Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Γιωργία άκουσες και είδες τι έγινε με τον Τατούλη και με κάποια Νικολάκου στην Τρίπολη.  Άκουσα και τα είδα κι εγώ μέσα στο κελί μου κλεισμένος-μέσα στο καβούκι μου, πάνω στο ερημονήσι μου .
Τρίπολη. Η πολη των φασιστών, των χιτών, των δοσίλογων, των τραμπούκων, των ταγματασφαλιτών.
Δικαιώνει για μια φορά ακόμα δημοσία την φήμη της.
Κι εγώ, χωμένος ανάμεσα στο γυκαικομάνι των Ικέτιδων του Αισχύλου, βρίσκω ένα λόγο να ξεδώσω λιγάκι από την κόπωση που μου προκάλεσε η επεξεργασία τους πριν δοθούν κι αυτές για τύπωμα, και, πέντε η ώρα το πρωι, ξάγρυπνος και στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι από τις δύο,
σηκώνομαι και σαν διάλειμμα σου σχολιάζω τα περί Τατούλη εν Τριπόλει, εν σωτηρίω έτει 2019 Ιούνιο μήνα.
Αναρωτιόμουν το 2004, εν Τριπόλει ευρισκόμενος τότε λόγω της ανάγκης σκοποδότησης της υπόλοιπης ζωής μου, πού να κατατάξω αυτό το ανέκφραστο πρόσωπο, αυτό το ζόμπι που είχε γεννήσει η πόλη εκείνη και που τότε ήταν «ανερχόμενος» «αστέρας» της «πολιτικής».  Ήταν ένα λουλούδι που μόνο στην πόλη εκείνη μπορούσε να φυτρώσει και να αναπτυχτεί. Ένα ξενόφερτο-από ποια εξωγήινα μάκρη ή από ποια υπόγεια έλη προερχόμενο;- αντικείμενο, ένα υπόδειγμα άξεστου και κακού ρομπότ που είχε τη δυνατότητα να μιλάει ανθρώπινα. Ένας αλλοπαρμένος άλλης μορφής, ένας αιθεροβάμων ενός αντίποδα του ποιητικού ουρανού, ένα σκύβαλο με μορφή ανθρώπου. 
Το 1946 ο πατέρας μου ξυλοφορτώθηκε στην Τρίπολη επειδή ήτανε κουμουνιστής. Εξήντα χρόνια μετά, το 2004,  ξυλοφορτώθηκα εγώ στην Τρίπολη, από έναν νοσοκόμο, έναν οικοδόμο και μια «καθηγήτρια», γιατί είχα γράψει ένα σατιρικό ποίημα.
Φτάνοντας φουριόζος στην Τρίπολη από την Αμερική, ίδρυσα ένα σύλλογο ποιητών στην πόλη. Ό πρόεδρος  του συλλόγου, ο παραπάνω αναφερόμενος οικοδόμος, ονόματι Τάκης, εφάρμοσε λογοκρισία στο σύλλογο ύστερα από την ανάγνωσή μου σ΄αυτόν του γνωστού σου σατιρικού μου (άλλο αυτό από το παραπάνω) «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Αποτέλεσμα η αποχώρησή μου από τον συλλογο. Ο Τάκης, απολογούμενος σε μένα, είπε το αμίμητο ότι δεν ήτανε λογοκρισία αυτό που έκανε, απλώς είπε ότι απαγορεύει να γράφονται τέτοια κείμενα για τον Καραμανλή!
Μέσα σε αυτή την πόλη Γιωργία με βάλανε να ζήσω από έξη έως δέκα οχτώ χρονών. Εκεί έφαγα με το κουτάλι όλη τη στενοκεφαλιά της πόλης. Εκεί άκουγα κρυφά Ελεύθερη Ελλάδα, εκεί έμαθα να φοβάμαι ως και τον ίσκιο μου, εκεί έμαθα να τρομάζω όταν με πλησίαζε κάποιος, εκεί το καρβέλι το ψωμί που μια μερα κουβαλούσα υπό μάλης στό σπίτι βαφτίστηκε νάρκη από έναν συνταγματάρχη, εκεί έμαθα ότι πρέπει ότι κάνω να το κάνω κρυφά από τα  μάτια των ανθρώπων. Αυτά ήταν και η αιτία να κλειστώ έκτοτε και για όλη μου τη ζωή στο καβούκι μου, στο κελί μου, μόνος στο ερημονήσι μου, ρίχνοντας μπουκάλια στο νερό με τη γραφή «Προσοχή!  Ναυαγός. Μην πλησιάζετε!»
Αυτά μου ήρθαν στο νου βλέποντας και ακούγοντας χτες τα περί Τατούλη.
Ας συνεχίσω τις Ικέτιδες, προετοιμάζοντάς τες για έκδοση. Έκδοση που θα την μαθει κι αυτήν όπως και τις προηγούμενες μου μόνον η γειτονιά μου, για να εξακολουθήσει να μου δείχνει την υπόληψή της η μανάβισσά μου προσφωνώντας με «κύριε Χολιαστέ», ο τυπογράφος μου στη γωνία και η βιβλιοδέτριά μου μιας και οι εκδόσεις που γίνονται γνωστές, προϋποθέτουν ευρείες κοινωνικές επαφές, γνωριμίες με πρόσωπα «της πιάτσας», λαδώματα και γλειψίματα. Μα από ένα κελί μέσα μόνο το χέρι σου μπορείς να βγάλεις μισό μέτρο έξω από τα κάγκελα και από το καβούκι σου μόνο να κοιτάξεις στιγμιαία έξω. Μόνο το ερημονήσι δίνει άπλετο το φως της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας όπως εκείνης που αισθάνεσαι όταν, μέρα Χριστουγέννων, περπατάς μόνος στους έρημους δρόμους της πόλης όπου στα σπίτια της μέσα συγκεντρωμένοι άνθρωποι διασκεδάζουν. Μιας άγριας και λυτρωτικής και δικαιώνουσας ελευθερίας. Μιας αίσθησης ότι μπορείς να είσαι διαφορετικός από όλους αυτούς τους ανθρώπους τους χαμένους μέσα σε ψεύτικες χαρές, σε συνενοημένες  αγελοειδείς διασκεδάσεις, σε ένα τίποτα, που μάλιστα κανείς από τους συμμετέχοντες δεν το υποψιαζεται. Και ύστερα από μια τέτοια αίσθηση γυρίζεις στο σπίτι, κάθεσαι στην καρέκλα με τον κομπιούτερ στα γόνατα και, απνευστί γράφεις μέσα σε τρεις ώρες που ούτε ξέρεις ότι πέρασαν, τον «Βιασμό».  Κι ας ήτανε αυτή η πόλη η Τρίπολη, ή κι ίσως επειδή ακριβώς αυτή η πόλη ήτανε.
Εκδόσεις χαμένες λοιπόν. Όχι εντελώς όμως. Τον «Καραϊσκάκη» ας πούμε, θα τον δώσω (σε δυο μέρες θα έχω το πρώτο βιβλίο του έτοιμο κοντά μου) στο κορίτσι με το οποίο είμαι ερωτευμένος αυτές τις μέρες. Τώρα τι θα σκεφτεί ένα κορίτσι που ούτε ξέρει πως υπάρχω, όταν πάρει στα χέρια του δυο τόμους ενός έργου για έναν ήρωα που ίσως και να μην έχει ακούσει ποτέ το όνομά του και που στην πρωτη λευκή του σελίδα έχει την αφιέρωση «Στην τάδε (μια στιγμή πριν το γράψω θα ρωτήσω το όνομά της), το πιο όμορφο, σεμνό και ευγενικό κορίτσι της πόλης», δεμ το ξέρω. Ξέρω όμως ότι όταν χτυπάει το κουδούνι εγώ θα περιμένω να το χτυπάει αυτή, ότι κάθε τηλεφώνημα ίσως είναι από κείνην, πως τέλος όλη η ζωή μου για πολλές μέρες μετά θα εξουσιάζεται από κείνην και από την πολύ πιθανή ξαφνική της εμφάνιση μπροστά μου και με όσα θα την επακολουθήσουν. Είναι βλέπεις και που ετούτο τον καιρό έχω μείνει χωρίς γυναίκα. Η Μόνικα είναι έγκυος και ψάχνει να βρει τίνος είναι το παιδί,  η Λώρη ανακάλυψε ότι έχει έιτζ και όλο κλαίει, η Πωλίνα τσακώθηκε με τα παιδιά της και γυρίζει από ψυχίατρο σε ψυχίατρο για να καλμάρει.
Γιωργία μου, πέρασε μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα. Έχει κιόλας βγει ο ήλιος.
Γεια σου, τα λέμε.
Ποιος άλλος;