Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν, αμίλητοι,
ήρεμοι, σκεφτικοί, προχωρούν, πίσω τους
τον κόσμον όλο περίφροντιν αφήνοντας.
Σε μαύρες σακκούλες μέσα, για προστασία
από μάτια αδιάκριτα και υποκριτικά,
την περιουσία τους όλη κλείνουν. Ρούχα
με όλη τους τη γύμνια ντυμένα, σαν να 'χει
μόνο η βρώμα μείνει απάνω τους, φορούν.
Παρακαλεστικό το μάτι ποτέ δεν βλέπει,
και σαν πουλιά πάντα να ήτανε κυνηγημένα
σ' ένα μέρος δε στέκουν. Και η ζωή, σκυλιασμένη
πίσω τους ακολουθεί, μάταια ευκαιρία ζητώντας
θύματα κι αυτούς υποτακτικά της να τους κάνει.