Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Η αρχή του «επτά επί θήβας» ανεπεξέργαστη ακόμα. Βλέπω όμως ότι δε θέλει και πολλή επεξεργασία. Τη γνώμη σου.


ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕΠΤΑ ΕΠΙ  ΘΗΒΑΣ



ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λαέ του Κάδμου, όποιος κρατεί της πόλης το τιμόνι
Στεκάμενος με ξάγρυπνα τα μάτια του στην πρύμνη
Πρέπει να λέει ξεκάθαρα τα πράγματα όπως είναι.
Γιατί αν όλα παν καλά,τότε οι Θεοί τα καμαν.
Όμως, αν ο μη γένοιτο μια συφορά θα τύχει
Αν κι ένας ο Ετεοκλής, από μυριάδες όμως
Στόματα τότε πολιτών θ' ακούεται τ'όνομά του
Δεμένο με τους θρήνους τους και με τα μοιρολόγια-
Που από τετοιο ένα κακό ο Δίας ο Σωτήρας
Να μας γλιτώσει όπως δα και τόνομά του λέει-.
Μα τώρα ήρθ' η ώρα σείς, όλοι, από τους νέους
Μέχρι και τους μεσόκοπους, να ανασκουμπωθείτε
Κι ανάλογα τα χρόνια του καθένας να βοηθήσει
Την πόλη μας, και τους βωμούς των θεών της-μη ποτέ τους
Τους λείψουν οι θυσίες τους- και τα παιδιά, κι αυτή μας
Τη μάνα γη, τη λατρευτή τροφό μας. Γιατί εκείνη
Με κόπο σας ανάστησε απ' όταν νήπια ακόμα
Απάνω μπουσουλάγατε στο νιαστικό της χώμα
Κι ασπιδοφόρους της τρανούς σας έκανε πολίτες
Για να της είσαστε πιστοί στη χρεία της ετούτη.
Μέχρι τα τώρα βέβαια οι Θεοί μας ευνοούνε
Γιατί ενώ τόσον καιρό είμαστε κυκλωμένοι
Μπορώ να πω η ζυγαριά πως κλίνει του πολέμου,
Με τη βοήθεια των Θεών, προς το δικό μας μέρος.
Μα όπως μας πληροφορεί ο μάντης που 'ξηγάει
Χωρίς φωτιά, μα με το νου και με τ' αυτί μονάχα
Οσα του λένε τα πουλιά μ' αλάθητη μια τέχνη,
Αυτός λοιπόν, κυρίαρχος των τέτιων μαντεμάτων
Λέει ότι επίθεση μεγάλη ετοιμάζουν
Οι Αχαιοί, κι ότι γι αυτήν απόψε συζητάνε
Και αποφάσεις παίρνουνε για τον αφανισμό μας.
Εμπρός! Ορμήστε όλοι λοιπόν στις πύλες των φρουρίων,
Ριχτείτε αρματόζωστοι στων κάστρων τις επάλξεις,
Γεμίστε τα οχυρώματα, τις πολεμίστρες πιάστε,
Κι απλώστε ρίζες άσειστες στων κάστρων τις εξόδους,
Χωρίς καθόλου των εχθρών το πλήθος να φοβάστε.
Γιατί ο Θεός είναι με μας. Ομως κι εγώ έχω στείλει
Κατάσκοπους κι ανιχνευτές, που ο κόπος τους το ξέρω
Πως δε θα πάει άδικα. Και όταν τους ακούσω
Φόβο δε θάχω στου εχθρού να πέσω την παγίδα.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ετεοκλή, τρισδόξαστε άρχοντα των Καδμείων
Από κει πέρα έρχομαι, απ’ το στρατό, και φέρνω
Μαντάτα σίγουρα. Εγώ τα έχω δει ο ίδιος!
Εφτά είδα πολεμόχαρους ηγέτες του στρατού τους
Ταύρο πα’ σε κατάμαυρη  να σφάζουνε ασπίδα
Και όλοι μέσα στο σφαχτό τα χέρια τους βουτώντας
Στον Αρη να ορκίζονται και στον αιματοπότη
Το Φόβο και στην Ενυώ, ή των Καδμείων την πόλη
Ξεθεμελιώνοντάς τηνε να την εξαφανίσουν
Από το πρόσωπο της γης, ή πάνω πεθαμένοι 
Στο χώμα της να πέσουνε μ' αίμα ποτίζοντάς το.
Και για τους γέρους τους γονείς που άφησαν στο σπίτι
Ενθύμια πάνου κρέμαγαν στου Αδράστου το άρμα
Δακρύζοντας. Μ' αμίλητο εσφίγγονταν το στόμα.
Και φλογομανιζόντανε η ατσάλινη καρδιά τους
Σα λιονταριών που πόλεμος σπιθίζει στη ματιά τους.
Και δε θ' αργήσουν ολα αυτά που είπα να τα δείξουν.
Τους άφησα να ρίχνουνε κλήρους σε ποιάν θα τύχει
Πύλη, καθείς, τους άντρες του εκεί να οδηγήσει.
Γι αυτό λοιπόν συ γρήγορα από τους αρχηγούς μας
Διάλεξε τους καλλίτερους και βάλτους μπρος στις πύλες.
Φτάνει ό,που νάναι ο στρατός πάνοπλος των Αργείων
Σύννεφο σκόνη σκώνοντας. Κι από τα σταγονάφρια
Που άσπρα απ’ των αλόγωνε βγαίνουνε τα πλεμόνια
Ντίζει ο κάμπος. Μα εσύ, άξιος καραβοκύρης
Την πόλη στέριωσε προτού η άγρια καταιγίδα
Του Αρη πέσει πάνω της. Το κύμα του στρατού τους
Κιόλας βογγάει το στεριανό. Αυτό λοιπόν συ κάνε
Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Κι άσε  σε μένα τ’ άλλα-
Εγώ πιστό ημεροσκοπό τα μάτια μου θα στήσω
Και θα σου πω τι πράγματι συμβαίνει εξω απ' τα τείχη
Ωστε αυτά γνωρίζοντας ασφαλισμένος νάσαι.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία και γη! Και σεις θεοί πολιούχοι! Κι ω! κατάρα
Μεγαλοδύναμη, ενός πατέρα Ερινύα:
Μη μου ξεθεμελιώσετε σύρριζα, μην αφήστε
Ν 'ρημωθεί ούτε αυτή απ' τους εχθρούς η πόλη
Που γλώσσα έχει Ελληνική, μα ούτε και τα σπίτια
Που τους βωμούς σας έχουνε. Η πόλη αυτή του Κάδμου
Η γη αυτή η ελεύθερη, ποτέ να μην αφήστε
Να πέσει σε ζυγό σκλαβιάς. Βοηθήστε μας. Το κέρδος
Κοινό-η πόλη που ευτυχεί τιμάει τους θεούς της.