ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΤΟΥ RESTAURANT
ΤΗΣ TOPANGA ΤΟΥ ΕΛ ΕΪ
Ακούω το ξεφτισμένο
πράσινο θρόισμα του φουστανιού της
στις στριμωγμένες τις καρέκλες.
Ακούω το ήσυχο ανάδεμα του κουταλιού
στην κούπα του καφέ.
Ακούω την κουρασμένη της φωνή
που παραγγέλνει country gravy.
Eίναι η φωνή ανθρώπου που απόκαμε
απ' τις πολλές προσπάθειες και πια
τα όπλα του απωθεί και παραδίνεται
και στέκει τώρα σαν ξερό φύλλο του φθινοπώρου-
γέρας του πρώτου που θαρθεί αέρα.
Ακούω τις μονόλογες
ευγενικές της απαντήσεις
στήν προσποιητή πολυλογία της waitress.
Ακούω τους ήχους του σπασίματος της φρυγανιάς
σαν πέταμα πουλιού από κλαδάκι σε κλαδάκι.
Ακούω ένα "yes"
ένα "of course...thank you..."
Ακούω το άψυχο, βιασμένο της χαμόγελο
καθιερωμένο εδώ
που κλείνει την ανώφελη κουβέντα-
γέλιο ανεπαίσθητο… σαν ψίθυρος... σαν άχνα...
Θα φύγω
δίχως να στρέψω προς τα 'κεί
το βλέμμα ή το κεφάλι. Φοβάμαι
όταν γυρίσω να τη δω
πως κιόλας δε θα υπάρχει.
Λος Άντζελες 1988