ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΞΑΔΕΡΦΟΥ ΜOΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
(ενταγμένου στο κόμμα κουμουνιστή.
Πέθανε πενήντα πέντε χρονών.)
Πενηνταπέντε χρόνια πριν, πέθανες ξάδερφε.
Κι ήρθες στον Άδη-εδώ-πουλί πετάμενο.
Κι έβλεπες κάτω φίδια και σκουλήκια και σαλίγκαρους-
κι αχ! να γινόντανε κι αυτά πουλιά καλά που θα ’ταν…
Μα δύναμη κι ας θα ’φερνε σε σένα ο θάνατός τους
ουτ’ έναν τους δεν έστερξες να θανατώσεις:
πέταξες μόνο μ’ όση δύναμη σου έδωσε
η πρώτη εκείνη πνοή που σ’ είχε στείλει εδώ.
Κι από το ύψος σου εκεί πάνω εζωγράφιζες
τα σάλια, τα σουρσίματα και τα φαρμάκια τους
και τους τα έδειχνες, μήπως ντραπούν κι αλλάξουν.
Κανείς δεν ένιωσε .Κανείς δεν ’ντράπη.
Κι έτσι ώσπου ήρθε η ώρα ξάδερφε να ζήσεις πάλι.
Κι έφυγες. Και μας άφησες μαζί τους.