Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Π
ΝΟΜΑΣ 4
Βλέπω τους ανθρώπους και τους λυπάμαι. Λυπάμαι αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα που νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Που τρέχουν ολημερίς κυνηγώντας κάτι χρωματιστά χαρτάκια για να τα δώσουν σε κάποιον με αντάλλαγμα ένα φουστάνι ή πολυτελείς κουρτίνες για το  σπίτι. Να τα κάνουν τι; Να ντύσουν ένα κορμί που δεν υπάρχει και να ζήσουν μέσα στην πολυτέλεια. Που φέρονται άσχημα και ελεεινά σε κάθε άνθρωπο ντυμένον χειρότερα από αυτούς τους ίδιους. Που με έναν βαθμό θερμοκρασίας παραπάνω ψοφάνε σαν τα ποντίκια, που φτιάχνουν όπλα στο όνομα της ειρήνης. Που έχουν εφεύρει την αγάπη για να ντύνουν το μίσος τους. Που μαζεύονται σε πόλεις για να αποφύγουν τους λινδύνους και κινδυνεύουν περισσότερο ο ένας από τον άλλο.
Με γέννησαν χωρίς να με ρωτήσουν . Όπως για να γεννηθεί ο κόσμος κανένας δεν ρωτήθηκε.
Γεννήθηκα ποιητής. Πέρασα μέσα από τη ζωή ανέγγιχτος από καταιγίδες και από χνώτα. Μονομερής και αδιαπέραστος,όπως οι κομήτες περνούν ανάμεσα από τ’ άστρα χωρίς κανένα ν’αγγίζουνε. Ως ώφειλα.
Όντας ποιητής ήμουνα κουμουνιστής. Ένας ιδιότυπος κουμουνιστής. Που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα παρά κρατεί τις ιδέες του ανέπαφες από όποιον συγχρωτισμό, αγνές κι αμόλυντες όπως του δόθηκαν. Επειδή επίγειος κουμουνισμός είναι ανέφικτος στους καιρούς μας. Έτσι τον διαφύλαξα για τις ερχόμενες γενιές, τις γενιές των τεράτων.
Τέλος να, έκανα τον κύκλο μου κι εγώ σαν όλα τα αντικείμενα πάνω στη φαινόμενη γη, φτάνοντας στο σημείο από όπου ξεκίνησα, για να αντιληφτώ τότε-τώρα-μόνον,ότι κανένας δεν έκανε κανένα κύκλο, επειδή κανένα εγώ και κανένα αντικείμενο δεν υπάρχει κάτω από κανέναν ήλιο-μιας και ούτε ήλιος κανένας υπάρχει. 
Μέσα σ’ αυτή την ανυπαρξία, μέσα στην άβυσσο των εικονικών εντυπώσεων είναι εύκολο να βρει κανείς ένα τετράδιο κι ένα μολύβι και να γράψει. Να αποθέσει δηλαδή,σύροντας το μολύβι πάνω στο άσπρο χαρτί γραμμές μελανές, τα γράμματα, που και τα άλλα φαντάσματα να δουν, και, με βάση κάποιον καινό κώδικα, να διαβάσουν και να προσποιηθούν ότι εννόησαν και αυτοί ό,τι και εκείνος που έγραψε αυτά τα γράμματα,τη στιγμή που τα έγραφε, εννοούσε. Κάτι που ποτέ δεν πετυχαίνεται. Και αυτή η αδυναμία επιτυχίας ακριβώς, είναι η αιτία της ζωής, και συνακόλουθα και της δυστυχίας των φαντασμάτων που λέγονται άνθρωποι.
Η ασυμβατότητά μου με τη γη και τα σχετικά με αυτήν είναι καθαρή από τα πιο πάνω.
Σαν ένας ξένος ανάμεσα σε πράγματα και σε αλληλοσπαρασσόμενα φαντάσματα έζησα.
Αδυνατώντας να καταλάβω συμπεριφορές, λέξεις, φράσεις, ενέργειες, συναισθήματα, προελεύσεις, τακτικές.
Για να έχω την εικόνα της ζωής μου πάνω στη γη, γράφω και συνθέτω αυτό το σύνολο λέξεων και προτάσεων. Για να θυμάμαι τη ζωή αυτή όταν θα ξαναγίνω εγώ ο γεννήτορας του παντός, όπως ήμουν, και όχι όπως τώρα είμαι: ο κάποτε από κάποιον κάπου, γεννημένος. Αν, τότε, ο καθρέφτης μου δείχνει τέτοια ενθυμήματα.
Για να έχω την εικόνα της αντίθεσής μου με όλα, την εικόνα του αναίτιου παράδοξου να «υπάρξω» πάνω σε μια γη που δεν εννοώ, ανάμεσα σε «ανθρώπους» που δεν αναγνωρίζω, μέσα σε καταστάσεις που τόσο μου είναι ξένες και απόμακρες, ώστε τίποτα δεν υπάρχει που, και κατ’ ελάχιστον έστω, να τις δικαιολογεί ή να τις αναγνωρίζει, έστω και σε μια τους πιθανότητα ή περιοχή. Μιλάω λοιπόν με άγνωστα λόγια για άγνωστα πράγματα.
Και μιλάω για ό,τι θεωρώ σημαντικό.

Βρισκόμουν στην Αθήνα, επίατρος ων, για να φοιτήσω στη ΣΕΥ. 
Μια μέρα πήρα ένα ταξί. Κατεβαίναμε την Πανεπιστημίου.
Ο ταξιτής λεπτός, μουστακάκι, γύρω στα σαράντα, ξύπνιος, πιάνοντας όλα τα πράγματα με μια ματιά. Αμίλητος από την ώρα που μπήκα μέχρι που βγήκα από το ταξί του. Ήτανε από τους μάγκες που η μαγκιά τους δε φτάνει μέχρι χυδαιότητας ή μέχρις αναισθησίας.
Στο Πανεπιστήμιο κοντά είχε ανάψει ένα κόκκινο παι πέντέξι αυτοκίνητα που προπορεύονταν είχαν ακινητοποιηθεί. Εμείς ρολάραμε για να σταματήσουμε με τη σειρά μας πίσω από το προηγούμενό μας αυτοκίνητο το ήδη σταματημένο. Βρισκόμασταν στην αριστερή λουρίδα.
Την ώρα αυτή ένα ομορφοκαμωμένο κοριτσάκι, δεκαπεντάχρονο έμοιαζε, ευγενικά θαρρετό και στάζοντας ανεμελιά την της ηλικίας του, θέλησε να επωφεληθεί από την ακινησία των αυτοκινήτων και να περάσει από το αριστερό για εμάς πεζοδρόμιο σ’ αυτό που βρισκόταν δεξιά μας, το μπροστά από την Βιβλιοθήκη. Αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στον δρόμο, διαπίστωσε ότι εγκαταλείποντας το πεζοδρόμιο, μπορούσε να περάσει ανάμεσα από το διάστημα που θα άφηνε το δικό μας από το μπροστινό μας αυτοκίνητο. Στι μεταξύ το ταξί μας εκινείτο ακόμα, πηγαίνοντας όλο και πιο αργά ώσπου να σταθεί λίγο πίσω από το μπροστά μας αυτοκίνητο, αφήνοντας υποτίθεται, όπως όλα τα αυτοκίνητα, χώρο από τον οποίο θα μπορούσαν να περάσουν τυχόν πεζοί. Έτσι υπολόγιζα ότι θα γίνει. Αλλά και ο ταξιτζής μου φαινόταν ότι έτσι επρόπειτο να κάνει. Όλα όμως άλλαξαν όταν αυτός αντιλήφτηκε την πρόθεση της κοπελίτσας. Τότε, και ενώ η κοπελίτσα ένα βήμα απείχε μόνον από τον αναμενόμενο να δημιουργηθεί ανάμεσα από τα δύο αυτολίκητα χώρο, ο ταξιτής μου σήιωσε το πόδι του από το φρένο, και το αμάξι μας κύλισε αντίς για πιο αργά πιο γρήγορα και πήγε και στάθηκε χιλιοστά μόνον από το μπροστικό μας όχημα, με μια ακρίβεια που μόνον ταξιτζήδες μπορούν να πετύχουν.
Το πρόσωπο του ταξιτή, έστρεψε για μια στιγμή προς την κοπέλα ώστε να απολαύσει το αποτέλεσμα της ενέργειάς του και αμέσως μετά γύρισε πάλι εμπρός. Το είδα να γελάει πονηρά και να λάμπει από μια ικανοποίηση και μια ευφροσύνη για αυτό που είχε πετύχει.
Η κοπέλα, που ενώ μέχρι τότε θεωρούσε δεδομένο ότι θα περνούσε ανάμεσα από τα  δύο αυτοκίντα, σταμάτησε απότομα μπρος στο απρόσμενο εμπόδιο, ξαφνιασμένη στην αρχή, ενώ γυρνούσε ενστικτωδώς και προς το μέρος του ταξιτή μου για να βρει μια απάντηση στην απορία της. Και αμέσως κατόπιν, αφούμ είχε δει τον ταξιτζή να την βλέπει με τρόπο που να καταλάβει αυτή ότι επίτηδες έκανε ό,τι έκανε, το ξάφνιασμα και η απορία της έγινε όλη ένας ανίσχυρος θυμός, ένα χαριτωμένο κάκιωμα εμφανίστηκε στο προσωπάκι της, και τα ματάκια της σκοτείνιασαν για λίγο, πριν αποφασίσει να τρέξει για να προλάβει να περάσει μπριστά  από το μπροστινό μας αυτικίνητο, που και κείνο ήταν ταξί.
Όλη η διαμάχη των δύο φύλων, όλο το δράμα και η κωμωδία της ανθρωπότητας, όλη η αντιπαλότητα του αρσενικού με το θηλυκό, παίχτηκαν σε εκείνη τη σκηνή του Θεάτρου που καθημερινά παίζεται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Η πιό ερωτική σκηνή που είδα ποτέ αυτή ήταν. Γιατί τι άλλο είναι ο έρωτας από μια έκπληξη;
Και οι δυο ηθοποιοί έπαιξαν τέλεια το ρόλο τους. Αν και μακριά ο ένας από τον άλλο, η μικρούλα βιάστηκε, και ο άντρας ικανοποίησε όσο ποτέ άλλοτε πλήρως το ένστικτό του.
Πολλές φορές σκέπτομαι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο πρώτος ανάμεσα στα ζώα αλλά ο τελευταίος. Θέλω να πω ότι όλα τα υπόλοιπα ζώα μέσα στα δισεκατομμύρια χρόνια της ύπαρξης αυτού του πλανήτη, έχουν περάσει από το στάδιο του ανθρωπου-της «λογικής»- και έχουν καταλήξει στο ένστικτο. Ζώα από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο. Πέρασαν από το στάδιο «σάπιενς» του είδους τους το καθένα, είδαν το άτοπο του εγχειρήματος και αποφάσισαν,ίσως και με τη θέλησή τους, να επιστρέψουν στην κατάσταση του ενστίκτου, κάτι που με την πρόοδο που είχαν κάνει στον τεχνικό τομέα δεν θα τους ήταν δύσκολο να επιτύχουν.
Χτες πήγα με την μελαχρινή φιολενάδα μου σε ένα ταβερνάκι και φάγαμε καλαμαράκια και μπακαλοιάρο σκορδαλιά. Δε γράφω ονόματα γιατί με διαβάζουν και δε θέλω να βλέπουν τα ονόματά τους εδώ, εσύ τις ξέρεις και τις δύο. Γυρίζοντας πήρα από ένα ζαχαροπλαστείο ένα κέικ με  σταφίδες. Αργά τη νύχτα, στο σπίτι, καθιστός στην πολυθρόνα μου, το πήρα και άρχισα να το τσιμπολογώ ψάχνοντας τις σταφίδες του. Το κέικ ήταν βαθύ καφέ και οι σταφίδες που περιείχε δεν ξέρω πώς, είχαν πάρει το χρώμα του κέικ, είχαν ποτιστεί με αυτό και δεν ξεχώριζαν. Έπρεπε να τις ψάχνω μία μία. Και πάλι όμως, και όποιαν έβρισκα, ήτανε λιωμένη και με δυσκολία ξεχώριζε από το γύρω ψωμί του κέικ, το οποίο δεν ήθελα να καταναλώσω. Με τη βοήθεια ενός πηρουνιού και αργότερα με ένα μαχαίρι που κατέληγε σε μια σουβλερή μύτη, σκάλιζα για πολλήν ώρα επιμένοντας να βρω έστω υπολείμματα σταφίδας. Φορές κάτι έβρισκα που έμοιαζε με σταφίδα. Το έτρωγα γιατι μου άρεσε. Και σιγά σιγά με την ιδέα ότι αυτό που έπιανα στο προύνιο μου κάθε φορά ήταν και λίγο σταφίδα, έφαγα όλο το κέικ!
Σκέφτηκα ότι το ίδιο γίνεται και με τη ζωή όπως με το κέικ. Πεινάμε και παίρνουμε το κέικ της ζωής ψάχνοντας για λίγη χαρά-για τις σταφίδες του που μας αρέσουν. Και δε βρίσκουμε τα μακρινά ταξίδια που θέλουμε να πάμε και πηγαίνουμε με το λεωφορείο μέχρι το διπλανό χωριό. Δε βρίσκουμε τα σχολεία που θέλουμε και φοιτούμε σε κάποια σκοταδιστικά καταγώγια. Δεν βρίσκουμε τη δουκειά που θέλουμε και δουλεύουμε όπου βρούμε για να κάνουμε κάτι. Οι ωραίες μαρκησίες  που ποθούμε δεν υπάρχουν και σμίγουμε με νοικοκυρούλες, αντίς για ηθοποιούς βρίσκουμε κάτι χαζοϋποκριτές και αντί για τραγουδιστές ξεφωνητάδες. Και δε βρίσκουμε φαγητά αλλά σκουπίδια, και δε βρίσκουμε σοβαρούς συνομιλητές αλλά λαϊκούς φωνακλάδες. Κα τρώμε το ψωμί του κέικ το αηδιαστικό και βαρυστομαχιάζουμε.
Και πασκίζουμε να κρατηθούμε στη ζωή όσο μπορούμε. Γιατί;
Μια μέρα ρώτησα τον παππού μου-τον πατέρα της μητέρας μου, τον άλλο δεν τον πρόλαβα, πέθανε από τη γρίππη το ’18- γιατί να ζούμε αφού μια μέρα θα πεθάνουμε. Γιατί διατηρούμε τη ζωή μας δείχνοντας ενδιαφέρον γι αυτήν και τόσο την νφροντίζουμε όσο μπορεί να κρατήσει.
Ο παππούς μου συχνά έφτιαχνε σαπουνόφουσκες με τη σαπουνάδα.  Μου είπε: όταν φυσάμε μια σαπουνόφουσκα, βάζουμε σ΄αυτό όλο τον χρόνο και όλες τις φροντίδες, ωστόσο θα σκάσει, το ξέρουμε καλά.
Ο Βαλπούλ είπε πως η ζωή είναι κωμωδία γι’ αυτούς που σκέφτονται και τραγωδία γι’ αυτούς που αισθάνονται. Είμαι από αυτούς που δρω με το συναίσθημα και όχι με τη λογική, γι αυτό και η ζωή μου είναι μια τραγωδία.
Στα έργα μου αυτή την τραγωδία παρουσιάζω φυσικά. Μιλώ για αισθήματα που βγαίνουν από τους κόλπους της ίδιας της ζωής και της φύσης. Και θέλω να πιστεύω πως αυτά που γράφω δεν ανήκουν σε καμιά συγκεκριμένη εποχή. Ανήκουν  στους ανθρώπους.  Γι αυτό λέω ότι πολλά από αυτά θα συγκινούν το ίδιο και τους ανθρώπους του μέλλοντος γιατί βγαίνουν από την ψυχή μου που είναι ένα κομμάτι της φύσης. Αν αυτό δεν συμβεί, θα είναι γιατί με βλέπουν σαν έναν άνθρωπο ενός άλλου σύμπαντος με διαφορετικούς ανθρώπους, ή γιατί δεν πέτυχα να εκφράσω αυτό που ένιωθα.
Αν συμβαίνει το πρώτο και οι άνθρωποι σήμερα δεν αρέσκονται στα έργα μου, αυτό συνβαίνει γιατί αυτά έχουν ρητά και έμμεσα αποκαλύψει τις πλάνες της ζωής .
Αυτά όμως δεν μπορούν να παλιώσουν. Η έκφραση, η φρεσλάδα και η νεότητά τους πάντοτε θα αναγεννιέται.
Και αν η τέχνη έχει ανακοινώσει μια ιδέα μιας και τη συνέλαβε, ο σκοπός της έχει επιτελεστεί. Και έτσι καθαρισμένη και απομονωμένη άπό κάθε ξένο στοιχείο, είναι αντιληπτή ακόμα καί σε μια νόηση αδύναμης δεκτικότητας καί ολότελα άγονη. Αυτό θα συμβεί λέω και με τα δικά μου γραφτά, στην αναλογία εννοείται του βαθμού της λογοτεχνικής αξίας τους.
Προχτές πήγα με μια παρέα σε ρεβεγιόν. Ο διπλανός μου στην παρέα περί τα μεσάνυχτα άρχισε να χασμουριέται. Όλοι το παρατήρησαν και άρχισε η συζήτηση για το χασμοπυρητό. ΄Όλοι είπαν χασμπυριόμαστε γιατό νυστάουμε. Γιατί όμως αυτό; Αφού είπε καθένας τη γνώμη του είπα κι εγώ τη δική μου. Που είναι η εξής. Όταν ο άνθρωπος ζούσε ακόμα σε ζωώδη κατάσταση, κοιμόταν σε σπηλιές ή στο ύπαιθρο μαζί με άλλους ομοίους του. Επειδή κινδύνευε να του επιτεθούν κατά τη διάρκεια του ύπνου του, πριν κοιμηθεί τα προειδιποιούσε ανοίγοντας το στόμα του για να δείξει τα δόντια του και έτσι να τα προειδοποιήσει για το τι τα περιμένει αν προσπαθήσουν να τον βλάψουν ενώ κοιμάται. Αυτή είναι η αιτία του χασμουρητού. Και αν χασμουριέται και μετά από κούραση ή ώρες ανίας, η αιτία είναι η ίδια, επειδή σε σέτιες καταστάσεις ο άνθρωπος έχει την τάση να κοιμηθεί. Η μεταδοτικότητα του φαινομένου και σε ζώα που δεν νυστάζουν την ώρα εκείνη,  σημαίνει ότι έχει ληφθεί το μήνυμα. Και δεν χασμουριούνται μόνον οι άνθρωποι, αλλά και πολλά πολλά άλλα ζώα. Και τα ψάρια μάλιστα περισσότερο, αφού μάλιστα είναι γνωστό ότι το μεγάλο  ψάρι τρώει το μικρό. Η ανακοίνωσή μου έπεσε στο κενό γιατί η παρέα μου δεν κατάλαβε αν μιλούσα αλήθεια ή αν αστειευόμουν. Και επειδή, όσοι ήσαν βέβαιοι ότι δεν αστειευόμουν, δεν είχαν ούτε αυτοί, λόγω αμορφωσιάς, τη δυνατότητα να εναντιωθούν εστω και ειρωνευόμενοι, το θέμα έληξε εκεί. Άλλη μια γνώμη μου που δεν αξιολογήθηκε καν. Μετά από αυτό όλοι άρχ ισαν να χασμουριούνται. Ή από την ανία που τους έφερε η εξήγησή μου ή επειδή κόλλησαν από τον χασμώμενο διπλανό μου.
Στην περίοδο της νομαδικής ζωής μου δεν πήγαινα στο θέατρο. Για δυο λογους που ο καθένας τους θα ήταν αρκετός να με αποτρέψει από αυτό.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι βρισκόμουν πάντα μακριά από θέατρα.. καθώς θέατρα υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις. 
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι απεχθανόμουν τα θέατρα όπως προυσίαζαν τις παραστάσεις τους. Και ο δεύτερος αυτός λόγος ισχύει και για σήμερα.
Οι επιθεωρήσεις τους, για να ξεκινήσω από το κατώτατο θεατρικό εν Ελλάδι είδος, ήταν ένα πανηγυράκι για μικρά ανόητα ακόμα παιδάκια. Προχειρότητες σκηνικές, προχειρότητες υποκριτικές, χοροί από μη χορευτές, επίδειξη γυμνού κρέατος, λεκτικές χυδαιότητες  που παρουσιάονταν σαν αστεία και που δυστυχώς ο κάθε ανόητος θεατής γελούσε. Ανυπόφορο.
Το δεύτερο είδος. Κωμωδίες ή δράματα ξένων συγγραφέων. Αδυναμία απόδοσης του νοήματος του έργου, υποκριτική εξεητημένη που έθαφτε κάθε καλό στοιχείο του προβαλλόμενου έργου, υπερβολές ή υποεκτιμήσεις στην απόδοση των ρόλων. Και εκείνες οι αταίριαστα δυνατές φωνές των ηθοποιών για να ακούγονται μέσα  στην αίθουσα ή για να καλύψουν την αδυναμία να υποκρίνονται, που κατάστρεφαν την όποια τυχόν προσπάθεια που οι ίδιοι αυτοί οι ηθοποιοί κατέβαλαν, επειδή οι δυνατές αυτές φωνές δεν μπορούσαν στις περισσότερες περιπτώσεις  να συνταιριαστούν με την απαίτηση του έργου τη στιγμή εκείνη. Και εκείνες οι κινήσεις των ηθοποιών οι συνεχείς πάνω στη σκηνή, προσπαθώντας να δώσουν ζωντάνια σε ένα έργο που οι ίδιοι σκότωναν κάθε στιγμή. Με ένα λόγο σνηνοθεσία επιεικώς οικτρή-αν θέλουμε να βρούμε μόνον έναν ένοχο. 
Το τρίτο είδος του θεάτρου, οι αρχαίες ή οι νεότερες  κλασσικές κωμωδίες ή τραγωδίες.  Εκεί πια, που οι απαιτήσεις είναι πολλαπλασιασμένες, η τραγικότητα της παρουσίασης του έργου ήταν τραγικότερη της τραγωδίας.
Η προσπάθεια «εκμοντερνίσεως» του κειμένου, όπου εγινόταν, θελιβερή. Αυτό κυρίως στις κλασσικές κωμωδίες, όταν πάσκιζαν να παρεμβάλουν ένα  ασοείο για σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις.
Η πιστή (υποθετικλα) αναπαράσταση του θεσμού του χορού στις αρχαίες τραγωδίες, παρέπεμπε στο ξέθαμμα του νεκρού για να γίνει καινούργια ιατροδικαστική εξέταση. Όσο βαθύς ήταν ο λόγος τότε, ποτέ δε συνταιριάστηκε σήμερα με τα κουνήματα των ηθοποιών του χορού πέρα δώθε που αντί να ζωντανέψουν, κοίμιζαν το ενδιαφέρον για ό,τι, σύμφωνα με τον μεταφραστή όμορφο έβγαινε από το στόμα του. 
Η μετάφραση, ακαταλαβίστηκη, το νόημά της χαμέμο μέσα στις προσπάθειες του μεταφραστή να αποδώσει πιστά, είτε μοκολεκτικά είτε παραφραστικά το αρχαίο κείμενο, που τελείωνε η φράση και προσπαθούσες να καταλάβεις το νόημά της, ενώ η επόμενη φράση είχε αρχίσει κιόλας. Αυτό, συνταιριασμενο με τις αταίριαστες πολλές φορές κινήσεις των ηθοποιών του Χορού, σε άφηνε έξω από το παιχνίδι και ήσουν πια όχι ένας θεατής αλλά γινόσουν ένας αποκωδικοποιητής κάποιου κακομαγνητοφωνημένου κειμένου. Και πια πάει όλη η ουσία του θεάτρου.
Βέβαια οι «θεατρόφιλοι» εκθείαζαν το κάθε φορά που έβλεπαν έργο γιατί ηχηρά ονόματα το υποστήριζαν, που αν δεν τα εκθείαζαν θα ήταν σαν να παραδέχονταν πως όλο το κάθε φορά θέαμα ήταν μια άρνηση κι ένα κενό. Λιτότητα. Να με τι θα ήταν δυνατό να υποκριθεί αξιόλογα ένα αρχαίο κείμενο. Σκηνικά όχι. Κινήσεις οι άκρως απαραίτητες. Πρόσωπα τα αυστηρά απαιτούμενα. Αν μάλιστα οι υποκριτές φορούσαν μάσκες, αυτό θα ήταν το τέλειο για την απόδοση του αρχαίου θεάτρου. Μα πώς, αφού είμαστε ανίκανοι να αιστανθούμε;
Γιωργία τρίτη μέρα Χριστουγέννων. Κάθομαι στο δωμάτιό μου χαζεύοντας την τηλεόραση. Είχα ξυπνήσει αργά. Είπα να γράψω κάτι. Μα τι;
Γύρω μου κατουρημένες χαρτοπετσέτες, στο πάτωμα οι φλούδες από το χτεσινοβραδινό πορτοκάλι. Παγωνιά. Φταρνίζομαι. Γιατί φταρνίζομαι όταν παγώνω, δεν το ξέρω. Σκουπίζω τη μύτη μου. Βγάει νερό.  Πρέπει να φορέσω τις κάλτσες μου. Όταν τα  πόδια κρυώνουν, κρυώνει όλο το λορμί έλεγε η μάνα μου.
Ξέρεις πώς φοράω τις κάλτσες μου; Με τη βοήθεια μιας βέργας. Θέλω να φιορέσω την κάλτσα; Κρατώ στο δεξί μου χέρι τη βέργα και με το αριστερό την κάλτσα από το πάνω της μέρος. Χώνω την άλλη άκρη της βέργας στην κάλτσα και σπρώχνω ώστε η ελαστικότητα της κάλτσας να δώσει το μέγιστο της διασταλτικότητάς της. Τότε λυγίζω το πόδι μου έως ότου τα δάχτυλά του να βρεθούν στο στόμιο της κάλτσας, και το σπρώχνω ώσπου να μπει ολόκληρο μέσα της. 
Η βέργα ακόμα με βοηθάει να σηκώνω πράγματα από το πάτωμα. Χαρτιά πεσμένα στο πάτωμα, μικρά αντικείμενα; Όλα τα σηκώνω με τη βοήθειά της. Την βοηθάει σ’ αυτό η σ υνεργασία της με τηνέξω πλευρά του δεξιού μου άνρου ποδιού. Φυλακίζω τα χαρτιά ή τα αντικείμενα ανάμεσά τους και με συνδυασμένες κινήσεις του ποδιού και του δεξιού μου χεριού που κρατάει τη βέργα, ρίχνω τα σκουπίδια στι καλαθάκι των αχρήστων και τοποθετώ τα χρήσιμα πράγματα πάνω σε κάτι που από εκεί μετά το παίρνω με το χέρι μου. Αν σκεφτείς ότι μερικοί ζωγραφίουν με τα πόδια, δεν έχεις λόγο να μην πιστέψεις όσα σου είπα για το σήκωμα αντικειμένων από το πάτωμα από μένα.
Υπάρχουν περιπρώσεις όπου το αντικείμενο δεν γίνεται να πιαστεί όπως σου περιέγραψα. Για τα κέρματα παίρνω μια κόλλα χαρτιού και την πετώ προς το αντικείμενο έτσι, που μια πλευρά του να περάσει κάτω από το κέρμα και αυτό να βρεθεί και να παραμείνει πάνω στο χαρτί. Κατόπιν με κινησεις των ποδιών τσαλακώνω το χαρτί με τρόπο που να γίνει αυτό η φυλακή για το κέρμα. Από εκεί και μετά εφαρμόζεται η μέθοδος των χαρτιών όπως παραπάνω. 
Κάνοντας έτσι δεν σκύβω, οποτε θα είχα προβλήματα με τη μέση μου κάθε φορά. 
Για να βοηθήσω τη μέση μου όποτε αναγκάομαι να είμαι όρθιος πλένοντας πιάτα ή ευρισκόμενος μπροστά στο νεροχύτη για κάποια άλλη δουλειά, στηρίζω το κεφάλι μου στο ντουλάπι, ελαττώνοντας έτσι την πίεση του βάρους του σώματος στη σπονδυλική στήλη. Στα ντουλάπια και στο ύψος
που φτάνει και ακουμπάει το μέτωπό μου, έχω κολλήσει από ένα σφουγγαράκι.
Όταν αναγκαστιοκά σκύβω, το κάνω εκπνέοντας ώστε η ενδοκοιλιακή πίεση να ελαχιστοποιηθεί με συνέπειες αγαθές για όλα τα ενδοκοιλιακά σπλάχνα.
Δεξιά μπυ όπως κάθομαι έχω ένα μεγαλο τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονται όλα σχεδόν τα υλικά και μικροαντικείμενα που θα μου χρειαστούν στη διάρκεια της μέρας: φάρμακα, υλικά για γράψιμο, ονυχονόπτες, ένας σουγιάς, το νερό της ημέρας, καθώς και τα βιβλία πρώτης ζήτησης. Κάνοντας έτσι όχι πως δεν σηκώνομαι από την καρέκλα πολλές φορές την ημέρα,αλλά δεν σηκώνομαι και κάθε δύο λεπτά. Και για να βοηθιέμαι στην κατοχή κάθε πράγματος πάνω από το τραπέζι όπου σ’ αυτό δεν φτάνει το χέρι μου, έχω πάλι τη θαυμάσια μου βέργα που  με βοηθάει σ’ αυτό. Γιατί το τραπέι έχει δυο φορές το μήκος του απλωμένου μου χεριού.
Για τα φάρμακα που παίρνω έχω ένα κινητό τηλέφωνο που το βάζω να χτυπάει για τη λήψη κάθε φάρμακου στην κατάλληλη ώρα. 
Το αλάτι κομμένο από  δίαιτά μου. Έτσι διατηρώ μια καλή πίεση και σφυρά λεπτά. Όταν θέλω να διασκεδάσω ρίχνω μια μέρα αλάτι στο φαγητό μου. Σε λίγες ώρες βλέπω τα σφυρά μου πρησμένα. Χαίρομαι που μπορώ να ελέγχω με αυτό τον τρόπο μία από τις αρρώστιες μου.
Ζάχαρη ακόμα επιτρέπεται να τρώω, φροντίζω μόνο να μην το παρακάνω. Όπως φριντίζω να μην τρώω λίπη και ό,τι τα περιέχει-τυριά, βούτυρα, σάλτσες άσπρες.
Γιατί στα γράφω όλα αυτά θα αναρωτηθείς. Να! Είναι που ζω μόνος μου και λείπει η γυναίκα που όταν πεθάνω θα έλεγε στους άλλους για παράδειγμα «του μακαρίτη του άρεσε ο αρακάς» ή «δεν είχε ποτέ βάλει μελιτζάνα στο στόμα του, δεν του άρεσε καθόλου». Είναι ένας τρόπος αυτος να ζεις για λίγον καιρό ακόμα αφού έχεις πεθάνει. Θα ήξερες εσύ αν δεν σου το έγραφα ότι στην οπισθία-έσω επιφάνεια του αριστερού ποδιού μου είχα σε όλη μου τη ζωή ένα λίπωμα μεγάθους ρεβυθιού;
Κάθομαι κοιπόν στο δωμάτιόμου και βλέπω στην τηλεόραση ανθρώπους που μπορούν να πηγαίνουν στις δουλειές τους γιατί ακόμα η θάλασσα δεν έφτασε μέχρι το κεφάλι τους, που χορεύουν στα χορευτικά κέντρα  γιατί η θερμοκρασία δεν ανέβηκε ακόμα πέντε βαθμούς πάνω από το σύνηθισμένο, που πετάνε με αεροπλάνα πριν η γη
(αυτή τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η σπιτονοικοκυρά. Μου έφερε ένα πιατάκι με κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μου ευχήθηκε τα χρόνια πολλά. Πού είσαστε; μου λέει, δεν σας άκουγα καθόλου ούτε τηλεόραση δεν άκουσα, ούτε τίποτα άλλο θόρυβο αυτές τις μέρες, είσαστε καλά; Θα μπορούσα να της πω πολλά, όμως τι να πεις όρθιος στην πόρτα για μισό λεπτό; Δεν με ρώτησε πώς γιόρτασα φέτος τα Χριστούγεννα. Θα της έλεγα πως τα γιόρτασα πολύ όμορφα με συντροφιά τα γραφτά μου και την ησυχία μου, ότι πάντως τίμησα και τη Χριστουγεαννιάτικη γιορτή εχονέας για δύο ημερόνυχτα το φως της εξώπορτας ανοιχτό. Ως για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, αυτό είναι στολισμένο από πρόπερσι. Και στην πόρτα μου είναι για το ίδιο χρινικό διάστημα στολισμένη με ένα κρεμασμένο πάνω της κατακόκκινο χρυσό πέταλο, τυλιγμένο γιορταστικά με μια φαρδιά, κατακόκκινη κι αυτή, κορδέλα .) Συνεχίζω: πριν λοιπόν η γη αποφασίσει να αλλάξει δρομολόγιο και να αρχίσει να στριφογυρίζει ανάποδα. 
Θυμάμαι στην Τρίπολη έναν άντρα που τον φωνάζανε Παπά. Ήταν βοθροκαθαριστής. Τότε υπήρχαν βόθροι. Και ευτυχώς που υπήρχαν κι αυτοί. Όμως γέμιζαν και κάθε τόσο ήθελαν άδειασμα. Ο βόθρος του σπιτιού μας ήτανε στην γούβα που είχε ανοίξει η νάρκη που σκότωσε το παιδί του σπιτονοικοκύρη μας-του Καρακούρτη. Και πάντοτε σκεφτόμουν πόσο άπρεπο έως ανήθικο ήταν που έφτιαξαν εκεί το βόθρο. Ελπίω να μην ήταν ιδέα του πατέρα του παιδιού.
Όταν λοιπόν ο βόθρος γέμιζε, φωνάζαμε τον Παπά. Αυτόν φώναζαν και οι γείτονες. Λέγανε πως το όνομά του ήταν Παπάς γιατί κάποτε ήταν παπάς αλλά κάτι έκανε και τον αποσχημάτισαν. Ηταν ένας κοντόχοντρος, γεμάτος, μυώδης, στρογγυλοπρόσωπος, φαλακρός τύπος. Ήταν αμίλητος. Όταν με κάποιον τρόπο ειδιποιούνταν να κάνει τη δουλειά, την έκανε χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να πιάνει κουβέντα με τους γύρω, χωρίς να τους κοιτάει καν. Τα μικρά και λαμπερά μάτια του έβλεπαν μόνον στον τενεκέ που χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει τα λήματα στο δρόμο για εκεί που τα πήγαινε για το άδειασμά τους,  και ύστστερα αντίστροφα καθώς επέστρεφε. Πολλές φορές είχα την εντύπωση ότι δεν ήταν έλληνας παρά κάποιος ξένος που είχε έρθει πριν, και για κάποιο λόγο είχε μείνει στην Ελλάδα και μετά τον πόλεμο. Μου ταίριαζε να σκέπτομαι ότι ήταν ρουμάνος ή ουκρανός.
Σαν να τον βλέπω μπροστά μου με τον τενεκέ γεμάτον στον δεξιό του ώμο, το δεξί χέρι στη μέση για αντίβαρο και με το αριστερό να κρατάει σταθερά στον ώμο τον τενεκέ, να πηγαίνει και να τον αδειάζει πού; Λιγα μετρα πιο πέρα, στο λεγόμενο «χωράφι».
Πού πλενόταν, πώς έτρωγε αυτός ο άνθρωπος; Και εμείς που όταν λερωθούμε από ένα λουλούδι πάμε και πλένουμε τα χέρια μας…
Η τρομερή πραγματικά αλλαγή στη ζζωή των ανθρώπων μέσα στα πενήντα αυτά χρόνια φαίνεται παντού.
Και στην ιστορία του Παπά που θυμήθηκα.
Ποιος θα έκανε έτσι αυτή τη δουλειά σήμερα;
Αλήθεια πολύ προσέχουνε την εξωτερική καθαριότητά τους οι σημερινοί άνθρωποι. Ας είχε την ίδια τύχη και η εσωτερική μας καθαριότητα.
Και ποιος ξέρει την ιστορία της ζωής αυτού του ανθρώπου; Μα και ποιος ξέρει την ιστορία της ζωής του ανθρώπου που έχει δίπλα του για χρόνια;..
Ξέρεις Γιωργία, σήμερα θα ήθελα να έχω εδώ τον πατέρα μου. Να είναι αυτός εκατόν δώδεκα χρόνων. Να γράφω εγώ εδώ στο κιμπιούτερ την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς και αυτός να κάθεται σε ένα σκαμνάκι πάρα πέρα και να κυβεντιάζουμε. Να λέμε καθένας όταν λέει κάτι ο άλλος «ναι! Κι εγώ έτσι σκέπτομαι!» ή «Ναι! Κι εγώ έτσι το βλέπω!». Η μόνη διαφορά μας να είναι τα χρόνια, αφανισμένη κι αυτή στην ουσία κάτω από το βάρος της ταυτότητας των σκέψεων και των ιδεών του πατέρα μου και μένα. Και είμαι σίγουρος ότι θα ήταν έτσι, γιατί στα τελευταία χρόνια της ζωής του οι συζητήσεις μας έδειχναν την ταυτότητα της ψυχής και του μυαλού μας. Ίδιες πράξεις, ανάλογα καθένας με την ηλικία του, ίδιες ιδέες, ίδιες ενέργειες κάτω από τις ίδιες αιτίες, ίδια παθήματα, ίδια αντίδρασή μας στις αντιξοότητες, όλα ίδια. Και πιά να πεθαίναμε μαζί, μιας και αλγεινή  θα ήταν η ζωή καθενός μας που θα έμενε ζωντανός, επειδή με κανέναν άλλον δεν θα γινόταν να συνυπάρξει αρμονικά.

Προπαραμονή πρωτοχρονιάς.
Χτες η σπιτονοικοκυρά μου μου έφερε όπως σου είπα σε ένα πιατάκι κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Και ήταν ανήσυχη γιατί για τρεις μέρες δεν άκουγε τηλεόρταση από το σπίτι μου, ούτε τους καθημερινούς θορύβους. Δεν ήξερε αυτό που ξέρεις εσύ.
Κι εγώ όμως αμέσως μετά στρώθηκα στη δουλειά. Συμμάζεψα όσους στίχους παιδικούς έχω σκαρώσει, πήρα και τα από μένα μεταφρασμένα ποιήματα Μεγάλων Αγγλοσαξώνων Ποιητών, και έδεσα ένα βιβλιαράκι με αυτά. Της το έδωσα σήμερα να το δώσει στον έγγονό της. Αν δεν έχεις διαβάσει χριστουγεννιάτικα ποιήματα του Έμερσον ας πούμε, της Ντίκινσον, της Ροσέτι, διάβασε. Θα χαρείς απλότητα και μεγαλείο.
Ο εγγονός της είναι το παιδάκι που όταν ακουω τη φωνή του ή τα βήματά του στη σκάλα, ή το κλάμα του, ή το τραγούδι του, σταματάω ότι κάνω και παραδίνομαι στη μαγεία που δημιουργεί μέσα μου το κάθε τι από αυτά. Και σου έχω πει πόσο σπάνια νιώθω αυτή τη μαγεία, επειδή όταν το παιδάκι θορυβεί, το σταματάνε όλοι αμέσως. Γιατί; Διότι «ανησυχεί το γιατρό»! Και πίστεψέ με, έχω πει και στη μαμά του παιδιοο και στη γιαγιά του, να το αφήνπυν να κάνει θόρυβο γιατί δεν με ενοχλεί αλλά τουναντίον με ευχαριστεί. Ανένδοτες αυτές. Νομίζουν ότι το λέω από ευγένεια! Τι τη θέλουμε λοιπόν τη γλώσσα αν  δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε; Άλλη μια απόδειξη πως στην Ελλάδα ο λαός είναι συνηθισμενος άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Ενώ εκεί ό,τι λέγεται αντικατοπτρίζει τη σκέψη του λαλούντος. Ουφ! Άντε να βρεις ποιο είναι το καλλίτερο από τα δύο.

Αν σου πω Γιωργία ότι επειδή η βρύση του μπάνιου μου έτρεχε με δύναμη απόψε συμπέρανα ότι θα έβρισκα εύκολα να παρκάρω το αυτόκίνητό μου, τι θα έλεγες;  Ότι είμαι ανόητος ή παράξενος ή φαντασιόπληκτος ή… ή… Έτσι δεν είναι; Ναι λοιπόν: για να έχει δύναμη το νερό, σημαίνει ότι πολλοί ένοικοι λείπουν. Επομένως κενές θέσεις θα υπάρχουν.
Και ένα τελευταίο για απόψε Γιωργία και ύστερα ύπνο-είναι μία τη νύχτα. Και με αυτό θα κλείσω το «Π» , το «ΝΟΜΑΣ 4». 
(30-12-18. Ώρα 12.30. Από τις χαραμλαδες της πόρτας μπαίνει και φτάνει λεως τη μύτη μου η μυρωδιά ζύμης βασιλόπιτας. Αυτή η μυρωδιά βούτυρου, αυγών χτυπητών, μαχλεποιύ. Ταυτόχρονα ακούγεται ο ήχος του χτυπήματος των ασπραδιών με το χειροκλίνητο μίξερ. 
Έζησα την ατμόσφαιρα των παραμονών πρωτοχρονιάς. Βρέθηκα νοερά στην κουζίνα μαί με τη σπιτονοικοκυρά, είδα τα χαρούμενα πρόσωπα γύρω, το στολισμένο δέντρο, τη γιορταστική ατμόσφαιρα Να μία πρακτική εφαρμογή της φαντασίας. Χωρίς αυτήν όχι μόνο δεν θα ζούσα, αλλά ούτε θα ευφραινόμουν. Φαντασία! Η σωτηρία μου και η καταστροφή μου.)

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

           ΧΤΕΣ
           
Χτες είχε η αγάπη γίνει φως
που μ'  όλα τα τριγύρω στέρια δένει
σαν ένα τόπι  ο ήλιος αλαφρός
ανάμεσα ουρανό και οικουμένη.

Χτες ένα σύννεφο ήταν η χαρά
ολάσπρο, ευτυχία πλημμυρισμένο
που κράταε στ'  ανοιχτά του τα φτερά
του δειλινού το ρόδο τ'  ανοιγμένο.

Χτες μία στάλα ήταν η ζωή
ωσάν αυτές που πέφτουν απ'  τα φύλλα
όταν του κρύου αέρα η πνοή
με φρίκη τα δονεί κι ανατριχίλα.

Της ύπαρξής μας χτες το μυστικό
στα πάνωθέ μας χάη εφανερώθη,
μας έγνεψε για λίγο θριαμβικό
και πάλι το σκεπάσανε οι πόθοι.

Χλωμή εχτές μια μάσκα από κερί
κρεμόταν απ'  του κόσμου το μπαλκόνι
κι έβλεπες ένα γέλιο να φορεί
και κάτω από το γέλιο της να λιώνει.
           ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
       
Μία κρυψώνα έχω βρει στου δάσους την απλάδα.
Δεν τηνε ξέρουν τα θεριά-δεν τηνε ξέρουν τ'  άγρια.
Το έμπα της μι' απόκρυφη κι απάρθενη σχισμάδα
κι ανόθευτα όλα μέσα της, κι όμορφα, και καθάρια.

Είναι φτιαγμένη από μικρά σφιχτόπλεχτα κλαδάκια
που στους χειμώνες θάλπουνε-στους καύσωνες δροσίζουν
και τη γεμίζουν λούλουδα και χαρωπά πουλάκια
που με τραγούδια κι ευωδιές κάθε γωνιά γεμίζουν.

Όταν του δάσους τα θεριά με παίρνουν στο κυνήγι
μες στης φωλιάς μου την κρυφή ασφάλεια φωλιάζω.
Εκεί η που τρέμει μου ψυχή με τ'  άνθια γλυκοσμίγει
κι εγώ όλα τότε τα στοιχιά και τα θεριά τρομάζω.

Και όταν έρχονται βροχές που φέρνουνε πλημμύρες
αντίς εγώ να πνίγομαι μες στα θολά νερά τους
στους κρυσταλλένιους κολυμπώ του άντρου μου λουτήρες
και στα νερά τους πνίγω εγώ πλημμύρες και θανάτους.

Και όταν θα  'χει των λαθών τελειώσει πια η σωρεία
και μέρα ο Χρόνος άλληνε δε θα  'χει να μετρήσει-
και όταν τη μεγάλη τους χάνοντας ευκαιρία
πλημμύρες κι άγρια και θεριά και τρόμοι θα  'χουν σβήσει,

τότε θα μπω μες στ'  άντρο μου, την είσοδο θα φράξω
και σκέποντας μ'  ακοίμητη φροντίδα τον καθένα
αχάλαστους κι αλώβητους κι αγνούς θα διαφυλάξω
τους σπόρους τους αλάθητους για την καινούργια γέννα.
 Ο  ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ  ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ

Χοπ!  Χοπ!  Χοπ!

Πηδήξτε και σεις τρεις φορές:
ανάταση πρόταση έκταση κάτω
επάνω και κάτω, δεξά αριστερά.

Χοπ!  Χοπ!  Χοπ! 
Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε σώμα ωραίο κι ευθύ
να φτιάξωμε σώμα γερό
ας τρέξωμε όλοι
ας φτιάξωμε όλοι ένα σώμα γερό.

Χοπ! Χοπ!  Χοπ!
Ας τρέξωμε όλοι και ας γυμναστούμε
να φτιάξωμε ακμαίο ένα σώμα
να φτιάξωμε σώμα ευθύ
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ωραίο
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
ας τρέξωμε όλοι
ανάταση πρόταση έκταση κάτω και κάτω και κάτω
ας δώσωμε όλοι
να φαν τα σκουλήκια ένα σώμα ευθύ
Χοπ!..Χοπ!..Χοπ!..
             ΜΑΣΣΑ

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το άνθος κόπηκε
η πηγή στέρεψε
το πουλί δίπλωσε τα φτερά
το τραγούδι σταμάτησε.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Το μαχαίρι άστραψε στον αέρα
το μαχαίρι χτύπησε στην καρδιά
το μαχαίρι δίπλα της πεσμένο.

Η Μάσσα κείται στο ψυχρό χώμα.

Η Μάσσα επρόδωσε
η Μάσσα επλήρωσε.

Η Μάσσα κείται δίκαια στο ψυχρό χώμα.
             ΣΕ  ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ

Σε ταφόπετρες να γράφουν τ'  όνομά τους τους είδα.

Έξω από την πόρτα του χελιδονιού
τα φτερουγίσματα πάνε χαμένα`
στην καρδιά το αίμα περισσεύει
και στην αγάπη το μίσος δε φελά.

Ο πιο ελαφρύς των θανάτων
στο ήπιο χαμομήλι ταιριάζει`
στη ροδιά ο θάνατος ο αντίστροφος
και στον απήγανο ο θάνατος ο τελευταίος.

Με σταγόνες ανεπαίσθητου ροζ
τα ονόματά τους να γράφουν σε ταφόπετρες είδα.

Αδιάκοπα μέσα και  πάνω τους σωρευόταν ο χρόνος
σε επάλληλα στρώματα
ώσπου κάτω του χάθηκαν.

Γη αταίριαστη με τη γη
αέρας αταίριαστος μα τον αέρα,
νερό αταίριαστο με το νερό
το κορμί τους έγινε.

Κι εγώ ατάραχους τους έβλεπα τ'  όνομά τους
σε ταφόπετρες βαριές αλαφρά να γράφουν.
                Η  ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.

Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.

Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.

Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών`
διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.
Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.

Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από  το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.

Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενηντατρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.

Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα`
φεύγει λίγο πριν  αυτά φορεθούν.

Σε αδιάφθορα πελάγη 
αδιάφθορη και κενή  ταξιδεύει
ανάμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.

Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.

Στι χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.

Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.

Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.

Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας
παραπλανητικός.
            ΤΟ  ΜΟΥΣΜΟΥΛΟ

Σύκα στο περιβόλι  και δαμάσκηνα
ρόδια και δίφορα λεμόνια
σταφύλια... αχλάδια ζουμερά...
φράουλες...

Μόνο τα ευαίσθητα
χνουδάτα
κλαδωτά
εύθραυστα μούσμουλα
λείπουν.

Πρώτα μας ήρθαν.
Κροτάλισαν ευγενικά πάνω στο δέντρο τους
εψάλαν τις γλυκές τους μελωδίες
κουβάλησαν
στο φως και στη διαφάνεια τους το καλοκαίρι,
φραγμό στην ίδια την επιβουλή τους
εβάλανε διαφράγματα ωχρά
τοποθετώντας τα με τακτ
τριγύρω στον καρπό
κι αφού μας επλημμύρισαν ανταύγειες
και μνήμες οσμηρές
κι επαναλήψεις
και συνέχειες
επαραχώρησαν τη θέση τους
σε όλα τ'  άλλα.

Ω!  Μούσμουλο συμπυκνωμενο
και ανέκφραστα θολό!
Ω!  Μούσμουλο
αβρό και στοργικό!
Ω!  Πρωτοβρόχι στης ζωής την ξέρα!
Ω!  Υπομονή στην άκρη της βροχής!
Ω!  Αδιάσπαστε, πικρέ
κολλώδη ήλιε της πρώτης καλημέρας!
Στο περιβόλι σύκα... φράουλες...
μα με το μύρο σου ολα  ανθούν
και με τη θύμησή σου όλα
δένουν και καρπίζουν.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όπως αυτούς που έκαναν εγκλήματα πολλά
ρίχνοντας μες στα μάτια τους φώτα τους ανακρίνουν
κι ο ιδρώτας από πάνω τους ατέλειωτα κυλά
και μέρα νύχτα νηστικους κι άϋπνους τους αφήνουν,

έτσι κι εμέ που αμάρτησα μες στη ζωή πολύ
μέρα και νύχτα ξάγρυπνο η δουλειά μου με αφήνει
κάποιος με τρόπο βάρβαρο συνέχεια μου μιλεί
κι ο ήλιος ανελέητα ο καυτός με ανακρίνει.
ΟΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΩΘΕΝ
RESTAURANT "EARLY WORLD" DOWNTOWN L.A.

Με βία ανασαίνουν
με βία περπατούν
στο RESTAURANT μπαίνουν
μαγκούρα κρατούν.

Μιλούν σαν να ψέλνουν-
τα μάτια ογρά-
αργά παραγγέλνουν
και τρώνε αργά.

Με τακτ κι αξιοπρέπεια
τους γύρω κοιτούν
σωστά, με συνέπεια
τα ρέστα μετρούν.

Κατόπι τη θύρα
διαβαίνουν δειλά
(τα μάτια τα στείρα
να βλέπουν ψηλά)

και παν και πεθαίνουν
με βήμα αργό
στο δώμα που μένουν
το κρύο και υγρό.

ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝ

Όσους κι αν γνωρίσω ανθρώπους
(γνωριμιές που παν χαμένα),
όλοι τους ή κι ένας ένας
κάτι θέλουν από μένα.

Τη στιγμή όμως την ίδια
κι ο θολός δικός μου ο νους
σίγουρα το δίχως άλλο
κάτι θέλει από κεινούς.

Μα ουτ’ εγώ τι θέλω λέω
ούτε αυτοί τι θένε λεν
κι όλος είμαι εγώ ένα «όχι»
κι αυτοί όλοι είναι ένα «δεν».

«Δεν» και «όχι» που ανοίγουν
τα ολομαύρα τους φτερά
και σκοτώνουν όποιας γνώρας
ελπιδότροφη χαρά.

Και για τον καιρό αφού πούμε
και για την πολιτική
στη μονιά του πάει καθείς μας
και ξανά μένουμε εκεί.

Και την κάθε μέρα έτσι.
Άρνηση γεμάτοι ζώντας
και τα «θέλω» του ο καθένας
μέσα του σφιχτά κρατώντας,

σ’ ένα μνήμα μπαίνουμε όλοι
μαύρο, κρύο και μοναχό,
με τα «όχι», νεκροθάφτη,
κι άξιον του τα «δεν» βοηθό.
ΤΟ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΗΣ

Λοιπόν δε θα πεθάνω από καρκίνο.
Ανεύρυσμα ένα διεκδικεί και κείνο
τ’ αχειροποίητα δικαιώματά του
στον τρόπο του αφεύκτου μου θανάτου.

Και λέει του Θάνατου: « Φίλε μου γεια σου!
Με μένα θα τελειώσεις τη δουλειά σου
γρήγορα, καθαρά, πολιτισμένα.
Όχι βρωμιές από έντερα σπασμένα,

όχι έδρες παρά φύσιν, καθετήρες,
και κατακλίσεις κι αναρροφητήρες,
όχι μηνών-χρονών ταλαιπωρίες
με σάκχαρα, κατάγματα, ουρίες…

Εγώ σε δυο λεφτά τόνε τελειώνω.
Σπάω κι ολοσχερώς τον ξεματώνω.
Και πια συ νικητής μέσα του μπαίνεις
και τον τρυγάς και στ’ άρμα σου τον δένεις

και τον τραβάς συρτόν στον άλλο κόσμο
που μέντα εκεί δεν έχει ούτε δυόσμο.
Και όλα αυτά σε δυο λεφτούλια μόνο,
Με δίχως αγωνίες, κραυγές και πόνο.

Μόνο θα νιώσει μες στο Κρύο να μπαίνει
και προς την Άβυσσο να κατεβαίνει
και μόνο θα σκεφτεί λίγο πριν σβήσει
πως δε θα ξαναδεί ηλίου δύση.

Οως συμφωνείς φίλε καλέ μου πες μου-
ανίκητες δεν είναι οι δύναμές μου;
Δες με! Ο αθέρας είμαι της αλκής!
ΕΊΜΑΙ ΤΟ ΑΝΕΎΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΉΣ!»
ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ ΠΥΡΕΤOΣ

Το στεντ μου στα λιανά του ορθώθη ποδαράκια
τα στήριξε γερά μες στις λαγόνιες αρτηρίες μου
κι άρχισε να ουρλιάζει μυξοκλαίγοντας:
«Θέλω τη μαμά μου!
Τ’ αδέρφια μου ζητάω μες στη γη
τα λεύτερα και τα ζωηρά.
Τις λίμνες τις απέραντες της πίσσας θέλω
και τη γρανίτινη σκληρότητα
των πατρικών μου πετρωμάτων.
Εδώ-τι ζέστα ειν’ αυτή;..
Κι αυτό το υγρό το πυρωμένο
που περιλούζει το παράξενο τώρα κορμί μου…
να είχε το χρώμα του χαλκού τουλάχιστον…
μα όχι, κόκκινο αγροίκο, κόκκινο ανάρμοστο σε μένα είναι κι αυτό
καθώς τα πάντα μέσα εδώ
σ’ αυτό το χώρο τον στενό κυλινδρικό
που απ’ ολούθε με κρατάει…
Θέλω τη μαμά μουουου!...»

Και λέω εγώ: «έχω πυρετό»
και λέει ο γιατρός μου: «ειν’ η αντίδραση
η αλλεργική
της ενδοπρόθεσης».

Όλα καλά.
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Αδυναμία δε νoιώθαν.
Μια πλήξη μόνο φορές φορές
αγέρωχοι για ό,τι εκάναν. Το μυαλό τους
καθόλου στροφές δεν είχε.
Όλα ίσια
σαν τη γραμμή που έφτιαχνε
στον ουρανό ανεβαίνοντας ο Πύργος.
Κι αγαπημένοι αναμεταξύ τους.
Με κοινά τα όριά τους όλα.
Χωρίς προκατάληψη.

Ώσπου μια μέρα κάτι γύρω τους εφύσησε.
Μικρό, απότομο και σιγανό ένα φύσημα
σαν τίναγμα φιδιού προτού πικρά δαγκώσει.

Τους άγγιξε παντού.
Το νoιώσαν μ’ όλες τις αισθήσεις τους.
T’ αυτί στον ξένο ετρόμαξε τον ήχο.
Το μάτι έκλεισε για μια στιγμή
σα μια θεάτρου αυλαία που είχε ανοίξει
και δε φανέρωσε θεατές,
ή καθώς φέρετρο
για να μη δείξει αποτρόπαιο κάτι.
tα κορμιά ερίγησαν. Και μες στο στόμα
η γλώσσα τους παράξενα συσπάστηκε. 

Όταν
αφού τους διαπέρασε
η πνοή εσβήστη
συνήλθαν ξένοι,
άγνωστοι,
εχθροί αναμεταξύ τους.
Με λέξεις ανυπότακτες.
Η ύπαρξή τους όλη ακατανόητη.

Και πλάι εκεί
αδημονία γεμάτος
ένας μισοτελειωμένος Πύργος.

Και σκορπίστηκαν σ' όλη τη γη.
ΣΑ ΛΑΒΑ

Σα λάβα υγρή κι έτσι ζεστή
δεκαπεντάχρονη μικρούλα
στέκεται μπρος μου αιδώ μεστή
χωρίς ψυχή-χωρίς φωνούλα.

Κι ως με θωρεί γονατιστή
τόσο γλυκιά κι έτσι αγνούλα
λες άλλης είναι οι μαστοί
που σει' του πόθου η τρεμούλα.

Κι εγώ κεντρίζοντας βαθιά
τ' άλογο που 'χω εντός μου
μ' όσα η σβησμένη της φωνή:
"πάρε μου" λέει και "δος μου",

λύνω την άσπρη της ποδιά
την ντύνω με το φως μου
και λεηλατώ και τη σοδειά
και το δεντρί του κόσμου.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

                 ΤΟ ΔΕΚΑΝΙΚΙ

Πολλή δουλειά στο μαγαζί εκείνη την ημέρα.
Μέχρι που κλείσανε δε στάθηκαν.

Κλείνοντας,
«σήμερα πήγαμε καλά», της είπε.

Κι αυτό αλήθεια έπρεπε να ειπωθεί
ώστε το μερτικό της κι η συνήθεια να ’χει,
μα κι η καθημερνότητα να ευμενιστεί
έτσι που
ύστερα απ’ το γύρισμα στην πόρτα του κλειδιού
να δοθούν ελεύθερα στον έρωτα
που υπομονετικά περίμενε
να μαζευτούνε κάμποσες χιλιάδες στο συρτάρι. Γιατί,
ο σοφός,
καλά γνωρίζει πως το χρήμα
του είναι δεκανίκι απαραίτητο-
έτσι που η κοινωνία τον έχει καταντήσει-
για να πορευτεί.
Η EPHMΊAΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

Άδειασε η πολυκατοικία-
πού πήγατε όλοι;
Ακόμα κι ο κυρ-Παναγιώτης
λείπει απ' την πόλη.

Φως πια δε φέγγει ούτε ένα
στις χαραμάδες.
Φύγαν παιδιά, φύγαν πατέρες,
φύγαν μαμάδες.

Σιγά τις σκάλες ανεβαίνω,
μην ένα χτύπο,
μη μια φωνή κάποιαν ακούσω
έστω απ’ τον κήπο.   

Όμως κανείς δεν αγροικιέται.
Πού έχετε πάει;
Το πόδι σας ποιο τάχα χώμα
τώρα πατάει;

Μα δε φελάει όποια σκέψη.
Κι ως ανεβαίνω
τα βήματα μου λες μετράω
σε σπίτι ξένο.

Και όταν παίρνω το μολύβι
και κάτι γράφω
μοιάζει σταυρούς σα να χαράζω
πάνω σε τάφο.
ΠΡΩΙ ΣΤΗ FALLBROOK MALL

Ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια
που έβγαλε σωρό από την τσάντα.

Άσπρη ανάμεσα στις κόκκινες καρέκλες και σοβαρή
ταχτοποιούσε μπλε και κίτρινα χαρτάκια.

Το BREAKFAST διπλωμένο πάνω στο τραπέζι
κι αυτή έβαζε σε τάξη τα χαρτιά.

Όταν τελείωσε ήρθε ένας εξηντάρης
κοκκινοπρόσωπος
με ένα καφέ ριγέ κουστούμι
κρατώντας στο ’να χέρι τον καφέ
και τ’ άλλο έχοντάς το μες στην τσέπη
και την πήρε.

Ο ΧΟΡΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΤΗΚΕ

Πόσο να χόρευε θα ’θελε απόψε…
στην πλατειούλα τη στενή εκεί
που μια μικρή ορχήστρα ετραγουδούσε…

Μα η ντροπή…

Να πηδά στο ρυθμό της ανάπνιας του
στου αιμάτου του τα κύματα να ταξιδεύει
στα τινάγματα των μούσκλων του ν’ αφήνεται…
Να γίνει ένα με της θάλασσας το βόγγο,
με του Συμπάντου την κλαγγή να στοιχιστεί,
να στείλει σήματά σ’ αδέρφια του στους κόσμους του απείρου-
για μια στιγμή να ξαναγίνει εκείνο που τον έκαμε
και τον πηγαίνει
και τον καρτερεί…

Μα η ντροπή…

Τουλάχιστο έφυγε από κει
με όλο του το είναι ανταριασμένο.
Στον κόσμο της ντροπής
αυτό μετράει κάτι λίγο.
ΑΓΙΟΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ

Το Εικονοστάσι.
Με το αυστηρό του Αγίου πρόσωπο.
Κάθε Βράδυ το Καντήλι του αναμμένο.

Μητέρα
με Ωδίνες μεγάλες
σα το Πεπρωμένο να γεννούσες
τόνε γέννησες;

Τα Μάτια σου, όταν τον πρωτοείδαν,
πες μας,
ήταν σαν το Πανάρχαιο να κοίταζαν;
σαν στο Βαθύ έμοιαζαν να χάνονται,
που πίσω του πολύ,
είχε
για να 'ρθει εδώ
αφήσει;

Κι όταν για πρώτη του φορά κοιμήθηκε,
μη δίπλα του ξαγρύπνησες να δεις
και να μας πεις
ποιου τάχα Χρέους πνοή
στ' όνειρό του ήρθε και
σαν Μοίρα,
την Αγιοσύνη τού όρισε
και το Μαρτύριο;                       
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Αφού περίμενα
περίμενα
περίμενα
και δεν ήρθες

πήρα τηλέφωνο
τηλέφωνο
τηλέφωνο
μία φίλη

κι ότι θα μου ’δινες 
θα μου ’δινες
θα μου ’δινες
με το ζόρι

αυτή μου το ’δωσε
μου το ’δωσε
μου το ‘δωσε
μ’ ένα ρόδο.
ΑΛΙ

Ξέρω κάτι τι
ξέρω κάτι
για την ακριβή
την αγάπη.

Ξέρω κάτι τι
κάτι μέγα
που ούτε οι σοφοί
δε θα λέγαν.

Θλίβει και πονά
και τρομάζει
και τα ιδανικά
όλα σκιάζει.

Όμως θα το πει
τούτη η πέννα
δίχως να σκεφτεί
ούτε εμένα.

Κλείσετε το νου
 να μη νιώσει
το φριχτό παντού
μην προδώσει.

Κι αν το μάτι δει
τα γραμμένα
κάποιος ας του πει
πως ειν’ ψέμα.

Γιατί η καλή-
ζωή να ’χει-
η αγάπη-αλί!
δεν υπάρχει.
Η ΣΑΥΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
 που μέρες νηστική μένει η καημένη,
για να τραφεί μονάχα περιμένει
μέσα στου καύσωνα τη λαύρα πύρρα,
από μιας θύελλας την αμμοπλημμύρα.
Γιατί με όλα τ’ άλλα είναι ξένη
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
που μέρες νηστική μένει η καημένη.
Κι έτσι αφού της έγραφε η μοίρα,
Στην έρημο, απ’ την πείνα ρημαγμένη
το κρύο της μ’ αυτά για να θερμαίνει
τρώει νεκρά κορμιά-της ζήσης φύρα-
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα...
ΔΕ ΔΥΝΑΣΑΙ

Την κατάρα βρόντησες κι έβρεξες οργή-
’πανωτές οι συφορές κι η γαλήνη αργεί.
Ρίξε κι άλλον κεραυνό-ρίξε αστροπελέκι
το κορμί που ρήμαξες στο ’να πόδι στέκει.

Ρίξε κακοβούλητε! Ρίξε και τη μαύρη
τη ζωή μου ρήμαξε. Μα ποτέ δε θα 'βρει
δίκιωση η κάκια σου: κι αν θα μ’ εξοντώσεις
ένα πράγμα μόνο συ δε θα μου σκοτώσεις:

Πέρασα από δω κι εγώ! Πέρασα κι εγώ!
Λυώσε με-τα ίχνη μου θα 'ναι πάντα εδώ!
Κι όλους αν τους κόσμους σου πύρινη τους φτιάξεις
λάβα καί τον κόσμο μας τονε ξαναπλάσεις
μόριο από τη λάβα σου θα ’μαι για να σκάσεις-
μ' έπλασες-δε δύνασαι πια vα με χαλάσεις.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Ο
ΝΟΜΑΣ  3
Ξέρω μια γειτόνισσα που ζει πολύ κοντά μου. Kαμιά φορά όταν συναντιόμαστε έξω χαιρετιόμαστε. Είναι κοντή, άδολη, φοβισμένη, και γλυκιά σαν ζάχαρη. Δεν ξέρει ότι είναι ωραία και ούτε ;oτι με έλκει. Είναι παντρεμένη και έχει ένα παιδί εφτά χρονών. Κάθε που τη συναντώ καίγομαι από την επιθυμία να της κάνω γνωστό πως μου αρέσει. Προχτές την είδα να στέκει καταμεσίς στην πλατεία ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που περπατούσε εναγύρω, σαν κάτι να περίμενε. Έκανα πως δεν την είδα. Με την εικόνα της στο μυαλό μου προχώρησα φτάνοντας μέχρι το τέλος του δρόμου. Γυρίζοντας πίσω, αυτή στέκονταν στο ίδιο μέρος κρατώντας την ζακετούλα της στην αγκαλιά του δεξιού της χεριού και αφηρημένα κοιτάζοντας πέρα. Αυτή τη φορά υπέκυψα  στην επιθυμία μου να της μιλήσω, να απολαύσω από κάπως κοντά την μαγική της ομορφιά. Πλησίασα. Γεια σας. Με αντιχαιρέτισε. Πώς έτσι μόνη; Της είπα. Ο γιος μου παίζει ποδόσφαιρο, μου είπε δείχνοντάς μου την απέναντι πλευρά του δρόμου όπου έπαιζαν αυτοσχέδιο ποδόσφαιρο κάποια παιδάκια, και ο άντρας μου συζητάει. Και μου έδειξε στη γωνία του δρόμου τρεις άντρες που συζητούσαν.
Δε χόρταινα να τη θωρώ. Μα αν συνέχιζα την κουβέντα θα προδινόμουν. Γιατί θα έδειχνε πως κάτι άλλο με έσπρωξε σε αυτό παρά η πρόθεση να την βοηθήσω αν κάτι της συνέβαινε στέκοντας μόνη στη μέση του δρόμου. Ούτε το ύφος μου θα μπορούσε να κρατήσει την εικόνα του απλού ενδιαφέροντος προς μια γειτόνισσα που βρέθηκε ίσως σε κάποια δύσκολη στιγμή. Εκείνο που καιγόμουν να της πω είναι: εσείς περιμένετε  αντί να περιμένουν εσάς άλλοι; Αυτό το αθώο μόνον. Το οποίο θα φαινόταν σαν να ήταν ένα κομπλιμέντο, όμως δεν μπορεί παρά να είχε παρατηρήσει τόσα χρόνια που συναντιόμαστε το βλέμμα μου όταν την κοιτούσα, που ήταν γεμάτο θαυμασμό γι αυτήν, και, έστω και χωρίς να είναι βέβαιη, θα συμπέραινε πως θα ήθελα κάτι παραπάνω λέγοντας αυτό. Έτσι της είπα απλά και γελοία σαν αστείο: «και δεν πάτε να παίξετε και σεις μαζί με τον (και της είπα το όνομα του παιδιού της).
Γέλασε , γέλασα βλακωδώς και αποχώρησα αφήνοντας την να την βλέπουν απαθώς οι περαστικοί, που ιδέα δεν είχαν για το τι έκρυβε αυτό το βλέμμα, αυτή η ντροπαλότητα, αυτό το χαμόγελο, αυτό το κορμί.
Γιατί το έκανα αυτό; Ντράπηκα; Όχι. Χίλιες φορές όχι. Δεν θεωρώ ντροπή να δείξεις σε μια γυναίκα ότι σου αρέσει. Γιατί τότε δεν της είπα αυτό που ήθελα; Έκατσα και το σκέφτηκα το βράδυ στο σπίτι μου, το τόσο κοντά τά με το δικό της. Δεν της το είπα επειδή αυτή θα το έλεγε  στην μητέρα της,  και από αυτήν θα το μάθαινε όλη η γειτονιά. Συνέπεια αυτού θα ήταν  να βλέπω από κει και ύστερα όλους αυτούς (την μανάβισσα, την  ζαχαροπλάστισσα, τα κορίτσια του βιβλιοπωλείου, τους γείτονες περαστικούς), να χαμογελούν ειρωνικά όταν με βλέπουν.
Αν δεν ντρεπόμουν για ό,τι θα είχα πει, θα ντρεπόμουν ίσως από τη στάση όλων αυτών;  Όχι, δεν θα ντρεπόμουν ούτε από όλα αυτά. Θα θύμωνα μόνον με την ιδέα όλων αυτών ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι για αυτό που είπα. Πράγμα φθοροποιό.
Αφού λοιπόν ούτε γι αυτό θα ντρεπόμουν, γιατί δεν το είπα; Γιατί δεν έκανα εκείνο που ήθελα;
Δεν συνέχισα την παραπέρα ανάλυση του θέματος. Σκέφτηκα πως έπραξα έτσι επειδή δεν ήθελα άνθρωποι που ως τώρα ήσαν τουλάχιστον ουδέτεροι απέναντί μου, τώρα να με περιγελούν. Όχι ότι θα με περιγελούσαν, μα επειδή το περιγέλιο τους αυτό θα επηρέαζε τη ζωή μου μαζί τους-στην κοινωνία.

Μα τι είναι η ντροπή;
Μήπως είναι ένα είδος λύπης ή ταραχής πού προέρχεται από πράξεις πού φαίνονται ότι οδηγούν στην ανυποληψία; Ναι, λένε οι φιλόσοφοί μας, αυτό είναι ντροπή.
Και μήπως ή ντροπή είναι η ιδέα ότι χάνουμε τήν υπόληψή μας, επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων παρά μόνο για κείνους πού τον υπολήπτονται, και άραγε ντρεπόμαστε τά πρόσωπα εκείνα πού εκτιμούμε;
Και αν είναι έτσι, η αναισχυντία τότε δεν είναι η περιφρόνηση και η αδιαφορία γιά τις ίδιες αυτές πράξεις;
Νομίζω πως ακριβώς αυτό είναι που λέγεται ντροπή. Και το αντίθετό της: η αναισχυντία.
Μα εδώ ορίζουμε μόνον ποιοι νιώθουν ντροπή και ποιος είναι ο μηχανισμός της παραγωγής της.
Θα ήθελα να μου πει όμως κάποιος ΓΙΑΤΙ πρέπει να υπάρχει αυτό το αίσθημα και γιατί οι άνθρωποι πρέπει να το υπηρετούν.  Και αυτό όχι για λόγους περιέργειας, μα για να γνωρίσουμε τη φύση και υην πηγή του και να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε, να το υποτάξουμε,  να το κάνουμε συμβατό με μια υποφερτή ωή. Μα ποιος θα μπορούσε να εισδύσει στα απόκρυφα της ύπαρξης και να κάνει κάτι τέτοιο;  Η επιστήμη φυσικά όχι. Μερικοί ελπίζουν ότι η φιλοσοφία θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτπιο, όπως κι εγώ νόμιζα παλιά. Μα η καημένη η φιλοσοφία ποτέ δεν θα γίνει σοφία. Θα μένει πάντα φίλη της σοφίας, όπως φίλοι και όχι εραστές μένουν για πάντα οι ερωτευμένοι που δεν έχουν τα προσόντα για την κατάκτηση του ινδάλματός τους. Και οι αδαείς είτε οι ευκολόπιστοι θα παρακολουθούν τη φιλοσοφία από κοντά ελπίζοντας στο θαύμα,ενώ οι φιλόσοφοι θα φιλονικούν μεταξύ τους για ανόητα ή για ακατανόητα θέματα, κάπως όπως ερίζουν ανατολική και δυτική Εκκλησίες για το Filioque. Θα ψάχνουν δηλαδή αιώνια να δώσουν υπόσταση και οντότητα σε ένα πλάσμα της φαντασίας τους, να λύσουν ένα πρόβλημα που μόνο για να ασχολούνται με αυτό έχουν οι ίδιοι θέσει.
Έτσι κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Οι φιλόσοφοι αρκούνται, μην μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο, να διαπιστώνουν ότι αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου. Αν αυτό μόνο έχει να μας πει η φιλοσοφία, δεν ωφελεί. Θέλαμε μια φιλοσοφία που να μας πει ποια αναγκαιότητα επιβάλλει αυτή την τραγικότητα. Θέλαμε μια φιλοσοφία που να ανακαλύψει δρόμους, που για να τους περπατήσουμε δεν θα πληρώνουμε για διόδια τη χαρά της ζωής μας. 
Αυτό ποτέ δεν θα γίνει. Θα είμαστε για πάντα γεμάτοι με ντροπές και ενοχές από τη γέννα κι ως το θάνατό μας.
Η σεξουαλική επανάσταση του 1960 στην Αμερική, που στην Ευρώπη πήρε τη μορφή της επανάστασης του Μάη του 68 στο Παρίσι, για λίγο μόνο διάστημα μπόρεσε να δίνει καρπούς. Τα παιδιά εκείνων των επαναστατών ξαναγύρισαν στη ντροπή τους και τα εγγόνια τους φτάσανε στο άλλο άκρο-να ενοχοποιήσουν τη σεξουαλικότητα ως τα πιο αθώο της σημείο. Σήμερα αν πεις σε μια γυναίκα ότι έχει όμορφα μαλλιά, μπορείς να βρεθείς στη φυλακή.
Τα ζώα μπορούν να φλερτάρουν, οι άνθρωποι όχι. Οι απαγορεύσεις του Νόμου ή της Ηθικής, έχουν επιβάλει μια συμπεριφορά που είναι να λυπάσαι γι αυτήν τους ανθρώπους.
Φοβάμαι πως αν με ρωτήσει καμιά φορά η γυναίκα αυτή «θέλετε τίποτα γιατρέ;», θα της απαντήσω «ναι, μια νύχτα μαζί σας». Και τότε Γιωργία δεν θα με χωράει η Ελλάδα.
Και βέβαια αυτό είναι ένα παράδειγμα  ντροπής. Υπάρχουν αναρίθμητες πράξεις ή παραλείψεις, ένεκα των οποίων ο άνθρωπος νοιώθει ντροπή. Μα η ντροπή του έρωτα είναι που βασανίζει τον άνθρωπο ολοζωής.
Του έρωτα… Τι φασαρία που κάνουμε για τον έρωτα! Γέννα, μεγάλωμα, πόνοι, κακουχίες, μπερδέματα, μίση, πόλεμοι, κλοπές, ατιμίες, υποκρισία, και όλα αυτά ώσπου (κι για) να μπορέσουμε  να βάλουμε το σπέρμα μας στο χώμα να καρπίσει. Σ’ αυτό μας σπρώχνει η ζωή και όταν το πετύχει, τότε ησυχάζουμε και μεις και λέμε ότι κάναμε το καθήκον μας πάνω σ’ αυτή τη γη. Και ας φωνάζει και ας επαναστατεί το πνεύμα πως όλα τούτα είναι μια παράλογη ενέργεια, γιατί και γι αυτό υπάρχει ο πειστικός αντίλογος «η σάρκα ξέρει», και ας έρχονται στιγμές που φωτίζεται η νύχτα μας από την αστραπή που όλα ξεκάθαρα τα δείχνει, γιατί και γι αυτό έχουμε βρει τη λύση υποσυνείδητο, τίποτα δεν μας συγκρατεί. Το αντίθετο: όλα μας σπρώχνουν στην κατάρα του έρωτα. Και βλέπουμε τα δέντρα να γεννοβολάνε κάθε χρόνο εκατομμύρια σπόρους το καθένα και λέμε περιφρονητικά «φυτά, τι περιμένεις, ούτε να τρέξουνε μπορούν, ούτε να κλέψουνε ή να σκοτώσουν, ούτε επιστήμες έχουνε ή φιλοσοφία, αφήνονται σε όλα» και λέμε «πάντων μέτρον άνθρωπος» και ούτε κοκκινίζουμε λέγοντάς το λες και μεις δεν κάνουμε το ίδιο. Και το ερυθρό όλο το καταναλώσαμε στην έξαψη του έρωτα και βλέπουμε την πέτρα και την οικτίρουμε την  «άζωη», την «θλιβερή», το «πράγμα». Και όλα αυτά χωρίς ντροπή και μάλιστα με οίηση και υπεροχότητα.
Τι να σου πω Γιωργία για τη νομαδική ζωή μου για είκοσι εφτά χρόνια; Όλα ίδια.Το σκηνικό άλλαζε μόνον λόγω μεταθέσεων. Αλλιώς τα ίδια: Πειθαρχία, στρατιωτική ζωή που σημαίνει μακριά από τον κόσμο, στρατός ανοργάνωτος, αξιωματικοί δυστυχείς, στρατιώτες ταλαίπωροι, γιατροί ελλιπείς, και όλοι αυτοί γεμάτα παρωπίδες που τους εμπόδιζαν να βλέπουν ένα γύρω και μόνον έβλεπαν μπροστά τους το σανό και το φόρτωμα.
Στη Μυτιλήνη μόνή τα πράγματα ήσαν υποφερτά γιατί εκεί γνώρισα το Βουνάτσο και τα κομμουνιστικά παιδιά όπως σου έγραψα γι αυτά.
Τι άλλο να σου έγραφα για τη ζωή στο στρατό; Είναι γνωστή σε όλους.
Έτσι η εξιστόρηση γεγονότων της ζωής μου είναι μία αφορμή για να εκθέσω σε σένα μερικές από τις παλιές ή καινούργιες σκέψεις μου για διάφορα θέματα. Γιατί και αν ονομάσεις απομνημονεύματα αυτά που τούτο τον καιρό σου γράφω, εντούτοις δεν περιμένεις βέβαια να γράψω όλα όσα θυμάμαι, γιατί τότε δε θα με έφταναν δέκα ζωές για να αναφέρω μόνον τα ενθυμήματα της μιας μου από αυτές. Ο άνθρωπος δεν γράφει ό,τι έκανε, αλλά κύρια ό,τι μονάχα σκέφτηκε, Και η ζωή κάποιου δεν είναι ια παθήματα, οι διασκεδάσεις και οι πράξεις του, αλλά κύρια οι σκέψεις του. Και ύστερα από αυτά, ο θάνατός του.
Για το θάνατό του όμως δεν μπορεί να γράψει κανείς γιατί κανείς που πέθανε δεν μπορεί να γράφει.
Τι είναι η ζωή θα μάθει καθένας την ώρα του θανάτου. Τότε, τις στιγμές εκείνες, όταν τα πράγματα θα χάνονται από τα μάτια μας χωρίς να έχουν καθόλου βγει από το οπτικό μας πεδίο, τη στιγμή που  δεν θα μπορούμε να σταθούμε όρθιοι χωρίς η γη να έχει χαθεί κάτω από τα πόδια μας, όταν η ανάσα που παίρνουμε θα ξέρουμε ότι είναι η τελευταία, όταν θα απλώνουμε το χέρι όχι για να πιαστούμε από κάπου αλλά για να το δούμε να εξαφανίζεται μαζί με τα άλλα μας κομμάτια έτσι απλά, χωρίς την ενέργεια κάποιας δύναμης ή κάποιου ταχυδακτυλουργού, τότε, όταν θα αυτοδιαλυόμαστε στο νου και στα μάτια και στη βαθιά ουσία μας μπροστά, τότε, αυτή την τελευταία στιγμή της ζωής μας, θα χαμογελάσουμε με μια πρωτόφαντη κατανόηση, και θα προλάβουμε να σκεφτούμε «αυτό ήταν λοιπόν», και το χαμόγελο και η σκέψη μας αυτή δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν όσο ακόμα αιστανόμαστε, αλλά στη μέση θα αφεθούν κομένα κι αυτά μαζί με μας- τα πρώτα σοφά μας αυτά κατορθώματα- από το μαχαίρι που χωρίζει στα δυο τελεσίδικα και αμετάκλητα τον έρωτα από την αυθυπαρξία, την ανάγκη από την αφθονία, την έκπληξη από το αυτονόητο, το μηδέν μας από το μηδέν.
               ΔΟΞΑΖΩ

Οικτίρω αυτούς που σκύβουνε μ'  ευλάβεια πάνω σ'  ένα
σταυρό ξυλένιο που κρατά πάνω του καρφωμένα
τ'  άσαρκα πόδια του Χριστού και τα ισχνά του χέρια.

Οικτίρω όσους ορκίζονται στα ερωτικά τους ταίρια.
Οικτίρω όσους αγγίζοντας στο χώμα τη μουσούδα
μετάνοιες κάνουν στον Αλλάχ ή στο γιγάντιο Βούδα.


Οικτίρω όσους τ'  απάνθρωπο το χρήμα προσκυνάνε
κι όσους της δόξας τις κορφές να φτάσουνε ζητάνε.
Οικτίρω αυτούς που προσκυνούν, λατρεύουνε και υμνούνε

κάτι ανθρώπινο` ή αυτούς που τη ζωή περνούνε
προσφέροντας αρώματα ή λίβανον ή κνίσσαν
σε είδωλα που άνομων θνητών τα χέρια στήσαν.

Και τον υγιό της μάνας γης της άδολης δοξάζω
και τους θεούς όλους μεμιάς θυσία εμπρός του σφάζω-
και τον υγιό της μάνας γης τιμώ εγώ εκείνον

που αίνους στέλνει εκστατικούς στη μυρωδιά των σκίνων,
που προσκυνάει ένα μικρό του δρόμου πετραδάκι
κι ευλαβικά προσεύχεται στου κάμπου το ρυάκι.
             ΤΗΣ  ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Εστόλισε το χωλ
στ'  ανθοδοχείο έβαλε άνθη ευαισθησίας
εγέμισε το σκρίνιο εγκαρτέρηση
με άνοιξης χρώμα έβαψε τους τοίχους.
Έβαλε κάτω απ'  το χαλί
κάτι σκουπίδια αδιαφορίας που ξεφύγανε
από το πρωινό το σκούπισμα
και βάλθηκε να περιμένει ακίνητη
κοιτάζοντας το δρόμο.

Μια δυο φορές της φάνηκε πως έμοιαζε.
Μα ήτανε της φαντασίας.

Αργά το βράδυ τ'  άσκοπα εμάζεψε στολίδια
και αμίλητη
έσβησε το φως
ξάπλωσε στο κρεβάτι και κενό
το βλέμμα της εκάρφωσε στη νύχτα.
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ

Ο κόσμος είναι σίγουρο
δε θα καταστραφεί.
το τελευταίο ποίημα
αν πρώτα δε γραφτεί.

Την ύπαρξή του ο κόσμος μας
λοιπόν τηνε χρωστάει
στους ποιητές-αν λείψουνε
αυτοί κι εκείνος πάει.

Γι αυτό μην τους πιέζετε
και βιαστικοί μην είστε
μόνο να τους φωνάζετε:
"αργήστε φίλοι! αργήστε!"
ΘΑ ΨΑΞΩ

Θα ψάξω να 'βρω ποια βουκέντρα,
ποιος λόγος να 'βρω μυστικός, 
ανάγκη ποια κεντάει τα δέντρα
κι αυτά υψώνονται στο φως.

Ποιο στου πουλιού το αιθέριο σώμα
το σαν ιδέα ελαφρό
την εντολή χαράζει στόμα
και πλέει το σκάφος το μικρό.

Βαθιά στου νου μου τις σελίδες
ποια βιά θα ψάξω-ποια ορμή
βορά στης ζήσης τις λεπίδες
ρίχνει του ανθρώπου το κορμί.

Και μες στη μήτρα των αιώνων
που τη δονούν μύριοι αχοί-
στη Νύχτα, θα 'βρω όλων των Πόνων
και κάθε Ανάγκης πρωταρχή.
Η ΕΞΟΦΛΗΣΗ

Χρονια στην πλάτη σου με κουβαλάς
και, γη μου, αγόγγυστα με σεργιανίζεις. 
Για με θερμίδες εσύ χαλάς
και τ' οξυγόνο σου χαλαλίζεις.

Μα η ώρα έφτασε τώρα κι εγώ
αυτά που μου 'δωσες να στα ξοφλήσω
κι άκοπα όσα τώρα τρυγώ
η ώρα ήρθε να πάρεις πίσω.

Όπου και να 'ναι απαρατώ
και σεργιανίσματα και οξυγόνο
κι εγώ στην πλάτη θα σε κρατώ.
Και ανταλλάγματα δε θ' αξιώνω.
ΒΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΆΝΑΝΤΑ

Ο Βούδας στέκει συλλογισμένος.
Τη διάλεξη έπρεπε να 'χει αρχίσει. 
Μα έλειπε ο Άναντα-δίχως 'κείνον
δεν εγινότανε να προχωρήσει.

Στέλνει τον Μάντζουρσι να τον έβρει
κι όσο πιο γρήγορα να τονε φέρει
γιατ' ήταν φίλος πρώτος του Βούδα
κι ο πιο υπάκουος ακόλουθός του.

Τώρα η Μάντενκα, πόρνη απ' τις πρώτες
μαζί κι η όμορφη κόρη της Ψίτα
τον Άναντα είχανε βάλει στη μέση
και το γλεντούσανε οι τρεις παρέα.

Βέβαια ο Άναντα "άθελά του"
τάχα εβρέθηκε με τις πόρνες
κι είπε στον Μάντζουρσι πως με μάγια
εχθροί τον είχανε κάποιοι μαγέψει.

Τα «μάγια" ο Μάντζουρσι αμέσως λύνει
και πάει τον Άναντα πάλι στο Βούδα.
"Α! Επιτελους!" κάνει ο Βούδας,
«μπορώ τη διάλεξη τώρα ν' αρχίσω!"
ΞΕΝΕΣ

Ορθοί στο κρύο και στη μονάξα
ρούχα ντυμένοι φτωχά η μετάξια
δυστυχισμένων ένα κοπάδι
ζητούν οι άνθρωποι ένα χάδι.

Η καταφρόνια κι η ειρωνεία
σκέπουν τη μαύρη τους ερημία-
όντα πανάθλια, ρημαγμένα,
όντα στον πόνο παραδομένα.

Και τώρα πες μου πάνσοφε, μέγα,
πες μου το άλφα συ και τ' ωμέγα
γιατί τον άνθρωπο έχεις πλάσει
σε μιαν απάθρωπη έτσι πλάση;

Ποιο λόγο είχες και ποιαν αιτία
για μία πράξη τόσο απαισία;
Γιατί να υπάρξουνε τέτοιες ξένες
σκιες μονάχες-δυστυχισμένες;
Η ΣΙΩΠΗ

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή που εντός της ειπωμένα
στέκουνε όλα όσα μπορεί στόμα να πει ανθρώπου
μία σιωπή ακριβόθωρη-μια Πόνου κι Ήλιου γέννα
μία σιωπή ανάρχιστη και ατελείωτη όπου,

τα δυο της όλασπρα φτερά σαν χρυσαφένια λάμπουν
και ό, τι σκέπουν το κρατούν απείραχτο απ'  το Χρόνο.
Που στα ιερά τεμένη της μπορούνε μόνο να  'μπουν
όσοι τον άνανθο κρατούν της πεθυμιάς τον κλώνο.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’  τις λεπίδες
των μαχαιριών που ολημερίς λιανίζουνε τη σκέψη.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ' τις ελπίδες
που απέλπιδα κι αγύριστα έχουν καιρό μισέψει.

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Οι επαναστάσεις που δεν πέτυχαν
δεν έχουν πάει στα χαμένα-
πείρα στην πείρα μας προστέθηκαν
τα ιδανικά τα ματωμένα.

Η ορμή κι η νιότη μας ετράνωσαν
από του δίκιου τη λαχτάρα
και τα κορμιά μας διπλατσάλωσαν
μές στου αγώνα τη αντάρα.

Κι αν πεις του μίσους μας του ασίγαστου
η πρωτινή του αντρώθη αξιότη
για να λιανίσουν οι λεπίδες του
της ανθρωπιάς κάθε προδότη.

Λοιπόν ας ζώσουμε όλοι τ' άρματα
κι ας πολεμήσουμε τον πλούτο
της προσδοκίας μας τα νάματα
βούρδουλα ας κάνουμε και κνούτο.

Εμπρός! Κι αν ίσως η ανάσταση
ούτε από μας δεν είναι να 'ρθει
μα κι η δική μας επανάσταση
όπως κι οι άλλες, δεν εχάθη.
Η ΦΩΝΙΤΣΑ

Ποίηση διαβάζουμε και αγωνιούμε
μη όλο το βάθος της δεν αιστανθούμε.
Και γράφουμε... και συλλαβές μετράμε…
αλλ' άδικα το χρόνο μας χαλάμε.

Από το άλφα της μέχρι το ωμέγα
η ποίηση όλη με ό,τι κλείνει μέγα
στης Λώρας ήταν μέσα τη φωνίτσα
όταν της τράβηξα την κορδελίτσα.

Χαράστους όσους η ζωή αξιώνει
και τέτοιαν αίσθηση τους φανερώνει:
να γεύονται έστω λίγες εδώ κάτου
σταγόνες απ' τη δρόσο του Θανάτου.
ΜΙΚΡΟΤΑΤΗ Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ

Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
Aι συζητήσεις μεταξύ ετεροφύλων
παρεξηγούνται αμέσως.
Μια καλησπέρα παίρνει ερμηνείας διαφόρους 
και πάντοτε ερωτικαί
νομίζονται αι σχέσεις αι πιο απλαί.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
και μέγα κώλυμα δια τους ερωτευμένους:
Μόνο μπορούν να βλέπονται από μακράν
και ακόμα τότε αδιαφόρως τάχα.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή. 
Τι συναντήσεις έτσι να κλειστούν
τι έρωτες να γίνουν
και πώς να πάει μπροστά αυτή η πόλις...
ΟΛΙΓΟΛΕΠΤΕΣ

Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
και χάνονται και ίχνη δεν αφήνουν.

Μια αίσθηση ευτυχίας ώρες ώρες
έξαφνα εντελώς φερμένη
κι ύστερα πάλι για καιρό χαμένη.

Διεγέρσεις ολιγόλεπτες σαν μπόρες
που το βάλσαμό τους χύνουν
και τη ζωή μας λίγο απαλύνουν.
ΠΑΙΔΕΥΩ

Είμαι ένα ον διστακτικό κι απίστευτα δειλό.
Μιαν έκφραση στο πρόσωπο θλιμμένη πάντα έχω, 
σπάνια, βαριά ,και βαρετά σα μου μιλούν μιλώ
κι από παρέες ζωηρές κι ευτράπελες απέχω.

Οι φίλοι με αφήσανε μονάχο από καιρό
και για να διασκεδάσουνε μόνο με πλησιάζουν
γιατί στις απαιτήσεις τους πάντοτε υποχωρώ
καθώς μ' ενέργειες πρόστυχες φριχτά μ' επηρεάζουν.

Αρπαχτικά κοιτώντας με με βλέμμα κορακίσο
φανταστικά προβλήματα μου βάζουνε να λύσω.
Κι εγώ προσέχοντας πολύ μη τάχα τους προσβάλω
κι ιδέα μη θέλοντας ποτέ στο νου τους να τους βάλω
πως τα πολλά τους ψέματα καθόλου δεν πιστεύω
μ' ανύπαρκτα προβλήματα τη ζήση μου παιδεύω.
ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ…

'Ενα σημάδι στον λευκό λαιμό...
το δεξιό της μάτι μαυρισμένο...

Πρέπει να τονε διώξει τον αλήτη.
Πρέπει ν' απαλλαγεί.
Μόνο τα μάτια του ας μην είχανε αυτό το χρώμα…

Πονάν ακόμα τα πλευρά της
και ο τρυφερός γλουτός
σε κάθε βήμα της τηνε πονεί.
Τα χέρια του χτυπούνε όπου βρουν όταν θυμώνει
κι απ' τις φωνές του σειέται η γειτονιά.
Τι λόγια πίστης και υποτακτικά
τι παρακάλια δεν του κάνει!
κι ούτε φωνή δε βγάζει όταν τη χτυπά-
της το 'χει απαγορέψει.
Μα τίποτε αυτόνε δεν τον σταματά
λες η σιωπή της τον εξαγριώνει.
Ω! Και τι δρόμο θα 'χε τώρα πάρει
τα μάτια του αν δεν είχανε αυτό το χρώμα…

To μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της
σπασμένο απ' το μεγάλο μακελειό 'δω και τρεις μήνες.
Για τα καλά και τότε είχε πάρει την απόφαση του χωρισμού. 
Και θα την κράταγε και τότε,
αυτά τα μάτια να μην ήταν μόνο
τα μελιά...

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Irises
(Van Gogh)

Και βέβαια οι ίριδες ανθίζουνε το Μάη
στου Αγίου Παύλου της Μωσόλ το μοναστήρι.
κι όταν κανείς απ' τ' ανοιχτό παράθυρο κοιτάει
ένα πολύχρωμο θωρεί μπροστά του πανηγύρι.

Μα του ζωγράφου η ματιά τις ίριδες τις θέλει
μες σ' ένα γκρίζο πήλινο χωριάτικο κανάτι
και από κει τα φύλλα τους να υψώνονται σα βέλη
και λυπηρά μηνύματα να στέλνουνε στο μάτι.

Τις θέλει να στριμώχνουνε τ' αβρά στηρίγματά τους
μες στου δοχείου το στενό καμπυλωμένο στόμιο.
Θέλει κρυμμένη να κρατεί εκεί μέσα τη χαρά τους
σε σχήματα που ουτ' ένα τους με τ' άλλο δεν είν’
όμοιο.

Και θέλει τ' άνθη τα μαβιά να γέρνουν κουρασμένα
και να γεμίζουν την ψυχή με πένθιμες εικόνες.
Και θέλει τα να μοιάζουνε πουλάκια πεθαμένα
κι ελπίδες που τις σκέπασαν της λησμονιάς οι
σκόνες.

Και κάποιο ανθάκι εκεί δεξά, ψηλά ψηλά το στήνει
και με ποτάμια αιμάτινα στολίζει τη θωριά του.
Κι είναι σαν η ύστατη ζωή στ’ άνθος αυτό να σβήνει
ή σαν το φάντασμα εκεί να στέκει του θανάτου.
TO ΚΑΤΕΡΓΟ

'Όσο περσότερο με αγνοεί
τόσο μ' ανάβει το μεράκι
να τήνε δω ένα πρωί
για με να λιώνει σαν κεράκι.

Μα είμαι σίγουρος, σα γίνει αυτό
πως τότε εγώ εκείνος θα 'μαι
που την καλή μου θ' αγνοώ-
ναι, έτσι σίγουρα θε' να 'ναι.

Λοιπόν μου φαίνεται πως μια
σκλαβιά ειν' η αγάπη-τίποτ' άλλο.
Καο δεν είναι ο έρωτας παρά
μόνο ένα κάτεργο μεγάλο.
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ

Υπέροχο βράδυ.
To βιβλίο γυρισμένο στην πρώτη του σελίδα
τo φεγγάρι στην πρώτη του λάμψη
η θάλασσα στην πρώτη της μαγεία
και συ κλεισμένη στην πρώτη σου αγνότητα.
ΜΕ ΖΩΑ

Παλιά για να 'βρεις αγκαλιά
παλιά για να ’χεις δυο φιλιά
με την ντροπή είχες να παλέψεις
και τα φιλιά είχες να τα κλέψεις.

Πριν απ' τη φλόγα των μελών
είχες τη φλόγα των παρειών
την απαλή πρώτα να σβήσεις
προτού την άλλη να τρυγήσεις.

Μα τη δική της πεθυμιά
ποτέ δεν έστερξε καμιά
με τη δική μου να ταιριάξει-
ερωτικά να με κοιτάξει.

Τώρα οι κοπέλες η ντροπή
ούτε που ξέρουν τι θα πει
και σαν τα ζώα ζευγαρώνουν
αμέσως μόλις ανταμώνουν.

Έξαψη μόνο την παρειά
την κοκκινίζει τώρα πια
και αγριάδα και βιασύνη
σεμνότη και ντροπή έχουν γίνει.

Έτσι γυναίκειο χάδι εγώ
ούτε και τώρα δεν τρυγώ.
Κι ούτε καμιά προσπάθεια βάνω:
με ζώα τι έρωτα να κάνω.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Μια τέτοιου είδους ταραχή
πρώτη φορά τη νιώθω...
τι χτύποι εκείνοι της καρδιάς!
τι χλώμιασμα! Τι μέθη!
πώς γίναν κρύα τ' άκρα μου!
πώς μ' άδραξεν η ζάλη!
και τέλος όταν μπόρεσα
πάλι να κυριαρχήσω
στον εαυτό μου-τι αλλαγή
μέσα μου είχε γίνει-
πώς μ' είχε κάνει ο έρωτας
παντοτινό του σκλάβο!
ΌΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ

Χωρίς ν' ανήκουμε σε μιαν ομάδα
χωρίς κουρτίνες στα μάτια εμπρός
της σκέψης άσβηστη πάντοτε η δάδα
το δόγμα αιώνιος για μας εχθρός.

Χωρίς δεσμεύσεις και παραζάλη
το δρόμο παίρνουμε τον καθαρό
κι αν λάθος κάνουμε πάλι και πάλι
δρόμο αλλάζουμε με τον καιρό.

Πολλές προτάσεις να ενταχτούμε
σε κάποια φόρμα ελκυστική
στραβά τα ίσια για να δεχτούμε
και τη μωρία για ηθική. 
Όμως αδούλωτο το πνεύμα να 'ναι
άλλη ωραιότερη δεν ειν' χαρά.
Λεύτεροι να 'μαστε κι όπου μας πάνε
τα όνειρά μας τα καθαρά.
ΌΛΑ ΦΘΟΡΑ

Ατέρμονη ρουτίνα στη δουλειά
κάποτε κάποτε μια αγκαλιά
αγώνας άγχος και φασαρία
η ίδια πάντοτε ιστορία.

Από το λίκνο κι ως τη θανή
χαρά κι ελπίδα δε θα φανεί
ο βίος είναι μονάχα πόνος
και μόνος ο άνθρωπος-μόνος… μόνος.

Μικρά μεγάλα όλα φθορά
κι όλα πουλιούνται στην αγορά
βιασύνη, ζήλεια, αιδώς, βλακεία,
όλα στο κόστος-μικρή αξία.

Και προχωρούμε χωρίς σκοπό
προς δύο μέτρα χώμα νωπό
κι όλη η ζωή μας μία οδύσσεια
από τη μήτρα στα κυπαρίσσια.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΙΓΟΝΤΑΝ

Δωμάτιο αγαπημένο
του έρωτά του κόνεμα και καταφύγιο
του έρωτά του του θερμού φωλιά
φωλιά του έρωτά του του άγριου και του γλυκού
και του πικρού και του στιφού έρωτά του.

Δωμάτιο του έρωτά του
με το μικρό κρεβάτι στη γωνιά
το κομοδίνο και τη σταχτοθήκη
το τραπεζάκι με το ράδιο
και την καρέκλα όπου έβαζε
και την καρέκλα όπου απίθωνε
και την καρέκλα όπου έβγαζε
τα ρούχα της η αγαπημένη
και κάθε μέρα έπρεπε καρέκλα άλλη
στη θέση της παλιάς να βάζει
γιατί εκείνη ή καίγονταν στην επαφή
ή πέταγε μαζί τους στα ουράνια.
ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΜΟΛΥΒΙ

Ευλογημένο μου χαρτί
και άγιο μου μολύβι
θεούς σας λέω κι ακριβούς
φίλους κι αγαπημένους.

Μαζί σας λύπη δε χωρεί
 και σκέψη οργισμένη
χαρά μαζί σας, θαλπωρή,
κι η λύπη περασμένη.

Εσείς δροσιά, εσείς πηγή
στης έρημου τα πλάτη
σεις η ελπίδα της αυγής
στου σκότους τ' άγρια βάθη.

Χαρτί μου και μολύβι μου
και τη ζωή χρωστώ σας
και το μικρό καλύβι μου
είναι κι αυτό  δικό σας.

Και δίκια έχετε οίηση
και παίνεμα γιατί
χωρίς εσάς η ποίηση
δε θα 'ταν δυνατή.
ΜΕΙΣ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

Για σπίτι μας καλύβι και πεινάμε
και τη χαρά μας έχουν σκοτωμένη.
Ξυπόλητοι στους δρόμους τριγυρνάμε
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.

Στων πλούσιων την καρδιά και το συκώτι
μένει η ευτυχία μας φυλακισμένη
και να τη βρούμε δουλειά μας πρώτη
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.

Και ξέρουμε τον τρόπο-το μαχαίρι
με δύναμη και μίσος θα χτυπήσει
την άναιμη καρδιά σ' όλα τα μέρη
που άνομος ο πλούτος έχει ανθίσει.

Τα σιχαμένα ύστερα κουφάρια
σε μια φωτιά θα κάψουμε οργισμένη-
μεις οι φτωχοι'του κόσμου τα λιοντάρια-
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Απ' όσους εις τον δρόμον συναντώ
ελάχιστοι είναι που μ' αρέσουν-
που θα χαιρόμουν να τους έχω συντροφιά.

Εις χαιρεκάκους λέω καλημέρα
εις ψευδοϋπερηφάνους καλησπέρα
σε βαρετούς ανθρώπους
τους τυπικούς χαιρετισμούς μου λέω.

Ποτέ μου δεν ξεχνώ να χαιρετίσω.
Στα πρόσωπά των χαιρετώ εγώ τον ήλιο
τα βουνά, τ' αστέρια...
Ένα κομμάτι από τη φύση είναι κι αυτοί.

Στα πρόσωπά των βλέπω εγώ τον ήλιο τα βουνά, τ' αστέρια.
Μικροί θεοί κι αυτοί
πώς να τους αγνοήσεις;
ΤΑ ΕΜΜΗΝΑ

Μπήκε στο σπίτι με βήματα βαριά.
Το πρόσωπό της κομένο.
Πήγε ευθεία και σωριάστηκε στο κρεβάτι.
«Περιμένω… ξέρεις…», είπε με φωνή κουρασμένη.
Ξέρω βεβαια.
«Η κοιλια μου πονάει… η μέση μου είναι σαν σπασμένη…»
Μιλώντας άλλαζε στάσεις και θέσεις στο κρεβάτι. 
«Απόψε δεν κοιμήθηκα… δυο μέρες έτσι…»
Έκλεισε τα μάτια. «Αχ! Λίγο να με άφηνε να κοιμηθώ…»
Τ’ άνοιξε. «Και το στήθος μου να! πάλι με σουβλίζει… και πρησμένο… κοίτα!..»
Ανασηκώθηκε με κόπο
και στου κρεβατιού εκάθισε την άκρη.
Σήκωσε τη μπλούζα της
έπιασε τον στηθόδεσμο από κάτω
και τραβώντας τον με προσοχή
προς τα έξω πρώτα και πάνω ύστερα 
λευτέρωσε το στήθος της.
«Κοίτα! Σαν δύο μπάλες!»

Αλήθεια. Ήτανε μεγαλωμένο,
στιλπνό και άσπρορόζ.
Σαν δυο μπαλόνια έτοιμα να σπάσουν.

Τη ρώτησα αν θέλει ένα παυσίπονο.
«Όχι, άσε…»
Και ξαναξάπλωσε.

Τι είναι τα βάσανα των έμμηνων;
Τι άλλο απ’ την εκδίκηση
Της Αυτής Μεγαλειότητος της Φύσης
Που ό,τι για ένα μήνα ολόκληρον Αυτή ετοίμαζε
Το περιφρόνησε η γυναίκα;
ΑΠΟΡΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Θαρθεί η γιαγιά μου
κοντά μας να μείνει-
το είπε ο μπαμπάς μου
το θέλει κι εκείνη.

Η μαμά μου θα "κοιτάξει"
τη γιαγιά. Το 'πε με λύπη.
Κι ο μπαμπάς μου είπε:"έντάξει
αν μας δώσει αυτή το σπίτι".

Και πολίτη ως δε με θε 'νε
στων μεγάλωνε τη χώρα
όπως τόσα άλλα που λένε
δεν κατάλαβα και τώρα:

Το μικρό μου μυαλουδάκι
δεν μπορεί να νιώσει μπίτη
της αγάπης το μεράκι
πώς μπορεί να γίνει σπίτι.
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ;...

Είμαι εδώ. Στο χωριό. Περιτριγυρισμένος
από δέντρα, καλύβια, ρυάκια, πουλιά.
Και χωριό, καλύβι, δέντρα, πουλιά,
δεν ξέρω τι είναι.
Τώρα με νοιώθετε όταν σας λέω
πως δε φταίω σε τίποτα;

Οι χωρικοί μου φέρνουν τυρί και χόρτα.
Δεν ξέρω ούτε τι θα πει: μου φέρνουν.
Τώρα καταλαβαίνετε πως είμαι αθώος απ’ όλα;

Σε μένα φέρνουν το τυρί και τα χόρτα οι χωρικοί.
Και εγώ τα δέχομαι.
Και εγώ είμαι που τα καταλώ.
Και τα δικά μου μάτια βλέπουν τα δέντρα
και τα δικά μου αυτιά ακούνε τα πουλιά.
Αυτό σημαίνει πως ακόμα ζω.
Καταλαβαίνετε-καταλαβαίνετε τώρα
γιατί υπεύθυνος για όλα είμαι εγώ;

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

  ΕΜΠΡΟΣ!

Εμπρός!
Στα κουπιά!
Να φύγουμε!
Να ξανοιχτούμε!
Ν΄αρμενίσουμε!

Πάντα υπάρχει ελπίδα
να μας εβρεί μια τρικυμία που θα σπάσει
του καραβιού τα ξάρτια
και που θα σκίσει τα πανιά.
Που το τιμόνι μας θα κομματιάσει
και το καράβι θα τσακίσει
πάνω σε κάποιους βράχους άγνωστους.

Κι αν θα γλιτώσουμε,
ίσως να βρουμε εκεί
τις μέρες που δεν είχαμε ποτέ μας
και τη ζωή που μέχρι τώρα μόνον εποθούσαμε
χωρίς να τηνε ζήσουμε ποτέ.
    ΕΙΜΑΣΤΕ…

Είμαστε ποταμάκια
χωρίς νερό
είμαστε σαν πουλάκια
χωρίς φτερό.

Κακόβουλο κοράκι-
τάχα γιατί;-
φτεράκια και νεράκι
μας τα κρατεί.

Βουνάκια δασωμένα
δε μας θωρούν...
ζωάκια διψασμένα
δεν ξεδιψούν...
       ΖΩΓΡΑΦΙΣΕ  ΜΕ

Ζωγράφισέ με μ'  ένα στέμμα
στην κορυφή του κεφαλιού.
Ζωγράφισέ με μ'  ένα βλέμμα
υπερηφάνου αγριμιού.

Και στου χεριού κρύψε την όψη
μια νευρικότητα όταν γράφει
κανείς αμέσως να μη νιώθει-
ξέρετε δα σεις οι ζωγράφοι...

Τ'  άλλα ως συνήθως να τα φκιάσεις`
ούτε πολύ κοινά ούτε σπάνια.
Μόνο αυτά να μην ξεχάσεις:
δύναμη, πείσμα, περηφάνια.
            ΔΕΕΤΑΙ

Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιες
που μαγίστρες μοιάζουνε γρηές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.

Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη
κάτι να της δώσει προσπαθεί;
κάτι από κείνηνε να πάρει;

Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ'  άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.

Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει
ποιος στην ησυχία τη βραδινή
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον πλάστη-και τι λέει;

Θεσσαλονίκη 1964
  ΕΝΑ  ΑΓΓΙΓΜΑ

Πώς έτσι εφτάσαμε λοιπόν σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ'  άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή...

Εσμίλεψε το πνεύμα μας όχι του μίσους σμίλη
αλλά της αναντίρρητης κι απλής αποδοχής
όσων κι αν έρχονταν δεινών, κι ευφρόσυνα τα χείλη
δε μισανοίξανε παρά για λόγια προσευχής.

Το δρόμο της εβάδισε η ζωή όχι πατώντας
πάνω στ'  ολόπαχο χαλί της σκέψης της φτηνής
μα σε βουνών τις μυτερές τις πέτρες σκαρφαλώντας
κατ'  από δηώσεις, απειλές, και διώξεις απηνείς.

Εξασκηθήκαμε στα πιο εξαίσια μέρη του όλου
κάθε ημέρα φτάνοντας ψηλότερες κορφές.
Η ορμή μας το προπέτασμα του επουράνιου θόλου
διέσχισε, πίσω αφήνοντας πρωτόγονες μορφές.

Απ'  του νερού κι απ'  της φωτιάς τα χέρια ξεκινώντας
μες στο νερό βρεθήκαμε πάλι και στη φωτιά
όχι στεκάμενοι, αλλά, τον μέγα κύκλο κλειώντας
που άγνωστα του βρίσκονται και τέρμα και πρωτιά.

Σε κάθε που φαινότανε να φτάνει καταιγίδα
κι ενώ τη μάχη ετοίμαζε ο μαύρος ουρανός
του έαρος μεις εφέραμε στους ώμους τη χλαμύδα-
κι από ελπίδες ξαστεριάς ο σάκος μας κενός.

Κι ο πόνος για το πάτημα της χλόης, και το κλάμα
για του χιονιού το λιώσιμο στην ήσυχη βροχή
αντί ν'  ανοίγουν τον κρουνό στερεύανε το νάμα
του λυτρωμού απ'  την άδικη κι αναίτια ενοχή.

Άραγε πώς εφτάσαμε σε τέτοια ευαισθησία
που ακραία ένα ερέθισμα μικρό να μας δονεί
και να μας ρίχνει σ'  άμετρα βαθιάν απελπισία
μια εικόνα-κάποιο άγγιγμα-μια σκέψη-μια φωνή.
ΜΑΣ  ΕΙΠΕ

Μας είπε πως η κόρη της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Η φωνή της χωρίς πνοή και χρώμα ηχούσε
σαν κάτω από τη γη να ' ρχόνταν. Και σαν
τα εικοσιτρία χρόνια της σκοτωμένης κόρης της
να προστεθήκαν στα δικά της,
έτσι τα πόδια έσερνε ως περπατούσε
λες ξάφνου έγινε πολύ γριά.
Και καφέ μας έφτιαξε με άλλα χέρια.

Μα  ας πάει να λέει και να κάνει.
Την κόρη αυτήνε δεν την είχαμε ποτέ μας δει
άραγε κόρη δεν υπήρξε.
Ας πάει να λέει και να κάνει.
               ΣΤΗ  ΜΠΛΟΥΖΑ

Το καλοκαίρι που έφυγε ήταν πολύ ζεστό
και κάθε μέρα ήταν για μας μια νέα ευκαιρία
να μαζευτούμε στην "ΠΗΓΗ"( δρόσιζε εκεί γι αυτό)
εγώ, ο Γιάννης, ο Φωκάς, ο Πέτρος κι η Μαρία.

Και μια θυμάμαι ξαφνική που έπεσε βροχή
καθώς τα ούζα πίναμε αμέριμνοι ένα βράδυ,
κι όπως ακάλυπτοι ήμασταν στην αίθριαν εξοχή
το  'βλογημένο το νερό μας έβρεξε ομάδι.

Απ'  τη θεσπέσια του υγρού χώματος ευωδιά
γλυκομεθύσαμε  όλοι μας το βράδυ αυτό τ'  ωραίο
και σαν μικρά να ήμασταν κι ανέμελα παιδιά
το κάθε τι μας φαίνονταν παλιό σαν να  'ταν νέο.

Κι ενώ η Μαρία ύστερα απ'  την μπόρα της στιγμής
απ'  την αρχή μας πρόσφερε τα νερωμένα ούζα,
αθώους τάχα γράφοντας κύκλους τριγύρω εμείς
τα στήθη της κοιτάζαμε που κόλλαγαν στην μπλούζα.
           ΟΙ  ΣΟΛΙΣΤ

Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ'  όλα ταύτα ονειρώδεις.

Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.

Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη. 
Στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο, που δεν είναι γυναικείο.

Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

       ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα  'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα'  η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ'  τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ'  αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.
                  ΤΑ  ΠΟΥΛΙΑ

"Θα βλέπω την τι-βι πίνοντας μπύρες.
Το σκύλο θα κρατάω αγκαλιά
και θα τον ξύνω που τον τρων οι ψείρες.

Εσύ να μη βιαστείς και ας αργήσεις-
ξέρω πως παίρνει ώρα  αυτή  η δουλειά.
Μόνο τις μπύρες έξω να μου αφήσεις.

Και κοίτα, όταν περνάς απ' τις φιλύρες
πρόσεξε μην τρομάξεις  τα πουλιά
το σκύλο εγώ κρατώντας αγκαλιά
θα βλέπω την τι βι πίνοντας μπύρες".
                ΣΙΩΠΗΛΑ

Τα ποιήματά μου μοιάζουνε με τις γυναίκες κείνες
που γνώρισα κι αγάπησα και χάρηκα μ'  αυτές.
Όπως εκείνων τα φιλιά και οι δικές τους ρίμες
αμέτρητες μου δίνουνε-απόκρυφες χαρές.

Όμως μια θέση ξέχωρη κρατούν μες στην ψυχή μου
γυναίκες που δεν ταίριασαν οι δρόμοι μας ποτέ
που μες στου πλήθους χάθηκαν τα έλη του ανωνύμου-
που η ζωή δε θέλησε να γίνουμε ερασταί.

Που δίπλα μου επέρασαν στο δρόμο με βιασύνη
ή φευγαλέα αντίκρισα στις σκάλες του μετρό
γυναίκες που ειν'  αδύνατο να τις χωρέσει η μνήμη
τόσο πολλές που νόημα δεν έχει να μετρώ.

Ντυμένες ωραιότητα, σεμνότη, ευαισθησία,
κι ένα μυστήριο που άθελα κάθε άγνωστο κρατεί
της νοσταλγίας μου χάρισαν τη θεία πεμπτουσία
κι αβρούς ανθούς στης φαντασιάς τον κάμπο τον πλατύ.

Μ’  αυτές λοιπόν τις όμορφες γυναίκες παρομοιάζω
τα όσα μου ποιήματα  δεν έχουνε γραφτεί
κι όπως για κείνες και γι αυτά σιωπηλά σπαράζω
(κι ας ειν'  η παρομοίωση συνηθισμένη αυτή).
ΟΥΤΕ  ΣΤΟΧΟΣ

Στης δυστυχίας τον πλανήτη
μου ’γραφε η μοίρα να κατοικήσω.
Δυστυχισμένων βλέπω πλήθη
το βλέμμα όπου κι αν γυρίσω.

Την ευτυχία όλοι γυρεύουν
μέσα στο χρήμα και στη δόξα.
Όμως ανώφελα σκοπεύουν
έστω χρυσά κι αν έχουν τόξα.

Μονο  όταν πια σωθούν τα βέλη
κι ενώ τους σφίγγει ο κρύος βρόχος
νιώθουν ξεκάθαρα εν τέλει
πως δεν υπήρχε ούτε στόχος.
           PINK  REACH  TREES
(Van Gogh)

Α!  Ροζ μικρές ροδακινιές!  Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς,  χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας.

Κοντά σας να  'μαστε και μεις.  Με χέρια, μάτια, στόμα,
μ'  αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσα  ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ'  την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.

Κοιτάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε
μα τη γλυκιά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε.
Ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι" μας φωνάζετε, "όχι-ποτέ όσο ζείτε".
CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό, τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  ’φερες εδώ…
         ΤΟ  ΤΩΡΑ

Σκόνη χρυσή που κάθεσαι
πάνω στα περασμένα
και δίνεις κάλλος στ'  άσχημα
και γεια στα πονεμένα,

που δίνεις πλούτο στα φτωχά
δίνεις στα γκρίζα χρώμα
και μέλι κάνεις γλυκερό
κάθε πικρό μας πιόμα,

σκόνη χρυσή που απόμεινες
η μόνη μας ελπίδα
έλα σε μας-το άπατο
του χρόνου ρυάκι πήδα

και μείνε μέσα στο Παρόν.
Τα μαγικά σου δώρα
ανάγκη έχει όχι το Χτες
μα πιο πολύ το Τώρα.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

              Α!  ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ!..

Οι χωροφύλακες πυροβόλησαν τη ζωή μου
και πληγωμένη μέσα στον κόσμο σέρνεται  εκείνη.
Όψιμο βέλος στη σάρκα χώθηκε καρπού πρωίμου
και το αδούλωτο πνεύμα αιμάσσει κι η σάρκα φθίνει.

Α!  Χωροφύλακες! Για μένα είσασταν τρόμος μονάχα
κι όχι όπως γι άλλους η περιφρούρηση κι η προστασία.
Α!  Χωροφύλακες!  Τούτο μου άξιζε να πάθω τάχα
γιατί ζητούσα ειρήνη δίκαιο κι ελευθερία;

Α!  Χωροφύλακες!  Με ηθέλατε σκλαβωμένο
στην κάννη του όπλου σας-στα σιρίτια σας-στα δεσμά σας
κάλλιο το είχατε να με βλέπατε να πεθαίνω
παρά που ήμουνα εν'  αγκάθι στο σύστημά σας.

Α!  Χωροφύλακες! Α!  Τα όπλα σας δε σκοτώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Γεια σας!  τα όπλα σας δε φτουράνε.
Α!  Χωροφύλακες!  Φίδια τα όπλα σας και σας ζώνουν.
Α!  Χωροφύλακες!  Τα ίδια τα όπλα σας σάς πολεμάνε.
       ΜΕ  ΣΚΟΤΑΔΙ

Η ζωή μου κυλά με σκοτάδι
και μ' αρχέγονα ζώα παρέα.
Αδιατάραχτη, δίχως ψεγάδι
μια ζωή ζω αλήθεια ωραία.

Κατοικώ σ'  ένα έρημο σπίτι
πριν από άμετρα χρόνια χτισμένο
κατοικώ σ'  ενα  απέραντο σπίτι
μες σε βάλτων νερά ριζωμένο.

Υγρασία τους τοίχους του σκέπει
και λειχήνες τη σκέπη του ντύνουν
παραθύρια και πόρτες δεν έχει
λίγο αέρα και φως να του δίνουν.

Ερπετών στρατιές το γεμίζουν
πάτωμα, έπιπλα, τοίχους σκεπάζουν
ανενόχλητα εκεί τριγυρίζουν
και συνέχεια βοούν και κοάζουν.

Α!  Τα ωραία τυφλά ερπετά μου!
Τόσο είναι μαζί μου δεμένα
που αν βρεθούν μια στιγμή μακριά μου
με μανία με ζητούν τα καημένα.

Και τι εύρωστα όλα τους που  'ναι!
δυνατά πώς φυσούν περπατώντας!
σαν θυμώνουν το κτίσμα πώς σειούνε
τις ουρές τους σιγά μόνο σειώντας!

Α!  Ωραία που κυλά η ζωή μου
στου μεγάλου σπιτιού μου το χώρο!
σε βραγιές φυτωρίου πρωίμου
το μικρό της ας φύτευα σπόρο.

...Μακριά κάπου ακούγονται θρήνοι-
κάτι που είναι για με τέλεια ξένο-
θα θρηνούν οπωσδήποτε εκείνοι
που  'χουν σπίτι στα φώτα λουσμένο.
            ΣKΟTΩΜΕΝΗ

Φαίνεται πρέπει να διαβαίνουν
λυπητερά έτσι τα χρόνια.
Οι μέρες πρέπει να μας ραίνουν
θλίψη, ντροπή και καταφρόνια.

Πρέπει να σβήνουν οι ελπίδες
προτού οι ανθοί τους να μεστώσουν
πρέπει του μίσους οι λεπίδες
χίλιες φορές να μας σκοτώσουν.

Α!  κι η αγάπη φορτωμένη
μαύρα φτερά που δεν πετάνε-
α!  κι η αγάπη σκοτωμένη-
φαίνεται πρέπει έτσι  να  'ναι.
              ΞΕΡΑΙΝΟΥΝ

Kαράβι περίμενε, μη φεύγεις ακόμα
μη σ’κώνεις τη γέφυρα που πιάνει στο χώμα
για ξένα λιμάνια πανιά μην ανοίγεις
καράβι μου στάσου-ακόμα μη φύγεις.

Μαζί σου ένας μάγος που όλα μαγεύει
μαζί σου ένας μάγος κακός ταξιδεύει
μακριά για να πάει-μακριά για να φύγει
πανιά μέσα στ'  άσπρα πανιά σου ανοίγει.

Μαγεύει ανθρώπους και κείνοι αρρωσταίνουν
μαγεύει τα δέντρα και κείνα ξεραίνουν
μαγεύει κορίτσια και κείνα πλαντάζουν
μαγεύει καράβια και κείνα βουλιάζουν.

Tο μάγο που μέσα μου φλόγες ανάβει
μαζί σου μην παίρνεις καλό μου καράβι.
Kοντά μου άφησέ τον και όρκο σου δένω
σαν θα  'ρθεις να έβρεις αυτόν μαγεμένο.
             ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ

Σα σβήσει ο λύχνος τότε τον θυμούνται
αυτοί που τώρα είναι στο σκοτάδι.
Με νόστο τη ζωή τη συλλογούνται
αγύριστα όσοι βρίσκονται στον Άδη.

Το δέντρο σαν κοπεί κι ο ίσκιος πάψει
του ήλιου να μετριάζει το λιοπύρι
τότε κι η νοσταλγία θε'  ν'  ανάψει
για το άμοιρο το δέντρο που  έχει γείρει.

Και λέω κι εγώ αφού όταν πεθάνουν
τα βρίσκει όλα ο έπαινος κι ο αίνος
οι στίχοι μου εντύπωση θα κάνουν
καλλίτερη σαν θα  'μαι πεθαμένος.
         ΕΝΩΠΙΟΝ

Ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης
(νυφικό τ' άσπρο σου δέρμα).

Μυρμηγκάκια και λαμπρίτσες
περπατούσαν στο κορμί σου
ένας σκύλος εκουνούσε
την ουρά πασιχαρής
και μια σαύρα λαθροβιώσα
μας εκοίταζε αδρανής.

Χλόη πάνω στ'  άσπρο δέρμα-
άσπρο δέρμα πα' στη χλόη
(νυφικό τ'  άσπρο σου δέρμα)
ο γάμος μας έγινε ενώπιον
ζωυφίων και χλόης.

 ΕΜΠΡΟΣ  ΠΑΙΔΙΑ  ΓΕΝΝΑΙΑ  ΜΟΥ

Θα υφώσω τη σημαία μου!
Εμπρός παιδιά γενναία μου!
Νευρά και αρτηρίες μου,
και μυ'ς μου και μυαλά μου

δώστε  ένα χέρι βοηθερό
να σ'κώσω από χάμου
το λάβαρό μου-έφτασε,
κι ας άργησε η σειρά μου.

Σ'  αυτόν τον τόπο πό' γειρα
ποτάμια αίμα ολόγυρα,
σαπίζουν άλλα πτώματα
κι άλλα ζεστά είν'  ακόμα

(το πρωινό έτσι άρχισε
κι έτσι τραβάει το γιόμα)-
σφαίρες, βροντές, καπνοί παντού-
πήρε φωτιά το χώμα.

Μα πάνω από τα πτώματα
που σμίγουν με τα χώματα
σημαίες ανεμίζουνε
και πλέουν στον αέρα`

τα χρώματά τους τα λαμπρά
στο μαύρο είναι φοβέρα
ανθός το καταχείμωνο,
δροσό νερό στην ξέρα.

Ως τώρα εφοβόμουνα
και χάμου εσερνόμουνα
κι ωχρό ένα παλιοκούφαρο
σε λίγο θε να γίνω-

μα τη σημαία μου στη γη
πεσμένη δεν αφήνω.
Βοηθάτε με παιδάκια μου
γιατί όπου να  'ναι σβήνω.

Βοηθάτε με γενναία μου-
θα υψώσω τη σημαία μου.
Τον τόσο χρόνο που  'χασα
βοηθάτε να κερδίσω:

πριν στου πολέμου τη βοή-
στη μάχη πριν να σβήσω
ένα πανί τουλάχιστο
καθώς κι οι άλλοι ας στήσω.
                     ΓΥΜΝΟΣ

Ωραία λοιπόν...
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να  'ρθεί
(έξω βρέχει).

Και τι μπορεί να  'ναι καινούργιο
για όποιον έχει δει λουλούδια μαραμένα;
Για όποιον έχει δει  το στόμα ενός μικρού παιδιού
γεμάτο αρρώστια έτσι που η γλώσσα του
να μη χωρά στο στόμα του και να προβάλει-
και τον πατέρα να  'ναι όλος ένα βλέμμα πετρωμένο
στον ίλιγγο της απορίας και του χάους;

Και τι μπορεί να 'ναι καινούργιο
για όποιον βρέθηκε γυμνός
ανίσχυρος-ίδιος εν'  άδειο ηχείο-
ανάμεσα σε αέρηδες που ερίζουνε ποιος θα τον πρωταρπάξει;
Για όποιον είδε κοριτσόπουλα να προκαλούν
χαϊδεύοντας τη φούστα τους για λίγο ανεπαίσθητα…
γι αυτόν που ξέρει πως οι συνδυασμοί των λέξεων έχουν υπάρξει όλοι...
για όποιον έχει δει τον ήλιο να ζυγιάζεται
στου τόξου τη χορδή προτού
στοχεύοντας το κέντρο κάθε ακτίνας του εκτοξευτεί...
γι αυτόν που ο βαρύτερος χειμώνας ειν'  της Άνοιξης...
γι αυτόνε που ο θάνατος έχει ερθεί πολλές φορές και δεν τον βρήκε...

Και τι μπορεί να  'ναι καινούργιο για όποιον ξέρει
πως είμαστε όντα ψεύτικα
είδωλα σκοτεινά μελλόντων όντων που κάποτε ύστερα θα ζήσουν και που κάποιο
αντίστροφο προβολικό μηχάνημα  τα μεταγράφει
και τα προβάλλει και τα εντυπώνει
στο φως που εβαρέθηκε να ταξιδεύει;
Ωραία λοιπόν..
κάτι καινούργιο έρχεται.
Καλώς να  'ρθεί
(έξω βρέχει).
  Η  ΑΘΛΙΑ

Πληγές στο πρησμένο της σώμα
που σύρμα το δένει γερό.
Ριγμένη στο άνυδρο χώμα
με δίχως τροφή και νερό.

Θ'  αντέξει περίπου τρεις μέρες. `
περνώ κάθε τόσο από δω-
περνάω από τούτες τις ξέρες
και μου  'τυχε κι άλλες να δω.

Να!  Τώρα κι αυτή ξεψυχώντας
με βλέφαρα μισοκλειστά
θα δει να τη φτύνω περνώντας
απ'  τ'  άθλιο κορμί της μπροστά.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΔΕΝ  ΕΠΡΕΠΕ

Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.
Λαγοκοιμόνταν μέσα μας οι σαρκοβόροι δράκοι,
η Απελπισιά, το Αδειανό, κι ο Φόβος ο Μεγάλος.
Νανούρισμα λες ήτανε ο εντός μας μέγας σάλος

τους αποκοίμιζε, κι εμείς ξεκλέβαμε τα χρόνια.
Οι κάργιες όμως ήρθανε στων δέντρων μας τα κλώνια
κι ο σοβαρός ο δάσκαλος με την εφημερίδα
σκότωσε την που πρόβαλε απ'  τα βιβλία ελπίδα.

Της Ανοχής και της Μικρής Ανάγκης το κουβάρι
αργά εξετυλίγονταν πριν ο άνεμος το πάρει
της "ΠΡΕΒΕΖΑΣ" και άκλωνο στην άκρη το πετάξει-
στη θεωρία περιττό κι ανώφελο στην πράξη.

Μα τίποτα δεν έμεινε μέσα μας να  'ναι φίλιο
όταν στη δεύτερη στροφή θανάτωσες τον ήλιο.
Ξυπνήσαν τότε τα θεριά, ορθώσαν το κεφάλι
και τη νικήτρα ενάντια μας ορέχτηκαν την πάλη.

Κι όταν του όπλου σου η κραυγή μάτωσε τον αέρα
επήγε και το πρόσχημα το τελευταίο πέρα:
οι δράκοι μας εσπάραξαν κι αφήσαν μόνο ράκη.
Δεν έπρεπε την "ΠΡΕΒΕΖΑ" να γράψεις  Καρυωτάκη.