Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

ΒΕΒΑΙΩΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

Δειλοί οι απόγονοι του Λεωνίδα, είπε ο Αλέξανδρος.

Μα η αλήθεια είναι να τους ταπεινώσει πως εγύρευε
γιατί δεν τόνε καλωσόρισαν σαν δούλοι
καθώς οι άλλοι οι έλληνες είχανε κάνει.

Και με το «πλην», μαζί, των «Λακεδαιμονίων»,
και τριακόσες ο γελοίος ασπίδες έστειλε
τάχα να τους θυμίσει τους γενναίους του Λεωνίδα. 

Οι καιροσκόποι αθηναίοι άλλο που δεν ήθελαν
κάποιον να δουν με τους Σπαρτιάτες να τα βάζει, 
με λόγια έστω,  
μιας κι ούτε εκείνος ούτε αυτοί
το θάρρος είχαν να τους πολεμήσουν-
οι Αθηναίοι γιατ’ είχανε το μάθημά τους πάρει
και κείνος
γιατί αν μπλέκονταν μαζί τους
ζήτημα είναι αν θα του ’μενε στρατιώτης
να πάει τους λαούς να σφάξει στην Ασία
που οι σπαρτιάτες διώξαν από την Ελλάδα. Ύστερα
ήτανε και κείνο το «Αν…»
που είχε πάρει ο πατέρας του για απάντηση.   

Οι Σπαρτιάτες τώρα,
που, κιόλας πες
από ψηλά
το χώμα και τα πλάσματά του εθωρούσαν, 
πιστοί στο να είναι αρχηγοί στις εκστρατείες τους όλες,
ορθοί όταν οι άλλοι σκύβαν το κεφάλι και υποτάσσονταν, 
και μη έχοντας καταδεχτεί να πάρουν μέρος
σε πόλεμο δικός τους που δεν ήταν, 
μείναν εκεί. Αντιμακεδόνες
ακλόνητοι στη γνώμη τους. 

Έτσι καθένας πήγε στη σειρά του.

Κι ας πάει να λέει και να κάνει
όποιος βάρβαρος Αλέξανδρος.

Ας πάει να λέει και να κάνει.  

Η Σπάρτη φέγγει μόνη,
απρόσιτη,
ανεπανάληπτη,
στην κορυφή.

Γιατί αλήθεια
Μέγας ποιος είναι;
Αυτός που υποδούλωσε λαούς
ή εκείνος που τιθάσσεψε τον εαυτό του;

Βεβαίως πλην Λακεδαιμονίων.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

ΤΥΧΗ ΦΘΟΝΕΡΗ

Μια τύχη φθονερή τον κυνηγά
και τις χαρές για κείνον που είναι αυτή τρυγά.

Με το μαγικό το ραβδί της
την όμορφη μέρα του αγγίζει
και κείνη πηγαίνει μαζί της
και κείνον νυχτιά με τυλίγει.

Ζωή μια με ρόδα πλεγμένη
εκείνη αγκαθένια την κάνει
κι ενώ ευωδιές περιμένει
αυτή με πληγές θα τον ράνει.

Και ό,τι να σπείρει καλό και φυτρώσει
την ώρα του θέρου το χέρι θ' απλώσει
και κείνη θα δρέψει καρπούς που δικά του
ποτάμια ποτίζανε δάκρυα καυτά.

Μια τύχη φθονερή τον κυνηγά
και τις χαρές για κείνον που είναι αυτή τρυγά.
Η ΑΓΧΟΝΗ

Τα ζώα εκκρίνουν θανατικό.
Τα δέντρα διαπνέουν υδροκυάνιο.
Το χώμα είναι σκόνη φαρμακερή
κι ό ήλιος με τις ακτίνες του μας σκοτώνει.

Εμείς με ύφος γιορταστικό
τον κόσμο μας υμνούμε το σπάνιο
τη γη ευγνωμονούμε την καρπερή
και του φωτός λατρεύουμε την αγχόνη.
ΟΙ ΚΛΩΣΤΕΣ

Μ’ ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ αυτός υπηρετεί τροχαίους κι αναπαίστους
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ’ ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ’ την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια.
Για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα ’μασταν στ’ άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.
ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ

Για κάποιαν άλλην απ’ αυτήν που τώρα έχει
ήταν προορισμένος.

Γι αυτό μαζί σαν είναι οι δυο τους νιώθουν άβολα.
Με περιττές μπερδεύονται χειρονομίες
αταίριαστα γέλια τους ξεφεύγουν
οι λέξεις δεν τους υπακούν.

Φανερό πως όλα
κάπως αλλιώς τα πράγματα που έκαναν
θα έπρεπε αλήθεια να έχουν γίνει.
ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ

Να συναντιέσαι με κάποιον
χρόνια πολλά ύστερ’ από τότε
που τον αποχαιρέτησες
χωρίς ελπίδα να τον ξαναδείς.
Και να βλέπεις στο πρόσωπό του την ευτυχία
που νιώθει ξαναβλέποντάς σε.
Ω!  τότε αιστάνεσαι αληθινά και συ ευτυχισμένος.

Για δυο λεπτά έστω μόνο.
Ώσπου το ξάφνιασμα περάσει και η μηχανή
αρχίσει πάλι να μετράει τα συν, τα πλην, 
τα υπέρ και τα κατά
και η φωνή να γίνεται διστακτική
και να λιποτακτεί το βλέμμα
κι η ακοή να γίνεται αργή
όσο χρειάζεται
για μιαν ερώτηση
να μην απαντηθεί.
ΤΑΙΡΙΑΓΜΑ

Ήρθε η ώρα ένα ποίημα από τα τόσα που ’χει γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα να πάψει
μιας και βρήκε και τη θέση και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δε θα το βλέπει.

Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο οι πεθαμένοι σεργιανάνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
γράφτηκε το ποίημά του και για πάντα εκεί θα μείνει.

Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια
και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνο θλιβερό και πονεμένο.
ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας;
Που άνετα κάθονται στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου και
"Ritz Hotel!  " διατάζουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι καλοντυμένοι κύριοι
που κυκλοφορούν ανάμεσά μας
και μας φθείρουν
και μας διαφθείρουν;

Ποιοι είναι αυτοί οι πάντοτε χαρούμενοι
γελαστοί κύριοι
που πάντοτε έχουν δίπλα τους
κομψές κυρίες και δεσποινίδες;

Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι
που ζουν με τη ζωή μας;

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

ΠΑΝΙΚΟΣ

«Καλώ την στρατιωτική ηγεσία της χώρας να τιμήσει τον όρκο της και να συλλάβει τον Τσίπρα, τον Καμμένο και τον Παυλόπουλο, προκειμένου να αποτραπεί αυτή η προδοσία. Τα κεφάλια σας στις Πρέσπες»

Τ’ ήταν αυτό; πώς-ποιος το ’πε;
Ποιος το καπάκι ανασήκωσε του φέρετρου
κι ο τόπος μυρωδιά σαπίλας γέμισε όλος;

Όλα για μια στιγμή αλλάξανε.
Ο μαύρος πέλος της παγκόσμιας τάξης σκίστηκε πάνω από την Ελλάδα
κι η Βία έγινε ευθύς του Δίκιου τώρα υπηρέτης.
Μέσα στην αίθουσα οι προδότες
την κρύα λάμα να χωρίζει νιώσαν
κορμί από κεφάλι τους. Οι κλέφτες
μόλις που πρόλαβαν να αιστανθούνε το καυτό μολύβι
στη λιπαρή να χώνεται κοιλιά τους ενώ γύρω τους
οι κρότοι από τα όπλα ρήμαξαν τη σάπια νέκρα
κι όλα φανήκαν ζωντανά κι ωραία.

Ο λήστρικά και δολοφόνα σκόπιμα ήρεμος της αίθουσας ο λόγος 
αμέσως έδειξε όλη την ανημποριά του
κι η ξύλινή του η κομψότητά 
πνίγηκε μες στη σκόνη που εσήκωσαν τα τανκς
ρίχνοντας κάτου της Βουλής την πόρτα.

Μετά γρήγορα γρήγορα-
πολύ καλοί στη γρηγοράδα αλήθεια-
οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί κλείσαν το φέρετρο
και συνεχίσαν τη νεκρώσιμη ακολουθία.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

ΑΣ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ Ο ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΥΣΗΣ

Ας πάει στη φυλακή ο Μπαρμπαρούσης.
Ωραία συντροφιά θα κάνει:
μαζί του θα φυλακιστούν
Αντρέας Παπαντρέου
και Κωσταντίνος Καραμανλής.
Ακόμα θα είναι κει και ο Μελάς και ο Δραγούμης.
Κι ο Περικλής θα είναι ο Γιαννόπουλος
με την ψυχή του τη φλογώδη να σαλπίζει
«Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.» 

Ας πάει στη φυλακή ο Μπαρμπαρούσης.
Χώρια απ’ αυτούς που ναι κάνουνε τ’ όχι
και για φαντάσματα έργων που καυχιούνται, 
χώρια απ’ αυτούς την προδοσία τους με λόγια που ωραϊζουν. 

Ας πάει στη φυλακή ο Μπαρμπαρούσης.
Εκεί ίσως οι ψυχές οι τρεμουλιάρικες
είναι κλεισμένες των ελλήνων, 
αφού όσοι κυβερνάν
κορμιά χωρίς ψυχή-αντρείκελα μονάχα διαφεντεύουν.

Δα όμως,
τη Μακεδονία,
ακόμα κι αν ελληνική δεν ήταν
με νύχια και με δόντια κυναιγειρικά
θα ’πρεπε πάλι να τήνε κρατήσουν.

Ας πάει στη φυλακή ο Μπαρμπαρούσης.
Τι άλλο
Μεγάλο πιο απ’ αυτό που έκανε
υπάρχει να προσφέρει στην Πατρίδα;

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Την αισχίστη εντύπωση περιποιεί η άρνησις της υπογραφής της συμφωνίας για το Μακεδονικό από Πρόεδρο Ιβάνοφ. Πώς τολμαει Πρόεδρος να αντιλέγει στον πρωθυπουργό; Αυτοι οι σκοπιανοί είναι τελείως απολίτιστοι.
Εκτός κι αν είναι μακεδόνες.
Ο καλός Πρόεδρος αγαπητοί σκοπιανοί λέει πάντα ναι σε ό,τι του λέει ο πρωθυπουργός του. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, λέει ο καλός Πρόεδρος. Αλλά εσείς είστε απολίτιστοι.
Εκτός κι αν είστε Μακεδόνες.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΝΑ
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣΤΕ ΣΩΣΤΆ
ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΝΤΙΑΛ


Πρώτα να ξέρετε πως δίχως άλλο
το σκορ θα είναι ή μικρό ή μεγάλο.
Δεύτερο-κι ο καθείς ας το εννοήσει-
ένας θα χάσει κι άλλος θα κερδίσει.

Τρίτο: αν γκολ θα μπει στο δεκαπέντε
το ίδιο δε θα μπει και στο εικοσπέντε.
Κι ο διαιτητής αν πέναλτι σφυρίξει
θα είναι πέναλτι και όχι λήξη.

Κι απ' τα πιο σίγουρα είναι στην πλάση
πως πέναλτι ο γκολκήπερ για να πιάσει
δε θα σταθεί ακίνητος στη μέση
μα ή δεξά η αριστερά θα πέσει.

Κάτι που δεν το ξέρουν ούτε οι παίκτες
ούτε κι οι απανταχού του κόσμου ρέκτες
και τούτο εμπεδώστε μέσα στ’ άλλα:
του αγώνα στρογγυλή θα είναι η μπάλα!

Και όταν το Μουντιάλ θα τελειώσει-
την απορία σας νιώθω την τόση
και λιγοστεύω του άγχους σας τα βάρη-
το Κύπελλο η νικήτρια θα το πάρει:

η ομάδα που στον τελικό θα χάσει
αυτή στα χέρια Κούπα δε θα πιάσει.
Κι αν δεν ειν’ έτσι όπως σας τα λέω
τότε όλα τα λεφτά μου εγώ τα καίω.

Και να ’στε σίγουροι πέρα ως πέρα
το μεσημέρι όσο πως είναι μέρα,
πως πέναλτι κανείς για να χτυπήσει
τη μπάλα στα έντεκα θα τήνε στήσει.

Ακόμα: αν παιχτούν καθυστερήσεις
θα έχουνε παιχτεί καθυστερήσεις.
Κι αν αποβάλει ο διαιτητής κανέναν
θα παίζει η ομάδα του με μείον έναν.

Φαντάζομαι βοήθησα μεγάλως
της αγωνίας σας να πάψει ο σάλος
και πια τα ματς ανέτως να κοιτάτε
και βλέποντας τα να χαμογελάτε.

Κι ας μείνει το γραφτό αυτό δικό σας
να ’ναι για κάθε αγώνα οδηγός σας
γιατί αν εγώ από κοντά σας φύγω
θα τα ξεχνούσατε όλα λίγο λίγο.


Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Η 12-6-18 είναι η ημέρα που σημαδεύτηκε από δύο σημαντκά γεγονότα. Τη συνάντηση Τραμπ -Κιμ και την ονομασία των Σκοπίων σαν Μακεδονία.
Τι πετύχαμε με αυτά;
Πρώτα ότι από δω και πέρα θα σκοτώνονται οι άνθρωποι μόνο με συμβατικά όπλα. Μεγάλη επιτυχία και δείγμα πολιτισμού.
Ύστερα, για τους έλληνες τώρα, έγινε η αρχή της διάλυσης της Ελλάδας στα εξ ων συνετέθη. Δώσαμε τη Μακεδονία στα Σκόπια, άντε με το καλό να δώσουμε και στους αλβανούς την Ήπειρο,  στους τούρκους Αιγαίο Θράκη και κάτου ως Αθήνα, να βάλουμε πια έναν Λεωνίδα να φυλάει τον Ισθμό να κοιτάξουμε κι εμείς τις δουλειές μας.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

ΣΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΥ LA

Σεισμέ των τεσσεράμισυ πρωί
της δεκαεφτά Γενάρη
Μεγάλε Καρχαρία στη μικρή
λίμνη μας δίχως ψάρι

Καλώς μας ήρθες δύναμη τυφλή
για να μας δείξεις πάλι
Πως δόξα, περιουσίες και τιμαλφή
είναι καπνός κι αιθάλη

Κι ότι το μόνο φως το αληθινό
και ανεσπέρως λάμπον
το ταρακούνημα είναι το δεινό
λόφων βουνών και κάμπων

και πως τα όντα εμείς τα «λογικά»
του κομπασμού του τόσου
γελοία είμαστε μηδενικά
στο μένος το άλογο σου.
              CAMOENS

Το ναυάγιο όταν διηγόνταν
τόσο ζωντανά τα κύματα ζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα,
το νερό έτσι μεταμόρφωνε σε υγρόν τάφο που τον περίμενε,
των επιβατών τα ουρλιαχτά
τόσο ταίριαζε με τη βοή του αγέρα,
που όσοι τον άκουγαν,
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.

Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα,
στα χέρια το έπος του σφιχτά κρατώντας
και να πνιγεί αφήνοντας τη μαύρη φίλη του,
εκεί
για λίγο
αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση ανάμεσα, ενός άλλου-
που έγινε πιο πέρα-τον χαμό, πριν συνεχίσει.

Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους έβραζε
το Λουζιτάνικο αίμα
και γιατί γνώριζαν,
πως απ’ το φέρσιμό του αυτό 
γεννήθηκε η  Πορτογαλία,
που αν χάνονταν το έπος του,
αυτή θα βούλιαζε αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του-  
κι όχι στης θάλασσας,
μα στα νερά της λησμονιάς
τ’ αδιαπέραστα από Μάτι,
κι από Μνήμη
κι από Χρόνο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Μοιάζει με σεμνό είδωλο παλιών καιρών
παρθένας
που τον μελλούμενο για να διαλέξει σύντροφο
κεφάλι και ματιά σκυφτά κρατεί
με τους σφυγμούς της βλέποντας μονάχα των χεριών,
με των χειλιών της τους λεπτούς μυικούς σπασμούς
και με τα μάτια όλα του φύλου της
που ορθάνοιχτά ’ναι,
ενώ εσύ τίποτα ούτε βλέπεις
ούτε κι αιστάνεσαι
απ’ όλ’ αυτά,
μόνο προσεχτικά κοιτάς,
ένα μικρούλι νεύμα της να δεις
ώστε να πέσεις
φύλλο ξερό
μέσα στης καρποφόρας
και παντογεννήτρας
αγκάλης της το χώμα.
ΕΥΧΗ ΕΞΟΡΙΣΜΕΝΟΥ

Φυσάει ένα κρύο δροσό αεράκι
της μέρας η κάψα έχει φύγει
και μες στη ψυχή ένα λάλο πουλάκι
σκορπάει ευφρόσυνα ρίγη.

Μια θάλασσα η δύση βαθιά ματωμένη
μαχαίρι ερυθρό κάθε αχτίδα
Α! Να ’ταν ο ήλιος μια γλάστρα ανθισμένη…
Α! Να ’τανε λέει στην πατρίδα...
ΖΕΦΥΡΟΣ ΚΑΙ ΧΛΩΡΙΔΑ

Μες στα υγρά, πράσινα υπόγεια,
τα γεμάτα πέτρες που σκοτεινά μούσκλια ντύνουν,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
έρχεσαι.

Πρώτη η Χλωρίδα σε νιώθει
και σένα, τον τρυφερό της αγαπημένο,
έρχεται ν' απαντήσει.
Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
από του ήλιου τις αχτίδες,
σεμνός, γεννιέσαι.

Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα,
σ' ένα φως,
σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας, κοπαδιαστά,
μικρά μικρά,
ή μοναχικά, και τότε μεγαλύτερα,
κλείνοντας μέσα τους τον πόθο σου,
σαν μικροί ήλιοι γελαστοί στο φως βγαίνουν. 

Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην είδη και στην αξία του,
"καρπό"
περήφανος πατέρας τ' ονομάζεις.
ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ

Αν και δρομέας που σίγουρη τη νίκη
στων θεατών την πρόβλεψη έχει,
την τελευταία εσκόνταψες στιγμή.

Κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ τη φήμη του ανθρώπου
που τη λεωφόρο αντάλλαξε
μ' αδιέξοδο ένα δρομάκι.
ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ

Τις νύχτες που ησυχάζουν τ' αυτοκίνητα
η μοναξιά βγαίνει στο πάλκο της ζωής
και συγυράει τη φύση.

Εδώ ο νιος, εδώ η νια
εδώ το πέλαγο το πεντατρύφερο.
εδώ ο γαμπρός με τα κλεμμένα λεμονάνθια.

Εκεί τα όρη με τα πεύκα και τις καστανιές
εκεί οι πηγούλες που δεν ξέρουν τι να κάνουν το νερό τους.

Πέρα τα λουλουδάκια. Απλησίαστα.
Κι οι κοιμισμένοι άνθρωποι
με ανάμεσα στα μυρωμένα τα μαλλιά τους
το χέρι διάφανο του θάνατου να πλέκει.

Ψηλά τ' αστέρια τα ήσυχα και κάτω
οί σκιές τους στον χωμάτινο καθρέφτη.
ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ

Σαν να ήταν τη Στερνή Κοινωνία να πάρει,
σαν να ήταν το Αίμα του αεί να πιεί,
και σαν πέρα από το Χρόνο να ’ταν
με του Νου τη Βάρκα ν' ανοιχτεί…

Κι ως να μη του Κόσμου αυτού
όλες οι Συγνώμες του ήσαν αρκετές
σαν Αισχρές και Ένοχες πέρα τις σκορπάει,
κι από Σκιές Ανάστατες
κι  Άστατες
και Πελαγοδρόμες,
για όσες Αμαρτίες του
έχει καμωμένα,
τη Συγνώμη τη Μεγάλη-
τη Μεγάλη Άφεση ζητάει.

Όμως, Αμαρτιών Βουερό Κοπάδι,
τη Συχώρια ποιο,
τόσο Μεγαλόψυχο
θα βρεθεί ένα Πνέμα
που σε σας θα δώσει,
ω! Φαντασίες;
ΕΛΠΙΖΟΜΕΝΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΙΣ

Κάποια μέρα θα φύγει προδομένος
και η πόρτα ξοπίσω του θα κλείσει
κι ό,τι μέσα του επάσκιζε να ζήσει
θα μισέψει μαζί του ορισμένως.

Ίσως να 'ναι ο άγνωστος-ο ξένος
που 'χε μες στην ζωή του κατοικίσει
ίσως να 'ναι τ' ατέλειωτα τα μίση
ή ο που μόνο σ’ αυτόν ταίριαζε αίνος.

Αλλά ότι να σβήσει είναι μαζί του
δε μετράει-θ' αναζήσει και πάλι:
ίσως μέσα στης Πλάσης τη ζάλη 
στη σκιά  τόπου ενός καταφύτου-
μες σε κάποια γωνία κρυφή του-
η ψυχή του σαν βρύο να θάλλει.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

Η ώρα τρεις. Η νύχτα
με το φεγγάρι σκουλαρίκι στο δεξί αυτί της
τα μαλλιαρά της χέρια απλώνει γύρω από τη γη.
Της Αθήνας βράζει το τσιμέντο. Ο Παρθενώνας
με πεταμένα τα παράσημά του κάτω
κοιμάται κι ονειρεύεται μπαρούτι.

Δυο σκύλοι ανηφορίζουν κουβεντιάζοντας.
-Είχες καλή τύχη σήμερα; ρωτάει ο ένας
που σχεδόν γέρος είναι.
-Βούτηξα ένα κομμάτι κρέας απ’ το χασάπικο.
-Καλή δουλειά. Μα να προσέχεις.
Οι άνθρωποι δε θέλουν να τους παίρνουν.
Εγώ κάτι αποφάγια βρήκα.
Η ζωή όσο πάει δυσκολεύει.

Επήγαν ίσα και κατούρησαν
στου Παρθενώνα τις κολώνες.
Εκείνος ξύπνησε από τις κουβέντες τους
κι από την αίσθηση ζεστού στα πόδια του.
-Τι ώρα είναι φίλοι; τους ρωτά.
- Τρεις περασμένες, ο μικρός του απαντάει.
-Μας συγχωρείς που σε ξυπνήσαμε,
o γέρικος ο σκύλος όλο ευγένεια λέει
μα είσαι ό,τι πρέπει για κατούρημα.
Έτσι και μεις παίρνουμε μέρος
στην αιωνιότητα, και στην τελειότητα
χτίσματος δυόμισυ χιλιάδων χρόνων.
-Καλέ μου φίλε συ,
τέλειο κι αιώνιο κάτι αν ζητάς
τράβα καλλίτερα λίγο πιο πέρα
στη χλόη και στ’ αγριολούλουδα
o Παρθενώνας πατρικά λέει αυτός
και σκεφτικός ρωτάει:
-Μα φίλοι, πέστε μου, σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα στον ύπνο μου.
Κάνανε πάλι κάτι απόψε τα παιδιά;
-Ναι, τα συνηθισμένα τους: σε τράπεζες γκαζάκια
περιφρονητικά λέει ο μικρότερος.
Να ’μουν εγώ στη θέση τους
δε θα ’μενε πέτρα στην πέτρα πάνω.
 -Ελπίδες έχω λέτε, συνεχίζει ο Παρθενώνας,
να ’ρθουν και κατά ’δω να με γκρεμίσουν;
-Με τα γκαζάκια τους;
Τίποτα γρατζουνιές μονάχα θα σου κάνουν.
-Φίλοι, εσείς που εδώ κι εκεί γυρίζετε,
στα δόντια σας κρατώντας τα, 
μασούρια δυναμίτη δεν μου φέρνετε παρακαλώ,
τέλος να δώσω στη ντροπή μου ετούτη;
-Και ποιος θ’ ανάψει το φυτίλι;
Εμείς δεν το μπορούμε.
Και ούτε συ έχεις χέρια.
-Ίσως ο Ουρανός με λυπηθεί
και ρίξει έναν κεραυνό κι ανάψουν.
Με κείνους τους θεούς καλά τα έχω.

Λυπημένοι οι δύο σκύλοι
που μπορεί το ουρητήριό τους να ’χαναν
μα τίποτα μη λέγοντας γι αυτό
ρωτάει όλο περιέργεια ο μικρός ο σκύλος.
-Πες μου, σοφέ μου Παρθενώνα,
και μια απορία λύσε μου
γιατί αστεία γκαζάκια ρίχνουν μόνο τα παιδιά;
Δεν έχουνε ψυχή όλο το κράτος να γκρεμίσουνε;
Τα χέρια τους τα δυνατά που πέτρα στύβουν
του κράτους δεν μπορούνε το λαιμό να στρίψουνε;

Κι ο Παρθενώνας
-Την τέτοια τη δειλιά τους να μη βλέπω
Γι αυτό να πάψω να υπάρχω θέλω, 
πίκρα όλος και ντροπή γεμάτος είπε αυτός.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

ΜΑΤΑΙΑ ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ

Κάθε ημέρα τόποι του κόσμου
πρέσβεις του στέλνουν δωροφόρους
και τον καλούνε μ’ ένα βλέμμα του
της ύπαρξης το δώρο και σε κείνους να χαρίσει.

Αστέρια που δεν έχει δει το μάτι
το μαύρο φως τους τον φορτώνουν
το βαρύ,
και του ζητούνε προς αυτά να ταξιδέψει
και λάμψη να τους δώσει και στον ουρανό θέση.

Βουή παραπονιάρα και γκρινιάρικη
της κάθε ώρας οι φωνές τον προσκαλούνε.

Μακριά όμως να πάει βολετό δεν είναι
γιατί έντομο είναι άφτερο
και κουτσό λιοντάρι.

Κι ως για να συρθεί,
από την ευθύνη του
ποτέ τέτοια εντολή δεν πήρε.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

ΟΜΦΑΛΗ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ

Τόνε βαρέθηκε-
τίνε σιχάθηκε στα πόδια της να τρίβεται
άντρας αυτός,
που τόσα είχε κάνει κατορθώματα.
Κι αναρωτιέται,γιατί ο έρωτας
άλλο παρά,μία σκλαβιά
να μην είναι.

Το σανδάλι της ελαφρά κινεί
κι εκείνος τρέμει
μη κι η κυρά του έπαθε κάτι,
και στα μάτια υποτακτικά τη βλέπει.
Από βαθιά πολύ έρχεται
η λαχταρισμένη του ματιά
και την υψηλή δική της
ανήσυχη αποζητά.

Τη ρόκα του ωθεί εκείνη, ενοχλημένη
και «γνέθε σκλάβε!», του πετά.
Ελαφρά ύστερα κοιμάται
στου μεσημεριού μέσα το γλυκοκάρωμα
νανουρισμένη απ’ τον μονότονο
και αλαφρόν του γνέσιμου ρυθμό.

Κι όταν ξυπνάει,
βαριά ηδονή γεμάτη,
σαν ζαλισμένη τα χέρια της χτυπά
και τις δούλες της βραχνά προστάζει:
«φέρτε τον μέσα!»
ενώ για το κρεββάτι της τραβά.
ΕΛΛΗΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνει βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
δυσραγής, έμμαλος, επικράζω
επανθέω, αεροκόλακες, ευθάλαττος
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εκεί είναι ένα μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύει κάθε μέρα
με λέξεις όπως:
ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνει τις πληγές του
ψιθυρίζοντας:
καταβόησις, ηχή
κλεψίχωλος, τεττιγγώδης, δρύπτω
αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής
συνοχμάζω.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

           Η ΣΟΔΕΙΑ

"Τριάντα χρόνια με ιδρώ
 και μ’ αίμα την ποτίζω
 τριάντα χρόνια με τ’ αδρό
 χέρι μου την ορίζω.

 Για να την πάρεις θα διαβείς
 απ’ το νεκρό κορμί μου.`
 όλοι το ξέρουν: ειν’ η γης
 αυτή μόνο δική μου."

"Έχω ατράνταχτα χαρτιά
 που όσα λες τα ρίχνουν
 και που ετούτη την οχτιά
 δική μου αποδείχνουν.

 Από γενιά σ’ άλλη γενιά
 ήρθε στην κατοχή μου.
 Το λέει ο νόμος καθαρά-
 ετούτη η γη ειν’ δική μου".

"Παράλογα μαλώνετε
 κι ανέλογα μιλάτε `
 ανάποδα σελλώνετε
 κι ενάντια καβαλάτε.

 Ω!  Σεις αράθυμα παιδιά!
 Ω!  Άγουροι καρποί μου!
 Ω!  Ξεχασιάρηδες!  Σοδειά
 κι οι δυο είστε δικοί μου".
ΟΙ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ

Γεράσαμε
σαν σιδερένιες πόρτες που σκουριάσανε.

Κι ούτε προσέξαμε
πότε άρχισε το χρώμα να μας ντύνει το κεραμιδί
κι ούτε θυμόμαστε
πότε ακούσαμε το πρώτο τρίξιμο
ή τη μέρα
που οι αρμοί μας στη συνηθισμένη ώθηση δυστρόπησαν.

Όλα ήσυχα και σαν διακριτικά εγίναν.

Σκουριάσαμε.

Και το κλειδί κάθε πρωί
με πιότερη όλο δυσκολία μας ανοίγει.
          ΟΤΑΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΧΤΥΠΑ

Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας
και μας στερεί από πρόσωπο σ’ όλους αγαπητό
σαν ένα σύννεφο βαρύ να σκέπασε το νου μας
βγαλμένο από ’να χάλκινο τεράστιο θυμιατό.

Σαν τα κορμιά μας τα ορθά πεσμένα τώρα να ’ναι
σαν η καυτή ανάσα μας να βγαίνει παγερή
τύμπανα σαν απόκοσμα τ’ αυτιά μας να τρυπάνε
κι αλλόκοτοι λες ξαφνικά πως έφτασαν καιροί.

Όταν ο θάνατος χτυπά το κάθε τι σωπαίνει
και μεις στην τέλεια σιωπή απρόοπτα μικροί
μένουμε ακίνητοι, βουβοί, σαν να ’μαστε χαμένοι
λες πως εμείς κειτόμαστε στο φέρετρο νεκροί.
ΑΥΤΑΝΔΡΟ

Ό, τι χτίζει
κάποιος
βιαστικός πίσω του έρχεται και το γκρεμίζει.

Ίσως να είναι ο χρόνος,
ίσως τα χέρια τ’ άλλα του,
ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.
ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙ

Ας ειν’ καλά-οι φίλοι όλοι τον προδώσανε.
Και οι γυναίκες-
χώμα να πιάνουνε και μάλαμα να γίνεται-
τον βλέπανε και φεύγαν.
Ο κόσμος ένα αξήγητο μυστήριο
βασανιστικό.
Οι εποχές-καλή τους στράτα-
επέρναγαν η μια μετά την άλλη
χαρές ανέγγιχτες.
Το φως ένας απόλυτος καθρέφτης και τα πράγματα-
τα πράγματα!
χαρτιά μιας τράπουλας σημαδεμένης.

Την ευλογία του ας έχουν όλα. Εγνώρισε μαζί τους
τον κόσμο τον Αταίριαστο-
τον κόσμο της Οδύνης.

Μα τώρα
ήρθε ο καιρός να φύγει από δω κι αυτός-
ήρθε η ώρα και γι αυτόν να ζήσει.
ΤΟ ΑΓΡΙΟΧΟΡΤΟ

Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις
ερήμους
για ήρεμα μελτέμια
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς
για τις αύρες που η θάλασσα ξερνά
για λίβες καφτερούς έχω ακούσει.

Μα εμέ σε τούτονε τον άχρωμο τον κάμπο
ο που με φυσάει μόνος αέρας
είν’ ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.

Εν’ αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα ενόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.
Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξεριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα Με τραντάζει
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-και το ξέρω.
            ΟΙ ΑΝΕΤΟΙΜΟΙ

Ανέτοιμους τους βρήκε ο χειμώνας
με δίχως ξύλα για τη ζεστασιά.
Η νύχτα να μετράει για αιώνας
με μόνη τουςπαρέα τη μοναξιά.

Έρμους των γερατειών τους ήβρε η δίνη
χωρίς το ψέμα ενός παραμυθιού.
Μονή τους προσδοκία η γαλήνη
ύπνου ενός αιώνιου και βαθιού.
Ο ΓΑΜΟΣ

Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κοιτάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.

Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό
των μερμυγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.

Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος
πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.

Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνά την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

ΕΝ’ ΑΨΥΧΟ   ΚΟΥΦΑΡΙ

-Ποιος εισ’ εσύ που’ ρθες εδώ
 στο σπίτι μου απόξω
 και περκαλείς γονατιστός
 την πόρτα να σ’ ανοίξω;

-Είμαι αυτός που ως τα χτες
 αγάπη σου ζητούσα
 κι εσύ δεν καταδέχοσουν
 ούτε να με κοιτάξεις.

-Εσύ ’χες μάτια σκοτεινά
 πώς λάμπουν έτσι τώρα;
 εσύ ’χες άσχημη θωριά
 και τώρα είσαι ωραίος.

 Πρώτα τα χείλια σου ήτανε
 στεγνά και μαραμένα
 κι ως χτες που σ’ ήξερα ήσουνα
 γέρος κοκκινοτρίχης.

-Χτες βράδυ στην απόκρυφη
 την αγορά επήγα
 και την ψυχή μου έδωσα
 για ομορφιά και νιάτα.

 Τρεις μέρες θα ’μαι όμορφος
 τρεις μέρες θα ’μαι νέος
 τρεις μέρες-και την τέταρτη
 άσχημος πάλι-γέρος.

-Βάγια Βαγιώ Βαγιούλα μου
 κλείσε τα παραθύρια
 την πόρτα διπλασφάλισε
 κι άμα ρωτούν για μένα

 να λες πως είμαι άρρωστη
 με πυρετό μεγάλο
 κι ότι τρεις μέρες μοναχή
 πρέπει να μείνω τάχα.

 Τρεις μέρες-και την τέταρτη
 έλα να με βοηθήσεις
 να διώξουμ’ ένα γέρικο
 εν’ άψυχο κουφάρι.
ΠΑΝΤΑ

Πάντα έρχεται ο θάνατος
κι αφού κανείς αθάνατος
όλοι τα μάτια κλείνουν.
Γυρνά του χρόνου ο τροχός
κι ή πλούσιος είναι ή φτωχός
όλοι μια μερα αφήνουν
την τελευταία τους πνοή.
Μια δροσερή αναπνοή
σκορπούσαν κι ένα μύρο-
τώρα κλειστά τα στόματα
και τυμπανιαία πτώματα
βρωμιές σκορπούνε γύρω.
ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
η ζήση πόνος-μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος-μόνος.

Μικρά-μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
τιμιότη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
κι όλη η πορεία μας μια Οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.
TO ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Γυναίκες που δε γνώρισα
και ζούνε σ' άλλα μέρη
δικό μου περιστέρι
η σκέψη τις κρατεί.

Καμία δεν ξεχώρισα.
Η κάθε άγνωστή μου
μαιτρέσσα έμπιστή μου
κοντά μου περπατεί.

Ω! Φαντασιά μαστόρισσα!
Πέθανε πια! Σωπάσου!
Να βαριοπλέκεις στάσου
το λάγνο σου σκουτί.

Τα όσα σου εδώρησα
φέρε μου πίσω δώρα
και άς ταδειάσει τώρα
η Πανδώρα το Κουτί.

                  ΠΟΤΕ;

Στα στενάκια μας κλεισμένοι
στριμωγμένοι, διπλωμένοι
ανασαίνουμε-
κέφι κι ώρα για κραιπάλη
δεν αφήνει η βιοπάλη
και πεθαίνουμε

ζαρωμένοι στο καυκί μας
και στην ώρα την κακή μας
διπλοκλείδωτοι.
Αχ και πότε θα ξανοίξει
και για μας-να μας αγγίξει
πρωτοείδωτη

μία νέα-αλέγρα ζήση
μακριά να μας κρατήσει
απ' τα χώματα
ν' απλωθούμε-ν’ ανοιχτούμε
στα ξενύχτια να ριχτούμε
και στα πιόματα

να φουσκώσουνε τα στήθια
όλο φλόγα κι όλο αλήθεια
ν' αψηφήσουμε
τα μικρά και τιποτένια
και χωρίς καμία ένια
πια να ζήσουμε.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018


                  "ΣΩΠΑ"

Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ’ αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζει κι αντικρίζει
το φεγγαράκι που τη νύχτα ορίζει.

Μόνο καθώς εκείνος περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.

Και λέει: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό…"
και λέει: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει…"

Και λέει: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."

Και πριν ο λόγος του κιωθεί ο φριχτός
"Σώπα! " του λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".
                               ΤΑ   ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Πάντοτε αναρωτιότανε γιατί τα κυπαρίσσια
τα ορθά και τα περήφανα και τα στητά και τα ίσια-
γιατί κοντά να στέκουνε-δίπλα στους πεθαμένους
συνέχεια ψιθυρίζοντας μονόλογους θλιμμένους.

Κι απόκριση δεν έβρισκε ίσα μ’ αυτό το δείλι
που μαγεμένος κοίταζε του θείου βραδιού τη σμίλη
του ήλιου χρυσοπόρφυρη μια δύση να χαλκεύει
το δρόμο ετοιμάζοντας στης νύχτας τα ερέβη.

Κι ως οι ακτίνες βιάζονταν να λάμψουν πριν τη δύση
κι η γη τα μάτια έκλεινε απ’ το φωτομεθύσι
τις βελουδένιες έβλεπε κυπαρισσοκορφάδες
φωτιά να παίρνουν και να καιν σαν φλόγες σε λαμπάδες.

Και τότε μόνον ένιωσε γιατί στους τάφους πλάι
μία σειρά κυπαρισσιών σαν τον φρουρό φυλάει:
ίσως οι άλλοι τους νεκρούς να τους ξεχνούν, μα η φύση
χωρίς κεράκια δεν μπορεί τα τέκνα της ν’ αφήσει.
ΟΙ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ

Θα δεις γυρνώντας δω και κει
όσα ποτέ δεν είδες
αν ένα ωραίο πρωινό
βγάλεις τις παρωπίδες.

Να οι άδικοι που πέρναγαν
για δίκαιοι-τώρα μοιάζουν
ο,τι ειν’ αλήθεια: κλέφταροι
κόπο άλλων που αρπάζουν.

Η κόρη ειν’ η σεμνότυφη
ένα κοινό πορνίδιο
και ο παπάς με το φονιά
μητρώο έχουν ίδιο.

Η σύζυγος η τίμια
στην ατιμία χωμένη
κι η οικογένεια που ευτυχεί-
κρίμα-δυστυχισμένη.

Ο όσιος φαύλος-ο έξυπνος
ηλίθιος-η παιδούλα
μια διεστραμμένη έκρυβε
στα στήθη της ψυχούλα.

To φως σκοτάδι φοβερό.
Αθώος ο ισοβίτης.
Η μάνα για το κέφι της
πουλάει το παιδί της.

Ό,τι εφαινόντανε σοφό
άσοφο τώρα-νάτο!
Ό,τι ωραίο άσχημο.
Ό,τι ν’ αξίζει, σκάρτο.

Μακάριοι όσοι δεν έχουνε
περιέργειες υψηλές
κι έχουν τις παρωπίδες τους
στέριες-παντοτινές.

Ποτέ σας μη τις βγάλετε-
η συμβουλή μου να! τη:
Να μη θελήστε αληθινό
ποτέ να δείτε κάτι.
ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ

Λευκό, λευκότατον πουλί
μ’ αφρόν εις τα φτερά του
τον πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του

και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά απ’ της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ’ τ’ άσπρο περιστέρι.

Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
’πο της ζωής τη δίνη
τον πάει στο θόλο τ’ ουρανού
κι άβλαβα τον αφήνει.

Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσε
μάταια πάνω της να βρει
με πείσμα προσπαθούσε

όρη, κοιλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη
μον’ εν’ αστέρι έβλεπε
δειλά να τρεμοσβήνει.

Και θαύμασε κι απόρησε
ποια να ’ναι η αιτία
σ’ αυτό τ’ αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ

Ο Βούδας στέκει συλλογισμένος
η διάλεξη έπρεπε να ’χει αρχίσει
μα έλειπε ο Άναντα-δίχως ’κείνον
δεν εγινότανε να προχωρήσει.

Στέλνει τον Μάντζουρσι να τον έβρει
κι όσο πιο γρήγορα να τονε φέρει
γιατ’ ήταν φίλος πρώτος του Βούδα
κι ο πιο υπάκουος ακόλουθός του.

Τώρα η Μάντενκα, πόρνη απ’ τις πρώτες
μαζί κι η όμορφη κόρη της Ψίτα
τον Άναντα είχανε βάλει στη μέση
και το γλεντούσανε οι τρεις παρέα.

Βέβαια ο Άναντα "άθελά του"
τάχα εβρέθηκε με τις πόρνες
κι είπε στον Μάντζουρσι πως με μάγια
εχθροί τον είχανε κάποιοι μαγέψει.

Τα μάγια ο Μάντζουρσι αμέσως λύνει
και πάει τον Άναντα πάλι στο Βούδα.
«Α! Επιτελους!» κάνει ο Βούδας,
«μπορώ τη διάλεξη τώρα ν’ αρχίσω!»
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Γελάστε λιγάκι-πιέστε το στόμα
οι δυο του γωνίες ν’ ανέβουν ψηλά
εμπρός, προσπαθήστε-λιγάκι ακόμα
το πρόσωπο πρέπει εδώ να γελά.

Ξεσφίξτε τα μάτια που τώρα σκληραίνουν
το βλέμμα τους κάντε το κάπως γλυκό
αφήστε τους μυ’ς των παρειών που βαθαίνουν
να πέσουν-το δέρμα να μοιάζει απαλό.

Οι ζάρες αυτές των ματιών-του μετώπου
βοηθείστε λιγάκι να φύγουν... εμπρός!
σκεφτείτε πως είστε στα δώματα όπου
ο ήλιος της νιοτης σας φέγγει λαμπρός.

Τα μάτια... οι ζάρες… το φως... το γελάκι
ωραία! προσέξτε-το στόμα κλειστό!
κοιτάξτε ’δω πέρα-θα βγει το πουλάκι...
τελειώσαμε! ωραία-θερμά ευχαριστώ.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Η ΚΟΥΚΛΑ

Τα μάτια του δυο πέτρες
άχυρα τα μαλλιά
ξύλα τα πόδια του
το σώμα του πανί με πριονίδι γεμισμένο.

Μια κούκλα ευτελής
σχεδόν ανυπόστατη είναι.

Κι όμως προβάλλει αξιώσεις
για προσοχή και αφοσίωση.
Καταλαμβάνει χώρο έτσι που κανένας
την ίδια ώρα δεν μπορεί
στον ίδιο τόπο με αυτόν να είναι.
Μιλάει κι εκβιάζουνε τα λόγια του αποφάσεις.
Με άλλες κούκλες
κοινωνικές συνάπτω σχέσεις.
Εργάζεται
κοιμάται
περπατεί.

Λίγο ακόμα και θα έλεγε: "υπάρχω".
Η ΧΑΡΑ

-Πώς θα πάμε στης χαράς
το λιμάνι γέρο;
-Μια ζωή το ψάχνω, αλλά,
φίλοι μου δεν ξέρω.

-Πώς θα πάμε στης χαράς
το λιμάνι νιε μου;
-Τι τή θέτε; Να! η χαρά!
Γύρω-μέσαθέ μου!
ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΤΟ ΛΑΜΔΑ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λουζεται ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!.

Και μέσα σε τέτιοας μιας μέθης το λάγνο φιλί
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λαμδα αποκάτου.
ΕΑΣΟΝ

«Έαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ.
Τηλικούτος…»

Έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το «έασον»
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό, τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
«Αφήνω» δεν του ήτο αρεστόν`
μα «έασον» θαυμασίως ήρμοζεν εις πάντα.

Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(αυτό αρκούντως τον εδυσχέρανε).
Τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασεν τα μαθήματά του -πολύ τον εβασάνιζαν-
έασεν τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.

Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν ως όπλον
διότι την ησθάνετο ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς θα ηδύνατο
αποτελεσματικώς.
ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
με τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.

Καθώς τα μάτια δω και κει μηχανικά γυρίζω
κάτι θολές βλέπω μορφές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα του το γκρίζο.

Σα ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες
και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει,
δεν ειν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα θολά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ασάλευτες τους δρόμους τους κοιτάνε.

 ΔΕΥΤΕΡΑ

Κάθε Δευτέρα στη δουλειά πηγαίνοντας φοβάται
για το ρεπό της Κυριακής πως πρέπει να πληρώσει-
πως λόγο σ' έναν άτεγκτο κριτή πρέπει να δώσει
για δύο ώρες πιο πολύ που, Κυριακή, κοιμάται.

Αφήνοντας απείραχτα τα δυο βρασμένα αυγά του
νωρίτερα από άλλοτε εις τη δουλειά πηγαίνει
και τη φωνή του διευθυντή ν' ακούσει περιμένει
ενώ σωροί από χαρτιά στοιβάζονται μπροστά του.

Μα ως πάντοτε και σήμερα τίποτα δεν συμβαίνει.
Η μέρα όσο προχωρεί σαν πάντοτε βαραίνει
σαν πάντοτε λαλίστατο έρχεται το γκαρσόν

κι απ' το γραφείο το διπλανό θ' ακούσει όπου και να 'ναι
τον ήχο που στο πάτωμα κάνει το τιρμπουσόν
όταν, αφού ανοίγουνε τις σόδες, το πετάνε.
ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχε σπείρει
σ' ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει,

τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που 'ξεχείλα

από της ζήσης του τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια

και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα 'φτιαχναν τα ρόδα…
κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.

Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μείνει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη.

Και αυτό θα ευωδάει.
Και θα είναι τ' άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.

Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή του έχει απλώσει
κι απ' τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο Χάρος τον λυτρώσει

μες στον τόμο αυτόν θα κείται
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είναι
μες στη γη κι αυτός βαλμένος.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ

Κι όταν πεθάνουμε
τα χρόνια πώς θα φύγουν από μέσα μας;
Οι τόσες μέρες
που στους πόρους της ζωής μας έχουν σωρευτεί
πώς μας αφήνουν;
Οι ώρες που στριμώχνονται κάτω απ’ το δέρμα μας
επιτακτικές
που στροβιλίζονται σε κάθε κίνησή μας περιττή-
οι ώρες αυτές πώς φεύγουν από πάνω μας
σαν έχουν πάψει πια να μας μετράνε;

Μόvo για το τελευταίο δευτερόλεπτο ξέρουμε.
Όταν η σειρά του έρθει να ’μπει
το πόδι απλώνει
διστάζει
λίγο κοιτάζει δεξιά κι αριστερά
καταλαβαίνει ξαφνικά
και πανικόβλητο απομακρύνεται
(αμέσως βρίσκει άλλη σειρά
μπαίνει στο τέλος κι αναμένει).

Εμείς στο μεταξύ
όταν το δούμε ανέκκλητα να φεύγει
σφαλίζουμε καλά την πόρτα
κι έτσι όπως είμαστε γεμάτοι
και σαν τυμπανιαίοι
από χρόνο σεσηπότα
πηδάμε στη λεκάνη τη λευκή για πολτοποίηση.

Κι είναι δουλειά δική της τα παραπέρα.
Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

To βλέπω το μαχαίρι που κρατάς.
Άνθρωπε σκότωσέ με να με φας. 
Το θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

Σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατο ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!.
ΖΕΝΤΑ

Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη νύχτα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί μες στη ζούγκλα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Το τύμπανο ηχεί λυπημένα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε τ’ απόβραδο.
Τραμπ!  Τραμπ!  τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε με ρόδα στα χείλη.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Η Ζέντα ξεψύχησε καλώντας εσένα.
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
Τραμπ!  Τραμπ!  Τραμπ!
ΟΙ ΒΑΘΙΕΣ ΠΛΗΓΕΣ

Στους χρόνια της ειρήνης
οι κρότοι ήταν του κάρου
που έρχονταν πολύχρωμο πάνω στο καλντερίμι
με τραγουδώντας τους αρμούς του.

Στα χρόνια της ειρήνης οι καπνοί
ήταν απ’ τις φωτιές του Αη-Γιαννιού στ’ αλώνια.

Στα χρόνια της ειρήνης το αίμα
μας το θυμίζανε οι κόκκινες σημαίες.

Στα χρόνια της ειρήνης οι πληγές
ήταν αγάπης μόνο.

Μα ήταν οι πληγές βαθιές
και τόσο επονούσαν και δαγκώναν
που λέω καλώς τόνε τον πόλεμο
που καιρό για τέτοια δεν αφήνει.
                   ΤΑ ΨΙΜΜΥΘΙΑ

Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου ’λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες 
αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…

Αυτά τα «σ’ αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
αρρώστια μια πώς τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...
    ΞΗΜΕΡΩΜΑ

To φως του λαμπτήρα ξάφνω
την εξουσία του χάνει.
Φέγγει ακόμα, μα νιώθει-
ο βασιλιάς έρχεται και θαμπωμένο
μπροστά του αναπότρεπτα θα υποκλιθεί.

Θορυβώδη ποδοβολητά στρατιών ακτίνων
που από μακριά γρήγορα φτάνουν
κάνουν να τρέμει και πελιδνό να γίνεται
κάθε αναμμένο. Από το μέτωπο της φωτιάς
το στέμμα κατρακυλάει
ψυχρό κιόλας.
           ΤΙ ΚΡΙΜΑ!

Βλέπεις τον άντρα αυτόν τον κακομοίρη
που πάνω στην ανάγκη του στηρίζεται-
που στην οδύνη του έχει πάνω γείρει;

Κάτω από μια γυναίκα υποταγμένος
πονάει απ’ αυτήν και βασανίζεται
και υποφέρει σαν εσταυρωμένος.

Κάνει ό,τι πει, πηγαίνει όπου τον στείλει,
τον βρίζει, τον χτυπάει με βαναυσότητα-
το άρσεν-ένας δούλος για το θήλυ.

Κι όλα γιατί; Γιατί σ’ αυτόν το βράδυ
τα πόδια της θ’ ανοίξει με οικειότητα:
τι κρίμα, μια ζωή για ένα χάδι...

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

ΜΑΖΙ  ΤΟΥΣ

Μαζί με το σώμα
ο θάνατος παρασύρει
όλες τις λέξεις τις επιούσιες και επικλινείς
και όλες τις λέξεις
τις μη επιούσιες και μη επικλινείς.

Ύστερα, ούτε ο αέρας
που πριν αυτές γέμιζαν δεν μένει
ούτε η ηχηρή προφορά
ούτε η αίσθηση του νοήματός τους.

Μαζί τους παίρνουν όλες τις πηγές τους
και βυθίζονται
αφήνοντας λευκή την επιφάνεια
για καινούργιες ψευδαισθήσεις.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ  ΤΟΥ 
 ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Το σπίτι παγωμένο…
το δώμα αδειανό…
Δέτε… δεν είμαι ξένο…
δεν είμαι μακρινό…

Κι αν έπρεπε να φύγω
σε τόπου αλλουνού
τα νύχια, έστω για λίγο,
εσάς είχα στο νου.

Εσάς είχα στη σκέψη
στο χτύπο της καρδιάς
’σας στου φιλιού τη γέψη
στο ξένο φως εσάς.

Για σάς για να μιλούνε
τα χείλη είν’ ζωντανά
για σας θα ορκιστούνε
ποτέ-ποτέ ξανά.

Εσάς υμνολογούσε
το αίμα της καρδιάς
όταν βαρύ κυλούσε
σ’ αυλάκι ξενιτιάς.

Κι αν είχα αφήσει αχνάρια
βαθιά σε κάθε οδό
ήτανε τα σημάδια
για να  ’ρθω πάλι εδώ.

Γι αυτό σας λέω-μη θέτε
να βρέξει ο ουρανός
αίμα οργισμένο-δέτε:
μπροστά σας στέκω αγνός.

Μη σπίτι παγωμένο…
μη δώμα αδειανό
στέκεις-δεν είμαι ξένο…
δεν είμαι μακρινό…
Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι ναυαγός.
Γεννήθηκε ναυαγός.
Κι ολοζωής στέλνει μηνύματα
μες σε μπουκάλια
προειδοποιώντας:
«μην πλησιάζετε».
ΜΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ

Μία μικρά παρέκκλισις
από το σύνηθες δρομολόγιον
αξίζει, όσον και να ειπείς.

Όσοι δεν επεχείρησαν
αυτοί να καταλάβουν δεν μπορούν.

Κι αν κάποιος το καινούργιο που θα δει
πόνον καλέσει,
χαράν αν άλλος,
όμως αμφότεροι
τον ίδιον άθλον
θα έχουν επιτελέσει-
θα εχουν το άγνωστον υποψιαστεί.
                  ΛΟΓΙΑ

Λέμε το κερί καίει
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει καίει.

Λέμε ο πατέρας πέθανε
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει πέθανε.

Μόνο τριγυρίζουμε καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε γάμπες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μάτια προσκυνάμε
χωρίς ανταπόδοση.
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΑΣ

Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε
στης γης τη φλούδα πάνω κολλημένοι
αθέατοι μας κοιτούν οι πεθαμένοι
και μας μιλούν χωρίς να τους ακούμε.

Μας λεν για τη γαλήνη που θα βρούμε-
για την τρανή χαρά που μας προσμένει
όταν απ’ τη ζωή μας προδομένοι
στην αγκαλιά του Χάρου θα βρεθούμε.

Κι ενώ εμείς ανύποπτοι περνούμε
μία ζωή που ο πόνος διαφεντεύει
εκείνοι διαπερνούνε τα ερέβη

και βοηθοί μας στέκουν αντικρύ μας
και τρυφερά τις ώρες που πονούμε
μας παραστέκουν οι καλοί νεκροί μας.