Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ

Γυρίζω μες στην πόλη αυτή και ψάχνω.
Για να 'βρω τι; Δεν ξέρω να το πω.
Μον’ λέω: δύναμη θα πρέπει να ’χω,
ακόμα για πολύ θα περπατώ.

Κάποτε κάτι πέτρες αντικρίζω
που η θέα τους με κάνει και σκιρτώ.
Τότε λιγάκι-μα του κάκου-ελπίζω:
κάτι άλλο μοιάζει να ’ναι που ζητώ.

Πιο πέρα μιαν αυλή χορταριασμένη
τα θαμπωμένα μάτια μου θωρούν.
Μα ακόμα η ψυχή είναι μουδιασμένη.
Και πάλι τα φτερά της δεν ανοιούν.

Γνωστά τοπία βλέπ… παλιά κτίρια
που μένουνε ακόμα ζωντανά…
δρόμους με στοματάκια ακούω μύρια
στ' αυτια μου να μιλούν τα ορφανά…

Μα ουτε τότε η ψυχή δε λέει
ν' αρχίσει τον τρελό της το ρυθμό
και ο αγέρας, πνιγηρός ως πνέει
κάτω απ' τον ουρανό τον σκυθρωπό,

μου λέει: «Θα ψάχνεις άραγε ως πότε;
Φτάνει. Ποτέ δε θα το βρεις αυτό.
Γυρεύεις το παιδί που ήσουν τοτε-
γυρεύεις τον αγνό σου εαυτό.»