ΤΟ ΚΑΜΑΡΑΚΙ
Εργάτες γκρέμισαν το σπίτι το παλιό.
Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που είχαν τα θεμέλια του
που τόσες άντεξαν ώρες πικρές
και τόσα πένθη εβάσταξαν
παιδιού που μέσα του
ζωή ενός νεκρού εζούσε;
Και τάχα όλο το σπίτι να το χάλασαν
αυτό
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μη εκείνο το μικρό το καμαράκι
εγλίτωσε κι υπάρχει ακόμα;
Μπορεί αυτό να μη το χάλασαν.
Ασήμαντο ήτανε πολύ.
Σε κείνο μέσα ο θάνατος
Πήγε να πάρει το μικρό παιδί.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το ενόμισε άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν
και χωρίς αυτόν
κιόλας εκείνο πεθαμένο. ..