Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

ΤΑΛΙΜΠΑΝ.
Είναι από τις λίγες φορές που συντάσσομαι με τα δυτικές δημοκρατίες που ανησυχούν για την τύχη των κοριτσιών και των γυναικών του Αφγανιστάν. Των κοριτσιών που δεν θα πάνε στο σχολείο, και των γυναικών που δεν θα μπορούν να δουλέψουν.
Αν τα κορίτσια δεν πάνε στο σχολείο, πώς θα μάθουνε να διαβάζουν τα περιοδικά μόδας, πώς θα εξοικειωθούν με τις Μεγάλες Αλήθειες που συνιστούν τις Δημοκρατίες, ότι ας πούμε πως για να αποκτήσουν όσα διαφημίζονται στα Μέσα Μαζικής Διαφήμισης θα πρέπει να πουλήσουν το κορμί τους, ότι είκοσι πέντε χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα από πείνα στον κόσμο, πώς θα μάθουν ότι τα παιδιά κάνουν ότι θέλουν σήμερα στην οικουμένη και ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους στερήσει αυτό το δικαίωμα ατιμωρητί, ότι αν τους δώσει μια ξυλιά ο πατέρας ή η μητέρα τους μπορούν με ένα τηλεφώνημα να τους στείλουν στη φυλακή, ότι έχουν το δικαίωμα να κάθονται μπρος στην κοπέλα του φαστφουντάδικου για όσην ώρα επιθυμούν ζητώντας να μάθουν πριν αποφασίσουν τι θα παραγγείλουν τι έχει μέσα η σάλτσα που συνοδεύει το τάδε φαγητό, τι σχήμα ακριβώς έχουν τα ζυμαρικά που χρησιμοποιούνται στο δίπλα αναγραφόμενο μενού, ποιο φαγητό από όλα συνοδεύονται με δωράκια τυλιγμένα στο πλαστικό αυγό, τι έχει μέσα κάθε αυγό, και πολλά άλλα τέτοια, ενώ η μαμά και ο μπαμπάς τους προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε όλες τις απορίες του, τη στιγμή που πίσω τους δέκα πέντε άνθρωποι περιμένουν τη σειρά τους να παραγγείλουν το φαγητό τους.
Πώς θα μάθουν πώς να ντύνονται προκλητικά, πώς να μαλώνουν με τα άλλα κορίτσια για το ποια έχει το τελευταίας μόδας κινητό τηλέφωνο και τον πιο όμορφο «γκόμενο», πώς από την τελευταία τάξη του δημοτικού θα παίζουν τον έρωτα μέσα στα καμπινέ του σχολείου στα διαλείμματα;
Και το χειρότερο είναι ότι μη πηγαίνοντας θα μάθουν να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού και πώς να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Ως για τις γυναίκες που δεν θα εργάζονται, τρομερό! Να μαγειρεύουν! Φρίκη. Να ξεσκονίζουν, να σκουπίζουν, να πλένουν πιάτα,,, Τι ανατριχίλα! Τι αποτροπιασμός! Τι αηδία!
Μα το κυριότερο δεν θα μπορούν να αλλάζουν φίλο κάθε τόσο! Και πια τέρμα η ευτυχία.
Να γιατί με νοιάζει η κυριαρχία των Ταλιμπάν: χαλάει την τάξη του κόσμου μας!
 

Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

Ποιος φταίει για την κατάσταση ου δημιούργησαν οι πυρκαγιές;
Φταίει η μοίρα των ελλήνων.
Φταίει η Φύση που τους έφτιαξε έτσι-με τέτια μυαλά, με τέτιες νοοτροπίες, έτσι ανώριμους, έτσι τεμπέληδες, έτσι ανήμπορους να φτιάξουν κάτι μόνοι τους, έτσι λογάδες, έτσι κουτοπόνηρους.
Όποιος κι αν έγινε πρωθυουργός από τότε που ιδρύθηκε το καταραμένο κράτος μας, ούτε ήθελε να φτιάξει κάτι καλό, ούτε μορούσε. Κοίταζε μόνο να ικανοποιεί τους φίλους του για να τον ξαναψηφίσουν.
Όλοι οι πρωθυπουργοί το ίδιο.
Και όλοι οι αρχηγοί της αξιωματικής και όποιας άλλης αντιπολίτευσης. Κοίταζαν όλοι τους πώς να ρίξουν τον πρωθυπουργό για να διεκδικήσουν αυτοί  την πρωθυπουργία ή για να αυξήσουν τις ψήφους τους.
Παράδειγμα οι δύο σημερινοό πολιτικοί αρχηγοί:ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας.
Οι Μητσοτάκηδες (Κώστας και Κυριακος) ήταν ο πρώτος και είναι ο Κυριάκος, οι δυο πρωθυπουργοι που θα μπορούσαν να αλλάξουντην Ελλάδα προς το καλλίτερο.
Δεν τόλμησην όμως να αγνοήσουν την εκάστοτε αντιπολίτευση, ούτε και να σκοτώσουντο θηρίο της γφαφειοκρατίας.
Φοβήθηκαν τις αντιδράσεις και των δύο και συνέχισαν την άνευρη και καταστροφική πορεία όλων των μέχρι σημερα πρωθυουργών.
Ναι, ο σημερινός Μητσοτάκης, φοβάται τον Τσίπρα.  
Και έτσι θα πηγαίνει το πράγμα ώσπου να έρθει ο Μεγάλος, που θα βάλει τους έλληνες να αντιμετωπίσουν τη μοόρα τους και ή να διορθωθούν ή να αφανιστουνε. Στο μεταξύ θα γιορτάζουμε ανάξιες επετείους, θα συνεχίουμε να ονομάζουμε Πολιτισμό τα καραγκιοζίστικα «δρώμενα», θα λέμε Παιδεία την αμορφωσιά μας, θα λέμε Υγεία την αρρώστια μας, θα λέμε ένοπλες δυνάμεις την ανημπόρια μας, θα ζητάμε τα «μάρμαρα» πίσω αφού όποιος φωνάζει γι αυτά θεωρείται από τους χαχολους ότι ενδιαφέρεται για τη χώρα, θα κλέβουμε στη ζυγαριά, στο Δημόσιο, στην Εφορία, στη Βουλή, θα μαλώνουμε ποιος να πρωτογιαλίσει τα παπούτσια της Μέρκελ ή του εκάστοτε πλανητάρχη, θα σκύβουμε το κεφάλι μπρος στον Ερντογκάν, θα λέμε χρυσάφι τον τενεκέ.
Δύο τραγικά παραδείγματα της παραπάνω κατάστασης είναι ο Τσίπρας και ο Δένδιας.
Ο Τσίπρας.  
Αυτός ο χαοχαρούμενος μπεμές που «κυβέρνησε» την Ελλάδα, και τώρα είναι αρχηγός  της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ένας ρεμπεσκές που τον βάλανε αρχηγό στο κόμμα μήπως τραβήει τις ψήφους των γυναικών.
Ένας ηλίθιος που είχε διπλα του μερικά σαϊνια της πολιτικής, που τον «βοήθησαν» να «κυβερνήσει.»
Ένας άσχετος πολιτικός που έγινε πιόνι στα χέρια της Μέρκελ και των μαγάλων κεφαλιών της Ευρώπης, ένας καραγκιόζης που  γελούσε μαζί του η υφήλιος.
Ένας χεσμένος που χαζογελούσε σαν πουτανίτσα μπροστά σε έναν αγέρωχο και ισχυρό Ερντογκάν.
Αυτός είναι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης σήμερα στην Ελλάδα.
Και απ’ αυτόνε περιμένουν κάτι καλό μερικοί που, επειδή δεν είχουν πού αλλού να στραφούν, στράφηκαν προς τον πρώτο που δηλώνει αριστερός (τρομάρα του).
Αυτός ο  Τσίπρας, Αρχηγός της Αντιπολίτευσης!..
Που όταν μιλάει όντας όρθιος, νιώθωντας υποσυνείδητα την μικρότητά του, αναπηδάει πολλές φορές, θέλοντας να κερδίσει έστω και τέτιο λίγο ύψος.  
 Που για να δείξει σιβαρότητα και έγνοια όταν μιλάει, ζαρώνει εμφανώς φτιαχτά το μέτωπό του.
Που θεωρεί ότι κουνώντας τα χέρια του δείχνει μια συνέπεια έργων και πράξεων, μόνο που τα χέρια του κινούνται πριν ή μετά από την πρόταση που θέλουν να υπογραμμίσουν.
Που έχει ένα ύφος κακομοίρικο που με δυσκολία κι αυτό το συντηρεί.
Που γελάει χαζοχαρούμενα όταν ο συνομιλητής του τον δυσκολεύει.
Που όλη του η εικόνα δείχνει έναν άνθρωπο-βουτυρομπεμπέ που τον πέταξαν ξαφνικά μέσα σε ένα εργοστάσιο και τα έχει χαμένα.
. Που και να μην το έβλεπε κανείς από το φέρσιμό του, αρκεί να δει το σαρκώδες κατω χείλος του, που άπληστο σαν φαράσι προβάλλει, ώστε να μην ξεφύγει ούτε ένα ψίχουλο από όσα τον ταϊζουνε και τρώει.

Και ο Δένδιας.
Ο υπουργός εξωτερικών μας.
Που έχει πάρει στα σοβαρά το ρόλο του  και δεν βλέπει τις κλωστέςπου κινούν τα χέρια και τα πόδια του και το ηλεκτρόδιο που του δίνει εντολές για κάθε λόγο και κάθε του ενέργεια.
Που κάνει τσάρκες σε διάφορες χώρες κορδωμένος, έχοντας τη γνώμη ότι καθορίζει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.
Και που με αυτά που είπε μπροστά στον Ερντογκάν, θεωρεί ότι «τα είπε έξω από τα δόντια».
Και που, ο ηλίθος, νομίζει ότι «έβαλε τα γυαλιά» και κατατρόπωσε την υπ’ αριθμόν δύο Διπλωματία της γης.

Και όλα αυτά αφού πριν είχε δηλώσει υποταγή στον Σουλτάνο, υποκλινόμενος μπροστά του δουλικά.
 

 

    ΕΙΔΗΣΟΥΛΕΣ

 

Η κυρία που λέει τις ειδήσεις στο «ΑΛΦΑ», προειδοποίησε σήμερα ότι δεν πρέπει να μπαίνουμε σε ανσασέρ σε περίπτωση σεοσμού.

*

Πολλοί πελαργοί πέθαναν ή τραυματίστηκαν σοβαρά λόγω των πυρκαγιών.

Ήμαστε που ήμαστε λίγοι, τώρα κι αυτό…

*

Σκάνδαλο ή τυχαίο γεγονός; Κάηκαν σπίτια μόνον ανεμβολίαστων!

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

ΚΑΜΑΚΙ

-Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα πλουμιστή
έλα δίπλα μου και στάσου-
σε ποθώ-σε θέλω-βιάσου.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικα βρωμιάρη-φτου-
πώς μπορεί μια πεταλούδα
να φιλεί σου τη μουσούδα;

-Και τι έχω το στραβό
όπου τόσο σ'  απωθώ;
-Είσαι γκρίζος. Εγώ λάμπω
και στολίδι είμαι στον κάμπο.

-Κι εγώ πάντα τραγουδώ.
Το βιολί μου έχω εδώ
και τον κόσμο ξετρελαίνω
στα μεράκια όταν μπαίνω.

-Όλο τρέχω και πετώ
και δε στέκω ούτε λεφτό.
Συ συνέχεια τεμπελιάζεις-
δε σου μοιάζω-δε μου μοιάζεις.

-Είμαι  εγώ τραγουδιστής
είσαι εσύ ο χορευτής-
απ’ των δυο μας την παρέα
τι θα ταίριαζε πιο ωραία;

-Ω!  Αταίριαστοι πολύ
’μεις οι δυο: εγώ έχω βγει
από άσπρο ένα κουκούλι.
Συ θα το 'χεις για κιβούρι.

-Όμοια ειν'  τα δυο αυτά:
η ζωή όταν τελευτά
ή δεν έχει ακόμα  αρχίσει
πράγμα ίδιο για τη φύση.

-Μία φλόγα εγώ ζητώ
για να πέσω να καώ.
Τζιτζικάκι μου καημένο
μόνο αυτό σε κάνει ξένο…

-Μια φορά εσύ αν καείς
η φωτιά μου συνεχής.
Αχ!  με καίει κάθε ματιά σου
πιο πολύ από τη φωτιά σου.

Τζι τζι τζι και τζι τζι τζι
πεταλούδα μου ακριβή
έλα σβήσε το καμίνι
που από σε μονάχα σβήνει.

-Φρου φρου φρου και φρου φρου φρου
τζίτζικά μου έρχομαι  εφτού-
α!  με σένα είμαι ίδια
σα μου βγάλεις τα στολίδια.   
 

 ΚΑΙ ΠΙΑ

Και πια θα έρθει η ώρα να πεθάνω
χωρίς όλα τα έργα να 'χω δει
χωρίς να 'χω γνωρίσει τη χλιδή
χωρίς αυτά που ήθελα να κάνω.

Χωρίς να έχω γράψει όσα μπορούσα
χωρίς να έχω πάει στον Καναδά
χωρίς να μάθω τ' είναι τα νωδά
χωρίς να έχω ζήσει όσο ζούσα.

Και πια θα έρθει η ώρα να πεθάνω
και πια θα έρθει η ώρα... και λοιπόν;
Θα λεν όλοι για μένα τότε "απών"
και δε θ' ακούω σα θα παίζουν πιάνο.

                         -----

ΤΟ ΔΙΑΛΕΧΤΟ

Κάθε ημέρα σε ακώ
γλυκιά γειτόνισσά μου
σ' ένα παιδί που 'χεις μικρό
να λες: "Έλα κοντά μου…

πες μου μωρό μου, μ' αγαπάς;
φάε όλο το φαγάκι…"
και λιγωμένα του ζητάς
"ω! δος μου ένα φιλάκι!"

Φαίνεται εκείνο δυστροπεί
μα πείσμα το 'χεις βάλει
και μετά σύντομη σιωπή
τα ίδια αρχίζεις πάλι.

Αχ! τρυφερέ μου εσύ καημέ
αφού αυτό δε θέλει
δε δοκιμάζεις και σ' εμέ
το διαλεχτό σου μέλι;

Είμαι υπάκουος-θα δεις
τρώω όλο το φαγάκι
το "σ' αγαπώ" θα βαρεθείς
κι αν πεις και για φιλάκι...

"ΟΙ ΓΑΤΕΣ"

\Θέατρο. Διάλειμμα."ΟΙ ΓΑΤΕΣ".
Πάω να πιω μια κόκα κόλα.
Ειν' τα καθίσματα άδεια όλα
κι οι τουαλέτες ειν' γεμάτες.

Κι ενώ οι άντρες τελειώνουν
ως να μετρήσεις μέχρι τρία,
στα καμπινέ τα γυναικεία
ουρές ατέλειωτες πυκνώνουν.

Έτσι οι γυναίκες-είναι δήλα-
πάνω τους πρέπει να ουρήσουν
κι όταν στις θέσεις τους γυρίζουν
μυρίζει η σάλα κατουρλίλα.
 

ΒΑΡΗΚΟΪΑ…

Ένα ζευγάρι ηλικιωμένο.
Εκείνος σκύβει προς αυτή
κι εκείνη μ' ύφος οργισμένο
του ξεφωνίζει μες στ' αυτί.

"Τ' είπες;" ρωτάει πάλι ο γέρος
κι αυτή για τέταρτη φορά
μες στου αυτιού το μέσα μέρος
τα ίδια λόγια του ιστορά.

Με περηφάνεια το σκυμμένο
κεφάλι ορθώνει τότε αυτός
και σκούζει μ' ύφος οργισμένο:
¨σιγά, δεν είμαι και κουφός.."
 

 ΞΕΡΩ ΚΑΠΟΙΟΝ

Ξέρω κάποιον που όπου πάει
τα παπούτσια μου φορά
και τα ρούχα μου ταιριάζει
σα θα βγει κάθε φορά.

Είναι πράος -είμαι οργίλος
είναι ξύπνιος ειμ' αργός
γίνομαι εύκολα εγώ φίλος
μ' όλους κείνος είναι εχθρός.

Το ταγκό εγώ χορεύω
του αρέσει αυτού το ροκ
ροκοκό εγώ διαλέγω
κείνος θέλει το μπαρόκ.

Για γυναίκες αν ρωτήσεις
του αρέσουν οι ξανθές'
κι οι δικές μου προτιμήσεις;
προτιμώ μελαχρινές.

Δε θα μ' ένοιαζε για κείνον
πώς περνάει και πώς ζει
στην οδό Ακανθοκρίνων
αν δε μέναμε μαζί

κι αν δεν είχαμε το ίδιο
να μοιράζουμε ποτό
κι αν δεν είχαμε μερίδιο
απ' το ίδιο φαγητό.

Ξέρω κάποιον που όπου πάει
τα παπούτσια μου φορά
και τα ρούχα μου ταιριάζει
σα θα βγει κάθε φορά.

ΕΠΕΙΔΗ ΟΛΟΙ

Επειδή όλοι εδώ πέρα
συζητάνε για λεφτά
είπα να 'βρω μια γυναίκα
να μη νοιάζεται γι αυτά.

Και τη βρήκα. Κι είν' αλήθεια
για λεφτά παρά δε δίνει-
δυο δολάρια όταν είδε:
"τ' είν' αυτά;" μου είπε εκείνη.

Την παντρεύτηκα εν τάχει
και της είπα τι χαρά
είχα νιώσει όταν είδα
που αψηφούσε τον παρά.

Και μου είπε αυτή: "Βεβαίως'
τ' είναι σήμερα δυο μπάξις;
δεν μπορείς ούτε μια πέτρα
στο τσακμάκι σου ν' αλλάξεις..."
 

ΤΙ ΚΑΛΑ ΘΑ 'ΤΑΝ

Τι καλά θα 'ταν ο κόσμος
η γυναίκα αν κάθε γένους
φέρονταν στο σύζυγό της
όπως φέρεται στους ξένους!

Και στους ξένους αν φερόνταν-
τέτοιο αν ήταν το μυαλό της-
όπως τώρα για αιώνες
φέρεται στο σύζυγό της...

Όταν κείνος της μιλούσε
να τον κοίταζε στα μάτια
και το βλέμμα της σε σπάνια
να τον έμπαζε παλάτια.

Σα μπροστά του εμφανιζόταν
να 'τανε σεμνά ντυμένη
σαν η μόνη-σαν η πρώτη
σαν η πάντα ερωτευμένη.

Να του μίλαγε με γλύκα
κι όταν κάτι της ζητούσε
δίχως να σκεφτεί καθόλου
"ναι" μονάχα ν' απαντούσε.

Γελαστή πάντοτε να 'ταν
και ποτέ αδιαφορία
ή οργή το πρόσωπό της
να μη σκίαζε καμία.

Η ευγένεια και η γλύκα
να 'δεναν στο φέρσιμό της-
δηλαδή με λόγια δύο
θηλυκός να 'ταν ιππότης.

Κι αν τ΄ αδύνατα ζητάω
όμως μ' όλα τα δικά της
έτσι και σε κείνον μόνο
να 'δινε τον έρωτά της.

Τι καλά θα 'ταν ο κόσμος
η γυναίκα αν κάθε γένους
έδινε στο σύζυγό της
ό,τι σπαταλάει στους ξένους!
 

 ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Στο καφενείο καθισμένος
δύο ζευγάρια απέναντί μου.
Τι θα γινόταν τάχα όταν-
αν το 'χα αυτό στη μπόρεσή μου

το δαχτυλάκι μου κουνώντας
τους άντρες άλλαζα αμοιβαίως;
Δεν είναι δύσκολο να ξέρω:
όταν στη γριά πήγαινε ο νέος

θα καλοδέχονταν εκείνη
την αλλαγή και θ' απαιτούσε
χαρά γεμάτη κι ευτυχία
το πράγμα αυτό να διαρκούσε.

Η νέα τώρα με το γέρο
θα εξαρτούσε από το χρήμα
ποιο-προσεγμένα καμωμένο-
το επόμενό της θα 'ταν βήμα.

 ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Αφού δε σε αφήνουνε οι δικοί σου να με δεις
στη ράχη της γατούλας σου έδεσα ένα γράμμα
να σου το φέρει. Πες αν θες πως είμαι αναιδής
μα πια δεν έλπιζα παρά μονάχα σ' ένα θάμα.

Τώρα κι εγώ δεν ξέρω τι το 'πιασε το γατί
κι αντί να 'ρθεί στο σπίτι σου πήγε σε σπίτι άλλο
κι αντί να 'ρθεί σε σένανε το γράμμα που κρατεί
στα χέρια εκείνου έπεσε που 'χει τον παπαγάλο.

Κι ο παπαγάλος έπιασε-το άτιμο πουλί
και στη μαμά σου πρόφτασε πως σ' έχω φιλημένη.
Πες της μωρό μου σα βαρεί να μη βαρεί πολύ
και να μην είναι άλλη φορά η σανίδα της βρεγμένη.

 ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ

Ο προπάππος μας Αδάμ
και η προγιαγιά μας Εύα
τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ
και καθόλου δε δουλεύαν.

Ξάπλα βράδυ και πρωί
ζούσαν όμορφη ζωή.
Δίχως κόπους και ιδρώτα
πέρναγαν ζωή και κότα.

Και δεν πλήρωναν ΟTΕ
δεν πληρώναν εφορία
κι ούτε είχανε ποτέ
με τα μπίλια φασαρία-

με αγγέλους συντροφιά
και με το θεό παρέα
όλα ήτανε καλά
κι όλα ήτανε ωραία.

Ώσπου η Εύα βιαστική
στον Αδάμ πάει μια μέρα
που τον φρέσκο του εκεί
κάπου έπαιρνε αέρα,

και κραδαίνοντας σφιχτά
μες στο χέρι ένα ξύλο
στο κεφάλι τον χτυπά
και του λέει: «θέλω μήλο!»

«Βρε καλή μου-βρε χρυσή
τι κουβέντα είν' αυτή
κι έτσι άξαφνα πώς σου 'ρθε;
κι από ποιόνε; κι από πούθε;

ξέρεις τι ο κραταιός
μας εδιάταξε ο θεός:
τ' άλλα δέντρα να τρυγάμε
αλλά μήλο να μη φάμε».

«Ξέρω τι μας έχει πει
μα εγώ έμαθα ακόμα
το γιατί τέτοια εντολή
του 'χει βγει από το στόμα-

είναι γιατί αν γευτούμε
από κείνο τον καρπό
σαν και κείνον θα γινούμε-
δηλαδή θεοί: γι αυτό!».

«Τι ιδέα μα το ναι,
ποιος σου το 'πε αυτό μωρέ;
ζώο θα 'λεγα πως θα 'ναι'
μα τα ζώα δε μιλάνε...»

«Να που έγινε κι αυτό
και μου μίλησε ένα ήδη-
το μεγάλο μυστικό
μου το σφύριξε το φίδι».

«Τι απρόσμενο κακό
είναι τούτο που ακώ!
ένα φίδι να τολμάει
στους ανθρώπους να μιλάει...

και γιατί παρακαλώ;
για να βάλει στο μυαλό
μιας κουτής όπως εσένα
λόγια ψεύτικα ένα ένα...

τι θα γίνω εγώ με σε;
ρε Ευάκι άκου και ’μέ-
ο θεός όταν το μάθει
θα μας δώσει χίλια πάθη..»

«Συ θα πεις εμέ κουτή;
άρπα' τη λοιπόν κι αυτή!»
και το ξύλο που κρατάει
στο κεφάλι του το σπάει.

«Και να ξέρεις-μήλο εγώ
θες δε θέλεις θα γευτώ:
στο μυαλό μου ό,τι βάνω
δε 'συχάζω αν δεν το κάνω!

όμως συ ’σαι ο κουτός
γιατί ακόμα κι αν ο θεός
θέλει να μας τιμωρήσει
γι αυτό που 'χουμε τολμήσει

δε θα το μπορεί αφού
θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»
«Τι ξερό κεφάλι! φτου!
Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»

Έτσι είπε ο φτωχός.
Όμως έφαγε κι αυτός.
Κι ο θεός απ' το πανώριο
τους κυνήγησε φυτώριο.

Η συνέχεια είναι γνωστή:
μια ζωή μόχθου μεστή
και ταλαιπωριών περνούνε
έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.

Κι από τότε όλες κρατάνε
οι γυναίκες ένα ξύλο
και τους άντρες τους χτυπάνε.
Κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.

                   -----

Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Βρίσκομαι στο αεροδρόμιο. Μπαίνω στο καφέ του. Βλέπω τον γάλλο ποιητή Ελβυτέρ μόνον του σε ένα τραπεζάκι.
Τον πλησιάζω.
-Κύριε Ελβυτέρ, μου επιτρέπετε;
-Παρακαλώ.
-Είμαι δημοσιογράφος. Θα μπορούσα να σας ρωτήσω μερικά πράγματα;
-Φίλε μου από λεφτό σε λεφτό φεύγει το αεροπλάνο μου.
-Ως τότε λοιπόν. Κύριε Ελβυτέρ είστε ένας αναγνωρισμένος ποιητής. Έχω εδώ το νεότερο βιβλίο σας που έχει τον τίτλο «Τα πουλιά της νύχτας» και που όπως μαθαίνω έχει γίνει ανάρπαστο…
-Πράγματι έτσι είναι.
- Ο Ελύτης εχει πει οτι «οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι.» Σε ποια κατηγορία κατατάσσετε τον εαυτό σας;
-Δεν έχω κατηγορίες στις οποίες να κατατάσσω τους ποιητές. Επομένως δεν μπορώ να κατατάξω σε κάποια κατηγορία και τον εαυτό μου.
Όταν διαβάζω ένα ποίημα, δικό μου ή ξένο, αρκούμαι να λέω στον εαυτό μου «αυτό το ποίημα μου άρεσε» ή «αυτό το ποίημα δεν μου άρεσε».
-Από τους μεγάλους ποιητές ποιον ξεχωρίζετε; Και είχατε κάποτε κάποιον ποιητή σαν πρότυπό σας για να γράψετε;
-Δεν ξεχωρίζω ποιητές. Κάθε ένας που γράφει ποίηση είναι για μένα ποιητής.
Δεν υπάρχουν εργαλεία για την μέτρηση της μεγαλοσύνης ενός ποιητή ή της ποίησής του. Εκτός αν εννοείτε μεγάλους τους ποιητές που τους διαβάζουν πολλοί άνθρωποι. Όμως αυτό δεν είναι κριτήριο μεγαλοσύνης του ποιητή. Είναι κριτήριο της τάσης μιας εποχής, του επιπέδου καλλιέργειας των ανθρώπων μιας εποχής ή μιας κοινωνικής τάξεως, και ούτω καθεξής.  
Οι άνθρωποι γράφουν ποιήματα. Που θα πει ότι γράφουν για ό,τι τους συναρπάζει, τους απασχολεί ή τους συγκινεί.
Όλο αυτό είναι ποίηση. Αν είναι μεγάλη ή μικρή κανένας δεν μπορεί να το πει, και ότι και αν πει σχετικά, θα είναι αδιάφορο έως ανώφελο.
-Βέβαια είναι μια άποψη. Νομίζετε όμως ότι ο ποιητής πρέπει να εκφράζει την εποχή του ή όχι;
-Ο ποιητής εκφράζει τον εαυτό του.
Αν η κοινωνία κρίνει ότι την εκφράζει ο τάδε ή ο δείνα ποιητής, αυτό δεν ενδιαφέρει τον ποιητή.
-Ο Αριστοφάνης λέει ότι τα παιδιά τα εκπαιδεύουν οι δάσκαλοι και τους ενήλικους οι ποιητές. Συμφωνείτε με αυτό;
-Με φέρνετε αντιμέτωπο με τον Αριστοφάνη. Όμως πρέπει να πω αυτό που νομίζω. Η ποίηση δεν εκπαιδεύει. Ευφραίνει ίσως, θαυμάζεται ίσως, όμως δεν νομίζω ότι, στους νεότερους αιώνες τουλάχιστον, διδάσκει.
Η ποίηση είναι ένα άλλο είδος γραπτού λόγου.
Μάλιστα όχι μόνον η ποίηση δεν διδάσκει, αλλά και αν κάποιος χρησιμοποιήσει τα βιβλία, είτε της ποίησης είτε του πεζού λόγου για να αποκτήσει γνώμονα ή τρόπο ζωής, εγκληματεί κατά της ανθρωπιάς του.
Τα βιβλία δεν ανοίγουν ορίζοντες όπως γενικώς θεωρείται. Μάλλον τους κλείνουν.
-Πώς το εννοείτε αυτό;
-Αν κάποιος διαβάσει πέντε ή δέκα βιβλία, και περιμένει να «διδαχτεί» από αυτά, θα διδαχτεί λίγα μόνον πράγματα, και η ζωή του θα στραφεί προς μία κατεύθυνση-εκείνη που του υπέδειξαν τα βιβλία που διάβασε. Όμως υπάρχουν πάρα πάρα πολλά άλλα βιβλία που δεν θέλησε ή που δεν πρόλαβε να διαβάσει, και πάρα πάρα πολλοί άλλοι δρόμοι εκτός από εκείνον που του υπέδειξαν όσα βιβλία διάβασε. Έτσι περιορίζει τους πνευματικούς ορίζοντές του σε όσα του έδωσαν τα λίγα βιβλία που έτυχε ή του υποδείχτηκαν να διαβάσει, και ίσως ήδη έχει «διδαχτεί» στραβά από αυτά.
Γι αυτό είμαι κατά των βιβλίων και της ανάγνωσής τους.
Τα βιβλία βλάπτουν την ανθρωπότητα.
-Όταν κάποιος επιλέγει βιβλία που κατά γενικήν ομολογία είναι εμπνευσμένα και οδηγούν προς το καλό τους ανθρώπους, βιβλία που ίσως και να έχουν διαβαστεί από πολλές γενιές ανθρώπων, θεωρείτε ότι και αυτά τα βιβλία μπορεί να βλάφτουν τους ανθρώπους;
-Αναμφισβήτητα τους βλάπτουν. Γιατί διαιωνίζουν βολικές καταστάσεις και καθιερώνουν πρακτικές δια μέσου των αιώνων, καθηλώνοντας έτσι τους ανθρώπους στα πεπατημένα, και φράζοντάς τους το δρόμο για πρόοδο. Φυλακίζουν το πνεύμα τους στα σίδερα που έχουν χτιστεί από παλιά, από κείνους που έχουν γαλουχηθεί με τα ίδια αναγνώσματα, όσο καλά και αν θεωρούνται αυτά.
Είπατε ότι μερικά βιβλία οδηγούν προς το καλό τους ανθρώπους. Όμως αγαπητέ κύριε ποιος ορίζει τι είναι «καλό» και τι είναι «κακό»;
Το καλό τώρα, μετά από λίγο μπορεί να είναι κακό. Τα καλό για σας μπορεί να είναι κακό για κάποιον άλλο, και το αντίθετο.
-Ο Καρυωτάκης, ένας από τους μεγάλους δικούς μας ποιητές, είπε ότι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε. Συμφωνείτε με αυτόν τον ορισμό για την ποίηση;
-Μου αρέσει η ποίηση του Καρυωτάκη.
Ο Καρυωτάκης πονούσε.
Και μετρίαζε τον πόνο του με την ποίηση.
Αν είχε χαρά αντί για πόνο, δεν θα έγραφε. Με την έννοια αυτή είναι που φθονούσε την ποίηση.
Γιατί ήταν ο άλλος πόλος γι αυτόν, ήταν κάτι απαραίτητο αν ήθελε να επιζήσει (όσο επέζησε και μ’ αυτήν).
Ήταν η δουλεία του.
Κάτι που υποχρεωνόταν να κάνει.
Και που έκανε τέλεια-όσο μεγάλος ήταν ο πόνος του,τόσο μεγαλη είναι και η ποίησή του.
Ναι, συμφωνώ με αυτό.
-Μιλήσατε για πόνο και χαρά. Πιστεύετε ότι η ποίηση, είναι πηγή χαράς για τους ανθρώπους;
-Η χαρά είναι βάρβαρο συναίσθημα.
Όταν κάποιος χαίρεται, κάποιος άλλος λυπάται.  
Αν η Τυχαιότητα είναι ο Δημιουργός Νους της ανθρωπότητας, αυτός θα πρέπει να είναι ένας διεστραμμένος, με τα ανθρώπινα μέτρα, Νους.
Η  ποίηση από τη φύση της δεν δίνει χαρά. Σκοπός της είναι να είναι όμορφη, ώστε όντας υποφερτή να μην απορρίπτεται, για να μπορεί έτσι να περνάει τον πόνο στους θαυμαστές της-δηλαδή στους ανθρώπους.
-Έχω να σας παρατηρήσω ότι αν και έχετε τη γνώμη ότι τα βιβλία βλάπτουν, όμως γράφετε…
-Είναι το μόνο κοινό που έχω με τον Καρυωτάκη. Αν δεν έγραφα, δεν θα ήμουν εδώ απαντώντας στις ερωτήσεις σας ενώ περίμενα το αεροπλάνο.
(Μεγάφωνο: παρακαλούνται οι επιβάτες της πτήσης 138Β της  AIR FRANCE να προσέλθουν στον έλεγχο των εισιτηρίων.)
Όμως συγχωρήστε με, πρέπει να πηγαίνω.
-Καλό σας ταξίδι κύριε Ελβυτέρ.
-Ευχαριστώ. Καλή σας μέρα.
                    
                         ---------
 

(Προσωρινή στρατοπέδευση του Άρη στο βουνό)

ΘΥΕΛΛΑ
(μόνη)
Πάει η Αθηνα,Χάθηκε μες απ' τα χέρια μας.Με γύρω γύρω της αντάρτες μας,και με μέσα της δικούς μας ανθρώπους έτοιμους να κινηθούνε στο πρώτο σφύριγμα, και την αφήσαμε την Αθήνα να χαθεί γιατί έτσι τόθελε ο Σιάντος ο προδότης.Και τώρα όμως μπορούμε να νικήσουμε αν κινηθούμε όπως πρέπει.Οι Αγγλοι δεν μπορούνε να ρίξουνε πολλές δυνάμεις ακόμα μέσα στην Αθήνα,και το κύριο σώμα του στρατού μας είναι ακόμα ανέπαφο.Μπορούνε να διορθωθούνε όλα και τώρα ακόμα.' Ισως με μεγαλύτερες θυσίες,όμως μπορούνε.Μπορούμε να κυκλώσουμε την Αθήνα και να την πάρουμε μέσα σε πέντε μέρες.Ο κόσμος της λίγο μόνο θέλει να δει από μας για να ξεσηκωθεί.Και όταν πάρουμε την Αθήνα πάλι,τότε όλα είναι και πάλι όπως πριν ωραία και καλά,και οι ελπίδες μας για λεφτεριά στην Ελλάδα πάλι φτερωμένες. Θα τολμήσει όμως ο ' Αρης;Θα αψηφήσει τους Σιάντους και τους Ιωαννίδηδες ή θα περιμένει την ευλογία τους πρώτα για να δράσει;Γιατί αν ειν' έτσι πάλι τίποτα δε θα γίνει-ο Σιάντος ποτέ δεν πρόκειται να στραφεί ενάντια στους ' Αγγλους.
Αχ! Επρεπε εμείς οι γυναίκες να κάνουμε κουμάντο.Τα φουστάνια να κυβερνάνε κι όχι τα παντελόνια.Να μην παίρνουμε τις αποφάσεις μας σύμφωνα με το τι θέλουν οι άλλοι,αλλά σύμφωνα με το πώς αιστανόμαστε εμείς.Και να πέφτουμε με πάθος μέσα στη φωτιά για να πετύχουμε εκείνο που η διαίσθηση μας και όχι η λογική μας λέει πως είναι το σωστό. Και ξέροντας τις επιδιώξεις του αντιπάλου που θάτανε κι αυτή γυναίκα, να πολεμάμε έναν αγώνα καθαρό που θα νικήσει όχι εκείνη που έχει τα καλύτερα όπλα,αλλά εκείνη που το πάθος της έχει πιο κόκκινο χρώμα.Α! Νάμουνα ο Σιάντος,νίκη θάταν η ανάσα μου, ο λόγος μου θάτανε καυτό σίδερο στις σάρκες των εχθρών του κουμουνισμού, το περπάτημά μου θ' άπλωνε πάνω στα πτώματά τους.  Ο,τι έβαζα σκοπό δε θα ησύχαζα αν δεν το τελείωνα.Με λυδία λίθο τη λέξη "κουμουνισμός" θα έκανα τη συντηρητικότητα εξτρεμισμό και θα εξολόθρευα κάθε τι Αγγλικό που θάθελε να σταθεί στο δρόμο της λευτεριάς που θα τραβούσα.Κι αν χρειάζονταν και πονηριές,πρώτη θάμουνα και σ' αυτές. Μα όλες θα στρέφανε τα βέλη τους ενάντια στον εχθρό,όχι ενάντια στο κίνημα μας όπως τα βέλη του Σιάντου.Ενώ μπορούμε να φκιάσουμε μιαν Ελλάδα λεύτερη μας λέει "μη". Ενώ μπορούμε να φέρουμε τον κουμουνισμό στην Ελλάδα,μας λέει "μη". Νάμαστε λέει μαλακοί,λες και ο αγώνας γίνεται με πούπουλα κι όχι με σφαίρες.Κι αν κάποιος σκοτώνει να τον αφήνουμε να σκοτώνει.Κι αν κάποιος κλέβει να τον αφήνουμε να κλέβει.Και ν' αφήνουμε τους βιαστές να βιάζουνε.Και τότε γιατί βγήκαμε στο βουνό;Για να διώξουμε τους Γερμανούς και να ξανάρθουν εκείνοι που σκοτώνουνε και κλέβουν και βιάζουνε; Η μήπως φοβάται πως αν διώξουμε τους τυράννους, μετά δε θάχει το Κόμμα ποιον να πολεμάει;' Εχει θεριά να πολεμήσει το Κόμμα που θα τραβήξει πολύ ο αγώνας του και χωρίς τύραννο..' Εχει την αγραμματωσύνη,τη Φτώχεια,την Πορνεία,το Εγκλημα,την Απανθρωπιά,την Αδικία… θεριά να θέλεις και δεν τελειώνουνε.Τι φοβάται τότε;Γιατί δεν προχωράει στη ελευθερία του ελληνικού Λαού που στο ενενήντα στα εκατό είναι δικός μας;Κι αντίς γι αυτό,μας πήγε στο Λίβανο,μας έκαμε την Καζέρτα,παράδωσε την Αθήνα στους Άγγλους,και ποιος ξέρει τι ετοιμάζει ακόμα. Όλο και πιο βαθιά μες στη σκλαβιά μας σπρώχνει με τις συμφωνίες που πάει και σκαρώνει.Αν ήτανε Άγγλος θάχε κάνει και κάποιο λάθος που να βγει σε κέρδος των Ελλήνων.Τώρα που είναι  Ελληνας όλα τα πάει ρολόϊ για τους  Αγγλους. Μα αφού οι γυναίκες δε γίνεται ν' αρχηγεύουν,θάθελα νάμουν άντρας.Και ποιος άντρας;Ο  Αρης Βελουχιώτης νάμουνα. Ξέρω,και σαν ευχή ακόμα πολύ είναι να μοιάσει κανείς του Άρη.Μα μόνο τότε θάκανα εκείνο που για να το κάνω ζητάω ν' αλλάξω φύλο.
(Μπαίνει ο Άρης αθέατος από τη Θύελλα )
Γιατί τότε θα κατέβαινα στην Αθήνα,θάδενα την Κεντρική Επιτροπή και θα γινόμουνα εγώ γενικός γραμματέας.Κι όποιον θα είχε αντίρρηση θα τον πετσόκοβα.Και η πρώτη μου κουβέντα θάτανε "έξω οι Άγγλοι".Κι αυτή κι η πρώτη πράξη μου θα ήτανε.Μετά όλα θάρχονταν σωστά και βολικά.Μα δεν είμαι Άρης.Ρωτάω όμως:"γιατί Άρη δεν τους δένεις;"
(μπαίνει ο Άρης)
 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΎΒΑ
από τον «ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ»

Βράχα Ευρυτανίας. Πλατεία του χωριού.

ΚΟΥΒΑΣ
Αν η πατρίδα ήτανε Θεός, τόσα μαρτύρια πού 'χω για χάρη της τραβήξει τους τελευταίους μήνες, θά'χα εξασφαλίσει τον Παράδεισο. Τα πόδια μου δίπλα το 'να στ' άλλο δε στάθηκαν όλον αυτόν τον καιρό. Το άντερο μου στρογγυλεύει μια φορά την εβδομάδα μόνο, και τ' αδέρφι του Θανάτου λες και μ' έχει σιχαθεί και δε με πλησιάζει-να 'δινε ο Θεός να 'τανε οικογενειακό τους… Ο ίδιος τόπος δυο φορές δε μ' έχει δει. Μα κι αν τέτοιο ακοινώνητο αγρίμι έχω γίνει εγώ, όμως πάνω στο κεφάλι μου μια κοινωνία ψειρένια ολόκληρη ανθεί, χαρά γεμάτη κι ευτυχία.
Κι ενώ σπάνια εγώ να κλείσω μάτι,έχω για πάντα κλείσει τα μάτια σε καμπόσους Ιταλούς.Που αν η πατρίδα δεν εκέρδισε πολλά από το θάνατο τους,εγώ όμως γδύνοντάς τους εκατάφερα η πατούσα μου να μη βογγάει σε κάθε βήμα μου γυμνή,κι ο ώμος μου να νιώθει ότι παίρνει μέρος στην πρόοδο,αφού τώρα κουβαλάει όχι το γκρα του παπούλη μου,αλλά Ενφιλ Ιταλικό,τελευταία μόδα στο ντύσιμο του αντάρτη.
Δεν παραπονιέμαι. Καλύτερα μ' αρέσει ετούτη η ζωή, παρά αυτή που ζούσα στο χωριό μου πριν να βγω αντάρτης, και που ακόμα ζουν οι χωριανοί μου.Το σπίτι τους είναι μπακάλικο,και το μποστάνι τους μανάβικο των Γερμανοϊταλών,που παν και παίρνουν ό,τι θέλουν από κει. Με διαφορά μονάχα ότι δεν πληρώνουν.
Παραγωγοί και να πεθαίνουμε από την πείνα! Κακό πράμα η σκλαβιά-να μην ορίζεις της δουλειάς σου τον καρπό…
Μα γι αυτό έγινα αντάρτης,για ν' αλλάξει τούτη η κατάσταση και να γίνουν πάλι αφεντικά στο χωράφι του ο αγρότης και στο μαγαζί του ο τεχνίτης. Και μπήκα σε αντάρτικο που κάνει καλά τη δουλειά του,γιατί μέσα σ' ένα χρόνο έχουμε καταφέρει να γίνουμε υπολογίσιμοι αντίπαλοι για τους Γερμαναράδες.Ο καπετάνιος μας τα 'χει ξεκαθαρισμένα τα πράματα στο μυαλό του:λευτεριά της πατρίδας πρώτα από τον ξένο κατακτητή,και ύστερα λευτεριά από τους ντόπιους,τους Ελληνες φασίστες που μας πίνουνε το αίμα όχι με όπλα Γερμανικά,αλλά με τα όπλα του χωροφύλακα σημαδεύοντας μας. Μιαν απορία έχω μόνο,γιατί,ενώ όλα πάνε πρίμα στο ανταρτικό μας,τον καπετάνιο τόνε βλέπω στενοχωρημένον ώρες ώρες.Και πρόσεξα ότι η στενοχώρια τόνε πιάνει όταν γυρίζει ο καπετάν Θωμάς και του φέρνει μαντάτα από τα μεγάλα κεφάλια της Αθήνας.Ο Θεός να δώσει φώτιση σε όλους για το καλό αυτής της πατρίδας.
(Μπαίνει ο Τζαβέλας)

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

                    ΤΑ ΠΟΡΝΙΔΙΑ

Για τα πορνίδια θέλω απόψε να μιλήσω
των ζαχαροπλαστείων και των «καφέ»
που ένα κουτάλι του γλυκού μυαλό κρατάνε
και που ως το τρία ξέρουν μόνο να μετρούν.

Που όταν δούνε ότι κάθισες
έρχονται κουνιστά και λυγιστά
κι αμίλητα κι αλλού κοιτώντας στέκουνε μπροστά σου
σταλιάζοντας σαν παλιοπροβατίνες.

Εσύ να υποθέσεις τοτε πρέπει
ότι αυτό το πράγμα η σερβιτόρα είναι,
και στην αιδοιότητά της υποκλινόμενος,
και παραβλέποντας την αλλοτρίωσή της,
να παραγγείλεις.

Το ανθρωπόμορφο τότε στοιχειό
μεταβολή κάνει
και ξαναπάει στον χώρο τον οικείο της
που κόκκινα φωτάκια τον φωτάν.

Την μπουρδελοσυζήτηση εκεί
με τον προστάτη του θα συνεχίσει,
ή αραχτό τα νύχια του θα φτιάξει
ως να ετοιμαστεί ότι παραγγέλθηκε.

Και κάποτε
ξαναπροβάλλει το πορνίδιο μ’ ένα δίσκο
σε πλησιάζει αναιδώς
κι ότι ο δίσκος πάνω του έχει
στο τραπέζι σου πετάει.

Και μερικά απ’ αυτά τα εξμβλώματα της ηθικής
πετάν στα μούτρα σου κι ένα «καλή απόλαυση»!

Απόλαυση…
σ’ ένα χαμαιτυπείο-τι ν’ απολαύσεις από δαύτο;

Α1 Σερβιτόρες αμερκάνες!
Που εύχαρεις ερχόσαστε κοντά μας
μ’ έναν πηγαίο σας χαιρετισμό
με μια καλή από καρδιάς κουβέντα σας
κι ένα χαμόγελο όχι ετικέτας,
έτσι που αν δεν είχαμε,
μας δίνατε τη διάθεση
για να χαρούμε πάλι τη ζωή.

Καλά να είστε πάντοτε ευπροσήγορες κοπέλες-
μιας χώρας κάτοικοι όπου εντός της
η διάθεση η καλή
και το ανθρώπινο το φέρσιμο οικούν.
 

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

Τσίπρας: Ούτε ένας νεκρός γ..ώ την τύχη μου γ..ώ!..

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

Το πράο

Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα' στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.

Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιες των Πραγμάτων-
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εκεί...-
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοιά των
και μια έχουν τώρα θωριά ανοιμική…

Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!..Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ' άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.
 

Η ρίζα

Ζω μες στα σκότη. Στα υπόγεια βύθη.
Σκουλήκια λασπωτά με τριγυρίζουν.
Και κάθε ώρα που 'ρχεται με βρίσκει
όλο και πιο στο χώμα να βυθίζω.

Όμως ψηλά, πάνω απ' το μαύρο χώμα,
πλέοντας μες στο φως και στον αέρα
λαμπρόφωτος υψώνεται ο ανθός μου.
 

Δε λέει

Ένα δέντρο γυμνό, παγωμένο, ξερό.
Μα να! πάνω του λάλο πουλάκι.
Το μικρούλι χορεύει κορμάκι
κι η λαχτάρα τρεμίζει τ' αερένιο φτερό.

Μία έρμη, ξερή, πεθαμένη ζωή.
Μα ο πόθος δε λέει να σβήσει
κι όλο πάει και γυρνά σαν μελίσσι
που την κρύα κυψέλη γεμίζει βοή.
 

Μία κατάρα

Μία κατάρα του ’χει ορίσει
πίκρα να δίνει στους ανθρώπους.
Πάντα και σ' όλη του τη ζήση
παντού-στης γης όλους τους τόπους.

Μα όσο λυπάται και πονάει
κι αυτός μ’ αυτή του τη συνήθεια,
τόση χαρά και καρτεράει
να πλημμυρίσει του τα στήθια,

όταν οι μέρες του σωθούνε
και οι κακίες όπου κάνει-
αλήθεια πόσοι θα χαρούνε
σα θα ’ρθει η ώρα να πεθάνει...
 

Η γυμνόστηθη Σίτα

Η γυμνόστηθη Σίτα,η γυναίκα του Ράμα
θάμα η ίδια κι από 'να εγεννήθηκε θάμα:
το ρυάκι τη γέννησε το δροσό ενός αγρού
(οι προπάτορες ίσως του χειλιού της του υγρού).

Εξορία ο Ράμα; Και η Σίτα μαζί του.
Στους αγώνες του όλους χέρι πάντα δεξί του.
Να μπαλώνει, να πλένει, να 'τοιμάζει φαί
και αυτός πριν ξυπνήσει να ξυπνάει το πρωί.

Και κακοί όταν τον Ράμα φυλακίσαν ανθρώποι
σπίτι αυτή καρτερούσε' μια σωστή Πηνελόπη'
κι αφορμή ούτε μία για κουβέντα κακή
ούτε σ' έναν δε δίνει όσοι μέναν εκεί.

Α! Καλότυχε Ράμα! Τάχα ποιος δε θα εζήτα
μια γυναίκα κοντά του να 'χει όπως η Σίτα-
με αυτήν να κοιμάται, με αυτήν να ξυπνά
(κι επιπλέον που έχει και τα στήθια στητά).

 ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ

Είπα να εκδώσω τα άπαντά μου.
Μα το μεγάλο πρόβλημα:
Ποιους στίχους μου να εκδώσω-ποιους ν’ αφήσω!

«Αυτό το ποιηματάκι είναι καλό!», ας πούμε.
Όμως την άλλη τη στιγμή: «τι λέω ο βλάκας…»
Πάλι μετά από ένα ξαναδιάβασμα: «Καλό είναι»
Σε λίγο: «τα χάλια του έχει-όχι!»

Αποφάσεις… αποφάσεις…
Δεκάδες κάθε μέρα.
Αν κάποιος ήθελε να μου αποσπάσει κάτι
την ευκαιρία του θα ’χε τούτο τον καιρό
έτσι που αδύναμος μ’ αυτά και ζαλισμένος είμαι.

Αχ! Και να ’χα γράψει όσα εμπνέομαι
τις ώρες που ο τόπος και ο χρόνος
να γράψω δεν μ’ αφήνει…
τότε όλα
και μάλιστα ανεξέταστα θα μπαίνανε!

Έτσι μου ’ρχεται να εκδώσω δέκα τόμους
με τα φύλλα τους λευκά!

Παλιά η γιαγιά

Παλια η γιαγιά καθότανε-τι λέω παλιά, ως χτες
στην πολυθρόνα τη μικρή, στην άκρη της αυλής
και με δεχόνταν πάντοτε με αγκάλες ανοιχτές
και με τη ζέστα μιας φωνής γλυκιάς και σιγαλής.

Γύρω από ’να φέρετρο, στη σάλα τη μικρή
εκεί ’ναι όλοι αποβραδίς κλεισμένοι οι συγγενείς
και συντροφεύουν τη γιαγιά που είναι, λεν, νεκρή΄
κι όλοι τους είναι σκεφτικοί και δε γελά κανείς.

Δεν ξέρω αυτοί τι κάνουνε και ούτε με αφορά. ΄
Εγώ ζητώ τη σιγανή ν' ακούσω τη φωνή
και να χωθώ στην αγκαλιά που όλην με χωρά-
εγώ την άλλη μου γιαγιά ζητώ: τη ζωντανή!
 

Σε μια στιγμή

Σε μια στιγμή μονάχα εγώ
τον κόσμο έπλασα όλο
και τώρα πια τονε τρυγώ
γλυκόν και φεγγοβόλο.

Εγώ ο μέγας ο Ποιητής Εγώ ο μέγας Χτίστης
Εγώ ο μέγας Ασκητής Εγώ ο μέγας Μύστης,
Εγώ που όταν όλα αυτά τα είδα τελειωμένα
μ' ικανοποίηση βαθιά κοίταξα το καθένα

κι αυτά χωρίς να μου το πουν
τα 'βαλα στο πλευρό μου
και τους επέτρεψα να ζουν
στον κόσμο τον δικό μου.
 

                    ΟΙ ΟΡΕΣΙΒΙΟΙ

Αν κάποιοι ορεσίβιοι ένα κοχύλι βρούνε
χαρούμενοι το παίρνουνε, στα χέρια το κρατούν
και φέρνοντάς το στο αυτί νομίζουν πως ακούνε
τα μακρινά της θάλασσας τα βύθη να βοούν.

Σαν τη ζωή μου μοιάζει εμένα ετούτο το κοχύλι,
απατηλά μηνύματα που πλάθει απ' τη σιωπή.
Που σήμα ένα αληθινό ποτέ του δε θα στείλει
και προς το ψέμα πάντοτε το νου θα οδηγεί.

Όμως εκείνοι τ' όστρακο κραδαίνοντας σαν ξίφος
ολόχαροι το φέρνουνε από αυτί σ' αυτί
και τη ζωή ερμηνεύουνε με σοβαρό ένα ύφος
ενώ ούτ' εκείνοι υπάρχουνε ούτε υπάρχει αυτή.
 

Τρίτη 3 Αυγούστου 2021

ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Στο κρεβάτι του θανάτου  
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
"μετανοούμε".

Πάνω μας έχουν μαζευτεί σιγά σιγά
κι έχουν πετρώσει
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις  
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε  
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα,
κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν μία ακόμα μέλισσα στο σμάρι.

ΑΓΩΝΙΑ

Την αγωνία του για ν' αποφύγει
θα πρέπει να τη σκέπτεται διαρκώς,
για να φυλάγεται να μη τη σκέφτεται.

Αυτό σημαίνει πως μαζί του
να παίρνει πρέπει αυτό που θέλει ν' αποφύγει.

Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-
μες στη συνείδηση του-
θα βρίσκονται μαζί κι η αγωνία,
και η φυγή απ' αυτήνε  
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν ν’ απαλλαγεί από την αγωνία
Από αυτήν θα ξέφευγε,
τη χάρη αν είχε να μπορεί να δει τον εαυτό του
όχι από μέσα-
όπως τον βλέπει-,
αλλ' αν τον συνελάμβανε απ’ έξω-
όπως τους άλλους τους ανθρώπους-
ή
όπως ένα πράγμα.

 ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ


Όταν δεν βρίσκει συντροφιά για να υπάρξει,
αρκείται τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.

Κι αυτοί πια είναι τότε οι σύντροφοί του
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά του στέκουνε,
λες σαν διακριτικά,
μόνον αφήνοντάς τον
για να γράψει.

ΤΟ ΚΑΜΑΡΑΚΙ

Εργάτες γκρέμισαν το σπίτι το παλιό.

Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που είχαν τα θεμέλια του
που τόσες άντεξαν ώρες πικρές
και τόσα πένθη εβάσταξαν
παιδιού που μέσα του
ζωή ενός νεκρού εζούσε;

Και τάχα όλο το σπίτι να το χάλασαν
αυτό
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μη εκείνο το μικρό το καμαράκι
εγλίτωσε  κι υπάρχει ακόμα;

Μπορεί αυτό να μη το χάλασαν.
Ασήμαντο ήτανε πολύ.

Σε κείνο μέσα ο θάνατος
Πήγε να πάρει το μικρό παιδί.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το ενόμισε άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν
και χωρίς αυτόν
κιόλας εκείνο πεθαμένο. ..
 

ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μετά από κάθε πλύσιμο
Πρέπει να βάλει στη σειρά και πάλι
Τα πράγματα που από το τρέμουλο της πλύσης
Ανακατεύτηκαν επάνω στο πλυντήριο-
Μπουκάλια, καλαθάκια, περιοδικά…

Συνηθισμένος είναι σ’ αυτό
Γιατί έτσι και μετά από κάθε τράνταγμα
Που τα χτυπήματα της ζωής του φέρνουν
Πρέπει στη θέση τους κάθε φορά να ξαναβάζει
Συνήθειες, πεποιθήσεις, συναισθήματα, ιδέες…

Αλλιώς δεν γίνεται. Κι ας ξέρει
Κι ας το βλέπει
Πως πριν καλά καλά την ταχτοποίηση τελειώσει
Έχουν αρχίσει άπλυτα καινούργια να σωρεύονται.
 

ΤΟ «ΜΟΝΑΧΙΚΟ» ΣΠΙΤΙ

Για χρόνια
από μικρός μικρός
το σπίτι εκοίταζεν εκείνο,
το «μοναχικό»
διακοσαριά μέτρα πιο πέρα απ’ το δικό τους.

Τις νύχτες γέμιζε αυτό με σκιές
ανθρώπινες που μοιάζαν
κι η φαντασία τελετές εντός του αλλόκοτες
και βεγγέρες έπλαθε μυστηριακές.

Κι ήταν για κείνονε το σπίτι εκείνο,
«το μοναχικό»
το σύνορο του κόσμου.
Για χρόνια
από μικρός μικρός.  

Και πόθο είχε πάντοτε να μάθει
η γήινη ποια ήταν-η υλική υπόστασή του
του σπιτιού αυτού,  
εκείνη που θα ταίριαζε
με των αισθήσεων την ψευτιά και την απάτη.  

Και γέρος πια
τα έμαθε ολ' αυτά- ποιος το ’χε  
πότε χτίστηκε,
πότε πουλήθηκε
σε ποιον και από ποιον,
ποιος ζούσε μέσα κει και τι απόγινε.

Τα έμαθε.
Και πια
έναν εκέρδισε λόγο λιγότερο
να έχει για να ζήσει.
 

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ     

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     
Και τα όνειρά του τι γλυκά!
Εφιάλτες όχι.
Σκοτεινά όχι κενά.  
Κι όταν μισόυπνος τα μάτια μισανοίγεις
λιόλουστα όλα και φωτεινά.

Και σαν άρρωστος να ήσουν  
Κάποιος που για σένα ανησυχεί
έρχεται όπου να ’ναι
αν ήρεμα αναπνέεις για να δει.

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     

(Και ποιος μας λέει ότι ο θάνατος
δεν είναι ένας αιώνιος τέτοιος ύπνος;)
 

 ΖΕΦΥΡΟΣ

Μες στα υγρά πράσινα υπόγεια,
τα γεμάτα πέτρες
που σκοτεινά μούσκλια ντύνουν,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
έρχεσαι.

Πρώτη η Χλωρίδα σε νοιώθει
και σένα, τον τρυφερό της αγαπημένο,
ν' απαντήσει τρέχει.

Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
σεμνός κι αγνός
από του ήλιου τις αχτίδες γεννιέσαι.

Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα,
σ' ένα φως,
σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας
κοπαδιαστά μικρά μικρά
ή μοναχικά και τότε μεγαλύτερα,
κλείνοντας μέσα τους τον πόθο σου,
σαν μικροί ήλιοι γελαστοί γεννιούνται.

Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην ειδή και στην αξία
του,
"καρπό"
περήφανος πατέρας τ’ ονομάζεις.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

             ΣΑΝ  ΨΙΘΥΡΟΣ

Δε θέλω μέσα στη βοή να ζω του αθλίου κόσμου-
στ'  αυτιά μου κύμβαλα κενά ν'  ακούω να χτυπάν.
Άλλος μου έχει οριστεί ο κόσμος ο δικός μου.
Άλλοι ουρανοί με παίρνουνε κι άλλοι καιροί με παν.

Σκιές δε θέλω δολερές να μου κρατούν το φως μου.
Στις λίμνες των ονείρων μου φαύλοι να κολυμπάν.
Τις υψηλές βουνοκορφές όπου φυλάω εντός μου
δεν θέλω αλλοπρόσαλλα βέβηλοι να πατάν.

Θέλω να φτάνει ως σ' εμέ σαν ψίθυρος σβησμένος
σαν μακρινός αντίλαλος του κόσμου ο αχός,
κι εγώ με όλα μακρινός κι απ'  όλα ξεχασμένος,

σ' ένα καινούργιο θάνατο να δίνομαι καθώς
πάνω σε κίτρινα χαρτιά ολημερίς σκυμμένος
θα συνταιριάζω τους σβηστούς τους ήχους μοναχός.

     ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ

Θέλω στα ράφια μιας μικρής
φτηνής βιβλιοθήκης
καθώς στον τοίχο θ'  ακουμπά
φτενούλα κι επιμήκης,

κάποιος στην τύχη ψάχνοντας
του μέλλοντος μια μέρα,
ένα βιβλίο μου να βρει
βαλμένο εκεί πέρα.

Κι αφού διαβάσει κάτι τι
και πάλι ξανακλείσει
τα κίτρινα τα φύλλα του,
θέλω να το αφήσει

όχι αδιάφορα καθώς
αφήνουν κάτι ξένο,
μα με μια κίνηση στοργής,
σαν κάτι αγαπημένο.

ΤΟΣΟ  ΠΟΛΥ

Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα  'χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ'  απλώσει
και απαλά σαν σ'  όνειρο θα κόψει την πνοή μου.

Θα  'ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θα ’ν’  όλο.

 

        ΛΙΛΙΑΝ

Σπανίας τέχνης ήσα οι «Ερινύες» του.

Την φοβεράν μορφήν των
την εκδικητικήν των μανίαν
το διατιτραίνον βλέμμα των-
όλα θαυμάσια τα είχεν αποδώσει.

Τόσον που ο αστυνόμος
πρόσθεσε στο καρνέ του όταν τις είδε:
"Δεύτερον: Ερινύες".
Στο  "πρώτον"  έγραφε: "Λίλιαν"
και πιο πάνω: "Στοιχεία ενοχής ζωγράφου
δολοφονία γυναίκας του".

(Η Λίλιαν ήταν μια μικρή απ' τις συνηθισμένες-
ένα πορνίδιο).
 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ποτέ μου δεν απόκτησα
σπίτι στη γη επάνω.
Μα έχω σχέδια πολλά
για όταν θα πεθάνω.

Θα 'χω ένα σπίτι τότε εγώ
που όλα θα χωράει.
Η γη σαν μια πετρούλα του
μικρούλα θα μετράει.

Ήλιους θα έχω λαμπερούς
για φώτα. Και τα βράδια
όχι φτηνούς πολυέλαιους
μα ολόγιομα φεγγάρια.

Αντίς χαλιά, στο πάτωμα
θα στρώνω Γαλαξίες.
Κομήτες μες στα βάζα μου
θα βάζω για γαζίες,

κι αν χρειαστώ και της βροχής
τις δροσερές σταγόνες
ωραία νεφελώματα
θα βρέχουν για αιώνες.

(Και θα 'χω για ενθύμιο
φυλάξει σε μιαν άκρη
απ' τη ζωή που ΄ζησα εδώ
μιαν αδικιά-ένα δάκρυ).

Πάρκα του και δωμάτια
αλλέες, σοφίτες, κήποι,
θα 'χουνε όλα τα καλά-
τίποτα δε θα λείπει.

Και στην κρεββατοκάμαρα-
θυμάμαι, ας μην το είπα-
θα 'χω σε μιά γωνία της
κομψή μια μαύρη τρύπα.

                -----

ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ

Σαν άνθος το πρωί πρωτανοιγμένο
θωρεί το κοριτσάκι σαστισμένο.
Μυστήριο ειν' ο κόσμος και μαζί του
μυστήριο και η ύπαρξη η δική του.

Με μάτι γερακιού και λύκου στόμα
οι γύρω θεωρούν τ' άγουρο σώμα.
Και με χαμόγελο ευθύς οπλίζουν
τη δράκινη μορφή που μόνο ορίζουν.

…Με άγνοια φορτωμένη και με ήθος
η ρόδινη μορφή μες στ' άγριο πλήθος
δεν ξέρει τι να κάνει τόσο κάλλος.
Και, βέβαια, θα τη μάθει κάποιος άλλος.
 

ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ

Κάποιες φορές αιστάνομαι
σα μελανοδοχείο
που κάποια πέννα μέσα του
βουτώντας ταχτικά
μαύρα αραδιάζει γράμματα
πάνω σε άσπρη κόλλα-
μαύρα αραδιάζει γράμματα
σε φύλλα ολολευκά.

Και κάποια μέρα μέσα μου
η πέννα σα χωθεί
μελάνι άλλο δε θα βρει-
θε' να 'χουνε σωθεί
οι στάλες της ολόμαυρης
κι ολόπικρης ζωής μου.
Και κάποιο χέρι νευρικό
θα σπάσει το γυαλί μου.

 ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Μικρός θυμάμαι μου άρεσε μες στο μικρό ρυάκι
που πέρναγε τον κήπο μας να ρίχνω ένα χαρτάκι
κι ύστερα στους υδάτινους τ' ακολουθούσα δρόμους
μέχρι που έπεφτε μ' ορμή μέσα στους υπονόμους.

Κλεισμένο μες στο χάρτινο, εφήμερό του ψέμα
να παραδέρνει το 'βλεπα στου ρυακιού το ρέμα,
στις λάσπες και στα χώματα της όχθης να χτυπιέται,
κύκλους να κάνει, να βουτά, να χάνεται, να σβηέται.

Θα είχα κόψει από νωρίς του βίου μου το νήμα.
Όμως αυτή η παιδική συνήθεια με κρατάει:
πριν πέσω ανυπεράσπιστος μέσα στ' ογρό μου μνήμα
με λυπημένη κι ήρεμη θέλω μια ειρωνεία
να βλέπω κάθε κύματος καινούργιου τη μανία
καθώς, αναίτια, πριν σβηστεί ,στους βράχους με πετάει.

 Ο ΚΑΙΡΟΣ

Γέρνουν πια οι χρόνοι πάνω μου βαρείς.
Άγνωρος εστήθη γύρω μου χορός.
Μια φωνή ακούω-μέσα μου θαρρείς-
πέρασ' ο καιρός-πέρασε ο καιρός".

Στάθηκαν οι μέρες πια δε συναλλάζουν
κι ένας φόβος γύρω είναι φανερός
και τα πράγματα όλα σαν να μου φωνάζουν-
"Πέρασ' ο καιρός-πέρασε ο καιρός".

Πλέον δεν αρχίζει τίποτε-το τέλος
έχει σ' όλα δώσει, κρύος, φθονερός,
ένας πικροχάρος όπου σαν Οθέλλος
κράζει τρομερός: "ΠΕΡΑΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ!"

ΣΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Οι εύφορες ώρες στης λήθης πετούν τα φτερά
και μέσα τους όλα γαλήνη και φως και χαρά.
Μαζί τους πετά η ψυχή στα ουράνια
και λουζεται ο νους σ' υψηλών ηδονών συντριβάνια.

Στις εύφορες ώρες πώς όλα ωραία και καλά!
Πώς ήρεμα έτσι ο πλάνος ο χρόνος κυλά!
Πώς έτσι μας δένει γλυκά η αυταπάτη
που λες "γιατί ψάχνω να βρω ευτυχία αφού να τη!"

Πώς θάρρος οπλίζονται οι σκέψεις οι πρώτα δειλές!
Πώς όλες ακέρια ξοφλούνται οι παλιές οφειλές!
Πώς κάθε μας πρόβλημα βρίσκει μια λύση
χωρίς περιττές διαφωνίες κι ανώφελα μίση!

Και μέσα σε τέτοιας μιας μέθης το λάγνο φιλί,
κανείς δεν προσέχει-και βέβαια τι ωφελεί-
το μαύρο κοράκι του μαύρου θανάτου
που ωραία φωλιάζει στης Λήθης το λάμδα αποκάτου.
 

 ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Στη χώρα των λουλουδιών
μια μέρα καλεσμένος βρέθηκα των κρίνων.

Πολλά λουλούδια έβλεπα
να περπατούν στους δρόμους.
Βιολέτες αγκαλιά με γιασεμιά,
γλαδιόλες να κρατούν κυκλάμινα απ' το χέρι,
ορτανσίες, υάκινθους…

Το φόβο μου έδιωχνε η προστασία των κρίνων.
Αλλιώς αμέσως θα είχα φύγει.

Γιατί παράξενα πολύ εφέρονταν
τ' αγαπημένα μας λουλούδια:
ανθρώπους κόβαν
τους εμύριζαν
και μ' ένα μορφασμό αηδίας τους πετούσαν.

Μερικά ακόμα τους πατούσαν.

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Ζηλεύω αυτούς που όταν χτυπήσει το τηλέφωνο
είτε στην τσέπη το ’χουν ή στο σπίτι
με μία κίνηση αμέριμνη το ανοίγουνε
κι "εμπρός!" ακόμα και γελώντας λένε.

Άραγε δεν φοβούνται πως η μοίρα τους
μπορεί κι από μακριά να τους χτυπήσει;
Άραγε υπάρχουν κάποιοι που προσμένουνε
κάτι καλό από άλλονε ν' ακούσουν;

Υπάρχουνε γι αυτούς ώρες ευφρόσυνες
όπως ξωθιές υπάρχουν μες στα παραμύθια;
Ο τρόμος με το χτύπο του τηλέφωνου
δεν έχουνε γι αυτούς ακόμα σμίξει;

Μία φορά ας γινότανε να σήκωνα
έτσι κι εγώ το τραγικό τηλέφωνό μου
να 'χω να λέω πως έχω μες στη ζήση μου
για μια μόνο στιγμή τον τρόμο διώξει.
 

ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ:ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ
ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
ΜΠΟΤΣΑΡΗ


Δεν είν' αυτή μετάληψη.
Αυτή 'ναι ίδια η μάχη.

Μια τέτοια κίνηση…ο πίνακας
σύγκορμος τραντάζεται.
Το λάβαρο λες ματωμένο κιόλας.
Πρόσωπα, βλέμματα αεικίνητα,
αδημονούντα…

Αριστερά του Μπότσαρη η Ελλάδα.
Το πρόσωπό της μόνο φαίνεται
γεμάτο αγωνία κι αίσθηση και ταραχή,
λες ότι γνοιάζεται κι αυτή το τι θα κάνει ο Μάρκος
(για την οικονομία του πίνακα μονάχα
γιατί την ώρα εκείνη
ο Μάρκος ήταν η Ελλάδα.)

ΤΟ ΡΟΔΟ


Του θανάτου την χλωμάδα
και τον τρόμο είχα σπείρει
σ' ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει,

τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που 'ξεχείλα

από της ζήσης μου τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια

και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα 'φτιαχναν τα ρόδα.
Κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.

Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μείνει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη.

Και αυτό θα ευωδάει.
Και θα είναι τ' άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.

Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή μου έχω απλώσει
κι απ' τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο Χάρος με λυτρώσει,

μες στον τόμο αυτόν θα κείμαι
ολοζώντανα κλεισμένος.
Κι ας θαρρούν κάποιοι πως είμαι
μες στη γη κι εγώ βαλμένος.

ΤΡΕΙΣ ΧΑΡΙΤΕΣ

Η Βίκυ. Η Μάρω. Η Έλλη.
Το Νέκταρ, Ο Αθέρας. Το Μέλι.
Τρεις Θείες υπάρξεις. Αιθέριες.
Τρεις έκπαγλου Κάλλους Ιέρειες.

Η Έλλη. Η Μάρω. Η Βίκυ.
Πρωτιές στου Ωραίου τη νίκη.
Νεράϊδες στου Ονείρου τη Λίμνη.
Στων ύβρεων τη Χάβρα τρεις ύμνοι.

Η Έλλη. Η Βίκυ. Η Μάρω.
Τρεις λάμψεις στης Χάρης το Φάρο.
…Ποιος Θε μου τις έχει πλασμένες
στη γύρω ασχήμια έτσι ξένες;

1-8-21