Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μετά από κάθε πλύσιμο
Πρέπει να βάλουν στη σειρά και πάλι
Τα πράγματα που από το τρέμουλο της πλύσης
Ανακατεύτηκαν επάνω στο πλυντήριο-
Μπουκάλια, καλαθάκια, περιοδικά…

Συνηθισμένοι είναι σ’ αυτό
Γιατί έτσι και μετά από κάθε τράνταγμα
Που τα χτυπήματα της ζωής τους φέρνουν
Πρέπει στη θέση τους κάθε φορά να ξαναβάζουν
Συνήθειες, πεποιθήσεις, συναισθήματα, ιδέες…

Αλλιώς δεν γίνεται. Κι ας ξέρουν
Κι ας το βλέπουν
Πως πριν καλά καλά την ταχτοποίηση τελειώσουν,  
Έχουν αρχίσει άπλυτα καινούργια να σωρεύονται.   
 

Ο ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΣ

Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.

ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ

Τις νύχτες που ησυχάζουν τ' αυτοκίνητα
η μοναξιά βγαίνει στο τσίρκο της ζωής
και συγυράει τη φύση.

Ψηλά τ' αστέρια τα ήσυχα και κάτω
οί σκιές τους στον χωμάτινο καθρέφτη.
Ο νιος εδώ, η νια εκεί.
Εδώ το πέλαγο το πεντατρύφερο
εκεί ο γαμπρός με τα κλεμμένα λεμονάνθια.

Εκεί τα όρη με τα πεύκα και τις καστανιές
εκεί οι πηγούλες που δεν ξέρουν τι να κάνουν το νερό τους.

Πέρα τα λουλουδάκια. Απλησίαστα.
Κι οι κοιμισμένοι ανθρώποι
με ανάμεσα στα μυρωμένα τα μαλλιά τους
το χέρι διάφανο του θάνατου να πλέκει.  
 

ΟΙ ΑΠΟΜΑΚΡΟΙ

Στο σπίτι όταν μπουν
αφού διπλά πρώτα κλειδώσουνε την πόρτα
ευθύς μετά στο βάθος κρύβονται του δωματίου τους
κι ανήσυχοι ακόμα
στην καρέκλα κάθονται
ακίνητοι αναμένοντες ωσότου
κι ο τελευταίος απόηχος
του δρόμου και της αγοράς
να σβήσει.

Μετά στα χέρια ένα βιβλίο παίρνουν
και διαβάζοντας
τα φύλλα του απαλά γυρίζουν
μη κάποιος ήχος ανεπαίσθητος
ραγίσει την μονάκριβη
κρυστάλλινη ερημία του σύμπαντός τους.
 

ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡ

Πώς θα πας να κοιμηθείς
και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;
Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη
πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;

Ρέει το φως του σαν ασήμι
και λαμπρύνει το βουνό.
Ρέει από τον ουρανό
Και τη γη νυφούλα ντύνει.  

Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις
τέτοιο ψέμμα; Πώς της γης
όσο απόψε κι αν λαμπρής
την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;

Πώς, που στρώμα της το χώμα
κι ύπνος αιώνιος το φιλί;
Πώς, γλυκά που σε καλεί
απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;

Άπελπε ονειρευτή  
ρίξε κάτου το μαχαίρι:
πώς εσύ, σελήνης ταίρι,
θα κοιμόσουνα τη γη;
 

ΠΡΩΙ

Ξεκινώντας από την παγωμένη ομίχλη του κήπου  
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμη μαραμένος.
Ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού.
Θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.
 
Μα να! το πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας
το ειδύλλιο της νύχτας με τον θάνατο.

Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του.
Το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα χαρίζεται.
Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πάνω από θάλασσες και όρη. 

ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι αλλόγνωτοι
Ο αυτοφυής τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο ήχος τους
όπλο εκηβόλο.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήταν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:  
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε πληγώνουν.

Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περηφάνια τους οι αετοί.»
 

ΤΑ ΆΠΑΝΤΆ ΜΟΥ

Μου λένε:
«Κάνε μεγαλύτερα τα γράμματα…
Κάνε πηχυαίους των τόμων σου τους τίτλους.
Χρωμάτισε τα εξώφυλλα…
Διαφήμισέ τα…

Τους αγνοώ-ένας τυμβωρύχος
Θέλω να με βρει.
 

ΑΛΜΑΝΑΚ ΠΡΩΤΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2023


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Ο Ζελένσκι ζητάει όπλα από τους Αρειανούς.
*   
ΠΟΛΕΜΟΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ: «Διακόσες χιλιάδες νεκροί!»
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: «Ψιλικατζή…»
*
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Εκλογές τον Φεβρουάριο»
*
ΚΚΕ: «Εμείς τα λέγαμε.»


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Ο Ερντογκάν καταλαμβάνει τα νησιά του Αιγαίου όχι νύχτα, αλλά μεσημέρι.
ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: «Μαζί με τα άλλα είναι και ψεύτες…»

ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Τώρα να εξακολουθήσω να δίνω επιδόματα και στους αιγαιοπελαγίτες ή θα τους αναλάβει ο Ερντογκάν;»

ΆΔΩΝΙΣ: «Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι.»

ΤΣΙΠΡΑΣ (κατ’ ιδίαν): «Αν  τους υποσχόμουνα ότι θα φροντίσω να ονομαστεί η καταληφθείσα περιοχή «Ανατολική Ελλάδα» θα με ψήφιζαν άραγε οι έλληνες;»
*
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Εκλογές τον Μάρτιο».


ΜΑΡΤΙΟΣ

ΚΑΪΛΗ: «Τι φταίω; Βουλή στην Ελλάδα, Βουλή κι εδώ, ε, είπα, ίδια χούγια θα έχουν κι αυτοί…»
*
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Εκλογές τον Απρίλιο».
*
Στην Ουκρανία, σε χωράφι ανακαλύπτονται τα πτώματα διακοσίων ρώσων στρατιωτών.
Η Πισπιρίκου προσάγεται, ανακρίνεται ως ύποπτη και προφυλακίζεται.
*
ΚΚΕ: «Εμείς τα λέγαμε.»


ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αυτοδιαλύεται.
Ο Αβραμόπουλος επιστρέφει στην Ελλάδα και ιδρύει το «Κόμμα των Ατσαλάκωτων» με έμβλημά του ένα ηλεκτρικό σίδερο.
*
Ανακαλύπτεται βουλευτής που δεν κλέβει.
ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ: «Εμείς σας το λέγαμε: δεν είμαστε όλοι κλέφτες!»
*
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Εκλογές τον Μάιο».
*
ΚΚΕ: «Εμείς τα λέγαμε.»


ΜΑΙΟΣ

Μπάιντεν: «Μητσοτάκη!»
Μητσοτάκης: «Διατάξτε!»
*
Ο Ζελένσκι ζητάει όπλα από το πριγκιπάτο του Μονακό.
*
Οι Τούρκοι παίρνουν και προσαρτούν τη Δυτική Θράκη και την Νότια Μακεδονία.
Οι θρακοέλληνες συνωστίζονται στην προκυμαία της Αλεξανδρούπολης.
Η Θεσσαλία απαγγέλει Καρυωτάκη: "Υπάρχω; λες κι ύστερα: Δεν υπάρχεις"…
*
Ο Τσίπρας κατηγορεί την Κυβέρνηση ότι δεν επεμβαίνει
*
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Η Ελλάς δεν αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών.»

*
Α νδρουλάκης: «Άκρη είναι, δεν πειράζει.»
*
Μητσοτάκης: «Εκλογές τον Ιούνιο.»
*
ΚΚΕ: «Εμείς τα λέγαμε.»


ΙΟΥΝΙΟΣ

Ο Βελόπουλος: «Αγοράστε το “αντιτουρκικόν” για να μην προχωρήσουν άλλο οι τούρκοι!»
*
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Εκλογές δεν θα γίνουν. Καλά είμαστε κι έτσι».
*
ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ: «Ουφ! Ευτυχώς….»
*
ΚΚΕ;  «Εμείς ΤΑ ΛΕΓΑΜΕ.»

                                               ----------------------
 

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

ΕΛΚΟΣ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ

(μονόπρακτο)


Τόπος:Λος Άντζελες, σπίτι του Ελβυτέρ.
Χρόνος:1998.

Πρόσωπα:
ΣΦΑΤΑΝΑΪ (φαντασία)
ΚΟΓΙΛΗ, (λογική)
ΕΛΒΥΤΕΡ,
ΝΑΤΟΣΑΘ.(θάνατος)
ΤΙΑΛΙΝ (Λίντα)
ΔΥΟ ΝΟΣΟΚΟΜΟΙ


(Ο Ελβυτέρ ξαπλωμένος και μορφάζοντας από πόνο κάθε τόσο.Η Σφατανάϊ και η Κογιλή κουβεντιάζουν όρθιες δίπλα στο κρεβάτι του).

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Κύττα τον πώς κατάντησε! Έχασε δέκα κιλά σε δέκα μέρες!

ΚΟΓΙΛΗ
Δυο βδομάδες έχει να φάει.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Και γιατί δεν τρώει; Από την αγάπη;

ΚΟΓΙΛΗ
Ναι. Από αγάπη. Δες τονε!Τα μάτια του μπήκαν μέσα στις κόγχες τους.Το πρόσωπό του έφεξε σαν λείψανου.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Τα δάχτυλά του λίγνεψαν.

ΚΟΓΙΛΗ
Δύναμη έχει ίσα για να μιλάει ψιθυριστά.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Λες πως κιόλας δεν ανασαίνει.Ξέρει πως τρύπησε το στομάχι του ή όλ' αυτά τα νομίζει αποτελέσματα της αδυναμίας-που δεν τρώει;

ΚΟΓΙΛΗ
Γιατρός είναι, μπορεί να μην το ξέρει;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Έγινε την ώρα που είχε το μεγάλο πόνο;

ΚΟΓΙΛΗ
Ναι. Κι ας παίρνει χάπια για τον πόνο, δεν του κάνουν τίποτα.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Χειρότερα τον κάνουν. Πώς καταντάει ο έρωτας τον άνθρωπο…

ΚΟΓΙΛΗ
Πριν δυο χρόνια ήταν τόσο ζωντανός! Και φαινότανε είκοσι χρόνια μικρότερος.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Τα μάτια του πετούσαν σπίθες!

ΚΟΓΙΛΗ
Περπάταγε σαν να πετάει.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Ήταν δυνατός.

ΚΟΓΙΛΗ
Ήταν αποφασιστικός!

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Θαρραλέος!

ΚΟΓΙΛΗ
Αισιόδοξος!

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Και γελαστός!

ΚΟΓΙΛΗ
Ναι. Γελαστός.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Μέχρι τότε όλα πήγαιναν καλά για κείνον.

ΚΟΓΙΛΗ
Ακόμα κι όσα ήσαν άσχημα ως τότε, είχαν ομορφήνει.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Είχε ελπίδες.

ΚΟΓΙΛΗ
Τίποτ' άλλο.Μόνο ελπίδες.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Δεν του χρειαζόταν τίποτε άλλο.Μ' αυτές έπλαθε όλη του τη ζωή.Και όλη τη ζωή του την έπλαθε μαζί με κείνην.

ΚΟΓΙΛΗ
Αυτά γίνονταν με τη βοήθειά σου. Οι ατέλειωτες ώρες που βρισκόσασταν μαζί και τα λέγατε, αυτές τον κατάστρεψαν.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Μα και συ δεν είχες αντίρρηση. Δεν αντιδρούσες.

ΚΟΓΙΛΗ
Δεν είχα όπλα,Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν είχα κάτι χειροπιαστό σε βάρος της. Κάτι μισόλογα, κάτι λέξεις που του 'λεγε, αυτά ήταν όλα κι όλα τα επιχειρήματά μου. Αλλά κι όταν τον ξεμονάχιαζα για να του τα πω, ήτανε σαν να μην τ' άκουγε. Όπως τότε που του είπε: "Αν ήτανε να πάρεις τώρα κοντά την πράσινη κάρτα, κάτι θα γινόταν." Του είπα πως αυτήνε μόνο η πράσινη κάρτα την ενδιέφερε.
Πως μόνο αυτό ήθελε από κείνον. Αυτός ούτε ν' ακούσει κάτι τέτοιο.


ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Μπορεί αυτή να μην εννοούσε ό,τι εσύ νόμισες. Μπορεί το "κάτι θα γινόταν" να σήμαινε κάτι άλλο.

ΚΟΓΙΛΗ
Τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί;Του το είπε όταν εκείνος της είπε: "Θα δεις! Θα δεις πόσο σ΄αγαπώ όταν έχοντας την πράσινη κάρτα σου ζητήσω να γίνεις γυναίκα μου". Και αν πρόσεχες τον τόνο της φωνής της… μιαν άρνηση ήταν όλη. Μα πού να πρόσεχες κι εσύ; Πετούσες στα ουράνια μαζί του.Κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Δεν είχες όπλα. Το είπες η ίδια πως δεν υπήρχαν όπλα. Και μη βλέποντας κάποια φανερή αιτία που να με σταματήσει, είχα ανάψει κι εγώ.

ΚΟΓΙΛΗ
Δε μου 'δωσε σημασία ακόμα κι όταν του είπα πως δεν τον θέλει επειδή είναι φτωχός.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Και πώς το συμπέρανες αυτό;

ΚΟΓΙΛΗ
Δεν είδες που ενδιαφέρθηκε να μάθει πόσα λεφτά βγάζει από τη δουλειά του; Δεν είδες το ύφος της όταν πήρε τα γυαλιά ηλίου του και τα φόρεσε για να δει τάχα πώς της πάνε; Δεν είδες την αποστροφή για τη φτήνεια τους στο πρόσωπό της; Δεν πρόσεξες πώς αντέδρασε όταν μπήκε μέσα δω και είδε την κατάντια του δωματίου;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
"Αποστροφή"! Τι λέξεις πας και βρίσκεις! Όσο για τις ερωτήσεις που του 'κανε,η κουβέντα το 'φερνε.

ΚΟΓΙΛΗ
Ξέρω-δεν μπορώ να σου βάλω μυαλό. Δεν μπορώ να σε κάνω να νιώσεις πως εκείνη δεν ήθελε τίποτε άλλο απ' αυτόν,  την πράσινη κάρτα και, αν αυτό ήταν δυνατό, και λεφτά.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Μπορεί λεφτά να μην είχε, όμως είχε πολλές πιθανότητες να πάρει την πράσινη κάρτα.

ΚΟΓΙΛΗ
Ε,  την πάρει, τότε αυτή μπορεί να παραβλέψει ότι δεν έχει λεφτά και να ξαναγυρίσει κοντά του, αν αυτός ζει ακόμα ως τότε, που δεν το πιστεύω. Κύττα τον, ούτε να βογγήξει δεν έχει δύναμη.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Εγώ νομίζω πως τον αγαπάει.

ΚΟΓΙΛΗ
Και γιατί δεν έρχεται κοντά του;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Γιατί δεν μπορεί.

ΚΟΓΙΛΗ
Τι την εμποδίζει;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Το είπε η ίδια. Η κόρη της δεν την αφήνει.

ΚΟΓΙΛΗ
Αν όπως λες τον αγαπούσε, θα τον άφηνε να πεθάνει γι αυτήν επειδή νομίζει πως δεν τον αγαπά, ή θα 'τρεχε κοντά του να γιατρέψει το χάλι του που αυτή η ίδια του δημιούργησε;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Δεν ξέρει τι συμβαίνει.Έχει δέκα μέρες να τον δει.

ΚΟΓΙΛΗ
Γιατί δε θέλει να τον δει. Της το λέει όμως. Της τόλεγε μέχρι προχτές που μπορούσε να μιλάει και να της τηλεφωνεί. Την παρακαλούσε να έρθει κοντά του.Έκλαιγε στο τηλέφωνο. Τέτοια λόγια αγάπης που της έλεγε πού τα 'βρισκε-πού τα βρίσκατε;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Δεν του τα 'λεγα εγώ. Αναβλύζαν από την ψυχή του.

ΚΟΓΙΛΗ
Απ' όπου και να αναβλύζανε, τέτοιο πάθος πρώτη μου φορά είδα. Κι εκείνη τι; Τίποτα.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Κάτι την κρατάει άθελά της μακριά του.

ΚΟΓΙΛΗ
Ναι, κάτι την κρατάει-το γεγονός πως δε δίνει δεκάρα τσακιστή γι αυτόν. Αυτό την κρατάει. Πώς εκείνος σβήνει για κείνην-δες τον -κι εκείνη ούτε που τον θυμάται διόλου;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Πολλά μπορεί να συμβαίνουν. Μπορεί κάποιος να απειλεί τη ζωή της. Ή τη ζωή της κόρης της.

ΚΟΓΙΛΗ
Ω! Μην αρχίζεις τα μπορεί σου πάλι Φτάνουν όσα είπες μέχρι τώρα γι αυτόν και τον έφερες σ' αυτό το χάλι. Μα καημένη μου, κι εγώ αν ήμουν γυναίκα κι άκουγα τόσα όμορφα λόγια να βγαίνουν από το στόμα του για μένα, θα τον είχα αγαπήσει. Και σε μια πέτρα να τα 'λεγε ακόμα, η πέτρα θα πήγαινε κοντά του. Και φυσικά δεν είναι δικό μου αυτό που είπα-το είπε ο ίδιος ο Ελβυτέρ στην Τιαλίν από το τηλέφωνο."Και μια πέτρα ακόμα", της είπε, "αν μ' έβλεπε σ' αυτή την κατάσταση, κι αν άκουγε ό,τι σου λέω, θα φύτρωνε πόδια για να 'ρθει κοντά μου".

ΣΦΑΤΑΝΑΪ

Κι αυτή τι είπε;

ΚΟΓΙΛΗ
Τίποτα. Ω! Ελβυτέρ!" ψιθύρισε. Τάχα πως νοιώθει. Ίσα για να μην τον αποθαρρύνει γιατί μπορεί να τον χρειαστεί.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Πολύ ωραία τα λες όλα αυτά μα την αλήθεια,και πολλή φόρα έχεις πάρει. Μα ήσουνα κι εσύ μπροστά εδώ, μέσα σ' αυτό το δωμάτιο όταν είχε έρθει. Και ξέχασε το ύφος της όταν είδε τη φτώχεια του δωματίου-που εγώ δε θυμάμαι να ήταν υποτιμητικό, αλλά τέλος πάντων..Θυμήσου μόνο πώς κυλιόταν μαζί του στο κρεβάτι.
Πώς απολάμβανε κάθε στιγμή κοντά του. Πώς, έχοντας γλυκά αποκάμει τον ρωτούσε: "Μα ακόμα;.. Ακόμα;.. "Θυμήσου με πόσους τρόπους αγκαλιάστηκαν. Θεέ μου, κι εγώ ακόμα ένιωσα μικρή μπροστά στην αγάπη..μου φάνταξε δυνατότερή μου

ΚΟΓΙΛΗ
Θυμάμαι. Άκουγα κι ένιωθα το βάθος των στιγμών εκείνων χωρίς να βλέπω. Γιατί είχα γυρίσει το κεφάλι μου από την 'άλλη  μεριά. Ω! Τι παράλογα πράγματα που κάνει η αγάπη!.. Όμως τι θέλεις να πεις; Ότι την αγαπάει; Αυτό το ξέρουμε. Μα όλα αυτά δεν δείχνουν ότι τον αγαπάει κι αυτή.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Πώς όχι; Τουλάχιστο δείχνει πως νιώθει κάτι γι αυτό.

ΚΟΓΙΛΗ
Ό,τι νιώθει κάθε γυναίκα κάτω από έναν άντρα. Ηδονή. Η αγάπη δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει. Κι εδώ δεν υπήρχε από την πλευρά της.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Πάλι τα ίδια. Πώς το ξέρεις;

ΚΟΓΙΛΗ
Πάλι τα ίδια και πάλι θα στο πω. Αν τον αγαπούσε θα ήτανε μαζί του τώρα. Αυτό είναι αγάπη-να είσαι μαζί.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Να! Τώρα βογκάει. Πες του κάτι. Πες του να φωνάξει κανένα γιατρό. Ή να τηλεφωνήσει να τον πάρουν στο νοσοκομείο. Πες του, μπορεί να σε ακούσει.

ΚΟΓΙΛΗ
Κάνω και τίποτε άλλο τις μέρες αυτές; Όσο με άκουσε τις άλλες φορές θα με ακούσει και τώρα. Το 'χει πάρει απόφαση να μη ζήσει αφού δεν τον θέλει εκείνη.
Εσύ δεν προσπαθείς;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Για μένα όχι δεν θα κάνει εκείνο που του λέω, μα ούτε αυτιά δεν έχει στην κατάσταση που βρίσκεται. Ξεγελάσματα τώρα δε δουλεύουν.

ΚΟΓΙΛΗ

Το φουκαρά! Κι όλ' αυτά για μια γυναίκα! Κι αυτή πάλι του 'δινε ελπίδες με τη στάση της. Κάθε τόσο του 'λεγε: "Είσαι ένας πραγματικός άντρας Ελβυτέρ, Μπορείς να κάνεις ευτυχισμένη κάθε γυναίκα". Έκανε σχέδια για τη ζωή που θα κάνανε μαζί, μίλαγε για τους φίλους που θ' αποκτούσαν, για τα μέρη όπου θα πήγαιναν… Όλα αυτά δε σου λέγανε και σένα πως ένιωθε κάτι πιο πάνω από πόθο γι αυτόν;

ΚΟΓΙΛΗ
Ουφ! Όλες οι γυναίκες τα ίδια λένε στους άντρες για να τους κρατάνε μ' αυτά. Ως για τα σχέδια για το μέλλον εδώ έχεις κάποιο δίκιο, μα όμως πάλι… να, ολ' αυτά δεν ήτανε παρά επινοήσεις για να του φουντώνει την ελπίδα πως κάποτε ίσως να πήγαινε κοντά του, αν βέβαια έβλεπε κι απόβλεπε. Και κείνος τα 'χφτε όλα αυτά. Και να τος τώρα… μα νομίζω κοιμήθηκε.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Τι κοιμήθηκε, πες παραδόθηκε στην αδυναμία του.

ΚΟΓΙΛΗ
Ναι. Και ξέρουμε πως είναι κοιμισμένος και όχι πεθαμένος μόνο επειδή κι εμείς είμαστε ζωντανες ακόμα...
(σκουντάει τον Ελβυτέρ. Ο Ελβυτέρ δεν απαντά.)
Άψυχος!

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Σιγά μη τον ξυπνήσεις. Ο ύπνος, έστω και τέτοιος ύπνος είναι η μόνη ελπίδα που του απόμεινε. Φτάνει που τον κατάντησες έτσι. 'Αστονε τουλάχιστο να κοιμηθεί.

ΚΟΓΙΛΗ
"Όσα του 'κανα ως τώρα"; Εγώ του 'κανα; Και τι;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Με συγχωρείς αλλά δικό σου έργο είναι η κατάντια του. Κι αν του 'πε πως δεν πρόκειται να τον ξαναδεί, χωρίς να του πει γιατί, εσύ του 'δωσες αμέσως την εξήγηση: πως δε τον αγαπάει. Ξέρω, ξέρω,,. "αν τον ήθελε θα 'ρχόταν
κοντά του"..μη το ξαναπείς. Όμως και τότε ακόμα, όταν του 'πες αυτό, και τότε ακόμα θα μπορούσα εγώ να τον κάνω να ελπίζει. Στην άρνησή της να του δώσει εξηγήσεις θα 'δινα ένα χρώμα ονειρικό, θα κάλυπτα με μια ποιητικήν αχλύ το πρόσχημά της, θα έφτιαχνα μία, δύο, τρεις, όσες εκδοχές χρειάζονταν για να στηρίξω την
αναγκαιότητα της τέτοιας συμπεριφοράς της. Όμως όχι! Ήρθες και χώθηκες ανάμεσα σε κείνον και σε μένα και ούτε να του μιλήσω δε μ' άφηνες.

ΚΟΓΙΛΗ
Μπα! Και τι άλλο να έκανα; Να σε άφηνα να τον ψευτίζεις; Αν το θέλεις σκότωσέ με. Μα όσο υπάρχω κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ. Και αυτή είναι η δουλειά μου-να βγάζω τον άνθρωπο από την πλάνη στην οποία είναι χωμένος και να του δείχνω το δρόμο τον δικό μου. Μάλωσέ με τώρα επειδή υπάρχω.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Δεν ήθελα να σε μαλώσω. Και συ θα μπορούσες να μαλώσεις εμένα. Τι κακό να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε! Πόσο καλλίτερο θα 'ταν γι αυτόν!

ΚΟΓΙΛΗ
Συμφωνήσαμε πως έχει τα χάλια του. Πως είναι πεθαμένος κιόλας πες.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Τι μακάβρια συμφωνία! Ας ξυπνήσει καλλίτερα κι ας υποφέρει. Ας ξυπνήσει! Θέλω να τον δω να ζει. Θέλω να δω πως δε χάθηκε κάθε ελπίδα.

ΚΟΓΙΛΗ
Η ελπίδα χάθηκε. Το μόνο που θα μπορούσαμε ίσως να προσπαθήσουμε, είναι να τον μάθουμε να ζήσει χωρίς ελπίδα.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Κύττα, κουνήθηκε. Θεέ μου! Είναι ζωντανός!

ΚΟΓΙΛΗ
Όσο του είναι αρκετό για να υποφέρει.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Σαν να άκουσε μέσα στον ύπνο του τον τελευταίο σου λόγο-πως κάθε ελπίδα χάθηκε.


ΚΟΓΙΛΗ
Είναι η αλήθεια. Όπως είναι αλήθεια πως ανοίγει τώρα τα μάτια του… φουκαρά μου, για ν' αντικρίσεις τι;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Πονάω..

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Θα περάσει Ελβυτέρ.

ΚΟΓΙΛΗ
Θέλεις τίποτα να φας-να πιεις;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Γιατί να την αγαπώ; Γιατί να μη μ' αγαπάει;Τι ερωτήσεις… Γιατί να ζω ακόμα; Και πόσες ώρες χρειάζονται ακόμα να περάσουν για να πεθάνω; Όμως αγάπησα. Σ' ευχαριστώ Τιαλίν. Χωρίς εσένα θα πήγαινε η ζωή μου στα χαμένα. Τώρα πεθαίνω ξεπληρώνοντας το χρέος μου σε κείνο που με γέννησε… Γι αυτό λοιπόν πέρασαν οι αιώνες! Γι αυτό ο χρόνος έχει υπάρξει. Γι αυτό η φύση επλάστηκε και οι άνθρωποι φανήκανε στη γη. Για να έρθει κάποια μέρα που ένας άντρας θα έβλεπε μια γυναίκα και από τη στιγμή εκείνη θα ήτανε αυτός με κείνην ένα. Και που αυτός θα ήτανε όλος κι όλος ο προορισμός του-να τηνε γνωρίσει και από κείνη τη στιγμή να μην μπορεί να ζήσει χωρίς εκείνην. Που από κει και ύστερα θα λέει "εγώ" και θα θέλει να πει "εγώ μέσα σε κείνη".
Έρωτα! Παντοδύναμε πατέρα! Συ με γέννησες, συ με πεθαίνεις. Γιατί να το ταϊζω ετούτο το κορμί αφού το φαγητό θα με ζούσε; Τι να την κάνω τη ζωή μακριά από κείνη; Όχι. Τέτοια ζωή δεν τηνε θέλω. Κι αφού μπορώ να το κάνω, διάλέγω να φύγω απ' αυτήν.
Όμως αυτός ο πόνος τι δυνατός… πόσο με βασανίζει η τρύπα που φρέσκια φρέσκια άνοιξε στο στομάχι μου… Ω! Καλό μου στομάχι! Ω! Καλή μου αρρώστια! Ω! Έλκος μου! Σκότωσέ με γρήγορα. Μέχρι τώρα ζούσα μια μικρή ζωή ανάμεσα σε όντα που καθώς κι εγώ κενά όπως πομφόλυγες χρωματιστές, συνωστίζονταν στην ουρά για να παραδώσουν στο Χάρο μιαν αδίκιωτη ζωή. Όμως τώρα το φως πέφτοντας πάνω μου δεν με διαπερνά. Αφήνω σκια τώρα στο χώμα. Είμαι γεμάτος από αγάπη. Φιλόσοφοι όλων των αιώνων, θα βρείτε την Αλήθεια μόνο αν αγαπείστε. Αλήθεια είναι η αγάπη. Αν αγαπείστε,θα νιώσετε την Αλήθεια να φυτρώνει μέσα σας και να σας γεμίζει ολόκληρους. Η αγάπη σαν χρυσό δεντρί θα θάλλει τότε μέσα στην ως τώρα άδεια ύπαρξή σας.
Η Αλήθεια είναι η αγάπη ω! σοφοί. Κάψτε τα βιβλία σας.

ΚΟΓΙΛΗ
Παραμιλάει.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Πετάει σε άλλους κόσμους.

ΚΟΓΙΛΗ
Στους κόσμους του θανάτου. Ε, Ελβυτέρ, σύνελθε. Βγες έξω να δεις τον κόσμο. Δούλεψε, χάρου, φάε, πιες. Κύττα δεξιά κι αριστερά σου ανθρώπους να ζουν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Ζήσε Ελβυτέρ, Μα πριν απ' ολ' αυτά κάλεσε πρώτα ένα γιατρό.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Γιατί να ζήσω αγαπητή μου Κογιλή; Έζησα αρκετά ώστε να βρω το νόημα της ζωής. Το βρήκα,Να ζήσω για τι άλλο πια;

ΚΟΓΙΛΗ
Το νόημα της ζωής λοιπόν είναι η αγάπη;Δεν  είναι μια δουλειά, ένας γάμος, παιδιά, μια ευτυχία στέρια ριζωμένη που τίποτα να μη τηνε ταράζει; Δεν είναι η αφοσίωση σ' έναν σκοπό; Δεν είναι η δόξα; Δεν είναι η αναγνώριση μιας μεγάλης προσφοράς στους ανθρώπους; Δεν είναι να κάνεις την ύλη πνεύμα; Αγάπη-αυτό ειν' όλο;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Αυτό είναι μόνο.

ΚΟΓΙΛΗ
Μια γυναίκα λοιπόν κρατάει το νόημα της ζωής; Και αξίζει να πεθαίνει κανείς για μια γυναίκα; Για μια γυναίκα;.. Ξέρεις πως υπάρχουν πάνω από τρία δισεκατομμύρια γυναίκες πάνω στη γη κι εσύ θέλεις να πεθάνεις επειδή μια απ' αυτές δε σ' αγάπησε. Στρέψε την προσοχή σου σε μιαν άλλη. Χιλιάδες γυναίκες υπάρχουν καλλίτερές της που θα σ' αγαπούσαν πιο πολύ από όσο συ αγαπάς την Τιαλίν.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Ας κρατήσουν οι άλλες γυναίκες την αγάπη τους. Κι εσύ ας κρατάς τη γλώσσα σου. Αν θέλεις να με βοηθήσεις, κάνε αυτή να μ' αγαπήσει. Μα τι λέω… παραλογίζομαι…

ΚΟΓΙΛΗ
Και βέβαια παραλογίζεσαι. Τι τηνε πέρασες την Τιαλίν; Μια νεραϊδοπαρμένη σαν και σένα που ψάχνει να βρει κάποιον ν' αγαπήσει;

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Σε παρακαλώ να μεταχειρίζεσαι καλλίτερα λόγια. Προσβάλλεις όχι μόνο τον Ελβυτέρ μιλώντας έτσι αλλά και μένα που σε ακούω. Τι θα πει "νεραϊδοπαρμένη";

ΚΟΓΙΛΗ
Καλά. Ας το πω αλλιώς. Τι την πέρασες λοιπόν την Τιαλίν: Πως τόσο θέλει την αγάπη που άλλο δεν έχει στο μυαλό της; Η Τιαλίν είναι ένας σίγουρος και θετικός άνθρωπος Ελβυτέρ. Ξέρει τι θέλει από τη ζωή. Κι αυτό που θέλει δεν είναι στεναγμοί αγάπης και ανόητα καρδιοχτύπια. Ζητάει μια καλή ζωή. Ζητάει χρήμα. Ζητάει διασκεδάσεις. Ο έρωτας είναι το τελευταίο που σκέφτεται.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Ποιος μίλησε για έρωτα Κογιλή; Γι αγάπη σου μιλάει ο Ελβυτέρ,

ΚΟΓΙΛΗ
Ε λοιπόν, στην Τιαλίν δεν είναι απαραίτητο ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σκοπός της ζωής της είναι το χρήμα και ό,τι αυτό φέρνει μαζί του.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Δεν είναι κακό στον άνθρωπο να ελπίζει σε κάτι καλλίτερο. Αλλά Κογιλή,ας τ' αφήσουμε αυτά κατά μέρος. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτόν το δυστυχισμένο να βρει πάλι την όρεξη να ζήσει. Να τονε, άρχισε πάλι ο πόνος.

ΚΟΓΙΛΗ
Σωστά. Ας καταφέρουμε αυτό πρώτα και ύστερα θα σου βρω μια δουλειά που να θησαυρίσεις απ' αυτήν. Με τη φαντασία που έχεις θα γράφεις αξεπέραστες ιστορίες για μικρά παιδιά. Για τώρα ας μην ξεχνάμε πως αν αυτός πεθάνει,πάμε κι εμείς μαζί του. Ελβυτέρ, τι μπορούμε να κάνουμε για να σου ανακουφίσουμε τον πόνο;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Συνεχίστε να μιλάτε σαν να είμαι καλά. Δείξτε αδιαφορία για μένα. Είναι αυτό που κάνει κι εκείνη. Κάντε κάτι που να με ξεγελάσει πως έχω κάτι δικό της κοντά μου στις τελευταίες μου στιγμές. Κάντε αυτό αν μπορείτε.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Όχι. Δε θα σου κάνουμε μια τέτοια χάρη. Και να ξέρεις ότι θα ζήσεις. Όλα θα πάνε καλά. Θα την ξεχάσεις την Τιαλίν και θα βρεις μιαν άλλη που θα σε αγαπήσει και θα σε κάνει ευτυχισμένον. Και την αξίζεις τόσο την ευτυχία Ελβυτέρ γιατί ως τώρα η δυστυχία ήτανε η μόνη συντροφιά σου.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Σας ευχαριστώ και τις δυο για τα καλά σας λόγια. Δώσε μου Κογιλή σε παρακαλώ άλλο ένα χάπι από κείνα.

ΚΟΓΙΛΗ
(Του δίνει)
Πονάς τόσο πολύ δύστυχε...

ΕΛΒΥΤΕΡ
Θα μου περάσει γρήγορα μ' αυτά τα χάπια.

ΚΟΓΙΛΗ
Να κι ένας καλός λόγος για μένα. Λοιπόν σκέφτομαι πως η μόνη λύση που μένει στην Τιαλίν αν θέλει να ευτυχήσει, είναι να έρθει κοντά σου. Θα ζήσει μια ζωή φτωχική, αλλά θα είναι η ζωή που της πρέπει.


ΕΛΒΥΤΕΡ
Σωπάστε! Ήρθε η ώρα μου!
(Μέσα από τον Ελβυτέρ βγαίνει ο Νατοσάθ)

ΝΑΤΟΣΑΘ
Εχ και να 'μουνα τόσο τυχερός και με άλλους όπως με τούτον! Αλλά μπα! Κι όσοι ακόμα με ζητούν φωνάζοντάς με, όταν βρεθώ μπροστά τους μετανιώνουν. Και φεύγω τις περισσότερες φορές όταν δω κάτι τέτοιο. Ξαναέρχομαι μόνο όποτε εγώ θελήσω και τότε τα παρακάλια του όλα δεν μου τον γλιτώνουνε.

ΚΟΓΙΛΗ

Και ποιος σε κάλεσε σένα και ποιος είσαι;

ΝΑΤΟΣΑΘ
Αίμα είμαι από το αίμα του όπως και σεις. Ψυχή από την ψυχή του. Και του μυαλού του είμ΄ εγώ η δύναμη. Κι αν δε με ξέρετε σεις μα εγώ σας ξέρω. Χρόνια και χρόνια μέσα στο ίδιο κορμί βρισκόμαστε. Σκοντάφτατε στα πόδια μου και σκόνταφτα στα δικά σας. Στριμωγμένοι κι εγώ κι εσείς μέσα στις φλέβες του, στα κόκκαλα, στον ίδρω του, στα μούσκουλα, στο σπέρμα. Μέσα εκεί, τόσο κοντά σας και σεις ούτε καν υποψιαστήκατε την ύπαρξή μου.

ΚΟΓΙΛΗ
Αλήθεια, δε σε είδα ποτέ.

ΝΑΤΟΣΑΘ
Και πώς θα μ' έβλεπες; Σε θάμπωνε η ζωή. Μα κι εγώ δεν είχα ανάγκη να φανώ. Κρυμμένος μέσα στις πιο κρυφές πτυχές της ύπαρξής του και της ύπαρξής σας, περίμενα σίγουρος και υπομονετικός. Όταν μέσα σ' αυτόν το δύστυχο εσείς παρελαύνατε τάχα νικητές κάθε φορά, εγώ σαν πρωινή δροσιά ανάμεσα στα βήματά σας
ανθούσα. Κάτω από τα βλέφαρά σας φώλιαζα. Και τωρα ήρθε η ώρα μου. Και στέκω μπροστά σας ολοζώντανος και μεγαλοπρεπής.

ΕΛΒΥΤΕΡ
(Στο Νατοσάθ)
Μην αργείς.Κάνε τη δουλειά σου.

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Εσύ είσαι ο Νατοσάθ λοιπόν… κάτι φορές κάτι υποπτευόμουν, κάτι ένιωθα κάποτε να εμποδίζει το πέταγμά μου, κάτι με βάραινε σπρώχνοντάς με κάτω. Μα βλέποντας όλα τα άλλα γύρω μου ανυποψίαστα δεν εσκεφτόμουν παραπέρα. 'Επαιρνα δύναμη απ' αυτό. Και ξέχναγα. Ήτανε τόσο όμορφη η ζωή που η ίδια έδιωχνε μακριά μου κάθε κακό.

ΝΑΤΟΣΑΘ
Κακό; Ο Νατοσάθ κακός; Τον βλέπεις αυτό τον άθλιο πόσο υποφέρει. Λοιπόν ποιος είναι ο κακός; Η ζωή που τον έφερε σ΄ αυτή την κατάσταση ή εγώ που θα τον λυτρώσω από τον πόνο; Το βλέπεις πως ο ίδιος με ζητάει.

ΚΟΓΙΛΗ
Λέει πως θέλει να πεθάνει μα δεν μπορεί και να το εννοεί. Δώσε του την Τιαλίν και θα δεις αν δε σε διώξει με τις κλωτσιές.

ΝΑΤΟΣΑΘ
Αυτό δεν το μπορώ. Είμαι ο Νατοσάθ. Δεν είμαι κανένας θαυματοποιός.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Κάνε γρήγορα αδερφέ μου.

ΝΑΤΟΣΑΘ
Ακούτε; "Αδερφέ μου"! Σας έχει πει εσάς ποτέ έτσι;
(Στον Ελβυτέρ)
Φίλε μου, κάνε λίγη υπομονή ακόμα. Λίγα λεφτά της ώρας. Αν είχες πάρει άλλα δυο χάπια από τούτα, θα είχε τελειώσει τώρα η δουλειά. Δε φταίω εγώ αν αργεί. Έχω κι εγώ κανόνες στη δουλειά μου. Μπορείς και τώρα να τα πάρεις. Κάτι καλλίτερο θα γίνει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Δώσε μου σε παρακαλώ.

ΝΑΤΟΣΑΘ
Αυτό δεν είναι δουλειά δική μου. Άλλοι στρώνουν το δρόμο μου. Εγώ βαδίζω μόνο επάνω του.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Δος μου δυο χάπια Κογιλή σε παρακαλώ.

ΚΟΓΙΛΗ
Μα δεν καταλαβαίνω-πώς τα χάπια που περνάνε τον πόνο θα επιταχύνουν το θάνατο;

ΝΑΤΟΣΑΘ
Έτσι τους είπες Ελβυτέρ; Μπόρεσες να ξεγελάσεις την Κογιλή;
(Στην Κογιλή)
Αγαπητή μου, αυτά τα χάπια δεν περνάνε τον πόνο- σμπαραλιάζουν το στομάχι.

ΚΟΓΙΛΗ
(Παίρνει τα φάρμακα στο χέρι της κοιτάζοντας απελπισμένα μια τον Ελβυτέρ μια τον Νατοσάθ)
Αλήθεια;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Αλήθεια Κογιλή... Αλήθεια..

ΚΟΓΙΛΗ
(Δίνει τα χάπια στον Ελβυτέρ. Ο Ελβυτέρ τα πίνει. Στον Νατοσάθ)
Και συ πώς το ξέρεις αφού δεν τα έχεις δει;

ΝΑΤΟΣΑΘ
Από ένστικτο γνωρίζω όλους τους συμμάχους μου σ' αυτό τον κόσμο. Ξέρω όλα τα γιατρικά που βλάφτουν αντις να γιστρεύουν, ξέρω όλους τους γκρεμούς και τις χαράδρες, ξέρω όλα τα αυτοκίνητα που μια μέρα θα γινουν συνεργοί μου. Ξέρω όλα τα μαχαίρια που μια μέρα θα βυθιστούν σε κάποιο σώμα με τ' όνομά μου γραμμένο
πάνω στις λεπίδες τους. Ξέρω όλα τα μικρά κομματάκια αλατιού που θα φράξουν τις αρτηρίες σε κάποιες καρδιές. Ξέρω τέλος φίλη μου όλες τις γυναίκες που θα στείλουν άντρες σε μένα.

ΚΟΓΙΛΗ
Ελβυτέρ,σήκω και φώνξε ένα γιατρό. Πολέμησε τον θάνατο.Τίποτα δε χάθηκε ακόμα. Λυπήσου τον εαυτό σου. Λυπήσου κι εμάς που θα πεθάνουμε μαζί σου.

ΕΛΒΥΤΕΡ
(ψιθυριστά)
..Δεν… μπορώ… να μιλήσω…

ΝΑΤΟΣΑΘ
Θα σου απαντήσω εγώ Κογιλή. Τίποτα δεν μπορει να γίνει πια. Όλοι οι γιατροί του κόσμου δεν τον γλιτώνουν τώρα από τα χέρια μου. Κι αν χαθείτε κι εσείς μαζί του τι πειράζει; Όλα έχουν ένα τέλος. Ως κι εγώ θ 'χω ένα τέλος. Μονο που το τέλος μου θα 'ρθει μετά το τέλος όλων των άλλων.



ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Εγώ δε σε φοβάμαι. Πεθαίνοντας εδώ, θα ζήσω σ' έναν άλλο κόσμο που μόνο για σένα και για τη δυστυχία δε θα 'χει θέση.

ΝΑΤΟΣΑΘ
Με τη φαντασία που έχεις λίγος είναι κι αυτός ο κόσμος που έφτιαξες. Προσπάθησε αγαπητή μου, όσο σου μένει καιρός, να φανταστείς κάτι καλλίτερο. Έτσι θα με δεχτείς κι εσύ ευκολότερα.' Ομως βλέπω πως αυτός ο δύστυχος έχει μόνο δυο λεφτά ζωής ακόμα.
(Στον Ελβυτέρ)
Ε! Ελβυτέρ! Θέλεις να πεις τίποτα πριν φύγεις από τη ζωή; Ποια θα είναι τα τελευταία σου λόγια; ή τα 'πες κιόλας;

ΚΟΓΙΛΗ
Πες κάτι αγαπημένε μου Ελβυτέρ. Πες κάτι πριν κλείσεις για πάντα τα μάτια σου. Πες κάτι σε μένα που σε συντρόφεψα μια ζωή...

ΣΦΑΤΑΝΑΪ
Όχι Κογιλή.Tα τελευταία του λόγια θα είναι για μένα. Μαζί περάσαμε τις πιο ευτυχισμένες στιγμές.  Αποχαιρέτησέ με Ελβυτέρ όπως αξίζει σε ένα πιστό κι αφοσιωμένο σύντροφο..

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τιαλίν… σ' αγαπώ..
(Ένα πικρό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του)
...σ' αγαπούσα..
(Γέρνει το κεφάλι. Η Κογιλή και η Σφατανάϊ πέφτουν κάτω με χαμένες ξαφνικά τις δυνάμεις τους. Ο Νατοσάθ χτυπάει τη μια παλάμη του στην άλλη δυνατά δυο φορές. Εμφανίζεται η Τιαλίν ντυμένη με ρούχα νοσοκόμας και φορώντας γάντια και δυο νοσοκόμοι με το ίδιο ντύσιμο)

ΚΟΓΙΛΗ
(Ξέψυχα)
Η Τιαλίν!
(Πεθαίνει)


ΣΦΑΤΑΝΑΪ
(Μόλις ανασαίνοντας)
Η Τιαλίν!
(Πεθαίνει. Η Τιαλίν παίρνει στην αγκαλιά της το κορμί του Ελβυτέρ και οι δύο νοσοκόμοι τα πτώματα της Κογιλή και της Σφατανάϊ και βγαίνουν με τελετουργικά βήματα)


ΝΑΤΟΣΑΘ
Όλα τα 'χω δει στη ζωή μου, μόνο την αγάπη δεν είδα ποτέ και πουθενά. Κι έχω μια μεγάλη απορία, που όπως φαίνεται θα πάω μαζί της: πώς κάτι που δεν υπάρχει μπορεί και σκοτώνει;

(Βγαίνει)


Α Υ Λ Α Ι Α

 

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

                 ΒΑΡΕΘΗΚΑ

Κουράστηκα μ’ αυτή τη διαπραγμάτευση
Πάω ανυπέρθετα για μετανάστευση.
Αντί να έχω πάλι ένα μνημόνιο
Καλλίτερα να πιω ένα κιούπι κώνειο.

Αντί ν’ αρχίσουν πάλι για κουρέματα
Πιο ήρεμος θα είμαι μες στα ρέματα.
Και από το ν’ ακούω για φι πι α
Λέω στη χώρα μου αντίο πια.

Ν’ ακούω δε θέλω όλο για ευρώ.
Άλλον πιο ελαφρύ θα βρω σταυρό.
Αντί τo «ναι» απ’ τη γριά δραχμή
μωρό ένα κάλλιο να μου λέει «αχ! μη!...»

Θα φύγω μακριά απ’ την κοινωνία
Να μη με φτάνει μείωση καμία
Σύνταξης ή μιστού ήδη μειωμένου
Ή όποια εθνικίλα ενός Καμένου.

Βαρέθηκα ν’ ακούω στο δημοψήφισμα
αν «ναι» ή «όχι» υπερτερεί στο ζύγισμα.
Εμπούχτισα ν’ ακούω για ανεργία.
Και το ει τι εμ μου φέρνει πια αλλεργία.

Γι αξιοπρέπεια και για περηφάνια
Που στην Ελλάδα αμφότερα είναι σπάνια
Βαρέθηκα ν’ ακούω πως αφθονούν
Ενώ γιατί μας λείπουν μας πονούν.

Πρωθυπουργούς λαούς που κοροϊδεύουν
Βαρέθηκα το νου μου να παιδεύουν.
ΥΠΟΙΚ που την Ευρώπη λοιδωρούν
Τα μάτια μου δεν θέλουν να θωρούν.

Πρωθυπουργό καβάλα σε καλάμι
Πρωθυπουργό ο θεός ας τονε κάμει.
Για μένα αίσχος είναι και ντροπή-
Αλλιώς δεν πάει η πένα να το πει.

Σουλάτσα στην Ευρώπη δε μ’ αρέσουν
Τάχα πως συμφωνία παν να δέσουν-
Ουσία κοροϊδεύουν το λαό τους
Και κάθε όσιο μιαίνουν κι ιερό τους.

Ν’ ακούω δεν μπορώ υποσχέσεις φρούδες
για Ισημερινό να ζουν αρκούδες
και ύστερα να παίρνουνε-το είδες!-
του Ισημερινού ως και τις καρύδες.

Κι αγανακτώ να βλέπω να επαιτούνε
Και να ισχυρίζονται πως απαιτούνε.
Περφάνια κι αξιοπρέπεια ένας ζητιάνος;
Ναι, όσο αέρα ο φουσκωτός ο διάνος.

Να κλέβουν τα λεφτά δεν το αντέχω
Κι ύστερα «δώστε-τα  ’φαγα-δεν έχω»,
Και να μιλάνε γι αποζημιώσεις
Αυτοί που αγγίζοντάς τους θα λερώσεις.

Δεν το μπορώ η Ευρώπη να δανείζει
Και στην Ευρώπη ο που χρωστάει να βρίζει.
Δεν το μπορώ για το άθλιο ριζικό μας
Να μην είναι αίτιο τίποτα δικό μας.

Δεν το μπορώ σαν χάχες να γελάνε
Την ώρα που τη χώρα τους χαλάνε.
Δεν το μπορώ για πέντε όλους μήνες
Με δάκρυ οι έλληνες να βρέχουν κλίνες.

Δεν το μπορώ ο λαός ν’ αποφασίζει
Κι όχι το φως μα σκότος να ψηφίζει.
Δεν το μπορώ το λαό οι λαοπλάνοι
Ανδράποδό τους να τον έχουν κάνει.

Οι αναξιοπρεπείς δεν το αντέχω
Και να θαρρούν πως διόλου δεν κατέχω,
Και να μου λεν πως είναι αξιοπρέπεια
Η ιταμότητα κι η δουλοπρέπεια.

Δεν το μπορώ να βλέπω στο ψητό
Να παίρνουν όλοι τον πρωθυπουργό
Και –ναι, πιστέψτε το, είναι αλήθεια!-
Εκείνος να γελάει μόνον ηλίθια.

Κυβέρνηση που όλη είν’ ένα τσίρκο
Και κυβερνάει τη χώρα μου με ρίσκο
Καταστροφή μόνον αυτή θα φέρει
Σε όποιον έβαλε λαό στο χέρι.

Δεν το αντέχω αναξιοπιστία
Να μας χρεώνουν απ’ την Εσπερία-
Και πιότερο που αυτό αλήθεια είναι
Και δεν το λένε για το θεαθήναι.

Πρωθυπουργό που δεν ενημερώνει
Λαό, για κείνο που του ξημερώνει
Άλλο αδυνατώ να τον αντέξω.
Θα φύγω από δαύτονε. Θα τρέξω.

Οι ευρωπαίοι ενώ με τόσους τρόπους
Ζητούνε να μας κάνουνε ανθρώπους
Αρνούμαι με οδηγούς μεις αρχιζώα
Να μένουμε στα ζωώδη τα πατρώα.

Δεν το μπορώ ανθρώπους ν’ απειλούμε
Που απ’ αυτούς υπάρχουμε και ζούμε.
Αηδία νοιώθω κι εμετού έχω τάση
Που μερικοί εκεί μας έχουν φτάσει.

Δεν το μπορώ πρωθυπουργό να γλύφει
με σάλιο που ελλήνων είναι ψήφοι
εκεί που με το ίδιο πρώτα σάλιο
έφτυνε-εκατάβρεχε πες κάλλιο.

Δεν το μπορώ να βλέπω έναν χαμένο
Πρωθυπουργό, με ύφος τονισμένο
Να λέει η ήττα του πως είναι νίκη,
Και στην παράταξή του αυτή ανήκει.

Δεν το μπορώ με στόμφο να μιλάει
Αντί σε μοναστήρι ένα να πάει
Και μέσα κει για πάντα να κλειστεί
Ενός λαού ελπίδων το ληστή.

Και δεν μπορώ πως είναι αριστερός
Να λέει δεξιόστροφος κοχλιός
Και την Αριστερά να δυσφημίζει
Πολιτική σε όποιον δε γνωρίζει.
Πέμπτη, 9 Ιουλίου 2015
 

ΣΤΗΝ  ΑΜΕΡΙΚΗ
ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ

Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχω.
Οταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,
«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
"Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;"
"Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε".

Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρό μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!

Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω   
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχνω.

Ομως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολλάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".

Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμει-υπάρχω ή δεν υπάρχω;

Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:
"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα το θάνατο νικά".

Εκείνοι τα σοφά τους
βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη
από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".
"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".

Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:

"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο  μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".

Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.

Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Οπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».

Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Οσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"

Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ
τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της
το σήμα να μου κάνει.

Φαίνεται αμάρτησα πολύ
στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά
έχει για μένα κλείσει.

Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Εσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,  
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".
 

ΡΟΝΤΈΛΟ

Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Κι όλα όσα θέλει γίνονται δικά του.
Του βάζει ένα χαμόγελο στα χείλη
Κι αξιοποιώντας τη γλυκεία του πύλη
Μπορεί τα πάνω και τα φέρνει κάτου.
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ-
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Και λυ’ και δένει ό,που η ζωή τον στείλει
Μακριά πετώντας την αξιοπρέπεια του.
Και δε τον κατακρίνουνε οι φίλοι
Γιατί έχει γνώμη όπως τη δικιά του
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ.
 

ΑΥΤΟΠΥΡΠΟΛΗΣΗ

Περιβρεγμένος με το εύφλεκτο υγρό καθώς τα κάρβουνα
(εκεί που ψήνουμε, στις εξοχές),
με κίνηση μια σίγουρη το σπίρτο ανάβει.

Κι όλος μια φλόγα.

Δυο βήματα μονάχα κάνει, ορθός,
και κάθε βήμα του τη γη τραντάζει
σαν όπως ο Λένιν όταν ζούσε
μιλώντας ετράνταζε.

Και πέφτει.
Οι φλόγες τρώνε ως και τη φωνή του.
Αμίλητος.
Ακούει μόνο μιλήματα που έρχονται από μακριά. 

Από κόσμους ευτυχισμένους

Και λιώνει.
Λιώνει καθώς χρυσάφι σε καμίνι,
προτού χυθεί σε σχήματα πολύτιμα
ελκυστικά
που τους επίγονους θα τέρπουν.

 

ΔΕΚΑ

Ο Χρόνος, η Ανάγκη και η Βία
Εκάτσαν μαθητές εις τα θρανία
Και ο Θεός με δύσκολες ’ρωτήσεις τους ’πελεκα.
Να δει ποιος είναι άριστος δάσκαλος στους ανθρώπους.

Και γρήγορα αποφάσισε χωρίς μεγάλους κόπους:
Οι δυο πήρανε μηδέν κι ο Χρόνος πήρε δέκα.
 

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

Τα χρόνια τα παλιά,
τα χρόνια τα ανάστροφα,
τότε που η γη μας
στων αστερισμών ανάμεσα το χάος
επήγαινε αντί να επιστρέφει,

τότε που το φεγγάρι έδειχνε
το άλλο πρόσωπο του, τότε,
το όμορφο ήταν άσχημο και όλα
ομορφιά στον κόσμο ήταν.

Τότε η δυστυχία ήταν ευτυχία
Το μίσος αγάπη
Και ο άνθρωπος χαρά γεμάτος ζούσε.
 

 ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Φωτογραφία απέναντί μου
στέκει στον τοίχο κρεμασμένη
Εκστατική κι αγαπημένη
Βάλσαμο σκέψης αποδήμου.

Ενα τοπίο νησιού Πατρίδας
Κομμάτι Χώρας-το λιμάνι
Ο,που να δει το μάτι φτάνει
Φως απ’ τον λύχνο της ελπίδας.

Ο,που τα’ αυτί μπορεί ν’ ακούσει
Γέλια, χαρές, φωνές, τραγούδια
Και πολυχρώμτα λουλούδια
Που και σε πέτρες πάνω ανθούσι.

Σπίτια κάτασπρα από ασβέστη
Χρυσή λαμπράδα στον αέρα
Ηλιογιορτή κάθε ημέρα
Κάθε στιγμή Χριστός ανέστη.

Μες 'το χαρτί χιλιάδες μάτια
Μ’ αποζητούνε-με φωνάζουν.
Αλλ’ αλμυρά νερά σκεπάζουν
Του γυρισμού τα μονοπάτια.

Φωτογραφία κρεμασμένη
Στέκει στον τοίχο απέναντί μου
Κι είν' το τοπίο της ερήμου
Κι ειν' η θωριά της λυπημένη.

ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
 
Σε μία χώρα μακρινή
Σ’ ενός βουνού τα πλάγια
Την ώρα που την αυγινή
Το λέει η κουκουβάγια,   

Που τα ελάτια τα ψηλά
Ψιλή κουβέντα στήνουν
Με το νεράκι που κυλά
Από τις πηγές, και δίνουν

Στον γύρω αέρα ευωδιά
Και σιγουριά στο χώμα
Ενώ μερεύει την καρδιά
Το πράσινό τους χρώμα,

Εκεί ο ήλιος ο πρωινός
Μεριάζοντας τις σκάλες
Κατρακυλά και χαρωπός
Γλυκοφιλάει τις στάλες
 
Της παγωμένης της δροσιάς
Σα να ’ναι αγαπημένος
Που της καλής του φορεσιάς
Τ' ασημικά ντυμένος

Ερωτα νέον ξεκινά
Και γνώρα νέα δένει
Με κάθε στάλα σαν με μια
Καινούργια αγαπημένη…

Στη μακρυνή αυτή πλαγιά
Που έλατο μυρίζει,
Μέσα στων δέντρων τα κλαδιά
Ενα χωριό ανθίζει.

Εκεί ο νους μου τριγυρνά
Κι η σκέψη μου πετάει.
Εκεί και θέλω στα στερνά
Του βίου να με πάει

Η Μοίρα εμέ-να ξαπλωθώ
Στο χώμα του επάνω-
Τούτο είν' όλο που ποθώ-
Και έτσι να πεθάνω.
 

ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ…

Και θα πεθάνουμε.
Κι η μνήμη μας θα ζει.
Και θα γυρνάει πάνω από τη γη
Οπως η ανάσα του μωρού πάνω απ’ τό στήθος της μητέρας.
Και θα γυρνάει στα μέρη που αφήσαμε
Και θα γυρνάει στα μέρη που εκλάψαμε
Και θα γυρνάει στα μέρη που μισήσαμε-
Στ’ αγαπημένα μέρη-
Και θα γυρνάει στα τροφαντά της γης τα μέρη
Τα στέρια και χειροπιαστά κι ακέρια
Και θα γυρνάει στης γης τις ομορφιές-
Στης γης τους τόπους
Με ανέλπιδα τα κοφτερά της δόντια πια  με ξεραμένα αίματα στα νύχια.  
Σαν το ζητιάνο δίχως το δισάκι του θα τριγυρνάει στα αισθητά τα μέρη.

Και κάποτε
Οταν με των καιρών το γύρισμα
Θ’ αφανιστεί κι η γη κατω απ’ το χνώτο της,
Γυρεύοντας το στόμα να ευφράνει-
Και σπαργώντας μέσα του-
Του παντοκράτορα Μεγάλου Εραστή,
Τότε σαν άδειο τραίνο μες σε μια νεκρούπολη θα μοιάζει.

Κι ούτε η νεκρούπολη δεν θα υπάρχει.  
 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΛΕΞΙΑ
(στην ποιήτρια της Venice Beach)

Νάμουν απ' τους ανθρώπους τους καλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους πολλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους κουτούς
Καλά 'πο μένανε μόνο ν’ ακούς…

Να τάβλεπα όλα φιλικά
Να τάβλεπα όλα μαγικά
Να τάβλεπα όλα ηθικά
Και να γελούσα βλακικά…

Ω! Τι καλά που θάτανε!
Αράχνη η πέννα νάπιανε
Κι οι χέρες μου να κάνουν
Αυτά που τώρα γράφουν…

Μα κι έτσι που δεν είναι
Αλέξια αγαπητή μου
Την αψευδή διαλύω
Για σήμερα βουλή μου

Μ’ αναληθείς γιρλάντες
Τα λόγια μου στολίζω
Από αισχύνη παύω
Και πόνο να γογγύζω

Και έτσι έστω ντυμένος-
Τόσο μπορώ καλά-
Γιά τις γιορτές που φτάνουν
Σου λέω ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Κι αν το τολμώ σε σένα
Να γράφω τετοια λόγια
Είναι γιατί την ίδια
Με μένα έχεις ευλόγια

Να ξέρεις ότι κάπου
Γλυκειά μας καρτερά
Κι ένα με μας θα γίνει
Η Αληθινή Χαρά.
 

ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΙΧΩΝ

Μες στο κελλί της φυλακής
Οπου τον είχαν
Κλαίγονταν πως δεν ειν’ ελεύθερος
"Μες σ' ένα χώρο να κινείσαι
Δύο επί τρία μέτρα…
Αυτή είναι σκλαβιά
Αυτή είναι έλλειψη ελευθερίας!.."

Τα χρόνια γρήγορα περάσαν
Και τον έβγαλαν.
Τώρα μες σ' ένα χώρο τριγυρίζει μεγαλύτερο  
Και ο καημένος χαίρεται και λέει
"Ω! Τώρα ειμ' ελεύθερος αλήθεια!
Τώρα μπορώ όπου θέλω να βρεθώ!»
Σα νάταν η ελευθερία ζητημα τοίχων
Σαν νάταν η ελευθερία ζήτημα αριθμών.  

Ω! Τι καλά νάμουν κι εγώ καθώς εκείνος.
Ω! Τι καλά το μέτρο μου κι εμένα
τόσο να ήταν εύκολο
τόσο χειροπιαστό.
 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

"Κύριε πιστεύω.Βοήθησε την απιστία μου",
Του είπα. Το βλέμμα Του
Συνάντησε το βλέμμα μου.
Για μια στιγμή τυφλώθηκα, καθώς
Το φως μου, απωθημένο απ' το δικό Του
Εφτασε στου ματιού μου το επίπεδο,
Κι ώσπου να έβγει από πίσω,
Από τις τρίχες και τα οστά της κεφαλής μου.
Από εκεί ξεχύθηκε
Και φώτισε ο,τ' ήτανε ως τότε πίσω μου κρυμμένο.

Εκτοτε βλέπω με το φως Του. Τ' αστέρια
Φαίνονται μόνο όταν σκύψω προς τη γη.
Από τις αστραπές φτάνει ο ήχος πρώτα.
Οι άγγελοι δεν έχουν πια φτερά, κι οι άνθρωποι πετούνε.
Το παιδί μου το άλαλο μιλάει. Κι όλοι θαυμάζουν.
Δεν θα προσπαθήσω να τους δείξω πως έχουν λάθος.
Δεν θα είμαι εγώ που θα τους σβήσω τις ελπίδες-
πώς να τους ειπώ
πως θαύμα θάτανε αν δεν γιατρεύονταν ο γιός μου;

Υστερα έφυγε μαζί με τους μαθητές Του.
Ο γιός μου μου ’πε συνωμοτικά:
"Αποφεύγουνε τη Γαλιλαία".
Μου τόπε σαν να έπρεπε να ξέρω τι ειν' η Γαλιλαία.

Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.
Οι περίεργοι φύγανε δοξάζοντας τον Θεραπευτή.
Ο γιός μου εδόξαζε τη νέα του ζωή.

Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.
Και έβλεπα.
Σε λίγο οι μαθητές Του άνοιξαν βήμα.
Τον προσπέρασαν.
Αυτός εκάθησε αποσταμένος.

Στο βάθος
Μέσα στον καταγάλανο ουρανό
Σαν πουλιά που στέγνωναν στον ήλιο τις φτερούγες τους
Φανήκανε οι δώδεκα Σταυροί.
 

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΏΡΑ ΒΟΥΛΉΣ!

(24 Μάρτη 2018)


«Για μία ώρα η Βουλή θα μείνει στο σκοτάδι.»
Ε τι; Για νέο μας το λεν; Διακόσα χρόνια τώρα
μέσα στο σκότος ζει αυτή και πλέει μες στο βράδυ
αντάμα σκοτεινιάζοντας κι ολόκληρη τη χώρα.

Απ’ τη στιγμή που φτιάχτηκε, στο Μαύρο είναι κρυμμένη.
Ψυχή ολόμαυρη έχουνε οι βουλευτές της όλοι,
μαύρο μυαλό, μαύρα όνειρα, στα μαύρα είναι ντυμένοι
και χρήμα μαύρο κουβαλούν στο μαύρο πορτοφόλι.

Άκου θα κλείσει η Βουλή βράδυ οχτώ τα φώτα!
Μα κλειώντας φώτα ολοζωής εκείνη διασκεδάζει:
φώτα Παιδείας…Πνεύματος…και σαν του Κουίκ μια κότα
όταν βαριέται να τα κλει…ε τότε…μας τ’ αλλάζει…

 

ΔΉΛΩΣΗ ΠΑΠΟΎΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 25 ΜΆΡΤΗ
ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
                    (ή: ώδινεν όρος…)

Θρήνος πολύς ακούγεται. Πολλές καρέκλες τρίζουν.
Μήνα τσουνάμι επλάκωσε; Μήνα σεισμός εγίνη;
Ουδέ τσουνάμι επλάκωσε ουδέ σεισμός εγίνη.
Ο Κάρολος οργίστηκε με Σόϊμπλε και Μέρκελ.
Η Κρίση τον επλάκωσε στην Αττικού Ηρώδη.
«Κάρολε ρίξε τ’ άρματα, στην Ήπειρο δεν είσαι.
Εδώ είσαι σκλάβος του Όλι Ρεν, σκλάβος Λαγκάρντ και Ντράγκι».
«Η Κύπρος κι αν προσκύνησε κι αν κιότεψε η Αθήνα
άφωτη ζήση ο Κάρολος δεν έκανε, δεν κάνει».
Φακό στο χέριν άρπαξε, ρωμιούς ρωμιές φωνάζει:
«Χωρίς το φως μη ζήσωμε, ρωμιοί κεράκια φέρτε
τι ο άπιστος Φωτόπουλος μου έκοψε το φως μου.»
Και τα κεράκια ανάψανε κι ο Κάρολος κοιμάται.
 

  ΤΙ ΘΑ ΓΊΝΕΙ;…

Τι θα γίνει με δαύτους
που γελούν σαν με Πλαύτους
και τον κόσμο χαλούν
το σωστό σαν ακούν;

Λες την αλήθεια; Λαικίζεις!
Λες όλοι κλέβουνε; Φασίζεις!
Λες τον Καραμανλή «ο κλέψε να ’χεις»;
Σε κατακεραυνώνουν: «ο Εθνάρχης!»

«Βρε συ», τους λες, «ψοφάω της πείνας!»
«Αδύνατον!», σου λένε, «Στας Αθήνας;!…»
«Βρε συ έχεις χίλια κι έχω ένα!»
«Δώστε το να μην έχετε κανένα.»

«Πρέπει…», σου λένε... «Βρε ασ’ το «πρέπει»
και βάλε το βρωμόχερο στην τσέπη!»
«Εξύβρισις» σου λεν, μπάτσο φωνάζουν,
και μέσα στην ψειρού ευθύς σε βάζουν.

Κι όταν πεθάνεις αυτοί κερδίζουν
ως κι απ’ το χώμα που σε φτυαρίζουν.
 

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΟΡΒΕΤΑ
ΣΕ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
(9 Νοεμβρίου 2014)

-Κορβέτα κορβετούλα
μισοφεγγαρωτή
άραξε στο νησί μας
κι ελάτε στο Καστρί.

Να φάτε μαριδάκι
να φάτε μαυρολιές
κι απέ μετά τραβάτε
γι Άντρο και Μερμηγκιές.

Εκεί κρασάκι μπρούσκο
οι ναύτες σου θα βρουν
και με χρυσά τραγούδια
και μέλι θα χαρούν.

Στην Κέα-Μελισσάρι
κι ωραία Κορρησιά
και δροσερό αγεράκι
σε Ποίσες-σε Πλαγιά.

-Εγώ για μεζεδάκι
έχω το Σαμαρά
και όλο το Αιγαίο
για κέφι και χαρά.

Δικά μου τα νησιά του
τα φραγκοζηλευτά,
της Πάρου η ώρια χώρα,
τα μάρμαρα λευκά.

Κι αν θέλω μεζεδάκι
μαρίδα και κρασί,
στον Πειραιά τραβάω
στη Σμύρνη μου καρσί.
 

Μ' ΑΣΠΡΟ ΜΑΝΔΥΑ ΚΑΙ ΣΑΡΙΚΙ

(Λος Άντζελες, 1987)

Μ' άσπρο μανδύα και σαρίκι
και με χρυσό ένα σκουλαρίκι
ο Μέντ σερβίρει τους πελάτες
χάμπουργκερ τσίλι και πατάτες.

Τόσο μακριά από τη πατρίδα
χωρίς χαρά χωρίς ελπίδα
α! Ποια ζωή περνά θλιμμένη
και ποια θυμάται περασμένη…

Άραγε πόση πίκρα κρύβει
μες στις μερίδες που σερβίρει
ποιον ξεγελά πόνο κρυφό του
το ευγενικό χαμόγελό του...

Ποιος ήλιος τάχατε του λείπει
κι είναι χαμένος μες στη λύπη
και ποιο αργυρό κρατεί φεγγάρι
το γέλιο του όλο και τη χάρη;

Σοφέ θεέ όση κακία
κρύβεται μες στην ακακία
τόσο εντός σου κλείνεις μένος
για το ανθρώπινο το γένος.

Α! Πώς μισείς τα πλάσματά σου!
Σαν να μην ήτανε δικά σου
το θείο χέρι σου απλώνεις
και κάθε μέρα τα σκοτώνεις…

 

 ΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΜΟΥ

Τα κοστούμια μου όταν φεύγω
απ' το σπίτι κάθε μέρα
βγαίνουν έξω απ' τη ντουλάπα
για να πάρουνε αέρα.

Κάλτσες βάζουν και παπούτσια
τα πουκάμισα περνάνε,
τις γραβάτες στο λαιμό τους
τις πολύχρωμες φοράνε

και αρχίζουνε να ζούνε
την αλλιώτικη ζωή τους
τη μακριά από τους ανθρώπους
τη σωστή κι αληθινή τους.

Δίχως φόβο, δίχως σκέψη
το τηλέφωνο σηκώνουν
προσκαλούνε κι άλλα ρούχα
και γελούν-και ξεφαντώνουν.

Και το σπίτι όλο αλλάζει
σε παράδεισο ενδυμάτων
και φωτίζονται όλα γύρω
με τη λάμψη των χρωμάτων.

Ζακετάκια, ταγιεράκια,
φουστανάκια και φουστίτσες
κι απαλά εσωρρουχάκια
κι αραχνόφαντες καλτσίτσες

με κοστούμια και πουλόβερ
ταιριασμένα περπατούνε
αγκαλιάζονται, φιλιούνται
και 'λαφρώνουν…και πετούνε...

Και χαρά θωρείς να λάμπει
στα ωραία πρόσωπά τους
που για λίγο μόνον έστω
δεν ειν' άνθρωποι κοντά τους.

Μια στιγμή μόνο πριν έρθω
τα κοστούμια μου γυρίζουν
και σα διόλου να μη λείψαν
στις κρεμάστρες τους καθίζουν.

Δε γνωρίζουν ότι ξέρω
κι έτσι όπως τα κοιτάζω
με τους άλλους τους ανθρώπους
θα νομίζουν ότι μοιάζω.

Α! Να γίνω ας μπορούσα
ένα ρούχο ευτυχισμένο
ένα ρούχο όπως εκείνα
στην ντουλάπα κρεμασμένο!

Και οι άνθρωποι όταν φεύγουν
α! να ζω-κι αυτά μαζί μου-
τη ζωή κι εγώ την άλλη
τη σωστή κι αληθινή μου…

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ

Ο προπάππος μας Αδάμ
και η προγιαγιά μας Εύα
τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ
και καθόλου δε δουλεύαν.

Ξάπλα βράδυ και πρωί
ζούσαν όμορφη ζωή.
Δίχως κόπους και ιδρώτα
πέρναγαν ζωή και κότα.

Και δεν πλήρωναν ΟTΕ
δεν πληρώναν εφορία
κι ούτε είχανε ποτέ
με δοσάδες φασαρία-

με αγγέλους συντροφιά
και με το θεό παρέα
όλα ήτανε καλά
κι όλα ήτανε ωραία.

Ώσπου η Εύα βιαστική
στον Αδάμ πάει μια μέρα
που τον φρέσκο του εκεί
κάπου έπαιρνε αέρα

και κραδαίνοντας σφιχτά
μες στο χέρι ένα ξύλο
στο κεφάλι τον χτυπά
και του λέει: «θέλω μήλο!»

«Βρε καλή μου-βρε χρυσή
τι κουβέντα είν' αυτή
κι έτσι άξαφνα πώς σου 'ρθε;
κι από ποιόνε; κι από πούθε;

ξέρεις τι ο κραταιός
μας εδιάταξε ο θεός:
τ' άλλα δέντρα να τρυγάμε
αλλά μήλο να μη φάμε».

«Ξέρω τι μας έχει πει
μα εγώ έμαθα ακόμα
το γιατί τέτοια εντολή
του 'χει βγει από το στόμα-

είναι γιατί αν γευτούμε
από κείνο τον καρπό
σαν και κείνον θα γινούμε-
δηλαδή θεοί: γι αυτό!’».

«Τι ιδέα μα το ναι..
ποιος σου το 'πε αυτό μωρέ;
ζώο θα 'λεγα πως θα 'ναι'
μα τα ζώα δε μιλάνε...»

«Να που έγινε κι αυτό
και μου μίλησ' ένα ήδη-
το μεγάλο μυστικό
μου το σφύριξε το φίδι».

«Τι απρόσμενο κακό
είναι τούτο που ακώ!
ένα φίδι να τολμάει
στους ανθρώπους να μιλάει...

και γιατί παρακαλώ;
για να βάλει στο μυαλό
μιας κουτής 'όπως εσένα
λόγια ψεύτικα ένα ένα...

τι θα γίνω εγώ με σε;
ρε Ευάκι άκου και ’μέ-
ο θεός όταν το μάθει
θα μας δώσει χίλια πάθη..»

«Συ θα πεις εμέ κουτή;
άρπα' τη λοιπόν κι αυτή!»
και το ξύλο που κρατάει
στο κεφάλι του το σπάει.

«Και να ξέρεις-μήλο εγώ
θες δε θέλεις θα γευτώ:
στο μυαλό μου ό,τι βάνω
δε 'συχάζω αν δεν το κάνω'

όμως συ ’σαι ο κουτός'
γιατί ακόμα κι αν ο θεός
θέλει να μας τιμωρήσει
γι αυτό που 'χουμε τολμήσει

δε θα το μπορεί αφού
θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»
«Τι ξερό κεφάλι! φτου!
Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»

Έτσι είπε ο φτωχός.
Όμως έφαγε κι αυτός.
Κι ο θεός απ' το πανώριο
τους κυνήγησε φυτώριο.

Η συνέχεια είναι γνωστή:
μια ζωή μόχθου μεστή
και ταλαιπωριών περνούνε
έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.

Κι από τότε όλες κρατάνε
οι γυναίκες ένα ξύλο
και τους άντρες τους χτυπάνε'
κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.
 

              -----

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΣΤΟ ΛΟΣ
ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

Ο γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Αντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδιάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.
 

ΒΡΑΔΙΑ ΧΟΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Λος Αντζελες. Νοέμβριος. Χορός επιστημόνων
Ωρα επτά. Η είσοδος είναι με σμόκιν μόνον.
Έλληνες που εφύγανε απ’ τη φτωχή πατρίδα
μια πλούσια κουκουλώθηκαν γρηά αμερικανίδα

και τώρα ζούνε κάνοντας χορούς κάθε λιγάκι-
της ζωής εκούσιοι ναυαγοί-της κοινωνίας ράκη.
Οπως απόψε κάνανε  κι εφώναξαν κι εμένα
που άλλου είδους ναυαγός εβρέθηκα στα ξένα.

Ο ένας απ’ τον άλλονε τελείως ξεκομμένοι
και μόνον γέλιο άχαρο ένα τους απομένει
ψυχρό κι αυτό κι απόμακρο σαν κάποιο ξεχασμένο
φάντασμα γέλιου αλλοτινού-σαν κάτι πεθαμένο.

Δυο πολυέλαιοι κρέμονται τεράστιοι απ’ το ταβάνι
μια ορχήστρα νέων ομογενών κάποια γωνία πιάνει
και πάνω στο τραπέζι μας άνθη ωραία ευώδη
που την καρδιά θα μέρευαν ακόμα και Ηρώδη.

Ψυχρή  ατμόσφαιρα-ψυχρά μιλήματα κι  αστεία
και μ’ ύφος που εταίριαζε στην αίθουσα την κρύα
σηκώθηκε αφού φάγαμε ένα αναιδές παιδάριο
κι  έκανε μία  διάλεξη  θερμή  για  το  δολάριο.

Τι  κι   αν  εβγήκε  απ’  τη   μικρή  ορχήστρα η  Γερακίνα
τι  κι  αν  νεράκι   ολόδροσο  να πα’  να φέρει εκίνα
μα γύρισε αξεδίψαστη  στο  παγερό  το βράδυ
γιατί   όσο και αν έψαξε  δε  βρήκε ένα πηγάδι .

Κι  απ’   όλης  τούτης  της  βραδιάς  τον  νυσταγμένο  σάλο
τα λουλουδάκια αξίζανε μονάχα  δίχως  άλλο-
υάκινθοι, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, ορχιδέες
που  με  λεξούλες   μας  μιλούν  που  είναι  πάντα νέες.

Έτσι περνούν οι ομογενείς στης ξενιτιάς τα μέρη:
με το κενό για σύντροφο-με την ανία για  ταίρι.
Κι όποιος κατάρα θα ’θελε σε κάποιονε να δώσει
ας του ευχηθεί της ξενιτιάς το σκότος να τον ζώσει.

Λος Αντζελες, 7 Μαρτίου 1987
 

ΠΑΡΕ-ΔΩΣΕ
(Λος Άντζελες 1988)

Η Αμερική η πουτάνα!
Οι πόρνοι Αμερικάνοι!
Στο κλέψιμο κανένας
Στον κόσμο δεν τους φτάνει.

Και κλέβοντας απ' όλους
Κλέβουνε κι από μένα
Λεφτά που τώρα βγάζω
Ή πριν είχα βγαλμένα.

Μου παίρνουνε για γκάζι
Μου παίρνουνε για νοίκι
Μου παίρνουν να μου δώσουν
Για τα γυαλιά μου θήκη.

Παίρνουν-ποτέ δε  δίνουν
Και ρέστον με αφήνουν-
Και τι τους παίρνω εγώ;
Τ' αρχίδια τους τα δυο!

Για ν' αναπνέω μου παίρνουν
Μου παίρνουν για να τρώω
Μου παίρνουν για να φτιάξουν
στους χέστες τους ηρώο.

Για να μιλώ μου παίρνουν,
Μου παίρνουν για να βήχω
Μου παίρνουν για να γράψω
Αυτόν εδώ το στίχο.

Μου παίρνουν για το ένα
Μου παίρνουν για το άλλο
Για το μικρό μου παίρνουν
Παίρνουν για το μεγάλο.

Παίρνουν για να μ' αλλάξουν
Στο κάρο μου τα λάδια
Παίρνουν για να μ' αφήνουν
Να έχω φως τα βράδια,

Στο ξύπνο μου μού παίρνουν
Μου παίρνουνε στον ύπνο
Μου παίρνουν για το γεύμα
Μου παίρνουν για το δείπνο.

Μου δίνουνε δολλάρια
Διακόσα κάθε μήνα
Και μ' ένα ΤΟW ΑWAY
Τα παίρνουνε κι εκείνα.

Μου δίνουνε δολάρια
πενήντα τη βδομάδα
Και μου τα παίρνουν όλα
Για μια πορτοκαλάδα.

Παίρνουν-ποτέ δε δίνουν
Και ρέστον με αφήνουν
-Και τι τους παίρνω εγώ;
Τ' αρχίδια τους τα δυο!

Για γέφυρες μου παίρνουν
Μου παίρνουνε για δρόμους
Κι όλο καινούργια χρέη
Μου βάζουνε στους ώμους.

Για τούτο δω μου παίρνουν
Μου παίρνουνε για κείνο
Κι εγώ -κι αλλιώς ας κάνω-
Ατέρμονα τους δίνω.

Μου παίρνουνε για άδειες
Μου παίρνουνε για ρούχα
Μου παίρνουν κείνα πούχω
Μου παίρνουν κείνα πούχα

Για ντύσιμο μου παίρνουν
Μου παίρνουν για φαΐ
Μου παίρνουν και μου παίρνουν
Συνέχεια-μια ζωή.

Παίρνουν-ποτέ δε δίνουν
Και ρέστον με αφήνουν—
Και τι τους παίρνω εγώ;
Τ' αρχίδια τους τα δυο!

Μ' απ' τις πολλές κατάρες
που από τον κόσμο ακούνε
στη γη αυτή επάνω
χαϊρι δε θα δούνε.

Και δίχως να το πάρουν
Καλά καλά χαμπάρι
Από το πάρε-πάρε
Ο διάολος θα τους πάρει.

------
 

ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΤΟΝ ΑΜΟΡΓΙΑΝΟ
« ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ»

Νίκο αηδόνι Ελληνικό στα δάση των βαρβάρων!
Νίκο αχτίδα θαλπερή αλλοτινών μας φάρων!
Νίκο ξενητεμένο μας αδέρφι, πατριώτη!
Νίκο τραγούδα! Θέρμαινε καρδιές! Φώτιζε σκότη!

Στον τόπο που μας πέταξε η ζωη αλυσωμένους
Να υπηρετούμε άγνωστους, να ζούμε μες σε ξένους
Νίκο τα πάθη μέρευε πότιζε τις ελπίδες
Αλάφρωνε… αλάφρωνε Νίκο τις αλυσίδες.

Νικόλα το τραγούδι μας μάς το ’χουν πάρει άλλοι.
Ποιος θα μπορούσε άραγε στο νου του να το βάλει
Ότι τη λύρα που ύπαρξη σε δέντρα κι όρη δίνει
Θα την ποδοπατούσανε αναίσχυντα εκείνοι…

Σαν λαίλαπα μια περάσαν και ρήμαξαν τη χώρα
Απ’ όλα όσα οι θεοι της είχαν δώσει δώρα.
Κι όπως το καθ’ ευώδες της εξέραναν λουλούδι
Φεύγοντας την αφήσανε γυμνή κι από τραγούδι.

Μα όπως σαν πάψουν οι βροχές και στρίψουν τα ποτάμια
Κι ενώ να σβήσει σπαρταρά λες του νερού η Λάμια
Τα χιόνια λιώνουν στα βουνά και μες στο καλοκαίρι
Με το νερό τους γίνονται οι κοίτες πάλι ταίρι,

Απ’ τις ψηλές έτσι κορφές της ψυχής των Ελλήνων-
Θρεμμένες με ιδανικά Πλαταιών και Σαλαμίνων
Αρχισε γλυκοκέλαδο να ροβολάει σακάτου
Ξανά το ζείδωρο νερό στα ρείθρα τα παλιά του.

Και πάλι, να! Βαδίζουμε. Με βήμα μετρημένο
Μα με το νου μας με κορφές Ολύμπων ταιριασμένο.
Κι άρχισαν να φυτρώνουνε πάλι στην Γη λουλούδια.
Κι αρχίσανε ν’ ανθίζουνε στα χείλη μας τραγούδια.

Μα τα τραγούδια, τα μικρά που ειχαμ’ έστω πλέξει
(Διαμάντι κάθε συλλαβή, ζαφείρι κάθε λέξη)
Πίσω εμείς τ’ αφήσαμε, με κάθε τι δικό μας
Όταν μας έστειλε αδειανούς εδώ το ριζικό μας.

Αλλά η φλόγα όπως χωρίς πνοή αγέρα σβήνει
Χωρίς τραγούδι δε μπορεί και ο Ρωμηός να μείνει.
Κι αυτό είναι Νίκο που σ’ εμάς όλους εδώ προσφέρεις
Όπως η ωραία σου φωνή και σύ μονάχα ξέρεις.

Με το γλυκό τραγούδι σου λίγη Ελλάδα παίρνεις
Και μέσα στου Λος Αντζελες την έρημο τη φέρνεις.
Και διψασμένοι πίνουμε – και ξέδιψοι μεθούμε
Και λίγο στυλωνόμαστε- και λίγο ξαναζούμε.

Μες στου βαθιού σου τραγουδιού χανόμαστε τους γύρους
Κι όταν, αργά, θα φύγουμε, κρατάς εκεί ομήρους
Τη σκέψη και την έγνοια μας στα τραπεζάκια πάνω
Όπως η άλλη Μύκονος κράταε τον πελεκάνο.

Και, Νίκο, δεν μας δίνεις μια πατρίδα ψευτισμένη
Σαν τραγουδάς. Ούτε καμιά πατρίδα φαντασμένη.
Παρά μας δίνεις τη γλυκιά Πατρίδα όπως είναι.
Η Αθήνα στέκει δίπλα μας και όχι «αι Αθήναι».

Οι όμορφες οι γειτονιές κι όχι το Κολωνάκι.
Μας δίνεις την Ακρόπολη βράδυ με φεγγαράκι.
Μας σεργιανίζεις σε μικρές υπόγειες ταβέρνες
Που είναι ακένωτες χαράς και αντροσύνης στέρνες.

Μας δίνεις Κυριακάτικα λαμπρά απογεματάκια
Που τα καλά τους βάνουνε τα νια παλληκαράκια
Και βόλτα βγαίνουν για να δουν κάποιο κρυφό μεράκι-
Μια Δέσπω… μίαν Αρτεμις… τη Μαίρη…. το Φροσάκι…

Της Ελληνίδας λεβεντιάς Νίκο το θείο δώρο
Μας δίνει το τραγούδι σου στης «Μύκονου» το χώρο:
Ότι του έλληνα η ψυχή, και μες σε χέρια ξένα
Αλύγιστη είναι πάντοτε και σκλάβα σε κανένα.

Νίκο φωνή ρωμαίκη στη ξένη Καλιφόρνια!
Φωνή γλυκό κελάδημα μέσα σε κρώζοντα όρνια!
Κελάδημα που βάλσαμο μες στη ψυχή σταλάζει
Κι εκείνει γλυκό ’φραίνεται κι άφατα αναγαλιάζει!

Νίκο τραγούδα! Την παλιά ανάσταινε τη Δόξα.
Του Δωρικού μας του ναού ζωντάνευε τα τόξα
Κι αυτά με βέλη τις σεπτές γραμμές του ας μας τοξέψουν:
Τέτοιες σαϊτιές κάθε πληγή μπορούνε να γιατρέψουν.

Δροσιά στο κάμα του ηλιού ειν’ η φωνή σου Νίκο.
Φραγγέλι το τραγούδι σου στου Εμπορίου τον Οίκο.
Κι η πίστα όταν πάνω της βρεθείς γεμίζει μάγια
Σαν πρωτοθώρητα εκεί του Έθνους να λάμπουν τ’ Άγια.

Νικο τραγούδα! Πότιζε μ’ Ελλάδα τη ζωή μας.
Ό,τι εκεί αφήσαμε φέρνε το εδώ μαζί μας.
Και τις πικρές της ξενιτιάς τις μαύρες κάνε ώρες
χαρούμενες να μοιάζουνε νυφούλες λευκοφόρες.

----