Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ ΕΝ ΕΛ ΕΪ

(Ελ Έι, τριάντα χρόνια πριν. Ο Μήτρος με το Γιάννο
κουβέντα στήσανε κι εγώ, σε Voice recorder πάνω
γράφω τα λόγια που είπανε πίνοντας τον καφέ τους
σε δυο καρέκλες κάθοντας όχι πολύ ανέτους.)
    
ΜΗΤΡΟΣ
Επήγες στην Ανάσταση;

ΓΙΑΝΝΟΣ                                            
-                                     Και βέβαια επήγα.
Και φέτο όμως με μπέρδεψε η άτιμη η γλώσσα.

-Πώς δηλαδή;
 
-                    Να, Αγγλικά βλέπεις καλά δεν ξέρω
Και άλλα έλεγε ο παπάς κι άλλα εγώ εννοούσα.
Και αν δεν είχα δίπλα μου ένα καλό μου φίλο
Nα μου ξηγάει του παπά τα εγγλέζικα τα λόγια
 θ' ανασταινόταν ο Χριστός κι εγώ ιδέα δε θάχα.

-Γιατί; Στα Αγγλικά ο παπάς τη λειτουργία έκανε;

-Και βέβαια. Όπως πάντοτe.

                                       -Μα δεν καταλαβαίνω.
Σ' Ελληνική μια εκκλησιά και Αγγλικά να ψέλνουν;

- Αυτό δεν είναι τίποτα. Σκέπτονται κι Αγγλικά.
Λοιπόν που λες εκάθισα κι άκουγα τον παπά
Με ύφος περισπούδαστο για ώρα να μιλάει.
"Θα εξηγεί" εσκέφτηκα "το Αγιο Ευαγγέλιο"
 Και ζήτησα απ’ το φίλο μου μετάφραση να κάνει,
Σε όσα είπε ο παπάς με άκρα σοβαρότητα.
Κι αυτός μου είπε ο παπάς πως τόσην ώρα έλεγε,
Πως να προσέξουν το κερί έπρεπε οι πιστοί,
Ώστε φωτιά να μη καμιά βάλουν στην εκκλησία
Γιατί είναι ανασφάλιστη και ποιος την ξαναχτίζει.
Όλα λοιπόν τα σκέπτονται φίλε μου οι παπάδες.
Κι αν και για την Ανάσταση περίμενα ν’ ακούσω
Μα δε με βλάψανε κι αυτά. Πολύ δε μάλλον διότι
Εις τους Λατίνους συγγραφείς ανέτρεξε ο τραγόπαπας
Και μιά σοφή κουβέντα τους στή θύμηση μας έφερε:
«Μητέρα της μαθήσεως» πως «είναι η επανάληψη!»
Γι αυτό και κάθε μια χρονιά για το κερί μας λέει
Ώστε όλοι να το μάθουμε σαν μαθητές καλοί
Και να χρωστάμε στον παπά τη γνώση μας αυτή,
Που στέκεται στον άμβωνα, και δίχως μια ντροπή
Τέτοιες βλακείες σαν αυτές και σαχλαμάρες λέει.
Αλλά σε λίγο διέκοψε πάλι τη λειτουργία,
ξανά πήγε στον άμβωνα, κι εκεί γονατιστός
Δάκρυα μαύρα έχυνε μιλώντας διαρκώς.
"Ε", είπα, "αναστήθηκε φαίνεται ο Χριστός
Κι απ’ την πολλή του τη χαρά εδάκρυσε ως κι αυτός!"
Και ρώτησα το φίλο μου αν είναι πράγματι έτσι.
Μου λέει: "Όχι. Ο παπάς οδύρεται και κλαίει
Για να πιστέψουν οι πιστοί ότι στην εκκλησία
Χρήματα δεν υπάρχουνε. Και τους παρακαλάει
Να είναι γενναιόδωροι φέτος στις προσφορές τους".
"Ποιες προσφορές;" Τον ρώτησα. "Θα βγει", μου λέει, «δίσκος».
Και βγήκε ο δίσκος φίλε μου την ώρα της Ανάστασης
Και τα γεράκια στάθηκαν δεξά μας και ζερβά μας
Και παίρνανε και δίνανε τους δίσκους πέρα δώθε
Κι όλων τα μάτια και ο νους προσέχανε τους δίσκους
ενώ την ίδια ώρα αυτή ο λίθος κυλιότανε
Και το ανθρωποσωτήριο το θαύμα εγινότανε:
Από τον Άδη νικητής έβγαινε ο Χριστός!
Τέτοια μπερδέματα έπαθα Μήτρο μου δυστυχώς.

-Όλα στραβά τα βρίσκεις πια εσύ στην εκκλησία.
Μα δεν μπορείς να μ' αρνηθείς πως είναι αυτή ο πόλος
Που συσπειρώνει εθνικά τους Έλληνες στα ξένα.

-Βρε Μήτρο υπανάπτυκτε, βρε Μήτρο μέγα βλάκα,
Βρε Μήτρο ευκολόπιστέ, βρε Μήτρο σαχλαμάρα,
Βρε που μυαλό στην κούτρα σου δεν έχεις ούτε κόκκο,
Κι έτσι ποτέ δε σκέφτεσαι, γι αυτό και μπούφος είσαι,
Βρε Μήτρο θύμα αιώνιο, βρε αποβλακωμένε,
Ηλίθιοι και γέροντες και υστερικές κυράδες
Κι αυτοί που εκεί πηγαίνοντας κερδίζουνε παράδες,
Να! ποιοί είναι που πηγαίνουνε μωρέ στην εκκλησία!
Τί εθνικό να καρτερεί κανένας από τούτους;

-Μα οι παπάδες του έθνους μας δεν είναι η κολώνα
Μακριά εδώ στην ξενιτιά;
                                              
-                           Ποιος τόπε αυτό ρε Μήτρο;
Σου είπα ποιοί πηγαίνουνε μόνο στην εκκλησία.
Και τέτοια μη μου ξαναπείς, γιατί, μα την αλήθεια,
Θα κόψω κάθε φιλική παρέα μου μαζί σου.
Ρώτα και μάθε, αλλά μην προβαίνεις σε δηλώσεις
Που σε εκθέτουν σ’ οποιανού θα σ’ άκουγε τα μάτια.
Απ’ τους τραγοπαπάδες μας γνοιάζεται λες κανένας
Για την πατρίδα μας; Κανείς. Το μόνο που τους νοιάζει
Είναι το πως να κλέψουνε όσο μπορούν περσότερα.
Αλλά κι αν υποθέταμε πως ίσως κι οι παπάδες μας
Για την πατρίδα φρόντιζαν, ποιός Ελληνας ρε Μήτρο
Θαρρείς θ' ανταποκρίνονταν; Στο λέω εγώ-κανένας.

-Γιάννο μου φιλοπάτριδες οι Ελληνες δεν είναι;

-Καθόλου.

 -Μα όταν πόλεμος κηρύσσεται κανένας
Δε βλέπεις πώς ενώνονται και πολεμούν  σα λιόντες;  

-Κάθε λαός στη γη αυτή σε πόλεμο όταν μπαίνει
Θέλοντας ή μη θέλοντας γενναία πολεμάει.
Μήτρο μου ο πατριωτισμός δείχνεται στην ειρήνη.

-Και φιλοπάτριδες λοιπόν οι Έλληνες δεν είναι;

-Και πώς φιλόπατρις κανείς να ’ναι χωρίς πατρίδα;
Μήτρο μου η πατρίδα μας έχει καιρό πεθάνει.
Η Ελλάδα είναι ένα φως. Η Ελλάδα είναι πνεύμα.
Και φως και πνεύμα σβήσανε με την αρχαία Ελλάδα.
Στάχτη μονάχα έμεινε απ' την Ελλάδα Μήτρο.
Και μέσα της, σκουλήκια εμείς, σερνόμαστε φροντίζοντας
Για τα μικρά του ο καθείς και άνομα συμφέροντα.
Αν κάποτε θα νιώσουμε  Ελλάδα πως δεν είναι
Οι πέτρες και τα κτίρια, κι η θάλασσα κι ο ήλιος,
Μα Πνεύμα, Τέχνη, Στοχασμός-Πολιτισμός τουτέστι-
Κι αν θ’ αποκτήσουνε φτερά και πάλι τα σκουλήκια
Ώστε και πάλι ως της γης τα πέρατα να στείλουν
Το φωτοβόλο μήνυμα της νέας πια Ελλάδας,
Τότε και πάλι Μήτρο μου θα έχουμε πατρίδα.

-Κι ως τότε;
  -                       Ω! Είναι απλό! Ως τότε θα υπάρχουμε
Οσο οι άλλοι θέλουνε, και ό,που κι όπως θέλουνε

-Και ο εδώ Ελληνισμός κι οι άλλοι οι απόδημοι
Ούτε κι αυτοί πατριωτισμό λες τάχα πως δεν έχουνε;

-Ακου και μάθε φουκαρά, χαζέ και βλάκα Μήτρο.
Μέχρι του δέκατου ένατου τα τέλη του αιώνα
Με λίγη θέληση καλή Ελλάδα ακόμα υπήρχε.
Γιατ’ είχε ισχυρότατες ανθούσες παροικίες
στη Ρουμανία, στην Τουρκιά, Αίγυπτο και Ρωσσία,
και σ’ άλλα μέρη αυτής εδώ της δόλιας Οικουμένης.  
Τα χρόνια εκείνα πέρασαν καλέ μου φίλε όμως.
Οι παροικίες χάθηκαν-εσβησαν, ρημαχτήκαν.
Σκιές Ελλήνων τώρα πια παράγει η πατρίδα
Κι έξω τις διώχνει-όπως εμάς- αν θέλουνε να ζήσουν.
Εξάγει επαίτες η Ελλάς και όχι φωτοδότες.
Ανύπαρκτη η πατρίδα μας Μήτρο μου κακομοίρη.
Κι αυτοί οι επαίτες Μήτρο μου επαίτες πάντα μένουν
μένοντας πάντοτε άπραγοι, δειλοί και μουδιασμένοι,
Κι η μόνη έγνοια πούχουνε πώς να πλουτίσουν είναι.
Και συ μιλάς για εκκλησιές και εθνικές μωρίες...
Πότε από τον ύπνο σου τον βύθιο θα ξυπνήσεις
Και με καθάρια γύρω σου θα τα δεις όλα μάτια;

-Αν τέτοια είναι, να τα δω δε θέλω. Προτιμάω
Τον βύθιο τον ύπνο μου για πάντα να κοιμάμαι.

-Τόξερα. Μόνο αν μπορείς τα δυνατά σου βάλε
Ωστε να μη μου ξαναπείς όπως αυτές βλακείες.

(Και τον πικρό της διάλογο σταμάτησε η δυάς
ενώ αθέατη δίπλα τους εδάκρυζε η Ελλάς.)