Η EPHMΊAΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Άδειασε η πολυκατοικία-
πού πήγατε όλοι;
Ακόμα κι ο κυρ-Παναγιώτης
λείπει απ' την πόλη.
Φως πια δε φέγγει ούτε ένα
στις χαραμάδες.
Φύγαν παιδιά, φύγαν πατέρες,
φύγαν μαμάδες.
Σιγά τις σκάλες ανεβαίνω,
μην ένα χτύπο,
μη μια φωνή κάποιαν ακούσω
έστω απ’ τον κήπο.
Όμως κανείς δεν αγροικιέται.
Πού έχετε πάει;
Το πόδι σας ποιο τάχα χώμα
τώρα πατάει;
Μα δε φελάει όποια σκέψη.
Κι ως ανεβαίνω
τα βήματα μου λες μετράω
σε σπίτι ξένο.
Και όταν παίρνω το μολύβι
και κάτι γράφω
μοιάζει σταυρούς σα να χαράζω
πάνω σε τάφο.
Άδειασε η πολυκατοικία-
πού πήγατε όλοι;
Ακόμα κι ο κυρ-Παναγιώτης
λείπει απ' την πόλη.
Φως πια δε φέγγει ούτε ένα
στις χαραμάδες.
Φύγαν παιδιά, φύγαν πατέρες,
φύγαν μαμάδες.
Σιγά τις σκάλες ανεβαίνω,
μην ένα χτύπο,
μη μια φωνή κάποιαν ακούσω
έστω απ’ τον κήπο.
Όμως κανείς δεν αγροικιέται.
Πού έχετε πάει;
Το πόδι σας ποιο τάχα χώμα
τώρα πατάει;
Μα δε φελάει όποια σκέψη.
Κι ως ανεβαίνω
τα βήματα μου λες μετράω
σε σπίτι ξένο.
Και όταν παίρνω το μολύβι
και κάτι γράφω
μοιάζει σταυρούς σα να χαράζω
πάνω σε τάφο.