Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΟΎΒΑ
από τον «ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ»

Βράχα Ευρυτανίας. Πλατεία του χωριού.

ΚΟΥΒΑΣ
Αν η πατρίδα ήτανε Θεός, τόσα μαρτύρια πού 'χω για χάρη της τραβήξει τους τελευταίους μήνες, θά'χα εξασφαλίσει τον Παράδεισο. Τα πόδια μου δίπλα το 'να στ' άλλο δε στάθηκαν όλον αυτόν τον καιρό. Το άντερο μου στρογγυλεύει μια φορά την εβδομάδα μόνο, και τ' αδέρφι του Θανάτου λες και μ' έχει σιχαθεί και δε με πλησιάζει-να 'δινε ο Θεός να 'τανε οικογενειακό τους… Ο ίδιος τόπος δυο φορές δε μ' έχει δει. Μα κι αν τέτοιο ακοινώνητο αγρίμι έχω γίνει εγώ, όμως πάνω στο κεφάλι μου μια κοινωνία ψειρένια ολόκληρη ανθεί, χαρά γεμάτη κι ευτυχία.
Κι ενώ σπάνια εγώ να κλείσω μάτι,έχω για πάντα κλείσει τα μάτια σε καμπόσους Ιταλούς.Που αν η πατρίδα δεν εκέρδισε πολλά από το θάνατο τους,εγώ όμως γδύνοντάς τους εκατάφερα η πατούσα μου να μη βογγάει σε κάθε βήμα μου γυμνή,κι ο ώμος μου να νιώθει ότι παίρνει μέρος στην πρόοδο,αφού τώρα κουβαλάει όχι το γκρα του παπούλη μου,αλλά Ενφιλ Ιταλικό,τελευταία μόδα στο ντύσιμο του αντάρτη.
Δεν παραπονιέμαι. Καλύτερα μ' αρέσει ετούτη η ζωή, παρά αυτή που ζούσα στο χωριό μου πριν να βγω αντάρτης, και που ακόμα ζουν οι χωριανοί μου.Το σπίτι τους είναι μπακάλικο,και το μποστάνι τους μανάβικο των Γερμανοϊταλών,που παν και παίρνουν ό,τι θέλουν από κει. Με διαφορά μονάχα ότι δεν πληρώνουν.
Παραγωγοί και να πεθαίνουμε από την πείνα! Κακό πράμα η σκλαβιά-να μην ορίζεις της δουλειάς σου τον καρπό…
Μα γι αυτό έγινα αντάρτης,για ν' αλλάξει τούτη η κατάσταση και να γίνουν πάλι αφεντικά στο χωράφι του ο αγρότης και στο μαγαζί του ο τεχνίτης. Και μπήκα σε αντάρτικο που κάνει καλά τη δουλειά του,γιατί μέσα σ' ένα χρόνο έχουμε καταφέρει να γίνουμε υπολογίσιμοι αντίπαλοι για τους Γερμαναράδες.Ο καπετάνιος μας τα 'χει ξεκαθαρισμένα τα πράματα στο μυαλό του:λευτεριά της πατρίδας πρώτα από τον ξένο κατακτητή,και ύστερα λευτεριά από τους ντόπιους,τους Ελληνες φασίστες που μας πίνουνε το αίμα όχι με όπλα Γερμανικά,αλλά με τα όπλα του χωροφύλακα σημαδεύοντας μας. Μιαν απορία έχω μόνο,γιατί,ενώ όλα πάνε πρίμα στο ανταρτικό μας,τον καπετάνιο τόνε βλέπω στενοχωρημένον ώρες ώρες.Και πρόσεξα ότι η στενοχώρια τόνε πιάνει όταν γυρίζει ο καπετάν Θωμάς και του φέρνει μαντάτα από τα μεγάλα κεφάλια της Αθήνας.Ο Θεός να δώσει φώτιση σε όλους για το καλό αυτής της πατρίδας.
(Μπαίνει ο Τζαβέλας)