Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

 ΠΑΕΙ  Ο ΚΑΙΡΟΣ

Πάει ο καιρός που πίστευες ότι θ'  αγαπηθείς
Πως-δε μπορεί-αμίαντος κάπου σε περιμένει
Ο ωκεανός του Ερωτα-απέραντος, βαθύς
Με μέσα του για σένανε μια αγάπη φυλαγμένη

Πάει ο καιρός που πίστευες πως κάπου καρτερεί
τους δρόμους αγναντεύοντας, για σένα μια νεράιδα.
Πάει ο καιρός που πίστευες πως θάρχονταν καιροί
Που της ψυχής θα φείδονταν της θλίψης τα σκοτάδια.

Πάει ο καιρός. Έχλώμιασε της πίστης η θωριά
Κι η που την έτρεφε ζεστή έσβησε πια ελπίδα
Πουλιά που λησμονήθηκαν στης ζήσης το βοριά
Φωλίτσες που τις σάρωσε του Χρόνου η καταιγίδα.

Πάει  ο καιρός. Αλάργεψαν οι ώρες της χαράς
Και  τόσο επέρσεψε πολύ το μίσος στην ψυχή  σου
Που όσο κι  αν  τώρα προσπαθείς βλέπεις πως  δε χωράς
Από την πύλη  τη  στενή να έβγεις της αβύσσου.

THE WALKING MAN

Στον κήπο του UCLΑ.
Ένα συνηθισμένο απόγεμα-θανατερό.

Γύρω μου άνθρωποι.
Ας τους δω.
Χείλια δηλητήριο.
Μάτια πετώντας σπίθες μίσους.
Πρόσωπα σαρκοφάγα.
Σκέψεις φουρτουνιασμένες από σχέδια εγκλημάτων.
Τα χέρια τους τελειώνουν σε μαχαίρια.
Χτυπούν, ξεσχίζουν.
Το χώμα βαμμένο μ’ αίμα.
Ολα πεσμένα.
Μες στο βαρύ, άπελπο βράδυ
Κούφια παρηγοριά οι Καυκάσιες οιμωγές.

Αλλά καθώς κατά το Θέατρο τραβώ
Ολο πιό δυνατά φτάνει στ' αυτιά μου
Μια βουερή περπατησιά δίποδου αλόγου.

Ακολουθώ τον ήχο. Και μπροστά μου
THE WALKING MAN.

Μάτια και νου μου μαγνητίζει.
Αψύς, τραχύς, άγγιχτος απ' τα γύρω
Τραβά το δρόμο το μοναδικό τ' ανθρώπου.
Μαρμαρικά τα μούσκουλα.
Το ανάστημα γιγάντιο.
Κορμί αχάλαστο βουνό.
Με δίχως χέρια που σκοτώνουν.
Δίχως κεφάλι να οδηγεί
αιματηρά και δακρυσμένα ηνία.

Αθώος απ' όλα.

Με δίχως στόμα τη φωνή μιλεί της Φύσης.
Με δίχως μάτια κι όλα γύρω του τα βλέπει.
Με δίχως χέρια κι όλα τα κρατεί.

Στέκω μπροστά του και τόνε θωρώ
Με νοσταλγία γυμνή και ζήλεια ξαναμμένη.

Γαληνεμένη τώρα η βραδιά
Γΰρω από τ’ άχερο κι ακέφαλο κορμί.
Και όλα δένουν σ' ένα ταίριασμα ειρηνικό και πράο
Με το ιδανικό κορμί
Που όλο πάει
που όλο προχωράει.

Τριγύρω σάρκινες φιγούρες περπατούν.
Κάποια απ’ αυτές ανάβει ένα σπίρτο.
Στη φλόγα μέσα φάνηκε ολοκάθαρα η ευτυχία Απανθρακωμένη.
 

 ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΙ

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι
Όταν το παν βυθίζεται τριγύρω μας και πλάι.
Ο ήλιος τ’ άρμα του απ’ τη γη απόμακρα οδηγεί.
Αγύριστα εστέρεψε κάθε νεροπηγή.

Η θαλασα ξεράθηκε. Το αλάτι της τυλίγει
Σαν άσπρο σάβανο τη γη-μια νεκροφόρα κλίνη
Που κουβαλεί στη φλούδα της επάνω τη ρικνή
Κουφάρια άζωα καθώς νωθρή γυρνά κι οκνή.

Α! Και η σάρκα η ρόδινη κι η ποθοσμιλεμένη
Τώρα μπροστά μας κείτεται νεκρή και σαπισμένη
Κι ως πάνω της η μνήμη μας με πάθος ασελγεί
Μηχανικά συσπάται αυτή λες νιώθει και αλγεί.

Τ’ άστρα τα λάμποντα μ’ ορμή πέφτουν απά στη γη μας
Και περγελά η όψη τους σκληρά την ποίησή μας
Γιατί όταν πλησιάζουνε μοιάζουνε σκοτεινά
Στόματα που καθένα τους λάμψη και φως πεινά.

Σ’ αυτόν το μέγα το σεισμό μον’ ο σεισμός μένει όρθιος.
Ετούτο τ’ απολείτουργο δε θ’ ακλουθήσει όρθρος.
Δε θ’ ακλουθήσει ανάσταση ετούτη τη θανή
Στη στάχτη μέσα σπίθα μια δε θα ξαναφανεί.

Σ’ έρμη μια μέσα παγωνιά το άρωμα του σκίνου
Με το γλυκό μπερδεύεται κελάδημα του σπίνου
Ερωτοζευγαρώνονται και το μηδέν γεννούν
Και χάνονται και στ’ άοσμο και στ’ άλαλο γυρνούν.

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι
Όταν το παν βυθίζεται τριγύρω μας και πλάι,
Ακίνητοι ατενιζοντας τη λάβα που κυλά
Και, ερωμένη ακόρεστη, σκοτώνει ό,τι φιλά.

WEST L.A. 22810

Κάθε πρωί βλέπεις νεαρά κορίτσια να κυκλοφορούν κρατώντας στη μασχάλη τους ένα κομμένο γυναικείο κεφάλι.
Μερικά κορίτσια το κρατούν σφιγμένο ανάμεσα πλευρών και βραχίονος, με το πρόσωπο στραμμένο στα πλευρά τους. Η μύτη και το στόμα έτσι πιέζονται.
Άλλα το βάζουν στην ίδια θέση αλλά με τον κομμένο λαιμό ν’ ακουμπάει στον βραχίονα και η κορυφή τιυ κρανίου στα πλευρά τους.  Τότε το πρόσωπο είναι ελεύθερο και απαραβίαστο.
Άλλα το κρατούν από τα μαλλιά ή από κάποιο αυτί.
Συνηθισμένη εικόνα στο WEST Los Angeles, Vine Street, όπου στο είκοσι δύο οχτακόσα δέκα λειτουργεί μία Σχολή Κομμωτριών, και όπου κάθε πρωί οι κοπέλες πηγαίνουν για το μάθημά τους.
 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα παιδιά πιο κοντά στην ενθύμηση είναι
της γαλήνης που, ανύπαρκτα, είχαν.  
και να συνηθίσουν δεν μπορούν τ' αδιάφορα,
ή εχθρικά έμψυχα, που κορυβαντιούν.

Γι αυτό δυνατότερα το θάνατο ποθούν
που ριζικά από την αρρώστια της ζωής
θεραπεύει-που απ' όλες λυτρώνει
τις παγίδες της γης που τα κυκλώνουν.

Στενοχωριούνται, κλαίνε, γκρινιάζουν.
Πολλά δεν αντέχουν και γκρεμίζονται
από τα παράθυρα, ή, τη νύχτα, τρέχουνε

στο φεγγάρι, ή παν και πνίγονται, ή άλλα,
από τύχη τους καλή πεθαίνουν-θα πει
η φύση με τη βούλησή τους συμμαχεί.  
 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
σβήνοντας κάθε σκοτάδι και κάθε
σκιά που ως τότε με κρατούσε.

Και όσοι μ’ αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον.
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.

Στα όνειρα ό,τι ζούσα, το έχανα
ξυπνώντας. Έτσι και το σκοτάδι μου
θα χάσω. Και μες σε μια βαριά
θα πλέω γαλήνη μοναχός.
 

ΙΔΙΑ

Το χτες το σήμερα και το αύριο
πόσο είναι ίδια! Πριν χρόνια κάμποσα
η άγνοια τα ξεχώριζε.  Πιο ύστερα
τα ξεχωρίζαν οι ανάγκες. Όμως τώρα  

το χτες το σήμερα και το αύριο πόσο ίδια είναι!
Σαν να 'ναι είδωλο το ένα του άλλου, που μέσα
σ' ένα πολύεδρον καθρέφτη ανακλάται.
Ίδιο το κελάδημα του πουλιού,

ίδιο το πουλί που κελαδεί, ίδιο το πρωί,
ίδιο το χορτάρι που δροσιά φορτωμένο,
πάντοτε και τώρα, το φως του ίδιου ήλιου

επιστρέφει. Ίδια όλα. Κι αν κάτι θα φανεί
σαν άλλο να 'ναι, είναι απ’ τα μάτια  
που για νέο κάτι διψάνε.
 

ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΑ

Η τελετή έφτασε στο τέλος της
Οι ιερείς θυσίασαν τα σφάγια
Η μάγισσα μας έδειξε μες απ' το βέλο της
Ολα όσα γνώριζε τα μάγια.

Οι χορευτές χορέψανε του έρωτα
Τον άφταστο χορό το λιγωμένο
Και με κρασί εμέθυσε ανέρωτο
Το πλήθος που ήταν γύρω μαζεμένο.

Τώρα τα κόκκαλα ακόμα καίγονται
Στη στάχτη της φωτιάς την πυρωμένη
Κι όλοι-μαζί κι οι ιερείς- ορέγονται
Τη σάρκα σου να δουν την ξαναμμένη.

Έλα λοιπόν θεά που παραμόνευες
Την ώρα η τελετή να τελειώσει
Τη γύμνια σου που μόνη-έλα-εθώπευες
Αστηνε να μας δει-να μας θαμπώσει.

Έλα στο ηδονικό σου το φανέρωμα
Να ορθώσουν τα μονάχα μας τα φύλα
Ελα να σιδερέψει το ήπιο κέρωμα
Έλα τα δόντια σου να σκίσουνε τα μήλα.

Ολα τον ερχομό σου ετοιμάζανε
Τη θεία σου ποθούσαν παρουσία
Οι ιερείς τα ζώα που εσφάζανε
Σε σένα τα προσφέρουνε θυσία.

Ελα θεά που μόνη μας απόμεινες
Ελπίδα κι ασχολία μας μονάχη
Θεά που τόσα χρόνια μας επρόδινες
Και μας εχώριζε η αμάχη.  

Ελα και λάμψε στα σκοτάδια μας
Το αχνό σου φως για μας σαν ήλιος
Γίνε στην ύπαρξη την άδεια μας
Για τον κισσό ο,τι ειν' ο στύλος.

Θεά γλυκειά θα σε λατρέψουμε
θα ξεφαντώσουμε μαζί σου   
Και με κανένα δε θα στέψουμε
"Οχι" την όποια απαίτησή σου.

Σβήνει η φωτιά. Τα πέπλα μέριασε
Που σε κρατούν, και φανερώσου.
Σβήνει η φωτιά. Έλα και ταίριασε
Με τα φτερά μας το φτερό σου.

Οι τελετάρχες ξεκρεμάσανε
Τα λαμπερά τους τα στολίδια
Ο,τι ωραίο ετοιμάσανε
Χωρίς εσέ πάει στα σκουπίδια.

Έλα κυρά και διπλατσάλωσε
Τη βαρετή την προσμονή μας
Έλα κυρά μου και δυνάμωσε
Την που αργοσβεί πνιχτή φωνή μας.

Στ' αργοταξίδευτο καράβι μας
Ελα, και σβήσανε τα φώτα
Ελα και άδραξε τα πάθη μας
Και μέρεψέ τα όπως πρώτα.

Κι όπως το ρυάκι μες στο χείμαρρο
Πέφτει και χάνεται κι εκείνο
Ετσι κι εγώ θυσία στον ίμερο
Τον άδραστό σου θε να γίνω.

Η ώρα φεύγει. «Πάει-επέρασε-
Δε θάρθει» όλοι λεν και φεύγουν.  
"Δε θάρθει", λένε, "πια εγέρασε"
Και τα εργαλεία τους μαζεύουν.

Μα τη χαρά την τελευταία μου
Εγώ μονάχη δε θ' αφήσω.
Κάθε φορά και πάντα νέα μου    
Είναι όταν θα σε συναντήσω.

Θα κάτσω εδώ, μόνος, στις λάμπουσες
Τις στάχτες πάνω, μες στο σκότος
Γιατί το ξέρω πως μας άκουσες
Και θα ’μαι εγώ λάτρης σου πρώτος.

Κι όταν θαρθείς συ μόνη υπάρχουσα
Μέσα στον κόσμο μου οπτασία
Θα ΄ναι ποτέ σαν να μην άκουσα
Πριν τη γλυκιά σου μελωδία.  

                    -------
 

Βασιλική. 22-6-95, Λος Άντζελες

Οι πληγές ανοιχτές και ακατάσχετα αιμάσσουσες.
Η μοναξιά τρισδιάστατη.
Τα φαντάσματα όλα παρόντα.
Οι ακίδες σπαθιά εν ενεργεία.
Η ώρα σπασμένη σε τέταρτα τουλάχιστον.
Το πλήθος με πέτρες στα χέρια.
Η υπομονή απούσα
γιατί μέσα στα ματόκλαδά σου την έχεις
Νύχτα.
 

ΟΛΗ

Τελείωσε το γράμμα.
Με ήρεμες, αργές κινήσεις
Σοβαρός
Εβαλε το μολύβι του στη θήκη.
Πήγε στη βρύση, την άνοιξε. Το νερό
Χύμηξε μες στο κύπελλο
και κείνο του ’φυγε απ’ τα χέρια.
Πήρε άλλο. Γέμισε. Ηπιε.
Στο μπάνιο
πιέζοντας το σωληνάριο
Αφησε πάνω στο βουρτσάκι λίγην οδοντόκρεμα.
Ανοιξε το στόμα
Και άρχιαε τα δόντια του να πλένει μ’ επιμέλεια.
Κι ήταν προτού το πλύσιμο τελειώσει ακόμα
Που ξαφνικά κατάλαβε πόσο ποθώντας τις γυναίκες
Είχε η ζωή του όλη πάει στα χαμένα.
 

ΤΟ ΑΦΩΝΟ

Ετούτο το χαρτί που πάνω του σκαλίζω ορύγματα
Αναχώματα της πέννας
Που πάνω του σήματα ακατάληπτα ζωγραφώ
Ετούτο το χαρτί που πάνω του ασελγώ
Ετούτο το χαρτί που πιέζω, τσαλακώνω και τσακίζω
Ετούτο το άφωνο, το αδιαμαρτύρητο χαρτί, το πονεμένο
Ετούτο το χαρτί που τη λευκότη του μαυρίζω
Ετούτο το χαρτί που απτόητα πάνω του γράφω
Ετούτο το χαρτί που πάνω του ασελγώ
Ένα αναμμένο σπίρτο μόνο θα το σώσει.
Ετούτο το κορμί που εντός του ζω
Μόνον ο θάνατος μπορεί να το λυτρώσει.
 

ΔΙΑ11ΕΡΑΙΩΣΙΣ

Ασφαλώς δια μέσου
Και αυτής της εβδομάδος πέρασα.
Ο ι πέτρες δε με πέτυχαν της αφροσύνης.
Τα βέλη αστόχησαν του παραλογισμού.
Κι όταν επρόβλεπα πως φτάνει καταιγίδα
Καλά εσφάλιζα κάθε ανοιχτό.
Λίγο η προφύλαξις
Λίγο η τύχη
Ασφαλώς
Δια μέσου και αυτής της εβδομάδος πέρασα.
 

ΤΟ ΦΩΣ

(Λος Άντελες 1988. Στον D’ Edigio, ιταλό οδοντίατρό μου στο Κανόγκα Παρκ του)
D’ Edigio κάπου φαίνεται πως σκάλωσε το πράμα
Kαι δεν υπάρχει πια το φως που έμοιαζε με θάμα.
Θυμάμαι, και προσπάθησε να θυμηθείς μ’ εμένα
Με συντομία τα μακρινά εκείνα περασμένα.

Στης μαγικής Ανατολής πρωτάναψε τα μέρη
Το φως που σ’ ύψη ουράνια τον άνθρωπο είχε φέρει.
Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ινδοί, Ασσύριοι ,Πέρσες,
Πρώτοι του νου τις απλωσιές καλλιέργησαν τις χέρσες.

Από αυτούς το πήραμε το φως εμείς εκείνο.
Εμείς το αγριοβότανο σεπτόν κάναμε κρίνο.
Εμείς εβάλαμε το φως μες σ' αργυρό καντήλι
Κι ύμνους γλυκούς του ψάλαμε με της ψυχής τα χείλη.

Σωστά ως εδώ; Και ύστερα κάτω από το δικό σας
Το πέλμα εμείς βρεθήκαμε-είχε έρθει ο καιρός σας.
Και πήρατε από μας το φως κι άξιοι λαμπαδηφόροι
Μαζί του προχωρήσατε στου Λόγου τ’ ανηφόρι.

Και δεν τ' αφήσατε ούτε εσείς το θείο φως να σβήσει.
Κι έτσι ωσότου έφτασε και η δική σας δύση.
Τότε, με ρεύμα αντίθετο και άνεμο ενάντιο
Εδώσατε για φύλαξη τη φλόγα στο Βυζάντιο.

Σε βιβλιοθήκες άφωτες μέσα οι Βυζαντίνοι
Το φύλαξαν. Και το ’δωσαν με τη σειρά κι εκείνοι
Στην που από λήθαργο βαθύ ξύπναγε τότε Ευρώπη.
Κι η αλυσίδα η σεπτή εκεί για μένα εκόπη.

Κι αυτή ειν' η απορία μου: τι κάναν οι Ευρωπαίοι
Το φως που κάθε βρώμικο και κάθε σάπιο καίει;
Γιατί ούτε αυτοί το έχουνε ούτε άλλοι το κρατάνε:
Έθνος οι αχτίδες του-Λαό, κανέναν δε φωτάνε.

Ακούω διαδόσεις διάφορες. Λένε πως σε καράβι
Για δω να ’ρθει  το βάλανε κι η θάλασσα το θάβει.
Η ότι έφτασε ως εδώ κι είπαν οι Αμερικάνοι:
«Έχουμε φως ηλεκτρικό. Αυτό τι να μας κάνει;»

Και το εσβήσανε. Άλλοι λεν, πως στην Ευρώπη όντας
Από μακριά τ’ αντίκρισε ο Αμερικάνος λιόντας,
Για θρυαλλίδα το πέρασε σε τρομοκράτη χέρια,
Και πάει το φως που έλαμπε γλυκύτερα απ' τ’ αστέρια.

Μα ό,τι λεν κι ό,τι θα πουν, πίσω το φως δε φέρνει.
Όμως μια ιδέα στο μικρό μυαλό μου παραδέρνει:
Ότι το άγιο εκείνο φως μπορεί να ξαναζήσει
Μόνο από μας που κάποτε το είχαμε γνωρίσει.

Πως ίσως κάπου μέσα μας μια σπίθα έχει μείνει
Απ’ τη φωτιά που κάποτε μας ζέσταινε εκείνη.
Αυτές λοιπόν οι σπίθες μας αν ενωθούνε όλες
Μπορούν να γίνουν η μαγιά για λάμψεις φεγγοβόλες.

Λέω λοιπόν ν' αρχίσουμε να στέλνουμε τριγύρω
Ό,τι φυλάξαμε καλό απ’ τον παλιό τον κλήρο,
Που όλοι να μάθουν τι ήτανε τότε ο σκοπός του βίου,
Κι όλοι τη λάμψη να ιδούν στ’ ανθρώπινα, του Θείου.

Και, που το ξέρεις-με καιρούς ίσως φυτρώσει πάλι
Ο σπόρος που διαφύλαξε η δική μας η σκυτάλη.    
Κι ίσως-ποιός ξέρει-μια Αθηνά γεννήσει ο κόσμος νέα
και πάλι δώσει Οβίδιους και χτίσει Κολοσσαία.
 

ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Όπως η γη στον λαμπροήλιο γύρω
γυρίζει προσδοκώντας ζεστασιά,
κι ως τ' άνθος μόνη ελπίδα του για μύρο
έχει στης άνοιξης την αγκαλιά,

έτσι κι εγώ από σένανε προσμένω
της ύπαρξης μου να ’βρω το σκοπό
και βίο να παραδώσω δικιωμένο
απ' τ' άλυπο δρεπάνι σαν κοπώ.

Γι αυτό καχύποπτα μη με κοιτάζεις-
είναι η αίσθησή μου αληθινή
και μη το νου σου μ' απορίες κουράζεις:
μια λήκυθο μπροστά σου έχεις κενή.

Έλα και ή με κάτι πλήρωσε την-
 μ' αγάπη, μίσος η κατακραυγή-
ή αλλιώς στο χώμα κάτω πέταξε την
άδεια την ώρα τη φριχτή να βρει.
 

Ταμπέλα έξω από κινηματογράφο
Τρίπολης: "ΈΝΑΡΞΙΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΜΒΡΙΟΝ"
(1956)

Έναρξη τον Οκτώβρη…  
Μα μερικοί θα 'χουν πεθάνει.
Το έργο -το ίδιο κάνει-
Άλλος καλό θα το 'βρει

κι άλλος θα κάνει σχόλια.
Οκτώβριο θ' ανοίξει
μα πόσοι θα 'χουν λείψει...
πόσους τα μαύρα βόλια

ταυ μαύρου τον θανάτου
θα 'βρουν' και πόσοι
στη ζάλη τους την τόση
θα πάν κοντά του.

Μα νέα βλαστάρια
το φως θα γεμίσουν
στους κάμπους θ' ανθίσουν
νέα χορτάρια.

Στους αγρούς που μένουν
άγονοι και νεκροί
τώρα χρυσοί καρποί
τον τρύγο περιμένουν.

Καινούργιο σινεμά
και θεοί καινούργιοι.
Αθώοι και κακούργοι,
σερίφης που κρεμά.

Ωραίες και μαγκάκια
θα βλέπουν στο πανί
καινούργιοι νεαροί
με γυριστά μουστάκια.
 

ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ

Διάβαζα ένα Ποιήσεως βιβλίο.
Χτύποι, στην πόρτα μου τη φτωχική.
Κάποιος θα υποφέρει μες στο κρύο.
Ας πάω να δω ποιός ειν' εκεί.

Ανοίγω. Η Αθλιότητα μπροστά μου
Μέσα να μπει ζητάει φορτικά.
Να μπει και να μου πάρει  τα κλειδιά μου
Και τα γυαλιά μου τα πρεσβυωπικά.

Καλή μου καλώς ήρθες. Πέρνα μέσα.
Πάντα μου ήθελα μια συντροφιά
Πάντοτε αναζητούσα μια μαιτρέσσα
Στη λύπη  σύντροφο-στην ακεφιά.
 

THE COLOUR OF MAN
or
THE ONLY AND WHOLE DIFFERENCE
or  
EIMY

(Στην Έϊμυ του 1990, φίλη της Ντόρας,
 Λος Άντζελες 1990)

Ω! Ντροπαλό ερύθημα παρειών μικρής παρθένας
στη σκέψη μόνο των λευκών του Ερωτα φτερών!
Ω! Καλοθύμητη μορφή παληάς λαιμοκαδένας!
 Ω! Βροντοφώναχτη σιωπή απόκρυφων Ιερών!

Ω! Πελαγίσιο φύσημα στου κάμπου το λιοπύρι!  
Ω! Ανέλπιστη ελευτεριά μετά βαριά ειρκτή!
Ω! Ζύμη χειροκάμωτη σε ριγωτό πεσκίρι!
Ω! Παραδείσου φωτεινού θύρα ορθάνοιχτη!.

Ω! Που το χρώμα της φωτιάς, της βίας και του μίσους
το αραιώνεις μ' άκρατη ουράνια δροσιά
και χρωματίζοντας μ’ αυτό τους γήινους ναρκίσσους
δίνεις ουσία θεϊκή στης γης την απλωσιά!

Ω! Ήλιου ζεστοκόπημα σε κόσμο παγωμένο!
Ω! Κιβωτός πολύτιμη που μέσα σου κρατείς
φύλαγμα ένα ατίμητο-φύλαγμα τιμημένο
τον σπόρο της τρισεύγενης, της άγιας της ντροπής.

Ω! Εΐμυ που στ’ άκουσμα μίας λεξούλας μόνης
τα μαγουλά σου ρόδισμα κυριεύει βιαστικό,  
ψηλά-ψηλά-πολύ ψηλά τότε μας ανυψώνεις
Εϊμυ γλυκειά-φωτόπλεχτο κορίτσι ονειρικό.

Κρίνα που ειν' άγνωστα εδώ φέρνεις μαζί σου Εϊμυ
που μόνο σε απάτητες βουνών κορφές ανθούν.   
Εδώ η γη ανεόρταστη κι από αξίες έρμη  
Κτήνη εδώ τα ξερικά τα χώματα πατούν.

Μα συ λατρείας πανάρχαιας τη μυστική την πίστη
μες στου αίματός σου κουβαλείς την απαλή βοή
κι ήρθες με κείνα τη φωτιά ν’ ανάψεις που εσβύστη
μες στης καινούργιας μας της γης το παγερό πρωί.

(Με μια μητέρα αλύγιστη στην αυστηρότητα της
αλλά που πεντατρύφερη εντός της κλει' ψυχή
μαζί περνάτε-μιά μικρή σταγόνα εσύ κοντά της
και κείνη μια κρυστάλλινη λίμνη μοναχική).

Στη βασιλεία των μηχανών, στων γραναζιών το χώρο
στον άνομο, στον άψυχο κόσμο της τεχνικής
πού χώμα ήβρες και φύτρωσες Ιδέας θείο δώρο;  
Νεράκι πού κι εθέριεψες, και φούντωσες κι ανθείς;
 
Ω! Της χρυσής Ανατολής ευήθεια σφύζον κρίνο!
Ω! Της Ευρώπης των παλιών καλών καιρών καρπός!  
Μ’ αιμόμικτα αισθήματα μπρος σου το γόνυ κλίνω-
Μάννα ίδια γη μας γέννησε και ίδιος ουρανός.

Μακριά κορίτσι ευάρεστο! Μακριά απ’ τα σίδερά τους!  
Μακριά 'π' την ατσαλένια τους-αν έχουνε-καρδιά!  
Μακριά συ απ’ τα ένστικτα τα πλήθια κι άγριά τους!  
Μακριά 'π' των δολαρίων τους την κρύα μυρωδιά!

…μη της ντροπής το ρόδισμα που δεν μπορούν να νιώσουν
το πάρουν στη βιασύνη τους για πάθος ή οργή
και μη και ρόδισμα άνθινο και σε την ίδια λιώσουν
με του ατσαλένιου τους ποδιού μια κίνηση γοργή.  

Σε θέλουμε να βλέπουμε μες στης ντροπής το χρώμα
που σου στολίζει πάναγνο την τρυφερή παρειά,
γυμνό της Απαγχόμενης το κρεμασμένο σώμα
να το χαϊδεύουν τ’ άγονα των δέντρων τα κλαδιά.

Να βλέπουμε-και τ’ όραμα αυτό να μας ’μερεύει
πώς μες στης Πάνδημης θεάς τη σκοτεινή σπηλιά
η Ουρανία στο στόμα σου τ’ ομορφο αποθηκεύει
όσα μια μέρα μες στο φως θε να δοθούν φιλιά.

Σε θέλουμε να σ’ έχουμε βοηθό στην άγρια πάλη
που με τ' Αδιάντροπο θεριό στήσαμε ολοζωής.  
Για να κρατήσουμε ψηλά κι άλυγο το κεφάλι
Ώσπου η πνοή της ύστατης να μας εβγεί πνοής.
 

ΤΟ ΠΥΡ     
 
Σηκώθηκε ο λαός στη Ρουμανία
Στους δρόμους εζεχύθηκε και να!
Ξεσπά στον Τσαουσέσκου με μανία
Τα όσα τον παιδεύουνε δεινά.

Ποτάμι ρέει το αίμα. Η κατάρα
Χτυπάει τ’ ατσαλένια της φτερά.
Απάνω στο Σταυρό η Τιμισοάρα
Του Εθνους ανεμίζει τα ιερά.

θα διώξουνε τον τύραννο οι Ρουμάνοι.
Μα εκκολάπτονται πλήθος ευθύς-
Βιομήχανοι, εμπόροι, πολισμάνοι
Καινούργιος Τσαουσέσκου ο καθείς.

Κι ενώ το αίμα ακόμα εκεί αχνίζει
Κι ενώ ακόμα μαίνεται το πυρ
Κασέτες του στις ΗΠΑ διαφημίζει
Και δίσκους ο εξόριστος Ζαμφίρ.

Φωτιά στο Βουκουρέστι και μαχαίρι.
Γεμάτοι οι δρόμοι άψυχα κορμιά.
Καλή ειν’ η λευτεριά κι ας έχει φέρει
Μαζί της του θανάτου την ερμιά.

Αλλά ένας Ζαμφίρ την εξαισία
κραδαίνοντας φλογέρα του Πανός
Το πόσο είναι μάταια η θυσία
Μας δείχνει-ο άγων πόσο
 κενός.

(Χριστούγεννα 1989, Λος Άντζελες)
 

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

"Αν δε χτίσεις σπίτι κι αν κορίτσι δεν παντρέψεις
τίποτα δεν έχεις κάνει στη ζωή σου"
λένε.

Πήρα κι εγώ του Μαγιακόφσκι ένα στίχο
και πλάι τον έβαλα στο σπίτι το μεγάλο
της οδού Κτιστών
του τόπου Γη.

Την άλλη μέρα παραρτήματα οι εφημερίδες:
"Γιγάντιο οικοδόμημα πλάι σε σπίτι συμπολίτη
μας μες σε μια νύχτα-
θαύμα ή ομαδική οφθαλμαπάτη;"

Και πια το στίχο πάλι επήρα
και πάλι μες στο ποίημα τον έβαλα
ώστε και τους θνητούς να επαναφέρω
στην πρότερη τους απλοπάθεια και αποπλάνηση
και να κοπάσω τις πικρές
τις θρηνωδίες του ποιήματος
απ’ όπου αυτόν τον στίχο είχα βγάλει.
 

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

           ΠΟΛΕΜΟΣ

-Ποιός εισαι εσύ που αδράχνοντας
μαχαίρι ματωμένο
στέκεις στητός και με θωρείς
με βλέμμα αγριεμένο;  

Τα ρούχα σου τα βρώμικα
γιατί είναι ξεσκισμένα
σαν από πάλη με θεριό;  
Δε βρέθηκε μια χτένα

για να χτενίσει τ' άγρια
τ' ατίθασα μαλλιά σου;
Μες στη σκληρή, την άξενη,  
την κρύα την αγκαλιά σου

πες μου, δεν έσφιξες ποτέ
καμιά γλυκεία κοπέλα;  
Στα νιάτα σου δε χάρισες
κι εσύ καμία τρέλα;

Ποιός έκλεψε το γέλιο σου;  
Τη χάρη σου; Ή κι ίσως
η όψη η αγριεμένη σου
και το μεγάλο μίσος

Μαζί με σε γεννήθηκαν
και πάντα σ' ακλουθάνε;
Ποια είναι η πατρίδα σου;  
Η πεθυμιά σου ποια 'ναι;

Πουθ’ ήρθες; Ποιός σε γέννησε;  
Τη γλώσσα αν έχεις λύσε.
Πώς σε φοβάμαι!.. Μίλησε!
Γίγαντα, πες, ποιός είσαι;

-Να τρέμεις είναι άκαιρο
Άνθρωπε. Μη φοβάσαι
Όταν εγώ θα τηλωθώ
το ψίχουλό μου θα ’σαι.

Δεν είμαι ο Χάρος΄ ’μένανε
κορμί ένα δεν μου φτάνει
που χάμου κείτεται ωχρό
ενού που ’χει πεθάνει.

Τρέφομαι μ' αίμα. Με φωτιά.
Με σπίτια γκρεμισμένα.
Λαούς ολόκληρους μασώ
κι έθνη ξεριζωμένα.

Στο άκουσμά μου τρέμουνε
οι δυνατοί του κόσμου.
Η τύχη κάθε χώρας σας
ειν' ορισμός δικός μου.

Είμαι   τεχνίτης  διαμαντιών.
Στολίζω  μια κυρία
με πέτρες ολοπόρφυρες.
Τη λένε Ιστορία.

Νιώθω μια γλύκα απέραντη
στο άκουσμα του κρότου
που τα γυμνά κάνουν σπαθιά.
Και στη θωριά του πρώτου

πολεμιστή που θα βρεθεί
πεσμένος πα’ στο χώμα  
τη γεύση νιώθω του μελιού
μες στο πικρό μου στόμα.

Πλάστης Θεός και Χαλαστής,  
Φονιάς και Νεκρανάστης
τόσων πολέμων φονικών-
τόσων μαχών ο δράστης.

Και πάντα μες στα χέρια μου
θα κλείνω τη χαρά σας
και μ' ένα νεύμα μου θα σβηώ
ελπίδες κι όνειρά σας.

Με γνώρισες. Το διάβασα
στον τρόμο που ’χεις πάρει-
αλήθεια, είμαι ο Πόλεμος
μικρό μου παλικάρι.  
 

Πάει. Απελπίστηκα τελείως ότι ο Πούτιν θα υποχωρήσει. Δεν πάει να του πει ότι θέλει ο Μπάιντεν, το ΝΑΤΟ, ο Τζόνσον, ο Μακρόν και όποιοι άλλοι του φωνάζουν να υποχωρήσει; Άδικα φωνάζουν. Αφού ο Πούτιν δεν άκουσε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Μητσοτάκη που του είπε ξεκάθαρα, αυστηρά και σταράτα «Να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί τώρα!!!», τι μπορούμε να περιμένουμε από όποιον άλλο ό,τι και να του πει;.

ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1963
1
Τούρκοι εξτρεμιστές επιτίθενται εναντίον της Μονής Γαλακτοτροφούσας καί εκτελούν πέντε μοναχούς.
 
2
Αποφασίζεται  ή  σύγκληση  πενταμερούς  διασκέψεως για το Κυπριακό, στο Λονδίνο.
 
 3
Οι Τούρκοι  καί  οι Τουρκοκύπριοι προβάλλουν καί  πάλι  το  αίτημα της διχοτομήσεως.
 
4       
Ό  Πάπας  Παύλος  Στ'   έπισκέπτεται  την   Ιερουσαλήμ.
 
5       
Ή Αμερικανική κυβέρνηση δηλώνει ότι θα υποστηρίξει την Μαλαισία απέναντι  στις  Ινδονησιακές αξιώσεις.
 
6       
Ό Πάπας Παύλος συναντάται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άθηναγόρα στό Όρος των Έλαιών.
 
7
 Βρεταννική εταιρία αναγγέλλει την πώληση 400 λεωφορείων στην Κούβα.
 
8.
 Ό πρόεδρος Τζόνσον καταθέτει ατό Κογκρέσσο προϋπολογισμό 97,9 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, εξαγγέλλοντας πόλεμο κατά της πείνας στόν κόσμο.
 
9
 Ό πρωθυπουργός της Κίνας Τσου Εν Λάϊ επισκέπτεται την Τυνησία.
 
10
 Βιαιότατα αντιαμερικανικά επεισόδια στην ζώνη της διώρυγας του Παναμά.
 11  
Γενική απεργία διαμαρτυρίας κηρύσσεται στον Παναμά.
12     
Ό   Φιντέλ   Κάστρο   επισκέπτεται   αίφνίδια   τη Μόσχα.
 13     
Αραβική   διάσκεψη   κορυφής   συνέρχεται   στο Κάιρο   για   να   αντιμετωπίσει   το   ισραηλινό   σχέδιο διαρρυθμίσεως των νερών του Ιορδάνη.
 14     
Οι    Τουρκοκύπριοι    οχυρώνουν    τίς   συνοικίες τους.
 
15     
Αρχίζει στο Λονδίνο ή Πενταμερής Διάσκεψη για  το  Κυπριακό.
 
16
Ό Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών δηλώνει ότι ή χώρα του δεν πρόκειται ν' άποσύρει τα στρατιωτικά τμήματα της από την Κύπρο.
 
17
 Ή Γαλλική Κυβέρνηση ειδοποιεί την Αμερικανική ότι θα προχωρήσει σε αναγνώριση της Λαϊκής Κίνας.
 
18
 Ό Σοβιετικός πρωθυπουργός εξαπολύει βίαιη επίθεση εναντίον της Ουάσιγκτον για την πολιτική της στην Λατινική Αμερική.
 
19
Ή Ζανζιβάρη  ανακηρύσσεται Λαϊκή Δημοκρατία.
 
 20    
Στρατιωτική   στάση   καί   αντι-ιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις στην Ταγκανίκα.
 






ΙΟΥΛΙΟΣ 1963
22
Δριμύτατη επίθεση του προέδρου Νάσερ εναντίον της συριακής κυβέρνησης.
*
Ή κινεζική αντιπροσωπεία επιστρέφει στο Πεκίνο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους Σοβιετικούς κομμουνιστές.
23
Συλλήψεις νασερικών στη Δαμασκό.
*
Η Αίγυπτος ναυπηγεί το πρώτο υποβρύχιό της.
24
Συμφωνία στη Μόσχα για την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών.
Τα αιτήματα της Ρουμανίας ικανοποιούνται από την διάσκεψη της «Κομεκόν» πού συνεδριάζει στη Μόσχα.
25
Σοβιετική Ενωοη, Ηνωμένες Πολιτείες καί Μεγάλη Βρεταννία μονογραφούν την συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών.
26
Επτά χιλιάδες νεκροί από τους σεισμούς πού κατέστρεψαν τα Σκόπια.
*
Ή «Πράβδα» κατηγορεί τους Κινέζους κομμουνιστές ότι επιζητούν τον πόλεμο.
27
Ή Δυτική Γερμανία εκδηλώνει τίς ανησυχίες πού της εμπνέει ή συνθήκη της Μόσχας.
28
Ό κ. Χάρριμαν αποκαλύπτει ότι ό κ. Χρουστσώφ τον διαβεβαίωσε ότι ή Κίνα δεν έχει τη δυνατότητα να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα.
29
Ό στρατηγός Ντε Γκώλ αναγγέλλει την άρνηση της Γαλλίας να προσυπογράψει τη συνθήκη της Μόσχας καί κηρύσσεται αντίθετος σ' ένα σύμφωνο μη επιθέσεως ανάμεσα στη συμμαχία του ΝΑΤΟ καί τη συμμαχία των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αντίθετα, προτείνει τη σύγκληση μιας παγκόσμιας διάσκεψης για τον αφοπλισμό.
30
Ή Κομμουνιστική Κίνα προτείνει καί αυτή, με τη σειρά της, τη σύγκληση μιας παγκόσμιας διάσκεψης για τον γενικό αφοπλισμό.




ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1963
1   
Ό  Αμερικανός υπουργός των  Εξωτερικών κ. Ράσκ αναχωρεί για τη Μόσχα.
*
Βίαιη κινεζική επίθεση εναντίον της «βρωμερής συνθήκης της Μόσχας».
*
Ό κ. Νερού καταγγέλλει ότι ή Κίνα προετοιμάζει νέα επίθεση εναντίον της Ινδίας.
2   
Ό   πρόεδρος  Κέννεντυ   κηρύσσεται   αντίθετος
σε μία νέα διάσκεψη κορυφής.
3   
Ή  Ινδία  αποδέχεται μία  σοβιετική προσφορά όπλων καί πολεμικού υλικού.
*
Στό Ιράκ, οί Κούρδοι προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στα κυβερνητικά στρατεύματα.
4   
Ή Μόσχα καταγγέλλει την Κομμουνιστική Κίνα
ότι  «παίζει  ανεύθυνα  με  την  τύχη  του  κομμουνισμού».
5   
Στή Μόσχα, οι υπουργοί των Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σοβιετικής  Ένωσης και της  Μεγάλης Βρεταννίας υπογράφουν τη συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών.
6
Αντίπαλοι του δικτάτορα Ντυβαλιέ εισβάλλουν στην Αϊτή.
 7
Συνομιλίες ανάμεσα στον κ. Χρουστσώφ και το Βρεταννό υπουργό των Εξωτερικών Λόρδο Χιούμ.
*
Αποτυχία της είσβολής στην Αϊτή.
*
Οι Ινδοί  καταγγέλλουν ότι 16 κινεζικές μεραρχίες έχουν μεταφερθεί στη μεθόριό τους.
8
Τριάντα χώρες υπογράφουν τη συνθήκη της Μόσχας.
*
Ή «Πράβδα» καταγγέλλει τους Κινέζους κομμουνιστές  για  «συστηματικούς  αντιδραστικούς».
9
 Ό Αμερικανός υπουργός της Γεωργίας κ. Φρήμαν πού επισκέπτεται τη Βουλγαρία προσκαλεί στίς Ηνωμένες Πολιτείες το Βούλγαρο συνάδελφό του κ. Βάτσκωφ.
10
Συνομιλίες ανάμεσα στον κ. Χρουατσώφ καί τον Αμερικανό υπουργό των Εξωτερικών κ. Ράσκ.
 11
Ή δυτική γερμανική κυβέρνηση, υστέρα από επίσκεψη του κ. Ράσκ στη Βόννη, αποφασίζει να προσυπογράψει τη συνθήκη της Μόσχας.
12
Ό κ. Ράσκ δηλώνει στην αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διερευνήσουν και τίς δυνατότητες ενός συμφώνου μη επιθέσεως ανάμεσα οτό ΝΑΤΟ καί το σύμφωνο της Βαρσοβίας.
13   
Ό   Αμερικανός  υπουργός   Αμύνης  κ.   ΜακΝάμαρα   υποστηρίζει,    στην    αρμόδια    επιτροπή    της αμερικανικής Γερουσίας, ότι ή αμερικανική υπεροχή  σε  πυρηνικά  όπλα  είναι  συντριπτική.
14   
Με επιστολές τους στη γραμματεία των Ηνωμένων  Εθνών ζητούν:   ή Βουλγαρία  άποπυρηνικοποίηση των Βαλκανίων καί ή Βραζιλία άποπυρηνικοποίηση της Νότιας Αμερικής.
15   
Δύο αδελφές του προέδρου Κέννεντυ θα επισκεφθούν «ανεπίσημα» την Ουγγαρία, τη Ρουμανία καί τη Βουλγαρία.
16   
Ή  Μόσχα  κατηγορεί το  Πεκίνο  ότι  επιδιώκει μία σύρραξη ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική  "Ενωση.
17   
Δύο   μέλη   μιας   αναρχικής   οργάνωσης   εκτελούνται στην Ισπανία.
18   
Ένταση της σύγκρουσης ανάμεσα στην καθολική κυβέρνηση καί τους βουδιστές μοναχούς στο Νότιο   Βιετνάμ.   Ανησυχίες   των  Αμερικανών πού αποστέλλουν ως νέο πρεσβευτή τον   άλλοτε ρεπουμπλικάνο υποψήφιο αντιπρόεδρο κ. Κάμποτ Λότζ.
19   
Ή Δυτική Γερμανία προσυπογράφει τη συνθήκη της Μόσχας.
20   
Ό κ. Χρουστσώφ έφθασε στο Βελιγράδι.



ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1963

21 Οκτώβρη 1963
Ή   18η  Γενική  Συνέλευοη του  Ο.Η.Ε.  απορρίπτει   την   αλβανική   πρόταση   είσδοχής   της  Λαϊκής Κίνας στον Ο.Η.Ε.

24 Οκτώβρη 1963
Η αμερικανική αεροπορία επιτυγχάνει την μεταφορά   μιας   τεθωρακισμένης    μεραρχίας    από   το Τέξας στην Ρηνανία  εντός 63 ωρών.

25 Οκτώβρη 1963
Ό Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών κ. Ράοκ επισκέπτεται  την  Βόννη για  να  διαβεβαιώσει  την γερμανική   κυβέρνηση   ότι   οι   αμερικανικές  δυνάμεις   δεν   πρόκειται   ν'   αποσυρθούν   από   την   Ευρώπη στο  άμεσο μέλλον.

26 Οκτώβρη 1963
 Ό Σοβιετικός πρωθυπουργός κάνει έκκληση για την διακοπή της ανοικτής Ιδεολογικής διαμάχης με το Πεκίνο.

27 Οκτώβρη 1963
 Ό κ. Ντήν Ράσκ υπαινίοσεται στην Φραγκφούρτη ότι ή κυβέρνηση του θα παραιτηθή από το δικαίωμα του βέτο στην σχεδιαζόμενη πολυμερή πυρηνική δύναμη αν υπάρξει ενότητα στην Ευρώπη.

28 Οκτώβρη 1963
 Ό υπουργός των Εξωτερικών του Πεκίνου Λ. Τσέν Γί δηλώνει ότι ή χώρα του δεν θα είναι σε θέοη να κατασκευάση ατομικά όπλα παρά ύοτερα από «αρκετά χρόνια».  

31 Οκτώβρη 1963
Ό Πρόεδρος Κέννεντυ δηλώνει ότι δεν προτίθεται να μειώσει τίς μάχιμες αμερικανικές δυνάμεις στην Δυτική Γερμανία.


ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1964

21
Ό στρατηγός Ντε Γκώλ απειλεί αποχώρηση της Γαλλίας από την ΕΟΚ, για το θέμα των τιμών των αγροτικών προϊόντων.

22
 Η νέα Σοβιετική ήγεσία κατηγορεί τον Ν. Γ. Χρουστσώφ για  αναβίωση  της προσωπολατρίας και νεποτισμό.

23    
Ή   Βρεταννική   αποικία   της  Βόρειας  Ροδεσίας ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία Δημοκρατία της Ζάμπια.

24    
Οι Σοβιετικοί  ηγέτες Λ.   Ι.  Μπρέζνιεφ καί Α. Ν.  Κοσύγκιν  συναντώνται  με τον  γεν.  Γραμματέα του  Πολωνικού Κ.Κ.   Β.   Γκομούλκα  στα  Σοβιετοπολωνικά σύνορα.

25
Ό Βρεταννός υπουργός των Εξωτερικών Π. Γκόρντον-Γουώκερ φθάνει στην Ουάσιγκτον για ενημερωτικές συνομιλίες με τον Πρόεδρο Τζόνσον.

26
Ή Σοβιετική ηγεσία διαδηλώνει την πρόθεσή της να εργασθεί για την ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος.

27
Συνομιλίες για την υπογραφή νέας Γάλλο-σοβιετικής εμπορικής συμφωνίας αρχίζουν στο Παρίσι.

28
 Ό Β. Γκομουλκα δηλώνει ότι ή ήγεσία του Σοβιετικού Κ.Κ. ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να δεχθή την παραίτηση του Ν. Σ. Χρουστσώφ.

29
Ταραχές ξεσπούν στη Βολιβία καί το Σουδάν.
Ό Κινέζος πρωθυπουργός Τσου Εν Λάι εκφράζει την ελπίδα ότι οι Σοβιετοκινεζικές σχέοεις θα βελτιωθούν μετά την ανατροπή του Ν.Σ. Χρουστοώφ.

30
Υπογράφεται στο Παρίσι Γαλλοσοβιετική συμφωνία διαρκείας 7 ετών καί ύψους 356 εκατομμυρίων δολλαρίων σέ γαλλικές πιστώσεις.

31
Ανατρέπεται ή στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Αμπουντ στο Σουδάν.



ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1963

2 Νοέμβρη 1963
 Ό Βρεταννός πρωθυπουργός Σέρ Αλεκ Ντάγκλας Χιούμ δηλώνει ότι υπάρχουν αισιόδοξες προοπτικές συνεργασίας της Δύσεως με την Σοβιετική Ενωση.

6 Νοέμβρη 1963
 Ό Σοβιετικός πρωθυπουργός δηλώνει ότι ή χώρα του δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια για την εκτόξευση ανθρώπου στη Σελήνη.

7 Νοέμβρη 1963
Ή κοινοβουλευτική διάσκεψη του ΝΑΤΟ χαρακτηρίζει σαν «άσκοπη δαπάνη» την δημιουργία πυρηνικής δυνάμεως τού οργανισμού.
 
8 Νοέμβρη 1963
Επιτυγχάνεται συμφωνία για την πώληση αμερικάνικου σιταριού στη Σοβιετική Ενωση.

 9 Νοέμβρη 1963
Ό  Πάπας  Παύλος  ΣΤ'   καλεί την  Ευρώπη  να προχωρήσει προς την ένωσή της.


10 Νοέμβρη 1963
Ό Αμερικανός εκπρόσωπος στον ΟΗΕ κ. Στήβενσον,  τονίζει   ότι   ή   αμερικανική  εξωτερική  πολιτική πρέπει να αψηφήσει τις αντιδράσεις της Αμερικανικής  Ακρας Δεξιάς.

11 Νοέμβρη 1963
Ό  Γενικός  Γραμματεύς του   Ιταλικού  Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος κ.  Αλντο Μόρο αναλαμβάνει   να   σχηματίσει   κυβέρνηση με  την  συμμετοχή   των   Σοσιαλιστών.

13 Νοέμβρη 1963
Ό   Κυβερνήτης   της   Νέας   Υόρκης   καί   ενδεχομένως   υποψήφιος   των   Ρεπουμπλικάνων  για   την προεδρία των ΗΠΑ κ. Ροκφέλλερ χαρακτηρίζει την εξωτερική   πολιτική   του   προέδρου   Κέννεντυ   σαν «διστακτική,   αμφιταλαντευόμενη   καί   αδύναμη».

14 Νοέμβρη 1963
 Αποφασίζεται ή μείωση κατά 40% των αμερικανικών αεροπορικών μονάδων στην Ευρώπη.

15 Νοέμβρη 1963
 Ή Αμερικανική Γερουσία ψηφίζει κονδύλιο 3.700 εκατομμυρίων δολλαρίων για την εξωτερική βοήθεια.

17  Νοέμβρη 1963
Ό πρώην Πρόεδρος Αϊζενχάουερ υποδεικνύει την βαθμιαία μείωση των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη από έξη μεραρχίες σε μία.


19 Νοέμβρη 1963
Αποφασίζεται    ή    σύγκληση    σοβιετοκινεζικής  διασκέψεως για τίς ιδεολογικές διαφορές.



ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1964
 
1
Βιέτ Κόγκ καταστρέφουν πέντε Αμερικανικά βομβαρδιστικά σε αεροδρόμιο των περιχώρων της Σαϊγκόν.

2    
Ή  ηγεσία του  Ιταλικού  Κ.Κ.  αφήνει  να  εννοηθεί   ότι   δεν   ικανοποιήθηκε   από  τις   εξηγήσεις που δόθηκαν για την αποπομπή του Ν.  Σ. Χρουστσώφ.

3    
Ό  κ.  Λύντον  Μπαίηνς Τζόνσον  επανεκλέγεται   πρόεδρος  των  ΗΠΑ   με   πλειοψηφία   61,3%.   Το Δημοκρατικό Κόμμα εξασφαλίζει άνετα πλειοψηφία στή Βουλή και τη Γερουσία.

4    
Λήγουν χωρίς αποτέλεσμα οι Τούρκοσοβιετικές συνομιλίες στη Μόσχα.
 
5
Στρατιωτική χούντα ανατρέπει τον πρόεδρο της Βολιβίας Πάζ Έστενσόρο.

6
Ο Λ. Ι. Μπρέζνιεφ προτείνει παγκόσμια διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων για την εξομάλυνση των διαφορών τους.

7
Ο Κινεζικός τύπος χαρακτηρίζει «αιώνια καί αδιάσπαστη» τη φιλία ανάμεσα στον Κινεζικό καί τον Σοβιετικό λαό, κάνοντας σύγχρονα έκκληση για ίδεολογική ενότητα.

8
Ό Φιντέλ Κάστρο απειλεί ότι θα χρησιμοποιήσει αντιαεροπορικούς πυραύλους εναντίον των Αμερικανικών αναγνωριστικών αν συνεχιστούν οί πτήσεις τους πάνω από την Κούβα.

9
Ό νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας κ. Εισάκου Σάτο δηλώνει ότι είναι αποφασισμένος να διευρύνει το ρόλο της χώρας του στην διεθνή σκηνή.

10
Διακόπτονται χωρίς αποτέλεσμα οι ανεπίσημες καί μυστικές συνομιλίες ανάμεσα σε διάφορα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Μόσχα.

11
Ανεπίσημες πληροφορίες αναφέρουν ότι το Σοβιετικό Κ.Κ. άποφάσισε ν' αναβάλει την διάσκεψη των άλλων κομμάτων πού είχε συγκαλέσει για τις 15 Δεκεμβρίου ό Ν. Σ. Χρουστσώφ.

12    
Ό   Άντονίν   Νοβότνυ-ανεπιφύλακτος  υποστηρικτής του  Ν.   Σ.  Χρουστσώφ-επανεκλέγεται πρόεδρος  της  Τσεχοσλοβακίας.

13    
Αψιμαχίες   ξεσπούν   στήν  μεθόριο   Συρίας-Ισραήλ.

14    
Το  Σοβιετικό  περιοδικό  «Προβλήματα της Ειρήνης  καί  του  Σοσιαλιαμού»,   εξαπολύει   όξύτατην επίθεση  εναντίον της Κίνας.

15
Νέα συμφωνία στενής στρατιωτικής Άμερικανογερμανικής συνεργασίας υπογράφεται στην Ουάσιγκτον.

16
Ό Βρεταννός πρωθυπουργός επιτίθεται εναντίον της πολιτικής «ανεξαρτησίας» του στρατηγού Ντε Γκώλ.

17
 Ή ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων προβαίνει σε απειλητικό διάβημα προς την Εθνοσυνέλευση.

18  
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίζουν να καταργήσουν 95 βάσεις σε διάφορα σημεία του κόσμου.

19    
Ή Αμερικανική Κυβέρνηση δέχεται να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Κογκολέζους επαναστάτες για την τύχη των λευκών ομήρων.

20    
Αποφασίζεται   ή   διάλυση   των   22   ταγμάτων της Κυπριακής εθελοντικής εθνοφρουράς.




ΜΑΡΤΙΟΣ 1965
 
22
Αποκαλύπτεται ότι οι δυνάμεις του Ν. Βιέτ Νάμ χρησιμοποιούν δακρυγόνα καί άλλα αέρια πού δεν προκαλούν το θάνατο κατά των ανταρτών Βιέτ Κόγκ.

23
Αμερικανικό διαστημόπλοιο με πλήρωμα δύο αστροναυτών εκτοξεύεται στο διάστημα και ξαναγυρίζει στη γη υστέρα από τρεις περιστροφές.

26
Τέσσερις ρατσιστές δολοφονούν στην Αλαμπάμα την κυρία Α. Λιούζο μητέρα πέντε παιδιών, γιατί μετείχε στην πορεία για τα δικαιώματα των Νέγρων.

27
Ό Κινέζος πρωθυπουργός κ. Τσου Εν Λάϊ δηλώνει ότι ή χώρα του εξόφλησε όλα τα δάνεια πού είχε πάρει από τη Σοβιετική Ένωση.

30
Βόμβα τοποθετημένη από τους Βιέτ Κόγκ έξω από την Αμερικανική πρεσβεία της Σαϊγκόν προκαλεί τρομακτικήν έκρηξη με 16 νεκρούς καί 147 τραυματίες.



ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1965

1
Δεκαεπτά αδέσμευτες χώρες αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων είρήνης στο Βιέτ Νάμ.

2.
Αρχίζουν οί συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Ντε Γκώλ καί τον Βρεταννό πρωθυπουργό κ. Ουίλσον, στο Παρίσι.

4
Αεριωθούμενα του Βορείου Βιέτ Νάμ καταρρίπτουν δύο Αμερικανικά βομβαρδιστικά.

5   
Αμερικανικές πηγές υποστηρίζουν ότι οι δυνάμεις των Βιέτ Κόγκ υποχωρούν προς την μεθόριο του Βορείου Βιέτ Νάμ.

7
Ό πρόεδρος Τζόνσον δηλώνει ότι είναι πρόθυμος για συνομιλίες «άνευ όρων» σχετικά με το Βιέτ Νάμ καί υπόσχεται βοήθεια ενός δισεκατομμυρίου   δολλαρίων  για   την   Νοτιοανατολικήν   Ασία μετά  την   ειρήνευση.

 8   
Αμερικανικά    αεριωθούμενα   συγκρούονται    με Κινεζικά  Μίγκ  στον κόλπο   του Τογκίνου.

10
Αμερικανοί πεζοναύτες αποβιβάζονται στη βάση του Ντά Νάγκ κοντά στον 17ον παράλληλο πού χωρίζει το Βόρειο από το Νότιο Βιέτ Νάμ.

12
Ή   κυβέρνηση    του   Πεκίνου    απορρίπτει   όλες
τις   προτάσεις   για   διαπραγματεύσεις   σχετικά   με
την  είρήνευση στο  Βιέτ Νάμ.

13
Ή κυβέρνηση του Β. Βιέτ Νάμ ζητεί την απομάκρυνση   των   Αμερικανικών   δυνάμεων   από    το Νότιο τμήμα της χώρας  σαν προϋπόθεση  για  την έναρξη   συνομιλιών.

14
Ανεπίσημες   πληροφορίες   από   την   Σόφια   κάνουν  λόγο  για την   αποκάλυψη   καί  την  καταστολή   φιλοκινεζικής   συνωμοσίας.

16
Σοβιετικές βάσεις αντιαεροπορικών πυραύλων ετοιμάζονται στο Βόρειο Βιέτ Νάμ, σύμφωνα με Αμερικανικές πληροφορίες.

17
Ή Ρουμανική κυβέρνηση αποφασίζει την επένδυοη μεγάλων ποσών στη γεωργία.

18
Ό πρόεδρος Τζόνσον δηλώνει ότι οι βομβαρδισμοί στο Βόρειο Βιέτ Νάμ θα συνεχισθούν έως ότου αρχίσουν συνομιλίες.
 
19
Ή   Τουρκική   κυβέρνηση   αποφασίζει   την   απέλαση όλων των Ελλήνων υπηκόων πού ζουν στην Τουρκία.

20
Το Πεκίνο  δηλώνει  ότι  ετοιμάζει   αποστολή  εθελοντών   στο   Βόρειο   Βιέτ   Νάμ.
 



ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1965

21 Δεκεμβρίου 1965
Ό   Πρόεδρος   Τζόνσον   υπόσχεται   αμερικανικές  παραχωρήσεις   για   την   διαφύλαξη   της   ενότητας της Δυτικής Συμμαχίας.

22 Δεκεμβρίου 1965   
Ή στρατιωτική χούντα του Ν. Βιέτ Νάμ άψηφά τίς αμερικανικές απειλές για διακοπή της βοήθειας.

23 Δεκεμβρίου 1965   
Ό   Πρόεδρος   Νάσερ   δηλώνει   ότι   θα   εξακολουθήσει  να παρέχει  βοήθεια  στους Κογκολέζους επαναστάτες.

24 Δεκεμβρίου 1965   
Ό Βρεταννός   πρωθυπουργός   προτείνει   την δημιουργία   άποπυρηνοποιημένης    ζώνης    και   τον περιορισμό των εξοπλισμών στη Μ.  Ανατολή.

26 Δεκεμβρίου 1965   
Ή  Μαλαισία  καταγγέλλει  στό  Συμβούλιο  Ασφαλείας νέες επιθετικές ενέργειες της Ινδονησίας.

27 Δεκεμβρίου 1965   
Αμερικανικά  υποβρύχια  εφοδιασμένα  με  πυραύλους Πολάρις αρχίζουν περιπολίες στίς ακτές της Κίνας.

28 Δεκεμβρίου 1965   
Ό   αρχηγός   των   Σοσιαλδημοκρατών   Γκιουζέππε  Σαραγκάτ εκλέγεται  Πρόεδρος της  Ιταλικής Δημοκρατίας στην  21η ψηφοφορία.

29 Δεκεμβρίου 1965   
Ή  Μαλαισία,  ή  Ολλανδία  και  η Ουρουγουάη εκλέγονται  από  την  Γενική  Συνέλευση στο Συμβούλιο  Ασφαλείας του  ΟΗΕ.

30 Δεκεμβρίου 1965   
Χίλιοι   Κινεζόφιλοι   Ινδοί   κομμουνιστές συλλαμβάνονται   με   την   κατηγορία   της   συνωμοσίας στο Δελχί.

31 Δεκεμβρίου 1965   
Το  Συμβούλιο  Ασφαλείας εγκρίνει  μαροκινή πρόταση να  κληθούν τα μέλη του ΟΗΕ να καταπαύσουν κάθε ανάμιξη  στο  Κογκό με  ψήφους 10 υπέρ καί μία αποχή, της Γαλλίας.




ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1966

1 Ιανουαρίου 1966
Ο Σοβιετικός Πρωθυπουργός επαγγέλλεται «ενεργό πολιτική Υφέοεως και ειρήνης» για το 1965.
*
Ο Πρόεδρος Ντε Γκώλ καλεί τους Γάλλους να άντισταθούν στην αμερικανική οίκονομική διείσδυση.

2 Ιανουαρίου 1966
Ή   Ινδονησία    δηλώνει    ότι    θα   αποχωρήσει
από   τον   ΟΗΕ    μετά    την   εκλογή   της  Μαλαισίας
στο Συμβούλιο  Ασφαλείας.

3 Ιανουαρίου 1966
-Ό   στρατηγός   Άγιούμπ   Χάν   επανεκλέγεται
Πρόεδρος  του Πακιστάν.  
*
 -Οι  αντάρτες Βιέτ Κόγκ κατατροπώνουν  τέσσερα τάγματα    κυβερνητικού στρατού.  
*
-Ή Ινδονησία αποχωρεί από τον ΟΗΕ.

4 Ιανουαρίου 1966
Ό Πρόεδρος Τζόνσον καλεί τους ηγέτες της ΕΣΣΔ να έπισκεφθούν τίς Ηνωμένες Πολιτείες και δηλώνει δτι θα περιοδεύσει στην Ευρώπη καί την Λατινική Αμερική μέσα στο 1965.  

5 Ιανουαρίου 1966
Ή Ρουμανική κυβέρνηση υπογράφει σύμβαση με δύο αμερικανικούς οίκους για την ανέγερση πετροχημικών εργοστασίων στο Δέλτα του Δούναβη.

 6 Ιανουαρίου 1966
Ο Ανεπίσημες αμερικανοσοβιετικές συνομιλίες αρχίζουν στη Γενεύη με θέμα τον αφοπλισμό.

7 Ιανουαρίου 1966
Η Δυτική Γερμανία αποφασίζει να διερευνήσει τίς δυνατότητες διαπραγματεύσεων με την Ανατολική Γερμανία με αντικειμενικό σκοπό την ενοποίηση.  

8 Ιανουαρίου 1966
Ο Πρόεδρος της Ινδονησίας απειλεί να υπογράψει συμμαχία με την κυβέρνηση του Πεκίνου.

9 Ιανουαρίου 1966
Η στρατιωτική χούντα παραδίδει την εξουσία στο Ανώτατο Εθνικό Συμβούλιο τού Νότιου Βιέτ Νάμ.

10 Ιανουαρίου 1966
Άνακοινούται ότι οι πρωθυπουργοί της Σοβιετικής Ενώσεως καί της Βρεταννίας θα ανταλλάξουν επίσημες επισκέψεις κατά το 1965.

11  Ιανουαρίου 1966
Ο ούγγρος υπουργός των εξωτερικών επισκέπτεται το Παρίσι.

12  Ιανουαρίου 1966
 Ό Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας κ. Σάτο επισκέπτεται  την  Ουάσιγκτον και  προσφέρει  τη  βοήθεια της χώρας του για να βρεθεί λύση τού προβλήματος τού Βιέτ Νάμ.

13 Ιανουαρίου 1966
Ο πρόεδρος Σοεκάρνο δηλώνει ότι ή Ινδονησία δεν πρόκειται να επιτεθεί κατά της Μαλαισίας.

14 Ιανουαρίου 1966
Ο πρόεδρος Τζόνσον ζητεί από το Κογκρέσσο   3,4   εκατομμύρια   δολλάρια  για   οίκονομική   (2.21)   και στρατιωτική   (1.17)   βοήθεια προς το εξωτερικό.

15 Ιανουαρίου 1966   
Ο  Σέρ Ουίνστων Τσώρτσιλ παθαίνει  εγκεφαλική συμφόρηση.

16 Ιανουαρίου 1966   
Η Κυβέρνηση τού Πεκίνου κατηγορεί την Ινδία  ότι   παραβιάζει  συστηματικά  τον  εναέριο χώρο τού Θιβέτ.

17 Ιανουαρίου 1966   
Η  Κυβέρνηση του  Πεκίνου  ενισχύει  τίς αεροπορικές καί  αντιαεροπορικές της δυνάμεις στα νότια σύνορά της.

18 Ιανουαρίου 1966
Συνέρχεται    στην   Πολωνική   πρωτεύουσα   ή
συμβουλευτική συνέλευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

19 Ιανουαρίου 1966
Αρχίζουν   στο   Ραμπουγιέ   οι   συνομιλίες  του Προέδρου Ντε Γκώλ με τον Καγκελλάριο  "Έρχαρτ.

20 Ιανουαρίου 1966   
Ο   Πρόεδρος  Τζόνσον   αρχίζει   επίσημα   την δεύτερη  περίοδο  της  θητείας του.
 

Πούτιν-ο Μεγάλος Ρομαντικός.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Στους παλαιότερους είναι γνωστό ότι ο παλιός Καραμανλής (ο θείος του σημερινού), είχε συχνά στη γλώσσα του τη φράση: «Ανήκομεν εις την Δύσιν» και ότι αυτό ήτανo η πίστη του και καθόριζε την πολιτική του.
Πάμε λοιπόν.

Καθώς στην Κόλαση που βρίσκομαι τριγυρνώ ανάμεσα σε πεθαμένους, συναντώ διάφορους γνωστούς. Γιατί οι πεθαμένοι, μη έχοντας σπίτι και μέρος να κάτσουν, τριγυρίζουν ολοένα. Και βρίσκει κανείς έναν έναν ή πολλούς μαζί να βολτάρουνε ή να έχουν ανοίξει πηγαδάκια και να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια τους. Μια νύχτα λοιπόν είδα μια παρεούλα που είχε για θέμα της τον Καραμανλή-το θείο. Ανάμεσα στους ίσκιους η μητέρα και ένας από τους δασκάλους του Kαραμανλή.
Πλησίασα και αφού μπήκα στην συζήτηση, ρώτησα τη μητέρα του Καραμανλή:
-Κυρα Φωτεινούλα για πες μου, τι θυμάσαι πιο πολύ από τον Κώστα;
-Πιο πολύ θυμάμαι παιδάκι μου την ημέρα που τόνε γέννησα, γιατί η γέννα του πολύ με παίδεψε.
-Γιατί σε παίδεψε κυρα-Φωτεινή;
-Παιδάκι μου δεν έβγαινε. Δεν έβγαινε με τίποτα. Και δεν έβγαινε γιατί ο σατανάς με είχε καβαλημένηνε-γι αυτό! Και αυτό το είπε και η μαμή που ήρθε να με ξεγεννήσει.
-Μπορείς να μου πεις τα πράγματα με πιο λεπτομέρειες σε παρακαλώ κυρα-Φωτεινή;
-Να στα πω παιδάκι μου. Εμείς εμέναμε δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Και εγώ απάνου στο κρεβάτι μου εκοιμόμουνα με το κεφάλι μου κατά το ιερό της εκκλησίας, για να με φυλάει ο Κύριος που έτσι θα τον είχα πιο κοντά μου. Αμ δε μου λες, που να το ’ξερα εγώ η κακομοίρα πως δεν έπρεπε να κοιμάμαι με το κεφάλι κατά κει και πως γι αυτό δεν έβγαινε το παιδί… αγράμματη γυναίκα ήμουνα, έλεγα πως ήτανε καλλίτερα να έχω το ιερό της εκκλησίας κοντά μου να σκέπει την κεφαλή μου. Ε, ήρθε η ώρα να γεννήσω κι έπεσα στο κρεβάτι να γεννήσω μόνη μου, γιατί η μαμή ξεγένναγε αλλού και θ’ αργούσε να ’ρθει. Τότες μαθές δεν είχαμε κλινικές και νοσοκομεία. Εσφίχτηκα λοιπόν, είχα και τα πανιά κοντά μου να σκουπιστώ κι εγώ και να ντύσω και το παιδί, πού παιδί… εκείνο όχι δεν έβγαινε, αλλά ανέβαινε αντί να κατεβαίνει, λες και ήθελε να βγει από το στόμα μου-κοίτα, ανατριχιάζω που το λέω… Χριστός και Παναγιά, κάνω. Ξανασφίγγομαι, ξεφούσκωσε πάλι η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί το παιδί επήγαινε πάλι προς τα πάνω, προς το λαιμό μου. Τρόμαξα αλλά δεν τα ’χασα. Ζούπηξα το στήθος μου, ξαναγέμισε η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί δεν μπορούσα ούτε αναπνοή να πάρω και η καρδιά μου επήγαινε να σταματήσει από το παιδί που δεν την άφηνε να δουλέψει. Βάζω τις φωνές έρχεται μια γειτόνισσα της λέω πήγαινε να φωνάξεις το Γιώργη από το μαγαζί γιατί το και το, το παιδί πάει να βγει από το στόμα. Ώσπου να ’ρθει ο Γιώργης ο άντρας μου-Γιώργη τονε λέγανε, εγώ όλο και εσφιγγόμουνα, αλλά όχι και δυνατά για να μη με πνίξει το παιδί. Όμως όταν έβλεπα σε κάθε σφίξιμο να τραβάει το παιδί προς τα πάνω, σταμάταγα. Το τι τράβηξα εκείνη την ημέρα δε λέγεται.
Έρχονται και οι γειτόνισσες, βλέπουνε τι εγινόντανε κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Και κει απάνου ευτυχώς, μπήκε η μαμή, θάνατο να ’χει, και με λεφτέρωσε.
-Πώς;
-Μπαίνει κι όταν έμαθε τι έγινε, άρχισε να φωνάζει: Μωρή ζουρλές τι σταυροκοπιούσαστε; Τη γυναίκα την έχει καβαλικέψει ο σατανάς και, ο τρισκατάρατος, δε φεύγει με σταυροκοπήματα. Την έχει καβαλικέψει γιατί εξάπλωσε με το κεφάλι κατά το ιερό, κατά τη Δύση-οι Καραμανλούδες γεννάνε πάντοτε με το κεφάλι κατά την Ανατολή-ζουρλές είσαστε; Γύρνα μωρή Φώτω, μού κάνει. Και με πιάνει παιδάκι μου και με γυρίζει ανάποδα, με το κεφάλι στο μέρος που είχα τα πόδια μου και με τα πόδια εκεί που ήτανε πρώτα το κεφάλι μου. Ε παιδάκι μου, αυτό ήτανε. Ο τρισκαταραμένος εβγήκε αμέσως από μέσα μου και από κοντά εβγήκε και το παιδί από τον κανονικό δρόμο του. «Είσαι πρωτάρα», μου λέει η μαμή, «στις άλλες τις γέννες σου να ξέρεις να ξαπλώνεις με το κεφάλι κατά την Ανατολή, έτσι που το παιδί να μπορεί να βγει γιατί θα τραβάει κατά τη Δύση. Αφού ο τρισκατάρατος έχει βάλει βουλή να χαλάσει τους ανθρώπους, εμείς, φτωχές γυναίκες θα τόνε σταματήσουμε;»
Και παιδάκι μου όλα μου τα κατοπινά παιδιά τα εγέννησα με ευκολία γιατί έκανα εκείνο που είπε η μαμή. Και τον Αχιλλέα μου έτσι τόνε γέννησα.
Γιατί εγώ πού να ήξερα τότες από Ανατολή και από Δύση, αργότερα τα ’μαθα, όταν ο Κώστας μου έγινε πρωθυπουργός. Τότε όλο αυτή τη λέξη έλεγε. Όλο Δύση και Δύση το πήγαινε. Και το μυαλό του γεμάτο από αυτή τη λέξη ήτανε μόνο. Αφού όταν ερχότανε καμιά φορά να με δει στο χωριό, όταν τον αφήνανε οι δουλειές του, «γεια σου μάννα» δε μου ’πε ποτές. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», έτσι με χαιρέταγε. Και μου είχε μάθει να του απαντάω «αληθώς ανήκομεν», όπως καλή ώρα λέγαμε «αληθώς ανέστη» για τον Κύριο που αναστήθηκε.
Και τόσο την αγάπαγε αυτή τη λέξη παιδάκι μου, που και μέσα στο δωμάτιό του την είχε. Και μάλιστα την είχε γραμμένη όπως τη λένε στα αμερικάνικα. Είχε ένα μεγάλο πανί με ’φασμένα πάνω του τέσσερα γράμματα. Το πρώτο ήτανε ένα ανάποδο μου. Τα άλλα τρία ήτανε ελληνικά-τα ήξερα κι εγώ. Ήτανε ένα Ε, μετά ένα σου που το βάνουνε στο τέλος και ύστερα το του. Και μού έλεγε να τη μάθω κι εγώ αυτή τη λέξη την ξένη, γιατί μ’ αυτήν, έλεγε, λύνεις όλα σου τα προβλήματα σαν να ήτανε μαγική. Μου ’λεγε «πες το και συ μάννα-Γοέστ! Γοέστ!» Και τον άκουγε ο Αχιλλέας μου και του ’λεγε: «Γουέστ μωρέ Κώστα, Γουέστ…» και του απάνταγε ο Κώστας μου «Ε, κι εγώ τι λέω; Γοέστ…»
Αλλά εγώ παιδάκι μου δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αυτή τη λέξη όσο ζούσα. Εδώ την έμαθα, γιατί αυτό είναι το Γουέστ, εδώ που είμαστε τώρα.  
Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τα λόγια της η κυρα-Φωτεινή, πετιέται η Κλωθώ.
-Εμείς να ’βλεπες τι τραβήξαμε ώστε να βρούμε πού ήτανε το παιδί για να το μοιράνουμε… Περιμέναμε να το βρούμε στην κούνια του όπως όλα τα μωράκια, αλλά πού… Αυτό είχε πάρει δρόμο δυτικά και το προφτάσαμε στις στήλες του Ηρακλή αν έχεις το Δία σου…
Ύστερα το λόγο πήρε ο δάσκαλος που είχε τον Καραμανλή μαθητή στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.
-Αγαπητέ μοι, θα επεθύμουν να είπω καγώ λέξεις τινάς σχετικάς προς την δυτικοφιλίαν του μεγάλου αυτού τέκνου της Αμερικής…
-Της Ελλάδας δάσκαλε, του λέω.
-Συγχωρήσατε την παραδρομήν της γλώσσης μου, της Ελλάδος ήθελον να είπω. Μοι δίδετε την άδειαν προς τούτο;
-Πες κάτι κι εσύ δάσκαλε, όμως στα γρήγορα.
-Εγώ θα τα είπω εις υμάς και ουχί εις τα γρήγορα. Και σας υπισχνούμαι ότι δεν θα μακρηγορήσω. Ενθυμούμαι ουκούν τας περιπτώσεις καθ’ ας ηναγκαζόμεθα, ελλείψει δευτέρου διδασκάλου εις την Πρώτην, να απασχολούμεν τα παιδία και κατά τας εσπερινάς ώρας της ημέρας. Κατά τας ημέρας ταύτας και ότε, ενώ ο ήλιος έδυεν, ευρισκόμεθα εντός της αιθούσης διδασκαλίας, ο Γκας ηγείρετο του αναλογίου του…
-Ο Κώστας δάσκαλε, τον διόρθωσα.
-Μάλιστα, ο Κώστας. Συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ο Κώστας ουκούν εγκαλέλειπεν το αναλόγιόν του και κατυθύνετο προς το παράθυρον το προς Εσπερίαν, εκεί δε ίστατο ακίνητος, προσβλέπων περιδεής την δύσιν του ηλίου, ήτις επλήρωνε τον ουρανόν της Πρώτης πέπλων ερυθρών ως αιματοβάπτων και ήτις υπέβαλεν εις τον νουν του ανθρώπου την ιδέαν των τελευταίων στιγμών της Δημιουργίας, την εν μέσω φλογών, αίτινες κατά τας Γραφάς θα την καταφάγωσιν ώσπερ άχυρον φλοξ πυρκαϊάς αγροτικής καλύβης. Και ήτο τόσον απορροφημένος εκ του θεάματος εκείνου, ώστε δεν ηδύνατο να ακούσει τας προτροπάς μου περί επανόδου του εις το αναλόγιόν του. Ήτο ως να μη υπήρχε τας στιγμάς εκείνας.
Ίνα δώσω εν πέρας εις την απαράδεκτον δια σχολείον κατάστασιν ταύτην, απεφάσισα να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Γκας…
-Του Κώστα δάσκαλε.
-Του Κώστα, συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ηλαγκάσθην ουκούν να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Κώστα. Το ετοποθέτησα παραπλεύρως του παραθύρου, ώστε μα μη απαιτείται η εγκατάλειψις του αναλογίου του υπ’ αυτού κατά τας ώρας εκείνας. Τοιουτοτρόπως τουλάχιστον δεν ίστατο αλλά εκάθητο. Εκεί ήτο μονίμως πλέον «εις τα νερά του», καθώς λέγει ο χύδην όχλος.
-Δάσκαλε, δεν προσπάθησες να του κόψεις τη συνήθειά του αυτή;
-Να σας είπω… Ενθυμούμαι ότι άπαξ ηγέρθην της έδρας μου και τον επέπληξα δριμέως. Πριν ή δυνηθώ όμως να αρθρώσω τας πρώτας λέξεις της επιπλήξεως, ούτος, οργίλως προσβλέπων με, μοι αντέλεξε με σταντορείαν φωνήν: «Κάτσε κάτου ρε!». Ήτο τόσον επιτακτική η εντολή του ώστε εκάθησα και έκτοτε δεν απετόλμησα πλέον να τον παρατηρήσω πάλιν δια την συνήθειάν του αυτήν. Και εκ των υστέρων απεδείχθη ότι καλώς εποίησα. Καθόσον απώλεσε μεν ο Γκας ολίγας…
-Ο Κώστας δάσκαλε
-Ο Κώστας, μάλιστα. Συγχωρήσατέ μοι και την νέαν ταύτην παραδρομήν. Απώλεσεν μεν ο Κώστας ολίγας ώρας παραδόσεως, όμως η Αμερική εκέρδισεν ένα μεγάλον άνδρα.
Δεν τον διόρθωσα πάλι. Γιατί να μας πειράζει η αλήθεια;
 

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω  το ταξίδι το δικό μου.

ΧΡΌΝΟΣ

Ας πεθάνω απόψε.
Την ώρα του ας στείλει ο Χρόνος
που για μένα φυλαγμένη έχει. Εγώ
το μολύβι μου καλά το έχω
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου-
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την πάνω τη γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.
Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του
να κόψει της ζωής μου το κενό. Αυτός
που τόσο θέλησα να τον γνωρίσω
χωρίς ούτε ιδέα του μια να πάρω,
να που αυτός θα ’ρθεί σε μένα τώρα
και πια όχι μόνο θα τόνε γνωρίσω
αλλά κι εγώ
Χρόνος μαζί του θα ’μαι.

    ΤΟ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ

Λοιπόν δε θα πεθάνω από καρκίνο.
Ανεύρυσμα ένα διεκδικεί και κείνο
τ’ αχειροποίητα δικαιώματά του
στον τρόπο του αφεύκτου μου θανάτου.

Και λέει του Θανάτου: « Φίλε γεια σου!
Με μένα θα τελειώσεις τη δουλειά σου   
γρήγορα, καθαρά, πολιτισμένα.
Όχι βρωμιές από έντερα σπασμένα,

όχι έδρες παρά φύσιν, καθετήρες,
και κατακλίσεις κι αναρροφητήρες,
όχι μηνών-χρονών ταλαιπωρίες
με σάκχαρα, κατάγματα, ουρίες…

Εγώ σε δυο λεφτά τον τελειώνω.
Σπάω κι ολοσχερώς τον ξεματώνω.
Και πια συ νικητής μέσα του μπαίνεις
και τον τρυγάς και στ’ άρμα σου τον δένεις

και τον τραβάς συρτόν στον άλλο κόσμο
που μέντα εκεί δεν έχει ούτε δυόσμο.
Και όλ’ αυτά σε δυο λεφτούλια μόνο.
Και δίχως αγωνίες, κραυγές και πόνο.

Μόνο θα νιώσει μες στο Κρύο να μπαίνει
και προς την Άβυσσο να κατεβαίνει.
Και μόνο θα σκεφτεί λίγο πριν σβήσει
ότι ξανά δε θα ’δει ηλίου δύση.

Λοιπόν μετά ’π’ αυτά Θάνατε, πες μου-
ανίκητες δεν είναι οι δύναμές μου;
Δες με! Ο αθέρας είμαι της αλκής!
ΕΊΜΑΙ ΤΟ ΑΝΕΎΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΉΣ!»

ΔΕΝ ΕΧΩ

Δεν έχω σάρκα να ντύσω τα κόκαλά μου
ρούχα τηβεννικά να ενδυθώ
μουσικές τα λόγια μου να στολίσω
περικοκλάδες ιντερνετικές.

Φύλλα ωραιόχρωμα
άνθη ελκυστικά  
από μένα λείπουν. Ο κορμός μου
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί μου σε προϊστορικούς
τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε
κι άγγιχτα τα οστά μου  
από τις λόγχες του Καιρού.

Βεγγαλικά δεν έπλεξα
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβουν .
Το λύχνο  έχω εγώ ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η αύρα της ψυχής.

Κι όποιον από το φως μου ζεσταθεί
και όποιονε ο λύχνος μου φωτίσει
αυτόνε θα τον θυμηθώ
όταν έλθω
εν τη βασιλεία μου.
 

Ο ΓΆΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΟΣΩΣ
(Μάρτης ’10, 2010)

Ήταν δεκαεξάχρονη
τώρα είναι παντρεμένη.
Ήταν αγριολούλουδο
ανθός σε βάζο τώρα.
Ήταν αδέρφι του ηλιού
τώρα σβηστό φεγγάρι.
Ήταν  τραγούδι και μιλιά
βουβό είναι τώρα στόμα.
Ήταν αστέρι λαμπερό
κι είναι κερί σε τάφο.
Ήταν δεκαεξάχρονη
και τηνε ξεπουλήσαν.
 

Η ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ ΤΣΑΝΤΑ

Η αγαπούλα του η μικρή του μήνυσε
να πάει στο σπίτι της
να πάρει την τσαντούλα της
που μάστορα χρειαζόνταν.

Το αυτοκίνητο πήρε και πήγε.

Έπεφτε βράδυ.
Την κάλεσε και βγήκε
 φέρνοντας την τσαντούλα της μαζί.

Φυσούσε ένα τρελονοτιάς που,
ενώ η γλυκιά του αγάπη τού εξηγούσε
να διορθωθεί τι έπρεπε στην τσάντα,
ο αέρας
μία της σήκωνε και μια άφηνε να πέσει
την μπλε με κίτρινα πουα φουστίτσα της,
ολάσπρα αφήνοντας να φέγγουνε στο μισοσκόταδο
τα ποδαράκια κι οι μηροί ως πάνω.

«Κράτα μωρό μου σηκωμένη τη φουστίτσα σου», της είπε.
Με νάζι και μ’ επίπληξη γεμάτη μια φωνούλα του ψιθύρισε
με το καυτό της ενώ βλέμμα
του ’δείχνε μια κυρία που πλησίαζε:
 «Μπροστά στον κόσμο! Τι σου ήρθε;»

Πέρασε η κυρία,
της βλάβης η περιγραφή τελείωσε
του ’δωσε την τσαντούλα της σ’ ένα χαρτί ωραία τυλιγμένη,
κι αφού είχανε χαιρετιστεί,
και πριν χωρίσουν…
«Να! Τώρα ναι!» του είπε αθώα αθώα,
σηκώνοντας ως πάνω τη φουστίτσα της,  
κι εκεί κρατώντας την
σαν σηκωμένη αυλαία στου Παράδεισου το Θέατρο
που εξάλλου άρχισε αμέσως ύστερα.
 

ΜΙΑ ΑΣΗΜΑΝΤΗ ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ

Απ΄ τ΄ άσπρα πόδια της έλαμψε η νύχτα.
Η νύχτα η νυχτιά-η νύχτα-η μαύρη νύχτα.

Εγύριζα απ΄την πόλη τη γειτονική
Που πήγα να τηλεφωνήσω στη Ελπίδα.
Ή στη Ελένη ή στην Μαργαρίτα.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.

Στο σπίτι φτάνοντας την είδα
Στο  φως που ένα έριξε αυτοκίνητο περνώντας.

Έλαμψε η νύχτα απ΄ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, άσπρες, στέριες, μαλακές κολώνες
Που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου.
Τόσο ηδονικές,
Που αναρωτιέσαι
Αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν΄ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
Ως και την Πύλη του Ναού.

Τώρα,
Μετά από τ΄ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-όχι ότι πάντα ίσως υπάρχει,
Μα ότι έστω κάποτε Αυτό υπήρξε,
Τ΄ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;)

Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.
 

ΤΟ ΡΕΜΑ

Γυναίκες ποταμός. Κι εγώ στην όχθη
να μην μπορώ ούτε νύχι να ογράνω.
Oι χάρες του μακραίνουν σαν τις φτάνω.
Βαρύς μέσα μου ο πόθος εμαζώχτη.

Τ' αυτιά μου ηδονικοί τρυπούνε ρόχθοι
που αντηχάει το ρέμα το αφροπλάνο.
Και μ' εμποδά η λαχτάρα ν' ανασάνω.
Κι οι ερωτογόνοι με τυλίγουν μόχτοι.

Άθλιος…με ρήμαξεν αυτό το ρέμα!
Νεκρές οι ελπίδες μου κείτονται χάμου.
...πάλι... μπορεί-κι ας μουγκανίζει το αίμα
που χάνει τη γιορτή-… μπορεί η χαρά μου
γι άλλην, τρανή γιορτή να με φυλάει:
ποιος ξέρει αυτό το ρέμα πού τραβάει...

ΣΑΜΠΩΣ ΑΔΙΑΦΟΡΗ

Γυμνή στο κρεβάτι και ατάραχη είναι.
Νωχελικά αναδεύεται και σαν βαριεστημένα.
Κι ας ψαύει αυτός
και ας φιλεί
κι ας βασανίζει ακόμα
την τροφαντή, σφιχτή
ευώδη σάρκα.
Όλα τα δέχεται αυτή σάμπως αδιάφορη
και ως σε κάποιαν άλλη να συμβαίνουν.

Όμως καθώς
τα χείλη του στο στήθος της αργά πλησιάζουν
ξάφνου ολόκληρη αυτή ακινητεί  
σαν λέαινα πριν ορμήσει στο ζαρκάδι.   
Κι όλη η ζωή στα μάτια της μαζεύεται
που τώρα εποπτεύουν-
αν και ακόμα μόνο  με την άκρια τους,
απ’ όλα μέσα στο δωμάτιο
τα χείλη μόνο αυτά
τα προσεγγίζοντα.

Κι όταν αυτά το στήθος της εγγίσουν
κι απ’ την πηγή της ζωής γύρω κλειστούν
η λέαινα τινάζεται κι ορμά
χωρίς πια προφυλάξεις
και νωχέλειες
και ντροπές.

Και το ζαρκάδι
γρήγορα βρίσκεται ρικνό κάτω απ’ το βλέμμα της
βλέμμα που τώρα είναι νίκης θρίαμβο γεμάτο.
 

ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Αν ήμουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζα
την πέτρα με φτερά
τη Λέξη στο θρονί του όντως όντος
και το Θεό υποπόδιο των ποδών μας.

Τη γη μία κηλίδα σε φωτός πελάγη
το δέντρο σαν καρπό, και την ελπίδα
σαn βρώμικη κι αισχρή γρηά μια πόρνη.

Θα ιχνογραφούσα με γραμμές περίοπτες
το βέλασμα του αρνιού το τελευταίο
πριν τη σφαγή,
στη θέση της ψυχής θα έβαζα ένα σώμα,
και θ’ απεικόνιζα μ’ ενa άγραφο χαρτί-
και θα ’τανε πολύ και το χαρτί-
την αγάπη.
 

 ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ

Το κύπελλο πάνω στέκει στο στρογγυλό τραπέζι.
Και καθόλου στη σκέψη του δεν έχει
πώς να κινηθεί ή πώς, ίσως, να σπάσει.
Και σε όνομα δεν ακούει-δοχείο ή τάσι, ή τσάσκα, ή ποτήρι.

Κόσμοι μέσα του βοούν και σφύζουν και το δονούν,
έτσι σφιχτά καθώς ο ποιητής του
πιεσμένους τους διαμόρφωσε και συμμετρικούς.
Μα δε γνιάζεται ούτε γι αυτούς.
Και μόνη του φροντίδα έτσι που-αν και άθελά του-
καθορισμένο υπάρχει,
είναι το δικό του σχήμα
σε ο,τι μέσα του χυθεί
απαραιτήτως να δώσει.

Δίνει και παίρνει έτσι το μερίδιο της πραγματικότητας που,
προσωρινά βέβαια και μόνον
υπηρετεί κι εξουσιάζει.

Η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΣΟΜΠΑ

Φτιαγμένη από μέταλλο γυαλιστερό
με πλέγμα προστατευτικό της ασφάλειάς μας
και της υψηλοφροσύνης της,
δεν ενοχλείται παρά μόνον από τούτο:
πως ευθύς
όταν δεν τη χρειαζονται
τη σβήνουν.

Και αυτό σαν διάλειμμα να το ιδει
της εργασίας της
δεν συγκατανεύει.
Αυτή από εργασία δεν γνωρίζει.
Καθήκον μόνο υπέρτατο θεωρεί
την ιερή συμμετοχή
στου ήλιου την αξία και τη θερμότητα.
Γι αυτό και με τον γήινο διακόπτη
αυτή,  
τελείως ποτέ δεν συμβιβάζεται.
Κι είν’ η αιτία αυτή που συχνά,
με μία μεγαλόπρεπη έκλαμψη,
σαν μιαν επίδειξη πρώτη και ύστατη της δύναμής της
αυτοκτονεί.
 

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Και που γράφουμε στίχους τι;
Και ποιητές αν μας λένε τι σημαίνει;
Από τους άλλους διαφέρουμε γι αυτό;
Μη και για μας κληρονομιά το σκοτάδι δε θα ’ναι;

Και που νώθουμε όταν οι άλλοι αναίσθητοι στα μηνύματα είναι,
και που πλάθουμε στίχους
στη σειρά αραδιαζοντας κόσμους, θεούς, ψυχές,
φαντάσματα κι αυτά δεν είναι   
που μέσα σε θάλασσες από λέξεις
λέξεις κι αυτά όλα
κολυμπάν;
Και με τις λέξεις άλλο τι  
καθένας προσπαθεί να κάνει
παρά να δείξει την αδυναμία του να εκφραστεί;

ΝΑ ΤΗ ΔΕΙΤΕ

Από το καλάθι σας τίποτα δεν πήρα.
Τίποτα δε σας χρωστώ.

Τα μηδενικά σας πήρα
έναν άξονα μέσα τους επέρασα
και πάνω στις ρόδες του το αμάξι της ποίησής μου στερέωσα
να τρέχει σαν κυνηγημένο ελάφι μέσα στο δάσος της αγνοίας σας
που μάτια δεν έχετε να τη δείτε  
γιατί στη θέση τους χάντρες βρίσκονται
και συντροφιά η μια με την άλλη κάνει
όπως Ελλειψη με Έλλειψη συντροφιά κάνουν.
 

ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ

Στον βωμό του Έρωτα πάνω το σώμα του σφαγμένο.
Με νύχια, με δόντια, με σαρκασμούς, με υπονοούμενα,
γυμνές μαινάδες με σάτυρους αγκαλιασμένες
το κατασπαράζουν
για να πάρουν δύναμη  
κι όλο ζωντάνια να ξαπλώνουν σε σεντόνια πάνω
γεμίζοντάς τα με ζάρες-της ψυχής του-
και με σπέρματα- απομιμήσεις του αίματός του.
 

 Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Ω! Φωτεινή γραμμή!
Που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου αφήνεις
σαν μΊα νότα απ’ τη μεγάλη συναυλία
σαν μιά πετρούλα απ’ την ατέλειωτη οροσειρά
σαν ένα φύλλο απ’ το απέραντο το δάσος!

Ω! Φωτεινή γραμμή!
Δε θέλω εγώ δάσος κι οροσειρά και συναυλία.
Αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
που μες στο σκότιο δώμα μου το ίχνος σου αφήνεις-
αρκείς εσύ γραμμούλα φωτεινή
για να φλογίσεις τη μικρή ζωή μου.

                   ΔΙΑΠΟΡΙΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ

«Αυτό που εκατομμύρια χρόνια μου ’δωσαν
μου το στερούν εκείνοι.
Τάχα είν’ εκείνοι μεγαλύτεροι απ’ τον Καιρό
ή είναι ο ίδιος ο Καιρός
που εντύθηκε για σάρκα τη συμπυκνωμένη διάρκεια
για απόφαση το Μέλλον και
με δικαίωμα πια
μ’ έκλεισε δω μέσα;»

 

                          ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

«Όμορφη που  ’ναι η ζωή!»
κοιτάζοντας τριγύρω λέει.

Μα όταν μέσα του το βλέμμα στρέφει
σε ασχήμια η ομορφιά όλη γυρίζει. Και κουραστικές
αυτές οι μεταπτώσεις είναι
επειδή και το έξω τις δικές του δουλείες χαλκεύει.

Κι αν το έξω σαν το μόνο υπάρχον θεωρήσει
τότε αυτός ανύπαρκτος αισθάνεται.
Αν πάλι το αγνοήσει
ευθύνες τότε αλόγιστα μεγάλες αποδέχεται
και αυτές κάτω από το βάρος τους τονε συνθλίβουν.
Μελαγχολία τότε, απαισιοδοξία,
απόγνωση τέλος το διαλογιζόμενο δίποδο αλώνουν
που στο χαμό άφευγα το οδηγούν.
 

 ΤΟ ΣΩΣΤΟ

«Σ’ αγαπώ», λένε,
και αφήνουν τα φτερά της καταιγίδας  
τα λόγια τους  τ’ αέρινα να πάρει
και μένουν χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής τους.

Και άδεια κορμιά πια υποδέχονται τ’ αφρισμένα κύματα
και ανεστραμμένα κελύφη τα πηχτά σάλια τους
σε άσκοπες, άχαρες γιορτές ξερνάνε.

Σε άλλες επιδιώξεις τ’ όνομα δίνεται το αληθινό
και τόσο μπερδεμένο
που νόημα δεν έχει ό,τι ακούγεται
μόνο καταλαβαίνει κανείς πως εκείνο,
το σωστό σύνολο γραμμάτων είναι.

Μια μάσκα να έπεφτε επιτέλους κάποτε!..    

ΓΡΥΠΕΣ

Φύλακες του χρυσού.
Φύλακες.
Και κατά χιλιάδες οι Γρύπες έπεφταν
σε κάθε των μονόφθαλμων Αριμασπών επίθεση
που το χρυσάφι να τους πάρουν θέλαν.

Στους φτερωτούς τους Γρύπες μέσα ποιος
τον έρωτα έβαλε για τον χρυσό;
Κανείς. Μόνο που καταλάβαιναν
πως αν δεν τον φυλάγανε αξία δε θα ’χε
κι ούτε αυτοί ονομαστοί στην ιστορία θα μέναν.

Η αξια του χρυσού
αξία στη ζωή τους έδωσε.
Τώρα όλοι ξέρουνε: οι Γρύπες
σκληροί, αδέκαστοι,
πιστοί φύλακες  του χρυσού ήσαν.

Έτσι αξία δίνει καθένας μας σε κάτι
και το τηρεί, και το ευλογεί και το φυλάσσει.
Άλλος χρυσό, άλλος αρχές, άλλος ιδέες.

Καλά ανταμείβουν οι αξίες.
 

ΚΟΡΔΗΛΙΑ

Προίκα την ειλικρίνεια αν έχεις
κάποια νυχτιά
που κεραυνούς γεμάτος και αστραπέςο ουρανός,
καμιά ζεστή γωνιά του δε θα δείχνει,
που οι βροντές, φωνή ν’ ακούσεις ή καλάδημα
δε θα σ’ αφήνουν
και που η καταιγίδα θα ’ρχεται όχι απέξω
αλλ’ από μέσα σου,
κάποια νυχτιά,
στα χέρια μέσα του πατέρα σου
με στήθη μόλις πριν
από αυτόν ακουμπισμένα
(που τρέμουνε ακόμα),
θα υψωθείς
ως λίγο πάνω απ’ τους μηρούς σου
και σκύβοντας σα φίδι που την ουρά του καταπίνει
μέσα σου θα μπεις ωσότου
απάνω στου πατέρα σου το σώμα
ένα κενό να πέσει μέγα τόσο που εντός του
η ζωή
αντίσταση μη βρίσκοντας,
με όλες τις πληγές και τις κατάρες της
να ξαναρχίσει,
Κορδηλία.
 

 ΘΥΜΩΝΤΑΣ

Όπως κάτι λέξεις που με τον καιρό ξεχάστηκαν
και σαν θα τις ακούσουμε μένουμε για λίγο αμίλητοι
θυμώντας έξαφνα όσα πήρανε μαζί τους,
έτσι και Σύ, Ώρα Γεμάτη, τη συνείδηση
με τον αστραπιαίο,τον μοναδικό,
τον απόκοσμο ήχο Σου δονείς.

Και η ακοή μας συνταράζεται,
και φέρνει μες στα δέντρα της ψυχής πουλιά
και σκιόφως, και ανεμοψιθυρίσματα άλλα,
του καιρού που χαμένοι ήμασταν-
τότε που η άγρυπνη ελπίδα και η λίγη μας ευχαρίστηση
χτυπούσαν αδύναμα φτερά
στο δόκανο πιασμένες της ρυτιδιασμένης Σου επιφάνειας-
ανάμεσα σε δυο πτυχές της
που νερό δεν έβρισκαν ν’ αναταχτούν.

ΜΕΣΑΖΟΝΤΕΣ

Έμποροι που οργώνετε τη γη μου,
που την ποτίζετε με τον ιδρώτα μου
και με το χέρι μου δρεπάνι,
στάρι και χρήμα και αυτοπεποίθηση σοδιάζετε,

έμποροι, που το έτσι αποκτημένο εμπόρευμα
σε μένα πάλι το πουλάτε
μεσάζοντες εσείς
ανάμεσα στην αθωότητα και την άγνοιά μου,

έμποροι έφτασε η ώρα που και τη ζωή μου
για πενταροδεκάρες θ’ αγοράστε.
Μα να το ξέρετε: από κει και πέρα
ο έμπορος θα είμαι εγώ
και με τους νόμους του δικού μου κράτους
θα σας αγοράζω
και θα σας αργάζω
και θα σας πουλώ.
 

ΓΑΛΗΝΗ

Να ήτανε, Γαλήνη,
αφήνοντας τη θάλασσα
και σε μάς τους στεριανούς να έρθεις!
Σε μάς που κύματα άλλα μάς τινάζουν
όχι σε άλλο κύμα πάνω
μα σε άλλη θάλασσα.κάθε φορά…

Να ρθεις  
κόρη του Αμίλητου και του Ησυχασμένου
και Ολόκληρη να φανείς και Δυνατή.

Στον ώμο σου ν’ ανέβουμε τον υψηλό
και συ ακίνητη να μάς πηγαίνεις και να μάς πηγαίνεις
πάνω στο άβαθο το αυλάκι που το σώμα σου,
με μυστικές εσύ που ξέρεις  μόνον προσταγές
αθώρητα για μας ξανοίγει…

Γαλήνη! Πολυαγάπητη Νητηϊδα!
Αρκετά τους τολμηρούς ναυτικούς εφίλησες.
Έλα και τους ταραγμένους
τους δειλούς εμάς
να γαληνέψεις.

ΔΙΨΩΝΤΑΣ

«Κλείσε το φως!», ακούστηκε.
Το φως δεν ήταν ανοιχτό. Εκείνος όμως
μια κίνηση προς τον διακόπτη έκανε.
Γέλασε με το πάθημά του.
Κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου ήρθε η φωνή... κανένας.
Διπλά λοιπόν γελάστηκε.

Τα σκοτεινά γυρίσματα των καιρών
δημιουργούν τέτοιες ακατανόητες καταστάσεις.
Ακατανόητες για κείνους
που πίσω από το αποτέλεσμα λαχανιασμένα τρέχουνε
αίτιο διψώντας, γιατί αλλιώς
να εννοήσουν τη ζωή αδυνατούν . Γι αυτούς
όταν ακούγεται μία φωνή
να έχει μιλήσει κάποιος πρέπει.

ΑΡΡΗΤΟΛΕΠΤΟΠΝΕΥΣΤΙΑ

Τον θεόν ο πτωχός επροσκύνησε
με κατάνυξιν τόσον βαθείαν
κι είχε τόσην στο πρόσωπον έκστασιν
την εικόνα ως εθώρει την θείαν

που απ’ το σκύψιμο μεν του εσκίστηκε
μια σκελέα παλιά που φορούσε
κι εις το χαίνον το οτόμα του εχώθηκε
μία μύγα που γύρω πετούσε.

Κι ο γιατρός και ο ράφτης του πήρανε
τόσα χρήματα, που εσοφίστη
να καλεί μυγοχάφτη τον πλάστη μας
και ακόμα φτωχών ρουχοσκίστη.  
 

 JULIE: “WHAT DO I…WHAT I AM?”
(from augyst strinberg’s «MRS JULIE»)

Μη μου χαρίσεις λουλουδάκια και τραγούδια
μη με στολίσεις με ποιημάτων τις στροφές
κι ούτε ζητώ να με συγκρίνεις με αγγελούδια
ούτε με χάρες ανοιξιάτικες κρυφές.

Μην ηγηθείς για το χατίρι μου λεγεώνων
μην ως του κόσμου συ την άκρη οδηγηθείς
σ’ ένα μικρούλι «σ’ αγαπώ» αρκούμαι μόνον
που έτσι απλό κι έτσι βαθύ συ θα μου πεις.

Μη με γεμίσεις με χρυσάφια και ασήμια
όρκους μην παίρνεις που δεν έχουνε ψυχή
με του ερωτά σου μη με πνίγεις τα ταξίμια
μη με ποτίζεις με γλυκόλογων βροχή.

Ένα μικρούλι «σ’ αγαπώ» ν’ ακούσω θέλω
και κράτα εσύ κάθε σου άλλον θησαυρό
γιατί αν αυτό δε θα μου πεις…τ’ είμαι δεν ξέρω
ούτε και πρόκειται ποτέ μου να το βρω.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο άνθρωπος είναι συμπύκνωση πόνων
κι ανώνυμη μια η ζωή ειν’ εταιρεία
που είναι το έργο της ένα και μόνον,
να σπάσει τον άνθρωπο στ’ απλά του στοιχεία.

Βαριές οπλισμένη, αξίνες, ξινιάρια,
σπαστήρες, λοστούς, δυναμίτες, φαγάνες,
το όλο οικοδόμημα κάνει λιθάρια
που παίρνουν σειρά για τις μαύρες χοάνες.

Και βλέπουν ένα ένα τους πόνους
και λένε οι άνθρωποι: «α! δε θα ’ν’ άλλος»
μα πριν σταματήσουν ακόμα να κλαίνε
καινούργιος τους βγαίνει ένας πόνος μεγάλος.
 

               ΣΩΖΟΥΣΑ

Όταν περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
απλώθηκαν γύρω. Μερικοί
κάρφωσαν ένα ξύλο, του ’βαλαν χορδές.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζαν
βότανα βρίσκαν, σπίτια χτίζανε.
Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά το σήκωνε σα λάβαρο
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.

Κι έτσι προχωρώντας πλατυνόμενοι, ξάφνω
μπροστά σ’ ένα στενό στόμιοπάλι βρέθηκαν.
 Και καθώς πίσω
έρχονταν κι άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
και καθώς άλλο να διαλέξουν δεν μπορούσαν
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.
 

 Ο,ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕ…

Ό,τι περίμενε ήρθε μια νύχτα
το τζάμι του παράθυρου χτυπώντας.

Και καθώς είχε η ζωή της
ως τότε ανεόρταστα περάσει,
εσκέφτηκε πως της χρωστούσε κάτι και γι αυτό
μετά από τόσων χρόνων δάκρυα και υπομονή
το 'δωσε η ζωή της επιτέλους.

To έπιασε στα χέρια της λοιπόν,
το είδε απ' όλες τις μεριές… Ναι!
αυτό ήταν σίγουρα ό,τι επερίμενε!

Για λίγο το εκράτησε στα χέρια της
πλημμυρισμένη απ’ τη χαρά που επιτέλους
ό,τι πολύ ποθούσε ήταν δικό της.
 
…Μα ξάφνου  
η ευφορία της διακόπηκε
καθώς με τρόμο αναλογίστηκε
και τις ευθύνες που αυτό θα ’φερνε στη ζωή της.

To τζάκι έκαιγε με μία φλόγα σιγανή.

Τώρα πώς έγινε κι αυτό εβρέθηκε φλεγόμενο
στις φλόγες μέσα του τζακιού-
σαν λες να μην το πέταξε η ίδια-
και στο λεφτό έγινε στάχτη,
ακόμα να το πεί δεν το μπορεί.

Και πια εβάλθηκε ξανά να περιμένει.
Κάτι που ήξερε πολύ καλά
και σίγουρα να κάνει.

 ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ

Δεν ξέρω γιατί έχω μια χαρά
που ήρθε το Μνημόνιο,
αρσενικό σαν να ’μουνα
που βρήκε αντιμόνιο.

Είναι γιατί ο κόσμος πια
διόλου δε διασκεδάζει
και γενικά κάνει ζωή
που στη ζωή μου μοιάζει-

χωρίς παρέες δηλαδή,
χωρίς χορούς και γέλια,
χωρίς το θέρος διακοπές,
κι ουρά κάτω απ’ τα σκέλια.

Ναι. Πράγματι. Αυτό είναι. Ναι.
Χωρίς αμφιβολία.
Για τη χαρά που μου ’χει ’ρθει
αυτή ’ναι η αιτία:

πως τώρα ξεκομμένος πια
απ’ τον κόσμο δε μετράω
κι έχω παρέες ταιριαστές
όπου σταθώ και πάω.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

ΔΙΧΩΣ ΜΟΥ

Αν πεθάνω δίχως κάποιον φίλο
στο προσκέφαλο μου ν’ αγρυπνά
και τα μαύρα να φυσάει με ζήλο
νέφη που με πνίγουνε πυκνά,…
 
αν πεθάνω μια γυναίκα δίχως
σ’ απαλό ένα κλάμα να δοθεί…
αν πεθάνω δίχως ένας θρήνος
πάνω απ’ τον νεκρό μου ν’ ακουστεί…

δε θα με πειράξει διόλου-φρίκη
διόλου δε θα νιώσω εγώ γι αυτό.
Ήττα δεν λογιάζω ούτε νίκη
ψεύτικο αν κάτι στερηθώ.

Τρόμος όμως μέγας θα με κλείσει
αν στου απείρου μέσα τη σιωπή
αστεράκι κάποιο δε θα σβήσει-
η χρυσή του ανάσα αν δεν κοπεί.

Και πικρός κι αδίκιωτος θα νιώθω
αν μια πέτρα ανείπωτα θλιβή
δεν κομματιαστεί από τον πόθο
που την τρώει και δίχως μου δε σβει.
 

Ω! Ήλιε χου Ιούλιου!..

Ω! Ήλιε του Ιούλιου που καις την Καλιφόρνια
και κάνεις ανυπόφορη τη ζέστα μες στο σπίτι!
Ω! Φτώχεια του εργαζόμενου που για να δροσιστεί
ανοίγει τετραδιάπλατα πόρτες και παραθύρια
κι όλος ανθρώπινη ευωδιά γεμίζει ο αέρας
κι οι έρμοι παραβγαίνουνε ποιος να πρωτομυρίσει...

Και βγαίνουν λυγερόκορμες μικρές νοικοκυρούλες
και βάζουν τα χεράκια τους στη μέση και κοιτάνε
και βρέχουν τα ποδάκια τους σε δροσερό νεράκι
και κλείνουν τα ματάκια τους απ' τον πολύ τον ήλιο
και μες στις άλλες ανοιχτές πόρτες λοξοκοιτάνε...

Ω! Φτώχεια του εργαζόμενου! Ω! ήλιε του Ιούλη!
που δείχνετε πως μόνοι μας δεν είμαστε στην πόλη-
και που ως και θάμα ο γάμος σας θα μπόρειε να
γεννήσει:
καποιος, περνώντας πλάϊ μας, λέει, μας να χαιρετίσει…

(Λος Άντζελες, 8741Ovensmouth, Canoga Park, Αύγουστος 1988)

 Φυσάει ένα κρύο…
(Los Angeles, 1987)

Φυσάει ένα κρύο δροσό αεράκι
της μέρας η κάψα έχει φύγει
και μες στη ψυχή ένα λάλο πουλάκι
σκορπάει ευφρόσυνα ρίγη.

Μια θάλασσα η δύση βαθιά ματωμένη
μαχαίρι ερυθρό κάθε αχτίδα
Α! Να 'ταν ο ήλιος μια γλάστρα ανθισμένη!
Α! Να 'μουνα λέει στην πατρίδα!...

Ένας άνθρωπος
(αμερικάνικο εστιατόριο στο Caboga Park του L. A.)


Ακούω το ξεφτισμένο
πράσινο θρόισμα του φουστανιού της
στις στριμωγμένες τις καρέκλες.
Ακούω το ήσυχο ανάδεμα του κουταλιού
στην κούπα του καφέ.
Ακούω την κουρασμένη της φωνή
που παραγγέλνει coyntry gravy.

Είναι η φωνή ανθρώπου που απόκαμε
απ' τις πολλές προσπάθειες και πια
τα όπλα του απωθεί και παραδίνεται
και στέκει τώρα σαν ξερό φύλλο του φθινοπώρου
γέρας του πρώτου που θαρθεί αγέρα.

Ακούω τις μονόλογες
ευγενικές της απαντήσεις
στήν προσποιητή πολυλογία της waitress.
Ακούω τους ήχους you σπασίματος της φρυγανιάς
σαν πέταμα πουλιού από κλαδάκι σε κλαδάκι.
Ακούω ένα "yes"
ένα "of course...thank you..."

Ακούω το άψυχο, βιασμένο της χαμόγελο
καθιερωμένο εδώ
που κλείνει την ανώφελη κουβέντα-
γέλιο ανεπαίσθητο…σαν ψίθυρος... σαν άχνα...

Θα φύγω
δίχως να στρέψω προς τα 'κεί
το βλέμμα ή το κεφάλι'
φοβάμαι
όταν γυρίσω να τη δω
πως κιόλας δε θα υπάρχει.

Sarah Ann
(Στη νιογέννητη κορούλα τής Τζούντυ
Χιουζ Μάρκετ της Shoup, Canoga Park, 1986)

Όταν κάνεις σε μια μάχη συνεχείς υποχωρήσεις
τι καλά είναι να βλέπεις ότι έρχονται ενισχύσεις!
Kαι τι κέρδος στον αγώνα των ανθρώπων με τα κτήνη
κατά μιαν έστω μονάδα η Ανθρωπιά τους ν' αβγατήνει!

Έτσι τώρα, όπου ανθρώποι και ψυχές όπου ανθίζουν
τη Sarah Ann όλες κοιτάζουν κι όλοι αυτήν καλωσορίζουν.
Κι είσαι συ που έχεις Τζούντυ τον στρατιώτη αυτόν χαρίσει
στους ανθρώπους-συ την έχεις λίγες μέρες πριν γεννήσει.

Και αφού απ' το δεντρί σου η Sarah Ann είναι κλωνάρι
φυσικό είναι τους χυμούς σου και τα δώρα σου να πάρει.
Και τι όμορφο που είναι! Τι γλυκούλι στρατιωτάκι!
Πρώτη της φορά η Φύση τέτοιο έφτιαξε μωράκι.

Τι χειλάκια τρυφερούλια-σαν ανθένια πεταλάκια'
τι ματάκια λαμπερούλια-σαν μικρά δυο αστεράκια.
Τι ροδοπλασμένα αυτάκια! τι μυτούλα ζαχαρένια!
τι χεράκια! τι λαιμάκια! Και στην όψη τι ευγένεια!

Και τι έκφραση εξυπνούλα και τι γλύκα που μεθάει
το μικρούλι προσωπάκι σ' όσους το θωρούν σκορπάει..
Α! Και όταν το μωρό σου λίγο Τζούντυ μεγαλώσει
τι καρδούλες που θα κάψει, τι καρδούλες που θα λιώσει…

Μα κι αχτίδες καλωσύνης κι ανθρωπιάς και ήθους μύρα
όπου πάει κι όπου γυρίζει θα σκορπάει εναγύρα.
Αλλά Τζούντυ, μέχρι τοτε φρόντιζε και πρόσεχέ το
κι όπως κάνεις μέχρι τώρα σαν το φως σου φύλαγέ το.

Α! Και κάτι άλλο ακόμα: τις ωραίες όταν μέρες
για βολτούλα έξω το βγάζεις σαν'τις άλλες τις μητέρες
κάθε μια σας τ' όνομά της (έτσι μου 'ρθε μια σκέψη)
να 'χει πάνω της γραμμένο, μη κανείς και σας μπερδέψει…

 Στο Γιώργη, τον πατέρα της Ντόρας
(φίλο, που έφυγε ενώ βρισκόταν στην εξορία)

To σπίτι Γιώργη αδειασε' μήπως γιατί του λείπεις;
μήπως γιατί το γέμιζες μ' αγάπη και φροντίδα;
μήπως γιατί του ήλιου σου έσβυσε κάθε αχτίδα;
το σπίτι Γιώργη εντύθηκε το φόρεμα χης λύπης.

Ο κόσμος Γιώργη εμίκρυνε-κάτι έχει μέγα χάσει'
Μήπως την αθωότη σου; την καλωσύνη μήπως;
τ' άνθη που τον πλημμύριζε της ανθρωπιάς σου ο
κήπος;
Ο κόσμος Γιώργη μίκρυνε και φτώχυνε η πλάση.

Γιώργη η ψυχή μας 'ρήμωσε' κρύος τη δέρνει αγέρας.
Γιώργη το ψέμα επλήθυνε' Γιώργη το γέλιο εχάθη.
Γιώργη ο νους μας όνειρα κι ελπίδες πια δεν
πλάθει.
Γιώργη σκοτάδι εγέμισε το πρόσωπο της μέρας.

Γιώργη τα φίδια του χαμού ορθώσαν το κεφάλι'
το άτι του ο φόβος το σταχτί με λύσσα σπηρουνίζει'
το άφωνο τραγούδι της η θλίψη πάλι αρχίζει
και μιας φριχτής απελπισιάς μας δέρνει πάλι η ζάλη,

Γιώργη γεμάτα δάκρυα τα μάτια. Η ψυχή μας
τόσο μεγάλον δεν μπορεί ένα πόνο να χωρέσει'
Αχ! Η χαρά μας πάνω σου αχώριστα είχε δέσει
όταν με βιάση έφυγες για πάντα από κοντά μας.

Γιώργη, που μόνο ήξερες να δίνεις μες στη ζήση
ένα από σένα δόσιμο ακόμα καρτερούμε'
το δόσιμο που δίχως του δε γίνεται να ζούμε.
To δόσιμο που θα 'κανε η ζωή πάλι ν' ανθίσει:

Με ταχυδρόμο έναν ανθό, μ’ ένα της δύσης χρώμα,
μ' ένα πουλί, με μια φωτιά, μ' ένα τ' αγέρα χάδι
γιορτοντυμένο στείλε μας το ακριβό σημάδι
πως μας πονάς.,. μας σκέφτεσαι.,. μας αγαπάς
ακόμα...

Η ζωή μου ένας κάμπος

Η ζωή μου ένας κάμπος ερμιός
τόσο έρμος που λες: γιατί υπάρχει;
Ούτε πάνω του κάποιος ανθός
πράσινη ούτε μικρή του μιαν άκρη.

Μα στο ξέραμα πάνω αυτό
ένα φύτρωσε εφέτος δεντράκι
πρασινούλι, ομορφούλι, χλωρό
ποθοτύλιχτο ένα δεντράκι.

Kt αχ! τι ρίζες απλώνει τρανές
κι αχ! αμέσως πώς φύλλα γεμίζει
στις φρυγμένες μου πώς τις πλαγιές
της σκιάς την ευλόγια χαρίζει!

Ό,τι πλούτια κρατούσα βαθιά
και κανείς δεν μπορούσε να έβρει
με τις ρίζες του αυτές για σπαθιά
ένα δέντρο μικρούλι κουρσεύει.

Κι εχει ο κάμπος μου πια γυμνωθεί
από κάθε ομορφιά του κρυμμένη
κι όπως σώμα με δίχως ψυχή
παραλυέται, παγώνει, πεθαίνει.

Μια γυναίκα
(στη μνήμη του Γουσταύου Φλωμπέρ)

Μια γυναίκα μεθυσμένη
μες στο δρόμο ξαπλωμένη
εμετοί στο φορεμά της
άνω κάτω τα μαλλιά της.

Α! Στη σκέψη μου δε θέλω
την εικόνα αυτή να φέρνω
τέτοιες μνήμες με πληγώνουν
με δονούν-με αναστατώνουν.

Απ' το χέρι το δεξί της
την τραβούσε το παιδί της
που πνιγμένο μες στο κλάμα
εβογγούσε: "σήκω μάνα!.."

Τέτοιες μνήμες α! δε θέλω
στο μυαλό μου να τις φέρνω
είμαι γέρος-με πληγώνουν
την καρδιά μου τη ματώνουν.

Αν κάποιοι ορεσίβιοι

Αν κάποιοι ορεσίβιοι ένα κοχύλι βρούνε
χαρούμενοι το παίρνουνε, στα χέρια το κρατούν
και φέρνοντάς το στο αυτί νομίζουν πως ακούνε
τα μακρινά της θάλασσας τα βύθη να βοούν.

Σαν τη ζωή μου μοιάζει εμένα ετούτο το κοχύλι
απατηλά μηνύματα που πλάθει απ' τη σιωπή
που μήνυμα ένα αληθινό ποτέ του δε θα στείλει
και προς το ψέμα πάντοτε το νου θα οδηγεί.

Όμως εκείνοι τ' όστρακο κραδαίνοντας σαν ξίφος
ολόχαροι το φέρνουνε από αυτί σ' αυτί
και τη ζωή ερμηνεύουνε με σοβαρό ένα ύφος
ενώ ούτ' εκείνοι υπάρχουνε ούτε υπάρχει αυτή.
 

Αφού περίμενα

Αφού περίμενα
περίμενα
περίμενα
και δεν ήρθες

πήρα τηλέφωνο
τηλέφωνο
τηλέφωνο
μία φίλη.

Κι ό,τι θα μου 'δινες
θα μου 'δινες
θα μου 'δινες
με το ζόρι

αυτή μου το 'δωσε
μου το 'δωσε
μου το 'δωσε
μ' ένα κρίνο.
 

ΚΟΡΑΣΙΣ ΕΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΡΙΑ

Παλια η γιαγιά καθότανε-τι λέω παλιά, ως χτες
στην πολυθρόνα τη μικρή, στην άκρη της αυλής
και με δεχόνταν πάντοτε με αγκάλες ανοιχτές
και με τη ζέστα μιας φωνής γλυκιάς και σιγαλής.

Γύρω από ’να φέρετρο, στη σάλα τη μικρή
εκεί ’ναι όλοι αποβραδίς κλεισμένοι οι συγγενείς
και συντροφεύουν τη γιαγιά που είναι, λεν, νεκρή΄
 κι όλοι τους είναι σκεφτικοί και δε γελά κανείς.

Δεν ξέρω αυτοί τι κάνουνε και ούτε με αφορά. ΄
Εγώ ζητώ τη σιγανή ν' ακούσω τη φωνή
και να χωθώ στην αγκαλιά που όλην με χωρά-
εγώ την άλλη μου γιαγιά ζητώ: τη ζωντανή!
 

Σαν κάποιος που ανήκει αλλού

Σαν κάποιος που ανήκει αλλού
σε άλλη εποχή, σ' άλλη χώρα
με μάτι σοφού ή τρελού
τα βλέπω τα πράγματα τώρα.

Αχ! Όλα όσα γύρω θωρώ
δεν έπρεπε κει που ’ναι να ’ναι
ουτ' έπρεπε σ' ένα χορό
οι σκέψεις τρελά να γυρνάνε.

Εκτός κι αν-μου λέει του μυαλού
η πια ασυγκράτητη αιώρα-
αν πράγματι ανήκω αλλού
σε άλλη εποχή…σ' άλλη χώρα...
 

Μας τραβούν

Στην αρχή είμαστε σε μια βάρκα.
Σκύβοντας δε βλέπουμε νερό.
Σχήματα από ανθρώπινη σάρκα
ξεχωρίζουμε με τον καιρό.

Ύστερα ύφαλα και καρίνες
βλέπουμε κοιτάζοντας ψηλά
και ήρεμα ασταμάτητες δίνες
μας τραβούν όλο πιο χαμηλά.
 

ΣΤΥΛΙΑΝΉ ΑΝΤΩΝΊΟΥ

-Στυλιανή Αντωνίου.
Τι είναι αυτή η Στυλιανή Αντωνίου;
-Χριστός με Όπλο.
Πρόεδρος με Τσίπα.
Λαός Υπεύθυνος.
Τίμιος Πρωθυπουργός.
Ο Καθρέφτης του Μέλλοντός σου.

-Και, η Αντωνίου η Στυλιανή τι κάνει;
-Ξεπλένει την Ντροπή σου.
Μαθαίνει στα Παιδιά της Ανθρωπιάς το Δρόμο.
Ναρκοθετεί την Ύλη με  Ιδέες.
Γράφει την Ιστορία όπως της πρέπει να γραφτεί.

-Ε και να κάνω τώρα τι
μ’ αυτή την Αντωνίου τη Στυλιανή;
-Να την υψώσεις Σημαία της Αξιοπρέπειάς σου.
Με Πανιά σου το Παράδειγμά της ν’ αρμενίσεις.
Ν’ ανάψεις στην Αγιοσύνη της Κερί τη Βουλή
και να της κάψεις Λιβάνι-Τσίκνα από των Πλούσιων τα Κορμιά.

Κι αν πάλι δε θα σηκωθείς Δούλε Λαέ,
τουλάχιστο σκυφτός έτσι όπως είσαι
στρέψε σ’ αυτή και ζήτα της συγνώμη
γιατί και πάλι τ’ Όνειδος διαλέγεις.
 

Η ΑΓΙΑ ΘΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ
ΤΟΥ CHARITY HOSPITAL ΤΟΥ LA

Σαν ύπερος σε στήμονες ανάμεσα
η κεφαλή προβάλλει της Αγίας.
Τα χέρια
παράλυτα κρέμανται κάτω.

Η Αγία σε Έκσταση. Ο Έρωτας
και άλλην αν ήθελε έκφραση να δώσει
σε πρόσωπο,
δεν θα μπορούσε,
άλλη απ’ αυτήν
που της Αγίας το πρόσωπο
ολοκληρωτικά κατέχει.

Και που είναι η Αγία μαρμαρίνη
καλλίτερα έτσι η Μεγάλη Άφεση
δείχνεται: Κρύο κι Αιώνιότητα
από παντού κυκλώνοντάς την
τη διαπερνούνε
και την ύλη της καταργούν.

Άυλη.
Έτσι να μένει.

 Ο ΜΠΑΝΤΑΒΌΣ
    
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας μπανταβός
που επήγαινε δυο πίσω
κι ένα βήμα τράβαε μπρος.

Που ’τρωγε τη σούπα του
με πηρούνι αντίς κουτάλι
κι όταν τον χτυπούσαν μια
έλεγε «δώστε μου κι άλλη».

Που όταν μοίραζαν χρυσό
κείνος χώμα εζητούσε
κι αντίς γλέντια και χαρές
λύπες όλο ετρυγούσε.

Κι όταν ήταν να μετρήσει
απ΄το ένα ως το δύο
κειος ανάποδα μετρούσε-
μείον ένα μείον δύο.

Και στο γάϊδαρο επάνω
καβαλούσε προς τα πίσω
τη γαϊδαροουρά περνώντας
για κεφάλι γαϊδουρίσο.

Τον εχθρό έλεγε φίλο
και τη γάτα ποντικό
και καλό ό,τι οι άλλοι λέγαν
κείνος το ’λεγε κακό.

Του ελέγαν: «στάσου ορθός»
και αυτός ξάπλωνε κάτω.
«Τράβα στον αφρό» τού λέγαν,
κείνος τράβαγε στον πάτο.

Απ΄τ’ αυγό έτρωγε το τσόφλι,
έλεγε τη νύχτα δείλι,
κι έτρωγε αντίς τη ρόγα
το τσαμπί απ’ το σταφύλι.

Κι έτσι επέρναγαν τα χρόνια
και οι μήνες και οι μέρες
να τον λέει τον τοίχο τζάμι
και χλωρές πλαγιές τις ξέρες.

Κι όλοι τονε κοροϊδεύαν
κι ολοένα τον πειράαν
και «ανάποδο» τον λέγαν
και «Μπροσπίσω» τον φωνάζαν.

Κι ήρθε σύγνεφο μια μέρα
κι ήρθε μια τρανή φοβέρα
κι ήρθαν του εχθρού φουσάτα
οργισμένα και φορτσάτα.

Και τους ντόπιους ενικήσαν
και γινήκαν αρχηγοί τους
και για δούλους τους τούς είχαν
και γελούσανε μαζί τους.

Κι αρχηγός τους ήταν κάποιος
που σκεφτόνταν με τα πόδια,
τα φτερά που ’τρωε της χήνας
και τις φλύδες απ’ τα ρόδια.

Κι έψαξε στη χώρα όλη
κι έβγαλε βουλή φερμάνι
ποιος ανάποδα εφερνόνταν
σύμβουλό του να τον κάνει.

Κι οι στρατιώτες του τον βρήκαν
και του φέραν τον Μπροσπίσω
και του είπαν: «τούτος μόνο
το στραβό δεν το ’λεγε ίσο».

Και τον είχε σύμβουλό του
και τον έκανε αρχηγό του
και την κόρη του τού δίνει-
διάδοχό του τον αφήνει.

Κι όσοι πριν τον κοροϊδεύαν
«Βασιλιά»,τώρα του λέγαν,
«θα πεθάνουμε-πεινάμε!
δος μας άχυρα να φάμε!»

(Γιατί ένιωσαν εν τέλει
ότι ξύδι είναι το μέλι,
η ειρήνη ότ’ είναι μάχη
και κοιλιά πως είναι η ράχη).

Και του είπαν: «σχώρεσέ μας
για όσα σου ’χουμε ειπωμένα».
Και «δε σας σχωρνάω» τους είπε
«γιατι εταίριαζαν σε μένα.»

ΜΑΖΙ ΤΟΥ

Μέσα στο δάσος
χωρίς οδηγό
χωρίς παρέα προχωρεί.

Τα πουλιά βαστούν επάνω στα φτερά τους
Την καλοσύνη του πρωιού
Και από δέντρο σε δέντρο
χαρούμενα την περιφέρουν.

Σκέφτηκε ότι
Βγαίνοντας από το δάσος στην πλατιάν οδό   
Που γι ανθρώπους ήτανε φτιαγμένη
κάτι ανάρμοστο θα ήτανε μια τετιαν ώρα.

Γι αυτό περίλυπος προχώρησε κατά το δρόμο.

Μα και το δάσος
Έτσι γι αυτόν εσκέφτονταν.

Και βγαίνοντας εκείνος
Πήγε κι αυτό μαζί του.
 

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ

Κάθε πρωί αργά ο ήλιος
κι ως κουρασμένος ανατέλλει.
Και κάθε που τραβάει στη δύση
μαζί του να με πάρει θέλει.

Τον νιώθω δυνατά να έλκει
ψυχή και σκέψη και βουλή μου.
Και μοναχό τού αντιστέκει
το χοντροκάμωτο κορμί μου.

Τι τάχα-αυτός τη γη που σέρνει
στα ουρανογυρίσματά του
και με μαζί του να τραβήξει
δεν είναι μες στη μπορεσιά του;

Τόσο πολύ λοιπόν η σάρκα
έχει θεριέψει μες στην Πλάση,
που ως και ο γίγαντας ο ήλιος
αδυνατεί να τη δαμάσει;
 

ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ

Πώς τρέχουν οι εβδομάδες σαν νερό
Που πάνω απ’ το κεφάλι μου κυλάει!
Και πώς να σταματήσω δεν μπορώ
Το τάχος τους που σαϊτα ίδια πάει!

Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Τέρας που τρώει το ίδιο το κορμί του...
Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Και πάω στο χαμό κι εγώ μαζί του...
 

BOWBIRD

Πήρα μικρά γεροδεμένα ξυλαράκια
κι έφτιαξα μία πρόσοψη φωλιάς
έτσι που ο ήλιος πάνω της να ισκιάζεται.
Ύστερα μάζεψα τις πιο πολύχρωμες μικρές
γυαλιστερές και στρογγυλές πετρούλες που εβρήκα
και μπρος τις έβαλα απ’ τον χώρο της σπηλιάς
μ’ αυτό τον τρόπο φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο
λαμπρό κι ωραίο ψηφιδωτό.

Έχουμε τώρα μια σκηνή θεάτρου
με δάπεδο καθώς σας είπα
και τη φωλιά από πίσω της για σκηνικό.

Τι μένει τώρα;
Οι χορευτές κι οι θεατές.
(δε συνηθίζω να επαίρωμαι αλλά
τι ομορφιά που έχει αυτή η σκηνή!
Αρκεί μονάχα να σας πω ότι φορές
θα ’θελα να ’μουν θηλυκό
για να μπορώ να χαίρομαι τέτοιες εικόνες
συχνότερα και, βέβαια
με κάποια ποικιλία...)

Ο χορευτής λοιπόν θα ειμ’ εγώ.
Με μια ετικέτα που κατέχω άριστα-
κι εγώ δεν ξέρω πώς-
θ’ αρχίσω να λυγώ,να σκύβω,να υποκλίνωμαι,
να τρέχω δεξιά κι αριστερά με χάρη
με νόημα να γέρνω μπρος και πίσω
ν’ ανοίγω τα φτερά σαν τάχα να ίπταμαι,
απότομα να στρέφω, να τεντώνομαι
κι ένα σωρό να κάνω ακόμα ανόητες τέτοιες φιγούρες.
Και ολ’ αυτά γιατί;
Για να μπορεί το θηλυκό-που τώρα
που σας μιλώ στέκει απέναντι και βλέπει-
για να μπορεί το θηλυκό
να μαγευτεί απ’ τ’ ωραίο θέαμα
και να ‘ρθει στη φωλιά μου επιτέλους.

Λοιπόν θαυμάστε με κι εσείς-
η επίδειξη αρχίζει!