κολοκύθια.
Παπαντωνίου και Πάγκαλος δεν είναι βλάκες διόλου.
Μάλιστα κάλτσες θάλεγα πως είναι του διαόλου.

-Κα βρίζουν το ίδιο το ΠΑΣΟΚ που οι ίδιοι τούναι μέλη;

-Ναι. Κι έτσι όσοι τους ακούν θα λεν: «τι τίμιοι πούναι
Αφού το κόμμα το ίδιο τους να βρίζουνε τολμούνε!
Αλλά και θάρρος τι πολύ που αυτή η πράξη θέλει!»
Κι όλα καλά και άγια δουλεύουν στην πατρίδα,
Κι οι άθλιοι κερδίζουνε σε κάθε μια παρτίδα
Που παίζουνε με το λαό-που παίζουνε καλλίτερα
Πάνω στην πλάτη του λαού. Και παραδειγματίζονται
Και θάρρος παίρνουν απ’αυτά και ασελγούν δριμύτερα
Οσοι στην ίδια αργότερα πλάτη πειραματίζονται.

-Ετσι λοιπόν; Δεν τόξερα πως είναι εξυπνάδα
Να βλάπτουνε οι Ελληνες τη δόλια την Ελλάδα.

-Ξύπνα ρε Μήτρο. Κι αν εσύ αρνείσαι να ξυπνήσεις
Τις όποιες σου σε μένανε κάνε τις ερωτήσεις
Και παραχρήμα κι αυθωρεί θα σου απαντάω φίνα
Και κάθε μια πολιτική θα σου χορταίνω πείνα.

-Και δε φοβούνται μη ο λαός τα αίσχη τους σα μάθει
Για όλα όσα ομολογούν θα τους κολάσει πάθη;

-Ωραία η ερώτηση πούχεις βρε Μήτρο κάνει.
Ομως ο έρμος ο λαός έχει μαλλί να ξάνει.
Καιρό δεν έχει τις πολλές βρωμιές τους να γνωρίζει.
Ετσι όταν βλέπει ο ένας τους τον άλλονε να βρίζει
"Το σύστημα είδες;" σκέφτεται."Δούλευει μια χαρά-
Αν θα λαθέψει ο ένας τους ο άλλος τον κολάζει".
Και ο κακότυχος μ’ αυτά ο λαός μας ησυχάζει
Κι αφήνει ανεξέλεγκτο τον κάθε μασκαρά.

-Καλά και όταν το ΠΑΣΟΚ κατάστρεφε τον τόπο
Ή την Ελλάδα αφιόνιζε, πού ήτανε κι οι δυό;
Γιατί τότε δε λάβαιναν σαν τώρα λίγον κόπο
Να πουν ότι το κόμμα τους τάκανε ρημαδιό;
Ή τότε δεν τα βλέπανε και τάδαν μόνο τώρα;
Γιατί δεν παραιτήθηκαν τότε απ’ το ΠΑΣΟΚ
Που φανερά κατάστρεφε το τραίνο του τη χώρα
Παρά τροφοδοτούσανε τη μηχανή του κωκ;
Μήπως για να μπορέσουνε ναρθούν εκ των υστέρων
Και να μας πουν πως τάβλεπαν μα δε μιλούσαν τότες
Γιατί δυνάμεων ήτανε δέσμιοι υπερτέρων;
Ετσι δε λένε των λαών οι όπου γης προδότες;
Ή μήπως το διορθώσανε το κόμμα τελικά
Και όλα τώρα μέσα του γίνονται αγγελικά;
Και ποιος μας λέει πως αύριο δε θάρθει κάποιος άλλος
Παπαντωνίου η Πάγκαλος για να μας πει τα ίδια-
Οτι οι δύο τάχα αυτοί ήταν μπελάς μεγάλος
Κι ότι σα φύγανε άφησαν μόνον αποκαΐδια;

-Φαίνεται δεν κατάλαβες ακόμα πώς συμβαίνει
Και λάδι κάθε υπουργός και βουλευτής μας βγαίνει.
Θα σου το πω λοιπόν αλλιώς. Να! όλοι πανοικεί
Κάνουνε λέει στο ΠΑΣΟΚ τώρα αυτοκριτική.
Κλέβει ας πούμε κάποιος τους δυο δισεκατομμύρια;
Ανοίγει όλες τις πόρτες του κι όλα τα παραθύρια
Και "είμαι κλέφτης!" αρχινά συνέχεια να φωνάζει.
Αυτό ήτανε. Κάθε Ελληνας με τούτο ησυχάζει,
Τό κλέψιμο τότε η γη σαν κάτουρο το πίνει
Και είναι Μήτρο φουκαρά σα να μην είχε γίνει.
Το ίδιο κι όταν κάποιος τους θα βλάψει την Παιδεία.
Ή αν κανένα εθνικό θέμα μας θα πουλήσει.
Ευθύς την κάθε τέτοια του καθένας προδοσία
Τη σβήνει όταν σαν κόκορας θα τηνε διαλαλήσει.

-Κι ακόμα ο χρυσόστομος είπε ο Πάγκαλός μας
Πως τάχα η κυβέρνηση αυτή, η τωρινή
Τόσο πολύ εντατικά φροντίζει για καλό μας
Που αλλαγή καμμιά σ’ αυτήν δεν πρέπει να γενεί,
Παρά να την αφήσουμε ατάραχη να ζήσει
Και την τετραετία της άνετα να εξαντλήσει.
Αχ και να τους εστριμωχνα τους δυο σε μία κώχη
θα τρώγαν από μένανε ξύλο κι οι δυο γερό.
Τί λες για τούτο Γιάννο μου; Καλά τα λέω ή όχι;

-Μήτρο μου ξύλο χρειάζονταν τον παλαιό καιρό.
Μα πάψανε να βάφονται τ’ αυγά με μυγοχέσματα.
Αλλου είδους βία σήμερα φέρνει απότελεσματα.
Κι έρχεται-φτάνει ο καιρός που δε θα κοροΐδεύουνε
Τότε οι κυβερνήτες μας, μα μόνο θα δουλεύουνε.

(Κι ενώ η Δύση άρχιζε τους ουρανούς ν’ ανάβει
Αποχαιρετιστήκανε οι δυο με μια φωνή.
Κι ο Μητρός εσυμφώνησε χωρίς να καταλάβει,
Κι ο Γιάννος εκατάλαβε χωρίς να συμφωνεί)

ΤΑ ΣΥΓΝΕΦΑΚΙΑ

Τα σύγνεφα παιδάκια κουρασμένα.
Ο κάμπος φιλικό ένα πανδοχείο .
Η νύχτα φτάνει. Ελάτε αγαπημένα.
Πολύ εκεί ψηλά θα κάνει κρύο.

Δέστε ζωάκια εδώ σιγουρεμένα,
που ξέγνοιαστα βοσκάνε δύο δύο.
Δέστε δεντράκια, λόφους, δέστε εμένα,
δέστε εν΄ απόβραδο εδώ κάτω θείο.

Ελάτε όμορφά μας συγνεφάκια.
Ελάτε ως ομίχλη ή σα βροχούλα
Ελάτε αγαπητά μας αδερφάκια.
Για όλα μας η γη γλυκιά μανούλα
και μακριά από κείνηνε αν είστε
θα λιώστε-θα μαράνετε-θα σβήστε.
 

ΠΕΣΜΕΝΟΣ

Πεσμένος στη καρέκλα του μ' ένα βιβλίο στο χέρι
μονολογούσε ο ποιητής των εικοσπέντε χρόνων:
"Άχου κι αυτή η ποίηση προβλήματα που δίνει!
Τώρα που καταπιάστηκα με τούτα, βλέπω ότι
θέλουν και τούτα κοίταγμα και κόπο και φροντίδα.
Όταν στους άλλους λέω πως η ποίηση μ' αρέσει
κι ότι αυτή με απασχολεί, πρέπει να δείχνω κιόλας
προόδους. αφού πρόοδο διόλου αλλού δεν δείχνω.
Πρέπει τα ρεύματα να δω της ποίησης ποια είναι
και δύο λόγια να μπορώ να πω για κάθε ποίημα
μεγάλο-τι αισθήματα, εικόνες, νόημα κρύβει,
ποιου είδους έχει τεχνική, ποιος το 'γραψε και πότε.
Να! Τώρα αναποφάσιστος μπροστά σ' αυτό τον τόμο
στέκω: μπορώ ολότελα να τον απαρατήσω
ή πρέπει έστω πεταχτά να τόνε ξεφυλλίσω;
Βαριέμαι την ανάγνωση' μα πάλι πού το ξέρεις
μπορεί κανένας έξυπνος-κουτός μα την αλήθεια-
να με ρωτήσει: εδιάβασες Auden; θα πρέπει τότε
και ν' απαντήσω θετικά και να εκφέρω γνώμη
γι αυτό τον κύριο ποιητή. Λοιπόν θα πρέπει ένα
δυο το πολύ ποιήματα να δω απ' αυτό τον τόμο."
Είπε, εδιάβασε μετά τρεις τέσσερες σελίδες
κι ύστερα το βιβλίο του έκλεισε κι εκοιμήθη.
 

ΠΟΙΟΣ;

Ποιος για τις άφωτες νυχτιές του Ποιητή έχει γνώση;
 Ποιος για την αγωνία Του να γράψει ό,τι ποθεί,
κι από του Χρόνου το Φευγιό και την Ορμή την τόση
κάποιος απ ' όσους έγραψε στίχους Του να σωθεί;

Φίλοι μου, πίσω απ' το φιλί, βρίσκεται κάποιο στόμα
πίσω από την αγιότητα υπάρχει ο ασκητής
κι αν εύκολα δε φαίνεται, αλλά και τότε ακόμα,
μέσα σε κάθε Ποίημα, ιδού: ο Ποιητής!
 

ΝΤΑΛΛΑΣ

Το καθηκον μου το έκανα
μες στα γαλανά σου μάτια κοιτάζοντας
τις νερένιες ανταύγειες των κοριτσιών
που παίζαν με του στήθους τους τις ρόγες
ανυποψίαστες-πώς θα μπορούσε κάποιος να τις βλέπει;

Και το μάτι γύρισε μέσα
και το σκοτάδι σου ρόδισε αυγή σα να 'ταν.
Σε σήκωρα κιόλας στα χέρια μου
και με την πανοπλία σου ντύθηκα.
 
Το καθήκον μου το έκανα.

Νύχτα πια έγινε.
Το ρούχο σου πάλιωσε
και θα φανεί
αν δε βιαστείς
η γύμνια σου.

Το καθήκον μου το έκανα.
Στον καθρέφτη σου μέσα δες
και θα με δεις. 

ΣΤΟΥΣ ΝΕΑΡΟΥΣ ΑΓΙΟ-ΚΑΤΕΡΙΝΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ
2003
(Πρόσκληση των αγιο-κατερινιωτών στο ποιητικό καφενείο)

Οι άνθρωποι στις πόλεις της Ευρώπης
και της Αμερικής, στις γειτονιές τους  
έχουν κι από 'να μέρος που πηγαίνουν
να βρουν τις ποιητικές τις συντροφιές τους.

Εκεί, κάτι διαβάζουν ή ακούνε,
μιλούν για ποίηση, κάνουν αστεία.
Αυτό, είτε καλοκαίρι με τις ζέστες,
είτε χειμώνα όσα κι αν έχει κρύα.
 
Μόνο η Αθήνα τίποτα δεν κάνει
και φυσικά ούτε η άλλη Ελλάδα.
Κι όταν οι ξένοι ποίηση απαγγέλουν,
"’μεις", λέμε σα χαζοί,"έχουμε λιακάδα..."

Και κείνοι καλλιεργούν τα πνεύματά τους
Σαν που είναι άνθρωποι πολιτισμένοι,
ενώ 'μείς αραχτοί στα καφφενεία
«τι όντα παράξενα!», λέμε, «οι ξένοι!..»

Τόσο κουτοί δεν είναι οι ξένοι, φίλοι.
Ξέρουνε την αξία των γραμμάτων.
Και στον αφρό εκείνοι περπατούνε
ενώ εμείς βρισκόμαστε στον πάτο.   

Λοιπόν όσο μπορούμε ας προσπαθούμε
λίγο να γίνουμε "γραμματισμένοι”
-Κι αφού εγώ λίγο από ποίηση ξέρω
εκεί και το μυαλό μου μόνο μένει.

Ας γίνει η Τρίπολη η πόλη η πρώτη
που τέτιες συγκεντρώσεις θ' αρχινίσει.
Και θα το δείτε πως η Ελλάδα όλη
την Τρίπολη ευθύς θ' ακολουθήσει.

Γιατί οπωσδήποτε η ώρα θα 'ρθει
που η Αθήνα, πίσω να μη μείνει,
αφού, αλλού ό,τι γίνεται από χρόνια,
τ’ ακολουθάει κάποτε κι εκείνη.

Λοιπόν την πόλη σας φίλοι βοηθήστε.
Σ' ένα καλό ακόμα ας γίνει πρώτη.
Το πνεύμα σας με κάτι εξασκείστε
για να 'χει νόημα η χρυσή σας νιότη.
 
Κάθε Παρασκευή εφτά το βράδυ
εδώ, σ' αυτό το καφφενείο τ' ωραίο:
δώστε ένα μάθημα στην άλλη Ελλάδα,
στην Άγια Αικατερίνη κάτι νέο!
 

ΟΙ ΧΑΡΑΜΑΔΕΣ

Οι αισθήσεις μας χαραμάδες είναι.
Και ξέρουμε μόνο-τόσο μας αφήνουγε να δούμε-
ότι έξω υπάρχει φως.
Τι δείχνει όμως;
Γιατί να βγούμε στον έξω αέρα δε μας δίνεται.

Αν πάλι
δεν είμαστε ούτε ένα σκαλοπάτι της Μεγάλης Σκάλας
τότε οι χαραμάδες ας κλειστούν
που το σκοτάδι αβάσταχτο κάνουν. Είναι φρικτό,
με βαριές αλυσίδες φορτωμένοι
αλαφρότητα να περιμένουμε και ν' αποζητούμε.
 

ΣΤΙΣ ΞΈΝΙΑ ΚΑΙ ΧΟΥΛΙΑ
(για να θυμούνται τη βραδιά της εικοσιεφτά του Απρίλη 2009, που ένας στιχοπλόκος τις είδε καθισμένες σε ένα παγκάκι κάποιου δρόμου της πόλης)

Αχ! βρε Ξένια κι αχ! βρε Χούλια!
Πόσο είσαστε μικρούλια-
πέντε αν φορές μικρύνω
τότε ίσος σας θα γίνω!..

Αχ! βρε Χούλια! κι αχ! βρε Ξένια!
Τι μαλλάκια μεταξένια!
Τι μουτράκια εξυπνούλια!
Αχ! βρε Ξένια! κι αχ! βρε Χούλια!..

Στ' Ανοιξιάτικο το βράδυ
λαμπρομάτικα αστεράκια!
Μες στου Ζέφυρου το χάδι
δυο δροσά κι αγνά φιλάκια!

Δίνουν γέλιο, δίνουν χάρη,
πεθυμιές ξυπνούν κι ελπίδες
δίνουν άστρα και φεγγάρι
και χρυσές σκορπούν αχτίδες!

Κι αν ειπείς για το σχολείο,
ποιος απόψε το θυμάται;
Μες στο βράδυ αυτό το θείο
η φτιαχτή Γνώση κοιμάται.

Τώρα η Άνοιξη δασκάλα  
Και σχολειό είναι η φύση!
Κι η Χαρά κρασιού μια στάλα
στης Αγάπης το μεθύσι!

Αχ! Βρε Ξένια! κι αχ! βρε Χούλια!
Κι αν ο Αυγερινός κι η Πούλια
σας κοιτούν και δεν προβαίνουν
κι απ' τη ζήλεια τους πεθαίνουν,

η απορία όμως για ταίρι
στο μυαλό πάντα θα μείνει:
η Άνοιξη σας είχε φέρει,
ή εσείς φέρατε Εκείνη;
 

 Η  ΜΕΡΑ  ΠΡΙΝ  ΕΡΘΕΙ

Η μέρα πριν έρθει
ανοίγει μια χαραμάδα της στο φως.
Σα δει πως ζω ξεκινάει.

Γαντζωμένη απ’ τις αχτίδες του πρώτου ήλιου
ξετυλίγεται φωτεινό χράμι
πάνω σε θάλασσες και όρη
(το σκότος από κάτω της ασφυκτιά).

Με τις τσέπες της γεμάτες διλήμματα
και λαθεμένες αποφάσεις
υπομονετικά περιμένει ώσπου
ο τελευταίος άνθρωπος επί της γης να φάει μια φορά
και μια φορά τουλάχιστο ν’ αποπατήσει.
Κατόπι δικιωμένη αποχωρεί.
 

 ΤΟ ΘΑΜΑ

Το σκιάχτρο δέντρο εστέκονταν
γκριζόμαυρο για μήνες
τ' απάνθρωπά του απλώνοντας
ανάνθιστα κλαδιά.

Θωρώντας το αντίκριζες
λειψανοφόρες κλίνες
και Δεσποτείες του Άφωτου
κι Ανάλγητου καρδιά.

Σκελετωμένων μαγισσών
χέρια φριχτά γεμάτο.
Τα μάτια του Άργου τρομερού.
Τα στόματά του, οχιάς.

Κάθε κορφή του δάχτυλο
θεριού πικρονυχάτο.
Κάθε του κύκλος χάραγμα
θανατερής τροχιάς.

Και θερμοπαρακάλεσα:
«Χάρισ’ του Θε μου άνθη!
Γιατί αν ξερό πάλι το δω
στου Άδη πάω τα βάθη.»

Κι αμέσως: θάμα! Τ' άχαρα
γίνανε φως και χάρη.
Κι είχα μεγάλο άδικο
δαιμόνους να θαρρώ

τους κλάδους που ένα ευφρόσυνο
κρύβανε δώρων σμάρι
και που μιας τέτοιας εμορφιάς
θα σέρναν το χορό.

Κι ενώ στο φως ολόχρυσα
ξανοίγουν μάγια πλήθια
και μύρια μύρα στα χλωρά
κλαδάκια ευωδάν,

τα πλανταμένα από χαρά
πουλιών και δέντρου στήθια
μελωδικά κι ολόγλυκα
κι άσκεφτα τραγουδάν.

ΣΠΑΩ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ!

Σπάω την παράδοση ουρανέ.
Δε θα πεθάνω ζητιανεύοντας βοήθεια
όταν γέρος
θ’ αδυνατώ τα πόδια μου να σύρω.
Δε θα πεθάνω ζητιανεύοντας παρέα
όταν παρέα μου τη μονάξα θα ’χω.

Σπάω την παράδοση ουρανέ!
Θα σβήσω αβοήθητος και μόνος
και μ’ ένα χαμογέλιο χαιρετώντας
τη φύση την πλατιά και τη χαιρέκακη.

Σπάω την παράδοση ουρανέ!

Θα σβήσω δίχως την ψευτιά να μ’ αγκαλιάζει
των απεχθών των συγγενών
που αδιάφορα θα με κοιτούσαν
μια ηλίθια προσπαθώντας λύπης έκφραση
στα πρόσωπά τους να χαράξουν τα ψυχρά.
Θα φύγω δίχως των γιατρών
τους ψίθυρους ν’ ακούω δίπλα μου
σαν κιόλας να ’μουνα νεκρός
λες και δε νιώθω τι -για ποιον μιλάνε.

Εδώ είμαι!
Κάτι κι αν ερθεί
φορώντας μάσκα πόνου
και κάτω από τη μάσκα του πόνο και πάλι θα ’χει
εδώ είμαι! και θα το δεχτώ
της πάλης μου συντρόφι.

Εδώ είμαι!
Κάτι αν ερθεί
απλώνοντας το χέρι
όχι να πάρει αντίτιμο γι αυτό που θα μου φέρει
μα για να δείξει πως ποθεί να μου δοθεί ακέριο
και να χαθεί όλο έτοιμο μ’ ό,τι μαζί μου πάει-
σα δω πως δίπλα μου το κέρδος όχι πάρα
το χάσιμο, το δόσιμο,
το πάθος, η λαχτάρα του το σπρώχνει…
εδώ είμαι!- και θα το δεχτώ του μόχθου μου σημαία.

Μα ότι άλλο θε να ’ρθει
από το τέλος μου μια αρχή
γυρεύοντας να ζήσει
ΟΧΙ!

Σπάω την παράδοση ουρανέ!
Θα πεθάνω
κατάματα κοιτάζοντάς σε.
 

                  ΕΜΠΡΟΣ!

Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα να ονοματίσει.

Ο άνθρωπος κοιτούσε με τα μάτια
κι όχι με γίγαντες φακούς τ’ αστέρια.
Ο άνθρωπος δε ζούσε σε παλάτια
και δεν του  μοσκομύριζαν τα χέρια.

Με το υνί ο άνθρωπος το χώμα
το σκάλιζε και τάιζε το κορμί του.
Αλήθειες μόνο του έλεγε το στόμα
κι ήταν το πρόσωπό του το σπαθί του.

Τα πόδια του είχε για να τον πηγαίνουν.
Τα χέρια του τ’ αμπέλια ετρυγούσαν.
Είίχε τα ρόδα για να τον ευφραίνουν.
Κι οι μυρωδιές του δάσους τον μεθούσαν.

Σαν αγαπούσε άστραφταν τα σκότη.
Σαν έκλαιγε η Πλάση εσκοτιζόνταν.
Και ήταν η γυναίκα σκέψη πρώτη
και άμετρη η χαρά του όταν ερχόνταν.

Κι όταν το φως του ένιωθε να σβήνει
κι όταν την ύστατη άφηνε πνοή
ήξερε πως θα έβρει τη γαλήνη
που ήρθε και του τάραξε η ζωή.

Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα μια ας ονοματίσει.
 

ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΡΩΡΕΡΚΑΡ

Το φως από τα μάτια σας πηγάζει.
Τα ’χετε ανοιχτά; Το παν υπάρχει!
Τα κλεί ’τε; Το σκοτάδι όλα θάφτει
και τίποτε στην Πλάση δε γιορτάζει.

Κι εγώ, μικρή κουκκίδα τ’ ουρανού σας
μι’ αχτίδα σας  πασκίζω να κερδίσω
μόνο για να μπορώ να συνεχίσω
να φέγγω στο κερί του θαυμασμού σας.

Κι αν δεν ταιριάει σε σας ν’ ασχοληθείτε  
με το ελάχιστό μου σημαδάκι
όμως σκληρή πολύ μη μου φανείτε-
κάντε μικρούλι και για μένα κάτι:
αν δε με κλείσετε σε μιά ματιά σας
ιδέτε με, κυρία, στα όνειρά σας.
 

ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΞΑΔΕΡΦΟΥ ΜOΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
(ενταγμένου στο κόμμα κουμουνιστή.
Πέθανε πενήντα πέντε χρονών.)

Πενηνταπέντε χρόνια πριν, πέθανες ξάδερφε.
Κι ήρθες στον Άδη-εδώ-πουλί πετάμενο.
Κι έβλεπες κάτω φίδια και σκουλήκια και σαλίγκαρους-
κι αχ! να γινόντανε κι αυτά πουλιά καλά που θα ’ταν…

Μα δύναμη κι ας θα ’φερνε σε σένα ο θάνατός τους
ουτ’ έναν τους δεν έστερξες να θανατώσεις:
πέταξες μόνο μ’ όση δύναμη σου έδωσε
η πρώτη εκείνη πνοή που σ’ είχε στείλει εδώ.

Κι από το ύψος σου εκεί πάνω εζωγράφιζες
τα σάλια, τα σουρσίματα και τα φαρμάκια τους
και τους τα έδειχνες, μήπως ντραπούν κι αλλάξουν.

Κανείς δεν ένιωσε .Κανείς δεν ’ντράπη.
Κι έτσι ώσπου ήρθε η ώρα ξάδερφε να ζήσεις πάλι.
Κι έφυγες. Και μας άφησες μαζί τους.
 

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021


ΣΠΑΡΤΗ, ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΕΤΟΣ 1956


Σπάρτη. Ιούλιος. Μεσημερι. Έξω ο ήλιος πυρπολεί.
Τη λαφριά της έχει βάλει η πολιτεία περιβολή
και πουλάει το κορμί της στον Ευρώτα για δροσιά.
Έξω καίει, φουντώνει, λιώνει, αναλιέται η δημοσιά.

Το σπίτι όλο ησυχάζει.. Θα κοιμάται ο παππούς.
Η γιαγιά θα ψιθυρίζει μονολόγους μυστικούς.  
Θα πυρώνουνε στον κήπο τα σπυριά κάθε ροδιού
κι ο χυμός θα βράζει τώρα του μελάτου καϊσιού.

Το δωμάτιό μου όμως καταφύγιο δροσερό
κι όσοι ζήσανε στη Σπάρτη μια φορά κι έναν καιρό
είναι τώρα εδώ μαζί μου κι ο καθένας αρχινά
τη δική του ιστορία να μου λέει σιγανά.

Και μαθαίνω απ' την Ελένη ότι πόθος εκείνης
η ιδέα μιας περιπέτειας ήτανε θαλασσινής.
Και μου λέει ο Λεωνίδας πως στους δρόμους τριγυρνά
και τους νόμους καταριέται που τον στείλαν στα Στενά.

Ένα όχημα περνάει και στριγγλίζουν οι τροχοί.  
Η στριγγλιά τους σαν σειρήνα στο δωμάτιο αντηχεί.
Μια στιγμή της ησυχίας χαλαρώνεται η πυγμή.
Ένας σφάλαγγας τρυπώνει μες στου τοίχου μια ρωγμή.  

Στο τραπέζι πάνω στήσαν οι θεοί ένα ναόν
και σχεδιάζουν νίκη Τρωών και χαμό των Αχαιών.
Αλλά γνώμη ίσως αλλάξουν μέχρι αύριο το πρωί.  
Φέρτε νέκταρ, αμβροσία… α! τι Τρώες τι Αχαιοί…
 

     ΣΥΖΗΤΗΣΗ ME TON ΥΦΥΠΟΥΡΓΟ ΤΑΤΟΥΛΗ
     2004

ΕΓΩ (Ε)
Κύριε υφυπουργέ Γιώργης Χολιαστός. Έρχομαι σε σας και σαν πολίτης της Τρίπολης και σαν εκδότης και ο μόνος δημοσιογράφος του περιοδικού "Λόγια του Πεζόδρομου" της Τρίπολης.
ΚΥΡΙΟΣ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ (ΚΥ)
 Κύριε... κύριε...
Ε ...Χολιαστός.
ΚΥ
Κύριε Χολιαστέ χαίρομαι που σας γνωρίζω και προσωπικά. To περιοδικό σας το παρακολουθώ αττό καιρό. Κοσμεί την Τρίπολη, πόλη από την οποία κατάγομαι και με τις ψήφους των κατοίκων της οποίας έγινα υφυπουργός.
Ε
Κύριε υφυπουργέ εκπλήττομαι-το πρώτο τεύχος μόλις προχτές εκυκλοφόρησε. Πώς...
ΚΥ
Κύριε Χολιαστέ-κύριε Χολιαστέ, ένας υπουργός ξέρει πράγματα που δεν ξέρουν άλλοι. Μπορεί να βγάλατε το πρώτο τεύχος προχτές, όμως πόσον καιρό είχατε σrro μυαλό σας να το βγάλετε;
Ε
Δε λέω...
ΚΥ
Μα να μη σας φέρνω σε δύσκολη θέση-προχωρήστε παρακαλώ-έχετε κάποιο αίτημα, κάποιους επαίνους για μένα;

E
Κύριε υφυπουργέ...
ΚΥ
...Κοιτάξτε, ας μη μείνουμε μεταξύ μας στο "κύριε υφυπουργέ"...
Ε
Αφού το θέλετε…ήτανε και για μένα μια έγνοια όταν ερχόμουνα να σας συναντήσω. Λοιπόν κύριε Τατούλη ...
ΚΥ
Συγνώμη, δεν καταλάβατε καλά. Δεν εννοούσα το "κύριε  Τατούλη" όταν σας ενθάρρυνα να αλλάξετε την προσφώνησή σας. Ξέρετε, τους υφυπουργούς συνηθίζεται να τους αποκαλούν "κύριους υπουργούς"...όπως ας πούμε τους υποστρατήγους τους αποκαλούν στρατηγούς, τους διάκους παπάδες...
Ε
Ω! Με συγχωρείτε! Ομολογώ δεν πήγε εκεί το μυαλό
μου...
ΚΥ
Δεν πειράζει αγαπητέ μου κύριε...κύριε...
Ε
Χολιαστός.
ΚΥ
Δεν πειράζει αγαπητέ μου κύριε Χολιαστέ. Παρακαλώ συνεχίστε.
Ε
Ξέρετε κύριε υπουργέ, πρόκειται για τη βιβλιοθήκη της Τρίπολης...είναι κλειστή.
ΚΥ
Μάλιστα. Λοιπόν;..
Ε
Κύριε υπουργέ η βιβλιοθήκη της Τρίπολης είναι κλειστή.
ΚΥ
Μάλιστα. To άκουσα αυτό.
Ε
Αυτό είναι και το θέμα κύριε υπουργέ. Η βιβλιοθήκη της Τρίπολης είναι κλειστή και τα τριπολιτσωτόπουλα δεν έχουν τη δυνατότητα να πάνε να διαβάσουν ή να δανειστούν ένα βιβλίο. Δεν είναι τρομερό;
ΚΥ
Ω! Ω! Μα και βέβαια είναι τρομερό! ..Τι μου λέτε...δηλαδή όχι ανοιχτή-κλειστή-όχι ανοιχτή-τώρα κατάλαβα.
Ε
Μάλιστα κύριε υπουργέ. Και γι αυτό ήρθα σε σας αφού πρώτα απευθύνθηκα στον κύριο δήμαρχο, στον κύριο νομάρχη και στη συνέχεια στο υπουργείο παιδείας χωρίς αποτέλεσμα.
ΚΥ
Είναι φοβερό! Περάσατε από όλους αυτούς χωρίς αποτέλεσμα;..
Ε
Δυστυχώς κύριε υπουργέ.
ΚΥ
Και τί τους ζητούσατε;
Ε
Μα...να ανοίξει η βιβλιοθήκη! Τίποτα όμως. Σκέφτηκα τότε ποιος είναι τριπολιτσώτης από τους υπουργούς μας και μπορεί να συνεννοείται απευθείας με άλλους υπουργούς; Ο κύριος Τατούλης! Και μάλιστα είναι υπουργός πολιτισμού! Τι πιο ταιριαστό από μία επίσκεψη στο γραφείο του...και να 'μαι.
KY
Μα πολύ καλά κάνατε αγαπητέ μου κύριε.,.κύριε...
Ε
Χολιαστός.
ΚΥ
...κύριε χολιαστέ. Κάνατε πολύ καλά. Χολιαστός ...Χολιαστός ...Χολιαστός... Χολιαστός... το λέω για να το θυμάμαι.
Μιλαμε βέβαια για το ίδιο κτίριο φαντάζομαι...γιατί καμιά
φορά γίνονται παρεξηγήσεις κύριε... κύριε...
Ε
Χολιαστός.
ΚΥ
Γιατί καμια φορά γίνονται παρεξηγήσεις κύριε Χολιαστέ.
Ε
Για τη βιβλιοθήκη μιλάμε κύριε υπουργέ. Τη δημόσια
βιβλιοθήκη της Τρίπολης.
ΚΥ
Μάλιστα. Τώρα συνεννοούμεθα. Μιλάμε για τη δημόσια
βιβλιοθήκη.
Ε
Μάλιστα κύριε υπουργέ-δεν υπάρχει και άλλη δημόσια βιβλιοθήκη εξάλλου,
ΚΥ
Μα βέβαια. Μιλάμε για το κτίριο εκείνο...
Ε
Μάλιστα.
ΚΥ
Μάλιστα. Αυτό της οδού…μου διαφεύγει...
Ε
Ναυπλίου. Της οδού Ναυπλίου.
KY
Βεβαίως ξέρω. Κατεβαίνοντας δεξιά. To ξέρω πολύ καλά.
Ε
Κατεβαίνοντας αριστερά. Στο Ματζούνειο.
ΚΥ
Μα βέβαια. Φυσικά. Αριστερά. Στο Ματζούνειο. Ώστε είναι κλειστή…
Ε
Αυτό ήρθα να σας πω κύριε Υπουργέ. Και να σας παρακαλέσω...
ΚΥ
Καθήκον μου κύριε ...,κύριε...
Ε
Χολιαστός.
ΚΥ
Καθήκον μου κύριε Χολιαστέ. Η βιβλιοθήκη θα ανοίξει αμέσως. Μα καλά ποιος την έκλεισε;
Ε
Να σας πω, τουλάχιστον οχτώ χρόνια είναι κλειστή. Μάλιστα με όλο το θάρρος θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς τόσον καιρό που ήσασταν βουλευτής δεν είχατε κινητοποιηθεί για να ανοίξει.
ΚΥ
Ω! Αν ξέρατε πόσο με είχε απασχολήσει το θέμα! Μα οι άλλοι ούτε που ενδιαφέρονταν καθόλου. Δεν εννοούσαν να με ακούσουν καν.
Ε
Καταλαβαίνω. Μα μια πόλη, πρωτεύουσα νομού χωρίς έστω μια βιβλιοθήκη, πώς το επέτρεπαν; Τι σας απαντούσαν;
ΚΥ
Μου έλεγαν πως δεν υπάρχουν λεφτά. Και ξέρετε, δεν είχαν και τόσο άδικο...
E
To ίδιο μου είπαν και μένα από το υπουργείο παιδείας προ εβδομάδος. Πως περιμένουν έγκριση από το υπουργείο Προεδρίας για να μπορέσουν να προσλάβουν τον υπάλληλο που χρειάζεται η βιβλιοθήκη.
ΚΥ
Βλέπετε;
Ε
Μα εσείς θα λύσετε το πρόβλημα-έτσι δεν είναι κύριε
υπουργέ;
ΚΥ
Μα και βέβαια κύριε Χολέβα...
Ε
Χολιαστός.
ΚΥ
Με συγχωρείτε-κύριε Χολιαστέ. Και βέβαια θα το λύσω. Θα αρχίσω από αύριο κιόλας.
Ε
To ήξερα ότι θα κατανοούσατε το πρόβλημα. Πως θα συμφωνήσετε μαζί μου πως δεν μπορούν να μένουν αμόρφωτοι οι κάτοικοι της Τρίπολης. Όμως είπατε "θα αρχίσω"΄αυτό σημαίνει ότι θα πάρει καιρό να  επαναλειτουργήσει η βιβλιοθήκη;
ΚΥ
Κοιτάξτε-το βέβαιο είναι ότι αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της καταστάσεως και θα ενεργήσω δραστήρια. Όμως το κράτος δεν είναι κάτι που καθένας μπορεί να επεμβαίνει όποτε, όπου και όπως θέλει... υπάρχουν νόμοι...
Ε
Εκείνο που έχει σημασία για την υπόθεση είναι πως πήρατε το ζήτημα σοβαρά.
ΚΥ
Μα και βέβαια. Να μείνετε ήσυχος. Βέβαια θα συναντήσω δυσκολίες αλλά ποιος λογαριάζει τις δυσκολίες όταν πρόκειται για την Τρίπολη και για ένα τόσο σημαντικό θέμα...
Ε
Χαίρομαι που το θεωρείτε έτσι-όντως είναι σημαντικό.
ΚΥ
Αρκεί να βρεθούν τα χρήματα...
Ε
Μπορεί και να μη βρεθούν;
ΚΥ
Κοιτάξτε, μιλάμε νια ένα ολόκληρο μισθό ενός υπαλλήλου, θέλει προσπάθεια το θέμα. Και κυρίως υπομονή αγαπητέ μου κύριε...αγαπητέ μου κύριε. Και ξέρετε ότι βρήκαμε χάος καί ότι παραλάβαμε καμένη γη.
Ε
Μα δισεκατομμύρια ευρώ χαλιούνται για τους ολυμπιακούς αγώνες, για το περιβάλλον, για τη διασωση κινδυνευόντων ειδών ζώων, για παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών και εκατομμύρια ευρώ έχουν κλέψει οι προηγούμενοι. Δε θα βρεθεί ο μισθός ενός υπαλλήλου;
ΚΥ
To είπατε και μόνος σας, Τόσα λεφτά ξοδεύονται για τόσα άλλα, πώς να μείνουν νια έναν υπάλληλο της βιβλιοθήκης της Τρίπολης; Όσο για όσα εκλάπησαν, αυτά ας τα ξεγράψουμε-φαγώθηκαν-τι μπορούμε να κάνουμε;
Ε
Μη μου πείτε και σεις πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.
ΚΥ
Εγώ να πω τέτοιο πράγμα; Δε θα ήμουν πολιτικός αν έλεγα κάτι τέτοιο.
Ε
Μη μου πείτε πως πρέπει να τρέξουμε στην Ευρώπη για να εξασφαλίσουμε το άνοιγμα μιας βιβλιοθήκης.
ΚΥ
Δε θα ήτανε κακή ιδέα. To τέταρτο πλαίσιο στήριξης δεν θα αργήσει.
Ε
Σοβαρά μιλάτε κύριε υπουργέ; θα περιμένουμε από την Ευρώπη να μας ανοίξει μια βιβλιοθήκη;
ΚΥ
Γιατί όχι; Μην τους υποτιμάτε.
Ε
Όχι... δεν τους υποτιμώ...αλλά...
ΚΥ
Μα μόλις τώρα αυτό κάνατε αγαπητέ μου κύριε. Ή μήπως θέλετε να πείτε ότι δεν καταλαβαίνω τι λέει ο εκάστοτε συνομιλητής μου;
Ε
Όχι βέβαια, όμως...
ΚΥ
Καλά, καλά, καταλαβαίνω την ανυπομονησία σας να ανοίξει η βιβλιοθήκη και δεν σας παρεξηγώ. Και σας διαβεβαιώ και πάλι πως θα ανοίξει το συντομότερο δυνατόν. Εξάλλου ο ίδιος ο κύριος πρωθυπουργός έχει αναλάβει το υπουργείο πολιτισμού και πολλές φορές έχει δηλώσει ότι πρώτη προτεραιότητα της κυβερνήσεως είναι ο πολιτισμός. Και πολιτισμός χωρίς βιβλιοθήκες δεν νοείται.
Ε
Χωρίς ανοιχτές βιβλιοθήκες.
ΚΥ
Μα βέβαια. Να είστε βέβαιος πως σύντομα θα γίνει κι αυτό και θα έχετε μια καλή είδηση γρήγορα για το περιοδικό σας.
Ε
Να το αναγγείλω για τις αμέσως προσεχείς ημέρες κύριε υπουργέ;
ΚΥ
Μη βιάζεστε αγαπητέ μου. Γρήγορα θα έρθει και αυτό. Τόσα χρόνια χωρίς βιβλιοθήκη δεν έπαθε δα και τίποτα η Τρίπολη. Μπορεί να περιμένει λίγους μήνες ακόμα.
Ε
…θα χρειαστούν μήνες κύριε υπουργέ;..
ΚΥ
Ο λόγος το λέει αγαπητέ μου,
Ε
Εσείς τι λέτε κύριε υπουργέ;
ΚΥ
Αγαπητέ μου κύριε...αγαπητέ μου κύριε, με βρίσκετε σε μια μεγάλη προσπάθεια που κάνω και εγώ προσωπικά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός για το έθνος μας. Και αν θέλετε να έχετε την πανελλήνια πρώτη της αναγγελίας του θέματος από το περιοδικό σας ,θα σας πω για τι πρόκειται.
Ε
Ποιος δε θα το 'θελε κύριε υπουργέ...όμως πρωτεύει να ανοίξει η βιβλιοθήκη.
ΚΥ
Θα ανοίξει αγαπητέ μου. Λοιπόν θέλετε την αποκλειστικότητα της ειδήσεως ή όχι; Kαι δεν σας το προτείνω για άλλο τίποτε παρά γιατί η Τρίπολη είναι η πόλη μου και θέλω να έχει την τιμή να μάθει πρώτη τη μεγάλη εθνική προσπάθεια που αναλαμβάνει η κυβέρνησίς μας αλλά και το έθνος γενικότερα.
Ε
Σας ακούω κύριε υτουργέ.
ΚΥ
Κύριε Χολιαστέ το πλήρες όνομα της Αμερικής πώς είναι;
E
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
ΚΥ
Ακριβώς. Και σαν δημοσιογράφος και άνθρωπος που ενδιαφέρεται για βιβλιοθήκες θα ξέρετε την ετυμολογία της λέξεως 'Ήνωμένες" στα Αγγλικά.
Ε
Ποιος δεν το ξέρει κύριε υπουργέ-το United είναι από το
ελληνικό “Ήνωμένος".
ΚΥ
Ακριβώς! Περί αυτού πρόκειται!
Ε
Δεν καταλαβαίνω...
ΚΥ
Και είναι φυσικό γιατί δεν είστε πολιτικός αγαπητέ μου. Αυτά τα καθίκια του κερατά έχουνε ελληνική λέξη στο όνομα της χώρας τους. Πώς θα επιτρέψουμε εμείς να εκμεταλλευτούν οι αμερικάνοι κληρονομιές δικές μας; Έχουν περάσει υπουργοί και υπουργοί πολιτισμού αλλά είμαι ο πρώτος και ο μόνος που έδωσα την πρέπουσα σημασία στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση. Δεν μπορεί να έχει μία χώρα στο όνομά της λέξεις που με την ελληνικότητά τους υποκρύπτουν διεκδικήσεις για εδάφη μας. Εδώ δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο Σκοπιανό. Αύριο οι κύριοι αυτοί ανεμίζοντας το επίθετο της ονομασίας τους θα ζητήσουν τα νησιά μας. Μεθαύριο θα θέλουν τη Θεσσαλία. Θα υποκύψουμε; Και θα έρθει και η σειρά της Πελοποννήσου… της Τρίπολης...Θα υποκύψουμε; Όχι! Αυτό το μεγάλο "Όχϊ" κύριε Χολιαστέ πρέπει να αρχίσουμε να το φωνάζουμε από τώρα στους αμερικάνους πριν είναι πολύ αργά. Αυτής της εκστρατείας θα ηγηθεί η κυβέρνησίς μας και στη φάση της επεξεργασίας των κινήσεών μας για το θέμα αυτό με βρίσκετε.
Σας άνοιξα την καρδιά μου. Γράψτε, σαλπίστε, φωνάξτε: "Μας κλέβουν την κληρονομιά μας!"
Ε
Κύριε υπουργέ να σας πω-ευτυχώς η κυβέρνησή σας έχεικαλές σχέσεις με την  Αμερική. Και λέω ευτυχώς γιατί η Αμερική είναι η μόνη δημοκρατική χώρα στη γη επάνω και πολλά οφέλη μπορούμε να έχουμε από αυτήν σε όλους τους τομείς των σχέσεών μας. Και ποτέ η Αμερική δε θα διεκδικήσει εδάφη με τέτοια προσχήματα. Γιατί η Αμερική δεν είναι γελοία χώρα. Δε θεωρώ λοιπόν σοβαρό το θέμα που πάτε να ανοίξετε. Αντί να ανοίξετε αυτό το θέμα με την Αμερική και αντί
όπως λέτε, με ότι μου είπατε μου ανοίξετε την καρδιά σας, δεν
ανοίγετε καλλίτερα τη βιβλιοθήκη της Τρίπολης;
Όσο για το αν οι αμερικάνοι η όποιοι άλλοι μας έπαιρναν την Τρίπολη, μια πόλη χωρίς βιβλιοθήκη δεν αξίζει τίποτα κι ας την παίρναν.
Εγώ σας ρωτώ-θα ανοίξει η βιβλιοθήκη;
ΚΥ
Κοιτάξτε κύριε, θα σας μιλήσω ξεκάθαρα όπως και σεις μόλις τώρα. Η βιβλιοθήκη θα ανοίξει αν και όταν την Ελλάδα την πάρουν οι αμερικάνοι ή οι τούρκοι. Αυτοί και οι δυο τους έχουν βιβλιοθήκεςως και σε κάθε χωριό. Ως τότε η βιβλιοθήκη θα μένει κλειστή. Και τι έπαθε η Τρίπολη από το κλείσιμο της βιβλιοθήκης; Εγώ τριπολιτσώτης είμαι και έγινα υπουργός. Όσο για τα παιδιά της Τρίπολης που μένουν αμόρφωτα όπως λέτε, ας πάνε σε γειτονικές πόλεις που έχουν βιβλιοθήκες να μορφωθούνε. Ας πάρουν ιδιωτικούς δασκάλους οι τριπολιτσώτες στα παιδιά τους. Εμείς αυτό δεν κάναμε; Σας αρέσουν οι διακρίσεις; Άλλα εμείς και άλλα αυτοί; Τι ισονομία θα ήταν κάτι τέτοιο; Ύστερα σήμερα δεν πολυχρειάζεται ο πνευματικός πολιτισμός. Εμάς ο τεχνικός πολιτισμός μας λείπει. Από τον άλλον έχουμε. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι μας άφησαν τόσα αγάλματα και βιβλία. Ας μην είμαστε πλεονέκτες. Όλα δεν μπορεί να τα έχει κανείς.
Ε
Ο πνευματικός πολιτισμός των αρχαίων ελλήνων ήτανε και είναι δικός τους κύριε υπουργέ. Ο πνευματικός πολιτισμός δεν κληρονομείται. Αλήθεια σας είχα στείλει ένα γράμμα σχετικά με αυτό-το λάβατε;
ΚΥ
Όχι. Τα τέτοια γράμματα δεν μου τα δίνουν. Ξέρετε τώρα…μόνο με τα μεγάλα θέματα ασχολούμαι. Ας πούμε τώρα έχω στα σκαριά να κάνω τρία ανώτατα Ιδρύματα-τρεις Ακαδημίες-μά για μουσική, μία για χορό και μία για κινηματογράφο.
Τρεις Ακαδημίες Τέχνης. Αυτό είναι πολιτισμός-όχι μια βιβλιοθήκη μιας πόλης εκεί. Ακόμα θα φτιάξω Εθνικό Συμβούλιο Γραμμάτων καί Τεχνών. Αυτό είναι πολιτισμός. Αφού φυσικά πρώτα φέρω σε πέρας το εθνικό έργο της αλλαγής του ονόματος των ΗΠΑ. Τέτοια καμιά Ακαδημία Τέχνης αν θέλετε να σας κάνω κι εσάς, ευχαρίστως.
Ε
Μα αν κάνετε και από μιαν Ακαδημία Τέχνης στον καθένα που σας ζητάει, στο τέλος δε θα φτιάξετε τίποτε.
ΚΥ
Γιατί, μήπως τώρα θα φτιάξω κάτι;..Ακούστε, επειδή σας συμπάθησα και εσάς και το περιοδικό σας, θα σας μιλήσω ανοιχτά κύριε πως σας λένε. Λοιπόν δεν έχετε ιδέαν από πολιτική. Στο λαό πρέπει να υποσχόμαστε. Και ας μην κάνουμε τίποτα. Αυτή είναι η φιλοσοφία της πολιτικής και των πολιτικών που σέβονται την ιδιότητά τους. Κοιτάξτε τι εννοώ: Εμείς υποσχόμαστε. Ο λαός περιμένει. Συζητάει, κάνει σχέδια, ανυπομονεί, ζει. Όμως τα έργα που υποσχέθηκε ο πολιτικός δεν γίνονται. Τι συμβαίνει τότε; Διαδηλώσεις, φασαρίες, άρθρα στις εφημερίδες, λόγοι εμπρηστικοί, γενικά μια αναστάτωση και μια ζωντάνια.
Ενώ αν δεν υπόσχονταν τίποτε οι πολιτικοί τότε πώς θα κινούνταν ο κόσμος; Με τι θα είχε να ασχοληθεί; Μια ανία θα καταλάμβανε τον έλληνα, τίποτε δε θα δούλευε και το ίδιο κόμμα πάντοτε θα βρισκόταν στην εξουσία. Γιατί αν έκανε κάποιο κόμμα ό,τι υποσχόταν, γιατί να άλλαζε ποτέ η προτίμηση του λαού για το κόμμα αυτό; To φαντάζεστε; Ούτε εκλογές καλά καλά δεν θα είχαμε. Πάρτε παράδειγμα τον εαυτό σας. Η βιβλιοθήκη είναι κλειστή. Αυτό σας κινητοποιεί. Γράφετε γράμματα, κάνετε διαβήματα, πήρατε το αυτοκίνητο να με βρείτε και να κουβεντιάσουμε, αμέσως αμέσως δίνετε εργασία και τροφή στα ΚΤΕΛ, θα φάτε σε ένα εστιατόριο των Αθηνών και θα κινηθούν τα εστιατόρια, όλο και θα πάτε σε κάποιο θέατρο μιας και ήρθατε στην Αθήνα και το κυριότερο ασχολείστε με κάτι κι εσείς. Και εγώ θα σας υποσχεθώ πως αύριο κιόλας θα ανοίξει η βιβλιοθήκη, όμως χωρίς να το κάνω. Οπότε αρχίζετε νέον κύκλο προσπαθειών. Κί έτσι περνάει η παλιοζωή αγαπητέ μου-σπρώχνουμε τις ώρες' αλλιώς τι θα κάναμε; Ενώ αν η βιβλιοθήκη ήτανε ανοιχτή, τι ανία...τι θα κάνατε τότε όλες αυτές τις ώρες που σας παίρνουν οι ενέργειές σας για να ανοίξει η βιβλιοθήκη κύριε ...κύριε;
Όμως σας ζάλισα με το να μιλώ συνεχώς. Ας ξαναπάρουμε τις θέσεις που είχαμε πριν ανοίξουμε τις καρδιές μας-εγώ ο πολιτικός Τατούλης, έμπιστος του πρωθυπουργού, εκλεκτός του λαού, ο άνθρωπος που διαχειρίζεται εκατομμύρια ευρώ καθημερινά, ο άνθρωπος που με τρέμουν όλοι στη χώρα, εκείνος που με μια μου λέξη μπορώ να καταστρέψω όποιον θέλω, που για μια φωτογραφία τους μαζί μου οι έλληνες θα πούλαγαν το ίδιο τους το σπίτι, ο παντοδύναμος υπουργός. Και από την άλλη εσεις, ένας...ένας...αλήθεια τι είπατε ότι είσαστε; Τέλος πάντων, δεν έχει τόση σημασία, κάποιος που ήρθε να με βρει για να μου ζητήσει κάτι. Αλήθεια πέστε μου τι θα θέλατε αγαπητέ μου;
Ε
Να ανοίξει η βιβλιοθήκη της Τρίπολης κύριε υπουργέ.
ΚΥ
Πέστε πως έγινε κιόλας αγαπητέ μου κύριε. Αύριο κιόλας
να πάτε να πάρετε το βιβλίο που θέλετε να διαβάσετε.
Ε
…Ευχαριστώ κύριε υπουργέ
ΚΥ
Υποχρέωσή μου αγαπητέ μου, υποχρέωσή μου...Χαίρετε.
Ε
Χαίρετε κύριε υπουργέ.

                       ---
 

Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ TOY ΦΥΤΑΛΗ

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
όπως τον έκανε ο Φυτάλης:
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.

Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνικήν Ελλάδα.

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ

(Καλά ήταν τα μπερδέματα
Μα ήταν όμως ψέματα)

ΜΗΤΡΟΣ
(τραγουδιστά)
Απρίλιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ
Να τον προϋπαντήσουμε παιδιά στην εξοχή.

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Πάλι τα μπέρδεψες μωρέ. Αυτό το λεν το Μάη.

-Ξέρω τι λέω Γιάννο μου. Ο Απρίλης που μας έρχεται
Οσο όλοι οι υπόλοιποι οι μήνες μας μετράει.
Γι αυτό καθ’ Ελλην με χαρά φέτος τον υποδέχεται.

-Και τι ο Απρίλης ξέχωρο έχει ρε Μήτρο εφέτος;

-Την απορία σου ευθύς θα την φωτίσω απλέτως. Αν και το βρίσκω ύποπτο να σου διαφεύγουν τόσα Και τέτοια που θα γίνουνε στο μήνα νταβατούρια.

-Πέστα γιατ’ ειν’ ακράτητη η μεγάλη σου η φούργια.

-Ακου λοιπόν να σου τα πω γιατί μου καιν τη γλώσσα.
Ο Νταλάρας ταξιδεύει
Και στη Νέα Υόρκη πάει
Και τον Αρχιεπίσκοπο μας
Γιακωβάκη συναντάει.

Ο Κλίντον πάλι ξεκινά
και τρέχοντας δρομαίως
Φανάρι πάει, που να τον δει
θέλει ο Βαρθολομαίος.

Και τρίτο και κυριότερο,
ο Σημίτης καταφτάνει
Και στο Λας Βέγκας τραγουδά
και τα ταμεία σπάνει.

Κι αν όλα τ’ άλλα όμως καλά τα έχω εννοήσει
Μα γιατί πάει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στο Φανάρι Είναι για με μυστήριο. Τι έχει να συζητήσει
Ο Μπιλ με τον Μπαρθόλομυ;  Ο διάολος να με πάρει
Τίποτα, έστω πιθανό, να βρω δεν το μπορώ.
Να μου εξηγήσεις Γιάννο μου έχεις εσύ καιρό;

-Ωστε τα άλλα φυσικά τα βλέπεις, και μονάχα
Να εξηγήσεις δε μπορείς αυτό το τελευταίο;
Και στον Ιάκωβο γιατί ο Νταλάρας πάει τάχα;

-Για να τον κάνει το ύφος του ν’ αφήσει το σπουδαίο
Και να τον κάνει λαϊκό να αποκτήσει πνεύμα.
Μια δυο αν κάτσει μέρες κει, απ’ τόνα στάλλο γεύμα
Πολλά μπορούν να γίνουνε. Και τον Ιάκωβο να δεις
Να πάψει νάναι δέσμιος της άνομης χλιδής.
Και να τον δεις να ξανοιχτεί προς το λαό λιγάκι
Κι όχι να τον ποδοπατεί σα νάταν από τζάκι.
Και στους παπάδες να τον δεις μια εγκύκλιο να βγάλει
Και να τους λέει την κλεψιά να πάψουν τη μεγάλη. Και να τους λέει να δέχονται μέσα στην εκκλησία Οχι τους πλούσιους μοναχά, αλλά και τους φτωχούς.
Και να τους λέει πως κακό δεν κάνει στη νηστεία Αντίς χαβιάρι που και που, να τρώνε και ζοχούς. Να πάψουν ν’ απαιτούν λεφτά για γάμους και βαφτίσια
Και σαν του θεού να φέρονται να ήσαν τέκνα γνήσια.
Και να μην είναι πλέον κλαμπ πλουσίων οι ναοί Ενώ το ποίμνιο το λοιπό δεν έχει ούτε φαΐ,
Αλλά να γίνει η εκκλησιά της φτώχειας σπίτι δεύτερο
Και πνεύμα νάχει όχι σνομπ, μα λαϊκό και λεύτερο.

-Και πώς μωρέ τραγουδιστή έκανες το Σημίτη;

-Οπως σε σπίτι οι μικροί γυρίζουν από σπίτι,
Και λεν τα όποια κάλαντα και παίρνουνε δεκάρες, Με τις αδέξιες, άμουσες και φάλτσες τους φωνάρες Ετσι και τον Σημίτη μας βλέπω να τραγουδάει
Και μια πεντάρα ύστερα ή δεκάρα να ζητάει.
Ειν' ένα είδος ζητιανιάς Ελληνικό πολύ
Ασχέτως αν στα χρόνια μας ουδόλως ωφελεί.

-Βρε χαζο-Μήτρκα, βρε συ, ανάποδα τα είπες.    Ί
Και περιστέρια μπέρδεψες με αετούς και γύπες.
Ακου λοιπόν ποια ειν’ η σωστή σειρά των γεγονότων
Που τον Απρίλιο θα συμβούν πάνω στη γη μας: πρώτον:
Δεν πάει στον Μπαρθόλομυ ο Κλίντον, μα πηγαίνει
Εκείνος τις Αμερικές τις δύο που "ποιμαίνει".

Δεύτερον: ο Σημίτης μας δεν θα μας τραγουδήσει
Αλλά τον Κλίντον έρχεται εδώ να συναντήσει.

Και τραγουδάει όχι αυτός, μα βέβαια ο Νταλάρας,
Με συνοδεία τσέμπαλου και πιάνου και κιθάρας.

-Ετσι θα γίνει στο νερό μία μεγάλη τρύπα.
Καλλίτερα δεν ήτανε όπως εγώ τα είπα;

-Η γνώμη σου. Η γνώμη τους, διάφερει απ’ τη δική σου.
Νομίζω πως μ’ αυτές εδώ τις δύο συναντήσεις
Η Ελλάδα στον προθάλαμο μπαίνει του παραδείσου.
Και τώρα μη γιατί και πώς να με ρωτάς αρχίσεις
Γιατί δεν έχω όρεξη για πάρλα σαν αυτή.

-Πώς  όμως ο Σημίτης μας, μόνο που θα κλαφτεί
Καλό θα δει η Ελλάδα μας; Και τάχατες  γιατί
Από τους δυό αγίους μας θα δούμε προκοπή;

-Πάλι ρωτάς, και πάλι εγώ θα πρέπει ν’ απαντήσω.
Αλλά τις απαντήσεις μου πολύ θα τις συντμήσω.
Να! Άπό φόβο ο Πρόεδρος θα δώσει στον Σημίτη
Ο,τι εκείνος απαιτεί. Ως για τους δυό αγίους μας
Για νάχουμε παράδειγμα στους ανιέρους βίους μας
Θ’ αρχίσουνε κι οι δύο τους να κατοικούν σε σκήτη.

-Καταλαβαίνω-όρεξη δεν έχεις και πολλή.
Γεια σου λοιπόν.
                             -Γεια Μήτρο μου και ώρα σου καλή.

(Το σπίτι ο Μήτρος πήρε,
Στο δρόμο του επήγε,            
Πάνω στο φως του έπεσε    
Και το κρεβάτι έσβησε.)

 

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕ!

Σ' ευχαριστούμε Θε που πήγες κι έδεσες
στο άρμα του Φαέθοντα τη σφαίρα του Ηλίου.
Σ' ευχαριστούμε Θε μου που μας έδωσες
τη ζέστα την ανήλεη-τη φλόγα του Ιουλίου.

Σ’ ευχαριστούμε Θε μου που δε γίνεται
κλεισμένοι μες στα σπίτια μας ολόημερα να ζούμε-
που πρέπει μες στην άσφαλτο που ψήνεται
τη μέρα οπωσδήποτε μια δυο φορές να βγούμε.

Κι απέ Θεέ την Πρόνοια Σου δοξάζουμε
και μύρια ευχαριστήρια Σου ψάλλουμε Κοντάκια
που όταν μέσα μπούμε ξεδιψάζουμε
μ’ ένα ποτήρι κρύο νερό που ξεχειλάει παγάκια.

(L A, 8741 Owensmouth, Canoga Park,
8 Ιουλίου 1990)
 

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021


ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ

(τα παιδιά που ανταρτίζουν
και τα κόκκαλα που τρίζουν.)

(όταν ο Παπανδρέου πρότεινε την κατάργηση της δωρεάν χορήγησης βιβλίων στους φοιτητές)
 
ΓΙΑΝΝΟΣ
-Τί γνώμη έχεις Μήτρο εσυ, γι αυτό που έχει γίνει;

ΜΗΤΡΟΣ
-Τι γνώμη να ’χω Γιάννο μου-κατάπληκτοn μ' αφήνει.
Ποτέ δεν το περίμενα αυτό απ' τη Ρωσία.

-Δε σε ρωτώ γι αυτό μωρέ. Για τα οστά ρωτάω.

-Για ποια οστά;

                         -Για τα οστά του Γέρου σου μιλάω.

-Δε σ' εννοώ.
 
                       -Ως φαίνεται γι αυτά δεν ξέρεις γρυ.

-Φως φανερό. Πες μου λοιπόν αμέσως κι αυθωρεί.

-Τον τελευταίο τον καιρό μες στης νυχτιάς το κρύο
Κάτι τριξίματα αντηχούν απ’ το νεκροταφείο.
Και η αστυνομία μας που όλα τα προσέχει
Και που σκοπό μονάχο της την ασφάλειά μας έχει
Τρεις πολισμάνους έστειλε άτρομους παρευθύς,
Και ζήτησε αναφορά να έχει κι απ’ τους τρεις.
Εκείνοι αφού με προσοχή μεγάλη εξετάσαν
Κι αφού δυο τρία φαντάσματα για ταραξίες πιάσαν
Με τα πολλά διαπίστωσαν τι έτρεχε περίπου.
Με άλλα λόγια την πηγή εντόπισαν του ήχου.
Είναι ο τάφος που κρατεί το γερο-Παπανδρέου.
Και όλοι τότε ευρέθησαν προ γεγονότος νέου
Που να ερμηνεύσουν δεν μπορούν όσο κι αν προσπαθούνε.
Κι ας τους το εξήγησα εγώ, εκείνοι δεν ακούνε.
Και όμως ειν' απλούστατο: τα οστά του Γέρου τρίζουν.

 -Θεέ και Κύριε. Σίγουρος είσαι γι αυτό μωρέ;

-Και σα σπηλαιώδεις πνεύμονες μάλιστα αντιβουίζουν
Κι είναι σα να εξέρχονται από του τάφου αραί.

-Το είδες με τα ματιά σου; Τ' άκουσες με τ’ αυτιά σου;

-Οπως και βλέπω και ακώ τώρα την αφεντιά σου.
Οσο εμβριθώς όμως κανείς στο θέμα κι αν εγκύπτει
Δεν ξέρει γιατί τρίζουνε τα κόκκαλα στην κρύπτη.
Μήπως εσύ μπορείς να βρεις εξήγηση καμία;

-Ισως να βρω αν θα σκεφτώ. Μα θέλω ηρεμία.
Λοιπόν για λίγο μη μιλάς για να συγκεντρωθώ
Και λύση στο μυστήριο το άλυτο να βρω.

-Σκέψου και συ και σκέφτομαι πάλι κι εγώ μαζί σου.
Ελπίδες λύση για να βρω έχω κι εγώ εξίσου.

(Γιάννος και Μητρός πέφτουνε σε συλλογή μεγάλη
Ενώ η Παιδεία ξαφνικά στο μέσο τους προβάλλει)

ΠΑΙΔΕΙΑ
-Γιάννο, ντροπή τόσες χρονιές που έμεινες μαζί μου
Από παιδί έξη χρονών ώσπου άντρας να γενείς.
Ντροπή σε άριστο ένανε του Οίκου μου τροφίμου
Που είχε στη διανόηση πρόοδο όσο κανείς.
Ντροπή σε σένα. Τά ’βγαλες με τόσα άλλα πέρα
Προβλήματα τρανότερα και πλέον σοβαρά,
Και τώρα ένα μικρούτσικο σου παίρνει τον αέρα
 Και σα χταπόδι ανόητο στον βράχο σε βαρά.
Εσύ που είχες διακριθεί σε τόσες συζητήσεις
Αδυνατείς το πρόβλημα τώρα αυτό να λύσεις;
Πες μου λοιπόν τί έπαθες; Γιατί χαμένα τα ’χεις
Οπως μπροστά στον Χομεϊνί χαμένα τά ’χε ο Σάχης;
Γράμματα σα σε μάθαινα δεν ήταν ο σκοπός μου
Να γίνεις ο επιστήμονας ο πιό καλός του κόσμου,
Μα πριν απόλα να μπορείς να σκέφτεσαι σωστά
Και να γνωρίζεις τ’ άγνωστα μετρώντας τα γνωστά.
Να μην αφήνεις ψεύτικα να σε μπερδεύουν λόγια
Ούτε φερσίματα θολά και υποκριτικά,
Μπροστά στο δίκιο ν' αψηφάς γεμάτα πορτοφόλια,
Για στόχο σου τα υψηλά να ’χεις ιδανικά.
Και να μπορείς σ’ ό,ποια βρεθείς του κόσμου ετούτου κώχη
Σε κάθε φαύλο να τολμάς να λες με θάρρος "όχι".
Μα έχω την εντύπωση ότι μιλώ στο βρόντο
Καθώς οι ιεροκήρυκες μιλάνε στους Γραικούς
Ή όπως θα μίλαγε σοφός κανείς στον Τζίμη Λόντο-
Γιατί έτσι όπως με κοιτάς θαρρώ πως δε μ' ακούς.

-Σ' ακούω σεβαστότατη κι αξέχαστη μητέρα.

-Μίλα λοιπόν. Του λογισμού τα νέφη δίωξε πέρα
Και δες το πράγμα καθαρά. Κι αφού με υπολογίζεις
Και, όπως λες, δε με ξεχνάς και σου είμαι σεβαστή,
Δείξε μου δίχως άργητα λοιπόν το τι αξίζεις
Και βγάλε μιαν απόφαση να ’ναι από με μεστή.

-Σε σέβομαι. Δε σε ξεχνώ. Αυτή ’ναι η αλήθεια.
Μάθε όμως μέσα στ' αλλά σου τα που γνωρίζεις πλήθια
Κι αυτό: πως για τον άνθρωπο δεν είσαι παρά μόνο
Το ξεροκλάδι που πατεί επάνω του αυτός
Για να μπορέσει τον ψηλό να φτάσει κι ώριο κλώνο
Που τ’ άνθη πάνω του άσωστα και οι καρποί σωρός.
Αυτούς τους λογούς έκρινα κυρά μου απαραίτητους
Γιατ' ήθελα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Μετά απ’ αυτό άκου κυρά: Ο λόγος που τα οστέα
Του μακαρίτη τρίζουνε του Γέρου Παπαντρέα
Μήπως με σε σχετίζεται;

Μπράβο.Καλά το πας.

-Μήπως σε κακοποίησε ο Αντρέας ο φαφλατάς;

-Ναι. Και προχώρησε. Καλά, πολύ καλά βαδίζεις.

-Μη κάτι και σου αφαίρεσε που δίχως του τρεκλίζεις;

-Ναι.

          -Μήπως τα βιβλία αυτό είναι των φοιτητών;

-Το βρήκες Γιάννο.Το ’ξερα. Σε χαιρετώ λοιπόν.

-Σε χαιρετώ και σένανε βασίλισσα του νου
Της δυστυχίας σύντροφε, ταίρι του ταπεινού.

(Και η Παιδεία εξέρχεται γεμάτη φως και χάρη
Χωρίς να πάρει απ’ ολ’ αυτά ο Μήτρακας χαμπάρι)

-Μήτρο το βρήκα!

                                   -Σοβαρά ή μου το λες αστεία;

-Τρίζουν του Γέρου τα οστά γιατί ο Αντρέας θέλει
Να καταργήσει στανικά τη δωρεάν Παιδεία.

-Χωρίς κερί και μέλισσες το θέλει αυτός το μέλι;

-Ισως νομίζει αρκετό πως έχει μελι η Ελλάδα
Αφού και συ που ήσουνα στα γράμματα στουρνάρι
Να συλλαβίζεις πια μπορείς κάθε παλιοφυλλάδα.

-Και πώς το εκατάλαβες πως είναι στο σκοπό του
Ν' αποστερήσει το λαό απ' το ιερό κι όσιό του;

-Γιατί έκοψε τα δωρεάν στους φοιτητές βιβλία.

-Ω! Αγιοι μου Ανάργυροι κι Αγία Πελαγία!
Αμ βέβαια. Τότε- τα οστά πώς και να μη βροντάνε
Του Γέρου που αυτός έδωσε Παιδεία δωρεάν…

-Πάει και η Παιδεία μας.
                                           -Κι άλλα πολλά θα πάνε
Με την ουσία αφού αυτός τάβαλε την φαιάν.

-Ναι, δίκιο έχεις απ’ τη μιά.  Όμως από την άλλη
Ξέρεις πως ίσως κάνουμε γκάφα πολύ μεγάλη
Ετσι καθώς τα βάζουμε με τον Πρωθυπουργό.
Γιατί μπορεί Πρωθυπουργός να μην υπάρχει διόλου.

-Το χέρι μου στο σβέρκο σου θα προσγειωθεί γοργά
Τέτοια σα λες. Κι αν θα θιχτείς δίκιο δε θα ’χεις διόλου.
 
-Δεν έχεις δίκιο φίλε μου, όπως σου λέω πολλάκις.
Γιατί αυτό δεν το ’πα εγώ αλλά ο Μητσοτάκης.

-Τί είπε;

-Πως ανύπαρκτη ειν’ η κυβέρνησή μας.

-Αυτά είναι τα λόγια του ή μήπως υπερβάλλεις;

-Για να πιστέψεις θα σου πω πως τ' άκουσε κι ο Ράλλης.

-Τι ψέμμα κι άλλο άραγε θ’ ακούσουνε τ’ αυτιά μας;
Ομως υπάρχει αλλίμονο. Και όλη είναι δική μας.
Ενώ θα έλεγε κανείς πως ειν' έχθρά και ξένη
Έτσι που στην Παιδεία μας βαρβάρως επεμβαίνει.

-Μα Γιάννη μου κι οι φοιτητές δεν πρέπει ν' ασεβούνε
Σε κείνους που εκλέξανε για να τους κυβερνούνε.
Βρε φοιτητές δε βλέπετε πως δεν ύπαρχει χρήμα
Και δωρεάν να παίρνετε ζητείτε τα συγγράματα;
Ανέξοδα γυρεύετε να μάθετε τα γράμματα;
Θα σας τα πω λοιπόν κι εγώ ορθά κοφτά και χύμα.
Ντροπή που δεν συμπάσχετε με την κυβέρνηση μας.
Ντροπή που δε γνωρίζετε πως έχει η ΕΟΚ
Λουρί στον πράσινο λαιμό περάσει του ΠΑΣΟΚ
Κι αυτή κουμάντο κάνει πια στην τσέπη και στη γη μας.
Δε βλέπετε τα έξοδα πως πάψανε οι πλούσιοι;
Πως έπαψαν τα λούσα τους, κόψαν τις αγορές,
Και ότι τις μεγάλες τους γεμίζουνε κοιλιές
Μόνο ντομάτες και τυριά και άρτοι επιούσιοι;
Δε βλέπετε πως πτώχευσαν οι πωλητές χρυσών;
Δε βλέπετε τα θέρετρα πως κλείσαν των νησιών;
Δε βλέπετε πως πάψανε όλα τα εργοστάσια
Το χρήμα να μαζεύουνε σαν πρώτα με φαράσια;
Δε βλέπετε πως έκλεισαν ελλείψει πελατών
Ολα τα καταστήματα ειδών πολυτελών;
Δε βλέπετε οι βουλευτές ότι κυκλοφορούνε
Με Γιούγκο μόνο, κι οι υπουργοί ρούχα παλιά φορούνε;
Δε βλέπετε πως παίχτες πια δεν έχουν τα καζίνα
Και πως τα ξενυχτάδικα φαλίρισαν κι εκείνα;
Και δεν ακούτε τις φριχτά σπαραχτικές κραυγές
Των κυριών που μείνανε με δίχως σολωμόν
Κι αντί εκείνου καπνιστού άλογο τρώνε ωμόν;
Και δεν αντιληφτήκατε πως όλες οι κοινές
Ελλείψει πεοκαλυπτρών έγκυες έχουν μείνει;
Δε νιώθετε πως η πατρίς μέρα τη μέρα φθίνει
Παρά ζητάτε να ’χετε βιβλία δωρεάν
Και κτίρια ευρύχωρα, και διαδηλώσεις κάνετε,
Και μπαίνετε στα κτίρια και τα καταλαμβάνετε
Οπως ο κούκκος ο οκνός την ξένην φωλεάν,
Και υπουργών και βουλευτών την ησυχίαν ταράττετε
Και ασυστόλως κι αναιδώς παράνομα έργα πράττετε;
Κι έχετε την απαίτησιν να σας ακούσει-ποιος;
Ενας του Γερού εγγονός κι ένας του Αντρέα γιος!
Και σαν-θου Κύριε-αναρχικοί να είσαστε θρασείς
Πορείες οργανώνετε προς Υπουργεία κι εσείς,
Και φοιτητάρια άρρενα, ου μην αλλά και θήλεα
Τολμάτε και μαζεύεστε μπροστά εις τα Προπύλαια;
Αυτό που τ’ ολιγότερο θα ’ταν επιτρεπτόν
θα ’ταν από το μάθημα να βγείτε ένα λεπτόν
Και μια να κάνετε αίτηση σ' αναφοράς χαρτί
Ζητώντας ό,τ ι θέλετε-κι εγώ δεν ξέρω τι,
Και να το δώστε το πολύ εις τον καθηγητήν σας
Οστις αφού θα τόσκιζε μ' αγρίας κινήσεις λύσσας
Κατόπι θα σας έδινε και από μια ξυλιά
Χωρίς ούτε να βγάλετε και τότε σεις μιλιά.
Εισι δουλεύουν αι σωσταί φοιτητικαί ενώσεις
Και όχι με αναρχικάς πορείας και συγκεντρώσεις.  
Και πού θα βρει αστυνομικούς τόσους η πολιτεία
Ωστε την τάξιν να τηρεί ενώ εσείς φωνάζετε
Και τζαμαρίας οικιών κι αυτοκινήτων σπάζετε;
Ω! Φοιτητές,αφήσατε πλέον την αλητεία.
Περιορίστε τώρα πια αιτήσεις ιταμές.
Κεριά πολλά υπάρχουνε. Λάβετε από ένα,
Μελάνι κάπου θάβρετε, πάρετε και μια πέννα
Κι ένα εκατοντάφυλλο τετράδιο με γραμμές.
Και ψάλλοντες το όμορφο παληό μας φεγγαράκι
Πηγαίνετε να μάθετε τα γράμματα σπουδάματα
και του θεού τα πράματα.

Μήπως οι αρχαίοι Ελληνες είχαν ηλεκτρικό;
Ή μήπως είχανε στυλό οι τρεις μας Ιεράρχες;
Και όμως όπως ξέρετε εγράψανε και Βάκχες
Κι έργο σοφό μας άφησαν και Χριστιανικό.
Ή είχανε ευάερα σπίτια στην Αλταμίρα;
Κι όμως, αντάξια φτιάξανε Βαν Γκογκ ζωγραφική.
Η' μη περάσανε ποτέ Πολυτεχνείου θύρα
Οι γεωμέτρες οι παληοί κι οι μαθηματικοί;

-Ομως κι η άλλη άποψη ύπαρχει. Και βεβαίως
Αυτός που λίγο έχει μυαλό-και ας μην είναι νέος-
Οφείλει, αν θέλει δίκαιος να είναι, να την πει.
Και δεν θα είναι σίγουρα δική του η ντροπή:
Κάψτε τα όλα φοιτητές. Γκρεμίσετε και σπάστε.
Ουρανομήκεις οι φωτιές ας είναι που θ’ ανάψτε.
Και ρίξτε μέσα στη φωτιά ό,τι παληό και σάπιο.
Γκρεμίστε ακόμα και αυτό το ιερό Σεράπιο.
Στη χώρα που τριών μετρά χιλιάδων χρόνων κλέη
Τον πρώτο πρέπει νάχουνε το λόγο πάντα οι νέοι.
Στη χώρα που εγέννησε Ικτίνο και Φειδία
Αξίζει η καλλίτερη πάνω στη γη Παιδεία-
Δημοσια και Δωρεάν. Μ' αυτό για σύνθημα σας
Σαρώστε ό.τι εμπόδιο θα έβρετε μπροστά σας.
Μόνο σταγόνα μη χυθεί αίμα-θα χρειαστεί
Ωστε ο καινούργιος κόσμος σας ο ωραίος να χτιστεί-
Ο κόσμος όπου μέσα του η Ανθρωπιά θα στέκει
Για τους καλούς αγλάΐσμα-γιά τους κακούς πελέκι.

Δικοί σας ειν' οι κάμποι
Δικοί σας οι ουρανοί.
Για σας ο δυόσμος λάμπει
Κι ο ήλιος μας ανθεί.

Για σας το περιβόλι
Μοσχοβολάει της γης.
Για σας μεριάνε όλοι-
Γιά να διαβήτε σεις.

Τσακίστε και γκρεμίστε.
Ταν τόπο μας γεμίστε
Συντρίμματα.
Υπάρχουνε-ζητήστε!
Υπάρχουν! Απαιτήστε
Τα χρήματα.

Χαλάστε. Κάψτε. Ρίξ τε.
Ο,τι ορθό γκρεμίστε.
Σαν λέοντες ορμάτε-
Αλύπητα χτυπάτε.

Έτσι ώσπου ο,τι θέτε
Να γίνει. Κι ο,τι λέτε
Να είναι προσταγή
Σε κείνους που ποζάρουν
Σε κείνους που μοστράρουν
 Του Εθνους μας ταγοί.

Εσύ 'σαι Φοιτητή το φως.
Εσύ του Γένους ο εκλεκτός.
Σ' αυτόν και σ’ όποιονε καιρό
 Καθήκον έχεις ιερό
Τα σκότη να σκορπίζεις-
Και φώτα να δωρίζεις.

Από αυτή σου την ορμή κι εκείνοι ωφελούνται
Που τώρα λίγα χρήματα στο δίκιο σου αρνούνται.
Γκρέμιζε. Σπάζε φοιτητή αν δεν ακούν με λόγια.
Γκρέμιζε. Σπάζε. Του θεού, δική σου όλη η ευλόγια.
Κι απ' τα συντρίμμια μη δεχτείς για χτίσμα πρώτο άλλο
Παρά μονάχα το σκολειό
Που σαν της Γνώσης καπηλειό
Κρασί σοφίας θα κερνά  στον κόσμο τον μεγάλο.

Γιατ’ ειν’ η Γνώση Λευτεριά που σύνορο δεν έχει
Και σαν τερπνό ένα σύγνεφο φως και αξίες βρέχει.
Κι ολοκαρπίζει και τη γη, αλλά και τα ουράνια.
Κι ο θεριστής καρπώνεται κέρδη πολλά και σπάνια.

Γιατ' ειν' η Γνώση Λευτεριά που σύνορα δεν ξέρει.
Κι αλαφροπνέει γύρω μας σαν ζείδωρο αγέρι.
Και μπαίνει μες στα στήθια μας και την ψυχή δροσίζει
Και φως εκείνη θεϊκό  στ’ ανθρώπινα χαρίζει.

Γιατ' ειν' η Γνώση Λευτεριά που δεν γνωρίζει σύνορα
Σαν τ' όνειρο από τα κλειστά κάτω τα ματοτσίνορα.
Είναι λεπίδι που ξεσκεί του σκότους το απόστημα.

 -Μπράβο σου μωρέ Γιάνναρε. Πού τα ’βρες τόσα νόστιμα;

-Δεν ξέρω. Ετσι μούρθανε. Αλήθεια ήταν ωραία;

-Σαν από αεροπλάνο η θέα του Περαία
Ή σαν καμμιά χιονόλευκη περδικοστήθω νέα.

-Νομίζω πως σε κόλλησα και σένα νοστιμάδα…
Πάμε-τί λες--μέχρι τη Μωλ; Κερνάω πορτοκαλάδα.

-Πάμε.

(Κι επήγανε κι οι δυο κι ήπιανε τα ποτά τους
με τώρα πιο ξεκάθαρα κι οι δυό τους τα μυαλά τους)