Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Αδυναμία δε νoιώθαν.
Μια πλήξη μόνο φορές φορές
αγέρωχοι για ό,τι εκάναν. Το μυαλό τους
καθόλου στροφές δεν είχε.
Όλα ίσια
σαν τη γραμμή που έφτιαχνε
στον ουρανό ανεβαίνοντας ο Πύργος.
Κι αγαπημένοι αναμεταξύ τους.
Με κοινά τα όριά τους όλα.
Χωρίς προκατάληψη.

Ώσπου μια μέρα κάτι γύρω τους εφύσησε.
Μικρό, απότομο και σιγανό ένα φύσημα
σαν τίναγμα φιδιού προτού πικρά δαγκώσει.

Τους άγγιξε παντού.
Το νoιώσαν μ’ όλες τις αισθήσεις τους.
T’ αυτί στον ξένο ετρόμαξε τον ήχο.
Το μάτι έκλεισε για μια στιγμή
σα μια θεάτρου αυλαία που είχε ανοίξει
και δε φανέρωσε θεατές,
ή καθώς φέρετρο
για να μη δείξει αποτρόπαιο κάτι.
tα κορμιά ερίγησαν. Και μες στο στόμα
η γλώσσα τους παράξενα συσπάστηκε. 

Όταν
αφού τους διαπέρασε
η πνοή εσβήστη
συνήλθαν ξένοι,
άγνωστοι,
εχθροί αναμεταξύ τους.
Με λέξεις ανυπότακτες.
Η ύπαρξή τους όλη ακατανόητη.

Και πλάι εκεί
αδημονία γεμάτος
ένας μισοτελειωμένος Πύργος.

Και σκορπίστηκαν σ' όλη τη γη.