Ο ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ
Γυρίζοντας από την εξορία
δεν τον περίμενε κανένα βασίλειο,
κανένας Άργος,
κανένας Εύμαιος ή Πηνελόπη.
Μόνο δυο αδέρφια.
Ούτε για νάρθει περιπλανήθηκε για χρόνια δέκα σε θάλασσες.
Ο Ίκαρος τον έφερε με ένα ταξίδι μιας ημέρας.
Έφυγε από τη γη της ψεύτικης ευγένειας και του ψεύτικου χαμόγελου
και πήγαινε πάλι στον τόπο του,
όπου αληθινά,
αδερφικά,
λόγια ζεστά τόνε περίμεναν.
Στον χώρο αφίξεων-
στην πατρίδα-
καλωσορίσματα, φιλιά, αγκαλιές.
Και άκουγες :
«Είχες καλό ταξίδι αγάπη μου;»
«Πατερούλη μου γλυκέ καλώς μας ήρθες!»
«Εδώ! εδώ είμαι αδερφέ!..»
Ω! Πόσο ήταν όμορφα όλα αυτά!
Επιτέλους, πατρίδα!
Επιτέλους, αγάπη, ζεστασιά, αληθινά χαμόγελα!
Και φύγαν οι ανταμωμένες οι παρέες
κι έμεινε μόνος στων αφίξεων το χώρο.
Πού είναι τ’ αδέρφια του;
Λάθος έκαναν στην πτήση-με άλλη τον περίμεναν;
Έτσι φαίνεται.
Αυτά συμβαίνουν.
Θα τους τηλεφωνήσει να τους πει πού είναι.
Στης αίθουσας το βάθος όμως
δύο κολόνες πάγου βλέπει να γλιστράνε
όρθιες
και προς το μέρος του να έρχονται.
Δυο ήταν,
άλλος κανείς δεν έμενε στην αίθουσα,
τ’ αδέρφια του θα είναι αυτά, εσκέφτηκε.
Τον βάλανε ανάμεσά τους και τον πήρανε.
Τις καλοείδε.
Δυο κρύες-ολόκρυες παγοκολόνες.
Μια θηλυκιά και μια αρσενική.
Με τα χείλη τους κλειστά.
Και βγήκανε από την αίθουσα.
Ε, είπε, στην πατρίδα αλλάξανε τα πράγματα,
προτού απ’ τα καλωσορίσματα και τις ευφροσύνες
έρχεται ο πάγος
για νάναι πιο μεγάλη αργότερα η χαρά.
Ένα αυτοκίνητο ήταν πιο πέρα.
Το αναγνώρισε αμέσως. Ήτανε αυτό που φεύγοντας
τους έδωσε για να κυκλοφορούν.
Τον βάλαν στου συνοδηγού τη θέση.
Στη θέση του οδηγού εκάθισε η σερνική κολώνα.
Πίσω η θηλυκιά.
Και ξεκινήσανε.
Θα ήτανε καλωσορίσματος ταξίδι, είπε μέσα του,
μια φιλοφρόνηση,
μια επαφής απόπειρα με τόπους και στους τρεις γνωστούς
ώστε ταχύτερα η σμίξη τους να γίνει.
Και περάσανε το Αυλάκι και πηγαίνανε και πηγαίνανε.
Και περίμενε ν’ ακούσει: «Αδερφέ μας,
τόσα χρόνια στην ξενιτιά πώς τα πέρασες;»
Ή: «Μας έλειψες αδερφέ μας.»
Τίποτα τέτοιο. Μόνο άκουγε
τις μεταξύ τους ομιλίες.
«Πόσα έβγαλες αυτό το μήνα;»
«Οχτακόσες χιλιάδες μόνο από τις επισκέψεις.
Πήρες το φουστανάκι που έλεγες στην Ελισαβετίτσα;»
«Ναι. Της πάει πράγματι αυτό το χρωματάκι.
Να τήνε δεις, μια κουκλίτσα είναι…»
Ε, σκέφτηκε, υπάρχουν προτεραιότητες.
Θα έρθει κι η σειρά του.
Στο μεταξύ όλο και πιο πολύ επάγωνε.
Μια παγωνιά όπου το ψύχος αλώνει ως και την ψυχή.
Όπως να σου λένε ο πατέρας σου πέθανε
ή ο γιος σου σε κλέβει.
Ο Βόρειος Πόλος, σκέφτηκε, θα ήτανε ζεστότερος.
Όμως άντεχε ακόμα.
Περάσανε το Άργος, την Τρίπολη, τη Σπάρτη
και πια γυρίζανε.
Κι όλο οι πάγοι εμιλούσαν τα δικά τους.
Κι ακόμα αμίλητα, κλειστά τα χείλη τους.
Και ούτε λίγο δεν είχαν λιώσει.
Έστω.
Πάγοι.
Μα περίμενε τουλάχιστον να έβλεπε
μια υγρασία στο κάθισμά τους,
μια στάλα να τους φεύγει.
Τίποτα.
Καθώς έφτασαν εκεί απ’ όπου ξεκινήσανε,
να!, όπου νάναι, σκέφτηκε, κάτι θα του ειπούν.
Το άφησαν για το τέλος
για να μείνει λαγαρός
κι αμόλυντος απ’ όποιον άλλο λόγο ο λόγος τους ο αδελφικός.
Μοναδικός.
Η τελευταία της πρώτης επαφής χρυσή εντύπωση.
Τι θάναι άραγε; Μήπως: «Και τώρα που εγύρισες
τι σκέφτεσαι να κάνεις αδελφούλη;» με ενδιαφέρον.
ή, έστω: «Γράφεις ακόμα;» αόριστα.
Όμως όχι.
Ούτε αυτό.
Έσβησαν τη μηχανή
κατέβηκαν
και γλίστρησαν μακριά του.
Το τελευταίο που είδε κι άκουσε απ΄ αυτούς
ήταν να δει τη θηλυκιά
λιγάκι κουρασμένη
να γέρνει αγκαζέ στο χέρι της αρσενικής δίπλα της
κι εκείνον αγκαλιάζοντάς την να της λέει: «Αυτό ήταν αδελφούλα.
Δυσάρεστο μα έπρεπε να γίνει.
Πάει κι αυτό.
Τελείωσε.
Έλα.
Χαμογέλα.
Πες μου, πώς πάει το καινούργιο εργοστάσιο;»