ΤΟ ΘΑΥΜΑ
"Κύριε πιστεύω.Βοήθησε την απιστία μου",
Του είπα. Το βλέμμα Του
Συνάντησε το βλέμμα μου.
Για μια στιγμή τυφλώθηκα, καθώς
Το φως μου, απωθημένο απ' το δικό Του
Εφτασε στου ματιού μου το επίπεδο,
Κι ώσπου να έβγει από πίσω,
Από τις τρίχες και τα οστά της κεφαλής μου.
Από εκεί ξεχύθηκε
Και φώτισε ο,τ' ήτανε ως τότε πίσω μου κρυμμένο.
Εκτοτε βλέπω με το φως Του. Τ' αστέρια
Φαίνονται μόνο όταν σκύψω προς τη γη.
Από τις αστραπές φτάνει ο ήχος πρώτα.
Οι άγγελοι δεν έχουν πια φτερά, κι οι άνθρωποι πετούνε.
Το παιδί μου το άλαλο μιλάει. Κι όλοι θαυμάζουν.
Δεν θα προσπαθήσω να τους δείξω πως έχουν λάθος.
Δεν θα είμαι εγώ που θα τους σβήσω τις ελπίδες-
πώς να τους ειπώ
πως θαύμα θάτανε αν δεν γιατρεύονταν ο γιός μου;
Υστερα έφυγε μαζί με τους μαθητές Του.
Ο γιός μου μου ’πε συνωμοτικά:
"Αποφεύγουνε τη Γαλιλαία".
Μου τόπε σαν να έπρεπε να ξέρω τι ειν' η Γαλιλαία.
Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.
Οι περίεργοι φύγανε δοξάζοντας τον Θεραπευτή.
Ο γιός μου εδόξαζε τη νέα του ζωή.
Στάθηκα μόνος εκεί πέρα.
Και έβλεπα.
Σε λίγο οι μαθητές Του άνοιξαν βήμα.
Τον προσπέρασαν.
Αυτός εκάθησε αποσταμένος.
Στο βάθος
Μέσα στον καταγάλανο ουρανό
Σαν πουλιά που στέγνωναν στον ήλιο τις φτερούγες τους
Φανήκανε οι δώδεκα Σταυροί.