Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Σοβαρή εφημερίδα μου ζητάει να βάλει τη «ΓΕΝΕΣΗ» μου σαν ένθετο σε φύλλο της.
Γράψε μου είναι σωστό να δεχτώ έστω και προκειμένου για σοβαρή εφημερίδα; Και αν ναι, πόσα να ζητήσω.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Α. επτά επί Θήβας

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Και τι; Μήπως και φεύγοντας από την πρύμνη ο ναύτης και πάει στην πλώρη, θα σωθεί, εφόσον το καράβι
το δέρνουνε τα κύματα;

ΧΟΡΟΣ
                                          Τρέχοντας έχω έρθει
Στ' αρχαία τούτα αγάλματα, των Θεών, όταν στις πύλες
Το φονικό ανεμόχιονο άγριου χιονιά έχει πέσει.
Τότε ο φόβος μ' άρπαξε και στων Θεών τα πόδια
Μ’ έριξε, με τη δύναμη πούχουνε να με σώσουν-
πάνω σε τούτους μοναχά όλα τα θάρρη μου έχω.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εύχεστε οι πύργοι να κρατάν το εχθρικό το δόρυ.
Δεν ειν' αυτό και των Θεών συμφέρον; Μη δε λένε
πως κι οι Θεοί αφήνουνε την κουρσεμένη πόλη;

ΧΟΡΟΣ
Αχ! Των Θεών η σύναξη ετούτη, όσο ζω κι είμαι
Ας μη μ' αφήσει εμέ ποτέ κι ούτε τα δυο μου μάτια
Την πόλη αυτή να τηνε δουν ποτέ τους κουρσεμένη
Ή εχθρικό να δουν στρατό στις φλόγες να τη ρίχνει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μπορείς να κράζεις τους Θεούς, αλλά και νου να έχεις.
Γιατί, πρέπει να ξέρετε, γυναίκες, πως η νίκη
κι η σωτηρία, έχουν κι οι δυο την πειθαρχία μητέρα.

ΧΟΡΟΣ
Ναι, όμως ισχυρότερη δύναμη ειν’ η θεία. 
Όταν συχνά η συφορά κάποιου το νου έχει πάρει
Και μαύρο ένα σύννεφο τα μάτια του σκεπάζει,
Αυτή  απ' τον  άγριο χαμό μπορεί να τον γλυτώσει
Και πάλι ολόγερο μεμιάς κι ορθόν να τόνε στήσει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Είναι καθήκον των αντρών σφαχτάρια να προσφέρουν
κι απ’ τους Θεούς να παίρνουνε χρησμούς πριν απ' τη μάχη
και σένα είναι σωπαίνοντας να μένεις μες στο σπίτι.

ΧΟΡΟΣ
Χάρισμα είναι των θεών η ανίκητη η πόλη
Κι η σωτηρία των πολιτών απ'των εχθρών το πλήθος.
Για τούτα τάχα θάκουγα από ποιόνε κατηγόρια;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν είπα εγώ να μην τιμάς τις θεϊκές δυνάμεις.
Μ’ αν θέλεις τους πολίτες μας να μην κακοκαρδίζεις
Ησυχη στέκε και να μη το φόβο υπερβάλλεις.

ΧΟΡΟΣ
Μία βουή ανάκατη πριν λίγο έχω ακούσει
Κι ο τρόμος με κυνήγησε και μ' έφερε εδώ πέρα,
Σε τούτη την ακρόπολη, στον άγιο αυτό τον τόπο.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μ' αν για νεκρούς ακούσετε τώρα, ή λαβωμένους,
Τις κλάψες μη μ’ αρχίσετε και μη μου ξεφωνάτε. 
Γιατί ο Αρης τρέφεται σκοτώνοντας ανθρώπους.

ΧΟΡΟΣ
Να! Άκου! Χλιμιντρίσματα απ' άλογα γρικάω.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κι  αν  τάκουσες καμώσου πως δεν  έχεις καλακούσει.
.
ΧΟΡΟΣ
Στενάζει η γη από βαθιά. Μας έχουν περιζώσει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ε και λοιπόν; Εγώ είμαι εδώ για να γνοιαστώ για τούτο.

ΧΟΡΟΣ
Τρομάρα μου! Το τράνταγμα στις πύλες δυναμώνει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν παύεις τέτια πράγματα στην πόλη να φωνάζεις;

ΧΟΡΟΣ
Αγιοι θεοί, τα κάστρα μας, αχ, μην τ’ απαρατάτε.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Α! να χαθείς βούλωστο πια! Δε λες να σταματήσεις;

ΧΟΡΟΣ
Θεοί της χώρας, σε σκλαβιά να πέσω μη μ’ αφήστε.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Συ ’σαι που ρίχνεις στη σκλαβιά και σε κι όλη την πόλη.

ΧΟΡΟΣ
Ω! Δια! Στρέψε κραταιέ, τα βέλη στους εχθρούς μας.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ      
Τι φάρα μας εσκάρωσες ω! Δία: Τις γυναίκες!




Β. Ικέτιδες

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ
στροφή β'
Μα δεν ξεχνά ο καλόβουλος ο ύμνος μας ετούτος
Την Κύπριδα. Γιατί κοντά στο Δία και την Ηρα
Μεγάλη έχει δύναμη. Για τ' άγια της τα έργα
Και για την ξύπνια σκέψη της οι θεοί την αγαπάνε.
Και δίπλα στην αγαπητή στέκουνε τη μητέρα
Μαζί, ο Πόθος κι η Πειθώ η γλυκειά, όπου ποτέ της
Την άρνηση δε γνώρισε. Μα και στην Αρμονία
Εχει δοθεί απ' τη Θεά Αφροδίτη μια μερίδα:
Τα ψέμματα που λέγονται απ' τους ερωτευμένους.

αντιστροφή β'
Μα με κάνει ο φόβος μου φοβερές να μαντεύω
Πως θαρθούν στις εξόριστες συφορές. Ότι μπόρες
Θα τις βρουν, κι αιματόβαφους θα γνωρίσουν πολέμους. Για τι άλλο τον άνεμο είχαν ούριο οι εχθροί μας
Στο γοργό μας κυνήγημα;.. Ότι γράφει θα γίνει.
Γιατί είναι του Δία οι βουλές απαράβατες
Οσο ειν' κι αδιαπέραστες. Σαν τις άλλες γυναίκες
Τις πολλές που παντρεύτηκαν από σένα πιο πρώτα
Δε θα μου ήταν παράξενο αν κι εσύ παντρευόσουν.

ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ

στροφή γ'
Ας διώξει από μένανε μακριά ο μέγας Δίας
Γάμο με τους Αιγύπτιους.

ΘΕΡΑΙ1ΑΙΝΙΔΕΣ
                                             Αυτό καλό θα ήταν.
Μα να ’φευγες το άφευγο εσύ πώς θα μπορούσες;

ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
Δεν ξέρεις το μέλλον εσύ.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ
                                                 Σωστά. Πώς να γνωρίζω
Του Δία την απύθμενη τη σκέψη; Έλα τώρα,
Μια μετρημένη πες ευχή.

ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ
                                           Ποιό χρήσιμο μου δίνουν
Οι συμβουλές σου μάθημα;

ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ
                                                   Πολλά να μη ζητάνε
Οι προσευχές σου απ' τους θεούς.

ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ

στροφή δ'
Αλλά με άντρα μισητό, γάμο ας μη μου δώσει
Ο Δίας, αυτός που την Ιώ γλίτωσε από τα πάθη
Με τρόπο τόσο εύκολο, πάνω της ακουμπώντας
Το χέρι, του γιατρέματος την τέχνη που κατέχει,
Τη δύναμη του αλλάζοντας ώστε καλό να κάνει.

αντιστροφή δ'
Τη νίκη εύχομαι αυτός να δώσει στις γυναίκες.
Δέχομαι ό,τι απ' το κακό κάτι καλλίτερο έρθει.
Ακόμα στέργω δυο καλά κι ένα κακό μαζί τους.
Και κάνω ευχή ολόψυχη, στις δίκες, αποφάσεις
Πάντα να βγαίνουν δίκαιες, και σ' όσους υποφέρουν
Με τη βοήθεια του Θεού το λυτρωμό να φέρνουν.


Γ. αγαμέμνων
Παρακαλάω τους θεούς να με γλιτώσουν τέλος
Απ' το μαρτύριο που τραβώ φρουρός εδώ ένα χρόνο.
Σ' όλο αυτό το διάστημα σαν το σκυλί αγρυπνώντας
Χωρίς ανάπαυση καμμιά στων Ατρειδών τη στέγη.
Των νύχτιων έφτασα αστεριών τη σύναξη να μάθω
Kαθώς και τα ολόλαμπρα τα’ αρχοντικά τ’ αστέρια
Που από τ’ άλλα ξέχωρα στον ουρανό φαντάζουν
Και που το θέρος στους θνητούς και το χειμώνα φέρνουν-
Και πότε δύουν έμαθα και πότε ανατέλλουν.
Και νάμαι! Ακόμα καρτερώ της φλόγας το σημάδι,
Τη λάμψη εκείνης της φωτιάς που απ' την Τροία θα φέρει
Την είδηση πως πάρθηκε η πόλη-έτσι ορίζει
Μία γυναίκα με ψυχή αντρίκια που όλο ελπίζει.
Και κείτομαι στο μεταξύ σ' ανήσυχο ένα στρώμα
Από της νύχτας τη δροσιά ψυχρό και που κανένα
Δε συντροφεύει όνειρο, αφού κοντά μου ο φόβος
Μην κλείσουν τα ματόφυλλα στέκει κι όχι ο ύπνος.
Κι όταν βαλθώ ένα σκοπό να σιγοτραγουδήσω
Η να ψελλίσω μοναχά ζητώντας στο τραγούδι
Φάρμακο για τη νύστα μου, αντίς γι αυτό στενάζω
Και κλαίω για τη συφορά που βρήκε αυτό το σπίτι
Που όπως πριν, έτσι καλά τώρα δεν κυβερνιέται.
Μ' ας ετελείωναν καλά τα βάσανα μου τώρα.
Μες απ’ τη νύχτα ας πρόβαινε λάμψη καλομηνύτρα.

Ω! φλόγα! Καλώς όρίσες που μες στη νύχτα φέρνεις
Φως σαν ημέρας, κι αφορμή θα γίνεις για ένα πλήθος Χορούς που στ’ Άργος θα στηθούν για το καλό που ήρθε.

Ω! Ω! Του Αγαμέμνονα με δύναμη μεγάλη
Κράζω, απ’ το κρεβάτι της να σηκωθεί η γυναίκα
Και μια μακρόσυρτη χαράς φωνή μες στο παλάτι
Να βγάλει για τη λάμψη αυτή αν πράγματι το Ιλιο
Επεσε, όπως να μας πει θέλει η φωτιά ετούτη. 
Δώσε ναρθεί ο βασιλιάς θεέ μου και ν’ αγγίσω
Τ’ αγαπημένο χέρι του με τούτο μου το χέρι.
Μα για να πω άλλο τίποτα η γλώσσα μου δεμένη.
Γιατί κι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Κι αν είχανε και στόμα
Θα λέγαν πεντακάθαρα τι ακριβώς συμβαίνει.
Εγώ ευχαρίστως να τα πω σε κείνους που τα ξέρουν.
Μα μ’ όσους δεν τα ξέρουνε κι εγώ ιδέα δεν έχω.

ΧΟΡΟΣ
ΠΑΡΟΔΟΣ
Δέκα χρονιές περάσανε αφότου το ζευγάρι      
Των γιων του Ατρέα, οι μέγιστοι αντίπαλοι του Πριάμου
Οι βασιλιάδες οι ισχυροί Μενέλαος κι Αγαμέμνων
Που ο Δίας τους ετίμησε με σκήπτρο και με στέμμα Σηκώσαν χιλιοκάραβον αργείτικο ένα στόλο,
Στρατιωτική γυρεύοντας βοήθεια στη βουλή τους, Βγάζοντας απ’ τα στήθη τους μέσα κραυγές πολέμου
Σαν νάτανε γυπαετοί που δε μπορούν την έγνοια
Στ’ αφτέρωτά να δείξουνε παιδιά τους που τα χάσαν
Και τώρα πανω απ' τη φωλιά την άδεια παραδέρνουν
Με πόνο βαθυρρίζωτον χτυπώντας τα φτερά τους
Με λύσσα, λες ότι νερό χτυπάν κι όχι αέρα.




Δ. Πέρσες


Ελα παλιέ μας βασιλιά! Μονάρχη μας ω! φτάσε
Στην κορυφή αυτού εδώ του τάφου σου επάνω.
Ελα με το κροκόβαφο το ποδοσανταλό σου
Ως εδώ πέρα κι άφησε το φάλαρο να λάμψει
Του σκήπτρου σου στα ματιά μας μπροστά. Ελα πατέρα.
Πρόβαλε. Άκακε έλα συ Δαριάνα βασιλέα!

Βάσανα έλα ανάκουστα
και καινούργια ν' ακούσεις.
Ελα συ πούσαι άρχοντας
του άρχοντά μας, Γιατί έχει
Μια μαυρίλα επάνω μας
σαν κατάχνια απλωμένη.
Γιατί τώρα η νιότη μας
πάει-χάθηκε όλη.
Πρόβαλε Άκακε! Έλα συ
Δαριάνα βασιλέα!

Ω αλλίμονοί Αλλίμονο'. Ω εσύ όπου οι φίλοι
Με αστέρευτα κλάψανε όταν πέθανες δάκρυα.
Τι να είναι αφέντη μας; τι να είναι αφέντη
Ολα αυτά τα χτυπήματα πούχουν έτσι χτυπήσει
Με μανία τη δίδυμη, τη μεγάλη σου χώρα;
Τα καράβια τα τρίσκαρμα αφανιστήκανε-πάνε. Ακάραβη, ακάραβη η Περσία είναι τώρα.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ω! έμπιστοί μου σύμβουλοι, της νιότης μου συντρόφια
Ω γερασμένοι Πέρσες μου. Ποιον πόνο εχει η πόλη; Στενάζει και μοιρολογά και σκίζεται η γη μας
Κι ως βλέπω τη γυναίκα μου στου τάφου μου την άκρη
Φοβήθηκα και τις σπονδές ευχάριστα έχω λάβει.
Και σεις κοντά στον τάφο μου στέκοντας με καλείτε Με ψυχοκράχτισσες φωνές στριγγές και πονεμένες.  Δεν είναι όμως εύκολο να βγεις από κει μέσα  
Μιας κι οι θεοί που βρίσκονται κατ’ απ’ τη γη φροντίζουν
Μόνο το πως θα πάρουνε και δύσκολο να δώσουν.
Μα τα κατάφερα μ' αυτούς και νάμαι. Γρήγορα όμως  Για να μην έχουν να μου πουν πως αργήσα, έλα, πες μου.
Τι ’ναι το νέο το βαρύ κακό που ’βρε τους Πέρσες;

ΧΟΡΟΣ
Ο παληός σεβασμός μου για σένα
Χαμηλά μου κρατάει τα μάτια
Και τη γλώσσα μου δένει.

ΕΙΔΩΛΟ ΔΑΡΕΙΟΥ
Μα αν εγώ βρίσκομαι εδώ οι θρήνοι σου με φέραν.
Γι αυτό χωρίς λόγια πολλά μα σύντομα μιλώντας
όλα ως το τέλος πέστα μου κι ασ’ τις ντροπές στην πάντα.

ΧΟΡΟΣ
Φόβο νιώθω να υπακούσω
Φόβο νιώθω ν' αρνηθώ
Όταν είναι γι ανείπωτα
Να μιλήσω σε φίλους.



Ε. Προμηθέας


ΗΦΑΙΣΤΟΣ

                              Για σας Κράτος και Βία
Τόπε ο Δίας κι αυτό ήτανε. Το πράμα έχει τελειώσει.
Δε σας κρατάει τίποτα. Μα εμένα η ψυχή μου
Δεν το βαστάει ένα θεό με βία να τον δέσω
Σ’ ένα φαράγγι παγερό. Μα πρέπει να υπακούσω-
Είναι βαρύ αν αψηφάς το λόγο του πατέρα.
Περήφανο της Θέμιδας παιδί, της μυαλωμένης,
Χωρίς να θέλω και χωρίς να θέλεις θα σε δέσω
Στο βράχο αυτό τον έρημο μ' άσπαστες αλυσίδες.
Ούτε φωνή, ούτε μορφή ανθρώπου θε να βλέπεις,
Αλλά σιγοκαιγάμενος από τη φλόγα του ήλιου
Την καυτερή,της όψης σου το χρώμα θε ν’ αλλάζεις. Χαρά σου η χρυσοκέντητη νύχτα το φως που κρύβει.
Μα πάλι ο ήλιος της αυγής την πάχνη θα σκορπάει
Κι ενός αιώνιου βάσανου θα σε τρυπάει ο πόνος
Χωρίς να βρίσκεται ψυχή για να στον αλαφρώσει.
Αυτή σου είναι η πληρωμή φιλάνθρωπος για νάσαι.
Θεός εσύ και την οργή θεών δεν εφοβήθεις
Κι έχεις χαρίσει στους θνητούς τιμές πανω απ’ το μέτρο.
Γι αυτό κι ολόρθος, ξάγρυπνος, μ’ αλύγιστο το γόνα θάσαι φρουρός στον άχαρο ετούτονε το βράχο
θρήνους πολλούς και οδυρμούς βγάζοντας απ’ το στόμα.  Μάταια όμως-το μυαλό του Δία δε θα γυρίζει
Γιατ’ είναι πάντοτε σκληρός ο νέος ο αφέντης.

ΚΡΑΤΟΣ
Τώρα εσύ τι κάθεσαι και μάταια τον λυπάσαι;  
Πώς θεομίσητο θεό εχθρό κι εσύ δεν κάνεις
Που  έχει  το καμάρι  σου προδώσει  στους ανθρώπους;

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αξία μεγάλη  έχουνε συγγένεια και φιλία.

ΚΡΑΤΟΣ
Σύμφωνοι. Μα να παρακούς το λόγο του πατέρα
Τάχα πώς τόχεις; Πιό πολύ αυτό δεν το φοβάσαι;

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάντοτε ανήλεος ήσουνα κι είχες μεγάλο θράσος.

ΚΡΑΤΟΣ
Καλό ετούτος δε θα δει με το να τον θρηνούνε.
Για κάτι ανώφελο λοιπόν και μάταιο μην κοπιάζεις.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Α! Πόσο η τέχνη μισητή μου είναι των χεριών μου.

ΚΡΑΤΟΣ
Τι τη μισείς; Αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια
Για όσα τώρα γίνονται δε φταίει καθόλου η τέχνη.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Καλλίτερα όμως θάτανε να τήνε εκάτεχε άλλος.

ΚΡΑΤΟΣ
Όλα είναι δύσκολα εκτός θεούς να εξουσιάζεις.
Κανείς δεν ειν' ελεύθερος εκτός από το Δια.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αυτό το ξέρω και γι αυτό αντίρρηση  δεν έχω.

ΚΡΑΤΟΣ
Βιάσου λοιπόν και πέρνα του αυτουνού τις αλυσίδες
Να μη σε δει ν ’αργοπορείς ο Δίας ο πατέρας.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Νάτοι, μπροστά στα μάτια σου οι κρίκοι κι έτοιμοι είναι.  

ΚΡΑΤΟΣ
Βάλτους λοιπόν στα χέρια του και μ' όση δύναμη έχεις Χτυπά τους και  με  τη  βαριά στους  βράχους κάρφωσέ τους.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Νάτο που τέλειωσε κι αυτό χωρίς να πάρει ώρα.

ΚΡΑΤΟΣ
Χτύπα και σφίγγε δυνατά. Μη τον λασκάρεις διόλου.
Μπορεί  να φύγει  από κει που δεν το περιμένεις.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Το χέρι αυτό δε λύνεται. Είναι γερά δεμένο.

ΚΡΑΤΟΣ
Κάρφωσε και σιγούρεψε και τ’ άλλο για να μάθει 
ότι μπορεί νάναι σοφός μα όχι όσο ο Δίας.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Για τη δουλειά μου εξ’ απ’ αυτόν κανείς δε θα με ψέξει.

ΚΡΑΤΟΣ
Τώρα το δόντι τ’ άγριο της ατσαλένιας σφήνας
περνά το μες στα στήθια του ίσαμε κει που πάει.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αχ! Προμηθέα στους πόνους σου πονώ κι εγώ μαζί σου.

ΚΡΑΤΟΣ 
Πάλι αργείς και  στους  εχθρούς του Δια συμπόνια δείχνεις;
.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ 
Αυτό που βλέπω δε μπορούν να το βαστάξουν μάτια.  

ΚΡΑΤΟΣ
Εγώ βλέπω έναν πούπαθε αυτό που του αξίζει
Βάλε και στις μασχάλες του ζώνες.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
                                  Αφού ειν’ ανάγκη    
θα γίνει οπωσδήποτε . Ομως να μη φωνάζεις.  
     
ΚΡΑΤΟΣ 
Λοιπόν και θα φωνάζω αλλά και θα ουρλιάζω ακόμα. 
Πιο κάτω τώρα πήγαινε. Κρικέλωσε τα σκέλη. 

ΗΦΑΙΣΤΟΣ   
Να! Ετελείωσε κι αυτό χωρίς μεγάλο κόπο.

ΚΡΑΤΟΣ  
Και τώρα χτύπα τα καρφιά γερά, να πάνε ως μέσα.
Θα έχεις δύσκολο κριτή σε τούτο σου το έργο.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ   
Αλήθεια ίδια η γλώσσα σου είναι με τη μορφή σου.

ΚΡΑΤΟΣ
Ας είσαι συ ο μαλακός. Για τη δική μου όμως
Αυθάδεια και σκληρότητα, σε σε δεν πέφτει λόγος.

ΚΡΑΤΟΣ
Ας πάμε. Όλα τα μέλη του αλυσωμένα είναι;


Με ι-μέιλ

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Ο Τσίπρας απείλησε με κυρώσεις τον Ερντογκάν.
Κάποιος ας κλείσει το στόμα σε αυτό το ροδοκόκκινο γουρουνάκι που νομίζει ότι η πολιτική είναι ένα δεκαπενταμελές. Γιατί ροδοκοκκινισμένο θα γίνει έτσι κι αλλιώς  από την πύρα κάποιας ψησταριάς, για να φαγωθεί από την παρέα των «σοβαρών» πολιτικών, που όμως τουλάχιστον δεν χαζοχαμογελάνε μπροστά στο φακό όταν η Ελλάδα φωνάζει πέφτοντας ήδη στον γκρεμό από δικό τους σπρώξιμο.
Ας βγάλει κάποιος από την πιάτσα των Κοινών αυτό το κακοωριμασμένο ζωάκι που παίζει τις κουμπάρες μέσα στα πολιτικά γραφεία της υδρογείου , αυτόν το γελωτοποιό της Ευρώπης.
Ένα χαμίνι ας βρεθεί να ρίξει μια πέτρα που θα σπάσει αυτή τη βιτρίνα του Κόμματος, που πίσω της αναιδείς μικροαπατεώνες εμπορεύονται ασυνείδητα σάρκες και χώματα.
(Και αυτή δεν είναι πολιτική γνώμη ούτε προεκλογική παρότρυνση. Γιατί εξάλλου ούτε ο επελαύνων ελέφας  είναι το σωστό ζώο που θα αντικαθιστούσε το γουρούνι)

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Έκατσα όλη τη νύχτα και τελείωσα και τον Αγαμέμνονα.  Θα κλείσω τηλέφωνο και θα κοιμηθώ. Από Ευριπίδη έχω τον Ιππόλυτο που σου είχε αρέσει. Αυτός είναι έτοιμος. Ίσως τον βάλω μαζί σε κάποιο βιβλίο του Αισχύλου.
Γεια

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Συνεχίζω με Αγαμέμνονα. Έφτασα στην Κασσάνδρα.
Για να μεταφράσεις ένα αρχαίο κείμενο πρέπει να τηρήσεις ορισμένους κανόνες.
Πρώτος. 
Να αποδίδεις όχι την ένοια του κειμένου (παράφρση), αλλά να περιλαμβάνεις στην προσπάθειά σου όλο το κείμενο-κάθε σημαίνουσα λέξη του.  Αλλιώς γράφεις κάτι δικό σου.
Δεύτερος.
Να αποδίδεις το κείμενο σε κατανοητή μορφή και για τους αναγνώστες-όχι μόνο για σένα.
Τρίτος.
Οι λέξεις που χρησιμοποιείς να μην είναι εκζητημένες. Να είναι σύγχρονες και κοινά αποδεκτές. Να μην ξεχνάς ότι μεταφράζεις για τους σύγχρονούς σου. Σε τριάντα έως εκατό χρόνια η μεταφρασή σου θα είναι άχρηστη ή αντίκα. 
Τέταρτος.
Αν η μετάφρασή σου είναι έμμετρη-που μόνον η έμμετρη απόδοση μετράει-, τότε πρέπει να τηρείς τους κανόνες κάθε είδους στίχου που χρησιμοποιείς. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία της μετάφρασης.  Με ένα λόγο αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ζεις το κείμενο που δουλεύεις-να υποφέρεις μαζί του, να χαίρεσαι μαζί του, να εισαι ο συγγραφέας ο αρχαίος που γραφει στη γλώσσα τη σημερινή.
Στείλε μου και το δεύτερο κομμάτι.
Γεια

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Έλαβα «Αγαμέμνονα». Ευχαριστώ ταχύτητα. Αρχίζω επεξεργασία. Άστα. Μετά από μέρες που ασχολούμαι με τις τραγωδίες του Αισχύλου άρχισα να μιλάω αρχαία ελληνικά. Χτες ρώτησα ένα φίλο «Ου έστιν Νικόλαος; Απωλέσθη γαρ» και όταν με ρωτησε καποιος αν έβρεξε το πρωί του απάντησα «ουκ έγνων»…

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Γιωργία άκουσες και είδες τι έγινε με τον Τατούλη και με κάποια Νικολάκου στην Τρίπολη.  Άκουσα και τα είδα κι εγώ μέσα στο κελί μου κλεισμένος-μέσα στο καβούκι μου, πάνω στο ερημονήσι μου .
Τρίπολη. Η πολη των φασιστών, των χιτών, των δοσίλογων, των τραμπούκων, των ταγματασφαλιτών.
Δικαιώνει για μια φορά ακόμα δημοσία την φήμη της.
Κι εγώ, χωμένος ανάμεσα στο γυκαικομάνι των Ικέτιδων του Αισχύλου, βρίσκω ένα λόγο να ξεδώσω λιγάκι από την κόπωση που μου προκάλεσε η επεξεργασία τους πριν δοθούν κι αυτές για τύπωμα, και, πέντε η ώρα το πρωι, ξάγρυπνος και στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι από τις δύο,
σηκώνομαι και σαν διάλειμμα σου σχολιάζω τα περί Τατούλη εν Τριπόλει, εν σωτηρίω έτει 2019 Ιούνιο μήνα.
Αναρωτιόμουν το 2004, εν Τριπόλει ευρισκόμενος τότε λόγω της ανάγκης σκοποδότησης της υπόλοιπης ζωής μου, πού να κατατάξω αυτό το ανέκφραστο πρόσωπο, αυτό το ζόμπι που είχε γεννήσει η πόλη εκείνη και που τότε ήταν «ανερχόμενος» «αστέρας» της «πολιτικής».  Ήταν ένα λουλούδι που μόνο στην πόλη εκείνη μπορούσε να φυτρώσει και να αναπτυχτεί. Ένα ξενόφερτο-από ποια εξωγήινα μάκρη ή από ποια υπόγεια έλη προερχόμενο;- αντικείμενο, ένα υπόδειγμα άξεστου και κακού ρομπότ που είχε τη δυνατότητα να μιλάει ανθρώπινα. Ένας αλλοπαρμένος άλλης μορφής, ένας αιθεροβάμων ενός αντίποδα του ποιητικού ουρανού, ένα σκύβαλο με μορφή ανθρώπου. 
Το 1946 ο πατέρας μου ξυλοφορτώθηκε στην Τρίπολη επειδή ήτανε κουμουνιστής. Εξήντα χρόνια μετά, το 2004,  ξυλοφορτώθηκα εγώ στην Τρίπολη, από έναν νοσοκόμο, έναν οικοδόμο και μια «καθηγήτρια», γιατί είχα γράψει ένα σατιρικό ποίημα.
Φτάνοντας φουριόζος στην Τρίπολη από την Αμερική, ίδρυσα ένα σύλλογο ποιητών στην πόλη. Ό πρόεδρος  του συλλόγου, ο παραπάνω αναφερόμενος οικοδόμος, ονόματι Τάκης, εφάρμοσε λογοκρισία στο σύλλογο ύστερα από την ανάγνωσή μου σ΄αυτόν του γνωστού σου σατιρικού μου (άλλο αυτό από το παραπάνω) «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Αποτέλεσμα η αποχώρησή μου από τον συλλογο. Ο Τάκης, απολογούμενος σε μένα, είπε το αμίμητο ότι δεν ήτανε λογοκρισία αυτό που έκανε, απλώς είπε ότι απαγορεύει να γράφονται τέτοια κείμενα για τον Καραμανλή!
Μέσα σε αυτή την πόλη Γιωργία με βάλανε να ζήσω από έξη έως δέκα οχτώ χρονών. Εκεί έφαγα με το κουτάλι όλη τη στενοκεφαλιά της πόλης. Εκεί άκουγα κρυφά Ελεύθερη Ελλάδα, εκεί έμαθα να φοβάμαι ως και τον ίσκιο μου, εκεί έμαθα να τρομάζω όταν με πλησίαζε κάποιος, εκεί το καρβέλι το ψωμί που μια μερα κουβαλούσα υπό μάλης στό σπίτι βαφτίστηκε νάρκη από έναν συνταγματάρχη, εκεί έμαθα ότι πρέπει ότι κάνω να το κάνω κρυφά από τα  μάτια των ανθρώπων. Αυτά ήταν και η αιτία να κλειστώ έκτοτε και για όλη μου τη ζωή στο καβούκι μου, στο κελί μου, μόνος στο ερημονήσι μου, ρίχνοντας μπουκάλια στο νερό με τη γραφή «Προσοχή!  Ναυαγός. Μην πλησιάζετε!»
Αυτά μου ήρθαν στο νου βλέποντας και ακούγοντας χτες τα περί Τατούλη.
Ας συνεχίσω τις Ικέτιδες, προετοιμάζοντάς τες για έκδοση. Έκδοση που θα την μαθει κι αυτήν όπως και τις προηγούμενες μου μόνον η γειτονιά μου, για να εξακολουθήσει να μου δείχνει την υπόληψή της η μανάβισσά μου προσφωνώντας με «κύριε Χολιαστέ», ο τυπογράφος μου στη γωνία και η βιβλιοδέτριά μου μιας και οι εκδόσεις που γίνονται γνωστές, προϋποθέτουν ευρείες κοινωνικές επαφές, γνωριμίες με πρόσωπα «της πιάτσας», λαδώματα και γλειψίματα. Μα από ένα κελί μέσα μόνο το χέρι σου μπορείς να βγάλεις μισό μέτρο έξω από τα κάγκελα και από το καβούκι σου μόνο να κοιτάξεις στιγμιαία έξω. Μόνο το ερημονήσι δίνει άπλετο το φως της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας όπως εκείνης που αισθάνεσαι όταν, μέρα Χριστουγέννων, περπατάς μόνος στους έρημους δρόμους της πόλης όπου στα σπίτια της μέσα συγκεντρωμένοι άνθρωποι διασκεδάζουν. Μιας άγριας και λυτρωτικής και δικαιώνουσας ελευθερίας. Μιας αίσθησης ότι μπορείς να είσαι διαφορετικός από όλους αυτούς τους ανθρώπους τους χαμένους μέσα σε ψεύτικες χαρές, σε συνενοημένες  αγελοειδείς διασκεδάσεις, σε ένα τίποτα, που μάλιστα κανείς από τους συμμετέχοντες δεν το υποψιαζεται. Και ύστερα από μια τέτοια αίσθηση γυρίζεις στο σπίτι, κάθεσαι στην καρέκλα με τον κομπιούτερ στα γόνατα και, απνευστί γράφεις μέσα σε τρεις ώρες που ούτε ξέρεις ότι πέρασαν, τον «Βιασμό».  Κι ας ήτανε αυτή η πόλη η Τρίπολη, ή κι ίσως επειδή ακριβώς αυτή η πόλη ήτανε.
Εκδόσεις χαμένες λοιπόν. Όχι εντελώς όμως. Τον «Καραϊσκάκη» ας πούμε, θα τον δώσω (σε δυο μέρες θα έχω το πρώτο βιβλίο του έτοιμο κοντά μου) στο κορίτσι με το οποίο είμαι ερωτευμένος αυτές τις μέρες. Τώρα τι θα σκεφτεί ένα κορίτσι που ούτε ξέρει πως υπάρχω, όταν πάρει στα χέρια του δυο τόμους ενός έργου για έναν ήρωα που ίσως και να μην έχει ακούσει ποτέ το όνομά του και που στην πρωτη λευκή του σελίδα έχει την αφιέρωση «Στην τάδε (μια στιγμή πριν το γράψω θα ρωτήσω το όνομά της), το πιο όμορφο, σεμνό και ευγενικό κορίτσι της πόλης», δεμ το ξέρω. Ξέρω όμως ότι όταν χτυπάει το κουδούνι εγώ θα περιμένω να το χτυπάει αυτή, ότι κάθε τηλεφώνημα ίσως είναι από κείνην, πως τέλος όλη η ζωή μου για πολλές μέρες μετά θα εξουσιάζεται από κείνην και από την πολύ πιθανή ξαφνική της εμφάνιση μπροστά μου και με όσα θα την επακολουθήσουν. Είναι βλέπεις και που ετούτο τον καιρό έχω μείνει χωρίς γυναίκα. Η Μόνικα είναι έγκυος και ψάχνει να βρει τίνος είναι το παιδί,  η Λώρη ανακάλυψε ότι έχει έιτζ και όλο κλαίει, η Πωλίνα τσακώθηκε με τα παιδιά της και γυρίζει από ψυχίατρο σε ψυχίατρο για να καλμάρει.
Γιωργία μου, πέρασε μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα. Έχει κιόλας βγει ο ήλιος.
Γεια σου, τα λέμε.
Ποιος άλλος;

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Γιωργία επεξεργάομαι (σκανάρισμα, διόρθωση σκαναρίσματος, απαραίτητο ξανακοίταγμα, τελική διαμόρφωση) των Περσών, Προμηθέα Δεσμώτη, Ευμενίδων, Επτά επί Θήβας. Μου λείπει ο «Αγαμέμνονας» . Τον έχω σε καρμπονένια αντίγραφα της τότε γραφομηχανής μου, οπότε σκέψη για σκανάρισμα δεν γίνεται. Για γράψιμο από την αρχή μονο από κοπέλα δακτυλογράφο, αλλά θέλουν τρία ευρώ τη σελίδα.  Όμως ο «Καραϊσκάκης» με έχει εξουθενώσει οικονομικά. Γι αυτό ή δάνεισέ μου τρεις χιλιάδες δολάρια (αστειεύομαι φυσικά) ή πήγαινε στη δικηγόρο μου R.D. και πες της να πάρει αντίγραφο του «Αγαμέμνονα» από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Έχει όλα τα στοιχεία μου. Ο αριθμός του copyright  για τον «Αγαμέμνονα» είναι PAu 1-180-546.  Κανε το πριν με προλάβει ο θάνατος και χάσει η ανθρωπότητα τέτοιο αριστούργημα.  Αν εσύ δυσκολεύεσαι μήπως η Δέσποινα θα μπορούσε να βοηθήσει;

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Η αρχή του «επτά επί θήβας» ανεπεξέργαστη ακόμα. Βλέπω όμως ότι δε θέλει και πολλή επεξεργασία. Τη γνώμη σου.


ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕΠΤΑ ΕΠΙ  ΘΗΒΑΣ



ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λαέ του Κάδμου, όποιος κρατεί της πόλης το τιμόνι
Στεκάμενος με ξάγρυπνα τα μάτια του στην πρύμνη
Πρέπει να λέει ξεκάθαρα τα πράγματα όπως είναι.
Γιατί αν όλα παν καλά,τότε οι Θεοί τα καμαν.
Όμως, αν ο μη γένοιτο μια συφορά θα τύχει
Αν κι ένας ο Ετεοκλής, από μυριάδες όμως
Στόματα τότε πολιτών θ' ακούεται τ'όνομά του
Δεμένο με τους θρήνους τους και με τα μοιρολόγια-
Που από τετοιο ένα κακό ο Δίας ο Σωτήρας
Να μας γλιτώσει όπως δα και τόνομά του λέει-.
Μα τώρα ήρθ' η ώρα σείς, όλοι, από τους νέους
Μέχρι και τους μεσόκοπους, να ανασκουμπωθείτε
Κι ανάλογα τα χρόνια του καθένας να βοηθήσει
Την πόλη μας, και τους βωμούς των θεών της-μη ποτέ τους
Τους λείψουν οι θυσίες τους- και τα παιδιά, κι αυτή μας
Τη μάνα γη, τη λατρευτή τροφό μας. Γιατί εκείνη
Με κόπο σας ανάστησε απ' όταν νήπια ακόμα
Απάνω μπουσουλάγατε στο νιαστικό της χώμα
Κι ασπιδοφόρους της τρανούς σας έκανε πολίτες
Για να της είσαστε πιστοί στη χρεία της ετούτη.
Μέχρι τα τώρα βέβαια οι Θεοί μας ευνοούνε
Γιατί ενώ τόσον καιρό είμαστε κυκλωμένοι
Μπορώ να πω η ζυγαριά πως κλίνει του πολέμου,
Με τη βοήθεια των Θεών, προς το δικό μας μέρος.
Μα όπως μας πληροφορεί ο μάντης που 'ξηγάει
Χωρίς φωτιά, μα με το νου και με τ' αυτί μονάχα
Οσα του λένε τα πουλιά μ' αλάθητη μια τέχνη,
Αυτός λοιπόν, κυρίαρχος των τέτιων μαντεμάτων
Λέει ότι επίθεση μεγάλη ετοιμάζουν
Οι Αχαιοί, κι ότι γι αυτήν απόψε συζητάνε
Και αποφάσεις παίρνουνε για τον αφανισμό μας.
Εμπρός! Ορμήστε όλοι λοιπόν στις πύλες των φρουρίων,
Ριχτείτε αρματόζωστοι στων κάστρων τις επάλξεις,
Γεμίστε τα οχυρώματα, τις πολεμίστρες πιάστε,
Κι απλώστε ρίζες άσειστες στων κάστρων τις εξόδους,
Χωρίς καθόλου των εχθρών το πλήθος να φοβάστε.
Γιατί ο Θεός είναι με μας. Ομως κι εγώ έχω στείλει
Κατάσκοπους κι ανιχνευτές, που ο κόπος τους το ξέρω
Πως δε θα πάει άδικα. Και όταν τους ακούσω
Φόβο δε θάχω στου εχθρού να πέσω την παγίδα.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ετεοκλή, τρισδόξαστε άρχοντα των Καδμείων
Από κει πέρα έρχομαι, απ’ το στρατό, και φέρνω
Μαντάτα σίγουρα. Εγώ τα έχω δει ο ίδιος!
Εφτά είδα πολεμόχαρους ηγέτες του στρατού τους
Ταύρο πα’ σε κατάμαυρη  να σφάζουνε ασπίδα
Και όλοι μέσα στο σφαχτό τα χέρια τους βουτώντας
Στον Αρη να ορκίζονται και στον αιματοπότη
Το Φόβο και στην Ενυώ, ή των Καδμείων την πόλη
Ξεθεμελιώνοντάς τηνε να την εξαφανίσουν
Από το πρόσωπο της γης, ή πάνω πεθαμένοι 
Στο χώμα της να πέσουνε μ' αίμα ποτίζοντάς το.
Και για τους γέρους τους γονείς που άφησαν στο σπίτι
Ενθύμια πάνου κρέμαγαν στου Αδράστου το άρμα
Δακρύζοντας. Μ' αμίλητο εσφίγγονταν το στόμα.
Και φλογομανιζόντανε η ατσάλινη καρδιά τους
Σα λιονταριών που πόλεμος σπιθίζει στη ματιά τους.
Και δε θ' αργήσουν ολα αυτά που είπα να τα δείξουν.
Τους άφησα να ρίχνουνε κλήρους σε ποιάν θα τύχει
Πύλη, καθείς, τους άντρες του εκεί να οδηγήσει.
Γι αυτό λοιπόν συ γρήγορα από τους αρχηγούς μας
Διάλεξε τους καλλίτερους και βάλτους μπρος στις πύλες.
Φτάνει ό,που νάναι ο στρατός πάνοπλος των Αργείων
Σύννεφο σκόνη σκώνοντας. Κι από τα σταγονάφρια
Που άσπρα απ’ των αλόγωνε βγαίνουνε τα πλεμόνια
Ντίζει ο κάμπος. Μα εσύ, άξιος καραβοκύρης
Την πόλη στέριωσε προτού η άγρια καταιγίδα
Του Αρη πέσει πάνω της. Το κύμα του στρατού τους
Κιόλας βογγάει το στεριανό. Αυτό λοιπόν συ κάνε
Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Κι άσε  σε μένα τ’ άλλα-
Εγώ πιστό ημεροσκοπό τα μάτια μου θα στήσω
Και θα σου πω τι πράγματι συμβαίνει εξω απ' τα τείχη
Ωστε αυτά γνωρίζοντας ασφαλισμένος νάσαι.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία και γη! Και σεις θεοί πολιούχοι! Κι ω! κατάρα
Μεγαλοδύναμη, ενός πατέρα Ερινύα:
Μη μου ξεθεμελιώσετε σύρριζα, μην αφήστε
Ν 'ρημωθεί ούτε αυτή απ' τους εχθρούς η πόλη
Που γλώσσα έχει Ελληνική, μα ούτε και τα σπίτια
Που τους βωμούς σας έχουνε. Η πόλη αυτή του Κάδμου
Η γη αυτή η ελεύθερη, ποτέ να μην αφήστε
Να πέσει σε ζυγό σκλαβιάς. Βοηθήστε μας. Το κέρδος
Κοινό-η πόλη που ευτυχεί τιμάει τους θεούς της.